1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ
Είναι πολύ δύσκολο να επιλέξει κανείς ανάμεσα στο πλήθος των πληροφοριών για το θέμα ποιές να παρουσιάσει σε ένα συνοπτικό άρθρο σαν και αυτό. Θα προσπαθήσουμε πάντως να το καλύψουμε έτσι ώστε ο αναγνώστης, ακόμα και μη νομικός, να ενημερωθεί για την ισχύουσα νομοθεσία, για καίρια σημεία της πρακτικής της εφαρμογής αλλά και ίσως να προβληματιστεί από την κριτική που ασκείται σ’ αυτά. Γι’ αυτό να μας συγχωρεθεί η εκτεταμένη χρήση παρενθέσεων ώστε να επεξηγούνται έστω συνοπτικά νομικές έννοιες αλλά και να δίνονται συμπυκνωμένες πληροφορίες ενώ η επανάληψη λεπτομερειών του κειμένου του ισχύοντος νόμου αποφεύγεται, αφού αυτός παρατίθεται στο παρακείμενο άρθρο μας για την ισχύουσα μορφή του νόμου για τα ναρκωτικά. Οι παραπομπές σε βιβλιογραφία γίνονται στο τέλος του άρθρου. Ο αναγνώστης άρα θα χρειαστεί αρκετές φορές να ανατρέχει στην ισχύουσα μορφή του νόμου για την πλήρη κατανόηση των όσων διαβάζει. Γι ’αυτό και το κείμενο, κατόπιν της παρούσας εισαγωγής, ακολουθεί τη σειρά των άρθρων του νόμου.
Καταρχάς το ακριβές κείμενο του νόμου 4139/2013 περί εξαρτησιογόνων ουσιών όπως ισχύει σήμερα μπορεί κανείς να συνθέσει και από τον ελεύθερο διαδ. τόπο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΕτΚ), αλλά ο νόμος τροποποιήθηκε πολλές φορές μέχρι σήμερα, οπότε ευχερέστερο θα ήταν να βλέπετε το κείμενο του νόμου παρακείμενο άρθρο μας. Συγκεκριμένα, ο νόμος 4139/2013(ΦΕΚ Α 74/2013) τροποποιήθηκε ελάχιστα στο άρθρο του 28 από το άρθρο 6 του Ν. 4285/14 (ΦΕΚ Α 191/2014), στα άρθρα του 31-35 που αφορούν την ειδική μεταχείριση του εξαρτημένου χρήστη από το άρθρο 10 του Ν.4322/2015 (ΦΕΚ Α 42/2015) ,στο άρθρο του 1 από τον Ν. 4509/17 (ΦΕΚ Α’ 201/22.12.2017), ενώ επιπλέον με το αρθ. 1, Ν.4523/2018 (ΦΕΚ Α 41/7.3.2018) προστέθηκε το αρθ.2Α. Τέλος, πρόσφατα ο νόμος τροποποιήθηκε ξανά αλλά ελάχιστα με τον N. 4554/2018 (ΦΕΚ Α 130/18.07.18), τον N. 4600/2019 (ΦΕΚ Α 43/09.03.19) και τέλος τον Ν. 4662/20 (ΦΕΚ Α 27/7.2.2020)
Το έννομο αγαθό που μπορεί να θεωρηθεί ότι προστατεύει ο παραπάνω νόμος είναι η ζωή και η υγεία αορίστου αριθμού ανθρώπων που διακινδυνεύουν με τις πράξεις διακίνησης ναρκωτικών [i]. Ιστορικά, ωστόσο αρκετές από τις ουσίες αυτές υπό τον νομικό τίτλο «ναρκωτικά» ή πλέον και «εξαρτησιογόνες ουσίες» και από ψυχιατρικής σκοπιάς «παράνομα ναρκωτικά» ήταν εκτεταμένης χρήσης από τους ανθρώπους, η δε χρήση τους είναι τόσο παλιά όσο και η ιστορία της ανθρωπότητας. Όπως παρατηρείται,[ii] ο πρωτόγονος άνθρωπος, επειδή ζούσε σε μια στενή συμβιωτική σχέση με το περιβάλλον του, ήταν απόλυτα ενήμερος για την επίδραση διαφόρων βοτάνων ή άλλων φυσικών προϊόντων στην ψυχική σφαίρα και γενικά πάνω στο σώμα του. Στη γραπτή ιστορία, πρώτες αναφορές στη χρήση οπίου γίνονται σε αιγυπτιακό πάπυρο του 16ου π.Χ. αιώνα και στα έπη του Ομήρου, ενώ καννάβεως σε κινέζικο κείμενο του 1ου μ.χ αιώνα που αναφέρεται όμως στον αυτοκράτορα Shen Nung της τρίτης πχ χιλιετίας και στον Ηρόδοτο τον 5ο π.χ. αιων. αναφορικά με τη χρήση της από τους Σκύθες [iii]. Μάλιστα, η εκτεταμένη νόμιμη χρήση των παραδοσιακών ναρκωτικών (δηλ. της κάνναβης, κόκας, οπίου, μορφίνης που ως αλκαλοειδές του τελευταίου απομονώθηκε το 1805) στην εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας, τόσο για ευφορικούς όσο και για θεραπευτικούς λόγους, αποτελεί μία τουλάχιστον από τις αιτίες που οδήγησαν αρκετούς να πρεσβεύουν ότι η απότομη απαγόρευση- ποινικοποίηση τους που συντελέσθηκε παγκοσμίως, κυρίως (υπάρχουν όμως και παλαιότερες απαγορεύσεις χρήσης και διακίνησης όπως του οπίου το 1729 από τις Κινεζικές Αρχές), το πρώτο μισό του 20ου αιώνα υπαγορεύτηκε από λόγους κρατικής πολιτικής- ενδυνάμωσης της κρατικής εξουσίας και εξυπηρέτησης οικονομικών συμφερόντων άσχετους με την δημόσια υγεία που φέρεται η σχετική νομοθεσία να προστατεύει[iv].
Ωστόσο το απότομο της απαγόρευσης από μόνο του δε μπορεί να οδηγήσει σε τέτοια συμπεράσματα αφού μπορεί να πρεσβευτεί, παρά την βιωματική σχέση που είχε ο άνθρωπος στην διάρκεια της ιστορίας με τα αποτελέσματα της χρήσης σε ανθρώπινη υγεία και ψυχισμό, ότι, άσχετα με τις οικονομικές ή άλλες συνέπειες της απαγόρευσης, ακριβώς στον 20ο αιώνα η ανθρώπινη επιστήμη έφθασε σε τέτοιο βαθμό ώστε να αξιολογεί με περισσότερη ακρίβεια, ενόψει και της πλέον ευχερούς διάδοσης τους παγκοσμίως, τις δυσμενείς συνέπειες στην ανθρώπινη υγεία από τη χρήση των ναρκωτικών. Ανήκει λοιπόν πρωτίστως στο πεδίο της αξιολόγησης της επίδρασης αυτής στην υγεία και στις σχετικές παραμέτρους( π.χ η προβληματική αν τελικά η καταστολή της χρήσης ναρκωτικών τα καθιστά πιο δημοφιλή και αυξάνει αντί να μειώνει τη χρήση τους) , απ’ όπου πρέπει να αντληθούν ουσιαστικά συμπεράσματα για το θεμιτό ή μη της ποινικοποίησης των ναρκωτικών. Παρακάτω καθώς παρουσιάζουμε την ποινική μεταχείριση του εξαρτημένου χρήστη αναφερόμαστε έστω συνοπτικά στην επίδραση αυτή, τουλάχιστον για τα πλέον γνωστά είδη ναρκωτικών.
Εδώ μένει να σχολιασθεί το εξής : Κοινό τόπο στο ποινικό δίκαιο αποτελεί ότι κάθε τυποποιούμενη ως έγκλημα συμπεριφορά πρέπει να προσβάλλει με τη μορφή βλάβης ή διακινδύνευσης ένα έννομο αγαθό (βλ. όμως και τη σχετική κριτική περί μη ουσιαστικής συμβολής της έννοιας στην ερμηνεία του Ποινικού Δικαίου σε Ανδρουλάκης Νικόλαος «Ποινικό Δίκαιο», τομ.1, εκδ.2006, σελ.65 επ. ο οποίος όμως δέχεται να την χρησιμοποιεί λόγω της παγίωσης της στην ποινική επιστήμη). Καθώς λοιπόν ορθά από την ανάλυση της σχετικής νομοθεσίας και του αντικειμένου της (του υλικού αντικειμένου της δηλ. των ναρκωτικών) γίνεται δεκτό ότι το έννομο αγαθό που προσβάλλεται είναι αφηρημένης διακινδύνευσης, δηλ. μπορεί να προκύψει βλάβη για τη ζωή και την υγεία αόριστου αριθμού ανθρώπων [v] και δεν έχει καμία σχέση με κάποια μη αποδεκτή εν γένει ατομική συμπεριφορά, με κάποιον αντικοινωνικό τύπο ανθρώπου, ο οποίος «…επιδίδεται σε χασισοποσίαν…», όπως προέβλεπε και o πρώτος στην Ελλάδα Ν. 1681/1919 που έμμεσα απαγόρευε τα ναρκωτικά, παραμένει μετέωρη από άποψη εν. αγαθού, η καλλιέργεια ή προμήθεια ή κατοχή ναρκωτικών για ιδία αποκλειστικά χρήση καθώς και ή χρήση αυτών μόνο από το κάτοχο τους. Πρόκειται για αυτοπροσβολή η ποινικοποίηση της οποίας εγείρει αρκετές αμφισβητήσεις τόσο στη σύγχρονη επιστήμη του Ποινικού Δικαίου όσο και εκτός αυτής.
Ιδίως όταν η κατοχή προς ιδία χρήση και η χρήση αυτή λαμβάνει χώρα χωρίς να γίνεται αντιληπτή από τρίτους, όταν δηλαδή συμβαίνει το κλασικό παράδειγμα της ποινικής θεωρίας στη χώρα μας, [vi], του μελαγχολικού που θύει κατά μόνας στον Βάκχο στην απόμερη οικία του, τότε δεν μπορούμε καν να μιλάμε για πράξη κατά το Ποινικό μας Δίκαιο. Μια τέτοια συμπεριφορά στερείται ποινικού ενδιαφέροντος καθώς δεν γίνεται καν αντιληπτή από άλλον άνθρωπο.
