ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ Ο ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Στο υπομενού μας εξειδίκευση δίνουμε μια συνοπτική εικόνα των διακρίσεων του ισχύοντος δικαίου μας, σημειώνοντας ότι οι κλάδοι του δεν αποτελούν στεγανά αλλά δυναμικά αλληλοσυμπληρούμενα πεδία. Στο παρόν άρθρο μας θα ασχοληθούμε λίγο παραπάνω με τον κλάδο του δικαίου μας που έχει ταυτιστεί με την εφαρμογή αυτού πιο ενεργά από οποιοδήποτε άλλο. Το Ποινικό Δίκαιο.
Έχει στον απλό πολίτη δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο Ποινικολόγος έχει την πλέον απαιτητική και δύσκολη εξειδίκευση ανάμεσα στους Δικηγόρους. Αυτό ίσως δεν είναι ψέμα αλλά δεν οφείλεται στο όγκο της συγκεκριμένης ύλης του Ποινικού Δικαίου που έχει να αντιμετωπίσει αλλά αντίθετα στο γεγονός ότι ειδικά αυτός ο ποινικολόγος πρέπει να γνωρίζει με μεγάλη επάρκεια όχι μόνο όλους τους κλάδους του Δικαίου αλλά και θέματα που εξετάζουν πολλές άλλες επιστήμες του ανθρώπου ή θετικές.
Πράγματι, ο όγκος της ύλης του Ποινικού Δικαίου ( το γενικό και ειδικό μέρος του ή ακόμα και διάσπαρτες διατάξεις που απειλούν ποινικές κυρώσεις, οι καλούμενοι Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι ) απέχει παρασάγγας από τις πολυπληθείς διατάξεις του λοιπού Δημοσίου Δικαίου αλλά είναι και πολύ μικρότερος από αυτόν του ιδιωτικού. Όμως η αποστολή αυτού του κλάδου του Δικαίου μας είναι (1) η σημαντικότερη από οποιοδήποτε άλλο για τη λειτουργία της Δημοκρατίας μας και την αρμονική συμβίωση μας. Επίσης πέραν του αναφερόμενου από τον αείμνηστο Ποινικολόγο μας Χωραφά ότι “ ως εκ της φύσεως αυτού το τμήμα εκείνο του δικαίου, το οποίον βρίσκεται εις στενωτέραν επαφήν με τη λαϊκήν ψυχήν και την λαϊκήν συνείδησιν», το Ποινικό Δίκαιο (2) είναι ακριβώς αυτό το Δίκαιο που καλείται να ερευνήσει αλλά και να αξιολογήσει αυτήν την ανθρώπινη ψυχή.
Θα ξεκινήσουμε από το πρώτο της προηγούμενης παραγράφου. Να αναφέρουμε λοιπόν ότι το Ποινικό Δίκαιο ανήκει στον ευρύτερο κλάδο του Δημοσίου Δικαίου, του κλάδου δηλαδή που αντιπαραβάλλεται με αυτόν του ιδιωτικού Δικαίου. Το τελευταίο μπορούμε να πούμε ότι ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών ή πολιτών. Τέτοιες σχέσεις είναι π.χ. ο γάμος και το διαζύγιο, μία υποχρέωση από κάποια συμφωνία να καταβληθεί ένα χρηματικό ποσό, οι σχέσεις μεταξύ όσων μετέχουν σε μια εμπορική εταιρία ή ακόμα και το ποιος θα κληρονομήσει έναν αποβιώσαντα αλλά και πολλές άλλες. Αντίθετα το Δημόσιο Δίκαιο είναι αυτό που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών ή πολιτών και του κράτους. Βέβαια η διάκριση δεν είναι στεγανό αφού πολλές ιδιωτικές σχέσεις ρυθμίζονται αναγκαστικά από το κράτος πχ η σύμβαση εργασίας μεταξύ ενός εργοδότη και εργαζόμενου ενώ το Σύνταγμα, η πλέον κλασική ύλη του Δημοσίου Δικαίου υπέρκειται όλου του Δικαίου μας.
Όμως, γιατί από όλους αυτούς τους κλάδους δικαίου η σημαντικότητα του Ποινικού προηγείται για τη λειτουργία της Δημοκρατίας μας και την αρμονική συμβίωση μας; Η πρώτη σκέψη που θα κάναμε θα αφορούσε την βασική αποστολή του Ποινικού Δικαίου που δεν είναι άλλη από το να μας προστατέψει από το έγκλημα. Πράγματι αρμονική συμβίωση σημαίνει καταρχήν ότι κανείς δεν μπορεί να σκοτώνει ή να κλέβει κάποιον άλλο. Ωστόσο μια δεύτερη σκέψη θα εστίαζε στο δεύτερο μέγεθος του Ποινικού Δικαίου: την ποινή. Από αυτήν εξάλλου στα ηπειρωτικά ευρωπαϊκά δίκαια παίρνει το όνομα του: ποινικό (σε αντίθεση με τα αγγλοσαξονικά: criminal). Και δεν είναι τυχαίο. Αποστολή του Ποινικού Δικαίου δεν είναι μόνο η προστασία από το έγκλημα αλλά κάτι επιπλέον. Επιτελώντας την συνταγματική του λειτουργία (αρθ.96 παρ.1 Σ) το εν ευρεία έννοια ποινικό δίκαιο μας λέει το πότε, σε ποιόν, με ποια διαδικασία πρέπει να επιβληθεί ποινή. Έτσι, όμως οι έννοιες και οι θεσμοί του γενικού ποινικού δικαίου μας, ή διαδικασία του ποινικού δικονομικού δικαίου μας επιτελούν την πιο σημαντική για την καθημερινή λειτουργία της δημοκρατίας μας αποστολή: μας προστατεύουν από το Κράτος, την εξουσία, όταν ποινή δεν πρέπει να επιβληθεί.
