- ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Το άρθρο αυτό, με τον τίτλο τουλάχιστον που φέρει, δεν θα είχε καμία σημασία πριν το καλοκαίρι του 2019. Πράγματι, από 1/7/2019 ετέθη σε ισχύ ο νέος Ποινικός Κώδικας (εξής ΠΚ), ο οποίος έπαψε να προβλέπει τον εξαναγκασμό μέσω σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου ως το μόνο τρόπο τέλεσης του βιασμού. (βλ. το κείμενο του νόμου στο άρθρο μας Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής (υπό τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα) )
,γενικά το ίδιο το κείμενο του νόμου δεν εκτίθεται παρά σχολιάζεται εδώ και μπορείτε να το βλέπετε στο προαναφερόμενο άρθρο-σύνδεσμο ).Πλέον, ο βιασμός ως κακούργημα ,δηλαδή αδίκημα τιμωρούμενο καταρχήν τουλάχιστον με κάθειρξη ( από 5 έως 15 έτη), τελείται κάθε φορά που λείπει η συναίνεση. Σχετικά μ’ αυτό υπάρχει, μάλιστα, και μια έντονη λογική ασυμφωνία στο σχετικό κεφάλαιο του ΠΚ ( 19ο , με τίτλο Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, αρθ.336-353 ). Μια ασυμφωνία που αξίζει να σχολιάσουμε όχι μόνο εν είδη εισαγωγής αλλά και γιατί θα μας φέρει μπροστά στην έννοια του άρθρου μας: την γενετήσια πράξη.
Έτσι, ενώ στο σχέδιο του ΠΚ προβλέφθηκε, πλάι στην κακουργηματική και γνωστή έως τότε έννοια του βιασμού, μία νέα εκδοχή της, αυτή της τέλεσης του κάθε φορά που λείπει η συναίνεση, ως πλημμεληματικά τιμωρούμενη (από 10 μέρες έως πέντε έτη), τελικώς υπό την πίεση των γυναικείων οργανώσεων και λοιπών φορέων που κατέκριναν ως επιεική την αντιμετώπιση αυτή [i], η τέλεση γενετήσιας πράξης με άλλον κάθε φορά που λείπει η συναίνεση του, τιμωρείται ως κακούργημα με ποινή από 5 έως 10 έτη κάθειρξης. Και αυτό συμβαίνει , ακόμα και η συναίνεση υπήρχε αρχικά για την τέλεση της γενετήσιας πράξης και στη διάρκεια της εξέλειπε ή ακόμα και αν η γενετήσια πράξη αυτή τελείται με μία «εξωτερική» κοινωνικά αναμενόμενη συναίνεση πχ στα πλαίσια ενός γάμου. Ωστόσο, ότι γίνεται αποσπασματικά και υπό πίεση έχει τα προβλήματα του με ένα λογικά δομημένο σύνολο, όπως τέτοιο πρέπει να είναι ένας Κώδικας και στη περίπτωση μας, ο ΠΚ.
Ενώ, λοιπόν κάθε φορά που λείπει η συναίνεση προς γενετήσια πράξη έχουμε κακούργημα, ο εργοδότης, ο υποψήφιος εργοδότης, ο δεσμοφύλακας, ο αστυνομικός, ο καθηγητής και ο δάσκαλος, ο γιατρός, ο ιερωμένος, ο προϊστάμενος οποιουδήποτε είδους φιλανθρωπικού ιδρύματος οι οποίοι καταχρώνται τη θέση τους για την επίτευξη γενετήσιας πράξης με τον εξαρτώμενο, τιμωρούνται, σύμφωνα με το αρθ.343 ΠΚ υπό τον τίτλο «Κατάχρηση σε ασέλγεια», ελαφρύτερα και συγκεκριμένα σε βαθμό πλημμελήματος, με φυλάκιση από 2 έως 5 έτη. Τα λογικά προβλήματα που θέτει αυτή η καταρχήν θέση του ΠΚ μας είναι εμφανή και τα έχουμε ήδη σχολιάσει στο άρθρο μας Τα σεξουαλικά εγκλήματα. Μια παρουσίαση
,υπό 9 και 10. Φαίνεται δηλαδή ότι οι κατ’ εξοχήν περιπτώσεις πλαστής συναίνεσης, από ανθρώπους που ιδίως αυτοί, λόγω της θέσης τους, μπορούν να την προκαλούν , τιμωρούνται ελαφρύτερα ή αποδοκιμάζονται από το δίκαιο λιγότερο από μία πλαστή συναίνεση = μη συναίνεση, που προκαλείται πχ. με την απειλή «κάνε έρωτα μαζί μου αλλιώς θα σε εκθέσω στο σύζυγο σου» ή « θα ενημερώσω για την φοροδιαφυγή σου» ή το πιο κοινότυπο «θα σε χωρίσω».
Με τα παραπάνω ο γράφων δεν παραγνωρίζει τη ψυχολογική βία που μπορεί να ασκείται πάνω στο ένα μέλος μιας συμβίωσης ή οικογένειας που έως σήμερα εξακολουθεί να είναι κυρίως γυναίκα. Όπως η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για τη καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας ορίζει (αρθ.36 παρ.2), η συγκατάθεση για την γενετήσια πράξη πρέπει να είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης και ποια βούληση είναι ελεύθερη αξιολογείται από τις σύνοδες περιστάσεις. Ωστόσο η κλιμάκωση του αδίκου με βάση την ένταση του εξαναγκασμού που ασκείται στο θύμα όπως τουλάχιστον την αντιλήφθηκε ο συντάκτης του ΠΚ [ii] εγκαταλείπεται. Οι νομικοί της πράξης θα γνωρίζουν ότι οι προαναφερόμενες ατέλειες του ΠΚ μπορούν να αντιμετωπισθούν ενώπιον ενός Δικαστηρίου, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις αυτεπαγγέλτως αλλά και υπό τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς, ελέγχει και την εφαρμογή του γενικού μέρους του ΠΚ, ( όπου λόγοι που αίρουν ή μειώνουν το άδικο της πράξης, ο έλεγχος του καταλογισμού της πράξης στον συγκεκριμένο δράστη, η εξατομικευμένη επιμέτρηση της ποινής, που γίνεται σε κάθε πράξη ή δράστη και οι ελαφρυντικές περιστάσεις αποτελούν τις κυριότερες αιτίες μειώσεως ή απαλλαγής από μία ποινή) και μπορεί να αποδώσει τέτοιο άδικο ώστε η αρχή της ισότητας να τηρείται ακόμα και ανάμεσα στους παρανόμους.
Εντούτοις, στα γενετήσια αδικήματα ο καθείς μπορεί να κατανοήσει τις αποδεικτικές δυσχέρειες όσο απομακρυνόμαστε από τα διαπιστώσιμα με τις εξωτερικές αισθήσεις ευρήματα ενός εξαναγκασμού προς γενετήσια πράξη και κινούμεθα στα πλαίσια μιας υπαρκτής ή πλαστής συναίνεσης. Πλάι σε αυτές τις αποδεικτικές δυσχέρειες υπάρχει και μία έντονη ιδεολογική φόρτιση, μία προκατάληψη, και πολλές φορές μία αηδία που ως συλλογική μνήμη συνοδεύει τα σχετικά αδικήματα. Έτσι τίποτα δεν αποκλείει μια εξαιρετικά αυστηρή δικαστική κρίση όταν πάντως ο δικαστής θα πρέπει να ξεκινήσει από κακουργηματικό πλαίσιο ποινής και χρειάζεται διάφορους νομικούς ισχυρισμούς και υπαγωγές για να καταλήξει σε επιεικέστερο αποτέλεσμα.
- Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΠΡΑΞΗΣ ΣΤΟΝ ΝΕΟ ΠΚ
Με αυτές τις παρατηρήσεις η έννοια της γενετήσιας πράξης στο ισχύον δίκαιο μας αποκτά πολλές φορές ιδιάζουσα σημασία για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και αντιπαραβάλλεται από την χειρονομία ή πράξη γενετήσιου χαρακτήρα. Η πρώτη μας εμπλέκει όπως παραπάνω διευκρινίστηκε κατά κανόνα σε κακουργηματική κατηγορία και περιλαμβάνεται στις περισσότερες ειδικές υποστάσεις των εγκλημάτων του 19ου , σχετικού με την γενετήσια ελευθερία, κεφαλαίου του ΠΚ ενώ η δεύτερη κατά κανόνα σε πλημμεληματική και περιλαμβάνεται στο αδίκημα-ειδική υπόσταση της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρθ.337 ΠΚ) και στο αδίκημα- φάντασμα του ηθικού παρελθόντος της ποινικής προστασίας της γενετήσιας αυτοδιάθεσης- της προσβολής της γενετήσιας ευπρέπειας (άρθ. 353 ΠΚ).
