Συνταξιοδοτική Νομοθεσία – Νομοθεσία Κοινωνικής Ασφάλισης

1. Εισαγωγή

Η ανθρώπινη οργάνωση κατά την ιστορική της εξέλιξη αφού αντιμετώπισε την ανάγκη προστασίας κάθε ανθρώπου από γεγονότα απώλειας της επαγγελματικής τους απασχόλησης ή μείωσης των εισοδημάτων του από αυτήν με διάφορους θεσμούς, έφτασε προ τα τέλη του 19ου αιώνα στις κοινωνικές ασφαλίσεις. Η πολιτεία ανέλαβε την οργάνωση δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών, ώστε να καλύπτονται υποχρεωτικά όλα τα πρόσωπα που ανήκουν σε προκαθορισμένη επαγγελματική ομάδα ή κατηγορία του πληθυσμού. Οι ασφαλιστικοί οργανισμοί είναι αρμόδιοι να χορηγήσουν τις αναγκαίες παροχές, μόλις συντρέξουν σε κάποιο σε κάποιο άτομο οι προβλεπόμενες από κανόνες δικαίου προϋποθέσεις. Η κάλυψη αυτή των συγκεκριμένων κινδύνων χρηματοδοτείται από εισφορές των ιδίων των ασφαλισμένων ή από άλλες πηγές π.χ. κρατικές επιχορηγήσεις.

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά γνωρίσματα βοηθούν πολύ για να προσδιορίσουμε τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Πρόκειται για σύστημα κανόνων που ρυθμίζουν ποια οικονομικά μέσα (ασφαλιστικές παροχές) πρέπει να χορηγήσει ένας δημόσιος συνήθως οργανισμός (ασφαλιστικός φορέας) στα πρόσωπα που υπάγονται σε αυτόν (ασφαλισμένους), εφόσον συμπληρώνουν τις αναγκαίες χρονικές και οικονομικές υποχρεώσεις (χρόνος ασφάλισης, ασφαλιστικές εισφορές) και κινδυνεύουν από μείωση εισοδημάτων και αύξηση των δαπανών (ασφαλιστικούς κινδύνους).

.Η εξειδίκευση του γραφείου μας αφορά κυρίως τη νομοθεσία για τον κυριότερο ασφαλιστικό φορέα μισθωτής εργασίας της χώρας μας, το Ι.Κ.Α. Βέβαια η νομοθεσία αυτή δεν παύει να διέπεται και να εμπεριέχει τις αρχές του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου μας αλλά και αυτές του Δημοσίου και ως προς αυτό είναι κοινή σε όλους τους ασφαλιστικούς φορείς. Πουθενά περισσότερο στη νομοθεσία μας απ’ ότι εδώ και στο φορολογικό δίκαιο δεν υπάρχουν οι συνεχόμενες νομοθετικές επεμβάσεις και πολυνομία. Γι’ αυτό και οι εξειδικευμένες απαντήσεις μας στα ερωτήματά σας δεν μπορούν να έχουν απεριόριστη διάρκεια αλλά σχετική.


Τα γραφεία μας μπορούν να σας ενημερώσουν σχετικά με τα κοινωνικοασφαλιστικά ή ειδικότερα συνταξιοδοτικά δικαιώματα σας απέναντι στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης στους οποίους υπάγεστε, μπορούν να σας βοηθήσουν στη διεκδίκηση αυτών στις Επιτροπές των παραπάνω φορέων αλλά και στα Διοικητικά Δικαστήρια.