3. Η ΒΑΣΙΚΗ ΠΟΙΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ
Κατόπιν της παραπάνω παρατήρησης από το γενικό μέρος του Ποινικού μας Δικαίου στην νομοθεσία για τα ναρκωτικά, να αναφέρουμε ότι ο βασικός νόμος αυτής 4139/2013 (και συγκεκριμένα το Α΄ μέρος του καθώς το Β περιέχει άσχετες διατάξεις), όπως ισχύει με τις τροποποιήσεις που παραπάνω υπό 2.1 εκτέθηκαν, δεν περιέχει αποκλειστικά ουσιαστικές ποινικές διατάξεις αλλά και δικονομικές (δηλ. που αφορούν την διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης, αρθ.42-44), διατάξεις για την διάθεση των εσόδων από τα ναρκωτικά (αρθ.45-47), διατάξεις για τους οργανισμούς και όργανα για την αντιμετώπιση της εξάρτησης(αρθ.48-60). Τέλος στα πρώτα του άρθ. 2-19 ρυθμίζει και τη νόμιμη για ιατρικούς ή άλλους σκοπούς παραγωγή και διακίνηση των ναρκωτικών. Με την επιφύλαξη λοιπόν των τελευταίων διατάξεων (δηλ. εφόσον δεν πρόκειται για πράξη που την εξαιρούν) η τυποποίηση-πρόβλεψη του βασικού εγκλήματος για τα ναρκωτικά γίνεται στο αρθ. 20 . Έτσι εκεί προβλέπεται ότι όποιος παράγει ή διακινεί, και μάλιστα με μια πολύ εκτεταμένη έννοια διακίνησης που στη πραγματικότητα εμπλέκει και τον απλό κάτοχο, ναρκωτικά ή ακόμα και τις πρόδρομες ουσίες αυτών τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 8 ετών, δηλ. από 8 έως15 έτη [κατά τα αρθ. 52 και 53 του Ποινικού μας Κώδικα (ΠΚ) η φυλάκιση διαρκεί από 10 μέρες έως 5 έτη και τιμωρεί πλημμελήματα, η δε κάθειρξη από 5 έως 15 έτη και τιμωρεί κακουργήματα ] και με χρηματική ποινή από 150 έως 300.000 ευρώ (σε συνδυασμό με αρθ.57 ΠΚ). Μέχρι πρότινος, πριν την 1/9/2019, οπότε και ετέθη σε ισχύ ο νέος Ποινικός Κώδικας της χώρας (Ν. 4619/2019), το ύψος της επιβαλλόμενης ποινής κάθειρξης έφθανε τα 20 έτη, κατά τις προβλέψεις του προϊσχύοντος αρθ.53. Ωστόσο ακόμα και αν η πράξη έγινε πριν την 1/9/2019 και πάλι θα εφαρμοσθεί η ευμενέστερη διάταξη για τον κατηγορούμενο ήτοι τα 5 έως 15 έτη (αρθ. 2ΠΚ, αναδρομική ισχύς του ηπιότερου νόμου). Επίσης, πλέον η παραπάνω χρηματική ποινή θα πρέπει καταρχήν να υπολογισθεί σε ημερήσιες μονάδες (αρθ. 57 νέου ΠΚ), χωρίς όμως να αλλάζει το ύψος της και κατά την εκτίμηση του γράφοντος ούτε η έως σήμερα δυνατότητα βεβαίωσης της ως φορολογικό βάρος σε περίπτωση αδυναμίας καταβολής της, δηλ. δεν εκτίεται.
4. Η ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ
Να ειπωθεί εδώ ότι κατά κανόνα τα Δικαστήρια μας δείχνουν την επιείκεια τους (που ως αρχή διέπουσα το ποινικό μας σύστημα μνημονεύεται ιδιαίτερα στην αιτιολογική έκθεση του νέου ΠΚ), επιβάλλοντας πολλές φόρες χαμηλότερες ποινές στα πλαίσια αποδοχής ελαφρυντικών περιστάσεων. Μάλιστα ο νέος ΠΚ με την τροποποίηση του σχετικού αρθ.84 θετικοποίησε περαιτέρω τις προϋποθέσεις αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων, καθιστώντας την τελευταία επιβαλλόμενη σε περισσότερες περιπτώσεις. Έτσι για παράδειγμα όποιος μέχρι την τέλεση της πράξης διακίνησης ναρκωτικών έζησε σύννομη ζωή δηλαδή δεν καταδικάστηκε από ποινικό Δικαστήριο ή καταδικάστηκε για ελαφρό αδίκημα ή αυτά συνέβησαν για σχετικό μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, τότε δικαιούται την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου ή (και) της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς (αρθ.84 παρ.2 περ. ά και έ ΠΚ). Στην περίπτωση αυτή το πλαίσιο ποινής του βασικού εγκλήματος διακίνησης ναρκωτικών που είναι , όπως ειπώθηκε, από 8 έως 15 έτη, μειώνεται σε 2 έως 8 έτη (νέο αρθ. 83 ΠΚ σε συνδ. με υφιστάμενη νομολογιάκη ερμηνεία βλ. αντί πολλών ΑΠ 322/18,δημ. NOMOS). Βεβαίως υπάρχουν και άλλοι λόγοι μείωσης της ποινής στο γενικό μέρος του Ποινικού μας Δικαίαυ, οι οποίοι, όμως, σπάνια μπορεί να συντρέχουν στα εγκλήματα ναρκωτικών, ιδίως αφού ή μείωση του καταλογισμού του δράστη λόγω της χρήσης τους ρυθμίζεται στον ειδικό για αυτά νόμο που παρουσιάζουμε.
5. Η ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΤΙΣΗ ΤΗΣ
Πρέπει να παρατηρηθεί επίσης ότι ο πραγματικός χρόνος έκτισης της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής στην Ελλάδα δεν είναι αυτός που απαγγέλλεται από τα Δικαστήρια αλλά αυτός που κατόπιν διατάξεων για την έκτιση της, είτε πάγιων, που περιέχονται στο γενικό μέρος του ΠΚ, είτε έκτακτων, αποσυμφορητικών των καταστημάτων κράτησης, τελικά εκτίεται. Ο χρόνος αυτός δεν μπορεί εκ των προτέρων να υπολογισθεί με ακρίβεια παρά μόνο κατά την διάρκεια της φυλάκισης και τις τότε ισχύουσες διατάξεις. Εξαρτάται και από τη διάθεση του κρατουμένου να αναλάβει εργασία ή εκπαιδευτικές δραστηριότητες ή και από άλλα χαρακτηριστικά του, όπως ηλικία, σοβαρή ασθένεια, οπότε η κάθε μέρα έκτισης αυξάνεται πλασματικά- ευεργετικός υπολογισμός της ποινής-. Θα μπορούσαμε πάντως πολύ γενικά και κατά προσέγγιση να πούμε ότι η πραγματική έκτιση σε φύλακες για τα κακουργήματα ισούται με το 1/3 της ποινής που επιβλήθηκε ενώ μετά την υπό όρο απόλυση και μέχρι το πέρας του χρόνου της δοκιμασίας ακολουθούν συνήθως περιοριστικοί όροι, όπως ανά μήνα εμφάνιση σε αστυνομικό τμήμα.
Ο νέος ΠΚ προβλέπει ακόμα την δυνατότητα ή υποχρέωση του ποινικού Δικαστή να διατάξει την έκτιση κάθε στερητικής της ελευθερίας ποινής στην κατοικία για κάποιες κατηγορίες καταδικασθέντων (άνω των 75 ετών, μητέρες έχουσες την επιμέλεια έως 8 ετών παιδιών, πασχόντων από πολύ βαριά νοσήματα, αρθ.105 ΠΚ).
6. ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΤΗΣ ΣΤΕΡΗΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΠΟΙΝΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ
Καταρχήν η επιβαλλόμενη, για το κακούργημα του αρθ. 20 του σχολιαζόμενου Ν. 4139/2013 για τα ναρκωτικά, ποινή ούτε θα μετατρέπεται , ούτε θα αναστέλλεται λόγω του ύψους της. Εξάλλου υπό το καθεστώς του νέου ΠΚ η μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική δεν προβλέπεται, όπως στον παλιό ΠΚ. Ακόμα όμως για τις πράξεις διακίνησης που έγιναν υπό την ισχύ του τελευταίου, δηλαδή πριν την 1/7/2019, αξίζει να σημειωθεί ότι η ποινή που επιβάλλονταν ή θα επιβληθεί για διακίνηση ναρκωτικών δεν μετατρέπονταν σε χρηματική, ακόμη κι αν τελικά κατά αποδοχή ελαφρυντικών περιστάσεων υπέρ δράστη το ύψος της το επετρέπε( αρθ. 82 παρ. 10 προισχύοντος ΠΚ σε συνδυασμό με την ευρεία νομολογιακή ερμηνεία της έννοιας «εμπορία ναρκωτικών»).
Η έως τρίων ετών ποινή που θα μπορούσε να επιβληθεί εδώ υπό την αποδοχή ελαφρυντικών περιστάσεων ή της ιδιότητας του εξαρτημένου αναστέλλεται, εφόσον ο ένοχος δεν καταδικάσθηκε στο παρελθόν σε ποινή ή ποινές που δεν υπερβαίνουν συνολικά τα τρία έτη ή ακόμα και τα πέντε έτη αν το τελευταίο ειδικά αποφασίσει το δικαστήριο, υπό όρους που προκύπτουν από την δικαστική απόφαση . Αν δεν υπάρχουν οι προυποθέσεις της αναστολής, ή ποινή μπορεί να μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Το δικαστήριο μπορεί να μην χορηγήσει την μετατροπή ή αναστολή αν κρίνει ότι με τη χορήγηση της ο δράστης δε θα αποτραπεί από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων.
7. ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ
Περαιτέρω, να σχολιάσουμε ότι σε εφαρμογή της βασικής αρχής-εγγύησης του Ποινικού μας Δίκαιου ( συνταγματικά και διεθνώς κατοχυρωμένη) που αφορά την προγενέστερη ρητή και συγκεκριμένη πρόβλεψη της πράξης στο νόμο ώστε να τιμωρείται με ποινή, το βασικό αυτό άρθρο 20 Ν.4139/13 για τη διακίνηση ναρκωτικών περιέχει μία αρκετά λεπτομερειακή, σε σχέση με άλλες τυποποιήσεις εγκλημάτων, περιγραφή τρόπων με τους οποίους κάποιος μπορεί να συντελέσει ώστε να φθάσει το ναρκωτικό στον τελικό του χρήστη, απειλώντας μάλιστα και κατά του τελευταίου τις ίδιες εξοντωτικές ποινές αφού και η απλή κατοχή ναρκωτικών αποτελεί τρόπο πραγμάτωσης του εγκλήματός. Έτσι ως τρόποι πραγμάτωσης του εγκλήματος διακίνησης ναρκωτικών προβλέπονται η καλλιέργεια, η συγκομιδή, η εισαγωγή, αποθήκευση, πώληση, μεταφορά, κατοχή κ.α. (βλ. το κείμενο του νόμου).
Αξίζει να αναφερθεί ότι η λεπτομερειακή αυτή περιγραφή τρόπων πραγμάτωσης του εγκλήματος έχει την πηγή της στο διεθνές δίκαιο για την καταπολέμηση των ναρκωτικών (βλ. πχ το αρθ. 36 της ισχύουσας Ενιαίας Συμβάσεως του 1961, Single Convention on Narcotic Drugs : “… Subject to its constitutional limitations, each Party shall adopt such measures as will ensure that cultivation, production, manufacture, extraction, preparation, possession, offering, offering for sale, distribution, purchase, sale, delivery on any terms whatsoever, brokerage, dispatch, dispatch in transit, transport, importation and exportation of drugs contrary to the provisions of this Convention…”) αλλά μπορεί να υποστηριχθεί ότι οφείλεται και στο γεγονός ότι πρόκειται για τον πλέον συχνό σε εφαρμογή ποινικό νόμο τουλάχιστον σε βαθμό κακουργήματος (40% των εγκλεισμών σε σωφρονιστικά ιδρύματα οφείλονται άμεσα στη εφαρμογή του νόμου περί ναρκωτικών όπως αναφέρεται και στο προοίμιο της αιτιολογικής έκθεσης του Ν.4139/2013 με στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης Αύγουστου 2012 ). Πράγματι οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί των χιλιάδων κατηγορουμένων που έχουν οδηγηθεί στα δικαστήρια και οι απαντήσεις αυτών συνετέλεσαν στην σπάνια σε έκταση απαρίθμηση πιθανών τρόπων τέλεσης του βασικού περί ναρκωτικών εγκλήματος. Την απαρίθμηση αυτή ο νομοθέτης του 4139 προσπάθησε να αντικαταστήσει με την έννοια της διακίνησης, την παράθεσε όμως και μάλιστα ενδεικτικά και στο νεότερο αυτό νόμο επεξηγώντας την έννοια, ακολουθώντας έτσι στην ουσία την διατύπωση του προγενέστερου Ν.1729/87 (γενικά ο πλέον πρόσφατος για τα ναρκωτικά νόμος αποτελεί κυρίως επανάληψη στην νομοτεχνική δομή και στις περισσότερες των επιμέρους διατάξεων του Ν.3459/2006 που κωδικοποίησε τον Ν.1729/87 ο οποίος εντωμεταξύ είχε υποστεί αλλεπάλληλες τροποποιήσεις).
