Α.Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΙ Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ
Α.Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΙ Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ
Η δυνατότητα που έχουν οι Έλληνες στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως έχοντες ,πλέον της ελληνικής ιθαγένειας, και την ευρωπαϊκή (η οποία θεσπίζεται με το αρθ.αρθ.20 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΣΛΕΕ)[i] να εργάζονται είτε ως μισθωτοί είτε ιδρύοντας επιχειρήσεις (αρθ.45 και 49 της ΣΛΕΕ), αλλά και η παγκόσμια οικονομική κρίση που έπληξε σφοδρά τη χώρα μας είναι οι κυριότερές αιτίες της επικαιρότητας αυτού του άρθρου. Πολλοί νέοι Έλληνες και μάλιστα πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, και όχι απόφοιτοι δημοτικού, αγρότες ή απλά ανειδίκευτοι εργάτες όπως συνέβαινε με τη μετανάστευση της δεκαετίας του 60[ii], αποφασίζουν είτε να παραμείνουν στο εξωτερικό μετά τις σπουδές τους εκεί, είτε να μεταβούν εκεί μετά τις σπουδές τους εδώ. Το πρόβλημα σχετικά με την υποχρέωση στράτευσης είναι, λοιπόν, πιο σύνθετο από αυτό που είχε να αντιμετωπίσει ο νομοθέτης του 2005, ,όταν δηλαδή εισήχθη ο ισχύων στρατολογικός μας νόμος 3421/2005.
Κατά το παρελθόν, στο προγενέστερο στρατολογικό νόμο, ως μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού θεωρούνταν οι στρατεύσιμοι «που διαμένουν μόνιμα στο εξωτερικό τουλάχιστον από την 1η Ιανουαρίου του έτους κατά το οποίο άρχισαν να διανύουν το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας τους» (αρθ.2 περ.ζ Ν.1763/88), ενώ το ηλικιακό όριο προσδιορίστηκε μεταγενέστερα στα 11 έτη. Ουσιαστικά αναφέρονταν μόνο στα παιδιά των μεταναστών και όχι στους ίδιους τους μετανάστες, τους οποίους θέλησε να «ευεργετήσει» ο νομοθέτης του ισχύοντος στρατολογικού μας νόμου, εκπληρώνοντας έτσι αιτήματα της ομογένειας (βλ. και αιτιολογική έκθεση του 3421/05).
Ο ισχύων στρατολογικός μας νόμος, πράγματι, θέλησε να βοηθήσει, έστω αναδρομικά τη στιγμή που ψηφίσθηκε, τους μετανάστες του 60, πριν το μεγάλο κύμα επιστημόνων αποδημήσει. Ωστόσο, καθώς η νομοτεχνική προσέγγιση παρέμεινε η ίδια σε αντιστροφή, αυτή της εξαίρεσης από τις προσκλήσεις για κατάταξη, δημιουργήθηκε το παράδοξο μιας ημινόμιμης κατάστασης που δεν φαίνεται να εξυπηρέτησε τους πρώτους, πολύ περισσότερο μάλιστα τους σύγχρονους επιστήμονες μετανάστες, οι οποίοι χρειάζονται μία ριζική αλλαγή στο τρόπο που αντιμετωπίζονται οι στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της τρέχουσας ελληνικής οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας .
Πράγματι, και υπό τον προϊσχύον καθεστώς και τώρα, οι έχοντες στρατολογικά την ιδιότητα του μόνιμου κατοίκου εξωτερικού εξαιρούνται από τις προσκλήσεις για κατάταξη και έτσι δεν υπέχουν τις κυρώσεις της ανυποταξίας , η οποία, και τότε και τώρα, επέρχεται αν ο στρατεύσιμος μετά από γενική ή ειδική πρόσκληση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας για κατάταξη του δεν εμφανίζεται , στις ορισμένες ημερομηνίες ή προθεσμίες, στις μονάδες κατάταξης(αρθ. 17 του πρώην Ν. 1763/88, αρθ. 51 Ν. 3421/05). Ωστόσο ενώ τότε την ιδιότητα του μόνιμου κάτοικου μπορούσε να θεμελιώσει κάποιος πριν φθάσει στην κρίσιμη ηλικία στράτευσης και άρα πριν τεθεί εκτός νομιμότητας, σήμερα για αυτόν που αποκτά την ιδιότητα αυτή, η εξαίρεση από τις προσκλήσεις για κατάταξη ισχύει αναδρομικά, για αυτές δηλαδή στις οποίες δεν εμφανίστηκε μέχρι να την αποκτήσει. Σήμερα, χρειάζονται 7 ή 11 έτη (το πρώτο όριο αν μπορεί ο στρατεύσιμος να αποδείξει βιοπορισμό στο εξωτερικό και το δεύτερο απλά μόνιμη κατοικία, βλ και παρακάτω το κείμενο του νόμου και ερμηνεία του) παραμονής στο εξωτερικό και μετά ξεκινά η διαδικασία χορήγησης του απαραίτητου πιστοποιητικού μονίμου κατοίκου από τις αρμόδιες προξενικές Αρχές.
