1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Ο ενιαίος χώρος ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων και αγαθών, η κατάργηση των συνοριακών ελέγχων και η αντικατάσταση τους με ενιαία εξωτερικά σύνορα επιχειρήθηκε στη μεταπολεμική Ευρώπη στα πλαίσια αρχικά των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και εν συνεχεία , από το 1992 οπότε και ιδρύθηκε στο Μάαστριχ της Ολλανδίας , της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Kαι πραγματοποιήθηκε το 1995 με τη Σύμβαση Εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν (ΣΕΣΣ, κυρώθηκε με τον Ν. 2514/1997 ισχύον ως έχει έως σήμερα, άρα βλ. ιστοσελίδα της ΕτΚ, ΦΕΚ Α 140/1997 ). Η για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρωπαϊκής ηπείρου, κατόπιν της ρωμαϊκής εποχής, δημιουργία στο έδαφος της τόσο εκτεταμένου χώρου ελεύθερης κυκλοφορίας είχε ως αντιστάθμισμα τη δημιουργία και λειτουργία ενός κοινού συστήματος πληροφοριών, του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν (Schengen Information System – SIS, ελληνικά ΣΠΣ).
Χρησιμοποιούμε τη λέξη αντιστάθμισμα κυρίως ενόψει των σοβαρών κινδύνων για τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου που ενέχει η τήρηση ενός τέτοιου αρχείων προσωπικών δεδομένων. Πέρα από αυτά που αρχικά μνημονεύονται στην διεθνή νομική βιβλιογραφία και ως πυρήνα έχουν την προστασία της ιδιωτικής σφαίρας του ατόμου έναντι αυθαίρετων επεμβάσεων τρίτων, ιδίως του Κράτους( κατοχυρωμένα σε υπερνομοθετικής ισχύος κείμενα- συστατικά του πανανθρώπινου μεταπολεμικού πολιτισμού – δηλ. στο αρθ. 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών και στο αρθ. 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα αλλά και στα αρθ. 9 και 19 του Συντάγματος μας τα οποία εγγυούνται το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας) σε σχέση με το θέμα μας, που αποτελεί κυρίως καταγραφή δεδομένων αστυνομικής επιτήρησης και ποινικής δικαιοσύνης, θίγονται άμεσα και βασικές διατάξεις των ίδιων παραπάνω νομοθετημάτων αφορόντων τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του (αρθ. 2 παρ.1 και 5 παρ.1 Σύνταγμα, εξής: Σ). Υποκείμενο των ανωτέρω δικαιωμάτων μπορεί να είναι κάθε άνθρωπος σε όποιο πολιτισμένο κράτος κι αν βρίσκεται, φυσικά και στην Ελλάδα ανεξάρτητα αν έχει ή όχι την Ελληνική ιθαγένεια. Έτσι για παράδειγμα θίγεται στον πυρήνα της η έννοια της αξίας του ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του όταν η διατήρηση εγγραφής, απαγορεύουσα την είσοδο στη χώρα, που αφορά ποινική του καταδίκη είναι αόριστη, επιμηκύνεται «ες αεί», αφού παραγνωρίζει την ιδιότητα κάθε ανθρώπου να σωφρονίζεται, να βελτιώνει την προσωπικότητα του . Ομοίως μετατρέπει το άτομο από υποκείμενο χάριν ή και εξαιτίας του οποίου ασκείται μεταναστευτική πολιτική απλά σε μέσο για την άσκηση της.
Ωστόσο εκφεύγει από το στόχο του άρθρου μας, που είναι να ενημερώσει συνοπτικά ακόμη και μη νομικούς, για τη σχετική νομοθεσία και να υποδείξει τις διαδικασίες ελέγχου- αντιρρήσεων κυρίως από τον θιγόμενο αλλοδαπό κατά των εγγραφών και διατήρησης αυτών στα ηλεκτρονικά αρχεία ΕΚΑΝΑ και ΣΠΣ, η παράθεση της σχετικής με τις θεμελιώδεις ανθρώπινες ελευθερίες προβληματικής, που αφορά μάλιστα γενικότερα την τήρηση κάθε αρχείου προσωπικών δεδομένων (π.χ. ένα αρχείο που προσομοιάζει σ’ αυτό του SIS είναι της Σύμβασης ΕΥΡΩΠΟΛ που κυρώθηκε με τον Ν.2605/1998, ΦΕΚ 88 τευχ. Α, και αφορά ακριβώς την στενότερη αστυνομική συνεργασία σε σοβαρή εγκληματικότητα μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρ. Ένωσης ανεξάρτητα της αλλοδαπότητας του εγγραφόμενου σ’ αυτό ατόμου ) .
2. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ.
2.1. Κατόπιν της παραπάνω εισαγωγής να αναφέρουμε καταρχάς ότι το θέμα μας αποτελεί εφαρμογή Δημοσίου δικαίου τόσο διεθνούς όσο και εσωτερικού. Ο ΕΚΑΝΑ (Εθνικός Κατάλογος Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών) και το ΣΠΣ (Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν) αποτελούν δύο παράλληλα ηλεκτρονικά αρχεία, εκ των οποίων η εγγραφή αλλοδαπού στο πρώτο αποτελεί κατά το εσωτερικής αλλά και διεθνούς θεσπίσεως δίκαιο λόγο εγγραφής του και στο δεύτερο, εφόσον συντρέχουν οι διεθνούς δικαίου προϋποθέσεις. Η διαγραφή ή τροποποίηση της εγγραφής δε από το πρώτο συνεπάγεται και τα αντίστοιχα από το δεύτερο, εκτός και αν για το υπό διαγραφή πρόσωπο( ή κατά την ορολογία του δικαίου προστασίας πρ. δεδομένων: υποκείμενο) έχουν εισαχθεί δεδομένα από άλλο συμβαλλόμενο κράτος. Οι εσωτερικής ή διεθνούς προελεύσεως διατάξεις όχι μόνο πρέπει να εφαρμόζονται παράλληλα αλλά και η ερμηνεία των δεύτερων (έχουσες αυξημένη τυπική ισχύ κατά το αρθ. 28 του Σ μας) καθορίζει αυτήν των πρώτων. Η πρωτοβουλία όμως και η ευθύνη για τις εγγραφές, τροποποιήσεις αυτών και διαγραφές αλλοδαπών στο ΣΠΣ ανήκει στην Ελλάδα για όσες η τελευταία εισαγάγει(αρθ. 96, 105, 106 ΣΕΣΣ), με μόνη εξαίρεση την κατόπιν διαβούλευσης με αυτήν χορήγηση ( ή διατήρηση παρά την επικείμενη καταχώρηση) άδειας διαμονής στον αλλοδαπό από άλλο συμβαλλόμενο Κράτος, όποτε η Ελλάδα ανακαλεί την εγγραφή και μπορεί να την διατηρήσει μόνο στον ΕΚΑΝΑ (αρθ. 25 ΣΕΣΣ).
2.2. Η πρωτοβουλία-εξουσία αυτή λοιπόν των αρμόδιων ελληνικών Αρχών εκφράζεται με πράξεις τους-αποφάσεις τους που μπορεί να :
α) εγγράφουν για πρώτη φόρα αλλοδαπό στον ΕΚΑΝΑ και ταυτόχρονα εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ΣΕΣΣ (αρθ. 96, βλ. κατωτέρω υπό 3.4.1) στο ΣΠΣ
β) διατηρούν την εγγραφή στον ΕΚΑΝΑ και στο ΣΠΣ ή μόνο στο πρώτο απορρίπτοντας αίτηση του υποκειμένου ή και αυτεπαγγέλτως κατά τον υποχρεωτικό κατόπιν της παρόδου τριετίας από την καταχώρηση και ανά τριετία έλεγχο(αρθ. 112 παρ.1 ΣΕΣΣ, αρθ. 38 παρ.1 Ν.3907/2011, αρθ. 3 4000/4/32−λα΄/2012 Κ.Υ.Α, βλ. παρακάτω)
γ) διαγράφουν τα δεδομένα για τον αλλοδαπό-υποκείμενο είτε κατόπιν αιτήσεως του είτε αυτεπαγγέλτως κατά τον ανά τριετία έλεγχο ή και σε άλλη στιγμή.