Κατά τον γράφων η νομοτεχνική επιλογή του νομοθέτη και στον νεότερο νόμο δεν άλλαξε ή πάντως δεν άλλαξε ουσιωδώς ώστε να επιλύσει ένα βασικό πρόβλημα της εφαρμογής της νομοθεσίας των ναρκωτικών: την καταρχήν αντιμετώπιση του χρήστη ως διακινητή. Και εδώ βέβαια οι τελευταίες έννοιες δεν τίθενται με την νομική τους χροιά, δηλ. χρήστης δεν είναι μόνο όποιος πληρεί με τη συμπεριφορά του αποκλειστικά το αρθ.29 του νόμου που εξετάζουμε αλλά με την κοινωνική δηλ. αυτού που κάνει κατάχρηση των απαγορευμένων φαρμάκων ανεξάρτητα μάλιστα αν σύμφωνα με το νόμο μπορεί να χαρακτηρισθεί εξαρτημένος (βλ. για το θέμα και παρακάτω στα σχόλια για το αρθ. 29)
8. ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΥΜΕΝΕΣΤΕΡΗΣ Η ΒΑΡΥΤΕΡΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
Επιχειρείται βέβαια στο αμέσως επόμενο αρθ.21 )να τεθεί το προφίλ του χρήστη ναρκωτικών ως πλημμεληματικά τιμωρούμενο, διάταξη με καινοτόμα θέση στον τελευταίο περί ναρκωτικών νόμο (πράγματι πρόδρομο της διάταξης αυτής αποτέλεσε η ως πλημμέλημα τιμωρούμενη διάθεση μικροποσότητας από αυτήν που κατέχει κάποιος για προσωπική χρήση που προβλέπονταν όμως στο πρώην ισχύον αρθ.29 για την προσωπική χρήση) , καθώς όμως η απλή κατοχή εξακολουθεί να τιμωρείται κακουργηματικά στο βασικό άρθρο 20 εναπόκειται τελικά στις περιστάσεις κάθε περίπτωσης η μη κακουργηματική δίωξη όσων σήμερα κάνουν χρήση- κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών. Πλην της θέσης της, και από τα σχετικά σχόλια στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, προκύπτει ότι η διάταξη θέλησε καινοτόμα να απεμπλέξει όσους καταχρώνται ναρκωτικές ουσίες και επιδίδονται σε μικρεμπόριο αυτών για να ανταπεξέλθουν οικονομικά, από κακουργηματικές κατηγορίες, απαιτώντας όμως την ιδιότητα του εξαρτημένου, περιόρισε κατά πολύ την εφαρμογή της στην πράξη. Εξάλλου ο εξαρτημένος έχει την παρακάτω περιγραφόμενη ειδική μεταχείριση που καθιστά ούτως ή άλλως πλημμέλημα την τιμωρούμενη ως κακούργημα πράξη της διακίνησης ναρκωτικών. Για όλες τις περιπτώσεις που τιμωρεί το αρθ.21 προβλέπεται ποινή φυλάκισης από 10 μέρες έως τρία έτη (αρθ.53 Π.Κ ), ποινή που μετατρέπεται σε χρηματική εφόσον η πράξη έγινε πριν 1/7/2019 αλλά πλέον και σε κοινωφελή εργασία, όπως και αναστέλλεται εκτός αν η προηγούμενη εγκληματική δράση του καταδικασθέντος ή άλλοι λόγοι οδηγήσουν το Δικαστήριο στην μη αναστολή ή μετατροπή προς αποτροπή τέλεσης νέων πράξεων.
Ακολουθούν στα άρθρα 22 και 23 του νόμου περί εξαρτησιογόνων ουσιών οι διακεκριμένες και ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις που επαυξάνουν την ποινή του βασικού εγκλήματος, που ανωτέρω περιγράφηκε, του αρθ.20. Οι περιπτώσεις αυτές αφορούν την τέλεση του εγκλήματος στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης, υπότροπο (να σημειωθεί ότι ο είτε με τη παλαιότερη είτε στα πλαίσια την νέας εναντίον του διαδικασίας κριθείς εξαρτημένος εξαιρείται από την υποτροπή), ιδιότητες όπως του φαρμακοποιού και άλλα. Και για τις εδώ επιβαλλόμενες ποινές ισχύουν ανάλογα βέβαια όσα παραπάνω εκτέθηκαν, αν και καταδίκη με αυτές τις διατάξεις δεν αναμένεται να επιτρέπει μετατροπή ή αναστολή της ποινής λόγω του ύψους τους. Ειδικά να γίνει μνεία ότι η ποινή της ισόβιας κάθειρξης που προβλέπεται στο αρθ. 23 δεν είναι πλέον, μετά την εισαγωγή του νέου ΠΚ (αρθ.463 παρ.4) αποκλειστική επιλογή του Δικαστή και μπορεί να επιβληθεί αντ’ αυτής πρόσκαιρη κάθειρξη 10 έως 15 ετών.
9. ΑΛΛΑ ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ
Στα άρθρα 24 και 25 προβλέπονται αυτοτελή εγκλήματα, το πρώτο των οποίων αφορά την πρόκληση στην χρήση και διαφήμιση ναρκωτικών ουσιών. Η διάταξη περιέχει ρήτρα επικουρικότητας, δηλ. εφαρμόζεται εφόσον η συμπεριφορά του δράστη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Αυτή η διάταξη θα είναι συνήθως το παραπάνω αρθ.20 που προβλέπει το βασικό έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών σε συνδυασμό με τις διατάξεις από το γενικό μέρος του Ποινικού μας δικαίου που προβλέπουν την απόπειρα και την ηθική αυτουργία. Το άρθρο 25 αφορά την οδήγηση μεταφορικού μέσου υπό την επήρεια ναρκωτικών.
10. ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΠΟΥ ΕΜΠΛΕΚΟΝΤΑΙ ΜΕ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ
Γνωστό στην ποινική μας θεωρία ότι η ποινή αποτελούσα ιδιαίτερη μομφή της κοινωνίας και συνδεόμενη με τον εσωτερικό κόσμο του δράστη αρμόζει μόνο σε φυσικά πρόσωπα, δηλαδή σε ανθρώπους και όχι σε νομικά δηλαδή σε εταιρίες κτλ. Ωστόσο το αρθ.26 προβλέπει άλλου είδους κυρώσεις για τα τελευταία (οι οποίες στην πραγματικότητα μπορεί να γίνουν σκληρότερα αισθητές, ακόμα και από την κατά κυριολεξία ποινή επιβαλλόμενη μόνο με τις εγγυήσεις του σύγχρονου ποινικού μας δικαίου, αποκαλούμενες και διοικητικές ποινές, ήτοι πρόστιμο από 100.000 έως 1.000.000 Ευρώ, προσωρινή ή οριστική παύση της επιχείρησης ή μέρους της, εφόσον επωφελούνται από την δράση όσων, εμπλεκόμενοι ταυτόχρονα στην εκπροσώπηση του νομικού προσώπου δηλ. στις σχέσεις του με τρίτους ακόμα και στην εσωτερική του διαχείριση δηλ. στη λήψη αποφάσεων και τον έλεγχό του, διαπράττουν τις προβλεπόμενες στα αρθ. 20,22 και 23 πράξεις και μάλιστα είτε η δράση τους μπορεί να χαρακτηρισθεί ως φυσική αυτουργία (εμπίπτει ευθέως στα προαναφερόμενα άρθρα διακίνησης ναρκωτικών), είτε ως ηθική (ηθικός αυτουργός είναι αυτός που με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, αρθ.46 Π.Κ),είτε απόπειρα (απόπειρα εγκλήματος διαπράττει όποιος έχοντας αποφασίσει να το τελέσει επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του, αρθ.42 Π.Κ), είτε συμμετοχή στις πράξεις αυτές(συνεργός είναι αυτός που χωρίς να πραγματώνει ευθέως την υπόσταση του εγκλήματος όπως αυτή περιγράφεται στο νόμο παρέχει συνδρομή είτε πριν είτε κατά την εκτέλεση του,αρθ.46,47 Π.Κ).
Η διάταξη, που εισήχθη στη περί ναρκωτικών νομοθεσία με το Ν.3727/08 και επαναλαμβάνεται στο νέο νομοθέτημα 4139/13 που εξετάζουμε, είναι ιδιαζόντως προβληματική αφού καταλήγει να θεμελιώνει αντικειμενική ευθύνη (χωρίς καμία γνώση ή υπαιτιότητα) για τα φυσικά πρόσωπα που εξαρτούν συμφέροντα από το νομικό πρόσωπο (π.χ τους μετόχους μιας α.ε) αλλά δεν εμπλέκονται με οποιοδήποτε τρόπο στην εγκληματική δραστηριότητα. Βέβαια να ειπωθεί ότι συχνά στο διοικητικό δίκαιο δεν απαιτείται η υπαιτιότητα του διοικούμενου, καθ’ου η διοικητική ποινή, ωστόσο εξοντωτικές διοικ. ποινές έρχονται πολλές φόρες σε σύγκρουση με τα υπερνομοθετικής και υπερεθνικής ισχύς ανθρώπινα δικαιώματα. Νομοτεχνικά τουλάχιστον, λοιπόν θα έπρεπε η ωφέλεια που αποκτά το νομικό πρόσωπο να καθορίζεται ποσοτικά σε τέτοιο βαθμό που να αντιστοιχεί στις επιβαλλόμενες από τη ΣΔΟΕ κυρώσεις.
11. ΣΠΟΥΝΙΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΕΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ
Ακολουθούν τα αρθ.27 και 28, διατάξεις που εντάσσονται στην ανορθόδοξη πολιτική ανακάλυψης των περί ναρκωτικών εγκλημάτων και εξάρθρωσης των σχετικών εγκληματικών ομάδων. Χαρακτηρίζονται διατάξεις «αστυνομικής στρατηγικής»[vii] , η οποία μάλιστα ενισχύθηκε με το νεότερο νόμο περί εξαρτησιογόνων ουσιών και έτσι η αναγνώριση ελαφρυντικού για τον υπαίτιο διακίνησης ναρκωτικών, ακόμη και των διακεκριμένων περιπτώσεων που εξαιρούσε η προηγούμενη ρύθμιση, ο οποίος καταδίδει εγκληματική οργάνωση ή μεμονωμένο διακινητή ναρκωτικών με δράση καταδήλως μεγαλύτερη της δικής του είναι, όχι πλέον προαιρετική αλλά υποχρεωτική(!) για το δικαστήριο. Ωστόσο ο γράφων οφείλει να υπενθυμίσει ότι στην αστυνομική στρατηγική του παρελθόντος εντασσόταν και τα βασανιστήρια προς απόκτηση ομολογίας του κατηγορουμένου, μία από τις βασικές αιτίες κατάργησης στα σύγχρονα ποινικά μας συστήματα των αποδεικτικών κανόνων και αντικατάστασης τους με την αρχή της ηθικής αποδείξεως όπου κανένα αποδεικτικό μέσο (ούτε καν η ομολογία του κατηγορουμένου) δεν είναι δεσμευτικό για τον δικαστή.