Η διάκριση δεν απαντάται μόνο στα ελληνικά νομικά κείμενα.
Η προαναφερόμενη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης που κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 4531/2018 στην επίσημη ελληνική μετάφραση αναφέρει : «…Άρθρο 36-Σεξουαλική βία συμπεριλαμβανομένου του βιασμού.
- Τα Μέρη λαμβάνουν τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η ποινικοποίηση των ακόλουθων εκ προθέσεως συμπεριφορών:
α) Διάπραξη μη συναινετικής κολπικής, πρωκτικής ή στοματικής διείσδυσης σεξουαλικού χαρακτήρα στο σώμα άλλου ατόμου με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε οργάνου του σώματος ή αντικειμένου.
β) Διάπραξη άλλων μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα με άτομο…».
Σχεδόν αντίστοιχα ο νέος ΠΚ, σε αντίθεση με τον προϊσχύον ΠΚ, δίνει ένα ορισμό της γενετήσιας πράξης και στη παρ. 2 του αρθ.336 ορίζει ότι γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις. Στην αιτιολογική του έκθεση, σελ.66 στο τέλος, αναφέρεται : «Ο όρος «γενετήσια πράξη» έχει την έννοια που προσδιορίζει η νομολογία και η επιστήμη. Πρόκειται για τη συνουσία και άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα, από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως είναι η «παρά φύσιν» συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός ή πεολειξία και η αιδιολειξία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων. Ως χειρονομίες «γενετήσιου χαρακτήρα» νοούνται πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες όμως προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος, που δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη. Τέλος, πράξη γενετήσιου χαρακτήρα είναι συμπεριφορές ή χειρονομίες, οι οποίες κατά την κοινή αντίληψη υπαινίσσονται ή καταδεικνύουν ή παρωθούν σε γενετήσιες πράξεις»
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΕΛΓΗ ΣΤΗΝ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑ ΠΡΑΞΗ.
Οι ελπίδες που γέννησε ένας ορισμός που ήρθε να θετικοποιήσει τον παλαιότερο όρο του νόμου ασελγή πράξη γρήγορα και προς το παρόν τουλάχιστον διαψεύστηκαν. Η ασελγή πράξη παρέμεινε ως όρος στο κείμενο του νόμου και μετά την μετονομασία, το 1984, των εγκλημάτων κατά των ηθών σε εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και σε αυτήν η νομολογία μας συμπεριέλαβε πλήθος πράξεων υπό την ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου, του ηδονιστικού σκοπού του δράστη. Έτσι, χαρακτηριστικά στην Ολ ΑΠ 3/2018 αλλά και στις ΑΠ 931/2012 και ΑΠ 266/2010 ( δημ. ΝΟΜΟΣ οι δικαστικές αποφάσεις παρατίθενται ολόκληρες παρακάτω στο ΕΠΙΜΕΤΡΟ) αναφέρεται : «… Με την έννοια αυτή, αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανήλικου, ο εναγκαλισμός και ο ασπασμός (ή καταφίληση στην ΑΠ 931/2012 και 266/2010) στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφόσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας…». Θα πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι όλες οι προαναφερόμενες αποφάσεις κρίνουν περιπτώσεις με παθόντες ανήλικους και μάλιστα περιπτώσεις όπου οι ψαύσεις και οι θωπείες ή η χρήση γλώσσας στο σώμα αποτελούν μόνο μέρος της παράνομης συμπεριφοράς.
Η ΑΠ 3/2018 κρίνει περίπτωση ολοκληρωμένων σεξουαλικών σχέσεων και όχι μόνο χαδιών και φιλιών μεταξύ νεαρού ενήλικα 20 ετών και ανήλικης 13 ετών και δέχεται υπέρ του νόμου αναίρεση εισαγγελέα. Η ΑΠ 931/2012 κρίνει περίπτωση εξακολουθητικής συμπεριφοράς πατέρα στο ανήλικο τέκνο από το τέταρτο έως το έβδομο έτος της ηλικίας του, η οποία περιελάμβανε, πλην της εκατέρωθεν καταφίλησης με πρωτοβουλία φυσικά του πατέρα στο στήθος και στο λαιμό, πεοθηλάσμο του ανήλικου αγοριού από τον πατέρα του και σε μία τουλάχιστον περίπτωση το αντίστροφο, αλλά και εισχώρηση δακτύλου στον πρωκτό του ανήλικου. Ενώ η ΑΠ 266/2010 έχει το εξής κρίσιμο ιστορικό εξακολουθητικής συμπεριφοράς τουλάχιστον 5 ημερών: «…κατέβαζε την ανήλικη από το κρεβάτι και έχοντας αφαιρέσει τα ρούχα του την έγδυνε, την ανάγκαζε να ξαπλώνει επάνω του, την φιλούσε στο στόμα, την χάιδευε στο στήθος, γλουτούς της, γεννητικά της όργανα και όλο της το σώμα, έβαζε τα δάχτυλό του στον κόλπο της, την κινούσε τρίβοντας το κορμί της στο γεννητικό του όργανο μέχρι εκσπερματώσεως, ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του. Πλέον τούτων ο ίδιος (κατηγορούμενος) ζητούσε από την ανήλικη να του κάνει στοματικό έρωτα αλλά εκείνη αρνιόταν…».
Την ευρεία αυτή έννοια της ασελγούς πράξεως υπό τον προϊσχύον ΠΚ επιβεβαιώνει, με παραπομπές στην αρεοπαγιτική νομολογία, και η πρόσφατη 193/2020 ΜΟΔ Αθηνών (δημ. ΝΟΜΟΣ) που κρίνει περίπτωση επίσης ανήλικης 10 περίπου ετών, η οποία καταθέτει: {…«Εγώ ήμουν στο κρεβάτι με την ξαδέρφη μου και ο … (δεν θέλω να τον λέω θείο μου) πήρε την ξαδέρφη μου, την πήγε στην κούνια και ήρθε και ξάπλωσε πίσω μου σαν σκαμνάκι. Ένιωθα το όργανό του να με πιέζει και άκουγα τον ήχο της ζώνης του. Στη συνέχεια άρχισε να ξεκουμπώνει την πιτζάμα μου και με την παλάμη του άρχισε να με χαϊδεύει στο στήθος μου βίαια. Κατόπιν, με το μεσαίο δάχτυλο του άγγιξε το αιδοίο μου και με έτριβε. Στη συνέχεια, πήρε το χέρι του από το αιδοίο μου και άρχισε να με χαϊδεύει στον ποπό μου και έβαζε το δάχτυλό του ανάμεσα στα οπίσθιά μου. Κατά τη διάρκεια που με θώπευε και με χούφτωνε μούγκριζε, ένιωθα στο σώμα μου την πίεση από το πέος του. Εγώ άρχισα να κλαίω και αυτός με σήκωσε και με πήγε στη θεία μου λέγοντάς της ότι κλαίω γιατί μου λείπουν οι γονείς μου. Επίσης, μου είπε ότι αυτό θα είναι το μυστικό μας και ότι δεν πρέπει να το πω σε κανέναν ούτε στον μπαμπά μου. Το περιστατικό της δεύτερης φοράς έγινε σε αυτό το δωμάτιο, όπου κοιμόμουν μόνη μου. Ήρθε αυτός και έγιναν ακριβώς τα ίδια πράγματα (χειρονομίες, θωπείες, μουγκρητά), απλά εγώ προσποιούμουν ότι κοιμάμαι. Την τρίτη φορά είχε μπει η καινούργια χρονιά και εγώ πάλι προσποιήθηκα ότι κοιμόμουνα. Ήρθε πάλι από πίσω μου σε σκαμνάκι, μου πήρε το χέρι μου και με καθοδήγησε ώστε να τον χαϊδέψω στα γεννητικά του όργανα μέσα από το παντελόνι του. Όπως και τις προηγούμενες φορές αισθάνθηκα την ίδια πίεση από το όργανό του.
