Στις δύο τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα μέχρι και σήμερα,
(α)για λόγους αξιοπρεπούς επιβίωσης μετά την κατάρρευση του ανατολικού «μπλοκ»,
(β) για ήδη προγενέστερα υπάρχοντες λόγους αφορώντες την παγκόσμια κατανομή πλούτου και τον υποσιτισμό κυρίως των υποσαχάριων περιοχών του Αφρικής,
(γ) για πλέον πρόσφατους λόγους αφορώντες αδιάκοπες πολεμικές αναταράξεις στον ευρύτερο και σχετικά γειτνιάζοντα χώρο της Μέσης Ανατολής,
(δ) εξαιτίας της από συστάσεως του Έθνους μας και των ιστορικών καταβολών αυτού διασποράς των Ελλήνων απωλεσάντων την ιθαγένεια,
η Ελλάδα δέχθηκε το μεγαλύτερο αριθμό, μη εχόντων την Ευρωπαϊκή ιθαγένεια (βλ. παρ. υπό 1), μεταναστών από την Μικρασιατική Καταστροφή, δυσανάλογα μάλιστα μεγάλο με κριτήριο τον πληθυσμό της σε σχέση μ΄ αυτόν των λοιπών κοινοτικών χωρών.
Ο Έλληνας νομοθέτης- και οι κυβερνήσεις του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος που σχεδίασαν την βούληση του- στάθηκε, σχετικά με νομοθέτες και κυβερνήσεις άλλων κοινοτικών χωρών, αρκετά αξιοπρεπής απέναντι στις αξίες του παγκόσμιου ανθρώπινου πολιτισμού, ως όφειλε εξάλλου εξαιτίας της ιστορικής προσφοράς του Ένθους μας στα θεμέλια αυτού του πολιτισμού.
Πράγματι, η απέλαση ή – κατά τον πλέον πρόσφατο νομοθετικό όρο που ήρθε να την εξευμενίσει λεξιλογικά – επιστροφή του αλλοδαπού δεν πρέπει να θίγει αξίες του ανθρώπινου πολιτισμού όπως αυτές διατυπώθηκαν στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα( κυρωθέν με Ν.2462/1997, τευχ. Α), στην Σύμβαση της Γενεύης για το καθεστώς των Προσφύγων 1951( κυρ. με ΝΔ 3989/1959, ΦΕΚ 201/1959, τευχ. Α), στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα δικαιώματα του Ανθρώπου(κυρ. με Ν.Δ.53/1974 ΦΕΚ 256/74, τευχ. Α). Στα πλαίσια αυτά λοιπόν η παραμονή ενός ανθρώπου σε μία χώρα, άσχετα με τη νομιμότητα της, συνεπάγεται ανάπτυξη σχέσεων η καταστροφή των οποίων από τη δημόσια εξουσία ή από όποια εξουσία θίγει τον πυρήνα υπερνομοθετικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του ( που συνδέονται με την αξία του ως ανθρώπου) στο Ελληνικό Σύνταγμα αλλά και σε διεθνείς συμβάσεις όπως οι κυριότερα σχετικές με το θέμα μας αναφέρθηκαν αμέσως παραπάνω. Το αυτό μπορεί να συμβαίνει ακόμη και ανεξάρτητα από την ανάπτυξη τέτοιων σχέσεων. Η παραπάνω αλλαγή του όρου με τον 3907/2011 (δείτε γι’ αυτόν παρακάτω υπό 3) μάλιστα συνοδεύτηκε με σειρά εγγυήσεων προς την κατεύθυνση τήρησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως είναι η αρχή της μη επαναπροώθησης.
Ανά διαστήματα λοιπόν κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, ιδίως από το 2000 έως σήμερα και κατά την εισαγωγή νέων καθολικών νομοθετημάτων για το θέμα της μετανάστευσης ο Έλληνας νομοθέτης έδινε το δικαίωμα νομιμοποίησης συλλήβδην σ όλους τους παράνομα διαμένοντες αλλοδαπούς στη χώρα με ουσιαστική προϋπόθεση συνήθως την αδιαφόρως νομιμότητας διαμονή τους στην Ελλάδα επί ορισμένου χρονικού διαστήματος πριν την δημοσίευση του νόμου. Ωστόσο το δικαίωμα νομιμοποίησης ετίθετο υπό ορισμένη προθεσμία άρχουσα από τη δημοσίευση του νόμου και λήγουσα σε σχετικά σύντομο διάστημα.