Και κατόπιν της παρατήρησης αυτής δεν συμφωνεί με τη ρητή στην περί ναρκωτικών νομοθεσία δυνατότητα ενός κατηγορουμένου για εμπορία ναρκωτικών, που ενδέχεται πολλές φορές να στερείται ηθικών αρχών, να καταδίδει (δεν βοηθά καταρχήν στην δική του αναμόρφωση που υποτίθεται αποτελεί στόχο του σωφρονιστικού μας συστήματος) ώστε να ελαφρύνει τη θέση ή και ακόμα να αποφυλακισθεί μόνο για το λόγο αυτό. Αντίθετα το Ποινικό μας δίκαιο διαθέτει στο γενικό μέρος του ,και στο αρθ. 84 Π.Κ. περί ελαφρυντικών περιστάσεων επαρκείς προβλέψεις ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να αξιολογεί μια βοηθητική για την έννομη τάξη συμπεριφορά του δράστη και εξάλλου η εξέλιξη της τεχνολογίας και η ρητή στο νόμο επίσης δυνατότητα χρήσης της (πχ άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, κατάσχεση των κινητών τηλεφώνων κ.α) παρέχει στις διωκτικές αρχές ικανά και πρωτοφανή μέσα εξάρθρωσης των σχετικών εγκλημάτων.
Τέλος, η δυνατότητα των διωκτικών οργάνων αλλά ακόμη και ιδιωτών να προσποιούνται τους χρήστες ή διακινητές ναρκωτικών με σκοπό την ανακάλυψη σχετικών εγκλημάτων που καθιερώνει το αρθ. 28, κατ’ εξαίρεση της ποινικά αξιόλογης συμπεριφοράς του agent provocateur (αυτού δηλ. που προκαλεί άλλον στην τέλεση εγκλήματος με σκοπό να τον καταλάβει,αρθ.46 παρ.2 ΠΚ) υπερβάλει τις εξουσίες των διωκτικών αρχών. Βέβαια το ανώτατο δικαστήριο μας, ο ΑΠ νομολόγησε ότι όρος για να μην τιμωρηθεί αυτή η αστυνομική δράση είναι να μην προκάλεσε μία πράξη που αλλιώς δε θα είχε τελεσθεί (ΑΠ 1742/2003). Ωστόσο και υπό την εγγύηση αυτή είναι δύσκολο στη πράξη να αποκλεισθούν δια του δικαστικού ελέγχου τυχόν καταχρήσεις, ενόψει κυρίως της σκέψης ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης προκύπτουν κυρίως ή πάντως σε μεγάλο βαθμό από τις καταθέσεις των ιδίων οργάνων που κατά το άρθ.28 θα έχουν τη δράση του agent provocateur.
12. Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΗ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ
Τα άρθρα 29 έως 36 αφορούν την ποινική μεταχείριση του χρήστη ναρκωτικών ουσιών και την εξαρτούν τόσο κατά την ποινική προδικασία (ανάκριση κτλ) όσο και ενώπιον του ποινικού ακροατηρίου σε μεγάλο βαθμό από την ιδιότητα του ως εξαρτημένου. Και αυτό ακόμη και αν ο χρήστης είναι ταυτόχρονα και μικροδιακινητής του αρθ. 21 του νόμου, η διακινητής των αρθ. 20 και 22 αυτού. Αμέσως παρακάτω θα σχολιασθούν οι έννοιες του χρήστη και του εξαρτημένου.
Ο χρήστης, για να υπαχθεί στο αρθ.29 και να μην διωχθεί κακουργηματικά με βάση το βασικό περί ναρκωτικών έγκλημα του αρθ 20, κατά τη νομοτεχνική επιλογή του νομοθέτη που ήδη παραπάνω σχολιάσθηκε, μπορεί να κατέχει, προμηθεύεται ναρκωτικά ή να καλλιεργεί φυτά κάνναβης (αδικαιολόγητα ο νομοθέτης περιορίζει την παρασκευή προς ιδία χρήση μόνο στην κάνναβη) σε τέτοια ποσότητα που να δικαιολογεί με βάση τις ιδιότητες του συγκεκριμένου ναρκωτικού και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της χρήσης που κάνει τον προορισμό τους για αποκλειστικά ατομική του χρήση (βλ. κείμενο διάταξης). Καθώς δηλαδή ακόμα και η απλή κατοχή διώκεται καταρχήν κακουργηματικά το κριτήριο της ποσότητας ανάγεται σε εξαιρετικά σημαντικό για την υπαγωγή στο ευνοϊκό άρθρο.
Ο νομοθέτης, αντί να πάρει την γενναία απόφαση, προσπάθησε τα προηγούμενα χρόνια να απαλύνει την αρκετές φορές αυστηρή πολιτική-νομολογία των ελληνικών Δικαστηρίων ως προς την υπαγωγή στο εκάστοτε ισχύον άρθρο περί προσωπικής χρήσης. Έτσι απάλειψε τον επιθετικό προσδιορισμό «μικρή» για την ποσότητα, που υπήρχε παλαιότερα, ενώ για ένα χρονικό διάστημα προσδιόρισε κατά μαχητό τεκμήριο (δηλ. εκτός και αν το Δικαστήριο κρίνει άλλως) την ποσότητα της προσωπικής χρήσης στα 1,5 γρ. ηρωίνης ή κοκαΐνης, στα 50 γρ. ακατέργαστης και στα 5 γρ. κατεργασμένης κάνναβης. Κατόπιν κριτικής από την ποινική θεωρία [viii], αφού στην ποινική πρακτική ο προσδιορισμός της ποσότητας για ιδία χρήση αντί να βοηθήσει θα έβλαπτε, στον ισχύον κώδικα περί εξαρτησιογόνων ουσιών απαλείφθηκε. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί υπέρ του κατηγορουμένου στο βαθμό που επιβεβαιώνει ένα δίδαγμα κοινής πείρας.
Πολύ συχνά στην ποινική πρακτική, οι υποθέσεις ναρκωτικών που από τις διευθύνσεις ή τμήματα δίωξης ναρκωτικών της χώρας (εννοείται ότι κατηγορία για ναρκωτικά μπορεί να γίνει από κάθε αστυνομική αρχή) φθάνουν στις δικαστικές Αρχές με μία ή και παραπάνω μαρτυρίες αστυνομικών. Οι μαρτυρίες αυτές περιέχουν, σε διάφορες παραλλαγές, το ιστορικό ότι από πληροφορίες , των οποίων ο πληροφοριοδότης δεν κατονομάζεται, που περιήλθαν στην υπηρεσία τους για συγκεκριμένο άτομο ή άτομα και κατόπιν παρακολούθησης, η οποία διαπιστώνει ή όχι ύποπτες συναλλαγές, αποφασίζεται σε κάποια χρονική στιγμή η σύλληψη του υπόπτου. Ακόμα και αν δεν βρεθούν λοιπά στοιχεία που καταδεικνύουν διακίνηση (π.χ ηλεκτρονική ζυγαριά ακριβείας) ο ύποπτος προσάγεται στην εισαγγελία για το βασικό περί ναρκωτικών έγκλημα του αρθ. 20 , δηλ. κακουργηματικά. Παρά την έλλειψη στοιχείων είναι ενδεχόμενο να προφυλακισθεί και πάντως θα πρέπει να αντιμετωπίσει στο ακροατήριο κακουργηματικές κατηγορίες.
Ακόμα όμως και στο διάχυτο από φώς ακροατήριο, ο φόβος μήπως ευνοούμε έναν διακινητή, έναν έμπορο ναρκωτικών, έκαμε τους Δικαστές να υπερβάλλουν στην εφαρμογή της αρχής της ηθικής αποσείξεως ( αρθ.177 ΠΚ, οι Δικαστές δεν δεσμεύονται καταρχήν από δεσμευτικές για την κρίση τους αποδείξεις, παρά αξιολογούν αυτές σύνφωνα με τη κοίνη λογική και το κράτος δικαίου)
Έτσι, κρίθηκε πρόσφατα δικογραφία ανάμεσα σε πολλές παρόμοιες σαν αυτές που περιγράφουμε, δηλ. χωρίς άλλα στοιχεία π.χ συναλλαγή, ζυγαριά κλπ, πλην μιας αστυνομικής κατάθεσης, όπως η παραπάνω, και κατοχή 500 περίπου γρ. κάνναβης, τα οποία μάλιστα αποτελούσαν προϊόν καλλιέργειας του αγρότη- κατηγορουμένου, ως υπαγόμενη στο αρθ .20 με επιβληθείσα ποινή 5 έτη, παρά τον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι θα τα χρησιμοποιούσε σε μεγαλύτερο χρ. διάστημα για τον εαυτό του, καθώς ήταν συστηματικός χρήστης- εξαρτημένος κάνναβης. Παρά λοιπόν την απάλειψη του επιθετικού προσδιορισμού «μικρή», εν συνεχεία και των συγκεκριμένων ποσοτήτων, παρά την διατύπωση του αρθ.29 για την ρητή πρόβλεψη της καλλιέργειας κάνναβης για προσωπική χρήση, ο αγρότης του παραδείγματος μας δεν υπήχθη στην ευνοϊκή διάταξη περί προσωπικής χρήσης αλλά διώχθηκε και τιμωρήθηκε κακαουργηματικά.. `
Αναφέρουμε τα παραπάνω ώστε να γίνουν πρακτικά κατανοητά τα μειονεκτήματα της σημερινής νομοτεχνικής επιλογής, κατά την οποία η κατοχή ναρκωτικών αποτελεί από μόνη της κακουργηματική πράξη, σε σχέση με μία επιλογή όπου η κατοχή, που αποτελεί κατά τη κοινή πείρα πράξη που συνυπάρχει με τη προσωπική χρήση και όχι απαραίτητα με διακίνηση, δεν είναι κακούργημα αλλά πλημμέλημα. Σήμερα πράγματι ο χρήστης ναρκωτικών ουσιών μπορεί ευχερέστατα να βρεθεί κακουργηματικά κατηγορούμενος και εναπόκειται πάντα σ’ αυτόν να προβάλλει τον αυτοτελή ισχυρισμό (όπως καλείται στο ποινικό δικονομικό μας σύστημα ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου που πρέπει να προβληθεί από τον ίδιο ώστε να έχει υποχρέωση αιτιολογημένης απάντησης το Δικαστήριο ) ότι η κατοχή αφορά προσωπική του χρήση. Η σε κάθε περίπτωση λοιπόν τιμώρηση της κατοχής ως πλημμέλημα θα έπρεπε να προτιμηθεί από τον νομοθέτη και να διαφοροποιηθεί έτσι έντονα από τις λοιπές πράξεις με τις οποίες πράγματι συντελείται η διακίνηση ναρκωτικών.
Η νομοτεχνική αυτή επιλογή εξάλλου δε βρίσκει εμπόδιο στις σχετικές με τα ναρκωτικά διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας. Άμεσα σχετικά είναι τα:
α) αρθ.33 και 36 του ν.δ. 1105/1972 που κύρωσε την Ενιαία σύμβαση για τα ναρκωτικά του 1961 συναφθείσα στα πλαίσια του ΟΗΕ, “Single Convention on Narcotic Drugs”, που προβλέπουν το πρώτο την υποχρέωση τα μέρη να επιτρέπουν την κατοχή ναρκωτικών μόνο με νόμιμη άδεια (στην Ελλάδα η σχετική υπουργική απόφαση εκδίδεται κατόπιν εξουσιοδότησης του αρθ. 7 ν. 4139/2013 και προβλέπει τους όρους και τον τύπο ιατρικής συνταγογράφησης ναρκωτικών) και το δεύτερο την υποχρέωση θέσπισης ποινικής νομοθεσίας για την καταπολέμηση διαφόρων μορφών επαφής με ναρκωτικά (βλ αυτές παραπάνω υπό 7) αλλά την φυλάκιση μόνο σε βαριές περιπτώσεις παραβίασης, κατά συνέπεια σε καμία περίπτωση την τιμώρηση της απλής κατοχής σε βαθμό κακουργήματος.