Αυτό δημιούργει σωρεία προβλημάτων καθώς μέχρι την συμπλήρωση των παραπάνω ορίων ο στρατεύσιμος εξακολουθεί να καλείται στις μονάδες κατάταξης , να του επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις όπως αυτή του προστίμου ανυποταξίας των 6000 Ευρώ αλλά και να κινούνται εναντίον του ποινικές διαδικασίες ως ανυπότακτου.
Το πρακτικό πρόβλημα της μη χορήγησης διαβατηρίου είναι ίσως το μόνο που αντιμετωπίζεται ευθέως από τον συντάκτη του στρατολογικού μας νόμου, αφού στους κατοίκους εξωτερικού και πριν την συμπλήρωση των παραπάνω ορίων είναι δυνατόν να χορηγείται από τις προξενικές Αρχές σχετική βεβαίωση μόνιμης διαμονής (έτσι καλείται για να διακρίνεται από το πιστοποιητικό μονίμου κατοίκου).Με τη βεβαίωση αυτή το αρμόδιο στρατολογικό γραφείο καταγράφει τον ανυπότακτο ως απλά κάτοικο εξωτερικού και καταχωρεί την μεταβολή αυτή στην στρατολογική του μερίδα. Έτσι εξαιρείται αυτός από την απαγόρευση χορήγησης διαβατηρίου που ισχύει για όλους τους ανυπότακτους αλλά και μπορεί να παραμένει στην Ελλάδα μέχρι ένα μήνα, συνολικά ή τμηματικά, κατά έτος. Αυτά προβλέπει άρθρο 54 του στρατολογίκου μας νόμου, 3421/05, και μάλιστα χορηγεί τη δυνατότητα παραιτέρω κατ’ έτος παραμονής στην Ελλάδα σε κάποιες περιπτώσεις. Βέβαια ο ενιαίος χώρος κυκλοφορίας προσώπων και αγαθών που δημιούργησε η Σύμβαση Εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν (ΣΕΣΣ, κυρώθηκε με τον Ν. 2514/1997 ισχύον ως έχει έως σήμερα, άρα βλ. ιστοσελίδα της ΕτΚ, ΦΕΚ Α 140/1997 ) φαίνεται στην πράξη να υπερκεράζει τόσο την δυνατότητα του ανυπότακτου να αποδημήσει στο εντός ΣΕΣΣ εξωτερικό όσο και τη δυνατότητα του να παραμείνει και παραπάνω από τα χρονικά όρια που τίθενται για τους κατοίκους εξωτερικού στην Ελλάδα, λόγω ακριβώς της μη ανάγκης κατοχής διαβατηρίου και του κατ’ εξαίρεση ή ανύπαρκτου ελέγχου στα σημεία εισόδου και εξόδου.