2.2.Ήδη με το Ν.4251/2014(ΦΕΚ 80/2014, τευχ. Α, Κώδικας μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης και λοιπές διατάξεις) προβλέφθηκε για πρώτη φορά και για όλους τους παράνομα διαμένοντες αλλοδαπούς στη χώρα ως γενικός λόγος χωρίς προθεσμία (βλ. και αιτιολ. Έκθεση του νόμου) η χορήγηση άδειας διανομής για εξαιρετικούς λόγους, ήτοι για λόγους που ανάγονται στην ανάπτυξη ισχυρών δεσμών με τη χώρα. Μέχρι τότε μόνο η συνδρομή ειδικών λόγων όπως υγείας μπορούσαν να θεμελιώσουν τέτοιο δικαίωμα για τον παράνομο αλλοδαπό. Τελικώς επειδή η διαπίστωση ενός τέτοιου κριτηρίου από τη διοίκηση είναι αντικειμενικά δυσχερής, όπως και η απόδειξη του από τον αλλοδαπό με την τελευταία τροποποίηση του αρθ.19 του Κώδικα Μετανάστευσης η οποία θα ισχύσει από 23/8/2018, το κριτήριο των ισχυρών δεσμών με τη χώρα απαλείφεται. Πράγματι το κριτήριο της ανάπτυξης ισχυρών δεσμών μπορεί λογικά να συνδέεται με τη μη παραβίαση θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων του παράνομα διαμένοντος, το ίδιο όμως συμβαίνει και με το κριτήριο μιας μακροχρόνιας παράνομης παραμονής. Όπως ήδη παρατηρήθηκε παραβίαση τέτοιων δικαιωμάτων μπορεί να έχουμε ακόμα και αν δεν υπάρχουν ισχυροί δεσμοί με τη χώρα.
Ο νομοθέτης με την τελευταία αυτή τροποποίηση θέλησε σαφώς να διευκολύνει την εντέλει χορήγηση άδειας παραμονής, αφού από τη εφαρμογή του Κώδικα Μετανάστευσης παρατηρήθηκε η δυσκολία τεκμηρίωσης τέτοιων ισχυρών δεσμών και η διαφορετική αντιμετώπιση από τις ανά τη χώρα Αποκεντρωμένες Διοικήσεις του ζητήματος της ύπαρξης τους, στις οποίες εν μέρει αρχικά και εν όλω τελικά λόγω της πληθώρας των μη νόμιμα διαμένοντων ( όχι μη καταγεγραμμένων διότι η μεγάλη πλειοψηφία αυτών είναι αλλοδαποί που έχασαν την νομιμότητα της παραμονής τους λόγω της οικονομικής κρίσης) μεταβιβάσθηκε η αρμοδιότητα χορήγησης άδειας παραμονής για εξαιρετικούς λόγους από τον Υπουργό Εσωτερικών.
Πλέον ο νόμος κατόπιν της τροποποίησης του αρθ.19 από το νόμο 4540/2018(ΦΕΚ Α 91/22.5.2018) δεν μιλά για εξαιρετικούς λόγους αλλά για κατ’ εξαίρεση χορήγηση της άδειας παραμονής σε παράνομα διαμένοντες αλλοδαπούς στη χώρα τουλάχιστον την τελευταία επταετία αλλά και σε γονείς ανήλικων ημεδαπών. Η τελευταία περίπτωση αντιμετωπιζόταν και αυτοτελώς στο προϊσχύον καθεστώς. Μέχρι την 23/8/2018 οι αιτήσεις των αλλοδαπών θα κρίνονται με τις ήδη ισχύουσες διατάξεις, δηλ. θα απαιτείται τόσο πριν την υποβολή της αίτησης παράνομη επταετή παραμονή ή ληγμένο κατά την τελευταία δεκαετία οριστικό τίτλο διαμονής ή ελληνική θεώρηση εισόδου χορηγηθείσα τουλάχιστον τρία έτη πριν όσο και ισχυροί δεσμοί με τη χώρα. Να τονίσουμε ότι οι αλλοδαποί των οποίων οι αιτήσεις έχουν απορριφθεί μπορούν να υποβάλουν εκ νέου αίτημα με τις νέες διατάξεις, όπως και μπορούν να παραιτηθούν από το ήδη υποβληθέν αίτημα τους και να υποβάλουν νέο μετά την 23/8/2018 ώστε να κριθεί με τις νέες διατάξεις.