β) αρθ.3 του ν. 1990/91 που κύρωσε την υπογραφείσα στη Βιέννη το 1988 Σύμβαση των Ενωμένων Εθνών κατά της αθέμιτης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, “United nations convention against illicit traffic in narcotic drugs and psychotropic substances” το οποίο επίσης μπορεί να συγκεκριμενοποίησε περαιτέρω τις σχετικές με τα ναρκωτικά συμπεριφορές-πράξεις που πρέπει τα συμβαλλόμενα κράτη να ποινικοποιήσουν και μάλιστα συνέδεσε αυτές με την καταπολέμηση του παρανόμου χρήματος που παράγουν και του οργανωμένου εγκλήματος στο οποίο εντάσσονται, πλην όμως δεν απαιτεί την τιμώρηση της κατοχής σε βαθμό κακουργήματος. Αντίθετα μάλιστα προβλέπει και προστατεύει από την προβλεπόμενη υποχρέωση ποινικής τιμώρησης τον χρήστη, με άλλα λόγια τον κάτοχο για προσωπική χρήση αλλά και αυτόν ο οποίος στα πλαίσια της κατάχρησης ναρκωτικών που κάνει τα διακινεί σε μικροποσότητες προς άλλους χρήστες, ορίζοντας στο αρθ.3 παρ.4 περ.δ:
“Notwithstanding the preceding subparagraphs, in appropriate cases of a minor nature, the Parties may provide, as alternatives to conviction or punishment, measures such as education, rehabilitation or social reintegration, as well as, when the offender is a drug abuser, treatment and aftercare.”
γ) αρθ.71 και 75 της Σύμβασης Εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν [ ΣΕΣΣ, Convention applying the Schengen agreement of 14 June 1985, για τη συμφωνία αυτή ως αντιστάθμισμα της κατάργησης διασυνοριακών ελέγχων στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βλ. σ’ αυτό τον το site ΕΓΓΡΑΦΗ – ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ (ΕΚΑΝΑ) ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΕΓΚΕΝ ( SIS H’ ΣΠΣ)] από τα οποία το μεν πρώτο επιβεβαιώνει την τήρηση από τα Μέρη των παραπάνω υπό α) και β) στα πλαίσια του ΟΗΕ συμφωνιών τόσο αναφορικά με τη διοικητική και ποινική τιμωρία που πρέπει να επιφυλάσσεται στη διακίνηση ναρκωτικών και των χρημάτων που προέρχονται από αυτήν, χωρίς να απαιτεί επιβάρυνση της, όσο και αναφορικά με το λοιπό τους περιεχόμενο ανάμεσα στο όποιο και η προστασία του χρήστη-καταχραστή ναρκωτικών , ενώ το δεύτερο επιτρέπει στα πλαίσια φαρμακευτικής θεραπείας την κατοχή ναρκωτικών από πρόσωπο που κινείται προς, από ή εντός των εδαφών των κρατών -μελών τους, υπό την προϋπόθεση ότι θα διαθέτει έγγραφο γι’ αυτά, εκδοθέν ή θεωρημένο από τις αρμόδιες Αρχές του κράτους κατοικίας του, η μορφή και το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Σύμβασης.
Οι παραπάνω είναι οι διεθνείς συμβάσεις που πρέπει η χώρα μας να τηρεί στο τομέα της καταπολέμησης των ναρκωτικών και έχουν αυξημένη τυπική ισχύ στο νομικό μας σύστημα, εφόσον επικυρώθηκαν με νόμο (αρθ. 28 παρ. 1 Σύνταγμα, δηλ. υπερισχύουν του εσωτερικού νόμου) ενώ από αυτές εμπνεύστηκε ο εθνικός νομοθέτης στην κατασταλτική αλλά και περιθαλπτική πολιτική που επιχείρησε τις τελευταίες δεκαετίες με αλλεπάλληλες τροποποιήσεις της σχετικής νομοθεσίας. Πέραν του γεγονότος ότι δεν απαιτούν να αποτελεί η απλή κατοχή ναρκωτικών κακούργημα, και επιτρέπουν αντίθετα (ιδίως η υπό β ) να αξιολογηθεί η τελευταία ως μη ποινικά κολάσιμη όταν συνδέεται με προσωπική χρήση και μικροδιακίνηση, προσθέτουν στα ανορθόδοξα μέσα καταπολέμησης των ναρκωτικών που παραπάνω σχολιάσθηκαν, την δυνατότητα της ελεγχόμενης διασυνοριακής-διεθνούς μεταφοράς και παράδοσης ναρκωτικών ουσιών, τη δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών και γενικότερα τη διεθνή συνεργασία στο τομέα της καταπολέμησης. Είναι λοιπόν οι διωκτικές Αρχές αρκετά εξοπλισμένες από άποψη νομοθεσίας, αν ληφθεί ιδίως υπόψη και η εσωτερική νομοθεσία που δίνει δυνατότητα παρακολούθησης συνδιαλέξεων, δράση agent provocateur κλπ, ώστε να χρειάζονται μια κακουργηματικά τιμωρούμενη κατοχή. Η σε κάθε περίπτωση λοιπόν πλημμεληματική και μόνο τιμώρηση της θα αντιστρέψει το βάρος απόδειξης από τον κάτοχο -χρήστη ότι δεν είναι διακινητής , βάρος απόδειξης που στη πράξη σήμερα πολύ συχνά πέφτει σ’ αυτόν, εκεί που πρέπει σύμφωνα με το σύστημα δικαίου μας να είναι δηλ. στην κατηγορούσα Αρχή (αστυνομία, εισαγγελία).
13. Ο ΑΣΤΟΧΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΝΟΜΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ
Από τις ίδιες διεθνείς συμβάσεις προκύπτουν ενδιαφέροντα σχόλια και για την επόμενη έννοια της ενότητας μας. Αυτήν της εξάρτησης. Πέραν του παραπάνω αναφερόμενου αυτολεξεί χωρίου από την Σύμβαση της Βιέννης να προσθέσουμε εδώ τη βασική σχετική πρόβλεψη του αρθ.38, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, από την Ενιαία σύμβαση για τα ναρκωτικά του 1961 στο αγγλικό πρωτότυπο της:
“The Parties shall give special attention to and take all practicable measures for the prevention of abuse of drugs and for the early identification, treatment, education, after-care, rehabilitation and social reintegration of the persons involved and shall co-ordinate their efforts to these ends. 2. The Parties shall as far as possible promote the training of personnel in the treatment, after-care, rehabilitation and social reintegration of abusers of drugs. 3. The Parties shall take all practicable measures to assist persons whose work so requires to gain an understanding of the problems of abuse of drugs and of its prevention, and shall also promote such understanding among the general public if there is a risk that abuse of drugs will become widespread.”
Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι τα διεθνή κείμενα χρησιμοποιούν την έννοια της κατάχρησης : abuse και όχι αυτήν της εξάρτησης: addiction . Η τελευταία λέξη στην ελληνική ποινική πρακτική έχει πράγματι αποκτήσει μια τεχνική σημασία που την διαφοροποιεί από την κατάχρηση ναρκωτικών, σημασία σαφώς στενότερη, φρονούμε, από αυτό που θέλησε ο διεθνής νομοθέτης ο οποίος χρησιμοποίει την γενικότερη ιατρική έννοια κατάχρηση, αφού στα κείμενα των διεθνών συμβάσεων δεν δίνεται κάποιος άλλος ειδικότερος νομικός ορισμός της έννοιας αυτής. Την χρησιμοποιεί μάλιστα ηθελημένα, διότι η έννοια της εξάρτησης δεν είναι άγνωστη στα σχετικά με τα ναρκωτικά διεθνή κείμενα (βλ. τον ορισμό της εξάρτησης στο λεξικό της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας που ιδρύθηκε στα πλαίσια του ΟΗΕ το 1948 : Lexicon of alcohol and drug terms published by the World Health Organization …“addiction, drug or alcohol Repeated use of a psychoactive substance or substances, to the extent that the user (referred to as an addict) is periodically or chronically intoxicated, shows a compulsion to take the preferred substance (or substances), has great difficulty in voluntarily ceasing or modifying substance use, and exhibits determination to obtain psychoactive substances by almost any means. Typically, tolerance is prominent and a withdrawal syndrome frequently occurs when substance use is interrupted…” . Ο διεθνής νομοθέτης, άρα θέλει την προστασία αυτού που καταχράται ναρκωτικά αντικειμενικά, δηλ. πέρα από τους λόγους που τον οδήγησαν εκεί και κυρίως πέρα από τις όποιες υποκειμενικές του δυνατότητες να διακόψει ή μη την χρήση.
Αντίθετα ο Έλληνας νομοθέτης, έχοντας τη σχετική διεθνή δέσμευση ήδη από Ενιαία Σύμβαση, την οποία δέσμευση επιβεβαίωσε και η Σύμβαση της Βιέννης [ να αναφερθεί ότι ο δυνητικός χαρακτήρας του σχετικού χωρίου στην τελευταία σύμβαση (may) δεν αναιρεί τον υποχρεωτικό της προγενέστερης(shall), την πίστη στην τήρηση της οποίας η δεύτερη προβλέπει στο εισαγωγικό της μέρος ] και επιχειρώντας να εφαρμόσει περίθαλψη και θεραπεία στα πλαίσια ενός κατασταλτικού νόμου, γεγονός που δικαιολογημένα προκαλεί σύγχυση, τελικώς και παρά τις αλλεπάλληλες παρεμβάσεις στα σχετικά χωρία (από τον προγενέστερο για τα ναρκωτικά νόμο 1729/87 με τους νόμους 1738/87, 2161/93, 2331/95, 2408/96, με τη θέσπιση με το ν.3459/06 του επίσης προγενέστερου Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά, ΚΝΝ, και με το ν.3727/08 και τέλος με τον ισχύον 4139/13 που υπέστη ήδη σχετική τροποποίηση με τον ν.4332/15) εξακολουθεί να περιορίζει την όποια προστασία στα πλαίσια ενός άστοχου ορισμού περί εξαρτήσεως. Έτσι ήδη από Ν.1729/87 (και σχεδόν παρόμοια στο αρθ.13 Ν.Δ.743/1970 «περί τιμωρίας των παραβατών των νόμων περί ναρκωτικών και ουσιών προκαλουσών τοξικομανία…») και έως σήμερα πανομοιότυπα ορίζει : « Όσοι απέκτησαν την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορούν να την αποβάλλουν με τις δικές τους δυνάμεις, υποβάλλονται σε ειδική μεταχείριση κατά τούς όρους του νόμου αυτού…».