 

Να τελειώσουμε την παρουσίαση μας με δύο παρατηρήσεις διευκρινιστικές για τα ερωτήματα που θα μας υποβάλλετε. Πρώτον, για αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο στην κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία: τις συντάξεις. Οι ειδικοί κανόνες δικαίου που θα εφαρμοσθούν (οι νόμοι, διατάξεις εγκύκλιοι, κλπ) αναφορικά με τη συνταξιοδότηση καθορίζονται από τον τελευταίο φορέα ασφάλισης στον οποίο ασφαλίστηκε ο αιτών τη σύνταξη. Δηλαδή στην αποκαλούμενη διαδοχική ασφάλιση, όταν για παράδειγμα κάποιος ασφαλιζόταν στον ΟΑΕΕ (πρώην ΤΕΒΕ, ΤΑΕ κλπ) ως έμπορος, εν συνεχεία διέκοψε την εμπορική δραστηριότητα και εργάσθηκε-ασφαλίστηκε στο Ι.Κ.Α ως μισθωτός σε επιχείρηση και αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί τότε θα κριθεί η λήψη, το ύψος κλπ της σύνταξης με βάση τη νομοθεσία του Ι.Κ.Α.

Και δεύτερον, αναφέρθηκε παραπάνω ότι το Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης αποτελεί κομμάτι του Δημοσίου Δικαίου εξ’ ου και η αρμοδιότητα των Διοικητικών Δικαστηρίων για την επίλυση των κοινωνικο ασφαλιστικών διαφορών. Παραδοσιακά ωστόσο και επειδή στο πρώτο στάδιό του ο θεσμός των κοινωνικών ασφαλίσεων εφαρμόστηκε για να ανακουφίσει όσους παρείχαν εξαρτημένη εργασία, του πλέον αδύναμου οικονομικά έως σήμερα κλάδου απασχόλησης, συνηθιζόταν το Δίκαιο Κοιν. Ασφαλίσεων να εξετάζεται στο πλαίσιο του Εργατικού Δικαίου. Γι’ αυτό και συχνά στα ΜΜΕ ο ειδικός πχ στις συντάξεις καλείται εργατολόγος, εξειδίκευση δηλαδή που αναφέρεται στο εργατικό δίκαιο, το ειδικό κλάδο του ιδιωτικού δικαίου που εξετάζει την εξαρτημένη εργασία. Ωστόσο, σήμερα οι κοινωνικές ασφαλίσεις αγκαλιάζουν εκτός από τους μισθωτούς και τους αγρότες, τους βιοτέχνες, τους εμπόρους κλπ, ολόκληρο δηλαδή τον απασχολούμενο πληθυσμό και τα προστατευμένα μέλη του (οι λοιποί υπάγονται στις Υπηρεσίες Πρόνοιας) σύμφωνα με την αρχή της καθολικότητας του θεσμού αυτού. Έτσι, εκτός από αδόκιμη επιστημονικά, αφού εμπλέκει το Ιδιωτικό Δίκαιο και τις αρχές του σε έναν θεσμό που είναι και που κατά τη δημοκρατική αντίληψη πρέπει να είναι προεχόντως δημόσιος, η ταύτιση εργατικού και κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου είναι και ανεπίκαιρη ιστορικά.

Η παραπάνω παρατήρηση αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς ότι σήμερα ο θεσμός των κοινωνικών ασφαλίσεων έχει διεθνώς την τάση να αντικατασταθεί από το θεσμό της κοινωνικής ασφάλειας, να αποβάλλει δηλαδή το χαρακτηριστικό και την αρχή συνάμα του Δικαίου Κοιν. Ασφαλίσεων, της ανταποδοτικότητας ή τουλάχιστον να την περιορίσει, ώστε όλο και περισσότερο να αγκαλιάζει στρώματα του πληθυσμού που δεν μπορούν να καταβάλλουν εισφορές

2. Η συνταγματικότητα των περικοπών των συντάξεων με τους μνημονικούς νόμους

Το παρόν άρθρο συντάχθηκε και είναι ενημερωμένο με βάση την πλέον πρόσφατη Νομολογία από την Ασκούμενη Δικηγόρο Θεσσαλονίκης, Τερζή Αικατερίνη, μέχρι και τον Ιανουάριο του 2020.

Αφορμή για προβληματισμό αποτέλεσαν δύο πολύ πρόσφατες αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σχετικά με τις μειώσεις κύριων και επικουρικών συντάξεων κατ΄ επιταγή των μνημονιακών νόμων 4051 και 4093/2012, οι οποίοι χρησιμοποίησαν ως δικαιολογητικό λόγο την οικονομική κρίση και τις επείγουσες δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας εξαιτίας αυτής, αλλά και το γενικότερο δημόσιο συμφέρον.