Όλες οι ανωτέρω υπό α) β) γ) αποτελούν διοικητικές πράξεις κατά το Δημόσιο δίκαιο (δηλαδή με αυτές το κράτος, τα όργανα του κράτους κυριαρχικά, ασκώντας τη δημόσια εξουσία τους θεσπίζουν μια ρύθμιση, νομικά υποχρεωτική που αφορά έναν ή περισσότερους ανθρώπους) και ως τέτοιες διέπονται από το διοικητικό δίκαιο που ισχύει γενικά για κάθε διοικητική πράξη(πχ να εκδίδονται από το αρμόδιο όργανο, να τηρούν την αρχή της νομιμότητας κτλ. βλ. καταρχήν αρθ. 16 επ. ΚΔΔιαδ. ήτοι Ν. 2690/1999 τους γενικούς κανόνες για την δ. πράξη, ισχύοντα τα αρθ. 16-21 ως έχουν από τη θέσπιση τους και άρα βρείτε τα στο site της ΕτΚ, ΦΕΚ Α 45/1999). Διέπονται, ομοίως και από ειδικότερους κανόνες όπως πρωτίστως η 4000/4/32−λα΄/2012 κοινή υπουργική απόφαση (βλ. κατ. υπό 4).
2.3. Ο δικαστικός έλεγχος του τήρησης αυτών των κανόνων ανήκει στα ελληνικά διοικητικά δικαστήρια τα οποία μπορούν να παρέχουν και άμεση (εντός ημερών) προσωρινή δικαστική προστασία μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης και να διατάξουν την Διοίκηση να διαγράψει προσωρινά αλλά και οριστικά αλλοδαπό από τον ΕΚΑΝΑ και το ΣΠΣ. Ανήκει όμως – κατόπιν και ατομικών προσφυγών αφού εξαντληθούν τα ένδικα μέσα της εσωτερικής εννόμου τάξεως – αφού βρισκόμαστε σε ευαίσθητο για τα θεμελιώδη δικαιώματα πεδίο και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΔΔΑ, European Court of Human Rights).
Ωστόσο ο έλεγχος που ενεργούν τα ελληνικά διοικητικά δικαστήρια , δηλ. το κατά τόπο αρμόδιο διοικητικό πρωτοδικείο κατά κανόνα σε πρώτο βαθμό και το ΣτΕ κατ ΄ έφεση (αρθ. 28 Ν.3907/2011, αρθ. 15 Ν.3068/2002 ως ισχύει) στις διοικητικές πράξεις που εξετάζουμε είναι ακυρωτικός. Αυτό σημαίνει ότι, πλην της ακραίας περίπτωσης της καλούμενης «πλάνης περί τα πράγματα» ( όπου προκύπτει φανερά από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης κατόπιν επισήμανσης του αιτούντα ότι χωρίς ουσιαστικό έλεγχο θεωρήθηκαν από πλάνη υπαρκτά ανύπαρκτα πραγματικά περιστατικά ή το αντίστροφο), ελέγχεται η νομιμότητα της πράξης και όχι η ορθή διακρίβωση από τη Διοίκηση των πραγματικών περιστατικών που αποτέλεσαν αφορμή της. Και για το λόγο αυτό από τους γενικούς κανόνες που διέπουν τις διοικητικές πράξεις, ιδίως εδώ που είναι αποφάσεις εγγραφής κ.τ.λ. στον ΕΚΑΝΑ και ΣΠΣ , αποκτά ιδιαίτερη σημασία να εκθέσουμε στο άρθρο μας έστω συνοπτικά αυτόν της επαρκούς αιτιολογίας.
3. Η ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΥ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ ΩΣ ΕΧΟΥΣΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ.
3.1 Αμφιλεγόμενο ήταν στην ελληνική επιστήμη αν η ατομική διοικητική πράξη (δηλ. όπως η σχολιαζόμενη εγγραφή κ.τ.λ στον ΕΚΑΝΑ που αφορούν έναν ή περισσότερους αλλοδαπούς ατομικά και όχι με απρόσωπα κριτήρια προσδιορισμένους) χρήζει σε κάθε περίπτωση αιτιολογίας . Κατά μια άποψη «…δεν απαιτείται αιτιολόγησις όλων των διοικητικών πράξεων…» ενώ κατά άλλη «…υπό το Σύνταγμα του 1975 η υποχρέωση αιτιολογήσεως των ατομικών διοικητικών πράξεων έχει επομένως συνταγματική θεμελίωση και ανάλογη τυπική ισχύ…». Η πρώτη άποψη (Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, Σπηλιωτόπουλου Επ. εκδ .1988,σελ. 164) το συνήγαγε εξ’ αντιδιαστολής από την συνταγματική υποχρέωση αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων. Η δεύτερη έχει ως βάση την έννοια του κράτους δικαίου όπου το άτομο δεν είναι αντικείμενο αλλά υποκείμενο εξουσίας, χάριν του οποίου ασκείται η δημόσια εξουσία(γενικό διοικητικό δίκαιο, Δαγτόγλου Π. εκδ. 1992 σελ 253 επ.). Είναι λοιπόν η αξία του ανθρώπου, ο σεβασμός και προστασία της οποίας επιβάλλεται από το αρθ. 2 παρ.1 του Σ. μας και εξειδικεύεται όχι περιοριστικά στο δεύτερο μέρος του(αρθ.4-25), που υποχρεώνει την διοίκηση να αιτιολογεί τις πράξεις της αφού άλλως δεν θεώρει τον άνθρωπο στον οποίο απευθύνεται έλλογο ον (βλ. και Χρυσόγονο Κώστα ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ έκδ. 2002, σελ. 111, όπου ο συγγραφέας σχολιάζει την αμφίβολη ορθότητα αποφάσεως του ΣτΕ που δεν απαιτεί αιτιολογία για απόρριψη αιτήματος αλλοδαπού, αφού και στον τελευταίο δεν μπορούνε να αρνηθούμε την έλλογη ιδιότητα ενώ το αρθ. 2 παρ. 1 του Σ αφορά όλους και όχι μόνο τους Έλληνες ).
Με το νόμο 2690/1999 εισήχθη για πρώτη φορά στην Ελλάδα Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας (ΚΔΔιαδ) στο αρθ. 17 του οποίου καθιερώνεται η υποχρέωση της Διοίκησης για σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία κάθε ατομικής διοικητικής πράξης όπως δηλ. αυτές που σχολιάζουμε για μη διαγραφή κτλ από ΕΚΑΝΑ και ΣΠΣ. Την σαφή αιτιολόγηση των τελευταίων πράξεων εξάλλου προβλέπει ειδικά ο Ν. 3907/2011 (ΦΕΚ 7/2011, τευχ. Α, τα σχετικά με το θέμα μας άρθρα εξακολουθούν να ισχύουν όπως ψηφίστηκαν άρα βλ. ιστοσελίδα ΕτΚ) στο αρθ. 27 με ρητή μάλιστα αναφορά στον ΚΔΔιαδ. Η παραπάνω συνταγματική τεκμηρίωση ωστόσο δεν χάνει την αξία της, αφού πάντως απαγορεύει στον κοινό νομοθέτη να καταργήσει την υποχρέωση αιτιολόγησης ή να την περιορίσει απέναντι στους αλλοδαπούς αλλά κυρίως βοηθά στην σύμφωνη με το Σ ερμηνεία όλων των διατάξεων που αφορούν την υποχρέωση αιτιολόγησης των εξεταζόμενων πράξεων.
3.2. Για να υπάρχει αιτιολογία στην διοικ. πράξη πρέπει αυτή κατ’ ελάχιστο να περιέχει:
α) τις διατάξεις που άμεσα ρυθμίζουν την έκδοση της, είτε αυτές αφορούν την σχετική αρμοδιότητα του οργάνου που τις εκδίδει είτε αυτές αφορούν την ουσιαστική νομιμότητα της πράξης
β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία, υπαγόμενα στις ανωτέρω διατάξεις επιτρέπουν ή επιβάλλουν στην κρατική διοίκηση την έκδοση της
γ) εφόσον η έκδοση της πράξης επιτρέπεται και δεν επιβάλλεται από το νόμο στη Διοίκηση, δηλ. η τελευταία μπορεί και να μην την εκδώσει, τις απαραίτητες αιτιάσεις για τη σκοπιμότητα της, για τον ορθό τρόπο της άσκησης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Η αιτιολογία εξάλλου πρέπει να είναι σαφής ,ειδική και επαρκής , τρία στοιχεία που αλληλοσυμπληρώνονται (βλ. Σπηλιωτόπουλο Επαμεινώνδα, «ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, εκδ. 1988, σελ. 164, Δαγτόγλου Π.Δ., «γενικό διοικητικό δίκαιο», εκδ. 1992 σελ. 253 και 256)
Η κατανόηση του περιεχομένου της νόμιμης αιτιολογίας στις πράξεις που εξετάζουμε καθώς και της έκτασης της που εξαρτάται κατά τα αμέσως παραπάνω από το αν αυτές εκδίδονται κατά δέσμια αρμοδιότητα ή διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης απαιτεί κατ’ ανάγκη γνώση της σχετικής νομοθεσίας που κατωτέρω υπό 4 εκτίθεται.