Στο σημείο αυτό, και για να γίνουν κατανοητά τα παραπάνω, θα παρουσιάσουμε κάποιες βασικές πληροφορίες για τη χρήση και κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών καθώς και για την εξάρτηση από αυτές. Καταρχάς να αναφέρουμε ότι τα ναρκωτικά ή κατά τον νεότερο και ορθότερο νομικό τίτλο οι εξαρτησιογόνες ουσίες τόσο ιατρικά όσο και κατά τον νομικό τους ορισμό (αρθ.1 ν.4139/17 ως ισχύει, βλ. υπό 1) έχουν δύο βασικές ιδιότητες :
Α. Επιδρώντας στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα ή με άλλα λόγια στα εγκεφαλικά κύτταρα δημιουργούν μεταβολή της θυμικής κατάστασης του χρήστη δηλ. της ψυχικής του σφαίρας η οποία μάλιστα κατά κανόνα είναι ελαφρώς ή σε μεγαλύτερο βαθμό ευχάριστη, με αποτέλεσμα να μπορεί να οδηγήσει σε επανάληψη της χρήσης (αυτοενίσχυση). Γι’ αυτό καλούνται επίσης, εύστοχα και κοινωνικά ηπιότερα, « ψυχότροπες ουσίες». Η ευχάριστη αυτή διάθεση μπορούμε να πούμε ότι είναι ο κανόνας, με ελάχιστες εξαιρέσεις π.χ η πρώτη διά βίου χρήση ηρωίνης ,όπως και νικοτίνης εξάλλου, είναι δυνατό άμεσα να οδηγήσει σε ναυτία και εμετό και να επικαλύψει την όποια ευχάριστη ψυχική μεταβολή. Αντίθετα αν μια ουσία επιδρά στο ΚΝΣ (π.χ.αντιψυχωσικό φάρμακο) αλλά δεν έχει την ιδιότητα να προκαλεί ευχάριστα ψυχικά συμπτώματα δεν μπορεί να θεωρείται εξαρτησιογόνος δηλ. ναρκωτικό, καθώς από μόνη της δεν έχει την τάση να προκαλέσει κατάχρηση.
Β. Είναι δυνατό να προκαλέσουν ψυχική-ψυχολογική ή σωματική- φυσική εξάρτηση. Αυτή είναι η ιδιότητα των ναρκωτικών που τα κατέστησε νομικά απαγορευμένα και ιατρικά σε ελάχιστες περιπτώσεις ενδεδειγμένα.
Με τη λέξη φυσική ή σωματική εξάρτηση περιγράφουμε ιατρικά την ψυχαναγκαστική επιθυμία του χρήστη για τη λήψη της ουσίας, συνοδευόμενη από τη γνώση του για την εμφάνιση του συνδρόμου στέρησης σε περίπτωση διακοπής της ουσίας. Με τη λέξη αντοχή εννοούμε την προοδευτική μείωση των ενεργειών του ναρκωτικού όσο η χρήση του εξελίσσεται με συνέπεια να είναι απαιτητή μεγαλύτερη δόση για το ίδιο ευφορικό ή άλλου είδους επιθυμητό από το χρήστη αποτέλεσμα. Η ανάπτυξη αντοχής από τον ανθρώπινο οργανισμό αφορά όλα τα ναρκωτικά, λιγότερο αυτά που προκαλούν μόνο ψυχική εξάρτηση και λειτουργεί και προς την κατεύθυνση της απάλειψης των δυσάρεστων ή μη ευχάριστων αποτελεσμάτων που προκαλείται από τις πρώτες ή πρώτη χρήση μερικών ναρκωτικών (πχ. ναυτία ή εμετός από ηρωίνη, κάνναβη, νικοτίνη). Ωστόσο ιδιαίτερη σημασία έχει η αντοχή στην σωματική εξάρτηση όπου η αύξηση της δεύτερης είναι ανάλογη του βαθμού της πρώτης. Το σύνδρομο στέρησης χαρακτηρίζεται από μία ανάλογη στην αντοχή που έχει εγκατασταθεί διατάραξη της κανονικής λειτουργίας του οργανισμού η βαρύτητα της οποίας μπορεί να ξεκινά από τα συμπτώματα της γριπώδους συνδρομής( στην περίπτωση πχ των οπιοφάγων) και να φθάνει σε έντονη οσφυαλγία και άλλους μυοσκελετικούς πόνους, υπερδραστηριότητα του νευρικού συστήματος και άρα αύξηση της αρτηριακής πίεσης, εμετούς, κοιλιακούς κολικούς, διάρροια, επίσης νευρικότητα, αγχώδεις αντιδράσεις κτλ (στην περίπτωση πχ διακοπής ενδοφλέβιας χρήσης ηρωίνης ή μορφίνης). Διαρκεί συνήθως 5 έως 8 μέρες και σπάνια έχει θανατηφόρο αποτέλεσμα το όποιο μπορεί να επέλθει όταν συνδυάζεται με προηγούμενη καταπόνηση του οργανισμού ή υπάρχουσες ασθένειες.
Όλα τα ναρκωτικά δεν θεωρούνται ικανά από την ιατρική να προκαλέσουν σωματική εξάρτηση. Ωστόσο σύγχρονες και ακόμα υπό έρευνα εξελίξεις πρεσβεύουν ότι κάθε ουσία στην οποία ο οργανισμός συνηθίζει είναι δυνατόν να εγκαταστήσει φυσική εξάρτηση υπό την έννοια των απρόβλεπτων συνεπειών στα κύτταρα σε περίπτωση διακοπής της. Πάντως και υπό την κλασική ιατρική θεώρηση, σωματική εξάρτηση είναι βέβαιο ότι προκαλείται από τα οπιούχα, δηλ. τα παραγόμενα ως αλκαλοειδή από το εξαγόμενο από το καρπό του φυτού μήκων η υπνοφόρος όπιο, και τέτοιες ουσίες είναι οι δραστικότερες του οπίου, μορφίνη, ηρωίνη, κωδείνη αλλά και άλλα αλκαλοειδή του, όπως και από το ίδιο το όπιο ( αυτό έχει τη μορφή πηκτού χυμού εξ’ ου και το όνομα του από την ελληνική λέξη οπός δηλ. πηκτός χυμός). Ομοίως από κατασταλτικά φάρμακα όπως είδη βαρβιτουρικών (χημικές ενώσεις με ουσία-κλειδί το βαρβιτουρικό οξύ) όπου αναπτύσσεται σχετικά αργά. Υπό αμφισβήτηση ότι προκαλείται από την κοκαΐνη και από τις πλήρως εργαστηριακά παρασκευαζόμενες χημικές ενώσεις που την μιμούνται, υπό τον γενικότερο τίτλο αμφεταμίνες. Η αμφισβήτηση αφορά στην πραγματικότητα την ένταση, την μορφή και την πιθανότητα θανάτου που είναι πολύ πιο δριμείς στην περίπτωση διακοπής των κατασταλτικών και οπιούχων, ώστε ο ιατρικός όρος σύνδρομο στέρησης να επιφυλάσσεται στην τελευταία. Κατά συνέπεια είναι λάθος η κάθετη αντίληψη που μάλιστα αναπτύχθηκε στο νομικό κόσμο της χώρας ότι δεν εμφανίζεται τέτοιο σύνδρομο στην περίπτωση διακοπής κοκαΐνης ή αμφεταμινών ειδικά αν η χρήση τους είναι μακροχρόνια, απλώς η ένταση της σωματικής συμπτωματολογίας είναι ηπιότερη)[ix]. Τέλος δεν προκαλείται από την κάνναβη και τα αποκαλούμενα ψευδαισθησιογόνα όπως το LSD. Φυσικά ο κατάλογος των ναρκωτικών δεν τελειώνει εδώ, απλά αναφέραμε τα κυριότερα, να σημειώσουμε πάντως σχετικά και τα πρόσφατα κατακλύζοντα την παράνομη αγορά συνθετικά ναρκωτικά, τα οποία πολλές φορές καθώς πρόκειται για νέες χημικές ενώσεις είναι δυνατόν να μην περιλαμβάνονται στους καταλόγους του νομοθέτη, πόσο μάλλον να έχει καταλήξει η επιστημονική κοινότητα των συνεπειών τους στο τομέα της σωματικής εξάρτησης.
Με τον όρο ψυχολογική ή ψυχική εξάρτηση νοούμαι την επιθυμία συνεχούς χρήσης ή κατάχρησης του ναρκωτικού που μπορεί να γίνεται κατά διαλείμματα ως περιστασιακή κατάχρηση. Είναι επακόλουθο της ιδιότητας των ναρκωτικών να προκαλούν κάποιου είδους ευχαρίστηση στο χρήστη και πάντα προηγείται της σωματικής, αν και η τελευταία μπορεί να εγκατασταθεί ταχύτατα από ορισμένα είδη ναρκωτικών, όπως τα οποιούχα.
Σχετικά βέβαια πρέπει να τονίσουμε ότι ούτε η ψυχική ούτε η σωματική εξάρτηση είναι δυνατόν να εγκατασταθούν με μία δοκιμή ή και με ακόμα περισσότερες χρήσεις παρά τη σχετική δημοσιογραφική δαιμονολογία και παραπληροφόρηση. Αντίθετα ακόμη και με περισσότερες χρήσεις αυτό μπορεί να μην συμβεί. Πέρα λοιπόν από την ιδιότητα της ουσίας να προκαλεί εξάρτηση, πρέπει να συντρέχουν και λοιποί όροι για την εγκατάσταση της. Οι όροι αυτοί κακώς αναζητήθηκαν αποκλειστικά ή κατά μείζονα λόγο σε μια «προσωπικότητα» τοξικομανούς, σε ιδιογενή ή και γονιδιακά προκαθορισμένα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου, όπως ηδονισμός, εγωκεντρισμός, ναρκισισμός, ανασφάλεια, ανωριμότητα. Αντίθετα η προσωπικότητα αυτή διαπλάθεται από την εξάρτηση και εξαιτίας της, είναι αποτέλεσμα και όχι αίτιο και επιδέχεται τη δύσκολη αλλά δυνατή θεραπεία απεξάρτησης. Οι σύγχρονες επιστήμες της φαρμακολογίας, τοξικολογίας, ψυχιατρικής και κοινωνιολογίας, πέραν του γεγονότος ότι πρέπει να συνδυαστούν στην αναγνώριση και καταπολέμηση του φαινομένου, έχουν καταλήξει ότι οι όροι που αναζητούμε σχετίζονται όχι μόνο με το συγκεκριμένο άτομο που αναπτύσσει εξάρτηση (το οποίο μπορεί να αντιμετωπίζει περιστασιακά ή μόνιμα ψυχικά προβλήματα, πόνο ή πείνα, ανέχεια ή και τίποτα από αυτά ως όρους για την ανάπτυξη εξάρτησης) αλλά και με το στενότερο ( πχ. οικογένεια, υποομάδα) ή ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον και την αλληλεπίδραση όλων, ουσίας-ατόμου-κοινωνίας.
