Όσο σύγχρονος και αν φαντάζει ο θεσμός για τον δυτικό πολιτισμό μας, το συναινετικό διαζύγιο εφαρμόζονταν στους κλασικούς χρόνους της Ελληνικής αρχαιότητας, ακόμα και υπό την εκεί ανδροκρατία. Η τελευταία μαζί με άλλες, προερχόμενες κυρίως από τη θρησκεία και εκμεταλλευόμενες από την κρατική εξουσία, αντιλήψεις σχεδόν το απαγόρευε στις δυτικές κοινωνίες του 20ου αιώνα, σε μια παράδοση που ξεκίνησε, υπό τις χριστιανικές επιδράσεις, από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας του Κράτους στο Βυζάντιο. Πράγματι, όχι μόνο το συναινετικό αλλά και το στηριζόμενο σε σπουδαίους λόγους διαζύγιο έβρισκε σοβαρά νομικά προβλήματα ή ακόμα και ήταν αδύνατο, όπως μέχρι πριν λίγα χρόνια, υπό την επίδραση της Καθολικής Εκκλησίας, στην γειτονική μας Ιταλία
.
Ο Ν.1329/83 εκσυγχρόνισε το οικογενειακό μας δίκαιο τροποποιώντας τις σχετικές διατάξεις του Αστικού μας Κώδικα. Το στίγμα της αλλαγής μπορεί να συνοψισθεί στην εφαρμογή της αρχής της ισότητας των δύο φύλλων και σ’αυτή της προστασίας του συμφέροντος του παιδιού. Με το νόμο αυτό, εξάλλου εισήχθη, μετά από την συστάσεως του ελληνικού κράτους παντελούς απαγόρευσης του, και το συναινετικό διαζύγιο.
Στην αρχική του εφαρμογή ο θεσμός απαιτούσε δικαστική απόφαση που ελέγχοντας τις απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις απήγγειλε το συναινετικό διαζύγιο. Μάλιστα οι δύο συνεδριάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που δίκαζε κατά την εκούσια δικαιοδοσία (μια διαδικασία που ευνοεί την αυτεπάγγελτη ενέργεια και έρευνα του Δικαστηρίου σε σχέση με τις άλλες διαδικασίες ιδιωτικών διαφορών) έπρεπε να απέχουν έξη μήνες, προς περίσωση του γάμου από την ωριμότερη σκέψη των συζύγων. Αργότερα η ανάγκη δύο συνεδριάσεων καταργήθηκε.
Η οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα από το 2008, με τη σταδιάκη μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας, αποτέλεσε στη πραγματικότητα την σημαντικότερη αιτία αφαίρεσης της δικαιοδοσίας για το συναινετικό διαζύγιο από το Δικαστήρια. Με το Ν. 4509/2017 το τελευταίο ανατέθηκε αποκλειστικά στους συμβολαιογράφους της χώρας, σε οποιονδήποτε από αυτούς, ανεξάρτητα από τον τόπο τέλεσης του γάμου, κατοικίας των συζύγων ή άλλων παραγόντων. Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, που πάντως τιτλοφορείτο «Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής και άλλες διατάξεις», ουδέν αναφέρεται για την ενίσχυση του στοιχείου της ιδιωτικής αυτονομίας που ως έκφανση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (αρθ.5 παρ. 1 Σ.) συνταγματικά τουλάχιστον πρέπει να εξισορροπείται δίπλα στην αρχή της προστασίας του γάμου και της οικογένειας (αρθ.21 Σ.). Και ίσως σωστά, αφού η νέα ρύθμιση απαιτεί δύο διαφορετικούς δικηγόρους, ένας για τον κάθε σύζυγο, και έναν συμβολαιογράφο, πράγμα που εκτίναξε το κόστος του συναινετικού διαζυγίου στο διπλάσιο τουλάχιστον λόγω των τριών «παραστάσεων», δηλαδή της ελάχιστης κατά νόμο αμοιβής με τις κρατήσεις υπέρ δημοσίου και ταμείων για τρία άτομα. Βέβαια ο χρόνος που απαιτείται για την έκδοση του συναινετικού διαζυγίου μειώθηκε δραστικά.
Στο ισχύον οικογενειακό μας δίκαιο, λοιπόν δύο είναι οι τρόποι με τους οποίους λύνεται ο γάμος: το διαζύγιο το οποίο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση και η έγγραφη συμφωνία των συζύγων η οποία πραγματοποιείται με τον πανηγυρικό τρόπο που καλούμε συναινετικό διαζύγιο.