Πιο συγκεκριμένα, με τις υπ’ αριθμόν 391/2019 (24ου τμήματος) και 347/2019 (33ου τμήματος) αποφάσεις του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, οι διατάξεις των ν. 4051 και 4093/2012 με τις οποίες επιβλήθηκαν περικοπές στις κύριες και στις επικουρικές συντάξεις κρίθηκαν ως αντίθετες στο Σύνταγμα και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, κατόπιν αγωγών που κατέθεσαν τρεις συνταξιούχοι κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου <<Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης>> (Ε.Φ.Κ.Α.) προς διεκδίκηση αναδρομικώς των περικοπών από τις συντάξεις τους. Το δικαστήριο επιδίκασε 5.560,93 ευρώ, 4.594,29 ευρώ και 3.764 ευρώ, συν τόκο 6% για τις παράνομες μειώσεις των νόμων 4051 και 4093/2012. Αξιοσημείωτο είναι δε, ότι οι συγκεκριμένες αποφάσεις αναγνώρισαν ως σημείο εκκίνησης για τα δικαιούμενα αναδρομικά των συντάξεων τον Ιούνιο του 2015, έπειτα δηλαδή από την υπ΄ αριθμόν 2287/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία είχε κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές των συντάξεων που επιβλήθηκαν κατ’ εφαρμογή του δευτέρου μνημονίου.

Σε αυτό το σημείο λοιπόν, αξίζει να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις μέσω μίας μικρής αναδρομής σε καίριες αποφάσεις που εκδόθηκαν από τον καιρό της οικονομικής κρίσης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας στην εκκίνηση της οικονομικής κρίσης και της μνημονιακής πολιτικής έκρινε συνταγματικές τις περικοπές και τα μέτρα που ελήφθησαν στα πλαίσια αυτής με την απόφαση 668/2012 (σχετικά με το πρώτο μνημόνιο) εξετάζοντας μεν την καταλληλότητα και την προσφορότητα αυτών των περικοπών, αλλά χωρίς να ζητήσει κάποια ιδιαίτερη αιτιολογία και επικαλούμενο απλώς την επείγουσα δημοσιονομική κατάσταση. Παρέλειψε ωστόσο, να εξετάσει εάν υπήρχε ηπιότερο μέτρο που θα μπορούσε να υιοθετηθεί επιφέροντας τα ίδια αποτελέσματα, με λιγότερη όμως ζημία για τους πολίτες, να κάνει δηλαδή την απαιτούμενη στον έλεγχο της συνταγματικότητας (σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας) στάθμιση κόστους-οφέλους για να καταλήξει στην κατάφαση της συνταγματικότητας των περιορισμών που έφεραν οι εν λόγω νόμοι. Ακολούθως, κρίνοντας και με βάση τις μετέπειτα αποφάσεις ο δικαστής φαίνεται να βρέθηκε σε μία θέση αυτοπεριορισμού, αναγνωρίζοντας ότι δεν ανήκει στο πεδίο της αρμοδιότητάς του η σε βάθος κρίση πολιτικοοικονομικών ρυθμίσεων, άποψη με την οποία συμφώνησε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), με την πολύ γνωστή απόφαση- σταθμό <<Κουφάκη κατά Ελλάδος>>.