Να σημειωθεί ότι τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την κατάθεση της αιτήσεως του αλλοδαπού θα προσδιορισθούν εκ νέου, όπως προβλέπεται από την β΄ παράγραφο του νέου αρθ. 19, με απόφαση του Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής. Έως την 23/8/18 εξακολουθούν να ισχύουν σχετικά τα όσα προβλέπονται στις με αρ. οικ. 30825/2014 και 68019/2015 κοινές Υπουργικές αποφάσεις (ΦΕΚ 1528/2014 τευχ. Β και ΦΕΚ 2272/2015, τευχ. Β αντίστοιχα). Και πριν όμως την έκδοση της παραπάνω υπουργ. Απόφασης και ίσως εγκυκλίων με περαιτέρω οδηγίες της Δνσης Μεταναστευτικής Πολιτικής προς τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις της χώρας μπορούμε να κάνουμε τις παρακάτω παρατηρήσεις για την διαδικασία και τους δικαιούχους άδειας παραμονής σύμφωνα με τον ισχύοντα «Κώδικα Μετανάστευσης» μετά την 23/8/2018 αλλά και στην παράθεση του αρθ.19 όπως θα ισχύσει έκτοτε :
Α) Κατά κανόνα στην αρχική χορήγηση ή ανανέωση της άδειας παραμονής αλλοδαπού, όταν ο αλλοδαπός τη ζητά από την αρμόδια υπηρεσία και μέχρι η τελευταία να εξετάσει το αίτημα του(διαδικασία που ανάλογα του όγκου των αιτήσεων μπορεί να διαρκέσει αρκετούς μήνες) και εφόσον προσκομίσει τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα, τότε λαμβάνει ένα έγγραφο το οποίο αποτελεί προσωρινό τίτλο διαμονής (και παρέχει πρόσβαση στην αγορά εργασίας όταν η κατηγορία της αιτούμενης διαμονής είναι η μισθωτή εργασία, βλ. αρθ.8 Ν.4251/2014). Το ίδιο δεν συμβαίνει και στην εδώ εξεταζόμενη περίπτωση της κατ’ εξαίρεση άδειας παραμονής, σε αντίθεση με το προϊσχύον καθεστώς όπου προσωρινό τίτλο διαμονής με πρόσβαση σε αγορά εργασίας κατά την κατάθεση της αιτήσεως χορηγείτο μόνον όταν ο αιτών είχε οριστικό τίτλο διαμονής τον οποίο εννοείται δεν ανανέωσε κατά την τελευταία πενταετία (αρθ. 19 παρ.2 Ν.4251/2014 ως ισχύει έως την 23/8/2018).Πλέον, η κατάθεση αιτήματος κατ’ εξαίρεση άδεια παραμονής συνοδευόμενη από τα απαραίτητα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την επταετή προηγούμενη παραμονή δεν παρέχει στον αλλοδαπό τον ως άνω προσωρινό τίτλο διαμονής ( που συχνά αποκαλείται «μπλε βεβαίωση») αλλά βεβαίωση που κωλύει την απέλαση ή (με τον πλέον πρόσφατο όρο στο νόμο ) την επιστροφή του μέχρι την κρίση του αιτήματος του. Τα προβλήματα που ανέκυψαν με τις τελευταίες βεβαιώσεις μη επιστροφής που χορηγούνται και με την προ της 23/8/2018 διατάξεις αλλά και μη δυνατότητας νομίμου συμμετοχής στην αγορά εργασίας με δεδομένο τον πλέον του έτους χρόνου αναμονής είναι αντιληπτά. Κακώς ο νομοθετής εξακολουθεί την ρύθμιση και μετά την 23/8/18, αφού καθώς δεν υπάρχει το κριτήριο των ισχυρών δεσμών, η διαδικασία εκτός από πιο σύντομη θα είναι και πιο απλή κατά την κατάθεση και θα οδηγεί ή όχι με βεβαιότητα σε τίτλο παραμονής. Να αναφέρουμε τέλος ότι μέχρι τώρα οριστικός τίτλος διαμονής ήταν κυρίως μία επικόλληση στο διαβατήριο του αλλοδαπού (βινιέτα) που παρέχεται από τις αρμόδιες Ελληνικές Αρχές ενώ πλέον σε εφαρμογή του Κανονισμού ΕΚ 1030/2002 όπως τροποποιήθηκε με τον ΕΚ 380/2008 θα έχει μορφή ηλεκτρονικής κάρτας που θα επιτρέπει την ταυτοποίηση του κατόχου και μέσω βιομετρικών δεδομένων. Κατά συνέπεια πλέον η κατάθεση αιτήσεως για κάθε κατηγορία άδειας παραμονής και αυτής της κατ’ εξαίρεση θα συνοδεύεται με λήψη βιομετρικών δεδομένων (δακτυλικά αποτυπώματα, φωτογραφία προσώπου, δείγμα υπογραφής) του αλλοδαπού που είτε θα γίνεται κατά το χρόνο της κατάθεσης της αιτήσεως με τα συνοδευτικά δικαιολογητικά είτε μεταγενέστερα με έγγραφη ειδοποίηση προς τον αλλοδαπό (βλ. και εγκ. 7/2017 Υπ. Μεταν. Πολιτικής).