Ωστόσο, πέραν της προπεριγραφόμενης εξαίρεσης, τα λοιπά ζητήματα επιβολής διοικητικών κυρώσεων και στερήσεων αλλά και ποινικών διαδικασιών και ποινών παραμένουν για τους ανυπότακτους κατοίκους εξωτερικού μέχρι να αποκτηθεί στρατολογικά η ιδιότητα αυτή. Τίθενται ακριβώς σε μία ημιπαράνομη κατάσταση εν αναμονή νομιμοποίησης, η οποία μπορεί να μην επέλθει ποτέ, είτε λόγω επιστροφής στην Ελλάδα είτε ακόμα, δυστυχώς, και άρνησης του οικείας προξενικής Άρχής χορήγησης του σχετικού πιστοποιητικού, όπως θα σχολιασθεί παρακάτω. Άμεσα λοιπόν θα πρέπει να αντιμετωπισθούν νομοθετικά τα σχετικά ζητήματα των ήδη επιβληθέντων κυρώσεων κατά τη διάρκεια αναμονής, ιδίως αυτό του προστίμου των 6000 Ευρώ, αφού ο επαναπατρισμός και η κατάταξη στις Ένοπλες Δυνάμεις πριν τη απόκτηση στρατολογικά της ιδιότητας του ΜΚΕ δεν συνεπάγεται την διαγραφή του.
Ήδη, σχετικά να αναφερθεί τουλάχιστον ότι η προνομιακή αντιμετώπιση των κατοίκων εξωτερικού είναι όχι μόνο συνταγματικά ανεκτή αλλά και συνταγματικά επιβαλλόμενη. Καθώς η καθολική υποχρέωση στράτευσης των Ελλήνων έχει συνταγματική προέλευση, και μάλιστα περιλαμβάνεται σε ένα από τα πρώτα άρθρα του Συντάγματος μας, στο αρθ. 4 που προβλέπει την αρχή της ισότητας, δεν θα ήταν συνταγματικά ανεκτό κριτήρια για την οποιαδήποτε διαφοροποίηση στην εκπλήρωση της υποχρέωσης στράτευσης, όπως αυτή εξειδικεύεται με κανονιστικές πράξεις της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας (δηλ. που με γενικά κριτήρια αφορούν πολλούς, πχ. νόμοι, υπουργικές αποφάσεις ), να ανευρίσκονται εκτός Συντάγματος. Ωστόσο, το άρθρο του, 108, ορίζει: « Το Κράτος μεριμνά για τη ζωή του απόδημου ελληνισμού και τη διατήρηση των δεσμών του με τη μητέρα Πατρίδα. Επίσης μεριμνά για την παιδεία και την κοινωνική και επαγγελματική προαγωγή των Ελλήνων που εργάζονται έξω από την επικράτεια.».Η παρατήρηση μας αυτή δίνει μία πρώτη αρνητική απάντηση σε ερωτήματα πολλών Ελλήνων μεταναστών σχετικά με δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να καταργεί την προνομιακή αυτή αντιμετώπιση, ακόμα και σε επίπεδο αναδρομικής διαγραφής κυρώσεων, ιδίως όταν την αναμένουν με τη συμπλήρωση του ενδεκαετούς ή επταετούς χρονικού ορίου.
[i] Όπως ο τίτλος “Συνθήκη ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας” αλλά και το περιεχόμενο της τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη της Λισαβόνας της 13/12/2007 που κυρώθηκε με το Ν.3671/2008(ΦΕΚ Α΄ 129) και κωδικοποιήθηκε την 26/10/2012(2012/C 326/01)
[ii] Σχετικό είναι το άρθρο της διαδικτυακής iefimerida “η μετανάστευση το 60 και τώρα”, που συμπυκνώνει τις διαπιστώσεις της ημερίδας της 11/4/2013 του ΑΠΘ με τίτλο «η μετανάστευση τότε… η μετανάστευση τώρα»
Β. Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΟΝΙΜΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΟΠΩΣ ΙΣΧΥΕΙ
Κατόπιν των παραπάνω παρουσίασης του θεσμού και της προβληματικής του, θα εκθέσουμε αυτούσιο το ισχύον αρθ. 25 του στρατολογικού μας νόμου (3421/05) και εν συνεχεία την ερμηνεία και πρακτική εφαρμογή του:
« Αρθρο 25
Αναβολή κατάταξης μόνιμων κατοίκων εξωτερικού
α. Εχουν κύρια και μόνιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό για ένδεκα τουλάχιστον συνεχόμενα έτη, σε μία ή περισσότερες χώρες.
β. Εχουν βιοποριστική εγκατάσταση και κατοικούν στο εξωτερικό για επτά τουλάχιστον συνεχόμενα έτη, σε μία ή περισσότερες χώρες.