Στην πορεία όμως, φτάνοντας στο δεύτερο μνημόνιο έρχεται η υπ’ αριθμόν 2287/2015 της Ολομέλειας του ΣτΕ, αναφορικά με τις περικοπές των κύριων συντάξεων και των επιδομάτων κατόπιν των επιταγών του δευτέρου μνημονίου, για να ανατρέψει τα δεδομένα και να εντείνει τον έλεγχο της συνταγματικότητας των περικοπών. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε έπειτα από τις υπ’ αριθμόν 3410/14 και 3663/14 του 5ου τμήματος του ΣτΕ οι οποίες, παρότι δεν έκριναν τις ρυθμίσεις αντισυνταγματικές, παρέπεμψαν το θέμα στην Ολομέλεια του δικαστηρίου ως μείζονος ενδιαφέροντος. Το ΣτΕ λοιπόν ανατρέποντας τον αυτοπεριορισμό του δικαστή και το γενικότερο κλίμα της οριοθέτησης του δικαστικού ελέγχου που επικράτησε στις πρότερες αποφάσεις του (κυρίως ως προς το πρώτο μνημόνιο) αμφισβήτησε πια την πρακτική του νομοθέτη να επαναλαμβάνει την ίδια αιτιολογία της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος κάθε φορά που εισάγει νέα μέτρα. Τόνισε δε, την επιτακτική ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη η αρχή της αναλογικότητας κατά τον συνταγματικό έλεγχο ενός νομοθετήματος. Συγκεκριμένα, οποιοδήποτε μέτρο ψηφίζεται από την Βουλή και εφαρμόζεται οφείλει να είναι αναγκαίο, πρόσφορο και ανάλογο με τον σκοπό που υπηρετεί. Να εξετάζεται δηλαδή, εάν η κρινόμενη ρύθμιση κατά την λογική πορεία των πραγμάτων και σύμφωνα με τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα που επικρατούν είναι πρόσφορη να οδηγήσει με μεγάλη βεβαιότητα στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Επιπλέον, ακόμη και αν πληρείται η αρχή της προσφορότητας, οφείλει να εξετάσει εάν είναι απόλυτα αναγκαία η ρύθμιση ή εάν υπάρχει τυχόν ηπιότερη εναλλακτική λύση που θα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα. Τέλος, επιβάλλεται να γίνει στάθμιση κόστους-οφέλους (stricto sensu αναλογικότητα), να εξεταστεί κατά πόσο δηλαδή ο περιορισμός του εκάστοτε δικαιώματος είναι μικρότερος από το κόστος που θα έχουμε από αυτόν. Η στάθμιση βέβαια εξαρτάται από τις συνθήκες που επικρατούν στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο που διανύουμε (ευμετάβλητο και δυναμικότητα της αρχής της αναλογικότητας). Σε καιρό κρίσης δηλαδή με, την επίκληση του δημοσιονομικού συμφέροντος και της επιτακτικής ανάγκης δανεισμού παρατηρούμε ότι ελαστικοποιήθηκαν οι συνταγματικές διατάξεις, μέσω της αρχής της αναλογικότητας, και έτσι στις περισσότερες περιπτώσεις πέρασαν τα μέτρα. Από τις βασικότερες θέσεις που υποστηρίχθηκαν (πλειοψηφούσα άποψη) είναι ότι πρέπει να γίνει εκτίμηση πια του σωρευτικού αποτελέσματος για τον μέσο Έλληνα, έπειτα δηλαδή από όλες τις διαδοχικές μειώσεις και έτσι να κριθεί εάν όντως τα όρια ξεπεράστηκαν. Αν μη τι άλλο, η κατοχύρωση της υποχρέωσης κοινωνικής ασφάλισης ανήκει στο Κράτος. Ο νομοθέτης μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς, υπό την μορφή μειώσεων και περικοπών, θα πρέπει όμως να συνοδεύονται από εμπεριστατωμένη έκθεση, με επαρκή αιτιολόγηση και τεκμηρίωση, που να αποδεικνύει την βιωσιμότητα και το λυσιτελές τελικώς των περικοπών.