Τέλος, εκτός του νομοθετικού ορισμού περί ναρκωτικών αλλά ο λόγος της ιατρικής αποπομπής και ποινικοποιήσεώς τους είναι η τοξικότητα τους.Τοξικότητα είναι η διαβάθμιση της δυνατότητας μια ουσίας να προκαλέσει βλάβη σε έναν οργανισμό. Ένας τρόπος μέτρησης της τοξικότητας είναι η ποσότητα που απαιτείται για να προκληθεί οξεία αντίδραση του οργανισμού, όπως καταστροφή βασικών οργάνων, κώμα ή ακόμα και θάνατο. Αυτή μπορεί να διακριθεί σε οξεία ή χρόνια. Έτσι για παράδειγμα η υπέρβαση της δόσης στα οπιούχα, που είναι δυνατή καθώς το φαινόμενο της αντοχής οδηγεί στην αύξηση των δόσεων μέχρι ένα οριακό σημείο, μπορεί, αν και σπάνια, να οδηγήσει στο θάνατο (οξεία τοξικότητα), ενώ η χρόνια χρήση αμφεταμίνων οδηγεί στην αμφεταμινική ψύχωση με χαρακτηριστικά σχιζοειδούς συμπεριφοράς. Δεν είναι βέβαια δεδομένο ότι κάθε χρόνια χρήση ακόμη και των θεωρούμενων ως βαριών ναρκωτικών έχει σοβαρά προβλήματα τοξικότητας. . Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρονται περιπτώσεις ατόμων που έκαναν χρήση μορφίνης στη διάρκεια της ζωής τους χωρίς να φτάνουν στο μοιραίο και χωρίς να γίνονται αντιληπτοί στο κοινωνικό τους περιβάλλον. Τα άτομα αυτά σχετίζονταν με τα επαγγέλματα υγείας και είχαν ευχέρεια πρόσβασης σε καθαρή, χωρίς προσμίξεις μορφίνη αλλά και γνώσεις για την ασφαλή χρήση της. Πράγματι πέραν της όποιας τοξικότητας τους (τοξικότητα υπάρχει ακόμη και στην θεωρούμενη αθώα κάνναβη ), η ίδια η ποινικοποίηση της διακίνησης και χρήσης των ναρκωτικών που πολύ συχνά οδηγεί στην προμήθεια τους με τοξικές προσμίξεις ( πέρα από τα ναρκωτικά που στην παράνομη αγορά κλασικά νοθεύονται λόγω του υψηλού κόστους τους όπως η κοκαΐνη ακόμη ή κάνναβη τα τελευταία χρόνια ενίοτε ραντίζεται ώστε να έχει ισχυρότερο φαρμακευτικό αποτέλεσμα) ή στην χρήση τους με απαράδεκτες συνθήκες υγιεινής (πχ κοινή χρήση μολυσμένων βελόνων και συριγγών) κατά ιατρική συνέπεια συνεπάγεται σοβαρή και απρόβλεπτη επιβάρυνση της υγείας αυτοτελώς αλλά και γενικευμένες λοιμώξεις ή τοπικές φλεγμονές. Ηπατίτιδα, ενδοκαρδίτιδα, σηψαιμία, επιφανειακά ή μη αποστήματα, τέτανος, σύφιλη, AIDS απαντούν συχνά στις τάξεις των εξαρτημένων.
Κατόπιν των ανωτέρω νομίζουμε ότι γίνονται περισσότερο αντιληπτές οι πλημμέλειες της νομικής μας παράδοσης (διότι ήδη τουλάχιστον από το 1970 η αντιμετώπιση του χρήστη ή του καταχραστή μέσω των αλλεπάλληλων νόμων παραμένει δομικά παρόμοια) αλλά και τελικά η ασυνέπεια της με τις δυνατότητες και κατευθύνσεις της διεθνούς νομικής σκηνής. Γίνεται καταρχάς αντιληπτό ότι οι έννοιες κατάχρηση και εξάρτηση συμπλέκονται με την πρώτη να είναι μεν ευρύτερη αλλά από ιατρικής άποψης η διαφοροποίηση να είναι σχεδόν ανύπαρκτη ή πάντως δυσδιάκριτη. Αυτός που καταχράται ναρκωτικά διατρέχει τους παραπάνω κινδύνους και βιώνει τις δυσμενείς ψυχιατρικά επιπτώσεις ανεξάρτητα αν μπορεί να κριθεί εξαρτημένος από το ποινικό μας σύστημα. Αυτός είναι εξάλλου, κατεξοχήν, και ο φορέας της υγείας την διακινδύνευση της οποίας η ποινικοποίηση θέλει να αποτρέψει, διαπιστώνομαι όμως τελικά ότι σε αρκετές περιπτώσεις την επιτείνει.
Βέβαια κατά την ποινική μας θεωρία η ελαφρότερη αντιμετώπιση του εξαρτημένου διακινητή και η απαλλαγή του εξαρτημένου χρήστη, από τους αντικειμενικούς δηλ. εξωτερικά αισθητούς και υποκειμενικούς δηλ. συνδεόμενους με τον εσωτερικό κόσμο του δράστη όρους που χρειάζονται για την κατάφαση του αξιοποίνου, συνδέεται κατά λογική αναγκαιότητα με τους δεύτερους και πλέον συγκεκριμένα με την ικανότητα για καταλογισμό. Από το ότι ο νομοθέτης δεν κατονομάζει την εξάρτηση από ναρκωτικά ρητά στα σχετικά με την ικανότητα αυτή, 33 έως και 41, άρθρα του γενικού μέρους του Ποινικού μας Κώδικα δεν μπορεί να συναχθεί αντίθετο επιχείρημα, καθώς καμία ψυχιατρική πάθηση (νεύρωση ή ψύχωση) ή ιδιαίτερη κατάσταση ή αναπηρία δεν κατονομάζει πλην της κωφαλαλίας. Αντίθετα ο νομοθέτης στα άρθρα αυτά και συγκεκριμένα στο αρθ. 33 ΠΚ υπό την ρήση νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξη της συνείδησης περιλαμβάνει και άλλες καταστάσεις αλλά και την τοξικομανία ως αιτίες αποκλεισμού ή μείωσης της ικανότητας για καταλογισμό.
Ενώ, όμως σε κάθε περίπτωση νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης ο δικαστής θα πρέπει να κρίνει αν εξαιτίας της ο δράστης δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψη του για το άδικο για την συγκεκριμένη πράξη του (για την οποία κατηγορείται,αρθ.33 ΠΚ) ή αν αυτή η ικανότητα αντίληψης ή ενέργειας μειώθηκε σημαντικά (ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό,αρθ.36 ΠΚ, έτσι πχ μπορεί κάποιος να πάσχει από κάποιο είδος σχιζοφρένειας αλλά να κριθεί ότι για το συγκεκριμένο αδίκημα για το οποίο κατηγορείται δεν είχε απάλειψη ή μείωση του καταλογισμού), με μόνη εξαίρεση την κωφαλαλία όπου κατά νομοθετική επιλογή πάντα μειώνεται ο καταλογισμός(αρθ.33 παρ.2 ΠΚ), στην εξάρτηση-παλαιότερα τοξικομανία κατά επίσης νομοθετική επιλογή η άρση ή μείωση καταλογισμού για κάθε αδίκημα χρήσης ή διακίνησης είναι μονόδρομος για το δικαστήριο. Και επειδή το ίδιο το δικαστήριο καλείται επίσης να κρίνει σε πρώτο ή κατ’ έφεση σε δεύτερο βαθμό και μάλιστα κυριαρχικά, υπό την έννοια ότι η επί της ουσίας κρίση του αυτή δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, αν ο κατηγορούμενος είναι εξαρτημένος η διάγνωση της εξάρτησης, παρότι κοινό τοις πάσι, αποτελεί ιατρική και μάλιστα ψυχιατρική διαδικασία τελικώς στην πράξη έχει αποκτήσει έναν περίεργο ιατρικόνομικό χαρακτήρα. Αυτό ακριβώς συμβαίνει διότι τα δικαστήρια μας, καθώς είναι πολλές φορές απρόθυμα να αντιμετωπίσουν τις συγκεκριμένες πράξεις διακίνησης που κρίνουν, ευνοϊκά και καθώς είναι υποχρεωμένα να το κάνουν εφόσον δεχθούν ότι ο δράστης είναι εξαρτημένος καταλήγουν, παρά την ύπαρξη στη δικογραφία σαφέστατων ψυχιατρικών πραγματογνωμοσυνών, δημόσια δηλ. από τις αρμόδιες δικαστικές Αρχές διοριζόμενων ψυχιάτρων ή έστω και ιδιωτικών αλλά μη αναιρεμένων από άλλο ιατρικό στοιχείο, στο να αρνούνται την εξάρτηση, στηριζόμενα σε έξωιατρικά ή ενέχουσα μία πρόχειρη ιατρικοφανής κρίση στοιχεία π.χ στο ότι ο δράστης διένειμε και απέκρυψε τις ναρκωτικές ουσίες σε περισσότερα σημεία ή στο ότι οι μάρτυρες οικείοι του αγνοούσαν την χρήση ναρκωτικών, παραβιάζοντας έτσι στην ουσία τους το αρθ. 30 παρ.3 του ν.4139/13 ή και το προϊσχύον αρθ. 30 παρ.2 ν.3459/2006, τα οποία θεωρούν την διάγνωση της εξάρτησης μια πρωτίστως ιατρική διαδικασία [κατά την αιτιολ. έκθεση του νέου νόμου μάλιστα η αμιγώς ιατρική διάγνωση της εξάρτησης δηλ. αποκλειστικά η ιατρική πραγματογνωμοσύνη αντιμετώπιζε τα πρακτικά προβλήματα έλλειψης των κατάλληλων δομών με αποτέλεσμα πολλές φορές, όπως για κάποια από αυτές είχε κρίνει ο ΑΠ, να είναι ατελής ή άκυρη και γι αυτό πλέον το ισχύον άρθρο εισήγαγε και άλλα κριτήρια, τα οποία στην ουσία τους είναι και πάλι δεδομένα ιατρικού χαρακτήρα αξιολογούμενα από δικαστή, ώστε και με νομοθετική συναίνεση να αποκτήσει η διάγνωση της εξάρτησης ένα περίεργο διφυές χαρακτήρα].
Πράγματι υπό το προϊσχύον καθεστώς η ιατρική πραγματογνωμοσύνη ήταν ο μοναδικός από το νόμο προβλεπόμενος τρόπος προς απόδειξη της εξάρτησης (αξιολογούμενος με βάση την γενικώς ισχύουσα στην ποινική μας δικονομία αρχή της ηθικής απόδειξης, δηλ ελεύθερα από την συνείδηση τους, από τους δικαστές) μπορούσε δε να διεξαχθεί από δημόσια κέντρα απεξάρτησης, τις ψυχιατρικές κλινικές αλλά και εργαστήρια ιατροδικαστικής και τοξικολογίας και ιατροδικαστικές υπηρεσίες. Ήταν δε συχνό φαινόμενο οι εκθέσεις ιατροδικαστών, καθώς μάλιστα έπρεπε να κρίνουν με βάση κάποια ψυχιατρικά κριτήρια που προσδιόριζε υπουργική απόφαση να αρνούνται να εκφέρουν γνώμη επί της ψυχικής εξάρτησης και να δέχονται την σωματική εξάρτηση μόνο αν υπήρχαν σημάδια ενδοφλέβιας χρήσης ή σοβαρών βλαβών της ρινικής βλεννογόνου σε συνδυασμό με άλλα σοβαρά δεδομένα. Δικαίως οι ατελείς αυτές πραγματογνωμοσύνες σχολιάσθηκαν από θεωρία και την αιτιολογική έκθεση του νέου νόμου και εν μέρει νομολογία(δικαστικές αποφάσεις) αρνητικά, παρότι αποτέλεσαν την εύκολη διέξοδο της τελευταίας προς απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού περί εξαρτήσεως. Η βελτίωση που επέφερε το νέο καθεστώς υπό το ν. 4139/13 είναι η απάλειψη της ρητής αναφοράς του ιατροδικαστή ως αρμοδίου να διαγνώσει εξάρτηση και έμμεσα δια του καταλόγου που αποστέλλει η διοίκηση (το αρμόδιο υπουργείο) κατ’ έτος στις εισαγγελικές αρχές η ανάθεση του έργου αυτού σε ψυχίατρο.