3.3. Εξάλλου, πριν παραθέσουμε αποφάσεις του ΣτΕ σχετικές με την αιτιολογία των εξεταζόμενων πράξεων, θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής:
Ότι πολύ συχνά οι αποφάσεις εγγραφής σε ΕΚΑΝΑ και ΣΠΣ αποτελούν συναφείς μεταγενέστερες πράξεις αποφάσεων επιστροφής των αλλοδαπών– ή κατά την παλαιότερη προ του Ν.3907/11 ορολογία- απελάσεως τους και επίσης πολύ συχνά ενσωματώνονται στις τελευταίες. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το κείμενο της 4000/4/32−λα΄/2012 κοινής υπουργικής απόφασης (βλ. το υπό 4.2), στις περιπτώσεις μη οικειοθελούς συμμορφώσεως προς απόφαση επιστροφής μέσα στην ταχθείσα προθεσμία ή δικαστικής απελάσεως ή επιστροφής χωρίς προθεσμία η αρμοδιότητα της Διοίκησης για την εγγραφή είναι δέσμια (βλ. και αρθ. 26 Ν. 3907/2011, παρ. υπό 4.3), η Αστυνομία δηλ. είναι υποχρεωμένη να εγγράψει τον αλλοδαπό σε ΕΚΑΝΑ και ΣΠΣ. Αντίθετα στην περίπτωση της ανεξαρτήτου απελάσεως εγγραφής (στην πράξη μπορεί να συμβεί όταν ο αλλοδαπός βρίσκεται εκτός Ελλάδος) καθιερώνεται διακριτική ευχέρεια της Αστυνομίας για την εγγραφή στον ΕΚΑΝΑ και ΣΠΣ, λόγω των αξιολογικών, αόριστων νομικών εννοιών όπως «απειλή για… τη δημόσια τάξη», «σοβαρή αξιόποινη πράξη» κ.τ.λ. που χρησιμοποιούνται σ’ αυτή( για τις αόριστες νομικές έννοιες ως χαρακτηριστικό της διακριτικής ευχέρειας βλ. Σπηλιωτόπουλο Ε., ο.π. , σελ. 147 και Δαγτόγλου Π., ο.π.,σελ. 138, 141) και κατά συνέπεια η αιτιολόγηση θα πρέπει να περιλαμβάνει και τα τρία παραπάνω υπό α), β), γ) στοιχεία.
Ακόμη όμως, και στις παραπάνω περιπτώσεις εκδόσεως απόφασης επιστροφής από τη Διοίκηση οπότε αυτή υποχρεούται σε ταυτόχρονη ή μεταγενέστερη εγγραφή σε ΕΚΑΝΑ και ΣΠΣ , επειδή οι σχετικές με την έκδοση της απόφασης επιστροφής διατάξεις καθιερώνουν ομοίως σχετική διακριτική ευχέρεια (αρθ. 76 επ. Ν. 3386/2005) η υποχρέωση της ίδιας εκτάσεως αιτιολόγησης μετατίθεται στο προγενέστερο στάδιο της απόφασης επιστροφής, η οποία εφόσον κοινοποιείται στον αλλοδαπό αρκεί ώστε αυτός σύννομα να πληροφορηθεί τους λόγους εγγραφής του στον ΕΚΑΝΑ. Με το προϊσχύον καθεστώς εξάλλου στην απόφαση επιστροφής- ενσωματώνονταν υποχρεωτικά και η εγγραφή στον ΕΚΑΝΑ και ΣΠΣ, ενώ πλέον μπορεί να είναι διαφορετικές πράξεις, συναφείς.
Πράγματι, η άμεση σχέση των διοικητικών αποφάσεων επιστροφής και αυτών της εγγραφής στον ΕΚΑΝΑ και συνακόλουθα ΣΠΣ οδήγησε στην καθιέρωση σχεδόν όμοιου δικαίου τουλάχιστον αναφορικά με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσης τους. Έτσι, είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο στην ΣΕΣΣ (βλ. το κείμενο υπό 4.1), όσο και στην εσωτερική με αρ. 4000/4/32−λα΄ /2012 υπ. απόφαση(υπό 4.2) που προβλέπουν σχετικά με την εγγραφή σε ΣΠΣ και ΕΚΑΝΑ, αλλά και στους Ν.3907/2011(υπό 4.3) και 3386/2005(υπό 4.4) που αφορούν πρωτίστως την επιστροφή- απέλαση, η έννοια της απειλής για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια και την εθνική ασφάλεια ως προϋπόθεση είναι κοινή. Στην ΣΕΣΣ μάλιστα και στον 3386/2005 υπάρχουν και περαιτέρω διατάξεις ενδεικτικές και έτσι προσδιοριστικές της αόριστης έννοιας της απειλής. Εφαρμόζοντας έτσι στο σημείο αυτό την αρχή της νομιμότητας που διέπει τη δράση της δημόσιας διοίκησης και κατά συνέπεια την υπαγωγή αυτής στο ιεραρχικά δομημένο σύνολο του δικαίου, θα πρέπει να παρατηρήσουμε η ορθή ερμηνεία κάθε μιας των διατάξεων που ρυθμίζουν την επιστροφή, εγγραφή στον ΕΚΑΝΑ κλπ ή και ακόμη η ορθή χρήση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης συγκαθορίζεται από το σύνολο των ανωτέρω διατάξεων όπως ιεραρχικά πηγάζουν από το Σ, τις διεθνείς συμβάσεις όπως η ΣΕΣΣ, τον τυπικό νόμο όπως ο 3386/2005 και ο 3907/11.
3.4. Κατόπιν των παραπάνω παρατηρήσεων μπορούμε να παρουσιάσουμε περιπτώσεις νόμιμης αιτιολογίας από την νομολογία μας. Θα αναφέρουμε την περίπτωση που έκρινε η 2414/2008 απόφαση του ΣτΕ: Αλλοδαπή, κάτοχος προσωρινής άδειας παραμονής καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 15 ημερών από το Τρ. Πλημ. Πειρεά για κλοπή, της αναγνωρίσθηκε όμως το ελαφρυντικό ότι στη πράξη της οδηγήθηκε από μεγάλη ένδεια. Ομοίως την περίπτωση που έκρινε η 427/2009 του ιδίου Δικαστηρίου: Αλλοδαπός, κάτοχος άδειας παραμονής, έκανε χρήση πλαστού εγγράφου- ταυτότητας ομογενούς προκειμένου να ταξιδέψει στο εξωτερικό από το αεροδρόμιο Αθηνών όπου και συνελήφθη και εν συνεχεία καταδικάσθηκε από το Τρ. Πλημ. Αθηνών σε φυλάκιση 4 μηνών, απόφαση κατά της οποίας άσκησε έφεση. Και στις δυο περιπτώσεις η αιτιολογία της Διοίκησης για την απέλαση και συνακόλουθα την εγγραφή στον ΕΚΑΝΑ και ΣΠΣ περιορίζετο στη κρίση ότι οι αλλοδαποί καταδικάστηκαν ως άνω και είναι επικίνδυνοι για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Η επικινδυνότητα τους δεν θεμελιωνόταν σε άλλο στοιχείο. Το ανώτατο ακυρωτικό μας έκρινε, με βάση μάλιστα το πανομοιότυπο σχεδόν του ισχύοντος αρθ.76.Ν.3386/2005 τότε αρθ. 44 Ν.2910/ 01, την αιτιολογία μη νόμιμη και ανεπαρκής «ενόψει του ότι, και για τις περιπτώσεις του εδαφίου α της παρ.1 του άρθρου 44 του ν. 2910/2001, καθιδρύεται διακριτική ευχέρεια και όχι δέσμια αρμοδιότητα απέλασης του αλλοδαπού, το αρμόδιο προς τούτο όργανο, ασκώντας την κατά τα ανωτέρω ευχέρεια σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας, πρέπει να λαμβάνει υπόψη και να συνεκτιμά όλες τις συνθήκες τέλεσης του αδικήματος που δικαιολογούν την κατά το εδάφιο αυτό απέλαση του αλλοδαπού και να εκφέρει προς τούτο ειδικώς αιτιολογημένη κρίση. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, από κανένα στοιχείο του φακέλου της υπόθεσης δεν προκύπτει ότι κατά την έκδοση της απόφασης απέλασης συνεκτιμήθηκε το γεγονός ότι η εφεσίβλητη είχε καταδικασθεί για κλοπή πράγματος ευτελούς αξίας με αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2β του ΠΚ, δηλαδή ότι ωθήθηκε στην πράξη της από μεγάλη ένδεια. Συνεπώς, δεν είναι νόμιμο το πρώτο αιτιολογικό έρεισμα των πράξεων απέλασης και ανάκλησης της προσωρινής άδειας παραμονής της εφεσίβλητης. Εξάλλου, οι πράξεις αυτές πάσχουν και κατά το δεύτερο αιτιολογικό τους έρεισμα, διότι μόνο το γεγονός της ποινικής καταδίκης της εφεσίβλητης για το συγκεκριμένο αδίκημα δε στοιχειοθετεί, άνευ ετέρου, κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, προεχόντως ενόψει της φύσης, της βαρύτητας αλλά και, κυρίως, των συνθηκών τέλεσης του αδικήματος, ούτε, άλλωστε ,αναφέρονται στην προσβαλλόμενη πράξη απέλασης άλλα στοιχεία ικανά να στηρίξουν την κρίση περί επικινδυνότητας (πρβλ. ΣτΕ 1100/2008, 3222/2005 κ.α)»