Έπειτα από όλα αυτά φτάσαμε στο σημείο όπου δικαιώθηκαν πια οι συνταξιούχοι με τις αποφάσεις που αναφέρθηκαν στην αρχή (391/19 και 347/19) οι οποίες όχι μόνο έκριναν ‘’ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες’’ τις περικοπές των συντάξεων, κύριων και επικουρικών, αλλά έδωσαν και την δυνατότητα δικαστικής διεκδίκησης αναδρομικώς των ποσών που παρανόμως περικόπηκαν από το 2015 και έπειτα, με τους νόμους 4051 και 4093/2012 . Πιο συγκεκριμένα, προσδιορίστηκε ότι ο χρόνος των διεκδικήσεων για όλους τους συνταξιούχους από τις παράνομες αυτές μειώσεις εκκινεί μετά τη δημοσίευση των αποφάσεών του ΣτΕ, δηλαδή μετά τον Ιούνιο του 2015 και όχι πριν, για λόγους δημοσίου συμφέροντος και εν προκειμένω για να μην εκτροχιαστεί ο κρατικός προϋπολογισμός, άρα δηλαδή για το διάστημα 1/7/2015 έως και 2018.Ο δικαστής δεν παρέλειψε βέβαια να αναφερθεί για άλλη μία φορά στην ανάγκη πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης των περικοπών, για πολλοστή φορά, συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγόμενων, η οποία ερείδεται κάθε φορά στην αόριστη επίκληση της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης των ασφαλιστικών οργανισμών. Σημαντικότατη δε η παρατήρηση στην σκέψη 3, ότι κυρίως η παρατεινόμενη ύφεση καθώς και η αύξηση της ανεργίας στις οποίες συμβάλλει η γενικότερη πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλου μέρους του πληθυσμού, εγείρει ερωτηματικά ως προς την προσφορότητα τόσο των επίδικων μέτρων, όσο και των αντίστοιχων με αυτά (μειώσεις μισθών, φορολογικές επιβαρύνσεις κλπ). Τέλος, υπογράμμισε την ανεπίτρεπτη μείωση του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων κάτω από το όριο εκείνο που αποτελεί τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού και του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αφού κλονίζεται πια η ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος, που υπαγορεύει να υφίστανται αυτά τα μέτρα και των περιουσιακών δικαιωμάτων τους. Συνακόλουθα, αναγκάστηκαν να υποστούν ένα δυσανάλογο και υπερβολικό ατομικό βάρος το οποίο τους αποκλείει από το θεμελιώδες δικαίωμα να απολαύσουν τους καρπούς των κόπων τους, ήτοι να λάβουν σύνταξη ισάξια της εργασίας που προσέφεραν (όπως τόνισε και το Ε.Δ.Δ.Α. στην απόφαση Khoniakina κατά Γεωργίας, ό.π., σκ. 71 και 72).

Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στο θέμα της παραγραφής των αξιώσεων των συνταξιούχων, καθώς οι αγωγές θα πρέπει να γίνουν χωρίς να έχει χαθεί το δικαίωμα από τυχόν παραγραφή των, η οποία είναι πενταετής (εκκινώντας από την λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και κατέστη δυνατή η δικαστική επιδίωξή της). Οι αιτήσεις που έχουν κάνει στον Ε.Φ.Κ.Α. πάνω από 2 εκατομμύρια συνταξιούχοι κατοχυρώνουν για ένα εξάμηνο τη μη παραγραφή αναδρομικών εφόσον εντός αυτού του εξαμήνου γίνει και η αγωγή για τα αναδρομικά των παρελθόντων ετών. Ενδέχεται όμως, να ανανεωθεί το εξάμηνο αυτό με νέα αίτηση, εάν ο Ε.Φ.Κ.Α. δεν απαντήσει σε κάθε έναν από τα 2 εκατ. συνταξιούχων σχετικά με το αίτημα των αρχικών αιτήσεων, που ήταν η μη εφαρμογή των περικοπών από εδώ και πέρα και η επιστροφή των αναδρομικών, τουλάχιστον από τότε που τις έκρινε αντισυνταγματικές η Ολομέλεια του ΣτΕ (με την 2287/2015), δηλαδή από 1/7/2015 και μετά.

Χρειάζεστε νομική συμβουλή;

Επικοινωνήστε μαζί μας σήμερα!

Για οποιαδήποτε νομική συμβουλή σε θέματα Ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, οι έμπειροι και καταρτισμένοι συνεργάτες μας βρίσκονται στη διάθεσή σας διαρκώς!
Ελληνικα