Επίσης, την τρίτη φορά με έβαλε να κουνάω το όργανό του. Την τέταρτη φορά έτυχε και είχα πάει στο σπίτι τους (γιατί δεν ήθελα να πηγαίνω πλέον εκεί), ήταν πάλι βράδυ όπως και τις προηγούμενες φορές, άκουσα τη συρόμενη πόρτα και τα βήματά του και κατάλαβα ότι ερχόταν προς το δωμάτιό μου. Πανικοβλήθηκα και άρχισα να φωνάζω. Από τις φωνές ξύπνησε η θεία μου και εγώ για να μην της πω την αλήθεια, της είπα ψέματα ότι είδα κάποιον κλέφτη από το παράθυρο». Η χωρίς αντιφάσεις περιγραφή των ως άνω αναφερομένων γεγονότων σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις εκ μέρους της ανήλικης αποδεικνύει ότι πρόκειται για βιωματική αφήγηση και όχι για φανταστικά γεγονότα…}. Και η απόφαση συμπληρώνει ότι «.. όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (όπως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός), αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατατείνει στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος, τότε δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 του ΠΚ (Ολ. ΑΠ 3/2018, ΑΠ 1046/2019, ΑΠ 1790/2017, ΑΠ 1302/2017, ΑΠ 118/2017 ΤρΝομΠλ Νόμος, ΑΠ 751/2011, ΑΠ 1244/2011 ΤρΝομΠλ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ)…».
Να σημειωθεί ότι η ερμηνεία της ασελγούς πράξης είναι σχεδόν σταθερή σε όλες τις αποφάσεις που χρειάζεται να αναφερθούν σ’αυτήν και σε όλες σχεδόν επαναλαμβάνει, ως κρίσιμα, δύο στοιχεία, ένα «αντικειμενικό» δηλαδή την προσβολή του κοινού αισθήματος της αιδούς και των ηθών και ένα «υποκειμενικό» δηλαδή την διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη όπως στην αμέσως παραπάνω απόφαση αλλά και στην ΑΠ 1329/15 (δημ. ΝΟΜΟΣ) που κάνει δεκτή έφεση εισαγγελέα κατά αποφάσεως ΜΟΔ. Η τελευταία έκρινε ιστορικό κατά το οποίο 14χρονη που την είχαν εμπιστευτεί σε ενηλίκους αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι της μόνη της και στη διαδρομή την ακολούθησε 22χρονος αλβανός υπήκοος και στο ύψος ενός μίνι-μάρκετ «… την άρπαξε από τη μέση απότομα και τη στρίμωξε ανάμεσα σε δύο ψυγεία, αρχίζοντας να τη φιλάει στα μάγουλα προσπαθώντας να τη φιλήσει στόμα, τον οποίο η παθούσα απωθούσε, φωνάζοντας ταυτόχρονα, ενώ ο κατηγορούμενος παρά τις εκκλήσεις της δεν την άφηνε να φύγει, κρατώντας της το χέρι και εξακολουθώντας να τη φιλά στο, πρόσωπο και το λαιμό, τότε η παθούσα με το άλλο της χέρι κάλεσε στο κινητό τη φίλη της Π., η οποία απάντησε, τότε ο κατηγορούμενος, αντιλαμβανόμενος την εν λόγω κίνηση της παθούσας, προσπάθησε να της πάρει τo κινητό και ενώ αυτή εξακολουθούσε και φώναζε της έκλεισε το στόμα. Τότε, η παθούσα σταμάτησε να φωνάζει και αυτός σταμάτησε να της κρατά τα χέρια. Εκείνη τη στιγμή, η παθούσα αντιλήφθηκε ένα αυτοκίνητο και άρχισε να κουνά τα χέρια και να καλεί σε βοήθεια. Το αυτοκίνητο αρχικά προσπέρασε, αλλά μετά ξαναγύρισε και το άτομο που ήταν μέσα σ’ αυτό και συγκεκριμένα γυναίκα ονόματι “Τ.”, συνοδηγός, κατέβασε το παράθυρο φωνάζοντας προς τον κατηγορούμενο “ρε τι κάνεις εκεί”, τότε ο κατηγορούμενος, πήρε το ποδήλατο του και έφυγε…». Ενώ λοιπόν, το ΜΟΔ έκρινε ότι οι παραπάνω πράξεις του κατηγορούμενου δεν πρέπει να υπαχθούν στις ασελγείς πράξεις αλλά στις ασελγείς χειρονομίες και κατά επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από απόπειρα βιασμού τον καταδίκασε για τη σημερινό πλημμέλημα της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας. Ο ΑΠ έκρινε ότι πρόκειται για απόπειρα βιασμού, επειδή κυρίως η σωματική βία δεν υπάρχει στο αδίκημα της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας, και αναφέρει στην απόφαση του: « …Ως ασελγής πράξη νοείται κάθε ενέργεια, που ανάγεται στη γενετήσια σφαίρα και αντικειμενικώς προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας … Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι “ασελγείς χειρονομίες” είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως λ.χ. ψαύσεις ή θωπείες στο στήθος, στους μηρούς κλπ. του παθόντος…».
Ειπώθηκε ότι η διάκριση μεταξύ της ασελγούς πράξης και χειρονομίας είναι εξαιρετικά λεπτή ιδίως όταν πρόκειται για οριακές περιπτώσεις[iii] . Έτσι, οι ψαύσεις των γεννητικών οργάνων κάτω από τα ρούχα άλλοτε κρίνονται ως απλές ασελγείς χειρονομίες (ΑΠ 1880/2019,ΝΟΜΟΣ) και άλλοτε ως βαρύτερες ασελγείς πράξεις (ΑΠ 555/2016,ΝΟΜΟΣ).
Το ιστορικό της πρώτης αντιμετωπίζει περίπτωση όπου ο γνωστός στις ανήλικες κατηγορούμενος : «… ο οποίος βρισκόταν εντός του καταστήματος, αντιλήφθηκε να διέρχονται οι δύο ανήλικες έξω από αυτό και τις κάλεσε εντός αυτού. Πρότεινε να καθίσουν σε καρέκλες και έπειτα προσέφερε σε κάθε μία από δύο ευρώ και καραμέλες. Αυτές δέχθηκαν τα χρήματα και τις καραμέλες και τότε ο κατηγορούμενος κάθισε στην καρέκλα της …., την τράβηξε κοντά του και την έβαλε να καθίσει στα πόδια του. Έπειτα, έβαλε το χέρι του κάτω από το εσώρουχό της και την χάιδεψε στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Αυτή σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να υπάρξει περαιτέρω κλιμάκωση της κατάστασης. Συζήτησε το συμβάν με την φίλη της … και περαιτέρω το συζήτησαν αμφότερες με την φίλη τους …, η οποία τις συμβούλευσε να το αποκαλύψουν στους γονείς τους…», αντιμετωπίζει δηλαδή μεμονωμένο περιστατικό στο οποίο μάλιστα καθόλου δεν απαντάται συνουσία η απομίμηση της.