Β) Κριτήριο για τη χορήγηση της άδειας παραμονής αποτελεί πλέον το γεγονός της διαμονής του αλλοδαπού στην Ελλάδα για τα προηγούμενα της κατάθεσης της αίτησης του επτά συνεχόμενα(συναπτά) έτη ή ύπαρξη α΄ βαθμού συγγένειας με ανήλικο αλλοδαπό (γονέας). Η ένταξη του θεσμού στο γενικότερο πλαίσιο προστασίας ανθρώπινων δικαιωμάτων ως σκοπός του νομοθέτη αλλά και στο ισχύον Κώδικα Μεταναστευτικής Πολιτικής, όπως και οδηγίες της Διοίκησης σχετικά βέβαια με το προϊσχύον (ή ισχύον έως την 23/8/18) και γενικότερα εφαρμογής της μεταναστευτικής πολιτικής μας επιτρέπουν σχετικά να συνάγουμε τα κάτωθι :
Δεν είναι δυνατόν να απαιτείται η κατ’ έτος κατοχή εγγράφων. Πράγματι το να ζητάμε από ένα παράνομα διαμένοντα σωρεία εγγράφων δημοσίων Αρχών ή βέβαιης χρονολογίας αντιτίθεται στην κοινή λογική και πείρα αφού το γεγονός της παρανομίας του είναι κατά κανόνα αποτρεπτικό αν όχι απαγορευτικό για την απόκτηση τέτοιων εγγράφων. Με τον τρόπο αυτό αναιρούμε τον σκοπό της διάταξης που είναι η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των παράνομων αλλοδαπών. Κατά συνέπεια ανάλογη πρέπει να είναι η ερμηνεία που θα δώσουν οι αρμόδιες Αρχές. Σχετικές είναι οι για προϊσχύουσες διατάξεις εκδοθείσες με αρ. 42/2015 εγκύκλιος του ΥΠΕΣ αλλά και η πλέον πρόσφατη όμοια με αριθμό 13/28-03-2017 του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής κατά την οποία «…Η έννοια, των ισχυρών δεσμών με τη χώρα, δεν κρίνεται σύμφωνα με τα κατ’ έτος έγγραφα αλλά σύμφωνα με τους κανόνες της χρηστής διοίκησης, της λογικής και της κοινής πείρας…». Πάντως τέτοια έγγραφα σαφώς μπορεί να είναι προηγούμενες εγγραφές στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών (ΕΚΑΝΑ που συνεπάγεται εγγραφή και σε SIS, βλ. παρ υπό 3) ή και άλλες αποφάσεις της Διοίκησης ή των Δικαστηρίων εφόσον αφορούν προηγούμενη μη νόμιμη διαμονή ή μη συμμόρφωση σε απόφαση επιστροφής, όπως προκύπτει από την παρ.5 περ γ) του αρθ.19, όπου ρητά διευκρινίζεται ότι εγγραφή στον ΕΚΑΝΑ για τους παραπάνω λόγους μη νόμιμης παραμονής δεν συνιστά παρακωλυτικό λόγο για την έκδοση της άδειας παραμονής.