Στη δεύτερη μάλιστα από τις ανωτέρω περιπτώσεις ούτε το γεγονός ότι το αδίκημα της κατοχής και χρήσης πλαστού- για το οποίο όχι τελεσίδικα καταδικάσθηκε ο αλλοδαπός- περιέχεται ανάμεσα σ’ αυτά για τα οποία κατά αρθ. 76 παρ.1 Ν 3386/05 επιτρέπεται η απέλαση ανεξαρτήτως ύψους ποινής διαφοροποίησε τη στάση του ΣτΕ αφού « η Διοίκηση αρκείται στην επίκληση της ποινικής του καταδίκης για κατοχή και χρήση πλαστού δελτίου ταυτότητας ομογενούς, χωρίς να διατυπώνει, ως ώφειλε, ειδικά αιτιολογημένη κρίση περί της επικινδυνότητάς του για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια της Χώρας, ύστερα από αξιολόγηση της όλης προσωπικότητάς του, με συνεκτίμηση της εν λόγω ποινικής καταδίκης, καθώς και κάθε άλλου πρόσφορου στοιχείου για τη μόρφωση ιδίας κρίσεως περί της ως άνω επικινδυνότητας». Όσο όμως μεγαλύτερη είναι η ποινή στην οποία καταδικάσθηκε ο αλλοδαπός ή και όσο περισσότερες φόρες απασχολεί τις διωκτικές Αρχές ακόμη και με μία μόνη καταδίκη τόσο ευκολότερα κρίνεται επαρκής η αιτιολόγηση της διοίκησης με απλή αναφορά σ’ αυτές (πρβ. και την ΣτΕ 2017/2012 που έκρινε περίπτωση Νιγηριανού που 5 φορές συνελήφθη να παραβιάζει τον Ν. περί πνευματικής ιδιοκτησίας για μία εκ των οποίων καταδικάσθηκε καθώς και για πλαστογραφία πρωτοδίκως). Φρονούμε ότι έχει γίνει κατανοητό ότι οι παρατιθέμενες αποφάσεις του ΣτΕ μπορεί να μην αναφέρονται αποκλειστικά στην εγγραφή στον ΕΚΑΝΑ και ΣΠΣ αλλά τα πορίσματα τους είναι απολύτως εφαρμόσιμα σ’ αυτήν και αναφέρονται ακριβώς στην νόμιμη αιτιολόγηση της απειλής που μπορεί να συνιστά η παρουσία του αλλοδαπού στο ελληνικό έδαφος.
3.5. Θα τελειώσουμε το σχολιασμό μας για την αιτιολογία ως προϋπόθεση κύρους της απόφασης εγγραφής, διατήρησης κ.τ.λ στον ΕΚΑΝΑ και ΣΠΣ παραθέτοντας την παρ.1 αρθ. 27 του Ν.3907/2011: «1. Οι αποφάσεις επιστροφής και οι αποφάσεις απαγόρευσης εισόδου, που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, περιβάλλονται τον έγγραφο τύπο και περιλαμβάνουν σαφή αιτιολογία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, ΦΕΚ 45 Α`), όπως αυτός ισχύει κάθε φορά. Οι προαναφερθείσες αποφάσεις κοινοποιούνται στον ενδιαφερόμενο και αναφέρουν τους νομικούς και πραγματικούς λόγους για την έκδοση τους, καθώς και πληροφορίες για τα διαθέσιμα ένδικα μέσα. Οι πληροφορίες σχετικά με την αιτιολογία της απόφασης επιστροφής μπορούν να είναι περιορισμένες, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, της άμυνας και της δημόσιας ασφάλειας, καθώς και σε περιπτώσεις πρόληψης, διερεύνησης, βεβαίωσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων.». Ο περιορισμός στην υποχρέωση αιτιολογίας απέναντι στον θιγόμενο αλλοδαπό που εισάγει το τελευταίο εδάφιο , εν’ όψει και των ανωτέρω παρατηρήσεων που την συνδέουν με το αρθ. 2 παρ. 1 Σ, τότε μόνο είναι ανεκτός συνταγματικά αν υπάρχουν πράγματι σ’ αυτή τα παραπάνω υπό α)β)γ στοιχεία, έστω και αν αποσπασματικά για λόγους δημοσίου συμφέροντος παραλείπονται, στοχευμένα, πραγματικά περιστατικά ή σχέδια δράσης της Διοίκησης. Εξάλλου η προστασία της δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας, τις φορές μάλιστα που είναι απαραίτητη η άγνοια του υποκειμένου, εξυπηρετείται αρτιότερα από άλλα παρόμοια αρχεία όπως αυτό της ΕΥΡΩΠΟΛ (βλ. παρ. υπό 1.). Αντίθετα αντισυνταγματικές ως αντικείμενες καταρχάς στο αρθ. 2 παρ.1 Σ είναι οι διατάξεις των παρ.2 και 3 του ίδιου άρθρου στο βαθμό που περιορίζουν την υποχρέωση της Διοίκησης για μετάφραση της αιτιολογίας της εγγραφής σε ΕΚΑΝΑ και ΣΠΣ σε γλώσσα που κατανοεί ο θιγόμενος αλλοδαπός.
4. Η ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΟΥ ΔΙΕΠΕΙ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ- ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΣΕ ΕΚΑΝΑ ΚΑΙ ΣΠΣ.
4.1. Από τους άμεσα σχετικούς κανόνες (ειδικότερους σε σχέση με το γενικό διοικητικό κατά τα παραπάνω υπό 2.2.) θα προτάξουμε αυτούς της ίδιας της ΣΕΣΣ, επαναλαμβάνοντας, ότι η εγγραφή αλλοδαπού στο αρχείο που προβλέπει – ΣΠΣ ή SIS – είναι δυνατή με βάση την εγγραφή του στο αντίστοιχο ελληνικό αρχείο ΕΚΑΝΑ , εφόσον συντρέχουν οι στην ΣΕΣΣ αναφερόμενες προϋποθέσεις. Θα πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι η πρόταξη αυτή οφείλεται και στην αυξημένη τυπική ισχύ των κανόνων αυτών σε σχέση με την εσωτερική νομοθεσία, ως περιεχόμενων σε διεθνή σύμβαση, αυξημένη τυπική ισχύ που κατ ’ανάγκη έχει βαρύνουσα σημασία για την επιρροή που ασκούν στην ερμηνεία και ορθή εφαρμογή και των εσωτερικών διατάξεων που προβλέπουν την εγγραφή, διαγραφή κλπ στον ΕΚΑΝΑ.
Να σημειώσουμε ότι αλλοδαπός κατά την ΣΕΣΣ είναι κάθε άτομο που στερείται της Ευρωπαϊκής ιθαγένειας ενώ αλλοδαπός κατά τον ΕΚΑΝΑ είναι κάθε άτομο που στερείται της Ελληνικής ιθαγένειας. Κατά συνέπεια είναι δυνατή η εγγραφή στον ΕΚΑΝΑ, ως ανεπιθύμητου, Ευρωπαίου πολίτη.
Το ΣΠΣ είναι µία βάση δεδομένων που επιτρέπει στις αρµόδιες αρχές των κρατών Σένγκεν την ανταλλαγή δεδομένων αναφορικά µε ορισμένες κατηγορίες προσώπων και πραγμάτων. Ειδικότερα σ΄ αυτό καταχωρούνται πληροφορίες σχετικά µε πρόσωπα που καταζητούνται από τις δικαστικές αρχές, µε ανεπιθύμητους αλλοδαπούς, µε πρόσωπα που έχουν εξαφανισθεί καθώς και µε πρόσωπα τα οποία τίθενται υπό διακριτική παρακολούθηση.