Αντίθετα, η ΑΠ 555/2016 αντιμετωπίζει και πάλι εξακολουθητική συμπεριφορά θείου προς ανήλικη ανιψιά και συγκεκριμένα : «…Κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.1995 μέχρι τις 11.3.1996, κατά το οποίο η ανήλικη είχε υπερβεί το 12ο έτος της ηλικίας της όχι όμως και το 13ο έτος, ο κατηγορούμενος θείος της,…., με το πρόσχημα να της μάθει να οδηγεί, την επιβίβαζε στο Ι.Χ.Ε αυτοκίνητό του με σκοπό να μείνει μόνος μαζί της και να έχει την ευκαιρία να ενεργεί σε βάρος της ασελγείς πράξεις. Ειδικότερα,…, της έλεγε να πιάσει το τιμόνι του αυτοκινήτου του, ενώ αυτή καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Τότε αυτός άρχιζε να τη θωπεύει στο στήθος και στην περιοχή των γεννητικών της οργάνων, με σκοπό την γενετήσια διέγερσή του…. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι και όλον τον Αύγουστο του ιδίου έτους, οπότε σε μία νέα βόλτα τους, την ξάπλωσε στη θέση του συνοδηγού και μετά από θωπείες των γεννητικών της οργάνων, της είπε “πως είναι καιρός να γίνει γυναίκα” και αφού της αφήρεσε τα ενδύματα της, εισήγαγε το σε στύση πέος του στο αιδοίο της, εκσπερματώνοντας και ικανοποιώντας την γενετήσια επιθυμία του. …Παράλληλα, για να την δελεάσει ώστε να μην αναφέρει τα περιστατικά αυτά που συνεχιζόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα τρεις φορές το μήνα, στους γονείς της, της προσέφερε διάφορα μικροδώρα, όπως ένα ψεύτικο ρολόι, κολόνιες, μπουφάν και μικρά χρηματικά ποσά σταδιακά, ύψους 500-1000 δραχμών συνολικά…, να ενεργεί τις ίδιες ασελγείς πράξεις σε βάρος της αφού την επιβίβαζε στο αυτοκίνητό του και την οδηγούσε σε αγροτικές περιοχές, μερικές δε φορές πήγαινε στο σπίτι της σε ώρες που γνώριζε ότι ήταν μόνη και ερχόταν σε συνουσία μαζί της, εκμεταλλευόμενος το ότι η μητέρα της νοσηλευόταν σε κλινική για μεγάλο χρονικό διάστημα και ο πατέρας της απουσίαζε πολλές ώρες την ημέρα εργαζόμενος ως οικοδόμος.
… Ο κατηγορούμενος συνέχισε τις ασελγείς πράξεις σε βάρος της ανήλικης παθούσας και μετά τη συμπλήρωση του 13ου έτους της ηλικίας της ήτοι μέχρι στις 23.3.1997, οπότε η μητέρα της που είχε, εν τω μεταξύ, βγει από την κλινική …, αντελήφθη…,» .
Ίδια περίπου είναι η περίπτωση της ΑΠ922/13 όπου : «Ο κατηγορούμενος είναι θείος της… Πολλές φορές όταν πήγαινε στο σπίτι του κατηγορουμένου, αυτός ήταν μόνος του. Έτσι, κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα του Απριλίου 2006 έως τα τέλη του ίδιου μήνα, όταν η παθούσα πήγαινε στο σπίτι του κατηγορουμένου και αυτός ήταν μόνος του, ο τελευταίος εκμεταλλευόμενος την υπέρτερη σωματική του δύναμη καθώς και την μικρή ηλικία της παθούσας, η οποία κατά το ως άνω χρονικό διάστημα είχε μεν συμπληρώσει το 13ο έτος της ηλικίας της όχι όμως και το 15ο έτος, γεγονός που το γνώριζε αυτός λόγω της συγγενικής τους σχέσης και της στενής συναναστροφής των οικογενειών τους, εξανάγκασε την παθούσα για τέσσερις φορές τουλάχιστον, μέσα στο παραπάνω χρονικό διάστημα, να ανέχεται παρά τη θέλησή της και τη ρητή εναντίωση της τη διενέργεια ασελγών πράξεων εις βάρος της. Συγκεκριμένα αυτός, αφού την ξάπλωνε στο κρεβάτι ή στον καναπέ του σαλονιού της οικίας του, κατέβαζε το παντελόνι της και το εσώρουχο της και αφού έβγαζε και το δικό του παντελόνι και εσώρουχο, κρατώντας τα χέρια της έτριβε το εν στύσει πέος του στα δικά της γεννητικά όργανα και στη συνέχεια μετέβαινε στην τουαλέτα της οικίας του, όπου και εκσπερμάτωνε. Τα παραπάνω διέπραττε ο κατηγορούμενος με σκοπό διέγερσης και ικανοποίησης της γενετήσιας επιθυμίας του…». Στην απόφαση σημειώνεται : «Όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (όπως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός), αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατατείνει στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος, τότε δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 του ΠΚ».
Την ασαφή ως προς τα όρια και ευρεία αυτή έννοια της νομολογίας προσπάθησε να θετικοποιήσει η ποινική θεωρία με χαρακτηριστικότατο τον ορισμό του Ι. Μανωλεδάκη: « ασελγής πράξη είναι η ενέργεια επί του σώματος του θύματος με την επαφή των γεννητικών οργάνων του ενός τουλάχιστον από τους δύο (δράστη-θύματος) και η οποία κατά την κοινή αντίληψη, αποτελεί υποκατάστατο της συνουσίας».
4.Η ΑΣΕΛΓΗΣ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ.
Ο ορισμός, λοιπόν, της γενετήσιας πράξης στο νέο ΠΚ θα έπρεπε κανονικά να οδηγήσει σε δύο κατηγορίες πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα τα όρια μεταξύ των οποίων να είναι σαφή, ώστε σε ένα κράτος δικαίου εκ των προτέρων να τα γνωρίζει ο πολίτης, αφού μάλιστα η πρώτη κατηγορία της γενετήσιας πράξης οδηγεί σε κακούργημα ενώ, η δεύτερη της χειρονομίας ή πράξης γενετήσιου χαρακτήρα σε πλημμέλημα. Με αφορμή όμως και τη ρήση της αιτιολογικής έκθεσης που παραπάνω εκτέθηκε ότι η γενετήσια πράξη έχει την έννοια που τις δίνει η επιστήμη και η νομολογία, ρήση πάντως που παρεξηγήθηκε αφού δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην την υπάρχουσα επιστήμη και νομολογία, οι οποίες μάλιστα διαφωνούν, αλλά μπορεί να σημαίνει την επιστημονική και νομολογιακή ερμηνεία του όρου που θα προκύψει από την εφαρμογή της νέας διάταξης, η υπό τον νέο ΠΚ, ΑΠ 885/2022 επιμένει:
« απαιτείται η διενέργεια γενετήσιων πράξεων, που κατ` άρθρο 336 παρ. 2 του ισχύοντος Π.Κ. είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις, όπως είναι η “παρά φύσιν” συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία και η αιδοιολειξία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων, δεν περιλαμβάνονται όμως πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος που δεν εξικνούνται όμως σε γενετήσια πράξη (Α.Π. 441/2020). Ο κύριος γνώμονας για το εάν μια πράξη πρέπει να χαρακτηριστεί ως “γενετήσια” είναι η ένταση της προσβολής του έννομου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας του θύματος.
Κατά συνέπεια, πράξεις με έντονο σεξουαλικό χαρακτήρα, όπως είναι η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων του ανηλίκου, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανηλίκου, η προστριβή του γεννητικού μορίου του δράστη στο σώμα του θύματος, ο εναγκαλισμός και ο ασπασμός στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφόσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, θεωρούνται γενετήσιες πράξεις, κατά τον νέο Π.Κ., που τέθηκε σε ισχύ από 1-7-2019, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας (Ολ. Α.Π. 3/2018).
Τα παραπάνω είναι σύμφωνα και με το άρθρο 36 παρ. 1 και 2 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, που κυρώθηκε με το Ν. 4531/2018 και έχει υπερνομοθετική ισχύ. Κατά την εν λόγω διάταξη, η ποινικοποίηση των πράξεων κατά της γενετήσιας ελευθερίας πρέπει να αφορά όχι μόνο τη “διάπραξη μη συναινετικής, κολπικής ή στοματικής διείσδυσης σεξουαλικού χαρακτήρα στο σώμα άλλου ατόμου με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε οργάνου του σώματος ή αντικειμένου”, αλλά και “τη διάπραξη άλλων μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα”.
Υπό το πρίσμα αυτό, ο όρος της “γενετήσιας πράξης” δεν παρεκκλίνει ουσιωδώς από τον προαναφερθέντα ορισμό της “ασελγούς πράξης”, όπως ερμηνευόταν, υπό την αυστηρή της εκδοχή, από τη μέχρι τώρα νομολογία των δικαστηρίων στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, στα οποία περιλαμβάνονται και οι περιπτώσεις των προαναφερόμενων διατάξεων του άρθρου 345 του ισχύοντος Π.Κ. (Α.Π. 478/2020)…». Να σημειωθεί πάντως ότι η απόφαση κρίνει ιστορικό πατέρα προς για όπου «… ο κατηγορούμενος, αφού έθεσε στο μόριό του προφυλακτικό (το οποίο ο ανήλικος περιέγραψε ως μπαλόνι που γεμίζει νερό), αφαίρεσε τα ρούχα του ανήλικου παιδιού του, και τον έθεσε γυμνό να καθίσει επάνω του, με τρόπο ώστε το πέος του ιδίου να έρχεται σε επαφή με τον πρωκτό του ανήλικου υιού του, προκειμένου, δια της τριβής, και χωρίς να προβεί σε διείσδυση και σε συνουσία με τον υιό του, ως διαπιστώθηκε από την από 23-1-2015 κλινική εξέταση του ανηλίκου που ακολούθησε (βλ. την υπ` αριθμ. πρωτ. … – … από 23-1- 2015 ιατροδικαστική έκθεση του Ιατροδικαστή ……………), να ικανοποιηθεί η γενετήσια επιθυμία του. Οι εν λόγω δε πράξεις είχαν έντονο ηδονιστικό χαρακτήρα και προσέβαλαν την αγνότητα της νεαρής ηλικίας του ανωτέρω ανήλικου παθόντος και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξή του….».
- ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ. Η ΑΝΑΓΚΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΠΡΑΞΗΣ.
Ωστόσο, αυτό που μπορεί να παρατηρηθεί από την παράθεση των παραπάνω χωρίων από τη νομολογία μας είναι ότι μπορεί να περιέλαβαν στον ορισμό του προγενέστερου όρου, της ασελγούς πράξης και στον νεότερο της γενετήσιας πράξης, μία μεγάλη γκάμα ενεργειών που απομακρύνονται από την συνουσία και τις απομιμήσεις της, τα ιστορικά όμως που αντιμετώπισαν, είτε αποτελούσαν αποκλειστικά συνουσία ή απομιμήσεις της (ή απόπειρα τους), είτε αυτές συνυπήρχαν με τις ελαφρότερες ψαύσεις και θωπείες ακόμα και στα γενετήσια όργανα, πάνω ή κάτω από τα ρούχα, καταφίληση ή απλό φιλί στο σώμα ή στο πρόσωπο. Το ίδιο με ανάλογα ιστορικά συμβαίνει και με τις ΜΟΔ Βόλου 5-11/2020, Συμ.Εφ.Θες/νίκης 604/2019, ΑΠ 101/21, ΑΠ 761/2020, ΑΠ 1135/2020, ΑΠ 266/2010, ακόμα και με την 50/55 Εφ Αιγ. το ιστορικό της οποίας πάντως εκτός των έντονων θωπειών κάτω από τα ρούχα τριών ανήλικων από 9 έως 12 ετών κοριτσιών, ακόμα και των γεν. οργάνων ενός εξ αυτών περιλαμβάνει και ενέργεια για συνουσία. Αντίθετα, στην περίπτωση της ΑΠ1880/2019 που παραπάνω εκτέθηκε, το ιστορικό της οποίας πράγματι περιορίζονταν σε θωπεία των γεννητικών οργάνων κάτω από τα ρούχα δόθηκε ο ελαφρύτερος πλημμεληματικός χαρακτηρισμός της ασελγούς χειρονομίας ή της σημερινής χειρονομίας γενετήσιου χαρακτήρα. Το ίδιο συνέβη με περίπου ανάλογα ιστορικά και στις ΑΠ 1450/2019 , ΑΠ 985/15.
Με αυτές τις σκέψεις, ο γράφων θέλει αρχικά να ισχυρισθεί ότι από την μελέτη της νομολογίας, αυτή, παρά την αυστηρή εκδοχή της ασελγούς πράξης και του ομοίου περιεχομένου γενετήσιας που διακηρύττει ότι υιοθετεί κατά τα ανωτέρω, σε περιπτώσεις όπου στην κρινόμενη συμπεριφορά δεν υπάρχει συνουσία ή απομίμηση της, παρά μόνο θωπείες και φιλιά, και όχι μόνο στιγμιαία όπως φαίνεται να απαιτεί, οδηγείται κατά κανόνα όχι στην κακουργηματική, αλλά στην πλημμεληματική αξιολόγηση της συμπεριφοράς αυτής (βλ. όμως και την ΜΟΕ Αιγαίου 20-30/ 2022 και την παλαιότερη
ΑΠ 1454/1998 ). Αυτό παρατηρείται [iv]ότι συμβαίνει και με τα δικαστήρια της ουσίας δηλαδή μέχρι το Μικτό Ορκωτό Εφετείο τα οποία δέχονται σχετικούς αυτοτελείς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων και μετατρέπουν τον χαρακτηρισμό από ασελγή πράξη ή πλέον γενετήσια σε ασελγή χειρονομία ή πλέον γενετήσιου χαρακτήρα. Θέλει όμως, κυρίως να ισχυρισθεί ότι από την παρατήρηση των ιστορικών που εμφανίζονται στη νομολογία, τα οποία κατά τα ανωτέρω στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις περιέχουν πάντως συνουσία ή απομίμηση της, δεν υπάρχουν ισχυροί λόγοι αντεγκληματικής πολιτικής (παρότι μάλιστα ότι στην πλειονότητα των οδηγούμενων στην δικαιοσύνη περιπτώσεων τα θύματα είναι ανήλικοι και η αλήθεια είναι ότι προστατεύεται η γενετήσια ελευθερία τους στη γέννηση της και δέχεται την μεγαλύτερη δυνατή προσβολή χωρίς να χρειαστεί να καταφεύγουμε σε επιπλέον έννομα αγαθά όπως η αγνότητα της παιδικής ηλικίας) , για τους οποίους αξίζει η νομολογία αυτή να παραβιάζει, πλέον εμφανέστατα, το γράμμα του νόμου και κατ’ επέκταση μία πολύ σημαντική αρχή του κράτους δικαίου, αυτήν του ορισμένου της τυποποίησης των εγκλημάτων.
Πράγματι, όσο στο κείμενο του νόμου παρέμενε το επίθετο ασελγής πλάι στην πράξη, μία αξιολογική έννοια, η πάγια ερμηνεία του όρου ως « κάθε ενέργεια, που ανάγεται στη γενετήσια σφαίρα και αντικειμενικώς προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας» προσπάθησε, αν μη τι άλλο, να θετικοποιήσει κάτι που στη πραγματικότητα δεν θα μπορούσε a priori να ορισθεί με ακρίβεια. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι η ελληνική θεωρία στηλίτευσε περιπτώσεις όπου αυτό το υποκειμενικό στοιχείο του ηδονισμού οδήγησε στην άδικη απαλλαγή του δράστη, όπως αυτού που εξανάγκασε το θύμα του να εισάγει ένα αγγούρι στον πρωκτό του, όπου το εισήγαγε επανειλημμένα και ο ίδιος ο δράστη. Ο δράστης απηλλάγη για βιασμό και καταδικάσθηκε μόνο για παράνομη βία επειδή δεν είχε σκοπό ηδονισμού, αλλά εκδίκησης, καθώς θεωρούσε το θύμα υπαίτιο για την απόπειρα αυτοκτονίας της κόρης του. [v]
Σήμερα, όμως, που ο όρος είναι η γενετήσια πράξη και η διείσδυση ,ως το κύριο χαρακτηριστικό της συνουσίας ή οι απομιμήσεις της, το σαφή περιεχόμενο της έννοιας, που προκύπτει όχι μόνο από την γραμματική και συστηματική (δηλ. εντός της δομής του ΠΚ)ερμηνεία αλλά και με νομοθετική διάταξη, η εμμονή της νομολογίας μας σε ένα παλαιό ορισμό δεν συμβάλει προς μία δικαιοκρατική κατεύθυνση τόσο για το ορισμένο της ποινικής πρόβλεψης και της ασφάλειας δικαίου όσο και για την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας . Απαραίτητη είναι στο δίκαιο μας μία κλιμάκωση του αδίκου και της απειλούμενης ποινής ανάλογη με την βαρύτητα της προσβολής.[vi]
Επιλογικά, να σχολιασθεί ότι η πρόσφατη νομολογία, όπως η παραπάνω ΑΠ 885/22, προκειμένου να εμμείνει στο παλαιό ορισμό της γενετήσιας πράξης και στο παλαιό αρκετά απροσδιόριστο εύρος της έννοιας χρησιμοποιεί στην επιχειρηματολογία της και την προαναφερόμενη υπό 2 Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία απαιτεί πέραν της ποινικοποίησης της κάθε μορφής διείσδυσης με όργανο του σώματος ή αντικειμένου και την ποινική τιμώρηση κάθε άλλης σεξουαλικής πράξης μη συναινετικού χαρακτήρα. Ισχυρός αντίλογος στη χρήση αυτή είναι ότι η σύμβαση δεν απαιτεί την ίση τιμώρηση των συμπεριφορών αυτών. Αντίθετα η διάκριση τους στη σύμβαση αποτελεί ακριβώς ένδειξη της ανάγκης διαφοροποίησης τους και θεωρεί την συνουσία και τις απομιμήσεις της ως την βαρύτερη συμπεριφορά. Εξάλλου, η σύμβαση αποτελεί δημιούργημα περισσότερων εθνικών νομοθεσιών και αντιλήψεων. Τόσο λοιπόν στην Sexual Offences Act 2003 του Ηνωμένου Βασιλείου όσο και στον Code Penal (art.222-22 έως 222-33) της Γαλλίας υπάρχει διάκριση και σημαντική διαφοροποίηση στην επιβαλλόμενη ποινή μεταξύ Rape-Assault by penetration/Viol και των Sexual assault /Des autres agressions sexuelles. Και στις δύο νομοθεσίες η διείσδυση(penetration- pénétration sexuelle),με κάθε μέρος του σώματος ή όργανο, αποτελεί την κρίσιμη μυική κίνηση της διαφοροποίησης ενώ κατά τα λοιπά το εύρος των εννοιών διαφέρει. Πρέπει να τονισθεί πάντως ότι οι μη περιέχουσες διείσδυση παράνομες σεξουαλικές συμπεριφορές στα δίκαια αυτά έχουν σε γενικές γραμμές πολύ πιο αυστηρό πλαίσιο ποινής από τη δική μας χειρονομία γενετήσιου χαρακτήρα.
- ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Αμέσως ακολουθούν ολόκληρες οι δικαστικές αποφάσεις με τη σειρά που παραπάνω τις μνημονεύσαμε, ελήφθησαν δε από την Τράπεζα νομικών πληροφοριών NOMOS:
- I) Αριθμός 3/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Πέππα Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Γεώργιο Σακκά, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδοπούλου, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Πηνελόπη Ζωντανού και Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπροέδρους, Δημητρούλα Υφαντή, Ιωσήφ Τσαλαγανίδης, Ευγενία Προγάκη, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Ειρήνη Καλού, Χρήστο Βρυνιώτη, Δημήτριο Γεώργα, Διονυσία Μπιτζούνη, Γεώργιο Χοϊμέ, Μαρία Νικολακέα, Αβροκόμη Θούα, Ιωάννη Φιοράκη, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Γεώργιο Μιχολιά, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Παρασκευή Καλαϊτζή, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Μαρία Γκανιάτσου, Μαρία Τζανακάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Γεώργιο Αποστολάκη, Αρετή Παπαδιά, Κωνσταντίνο Πιτταρά, Γεώργιο Παπανδρέου, Αντιγόνη Καραϊσκου – Παλόγου, Κυριάκο Οικονόμου, Ευφροσύνη Καλογεράτου – Ευαγγέλου, Αναστασία Περιστεράκη, Βασιλική Μπαζάκη – Δρακούλη, Σοφία Τζουμερκιώτη – Εισηγήτρια, Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Χρήστο Τζανερρίκο και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως υπέρ του νόμου κατά της υπ’ αριθ. 130/2015 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Κατερίνης. Με κατηγορούμενο τον (ον.) .. ().. του .. κάτοικο …, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αφού δεν κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επειδή πρόκειται για αναίρεση υπέρ του νόμου η οποία δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντά του, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ.2. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κατερίνης, με την ως άνω απόφασή του, αποφάνθηκε περί όσων λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία … Ιουνίου 2017 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου …….. και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ……
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Κατά το άρθρο 505 παρ.2 ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ.2 του ιδίου Κώδικα. Ύστερα από αυτή την προθεσμία μπορεί να ασκήσει αναίρεση μόνο υπέρ του νόμου για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510, καθώς και για οποιαδήποτε παράβαση των τύπων της διαδικασίας, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων. Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση, με αριθμό έκθεσης …-6-2017, αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόμου του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της 130/2015 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Κατερίνης, με την οποία κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος .. () .. () του .., κάτοικος …, για την αξιόποινη πράξη της αποπλάνησης παιδιού που έχει συμπληρώσει τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, κατ’ εξακολούθηση (άρθρα 26 παρ.1α’ , 27 παρ.1, 51, 52, 60, 63, 98 παρ.1 και 339 παρ.1 περ. β’ ΠΚ), νομίμως εισάγεται προς εκδίκαση στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (άρθρα 505 παρ. 2, 513 παρ.1 εδ. τελευταίο ΚΠΔ και 23 παρ.1 εδ. β’ και 2 στοιχ. α’ του ν. 1756/1988 “Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών”, όπως οι παράγραφοι αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το άρθρο 16 παρ.1 του ν. 2331/1995), ασκήθηκε δε νομοτύπως, με δήλωση του άνω Αντεισαγγελέα στο Γραμματέα του Αρείου Πάγου (άρθρα 474 παρ.1 και 509 παρ.1 ΚΠΔ), για το λόγο της εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ. Επειδή δε ασκείται υπέρ του νόμου, δεν υπόκειται σε ορισμένη προθεσμία, αλλά μπορεί να ασκηθεί και μετά το αμετάκλητο της απόφασης, ενώ, από την άσκησή της δεν βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων.
Συνεπώς, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί η βασιμότητα του λόγου της.
2.Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ.1 του ΠΚ “Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών [….]”. Από την ως άνω διάταξη, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από γενετήσια άποψη, πράξης με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σε αυτήν ως προς την ηλικία διακρίσεις και προβλεπόμενες αντίστοιχα ποινές, η οποία, αντικειμενικά μεν, προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Με την έννοια αυτή, αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανήλικου, ο εναγκαλισμός και ο ασπασμός στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφόσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Ο δράστης πρέπει να γνωρίζει, ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 15 ετών, αρκεί, όμως, ως προς το σημείο αυτό και ο ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει όταν ο δράστης αμφιβάλλει ως προς την ηλικία του παθόντος. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ’ αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχουν σημασία. Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης, κατά το όρθρο 510 παρ.1 περ. Ε’ ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 3/2008). 3. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 130/2015 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Κατερίνης, ο κατηγορούμενος .. () .. () του .., κηρύχθηκε αθώος, κατά πλειοψηφία (με 4 ψήφους έναντι 3), για την αξιόποινη πράξη της αποπλάνησης παιδιού, που είχε συμπληρώσει τα δώδεκα, όχι όμως και τα δεκατέσσερα έτη, κατ’ εξακολούθηση και συγκεκριμένα κηρύχθηκε αθώος του ότι: “Στο …, σε άγνωστο ακριβές χρονικό σημείο, σε κάθε περίπτωση από τα τέλη του μηνός Ιουλίου έως 18-9-2012, ενήργησε κατ’ εξακολούθηση ασελγείς πράξεις με πρόσωπο που συμπλήρωσε τα δώδεκα, αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη και ειδικότερα ήλθε τρεις φορές τουλάχιστον σε συνουσία με τη … του .., που γεννήθηκε στις 27-7-1999”. Για το σχηματισμό της αθωωτικής κρίσης του, το δικαστήριο δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι από τα αναφερόμενα κατ’ είδος αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, κατά πιστή αντιγραφή, πραγματικά περιστατικά: “Η παθούσα και μάρτυρας υπεράσπισης συνήψε ερωτική σχέση με τον κατηγορούμενο τον Ιούλιο του 2012, ενόσω ήταν 13 ετών (γεννήθηκε στις 27-7-1999). Ήδη από την 6η τάξη του Δημοτικού Σχολείου χρησιμοποιούσε το facebook της μητέρας της, με αποτέλεσμα να δημιουργεί επαφές και γνωριμίες με διάφορα παιδιά του χωριού, όπου κατοικούσε (…), τα οποία εν συνεχεία συναντούσε στην κεντρική πλατεία και δημιουργούσε τις φιλικές της παρέες.
Ο κατηγορούμενος ανήκε στην παρέα της και η επικοινωνία μαζί του έγινε αρχικά μέσω του facebook. Οι έντονες εφηβικές ανησυχίες της αλλά και οι διαταραγμένες σχέσεις των γονιών της, βρήκαν καταφύγιο στο φιλικό δεσμό που ανέπτυξε με τον 20χρονο τότε κατηγορούμενο, ο οποίος εν συνεχεία εξελίχθηκε σε ερωτικό δεσμό.