α. Για τη συμπλήρωση της ενδεκαετούς ή της επταετούς εγκατάστασης στο εξωτερικό της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, δεν λαμβάνεται υπόψη το πέραν των έξι μηνών χρονικό διάστημα παραμονής στην Ελλάδα για κάθε ημερολογιακό έτος. Στην περίπτωση αυτή, ο απαιτούμενος χρόνος για την απόκτηση της ιδιότητας του μόνιμου κατοίκου του εξωτερικού υπολογίζεται πάλι από την αρχή.
β. Απώλεια της ιδιότητας του μόνιμου κατοίκου εξωτερικού επέρχεται στις παρακάτω περιπτώσεις: (1) Με την απέλαση στην Ελλάδα. (2) Με την υπέρβαση έξι μηνών παραμονής στην Ελλάδα εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους.
γ. Η ιδιότητα του μόνιμου κατοίκου εξωτερικού είναι δυνατόν να επανακτηθεί, αν μετά την απώλειά της συμπληρωθούν εκ νέου τα προβλεπόμενα, από τις υποπαραγράφους α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, χρονικά διαστήματα.
δ. Η απόδειξη της συνδρομής των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου γίνεται με πιστοποιητικό που εκδίδεται από τις αρμόδιες ελληνικές προξενικές αρχές.
ε. Η αίτηση και η πιστοποίηση υποβάλλονται στο αρμόδιο στρατολογικό γραφείο οποτεδήποτε μετά την 1η Ιανουαρίου που ο ενδιαφερόμενος διανύει το δέκατο ένατο έτος της Ηλικίας του.
στ. Ο χρόνος παραμονής στο εξωτερικό, που διανύεται από λειτουργούς ή έμμισθους υπαλλήλους πολιτικούς και στρατιωτικούς ή μισθωτούς, που απασχολούνται στο Δημόσιο και τα κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, καθώς και από τα τέκνα τους μέχρι την ενηλικίωσή τους, δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση της ενδεκαετίας ή της επταετίας, που τίθεται ως προϋπόθεση από την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού για την απόκτηση της ιδιότητας του μόνιμου κατοίκου εξωτερικού.
ζ. Το πέραν του εξαμήνου χρονικό διάστημα παραμονής του ανήλικου τέκνου για οποιονδήποτε λόγο στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από την κατοικία των γονέων του, δεν υπολογίζεται για την απόκτηση της ιδιότητας του μόνιμου κατοίκου εξωτερικού. Οι διατάξεις των υποπαραγράφων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου ισχύουν και στην προκείμενη περίπτωση.
η. Το πέραν του εξαμήνου χρονικό διάστημα παραμονής ενηλίκων στην Ελλάδα που εγγράφονται για φοίτηση σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές, υπολογίζεται ως χρόνος παραμονής τους στο εξωτερικό μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου έτους από την ολοκλήρωση των σπουδών τους ή μέχρι τη συμπλήρωση του εικοστού όγδοου έτους της Ηλικίας τους σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης των σπουδών. Οσοι από αυτούς δεν πληρούν την τιθέμενη προϋπόθεση της υποπαραγράφου α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και καλούνται για κατάταξη λόγω αρχικής πρόσκλησης της κλάσης τους πριν την ημερομηνία εγγραφής τους στις παραπάνω σχολές, δικαιούνται τη χορήγηση αναβολής του άρθρου 20 του νόμου αυτού και το πέραν του εξαμήνου χρονικό διάστημα παραμονής στην Ελλάδα και σε αυτή την περίπτωση υπολογίζεται ως χρόνος παραμονής στο εξωτερικό. Με την εγγραφή τους στις σχολές αυτές υποχρεούνται στην υποβολή δικαιολογητικών για χορήγηση αναβολής σπουδών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 του παρόντος νόμου.
Γ. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΟΝΙΜΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ
Κατόπιν της παραπάνω αυτούσιας παράθεσης του ισχύοντος άρθρου 25 του στρατολογικού μας νόμου, θα εκθέσουμε τα σημαντικότερα σχόλια για την ερμηνεία και πρακτική εφαρμογή του.