Σχετικά με το θέμα μας, την εγγραφή αλλοδαπών στο ΣΠΣ προβλέπει το αρθ. 96 ΣΕΣΣ, της οποίας η εμπεριεχόμενη, στο ως άνω ΦΕΚ που την κύρωσε (βλ. υπό 3.1) ελληνική μετάφραση έχει επί λέξει ως εξής:
« 1. Τα δεδομένα σχετικά με τους αλλοδαπούς που καταχωρούνται με σκοπό την απαγόρευση εισόδου, καταχωρούνται σε αρχείο βάσει μιας εθνικής καταχωρήσεως, η οποία έχει έρεισμα στις αποφάσεις των αρμόδιων διοικητικών αρχών και δικαστηρίων, σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες της εθνικής νομοθεσίας. 2. Οι αποφάσεις μπορούν να έχουν ως αιτιολογία την απειλή της δημόσιας τάξεως και ασφαλείας και της εθνικής ασφαλείας που ενδέχεται να συνιστά η παρουσία ενός αλλοδαπού επί του εθνικού εδάφους. Αυτή μπορεί, κυρίως, να είναι η περίπτωση :
α. Αλλοδαπού, ο οποίος έχει καταδικασθεί για αξιόποινη πράξη επισύρουσα ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον ενός έτους.
β. Αλλοδαπού, εις βάρος του οποίου υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις ότι διέπραξε σοβαρές αξιόποινες πράξεις, συμπεριλαμβανομένων και όσων αναφέρονται στο άρθρο 71 ή εις βάρος του οποίου υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι έχει προβεί σε προπαρασκευαστικές ενέργειες τέτοιων αξιόποινων πράξεων επί του εδάφους ενός Συμβαλλόμενου Μέρους.
3. Οι αποφάσεις μπορούν επίσης να έχουν αιτιολογία ότι εις βάρος του αλλοδαπού έχει επιβληθεί το μέτρο της απομακρύνσεως, αποπομπής ή απελάσεως, το οποίο δεν αναβλήθηκε ούτε ανεστάλη και περιέχει ως παρεπόμενη κύρωση την απαγόρευση εισόδου ή διαμονής, στηριζόμενη στη μη τήρηση του εθνικού δικαίου ως προς την είσοδο ή τη διαμονή των αλλοδαπών.»
Έτσι εγγραφή στην ΣΕΣΣ μπορεί να γίνει όταν κρίνεται από τις Αρχές του Κράτους που εισάγει την έγγραφή ότι, εξαιτίας της παρουσίας του αλλοδαπού, απειλείται η δημόσια τάξη ή η εσωτερική ή εξωτερική ασφάλεια του(menace pour l’ ordre public ou la securite et surete nationales qui peut constituer la presence d’ un etranger στο γαλλικό πρωτότυπο της ΣΕΣΣ, και αυτό συμβαίνει ιδίως (δηλ. ούτε καν περιοριστικά) όταν:
Α) Ο αλλοδαπός έχει καταδικασθεί για οποιοδήποτε αδίκημα η τέλεση του οποίου απειλείται στο νόμο με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους (ανεξάρτητα δηλ. της ελαφρότερης ποινής στην οποία τυχόν καταδικάσθηκε).
Β)Σε βάρος του αλλοδαπού υπάρχουν α) σοβαροί (όχι απλά αποχρώσεις ενδείξεις που σημαίνει κυρίως επαρκείς, όπως εδώ λανθασμένα μειώνεται ο βαθμός επάρκειας των ενδείξεων σε σχέση με το γαλλικό πρωτότυπο : raisons serieuses) λόγοι ή ενδείξεις ότι διέπραξε σοβαρές αξιόποινες πράξεις , συμπεριλαμβανόμενης της διακίνησης ναρκωτικών, ή β)διαπιστωμένες προπαρασκευαστικές ενέργειες προς τέλεση σοβαρών αξιόποινων πράξεων (στο γαλλικό πρωτότυπο: indices reels qu’ il envisage de commettre de tells faits) στο έδαφος ενός των Συμβαλλόμενων Μερών.
Επίσης εγγραφή στην ΣΕΣΣ μπορεί να γίνει όταν ο αλλοδαπός δεν έχει τηρήσει το Εθνικό Δίκαιο, σχετικά με την είσοδο και διαμονή του, της χώρας που εισάγει την εγγραφή και έτσι του επεβλήθη το μέτρο της απέλασης ή της επιστροφής (κατά πλέον σύγχρονη μετάφραση με βάση τους ισχύοντες ή προ-ισχύοντες νομικούς όρους στο δίκαιο μας) το οποίο δεν αναβλήθηκε ούτε ανεστάλη. Σ’ όλες τις περιπτώσεις η έγγραφη στηρίζεται σε εθνική διοικητική ή δικαστική απόφαση.
Τέλος πρέπει να παρατηρηθεί ότι από την διάρθρωση του αρθ. 96 ΣΕΣΣ συνάγεται ότι η παραβίαση της εθνικής μεταναστευτικής νομοθεσίας από αλλοδαπό δεν συνεπάγεται άνευ άλλου τινός ότι αυτός είναι επικίνδυνος για την δημόσια τάξη και ασφάλεια , και άρα ούτε ο Εθνικός νομοθέτης πολύ περισσότερο η διοίκηση δε μπορεί να ισοσκελίζει τις δύο αιτίες εγγραφής.
4.2. Ωστόσο δεν απαγορεύεται από το παραπάνω άρθρο της ΣΕΣΣ τα συμβαλλόμενα κράτη να θεσπίζουν εκτενέστερες περιπτώσεις εγγραφής και αυστηρότερες προϋποθέσεις διαγραφής στο αντίστοιχο τηρούμενο εθνικό αρχείο ανεπιθύμητων αλλοδαπών. Αυτό στην Ελλάδα είναι ο Εθνικός Κατάλογος Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών-ΕΚΑΝΑ . Τα κριτήρια και η διαδικασία εγγραφής και διαγραφής αλλοδαπών από τον κατάλογο αυτό καθορίζονται με την με Αριθμ. 4000/4/32−λα΄ /2012 απόφαση των Υπ. ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ − ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ − ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ − ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ − ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ (στο εξής και ΚΥΑ, ΦΕΚ Β 2805/2012, η οποία τροποποιήθηκε με την ΥΑ 4000/4/32-ν/2017, ΦΕΚ Β 1140/31.3.2017 και άρα μπορείτε να αναζητήσετε την ισχύουσα μορφή στο site της ΕτΚ με τον συνδυασμό των ως άνω δύο ΦΕΚ).
Η απόφαση αυτή και η αντίστοιχη προηγούμενη της εκδόθηκαν με εξουσιοδότηση του αρθ. 82 Ν.3386/2005 και (όπως περίπου παρατηρήθηκε και για την προηγούμενη από την Αρχή προστασίας πρ. δεδομένων στη σχετική με το θέμα μας 3/2012 γνωμοδότηση της) δεν περιέχει καταρχήν πρωτογενείς προϋποθέσεις εγγραφής στον ΕΚΑΝΑ, αλλά αντίθετα στηρίζεται στο αρθ. 96 ΣΕΣΣ, στο χρήζον άμεσης νομοθετικής παρέμβασης (λόγω και κακής χρήσης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας από τις Αστυνομικές Αρχές), εναπομείναν από τον προγενέστερο περί αλλοδαπών ν.3386/05 άρθρο 76 για την διοικητική απέλαση και τέλος στις διατάξεις του Ποιν. Κώδικα για την δικαστική απέλαση. Έτσι προβλέπει ότι:
« … 1. Στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών (Ε.Κ.ΑΝ.Α.) εγγράφονται:
α. Αλλοδαποί σε βάρος των οποίων εκδόθηκε δικαστική ή διοικητική απόφαση απέλασης από τη χώρα ή απόφαση επιστροφής, εφόσον δεν έχουν συμμορφωθεί με την υποχρέωση επιστροφής.
β. Αλλοδαποί, η παρουσία των οποίων στο ελληνικό έδαφος αποτελεί απειλή για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη. Τέτοια απειλή υπάρχει ιδίως όταν σε βάρος του αλλοδαπού υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι τέλεσε σοβαρή αξιόποινη πράξη ή ενδείξεις ότι προέβη σε προπαρασκευαστικές πράξεις για την τέλεση τέτοιας πράξης (άρθρο 96 Σύμβασης για την Εφαρμογή της Συμφωνίας Σένγκεν − Σ.Ε.Σ.Σ).
γ. Αλλοδαποί σε βάρος των οποίων συντρέχουν λόγοι δημόσιας υγείας, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο δ΄ της παρ.1 του άρθρου 76 του ν.3386/2005 (Α΄ 212), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 59 του ν.4075/2012 (Α΄ 89).