Γ) Οι αιτήσεις για την κατ’ εξαίρεση άδεια διαμονής κατατίθενται στις Υπηρεσίες μιας Στάσης της Δνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης του τόπου διαμονής αλλοδαπού, δηλ. στα κατά νομό (νυν περιφερειακή ενότητα) καταστήματα της Αποκεντρωμένων Διοικήσεων της χώρας. Αρμόδιος για τη χορήγηση της άδειας είναι ο Συντονιστής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ό οποίος εξάλλου έχει τις αρμοδιότητες του πρώην Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης (αρθ.19 σε συνδ. με αρθ.8 Ν.4251/14 ως ισχύει, αρθ.28 Ν.4325/15). Ο ενδιαφερόμενος δεν λαμβάνει άμεσα προσωρινό τίτλο διαμονής αλλά μπορεί να λάβει απόδειξη παραλαβής αιτήματος όπου αναγράφεται ότι κωλύεται η απέλαση-επιστροφή του ( ο νόμος πλέον ορίζει εφόσον αποδεικνύει την επταετή παραμονή του και με την επιφύλαξη των υπουργικής απόφασης και εγκυκλίου που θα εκδοθούν η απόδειξη αυτή θα πρέπει να γίνεται ανάλογα και με τα έγγραφα που μπορεί να κατέχει ένας παράνομα διαμένων πχ με τον συνδυασμό δύο εγγράφων όπως διαβατήριο με ένδειξη εισόδου και πληρεξουσίου σε Δικηγόρο ).Βέβαια, η χορήγηση της άδειας παραμονής δεν είναι υποχρεωτική για τον Συντονιστή αλλά υπόκειται στην διακριτική του ευχέρεια, ωστόσο ό έλεγχος των ακραίων ορίων καλής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας αυτής γίνεται από τα Δικαστήρια, συγκεκριμένα από το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο του τόπου έκδοσης της απορριπτικής απόφασης.
Επί λέξει το νέο άρθρο 19 του Ν.4251/14 όπως ισχύει από 23/8/18 δυνάμει των αρθ. 31παρ.4 και 40 Ν,4520/2018, ΦΕΚ Α91/2018 έχει ως εξής:«1. Ο Συντονιστής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, μπορεί κατ` εξαίρεση να χορηγεί άδεια διαμονής διάρκειας τριών (3) ετών, σε πολίτες τρίτων χωρών που διαμένουν στην Ελλάδα. Η άδεια διαμονής μπορεί να ανανεώνεται για έναν από τους λοιπούς λόγους του παρόντος Κώδικα. Αίτημα χορήγησης άδειας διαμονής έχει δικαίωμα να καταθέσει ο πολίτης τρίτης χώρας, εφόσον αποδεικνύει με έγγραφα βέβαιης χρονολογίας το πραγματικό γεγονός της διαμονής του στη χώρα για επτά (7) τουλάχιστον συνεχή έτη, πριν την υποβολή αίτησης ή είναι γονέας ανήλικου ημεδαπού και προσκομίζει στοιχεία που τεκμηριώνουν τη γονική σχέση με το/τα τέκνο/α.2. Με απόφαση του Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής, καθορίζονται τα έγγραφα βέβαιης χρονολογίας που αποδεικνύουν την επταετή συνεχή παραμονή του αιτούντος στη χώρα, τα στοιχεία που τεκμηριώνουν τη γονική σχέση, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.3. Σε πολίτες τρίτων χωρών που αποδεικνύουν ότι διαμένουν στη χώρα για επτά (7) τουλάχιστον συναπτά έτη, χορηγείται απόδειξη παραλαβής αιτήματος στην οποία αναγράφεται, ότι κωλύεται η έκδοση απόφασης επιστροφής σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 3907/2011 (Α` 7) για το χρόνο που θα απαιτηθεί μέχρι την εξέταση του αιτήματος.
4. Προϋπόθεση για την υποβολή αιτήσεων του παρόντος άρθρου είναι:
α) Η κατοχή διαβατηρίου, με εξαίρεση τους πολίτες τρίτων χωρών αντικειμενικά στερούμενων διαβατηρίου, οι οποίοι αντί του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου θα υποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση, στην οποία θα αναφέρονται οι ιδιαίτερες συνθήκες ή καταστάσεις για την υφιστάμενη προσωρινή ή μόνιμη αντικειμενική αδυναμία κατοχής του και σχετικά έγγραφα που το αποδεικνύουν. Στην περίπτωση αυτή, άδεια διαμονής χορηγείται και στις περιπτώσεις διαπιστωμένης αντικειμενικής αδυναμίας εφοδιασμού του ενδιαφερόμενου με διαβατήριο, εφόσον αυτό διαπιστώνεται, κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης του ενδιαφερομένου και γνώμης της αρμόδιας Επιτροπής.