Έτσι, καταρχάς να αναφέρουμε ότι ως αρμόδια αρχή για τη χορήγηση του πιστοποιητικού μόνιμου κατοίκου εξωτερικού, που είναι ο μόνος τρόπος απόδειξης για την στρατολογική απόκτηση της ιδιότητας, ορίζεται η ελληνική προξενική αρχή (Προξενείο, προξενικό γραφείο Πρεσβείας κτλ.) στην περιφέρεια της οποίας έχει ο αιτών την κατοικία του κατά την υποβολή της αίτησης. Αν δε είχε περισσότερες κατοικίες στο εξωτερικό, σημασία έχει η τελευταία χρονικά, όπου θα πρέπει να απευθυνθεί ο στρατεύσιμος, [αρθ. 25 Ν.3421/05 σε συνδυασμό με Φ.429.1/8/150107 κοινής απόφαση Υπουργών Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας « Ρύθμιση στρατολογικών θεμάτων μονίμων κατοίκων εξωτερικού» (ΦΕΚ Β΄ 61/24.01.2006), όπως τροποποιήθηκε με την Φ. 429.1/48/207090 όμοια (ΦΕΚ Β 1693 26.10.2010),εξής: κοινή ΥΑ]. Εδώ να σημειώσουμε ότι σε περίπτωση περισσοτέρων τόπων του εξωτερικού στους οποίους διαμένει παράλληλα ο στρατεύσιμος θα χρησιμοποιηθεί πρώτα το αρθ. 25 παρ.1(βλ. παρ. υπό Β), δηλαδή ποια είναι η κύρια ή η βιοποριστική εγκατάσταση του, και εν συνεχεία ο Αστικός Κώδικας, όπου πέραν του αντικειμενικού στοιχείου, για την εξεύρεση της μίας κατοικίας (αρχή της αποκλειστικότητας ) που μπορεί να έχει το φυσικό πρόσωπο συντρέχει και το υποκειμενικό, το animus, ποια δηλαδή από όλες θεωρεί και θέλει να έχει ως κατοικία του ο ίδιος ο στρατεύσιμος ( έτσι ρητά το αρθ.4 της κοινής ΥΑ).
Για την έκδοση του παραπάνω πιστοποιητικού, και προς απόδειξη είτε της ενδεκαετούς τουλάχιστον κύριας και μόνιμης εγκατάστασης ανεξάρτητα εργασίας είτε της επταετούς βιοποριστικής εγκατάστασης και κατοικίας, σε μία ή περισσότερες χώρες (παρ. 1 του άρθ.25 βλ παραπάνω υπό Β), οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν στις προξενικές αρχές επίσημα έγγραφα (διαβατήριο, βεβαιώσεις δημοσίων ή δημοτικών ή αστυνομικών αρχών, πιστοποιήσεις εργοδοτών ή ασφαλιστικών φορέων ή εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αποδείξεις πληρωμής λογαριασμών κοινής ωφέλειας κλπ.). Υπεύθυνες δηλώσεις (του ν. 1599/1986) του ιδίου του ενδιαφερομένου ή των οικείων του δεν λαμβάνονται υπόψη από τις προξενικές αρχές, καθόσον τα αναφερόμενα σ` αυτές δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθούν (κοινή ΥΑ).
Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι η πολιτική που ασκείται από τα Προξενεία μας ανά την Υφήλιο δεν είναι ομοιογενής. Υπάρχουν Προξενεία που χορηγούν το επίμαχο πιστοποιητικό ευκολότερα και άλλα δυσκολότερα. Κάποια, για παράδειγμα, που αρκούνται στις βεβαιώσεις των ασφαλιστικών φορέων και εργοδοτών των Ξένων κρατών και άλλα που ζητούν σωρευτικά και λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, σε έναν έλεγχο ακόμη και της μη πλέον του εξαμήνου παραμονής στην Ελλάδα (βλ. και παρ. 2 αρθ. 25 παραπάνω υπό Β). Γι’ αυτό φρόνιμο είναι να γίνεται επικοινωνία με το εκάστοτε προξενείο για τα απαιτούμενα δικαιολογητικά νωρίτερα της συμπλήρωσης του απαιτούμενου χρονικού ορίου.