‘Όμως και υπό το τελευταίο νόμο οι συντασσόμενες ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες, στα πλαίσια της απροθυμίας των δικαστηρίων να αντιμετωπίσουν ευνοϊκά βαριές πράξεις διακίνησης (και ένα κιλό κάνναβη μπορεί να θεωρηθεί τέτοια πράξη ενώ θα αρκούσε και μικρότερη ποσότητα ηρωίνης ή κοκαΐνης) ή και επανάληψη τέτοιων πράξεων από το ίδιο πρόσωπο (να σημειωθεί ότι ο κριθείς εξαρτημένος είτε σχετικά με κάποια από τις προηγούμενες πράξεις του είτε για τις τελευταίες για τις οποίες κατηγορείται δεν μπορεί να θεωρηθεί υπότροπος βλ. και παραπάνω υπό αρθ. 22,23) δεν γίνονται δεκτές σχετικά με το θετικό περί εξάρτησης πόρισμα τους, συχνά με την αιτιολογία ότι αποτελούν αποτέλεσμα ή πάντως περιέχουν αυτοαναφορά του κατηγορουμένου. Ενίοτε μάλιστα, στη διάρκεια της ανάκρισης παρά την επιβεβαίωση των αυτοαναφορών και με άλλα, προβλεπόμενα πλέον ρητά από το αρθ.30 ν.4139/13 νόμου, στοιχεία, όπως προηγούμενη καταδίκη ως κοινωνικό δεδομένο, πάθηση προκαλούμενη από την κατάχρηση ναρκωτικών (ηπατίτιδα, AIDS κλπ) η γνώμη των δικαστηρίων δεν αλλάζει. Σε αρκετές περιπτώσεις βέβαια ο μη κριθείς εξαρτημένος κατά τη διάρκεια της ανάκρισης κρίνεται τέτοιος κατά την εκδίκαση της υποθέσεως του σε πρώτο ή και σε δεύτερο βαθμό. Αυτό συμβαίνει διότι η αποδοχή της εξάρτησης που τρέπει τα κακουργήματα του εξεταζόμενου νόμου σε πλημμελήματα θα εμπόδιζε την προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου σε αυτό το πρώιμο στάδιο, καθώς η τελευταία επιφυλάσσεται μόνο για κακούργημα. Αντιληπτή γίνεται με όσα αναφέρθηκαν η δυνατότητα (που δυστυχώς έχει ήδη γίνει πράξη) παραβίασης διεθνών συμβάσεων σχετικών με τα δικαιώματα του ανθρώπου όπως της Ευρωπαικής (ΕΣΔΑ) και η καταδίκη της χώρας μας, με βάση και ατομικές προσφυγές των κατηγορουμένων .
Πράγματι, καθώς όπως προαναφέραμε, από ψυχιατρικής πλευράς κατάχρηση και εξάρτηση δεν διαφέρουν, πολλοί που αντικειμενικά κάνουν κατάχρηση ναρκωτικών και άρα μπορούν να την αποδείξουν με εξελιγμένες ιατρικές εξετάσεις (πχ εξέταση DNA τρίχας) θα μπορούν ευχερώς να προσβάλλουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μία δικαστική κρίση που δεν τους θεωρεί εξαρτημένους, που δεν τους αντιμετωπίζει δηλαδή ως ασθενείς, παρότι καταχρούνται ναρκωτικές ουσίες. Μια νομοτεχνική λύση θα ήταν να απαλειφθεί το επιπρόσθετο και στερεότυπα επαναλαμβανόμενο στον ορισμό του νόμου περί μη δυνατότητας αυτού που έχει αποκτήσει την έξη των ναρκωτικών να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι εντελώς παράλογα απαιτήθηκε από μέρος νομολογίας να αναγράφεται στην περί εξαρτήσεως πραγματογνωμοσύνη. Στην πραγματικότητα δεν είναι κάτι που μπορεί να διαπιστώσει παραπάνω από τον καθένα ένας ψυχίατρος, αφού στην ουσία είναι ένα λογικό συμπέρασμα εξαγόμενο από μία συστηματική χρήση. Αντ’ αυτού να αποτελεί η ιατρικά εκτιμώμενη εξάρτηση ή άλλως η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη που αποδέχεται κατάχρηση ναρκωτικών (έστω εκτελούμενη υποχρεωτικά υπό προβλεπόμενα στο νόμο κριτήρια, η μη πλήρωση των οποίων όμως να μην καταλήγει εις βάρος του κατηγορουμένου είτε με υποχρέωση επανάληψης της είτε χωρίς) τεκμήριο (έστω μαχητό) για το Δικαστήριο για την ιδιότητα του κατηγορουμένου ως εξαρτημένου. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο θα είναι σαφώς υποχρεωμένο να εκτιμήσει την ψυχιατρική διάγνωση με ιδιαίτερη βαρύτητα και να την αντιπαρέλθει μόνο με την ύπαρξη αντίθετων σοβαρών ιατρικής φύσης στοιχείων.
Σήμερα, αντί του παραπάνω τεκμηρίου, ο νεότερος νόμος (4139/13 όπως ισχύει στο συγκεκριμένο σημείο, αρθ.33 παρ.2, κατόπιν της τροποποίησης του με το νόμο 4322/2015) καθιερώνει τεκμήριο και μάλιστα αμάχητο για την αποδοχή της εξάρτησης (υποχρέωση του Δικαστηρίου να την θεωρήσει αποδεδειγμένη κατ’ εξαίρεση της αρχής της ηθικής απόδειξης), στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ολοκληρώσει επιτυχώς, όπως προκύπτει από σχετική βεβαίωση του επιστημονικού δντη του, εγκεκριμένο πρόγραμμα απεξάρτησης. Τότε, κατά την εισαγωγή του σ’ αυτό και για τα επόμενα πέντε έτη τεκμαίρεται εξαρτημένος (βλ. αρθ.33 παρ.2 ν. 4139/13). Στα άρθρα 31 έως 35 εξάλλου αναφέρονται διάφορα ευεργετήματα και ευεργετικές έννομες συνέπειες που ευνοούν την συμμετοχή σε εγκεκριμένο πρόγραμμα και αποθεραπεία του εξαρτημένου, εφόσον όμως κριθεί τέτοιος ο κατηγορούμενος κατά την ελεύθερη υπό την αρχή της ηθικής απόδειξης κρίση του δικαστή, είτε κατά την προδικασία είτε στο ακροατήριο. Τα εγκεκριμένα δε προγράμματα απεξάρτησης ενεργούνται αποκλειστικά από τους φορείς που αναφέρονται στο αρθ.51 ν. 4139/13 και είναι: 1.ΟΚΑΝΑ(Οργανισμός κατά των ναρκωτικών), 2.ΚΕΘΕΑ (Κέντρο θεραπείας εξαρτημένων ατόμων), 3.ΨΝΑ (Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αθηνών), 4.ΨΘΝ (Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης), 5. Κέντρο απεξάρτησης τοξικομανών κρατουμένων Ελαιώνα Θηβών. Ο νόμος αδικαιολόγητα εξαιρεί την ιδιωτική πρωτοβουλία η οποία υπό την επίβλεψη μιας ειδικά καταρτισμένης εισαγγελικής αρχής θα μπορούσε να συμβάλλει ουσιαστικά στην διαδικασία της απεξάρτησης, με δεδομένη πλέον την λειτουργία ανά τη χώρα πολλών εξειδικευμένων ιδιωτικών ψυχιατρικών κλινικών ή κέντρων απεξάρτησης.
Η σύγχυση του νομοθέτη πρέπει να τελειώσει. Τα μέσα, ιδιωτικά ή δημόσια, πλέον επαρκούν και πρέπει πλήρως να ενταχθούν στο ποινικό μας σύστημα. Το αν κάποιος εμφανίζει την ψυχική ασθένεια της εξάρτησης πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά από γιατρούς. Η αντίληψη τους όμως ότι απεξάρτηση επιτυγχάνεται μόνο με την πλήρη συναίνεση του ασθενούς δεν πρέπει να παραφράζεται από τον νομικό κόσμο της χώρας. Ναι μεν η πλήρης αποθεραπεία απαιτεί συναίνεση, πολλές φορές όμως για να υπάρξει αυτή η συναίνεση πρέπει να προηγηθεί αναγκαστική και ακούσια διακοπή λήψης της ουσίας. Αυτό το στάδιο δεν μπορεί να εξακολουθεί να εκτελείται στις φυλακές ανεξαρτήτως της βαρύτητας της υπόθεσης. Πολλές φορές στην σωματική εξάρτηση, όπως την περιγράψαμε παραπάνω, είναι έως και θανάσιμα επικίνδυνο για τον ασθενή εξαρτημένο και κυρίως σε κάθε εξάρτηση είναι βάναυσο. Πέραν όμως της νέας νομοθετικής ξεκάθαρης νομοθετικής πρωτοβουλίας που προτείναμε, ήδη σήμερα είναι δυνατόν αντί της προφυλάκισης ως αποτέλεσμα της κυρίας ανάκρισης, που στα κακουργήματα ενεργείται άμεσα μετά τη σύλληψη, να ακολουθείται ό δρόμος της παρακολούθησης προγράμματος απεξάρτησης από τα πάμπολλα που λειτουργούν πλέον στη χώρα ως περιοριστικός όρος και μάλιστα ανάλογα με την περίπτωση και κλειστού. Ούτως ή άλλως αυτό ακριβώς ορίζει το αρθ.31 περ. α) του ν.4139/13, προϋποθέτοντας βέβαια την ιδιότητα της εξάρτησης, η οποία όμως υπό το ισχύον καθεστώς μπορεί να συνάγεται και από άλλα στοιχεία πλην της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Δεν μπορεί κατά συνέπεια να αποτελεί δικαιολογία για το ανακριτικό γραφείο ή μη δυνατότητα εκτέλεσης της τελευταίας στα στενά χρονικά πλαίσια, ημερών, της ανάκρισης αλλά αντίθετα η δήλωση και μόνο του κατηγορουμένου περί τοξικομανίας χωρίς λοιπά στοιχεία που την αναιρούν θα έπρεπε και υπό το ισχύον καθεστώς να είναι επαρκής για τη θεραπευτική διαδικασία.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[i] (βλ. «Ειδικοί ποινικοί νόμοι», Μαργαρίτη-Σατλάνη, εκδ. 2015, σελ.297)
[ii] (βλ. Μάριος Μαρσέλος, Καθηγητής Φαρμακολογίας, «Ναρκωτικά», εκδ.1986 σελ.12)
[iii] ( βλ. σελ. 13 Μαρσέλος, ο.π, Κλεάνθης Γρίβας, « Κάνναβη», εκδ. 2010 σελ.54 επ., διαδυκτιακό τόπο “ Shen Nung Antique Cannabis Book” )
[iv] ( στην Ελλάδα βλ. κυρίως Γρίβα ο.π, σελ. 66 επ.).
[v] ( βλ. παρ. και Παύλου Στέφανου «Ναρκωτικά», εκδ.1997, σελ.62 επ.)
[vi] ( βλ. Ανδρουλάκη, «Ποινικό Δίκαιο, Γεν. μέρος», τομ.1 εκδ.2006 σελ.151)
[vii] βλ. Παρασκευόπουλο-Κοσμάτο, «Ναρκωτικά», εκδ.2005 σελ.206
[viii](βλ. Παρασκευόπουλο- Κοσμάτο «Ναρκωτικά- Συμπλήρωμα», εκδ. 2009, σελ.167, Παύλου «Ναρκωτικά», εκδ.2008, σελ. 200),
[ix] (πβλ. ο.π. Μαρσέλος Μάριος σελ.156,169)
Το άρθρο αυτό γράφτηκε από τον Δικηγόρο Θεσσαλονίκης Σωτηριάδη Σωτήριο τον Ιούνιο του 2018 και είναι ενημερωμένο με την ισχύουσα νομοθεσία μέχρι την ημερομηνία που αναφέρεται στην αρχή του παρόντος.