Έτσι το ισχύον αρθ. 1441 ΑΚ ορίζει:
«1. Οι σύζυγοι μπορούν με έγγραφη συμφωνία να λύσουν τον γάμο τους. Η συμφωνία αυτή συνάπτεται μεταξύ των συζύγων με την παρουσία πληρεξούσιου δικηγόρου για καθέναν από αυτούς και υπογράφεται από τους ίδιους και από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ή μόνον από τους τελευταίους, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο. Η πληρεξουσιότητα πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή της συμφωνίας.
- Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, για να λυθεί ο γάμος πρέπει να ρυθμίζεται η επιμέλειά τους, η επικοινωνία με αυτά και η διατροφή τους, με την ίδια ή με άλλη έγγραφη συμφωνία μεταξύ των συζύγων, που υπογράφεται όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 και ισχύει για δύο (2) έτη τουλάχιστον.
- α) Η έγγραφη συμφωνία για τη λύση του γάμου, καθώς και η συμφωνία για την επιμέλεια, την επικοινωνία και τη διατροφή των ανήλικων τέκνων υποβάλλονται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του κάθε συζύγου, μαζί με τα ειδικά πληρεξούσια σε συμβολαιογράφο. β) Η κατάρτιση της συμβολαιογραφικής πράξης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου απέχει τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες από την έγγραφη συμφωνία των συζύγων, η ημερομηνία της οποίας αποδεικνύεται με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των συζύγων από τη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου της έδρας του συμβολαιογράφου που θα καταρτίσει τη συμβολαιογραφική πράξη.
- Ο συμβολαιογράφος συντάσσει πράξη με την οποία βεβαιώνει τη λύση του γάμου, επικυρώνει τις συμφωνίες των συζύγων και τις ενσωματώνει σε αυτή. Τη συμβολαιογραφική πράξη υπογράφουν οι σύζυγοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ή μόνον οι τελευταίοι, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο. Η πληρεξουσιότητα πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή της πράξης. Όταν η βεβαίωση αφορά στην επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή των ανήλικων τέκνων, η πράξη αποτελεί εκτελεστό τίτλο, εφόσον έχουν συμπεριληφθεί στη συμφωνία οι ρυθμίσεις των άρθρων 950 και 951 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Μετά τη λήξη ισχύος της επικυρωμένης συμφωνίας, μπορεί να ρυθμίζεται η επιμέλεια, η επικοινωνία και η διατροφή των τέκνων για περαιτέρω χρονικό διάστημα με νέα συμφωνία και με την ίδια διαδικασία.
- Η λύση του γάμου επέρχεται με την κατάθεση αντιγράφου της συμβολαιογραφικής πράξης στο ληξιαρχείο όπου έχει καταχωρισθεί η σύσταση του γάμου.
- Σε περίπτωση θρησκευτικού γάμου, ο έχων έννομο συμφέρον αιτείται την πνευματική λύση του από την Ιερά Μητρόπολη, στην οποία ανήκει ο Ιερός Ναός όπου τελέστηκε ο γάμος. Η σχετική αίτηση συνοδεύεται από αντίγραφο της συμβολαιογραφικής πράξης που βεβαιώνει τη λύση του γάμου, με επιμέλεια του αιτούντος. Η πνευματική λύση του γάμου είναι υποχρεωτική.»
Για την εφαρμογή της διάταξης στην πράξη λεκτέα τα παρακάτω:
Η διαδικασία πλέον απαιτεί κοινή παρουσία των συζύγων σε δύο μέρη. Στο Ειρηνοδικείο της έδρας του συμβολαιογράφου όπου θα θεωρηθεί επί της συμφωνίας τους το γνήσιο της υπογραφής και έτσι θα αποκτήσει και η συμφωνία βέβαιη χρονολογία. Δέκα ημέρες τουλάχιστον αργότερα στον συμβολαιογράφο όπου θα υπογράψουν μαζί με τους Δικηγόρους τη πράξη λύσης του γάμου. Καθένας από τους συζύγους μπορεί να προσκομίσει την πράξη αυτή στο ληξιαρχείο τέλεσης του γάμου ώστε αυτός να λυθεί. Σε περίπτωση όμως που ένας από τους συζύγους ή και οι δύο εφοδιάσουν τους Δικηγόρους τους με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο το οποίο δεν μπορεί να απέχει παραπάνω από ένα μήνα πριν την συμβολαιογραφική πράξη λύσης του γάμου τότε μπορεί να μην παρουσιαστούν ούτε στο Ειρηνοδικείο ούτε στο Συμβολαιογραφείο.
Το άρθρο αυτό γράφθηκε τον Ιούλη του 2020 από τον Δικηγόρο Θεσσαλονίκης Σωτηριάδη Σωτήριο.