Σε κάθε περίπτωση αρμόδια Αρχή για να εξετάσει προσφυγή του αιτούντος κατά της ρητής (δηλ. με έγγραφο) ή σιωπηρής (κατόπιν παρέλευσης τριμήνου από την αίτηση χωρίς έγγραφη απάντηση) άρνησης του Προξενείου για τη χορήγηση του πιστοποιητικού μονίμου κατοίκου εξωτερικού είναι ο Υπουργός των Εξωτερικών, ενώ αρμόδιο Δικαστήριο στο οποίο μπορεί άμεσα, ακόμη και αν δεν μεσολαβήσει το στάδιο του τελευταίου Υπουργού, να ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως κατά της αρνήσεως είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Αξίζει επίσης να μνημονευθεί το προκύπτον μεν από το γράμμα του νόμου, όχι όμως από την λογική ερμηνεία του, ότι επανέναρξη υπολογισμού της επταετίας ή ενδεκαετίας μπορεί να θεωρηθεί από τις Προξενικές Αρχές ότι επέρχεται όχι μόνο όταν υπερβαίνει κάποιος το εξάμηνο στην Ελλάδα, αλλά και όταν παύσουν για κάποιο ακόμα και μερικών μηνών διάστημα να συντρέχουν οι θετικές προϋποθέσεις της κύριας ή βιοποριστικής εγκατάστασης, πχ. κάποιος παραμένει άνεργος στο εξωτερικό για κάποιους μήνες ή τους μήνες αυτούς πηγαινοέρχεται στην Ελλάδα, ή ακόμα χειρότερα οι θετικές αυτές προϋποθέσεις δεν αποδεικνύονται επαρκώς για το Προξενείο. Την θέση αυτή οι προξενικές Αρχές στηρίζουν στο επίθετο «συνεχόμενα» στο κείμενο της παρ.1 του αρθ. 25.
Ωστόσο, η πρόσφατη 1689/2019 απόφαση του ΣτΕ επισημαίνει το βουλητικό στοιχείο της κατοικίας (: …Εξάλλου, “μόνιμη κατοικία”, κατά τις εν λόγω διατάξεις, συνιστά ο τόπος, όπου το πρόσωπο έχει την κύρια και μόνιμη εγκατάστασή του, ο τόπος, δηλαδή, που έχει καταστεί, σύμφωνα με τη βούλησή του, το σταθερό κέντρο των βιοτικών του εν γένει σχέσεων…) μνημονεύοντας σωρεία προγενέστερων αποφάσεων και καταστά σαφές ότι δεν είναι απαραίτητη η καθημερινή παρουσία στο εξωτερικό, αλλά ενδεχομένως θα υπάρξουν και περίοδοι αφιξοαναχωρήσεων, όπως στη περίπτωση που κρίνει, μονίμου κατοίκου που για διάστημα έτους έπρεπε να πηγαινοέρχεται στην Ελλάδα για τις απαραίτητες εξετάσεις προς αναγνώριση του αλλοδαπού πτυχίου του.
Από τη σχετική νομολογία του ανώτατου ακυρωτικού μας, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε και την περίπτωση που έκρινε η 2832/2012, ,φοιτητού που παράλληλα εργάζονταν εντός Πανεπιστημίου των ΗΠΑ, από το 2003 έως το 2006, αποκερδαίνοντας περί τα 1000 δολάρια μηνιαίως, οπότε κρίθηκε ότι δεν πληρούσε το κριτήριο του βιοπορισμού για αυτό το χρονικό διάστημα παρά για μεταγενέστερο όταν εργάστηκε εκτός Πανεπιστημίου. Γενικώς, η χρονική διάρκεια των σπουδών ακόμα και αν συντρέχει παράλληλη απασχόληση πολύ δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί από τις προξενικές Αρχές ως διάστημα βιοπορισμού που συνυπολογίζεται στην επταετία για την απόκτηση του πιστοποιητικού μονίμου κατοίκου εξωτερικού αλλά κατά κανόνα το διάστημα σπουδών συνυπολογίζεται μόνο στην συμπλήρωση της ενδεκαετίας. Βέβαια καθώς το σημαίνον για το γράμμα του νόμου είναι ο βιοπορισμός και όχι η φοιτητική ιδιότητα δεν αποκλείεται αυτά να συντρέχουν. Πάντως η κρίση της Διοίκησης εάν συντρέχει ή όχι βιοπορισμός είναι καταρχήν ανέλεγκτη από το ΣτΕ και μόνο μέσω της κακής χρήσης ή άλλως υπέρβασης των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης μπορεί να ελεγχτεί.[i]