2. Οι αλλοδαποί που εγγράφονται στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. εγγράφονται παράλληλα και στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθ. 94 της ΣΕΣΣ…
… Η διάρκεια ισχύος της εγγραφής στον Ε.Κ.ΑΝ.Α., καθορίζεται από το αποφασίζον την εγγραφή όργανο, με κριτήριο τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται και δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη. Η ως άνω διάρκεια εγγραφής στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. είναι δυνατόν να υπερβαίνει την πενταετία σε περίπτωση που ο αλλοδαπός αποτελεί σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη καθώς και σε περίπτωση που επιβληθεί με απόφαση ποινικού δικαστηρίου απέλαση και απαγόρευση επανεισόδου του αλλοδαπού στη Χώρα, για όσο χρόνο ορίζεται σ’ αυτήν (παρ. 3 άρθρου 74 Π.Κ., όπως ισχύει). Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος, κάθε περίπτωση εγγραφής στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. επανεξετάζεται αυτεπαγγέλτως ανά τριετία… 2. Η εγγραφή παύει αυτοδικαίως να ισχύει: α. Με την παρέλευση της χρονικής διάρκειας ισχύος της απόφασης εγγραφής. β. Από την ανάκληση ή την ακύρωση της διοικητικής απόφασης απέλασης ή επιστροφής βάσει της οποίας έγινε η εγγραφή. γ. Από την έκδοση βουλεύματος του αρμόδιου Συμβουλίου Πλημμελειοδικών με το οποίο επιτρέπεται η επιστροφή του αλλοδαπού στη χώρα (παρ. 3 άρθρου 74 Π.Κ., όπως ισχύει) και για το χρονικό διάστημα που ορίζεται στο βούλευμα. δ. Με την κατάργηση της δικαστικής απόφασης που επέβαλε την απέλαση. ε. Από την αναστολή εκτελέσεως της απόφασης απέλασης ή επιστροφής από το αρμόδιο δικαστήριο και για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή αυτή. 3. Διαγραφή από τον Ε.Κ.ΑΝ.Α. επιτρέπεται και πριν τη συμπλήρωση του χρόνου που αναφέρεται στην απόφαση εγγραφής, για λόγους εθνικού ή δημοσίου συμφέροντος ή διεθνών υποχρεώσεων της χώρας ή κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου αλλοδαπού για ανθρωπιστικούς και μόνο λόγους…»
Κατόπιν της αυτούσιας επανάληψης μέρους της ΚΥΑ να προσθέσουμε ότι σύμφωνα μ’ αυτήν η εγγραφή στον ΕΚΑΝΑ και συνακόλουθα στο ΣΠΣ γίνεται με απόφαση των Αστυνομικών Αρχών σύμφωνα και κατά τις διακρίσεις του αρθ. 2 αυτής, ενώ η ευθύνη των ίδιων Αρχών για την ακρίβεια , επικαιρότητα και διαγραφή μετά την πάροδο του προβλεπόμενου χρόνου εγγραφής τονίζεται τόσο στην ίδια την ΣΕΣΣ όσο και στην νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων . Για την διαγράφη πριν τον προβλεπόμενο χρόνο αρμόδιες καθίστανται οι Αστυνομικές Αρχές κατά τις διακρίσεις του αρθ. 3 παρ. 3 της ΚΥΑ.
Περαιτέρω σχετικά με την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της πρέπει να παρατηρήσουμε ότι σε αντίθεση με τη προϊσχύουσα του 2006 η παραπάνω ισχύουσα απόφαση προβλέπει την εγγραφή στον ΕΚΑΝΑ μόνο των αλλοδαπών που δεν συμμορφώθηκαν με την απόφαση επιστροφής ή απέλασης. Κατά συνέπεια δεν είναι πλέον νόμιμη η εγγραφή αλλοδαπού στον ΕΚΑΝΑ και κατ’ ακολουθία στο ΣΠΣ όταν συμμορφώνεται στην απόφαση που του παραδίδεται για αποχώρηση από τη χώρα εντός της χορηγηθείσης προθεσμίας. Η προθεσμία αυτή είναι κατά αρθ. 22 Ν.3907/2011 (βλ. κατωτέρω υπό 4.4) 7 έως 30 ημερών (στη πράξη συνηθέστερα 30 ημερών), μπορεί όμως να παραταθεί για συγκεκριμένους λόγους με αίτηση του ενδιαφερόμενου. Μπορεί να είναι και μικρότερη αν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή η αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή καταχρηστική ή ο υπήκοος τρίτης χώρας αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια και τάξη ή την εθνική ασφάλεια. Στις τρείς τελευταίες περιπτώσεις μάλιστα η Διοίκηση μπορεί να μην χορηγήσει προθεσμία και να αποφασίσει την κράτηση του αλλοδαπού μέχρι να εκτελέσει την απέλαση- απομακρύνει τον αλλοδαπό, κράτηση που μπορεί επεκταθεί μέχρι τους 18 μήνες (αρθ. 30 Ν.3907/2011, αρθ. 76 Ν.3386/2005 ως ισχύει).
Ο σχολιασμός της κράτησης αυτής δεν αφορά το παρόν άρθρο, πρέπει όμως να επισημανθεί ότι εισάγει διάκριση τουλάχιστον μεταξύ των αλλοδαπών που κρίνονται ύποπτοι φυγής( π.χ. μια συνήθη διοικητική αιτιολογία είναι ότι στερούνται μόνιμου καταλύματος, βλ. όμως πλέον αρθ. 18 Ν.3907/2011 έχων ως ισχύει από τη θέσπιση του και άρα στο site της ΕτΚ, ΦΕΚ 7/2011, τευχ. Α το οποίο θέτει συγκεκριμένα κριτήρια πχ προηγούμενες καταδίκες για να θεωρηθεί ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αλλοδαπού) και όσων έλαβαν προθεσμία προς οικειοθελή συμμόρφωση αφού οι πρώτοι άνευ αποχρώντος λόγου (που θα μπορούσε να είναι η επικινδυνότητα για τη δημόσια ασφάλεια)στερούνται την δυνατότητα μη εγγραφής στον ΕΚΑΝΑ και ΣΠΣ. Κατά συνέπεια πρέπει να απαλείφονται τέτοιες εγγραφές ως αντικείμενες στην συνταγματική αρχή της ισότητας.
Η απόφαση ορθά απαιτεί παρούσα απειλή (πρβ. παραπάνω υπό 4.1),όμως κάνει χρήση της κακής μετάφρασης της ΣΕΣΣ και απαιτεί απλά αποχρώσες, ούτε καν σοβαρές ενδείξεις. Εξάλλου η όλη διατύπωση δίνει απεριόριστη δυνατότητα στην διοίκηση να κρίνει και να εγγράφει στον ΕΚΑΝΑ, ακόμη και χωρίς καταδίκη ποινικού δικαστηρίου, όπως και πράγματι κάνει ακόμη και μια απλή μήνυση ιδιώτη. Την δυνατότητα αυτή δεν αναιρεί ούτε η αναφορά (εντός παρενθέσεως) του αρθ. 96 ΣΕΣΣ στη σχολιαζόμενη απόφαση αφού ο Έλληνας νομοθέτης είχε υπόψη του την ελληνική μετάφραση του αρθ. και σ’ αυτήν είναι λογικό να αναφέρεται. (βλ παραπάνω υπό 4.1). Αφού λοιπόν αρκείται σε αποχρώσες δηλαδή επαρκείς ενδείξεις και μια απλή μήνυση ιδιώτη με βάση την πρακτική στην εφαρμογή του ποινικού δικονομικού μας δικαίου πληροί αυτή την προϋπόθεση.
Παρ’ αυτά στο σημείο αυτό θυμίζουμε τις παραπάνω αποφάσεις του ΣτΕ (υπό 3.3.4) για την επαρκή αιτιολογία. Και φρονούμε ότι έγινε αντιληπτό το γιατί σε ένα σύστημα δικαίου που αφήνει ανέλεγκτη την ουσιαστική κρίση της Διοίκησης περί επικινδυνότητας ενός ανθρώπου- έστω αλλοδαπού αν αυτό κάτι του στερεί από την ίση αξία του – αποκτά τεράστια σημασία για τον έλεγχό της η αρχή της επαρκούς αιτιολογίας όπως παραπάνω προσδιορίστηκε.