Μάλιστα αξίζει να αναφερθεί η διεθνής τάση (που εκφράζεται ακόμα και έμμεσα πχ με την σταθερή και αντίθετη στα κρατούντα έως σήμερα στην Ελλάδα νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι κατόπιν αθώωσης από το ποινικό Δικαστήριο για κάποια πράξη πχ για λαθρεμπορία , καμία άλλη τιμωρία πχ πρόστιμο από διοικητικές αρχές δεν μπορεί να επιβάλλεται στον πρώην κατηγορούμενο για την πράξη αυτή) και αξίωση κάθε βαριά τιμωρία πχ ένα πολεοδομικό πρόστιμο εκατοντάδων χιλιάδων Ευρώ να επιβάλλεται μόνο κάτω από τις εγγυήσεις του Ποινικού Δικαίου.
Θα τελειώσουμε το σύντομο άρθρο μας με μερικά λόγια για το παραπάνω υπό (2) χαρακτηριστικό του Ποινικού Δικαίου. Είπαμε πως το Ποινικό Δίκαιο είναι αυτό από όλα τα άλλα που καλείται να ερευνήσει την ανθρώπινη ψυχή. Πράγματι στον κατόπιν του διαφωτισμού σύγχρονο πολιτισμό μας η Πολιτεία ανοίγει ένα διάλογο με το δράστη, θέλει η ποινή να κατακτήσει τον εσωτερικό του κόσμο, να γίνει αισθητή από αυτόν προσωπικά ως κακό και έτσι να έχει δυνατότητα να τον σωφρονίσει και όχι απλά να τον εκδικηθεί. Για να συμβούν όμως αυτά πρέπει και το έγκλημα να προέρχεται από τον εσωτερικό του κόσμο. Πρέπει αυτός να φταίει. Έτσι για να αναφέρουμε ένα απλό παράδειγμα τα κάτω των 8 ετών ανήλικα κανένα έγκλημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διαπράττουν. Κάθε άλλη άποψη προσκρούει στον σύγχρονο διεθνή πολιτισμό μας όπως έχει αποτυπωθεί σε διεθνή νομικά κείμενα και στο Σύνταγμα μας που απαγορεύει την χρήση του ανθρώπου ως μέσο για τον γενική πρόληψη εγκλημάτων από τους συνανθρώπους του.
Έτσι να αναφέρουμε καταρχάς την κλασική στη επιστήμη του Ποινικού Δικαίου μας σειρά της τεχνικής-πρακτικής έννοιας του εγκλήματος, ενός εργαλείου δηλαδή που ξεκινά από τη λιτή διατύπωση του αρθ.14 του ΠΚ (Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή σε εκείνον που την τέλεσε, η οποία τιμωρείται από τον νόμο) και μας κατευθύνει στην σύμφωνα με το νόμο διαπίστωση του εγκλήματος. Πολύ συνοπτικά, πρώτα αναζητούμε το άδικο της συμπεριφοράς- πράξης ή παράλειψης πράξης, κατά κανόνα όπως την αντιλαμβανόμαστε στον εξωτερικό κόσμο, δηλαδή (α) αν αυτή περιγράφεται σε κάποια ποινική διάταξη και τότε είναι καταρχήν άδικη και (β) μετά αν συντρέχει κάποιος στο δίκαιο μας λόγος που αίρει το άδικό αυτό ώστε η πράξη να είναι και τελικά άδικη (πχ ένας τέτοιος λόγος είναι η άμυνα, η αντίδραση δηλαδή σε μία παρούσα και άδικη επίθεση).
Έπειτα, αναζητούμε αν η άδικη πράξη αυτή μπορεί να καταλογιστεί στον δράστη,(γ) αν δηλαδή αυτός γνώριζε και αποδέχετο το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του, αν είχε νομικά δόλο (και σε κάποιες περιπτώσεις αν είχε αμέλεια) οπότε και του είναι αρχικά καταλογιστή και (δ) αν συντρέχει κάποιος λόγος που αίρει αυτόν τον καταλογισμό (αν μπορούσε τελικά να πράξει διαφορετικά) και αν όχι του καταλογίζεται τελικώς. Η παραπάνω αναζήτηση ιδίως του άλλως-δύνασθαι πράττειν, που σε άλλα δίκαια όπως το Γαλλικό Ποινικό Δίκαιο είναι διατυπωμένη ρητά και σ’ άλλα όπως το δικό μας συνάγεται από το Σύνταγμα μας (ήδη στο νέο Ποινικό μας Κώδικα προβλέπεται στο αρθ. 33 το λεγόμενο τραγικό ηθικό δίλλημα ωστόσο η διάταξη δεν θέτει γενικό λόγο αδυναμίας αποφυγής του αδίκου αλλά τηνεξαρτά από κάποιες προϋποθέσεις), απαιτεί από τον χειριστή ποινικών υποθέσεων τις εκτεταμένες γνώσεις που εισαγωγικά αναφέραμε.