Κατά την αυτοπρόσωπη μαρτυρία της στο ακροατήριο, το Δικαστήριο (16 πλέον ετών), είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει την όψιμη σωματική αλλά και πνευματική ανάπτυξή της. Η έντονη προσωπικότητά της αλλά και η ευφυΐα της είναι εμφανείς. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε και ο ψυχίατρος- πραγματογνώμονας, ο οποίος κατέθεσε ότι η ωριμότητά της είναι σαν κοπέλας 25 ετών. Αυτά τα χαρίσματα που θα της επέτρεπαν να σπουδάσει, αλλά και η υπερτροφική αγάπη του πατέρα της, τον οδήγησαν σε απεγνωσμένες προσπάθειες διακοπής αυτής της σχέσης. Χειροδίκησε πολλές φορές τόσο κατά του κατηγορουμένου, όσο και κατά της θυγατέρας του, με αποτέλεσμα να ενισχύει ακόμα περισσότερο τη διάθεσή της για να απομακρυνθεί από την πατρική οικογένειά της και να βρει καταφύγιο ηρεμίας στη σχέση της με τον κατηγορούμενο. Ο τελευταίος, παρά τα 20 έτη του κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, ήταν ανώριμος ηλικιακά, πλην όμως ευαίσθητος ψυχικά. Σε ένα σημείο της απολογίας του αναφέρει ότι, ενόσω η παθούσα του διηγούταν τις βίαιες προσβολές και χειροδικίες του πατέρα της εναντίον της, έκλαιγε και αυτός μαζί της. Καμία ένδειξη για πλάνη, απάτη ή απειλή ως προς τη βούληση της παθούσας για σύναψη ερωτικής σχέσης δεν προέκυψε. Πολλώ δε μάλλον για αποπλάνησή της, δηλ. εξαπάτησή της για την τέλεση άλλων πράξεων και όχι των ερωτικών εκ μέρους του κατηγορουμένου. Σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα (ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας επιβάλλει τον εμβολιασμό του τραχήλου της μήτρας ήδη από τα 12 έτη), όσο και με βάση τις κοινωνικές αντιλήψεις στη σύγχρονη Ελλάδα (βλ. κατάθεση του ιατρού-γυναικολόγου, ….), η ερωτική δραστηριότητα ανηλίκου στα 13 έτη δεν είναι συχνό φαινόμενο, αλλά όχι και ανύπαρκτο. Άλλωστε, ο ελληνικός νόμος επιτρέπει την τέλεση γάμου με ανήλικο, κατόπιν αδείας, ήδη από το 10ο έτος. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονισθεί ότι, σύμφωνα με την παρ.3 του ίδιου άρθρου (339 ΠΚ), σε περίπτωση τέλεσης γάμου μεταξύ του υπαιτίου και της παθούσας, η ποινική δίωξη θα κηρυσσόταν απαράδεκτη. Εύκολα θα μπορούσε ο κατηγορούμενος να απαλλαχθεί της κατηγορίας με την τέλεση γάμου με την παθούσα, η θετική βούληση της οποίας αποσαφηνίσθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία. Θα μπορούσε δηλ. να εκμεταλλευθεί την έντονη επιθυμία της κοπέλας για διατήρηση αυτής της σχέσης (ήδη σήμερα που είναι 16 ετών έχει απομακρυνθεί από την πατρική οικογένειά της και διαβιεί μόνιμα με τον κατηγορούμενο) και να τελέσει γάμο μαζί της, έστω και εικονικό, προκειμένου να αποφύγει την κατηγορία. Πολλώ δε μάλλον που κρατήθηκε προσωρινά για αυτή την αιτία, στη φυλακή Γρεβενών, επί 6μηνο […]. Αυτή η ανωριμότητά του (συγκατοικεί με τη μητέρα του, η οποία ως οικονομική μετανάστης από την Αλβανία εργάζεται και τον συντηρεί) όχι μόνο δεν του επιτρέπει να τελέσει γάμο με την παθούσα, αλλά αποτελεί και την αδιάψευστη απόδειξη ότι καμία τέλεση ασελγούς πράξης εις βάρος της παθούσας δεν συνέβη χωρίς τη θέλησή της. Όσον αφορά τον επηρεασμό της βούλησης της παθούσας μέσω της χρήσης ουσιών, που υπαινίχθηκε η πλευρά της πολιτικής αγωγής, η κατάθεση του ψυχιάτρου, υπευθύνου του …, ήταν σαφώς αρνητική. Τέλος, σε περίπτωση κατάφασης της ενοχής του κατηγορουμένου, θα έπρεπε το Δικαστήριο να προβληματισθεί σχετικά με την επιδίκαση της αιτηθείσας χρηματικής ικανοποίησης των πολιτικώς εναγόντων- γονέων της, δεδομένου ότι στο ίδιο Δικαστήριο κατά την πολιτική διαδικασία η άρνηση χορήγησης άδειας τέλεσης γάμου εκ μέρους των γονέων της παθούσας, θα ελεγχόταν για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (25 παρ.3 Συντ.).
Συνεπώς, συνεκτιμώντας το Δικαστήριο τις ανωτέρω ειδικές περιστάσεις του τόπου, του χρόνου και των ιδιαίτερων στοιχείων της προσωπικότητας των διαδίκων, αποφαίνεται ότι πρέπει να αρθεί το άδικο των υπό κατηγορία πράξεων και συνεπώς, εφόσον δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 339 ΠΚ περί αποπλάνησης ανηλίκων, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος, κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη του Δικαστηρίου”. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κατερίνης, με το να δεχθεί ότι δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο ως άνω εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού, διότι, κατά τις παραδοχές του, οι
κατ’ εξακολούθηση ασελγείς πράξεις που ενήργησε σε βάρος της ανήλικης έγιναν με τη θέλησή της και ως εκ τούτου αίρεται ο άδικος χαρακτήρας του εν λόγω εγκλήματος, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 ΠΚ, την οποία ευθέως παραβίασε, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, η συναίνεση της ανήλικης δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της ως άνω αξιόποινης πράξης. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Ε’ ΚΠΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη αμετάκλητη απόφαση υπέρ του νόμου, κατ’ άρθρο 505 παρ.2 ΚΠΔ, χωρίς όμως αποτελέσματα ως προς τους διαδίκους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί υπέρ του νόμου την 130/2015 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Κατερίνης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιουνίου 2018.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Ιουνίου 2018.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Α.Σ.
- II) ΑΡΙΘΜΟΣ 931/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο – Εισηγητή, και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου- ΠετρουΛ., Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Μαΐου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ε. Π. του Π., κατοίκου ……. , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Δημητρακόπουλο, περί αναιρέσεως της 3620/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο
αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 9 Φεβρουαρίου και 20 Φεβρουαρίου 2012 αιτήσεις του αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 494/2012.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 9.2.2012 και 20.2.2012 (με αριθ. πρωτ. 1155 και 1492/2012, αντιστοίχως) αιτήσεις του Ε. Π. του Π., για αναίρεση της υπ` αριθ. 3620/2011 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να θεωρηθεί η δεύτερη ως συμπληρωματική της πρώτης, με την οποία συνεξετάζεται, ενόψει του ότι δεν έχει προηγηθεί κρίση επ` αυτής (άρθρο 514 εδάφ. γ` ΚΠοινΔ), όπως, άλλωστε, ζητεί και ο ίδιος ο αναιρεσείων.
Από την διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του ΠΚ (όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, ήτοι πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 3§4 του Α` Κεφαλαίου του ν. 3727/2008), που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλανήσεως παιδιού απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από οποιαδήποτε άποψη, πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Με την έννοια αυτή αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανήλικου, ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφ` όσον κατατείνουν στην διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος άμεσος ή ενδεχόμενος και πρέπει να καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία και ιδίως γνώση της ηλικίας του παθόντος, δηλ. θεμελιώνεται ενδεχόμενος δόλος αν ο δράστης αμφιβάλλει και αδιαφορεί συνάμα περί της ηλικίας του παθόντος. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ` αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχει σημασία. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 337 παρ.1 ΠΚ, “όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή”. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, “με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος των 12 ετών”. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι “ασελγείς χειρονομίες” είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως λ.χ. ψαύσεις, ή θωπείες στο στήθος, στους μηρούς κ.λπ. του παθόντος. Οι “προτάσεις” μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες που πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή. Για τη στοιχειοθέτηση δε της υποκειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της πράξεως. Οταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (ως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός), αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατέτεινε στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος, τότε δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 του ΠΚ.