Πέρα από τον τυπικό νόμο, την ύπαρξη αιτιολογίας για την εγγραφή και διατήρηση της σε ΕΚΑΝΑ και ΣΠΣ επισημαίνουν και εσωτερικές οδηγίες-εγκύκλιοι των Υπουργείων προς τις υφιστάμενες Αρχές. Στην μ’ αριθ.πρωτ.58037/8-4-2015 του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης μάλιστα, σελ.13 επ., όπου δίνονται οδηγίες για τη χορήγηση άδειας διαμονής σε αλλοδαπό που είναι εγγεγραμμένος από τις Αστ. Αρχές στον ΕΚΑΝΑ, φαίνεται η ύπαρξη καταδικαστικής απόφασης τουλάχιστον ενός έτους να είναι απαραίτητη ενώ « …ιδιαίτερα ζητήματα, εσωτερικής ασφάλειας θα πρέπει να δικαιολογούνται με εμπιστευτικότητα και σαφήνεια. Γενικές παραδοχές, μη επαρκώς αιτιολογημένες δεν στοιχειοθετούν λόγo…» απόρριψης η ανάκλησης άδειας παραμονής. Με την εγκύκλιο αυτή (σημειωτέον οι εγκύκλιοι δεν αποτελούν νόμο ,ούτε ουσιαστικό, ούτε τυπικό αλλά στη πράξη δεσμεύουν την υφιστάμενη διοίκηση προς την οποία απευθύνονται, να σημειωθεί ότι ανάλογη ρύθμιση περιείχε και η εγκ.38/2005 του ίδιου Υπ. για την εφαρμογή του προϊσχύοντος για τους αλλοδαπούς ν. 3386/05) φαίνεται επίσης ότι η χορήγηση οριστικής άδειας παραμονής είναι δυνατή από τα αρμόδια όργανα του Υπ. Εσωτερικών ακόμη κι αν ένας αλλοδαπός είναι εγγεγραμμένος στον ΕΚΑΝΑ . Σχετικά να λεχθούν τα εξής:
Πράγματι δεν είναι καταρχήν λογικά δυνατό σε ένα ευνομούμενο κράτος ενώ το Α υπουργείο χορηγεί άδεια διαμονής το Β να απαγορεύει την είσοδο του στη χώρα του κατόχου της. Δεν είναι και νομικά δυνατό ως ευθέως αντίθετο στην αρχή της νομιμότητας(αρθ. 26 παρ. 2, 43, 50, 82, 83 Σ, Βλ. αντί πολλών Εγχ. Διοικ. Δικαίου Σπηλιωτόπουλου Επ. εκδ. 1988 σελ. 81 επ.) διέπουσα, ως διασφαλίζουσα την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας , καθ’ ολοκληρία τη δράση της δημόσιας διοίκησης, αφού τη νομιμότητα της πράξης του Α υπουργείου θα αποκλείει αυτή του Β και αντίστροφα. Άρα η χορήγηση οριστικού τίτλου διαμονής από το Υπουργείο Εσωτερικών ή τις Περιφέρειες-Αποκεντρωμένη Διοίκηση κατόπιν του παραπάνω εσωτερικού ελέγχου από αυτές του λόγου και αιτιολογίας της εγγραφής που διενεργήθηκε από τις Αστυνομικές Αρχές σημαίνει την αυτόματη διαγραφή του αλλοδαπού από τον ΕΚΑΝΑ ,ακόμη και αν είναι εγγεγραμμένος για άλλους λόγους πλην προγενέστερης παράνομης διαμονής π.χ. για την τελεσίδικη καταδίκη του κακούργημα, την οποία διαγραφή οφείλουν να ενεργούν αυτεπαγγέλτως οι τελευταίες.
Ομοίως, όχι μόνο εκ της σχετικής ρητής προβλέψεως της εγκυκλίου αυτής και της παραπάνω διάρθρωσης στην ίδια την ΣΕΣΣ αλλά πρωτίστως από την αρχή της νομιμότητας, όταν από τους νόμους περί αλλοδαπών παρέχεται η δυνατότητα νομιμοποίησης του παράνομα στη χώρα διαμένοντος αλλοδαπού ,δεν μπορεί να αποτελεί λόγο μη χορήγησης της άδειας παραμονής η προγενέστερη εγγραφή του στον ΕΚΑΝΑ αποκλειστικά εξαιτίας παράνομης εισόδου, εξόδου, εργασίας και διαμονής του στη χώρα (πρβ. και την ρητή πρόβλεψη της μεταβατικής ρύθμισης του αρθ. 91 παρ. 11 περ. στ του προγενέστερου για τους αλλοδαπούς νόμου 3386/2005, φεκ Α 212/2005 που αποτέλεσε τη βάση κωδικοποίησης για τον ισχύον ν.4251/2014, όπως δηλώνεται στην αιτιολογική του έκθεση, πλην όμως κάκιστα η σχετική διάταξη δεν ενσωματώθηκε στο τελευταίο )ακόμη και αν αυτά είναι επαναλαμβανόμενα ή και αν στηρίζονται σε καταδίκη ποινικού Δικαστηρίου για τα σχετικά αδικήματα ή επικύρωση από διοικητικό Δικαστήριο της απέλασης ή επιστροφής . Ειδικότερα μάλιστα η πρόσφατη δυνατότητα, σε πάγια βάση κάθε αλλοδαπού, εξαιτίας της πολυετούς παραμονής στη χώρα, να νομιμοποιηθεί (θεσμοθετημένη με τον ισχύοντα ¨Κώδικα Μετανάστευσης¨ ν.4251/2014 ) δεν είναι δυνατόν να αναιρείται εξαιτίας των σχολιαζόμενων εγγραφών του στον ΕΚΑΝΑ για παράνομη είσοδο κ.τ.λ. αφού η παράνομη παραμονή αποτελεί ακριβώς μία από τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για τη λήψη της άδειας διαμονής. Ορθά λοιπόν με τον νόμο 4540/2018 έστω εν μέρει το θέμα αντιμετωπίσθηκε και τροποποιήθηκε το αρθ.19 του 4251/14 ώστε ρητά να εξαιρεί έστω κάποιες από τις παραπάνω εγγραφές από τους λόγους μη χορήγησης της άδειας παραμονής , το ίδιο όμως πρέπει να γίνεται για κάθε παρόμοια εγγραφή. Σε άλλη εκδοχή η αρχή της νομιμότητας αυτοαναιρείται και η επιλογή που έκανε ο νομοθέτης μεταξύ προστασίας της δημόσιας τάξης και προστασίας των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων φαλκιδεύεται. Τη μη λήψη υπόψη της προηγούμενης παράνομης παραμονής και της εξαιτίας αυτής έκδοσης ποινικών ή διοικητικών αποφάσεων ρητά προβλέπει πλέον η 13/ 28-03-2017 εγκύκλιος του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής σελ. 11.
Ως προς τούτο θεωρεί ο γράφων θα πρέπει να συμπληρωθεί νομοτεχνικά η σχολιαζόμενη απόφαση ώστε ρητά στο σώμα της να αποτελούν λόγο διαγραφής οι παραπάνω περιπτώσεις. . Γενικότερα αναφορικά με τη διαγραφή των δεδομένων η απόφαση χρειάζεται νομοτεχνικά συμπλήρωση αφού σ ‘ αυτήν κυρίως προσβλέπει το τηρούν το αρχείο- ΕΚΑΝΑ όργανο με αποτέλεσμα, παρά τη ρητή αναφορά στο σώμα της για την εφαρμογή της νομοθεσίας προστασίας προσωπικών δεδομένων ( ν.2472/1997 και ήδη 4624/19), να έχουμε έκδοση ανεπιεικών και πολλές φορές και παρανόμων διοικητικών πράξεων από τις Αστυνομικές Αρχές, που είναι υπεύθυνες για την τήρηση του. Ο πρόσφατος 4540/18 προσπάθησε να διευκρινίσει περαιτέρω την αυτοδίκαιη δυνατότητα των Αστυνομίκων Αρχών να διαγράφουν τα δεδομένα από τον ΕΚΑΝΑ κατά τον τριετή υποχρεωτικό έλεγχο που κάνουν και όρισε ότι εφόσον δεν εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι εγγραφής, δημόσιας τάξης κτλ, όπως αναφέρονται λίγο παραπάνω στο αυτολεξεί παρατιθέμενο χωρίο της απόφασης, τότε η εγγραφή διαγράφεται, και μόνο όταν υφίσταται αντίθετη δικαστική απόφαση οι Αστυνομικές Αρχές δεν μπορούν την διαγράψουν. Ωστόσο καθώς δεν αναμορφώθηκε άλλο σημείο της απόφασης που αναφέρει ότι διαγραφή κατόπιν αιτήσεως του αλλοδαπού γίνεται μόνο για ανθρωπιστικούς λόγους, η διοίκηση θα εξακολουθεί να εκδίδει ανεπιεικείς αποφάσεις. Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος ανά τριετία χωρίς επέμβαση του ενδιαφερόμενου αλλοδαπού είναι δύσκολο έως αδύνατο να επιφέρει νέα στοιχεία εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, όπως αθώωση ενός υπόδικου. Από την άλλη τυχόν απόπειρα του αλλοδαπού να εισφέρει νέα στοιχεία, πχ μία ευμενή εξέλιξη στη ζωή του, πιθανόν να απορριφθεί με την αιτιολογία ότι δεν πρόκειται για ανθρωπιστικούς λόγους ( τέτοιοι θεωρούνται από τη Διοίκηση, πρωτίστως αν όχι αποκλειστικά, σοβαροί λόγοι υγείας). Δύσκολα όμως μια τέτοια διοικητική διαδικασία συμβαδίζει με τα όσα αμέσως παρακάτω εκτίθενται σχετικά με την εξατομικευμένη έρευνα κάθε περίπτωσης επιστροφής και απαγόρευσης εισόδου.