Επιλογικά, πρέπει να επισημανθούν δύο σημεία από το παραπάνω εκτιθέμενο αρθ.25. Το πρώτο αφορά τη θεραπεία της ανυποταξίας στην οποία διατελεί ή οποτεδήποτε διετέλεσε ο αποκτών την ιδιότητα του μονίμου κατοίκου εξωτερικού. Πλην των όσων ρητά αναφέρονται στο αρθ.25 (βλ. παρ. 3 αρθ.25, παραπάνω υπό Β) ακόμα και αν ο μόνιμος κάτοικος εξωτερικού καταδικασθεί τελικά από ποινικό Δικαστήριο για ανυποταξία , διότι πχ. εκ παραδρομής το Δικαστήριο δεν ενημερώθηκε για την απόκτηση της ιδιότητας και δεν έθεσε τη δικογραφία στο αρχείο και παρέλθει ερήμην του η προθεσμία κάθε τακτικού ενδίκου μέσου, τότε η καταδίκη του υπόκειται στο απρόθεσμο έκτακτο ένδικο μέσο της επανάληψης της διαδικασίας ( 14/2008 απόφαση Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών)
Το δεύτερο, ότι η επιστροφή στην Ελλάδα των μεταναστών πριν το 45 έτος της ηλικίας τους θα σημάνει αναβίωση των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων και μάλιστα πλήρης. Βέβαια, ανεξαρτήτως άλλων λόγων που μπορούν να συντρέχουν στο πρόσωπο όσων επιστρέφουν στην Ελλάδα και που οδηγούν σε μείωση ή απαλλαγή της θητείας, με τη συμπλήρωση του 33 έτους της ηλικίας του, κάθε στρατεύσιμος μπορεί να υπηρετήσει για διάστημα μόλις 20 ημερών και να εξαγοράσει το υπόλοιπο της ολόκληρης ή μειωμένης θητείας του (αρθ. 57 Ν. 3421/05 ως ισχύει). Ωστόσο παρατηρείται το φαινόμενο ένας ικανός αριθμός μεταναστών να επαναπατρίζεται, χωρίς ποτέ να το δηλώσει στις στρατολογικές Αρχές, οπότε με τη συμπλήρωση του 45ου έτους της ηλικίας παύουν οι στρατιωτικές υποχρεώσεις. Σχετικά η κοινή ΥΑ ορίζει :
«… Αρθρο 2
Υποχρεώσεις όσων έτυχαν αναβολής κατάταξης στις Ενοπλες Δυνάμεις
Απαραίτητη λοιπόν στο σημείο αυτό η νομοθετική παρέμβαση, ίσως με δραστική μείωση του ποσού εξαγοράς, που σήμερα για την πλήρη εννεάμηνη θητεία ξεπερνά τις 6000 Ευρώ, ειδικά για τους επαναπατρισθέντες, για όσους δηλαδή απέκτησαν την ιδιότητα του μονίμου κατοίκου εξωτερικού και με επιστροφή στην Ελλάδα, υποχρεούνται στην ως άνω δήλωση διακοπής της αναβολής τους του αρθ.2 παρ1 κοινής ΥΑ, ώστε ούτε αυτοί να κρύβονται, ούτε όμως η στράτευση να αποτελεί έναν ακόμη λόγο για τον μη επαναπατρισμό τους.
[i] Για την έννοια της κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας που εντάσσεται στον γενικότερο ακυρωτικό λόγο της παράβασης νόμου , βλ. αντί πολλών «ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΙΙ» Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου εκδ.1991 σελ. 486, βέβαια μια άδικη κρίση της Διοίκησης μπορεί να ελεγχτεί και μέσων των λοιπών τριών ακυρωτικών λόγων που προβλέπει το αρθ.48 του ΠΔ 18/89 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το ΣτΕ»
Το άρθρο αυτό γράφθηκε από τον Δικηγόρο Θεσσαλονίκης Σωτηριάδη Σωτήριο τον Δεκέμβρη του 2019 και είναι ενημερωμένο από άποψη νομοθεσίας μέχρι την ημερομηνία που αναφέρεται στην αρχή του παρόντος ιστότοπου.