β) Η καταβολή παραβόλου ύψους τριακοσίων (300) ευρώ.
γ) Η μη συνδρομή στο πρόσωπο των αιτούντων λόγων που τους καθιστούν επικίνδυνους για την δημόσια τάξη και ασφάλεια. Τυχόν εγγραφή στον ΕΚΑΝΑ και επιβολή μέτρου απαγόρευσης εισόδου, βάσει των διατάξεων του άρθρου 26 του ν. 3907/2011, για λόγους προηγούμενης μη νόμιμης διαμονής ή εξαιτίας μη συμμόρφωσης σε απόφαση επιστροφής που εκδόθηκε για τον ίδιο λόγο, δεν αποτελεί παρακωλυτικό λόγο για την έκδοση της άδειας διαμονής. Με την έκδοση της άδειας διαμονής η εγγραφή παύει αυτοδικαίως να ισχύει.
5. Οι άδειες διαμονής του παρόντος άρθρου παρέχουν στον πολίτη τρίτης χώρας δικαίωμα πρόσβασης στην εξαρτημένη εργασία και στην παροχή υπηρεσιών ή έργου. Δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας παρέχεται μόνο στην περίπτωση που ο κάτοχος της ανωτέρω άδειας διαμονής κατείχε προηγουμένως άδεια διαμονής η οποία του επέτρεπε την άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας και η δραστηριότητα αυτή εξακολουθεί να υφίσταται. Για την ανανέωση των αδειών διαμονής του προηγουμένου εδαφίου θα εξετάζεται η συνδρομή των προϋποθέσεων ανανέωσης αδειών διαμονής για ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 138 παρ. 7 του ν. 4251/2014.
6. Σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να χορηγείται άδεια διαμονής από τον Υπουργό Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης ύστερα από γνώμη της Επιτροπής της παραγράφου 1 του άρθρου 134 του παρόντος, όταν δεν πληρούνται οι οριζόμενες από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου προϋποθέσεις και οι αιτούντες με κίνδυνο της ζωής τους, προέβησαν σε πράξεις κοινωνικής αρετής, προσφοράς και αλληλεγγύης που προάγουν τις αξίες του ανθρωπισμού.
7. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης χορηγείται άδεια διαμονής σε πολίτες τρίτων χωρών, εφόσον αιτιολογημένα συντρέχει δημόσιο συμφέρον, το οποίο δύναται να προκύπτει κατά τεκμήριο από διμερείς συμφωνίες ή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, που αφορούν ιδίως τομείς εξωτερικής πολιτικής, άμυνας, εσωτερικής ασφάλειας, οικονομίας και ανάπτυξης, επενδύσεων, εκπαίδευσης, πολιτισμού κατόπιν εισήγησης του κατά περίπτωση αρμόδιου δημόσιου φορέα. Η ανωτέρω άδεια διαμονής παρέχει στον πολίτη τρίτης χώρας δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας. Η άδεια διαμονής χορηγείται για χρονικό διάστημα έως δύο ετών και μπορεί να ανανεώνεται για ισόχρονο διάστημα. Οι παραπάνω πολίτες τρίτης χώρας μπορούν να συνοδεύονται και από τα μέλη της οικογένειάς τους, στα οποία χορηγείται, ύστερα από αίτησή τους, ατομική άδεια διαμονής που λήγει ταυτόχρονα με την άδεια διαμονής του συντηρούντος.»
*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Κατά την παρ.13 άρθρου 38 Ν4546/2018,ΦΕΚ Α 101/12.6.2018:
«Η αίτηση για τη χορήγηση ή ανανέωση άδειας διαμονής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 15, 16Α, ως στελέχη της επένδυσης, 17, 19 παράγραφος 7, 33, 34, 35, 37, 61, 62, 64, 72, 73, 90, 98, 114 και 122 του ν. 4251/2014 συνοδεύεται από παράβολο ύψους εκατόν πενήντα (150) ευρώ, αν για λόγους αμοιβαιότητας δεν ορίζεται διαφορετικά.»
Ισχύς,σύμφωνα με την παρ.15 του αυτού άρθρου και νόμου, ΑΠΟ 13.9.2018