4.3. Κατόπιν της ΣΕΣΣ και της ΚΥΑ, κανόνες που ειδικότερα αφορούν τις συγκεκριμένες πράξεις εγγραφής, διαγραφής κ.τ.λ. στον ΕΚΑΝΑ και ΣΠΣ πηγάζουν από τον Ν.3907/11(βλ. ΦΕΚ 7/2011, τευχ.Α). Ο νόμος αυτός κατά το ήμισυ περίπου, μέχρι το 15ο άρθρο του, που αφορούσε τους πρόσφυγες και την οργάνωση των υπηρεσιών ασύλου καταργήθηκε με τον νεότερο σχετικό Ν. 4375/16 και ήδη Ν. 4636/19 ενώ παρέμειναν σε ισχύ οι λοιπές διατάξεις του που ενσωματώνουν στο ελληνικό δίκαιο την Οδηγία 2008/115/ΕΚ «σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη – μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών”. Και αυτές όμως έχουν τροποποιηθεί σε κάποια σημεία με αποτέλεσμα το κείμενο που θα βρείτε στο site της ΕτΚ να μην είναι ακριβώς το ισχύον. Ωστόσο αρκετά από τα σημεία του 3907/11 που αφορούν το θέμα μας έχουν ήδη σχολιασθεί και εκτεθεί ανωτέρω.
Εδώ να αναφερθεί ότι η παραπάνω οδηγία της ΕΕ εκδόθηκε με σκοπό μια σχετικά ενιαία, αλλά σε κάθε περίπτωση διαφανή και δίκαια , μη απαρνούμενη υπό την πίεση των μεταναστευτικών ροών αλλά εφαρμόζουσα τα θεμελιώδη δικαιώματα αλλά και αυτά της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δικαιωμάτων του ανθρώπου, σεβόμενη σε κάθε περίπτωση την ιδιότητα του «πρόσφυγα», διαδικασία επιστροφής- επαναπατρισμού και άσκησης σχετικής πολιτικής για όλους τους παράνομους μετανάστες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πέρα από τον λεξιλογικό εξευμενισμό τόσο στο αγγλικό όσο και στο ελληνικό κείμενο (από «deportation» και «απέλαση» σε «return» και « επιστροφή»), η οδηγία και η ενσωμάτωση της όχι μόνο τόνισε τις ήδη υπάρχουσες στο ελληνικό δίκαιο εγγυήσεις για την τήρηση των ανωτέρω αλλά κυρίως τις οργάνωσε και συγκεκριμενοποίησε περαιτέρω.
Αναφορικά με το θέμα μας γίνεται σαφές ότι η απαγόρευση εσόδου είναι μέτρο στα πλαίσια άσκησης ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής (όπως και η απόφαση επιστροφής) μέσω του συστήματος πληροφοριών Σέγκεν (ΣΠΣ) και ως τέτοιο «θα πρέπει να υπόκειται ρητά στις αρχές της αναλογικότητας και της αποτελεσματικότητας όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα μέσα και τους επιδιωκόμενους στόχους» . Άρα « η διάρκεια της απαγόρευσης εισόδου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβανομένων δεόντως υπόψη όλων των σχετικών περιστάσεων κάθε μεμονωμένης περίπτωσης και κανονικά δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα πέντε χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη το γεγονός ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει ήδη καταστεί αντικείμενο περισσοτέρων της μιας αποφάσεων επιστροφής ή απομάκρυνσης ή έχει εισέλθει στο έδαφος ενός κράτους μέλους κατά τη διάρκεια απαγόρευσης εισόδου»(προοίμιο της οδηγίας).
Και ναι μεν η συντελούμενη υποχρεωτικά (αρθ.38 Ν. 3907/2011) με εγγραφή στον ΕΚΑΝΑ( ως το αντίστοιχο εθνικό μητρώο) και εφόσον συντρέχουν οι υπό 4.1. προϋποθέσεις της ΣΕΣΣ στο ΣΠΣ απαγόρευση εισόδου αποτελεί δέσμια αρμοδιότητα των Αστυνομικών Αρχών όταν προηγουμένως έχει εκδοθεί απόφαση επιστροφής χωρίς προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης ή η τελευταία δεν τηρήθηκε (βλ. και παραπάνω υπό 3), κατόπιν όμως του σχολιαζόμενου νόμου κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι στην περίπτωση του παράνομου ή του μη κατόπιν αιτήσεως του οριστικά νομιμοποιηθέντος αλλοδαπού η αρμοδιότητα της Διοίκησης να εκδώσει αυτήν την προγενέστερη συναφή απόφαση επιστροφής δεν είναι δέσμια αλλά διακριτική. Πράγματι στα πλαίσια του παραπάνω σκοπού της η οδηγία θέλει να εξασφαλίσει ότι για κάθε μία περίπτωση παράνομου αλλοδαπού «η εκτίμηση θα πρέπει να υπερβαίνει το απλό γεγονός της παράνομης διαμονής» (προοίμιο οδηγίας).
Έτσι με την υποχρεωτικά σεβόμενη τον επιδιωκόμενο σκοπό (αρθ. 249 παρ. 3 Συνθ. ΕΕ) ενσωμάτωση της οδηγίας στο δίκαιο μας σε κάθε μία περίπτωση επιστροφής οι αρμόδιες αρχές « λαμβάνουν δεόντως υπόψη: α) το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, β) την οικογενειακή ζωή, γ) την κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας και τηρούν την αρχή της μη επαναπροώθησης» (αρθ. 20 Ν.3907/2011). Όμοια : «Οι αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές μπορούν ανά πάσα στιγμή να χορηγούν αυτοτελή άδεια πολίτη τρίτης χώρας, για λόγους φιλευσπλαχνίας, ανθρωπιστικούς ή άλλους λόγους, ο οποίος διαμένει παράνομα στην Ελληνική Επικράτεια, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 19 και 19Α του Ν. 4251/2014, όπως κάθε φορά ισχύουν» (αρθ. 21 παρ. 4 Ν. 3907/2011). Τέλος: « 1. Απαγορεύεται η επιστροφή αλλοδαπού εφόσον: α. Είναι ανήλικος που παρακολουθεί Ελληνικό σχολείο οποιασδήποτε βαθμίδας της εκπαίδευσης ή οι γονείς ή τα πρόσωπα που έχουν την επιμέλειά του διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα. β. Είναι γονέας ημεδαπού ανηλίκου και έχει την επιμέλεια ή έχει υποχρέωση διατροφής, την οποία εκπληρώνει. γ. Εχει υπερβεί το 80ό έτος της ηλικίας του. δ. Του έχει χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας ή έχει ζητήσει την παροχή τέτοιου καθεστώτος και το αίτημα του δεν έχει κριθεί οριστικά, υπό την επιφύλαξη των άρθρων 32 και 33 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. ε. Είναι ανήλικος στον οποίο έχουν επιβληθεί αναμορφωτικά μέτρα με απόφαση του Δικαστηρίου Ανηλίκων. στ. Διαπιστώνεται η ομογενειακή του ιδιότητα. ζ. Είναι θύμα ή ουσιώδης μάρτυρας εγκληματικών πράξεων, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 10 του Ν. 4285/2014 και στα άρθρα 1 και 2 του Ν. 927/1979 (Α` 139) και προσέρχεται προς υποβολή καταγγελίας ή αναφορά του περιστατικού στις αρμόδιες αστυνομικές αρχές, μέχρι την έκδοση της προβλεπόμενης από την περίπτωση β` της παρ. 1 του άρθρου 19Α του Ν.4251/2014, πράξης του αρμόδιου εισαγγελέα. Στην απαγόρευση της επιστροφής περιλαμβάνονται και οι έγκυες γυναίκες κατά τη διάρκεια της κύησης και για έξι μήνες μετά τον τοκετό. 2 Δεν απαγορεύεται η επιστροφή στις περιπτώσεις β`, γ`, στ` και ζ` της προηγούμενης παραγράφου, όταν ο αλλοδαπός είναι επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία » (αρθ. 41 Ν.3907/11).
Πέρα, λοιπόν από το γεγονός της μετάθεσης της εκτεταμένης αιτιολόγησης στη προγενέστερη απόφαση επιστροφής που σχολιάσθηκε ανωτέρω υπό 3.3 , εδώ να παρατηρηθεί ότι στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου όπως σαφώς προκύπτει από το συνολικό κείμενο του νόμου δεν μπορεί ομοίως να διαταχθεί ούτε εγγραφή στον ΕΚΑΝΑ και ΣΠΣ.
Αφού έχουμε εκθέσει ανωτέρω υπό 3.5 αυτούσιο το αρθ. 27 του σχολιαζόμενου νόμου σχετικά με τον τύπο και την αιτιολογία θα τελειώσουμε την παρουσίαση του εκθέτοντας αυτολεξεί το αρθ . του 26 :