Τέλος, αν περισσότερες διακεκριμένες πράξεις του δράστη στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου, πρόκειται για έγκλημα κατ` εξακολούθηση (άρθρο 98 ΠΚ).
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Οταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων,
η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, από το άρθρο 178 του ΚΠοινΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη ως αποδεικτικό μέσο αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο, κατ` εφαρμογή του άρθρου 177 του ίδιου Κώδικα, με την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων. Οφείλει, όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Σε κάθε άλλη περίπτωση και ειδικότερα επί ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης (απλής γνωματεύσεως ή γνωμοδοτήσεως) ή πραγματογνωμοσύνης που ενεργήθηκε δυνάμει αποφάσεως πολιτικού δικαστηρίου ή χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις το πόρισμά της εκτιμάται ελευθέρως μαζί με τις άλλες αποδείξεις. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα αποπλανήσεως ανηλίκου που δεν είχε συμπληρώσει το 10ο έτος της ηλικίας του, κατ` εξακολούθηση από κοινού και κατά μόνας, σε βάρος του Π. Π., πράξη που τέλεσε με τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και του ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά από αυτήν, και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: “…αποδείχθηκαν…τα εξής: Η εγκαλούσα Κ. Γ. και ο πρώτος των εκκαλούντων κατ/νων Ε. Π. (αναιρεσείων) τέλεσαν νόμιμο γάμο στη Θεσσαλονίκη, στις 28-9-1989 και απέκτησαν από τον γάμο τους ένα αγόρι, τον Π., που γεννήθηκε μετά από εννέα περίπου έτη, και συγκεκριμένα στις 2-3-1998. Η έγγαμη ζωή του ζευγαριού διήρκεσε μέχρι τις 29-10-2001, οπότε και διασπάστηκε οριστικά, με την αποχώρηση του συζύγου (1ου κατηγορουμένου) από τη συζυγική στέγη, και ήδη ο γάμος τους έχει λυθεί αμετακλήτως. Μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους, η επιμέλεια του ανηλίκου γιου τους, με την υπ` αριθμ. 7/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Διατροφών) ανατέθηκε αποκλειστικά στην εγκαλούσα, σύμφωνα με το από 5-7-2002 συμφωνητικό τους, με το οποίο είχαν συμφωνήσει την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους να ασκεί αποκλειστικά η μητέρα του, ο δε σύζυγος (1ος κατ/νος) υποχρεώθηκε να καταβάλλει μηνιαίως διατροφή για το τέκνο τους, ενώ ρυθμίστηκε και το δικαίωμα επικοινωνίας του με αυτό και μάλιστα ως εξής:…Λίγον καιρό μετά την έναρξη της επικοινωνίας του 1ου κατ/νου με το ανήλικο τέκνο του, το παιδί άρχισε να είναι απρόθυμο έως αρνητικό να ακολουθήσει τον πατέρα του και, σε σχετικές ερωτήσεις της μητέρας του (ήδη εγκαλούσας της παραπονέθηκε ότι ο πατέρας του το χτυπούσε, ενώ ήδη η συμπεριφορά του παιδιού είχε αρχίσει να αλλάζει όταν επέστρεφε από το σπίτι του πατέρα του. Ετσι, το βράδυ της 19-5-1992 (εννοεί “2002”), όταν η μητέρα έβαλε τον μικρό στο κρεβάτι για ύπνο, εκείνος – ηλικίας τότε τεσσάρων ετών – της ζήτησε να κάνουν αυτά που κάνει με τον μπαμπά του και, όταν η μητέρα του τον ρώτησε τι εννοεί, της ζήτησε να γδυθεί και να ξαπλώσει στο κρεβάτι μαζί του. Η μητέρα του ξεκούμπωσε το πάνω μέρος της πιτζάμας της και ξάπλωσε πλάι του, και τότε το παιδί άρχισε να τη φιλάει στον λαιμό, κατεβαίνοντας προς το στήθος για να πιπιλίσει τη θηλή της. Τον Σεπτέμβριο του 2003, η μητέρα του Π. – ηλικίας τότε πεντέμισυ ετών – αντιλήφθηκε ότι ο γιος της, κρυμμένος κάτω από το τραπέζι της τραπεζαρίας, είχε κατεβάσει το παντελονάκι του και το εσώρουχό του και, βάζοντας σάλιο στα δάχτυλά του, προσπαθούσε να φθάσει το πέος του και να το βάλει στο στόμα του και, όταν τον ρώτησε τι προσπαθεί να κάνει, εκείνος απάντησε ότι δεν μπορεί να φθάσει το πέος του και να το πιπιλίσει, όπως το κάνει ο πατέρας του, που το σαλιώνει. Ακολούθως, τον Δεκέμβριο του 2003, η γιαγιά του ανηλίκου – μητέρα της μητέρας του – αντιλήφθηκε τον εγγονό της να προσπαθεί να βάλει ένα μολύβι στον πρωκτό του, πράγμα που επανέλαβε και δύο ακόμα φορές, όπως διαπίστωσε η μητέρα του, η οποία ρώτησε τον μικρό γιατί το κάνει αυτό, εκείνος δεν της έδωσε καμία εξήγηση. Τον Σεπτέμβριο του 2004, ενώ ο ανήλικος ήταν ήδη εξήμιση ετών, επιστρέφοντας από τις καλοκαιρινές διακοπές που είχε περάσει στην Αυλίδα Ευβοίας με τον πατέρα του, εκμυστηρεύθηκε στη μητέρα του ότι, στη διάρκεια των διακοπών, κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι με τον πατέρα του και τον φίλο του πατέρα του τον Λ.. Τότε η μητέρα, θορυβημένη, απευθύνθηκε στη Μονάδα Κοινωνικής Μέριμνας του Δήμου Δάφνης Αττικής και ανέφερε όλα τα ανωτέρω περιστατικά, ζητώντας να τη βοηθήσουν να αντιμετωπίσει την κατάσταση, τα ίδια δε περιστατικά, μετά την υποβολή εγκλήσεως από τη μητέρα του κατά του πατέρα του, επιβεβαίωσε ο ανήλικος Π., κατά τη διάρκεια της διαταχθείσας κυρίας ανακρίσεως, ενώπιον της 6ης Τακτικής Ανακρίτριας Αθηνών, στην από 13-7-2007, χωρίς όρκο κατάθεσή του, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρει και τα εξής: “Ότι, όταν τον έπαιρνε ο πατέρας του στο σπίτι, κοιμόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο, σε δύο κρεβάτια κολλητά μεταξύ τους, ότι κάποιες φορές ο πατέρας του κοιμόταν και με τον φίλο του τον Λ. και ότι τον χάιδευαν παντού, ακόμα και στα γεννητικά του όργανα, πάνω από το σλιπάκι του. Ότι, από τότε που χώρισαν οι γονείς του, όταν ο πατέρας του τον έπαιρνε στο σπίτι του, πήγαινε στο κρεβάτι του, τον έβαζε να τον φιλάει στον λαιμό και να του πιπιλάει το στήθος και το ίδιο έκανε και ο πατέρας του σ` εκείνον. Ότι ο πατέρας του άρχισε να του γλείφει το πουλάκι του και να το βάζει στο στόμα του, ότι του ζητούσε να κάνει το ίδιο και στο δικό του πουλάκι, αλλιώς δεν θα του έπαιρνε το απόγευμα παγωτό και έτσι το έκανε, αλλά επειδή έκανε εμετό, δεν τον έβαλε να το ξανακάνει. Ότι, όταν πήγαινε στο μπάνιο να πλυθεί, ο πατέρας του έβαζε το δάχτυλο στον ποπό του βαθειά και το κουνούσε κάθε φορά που πλενόταν μετά την τουαλέτα. Ότι όλα αυτά δεν τα έλεγε στη μητέρα του, γιατί ο πατέρας του απειλούσε ότι θα τη σκοτώσει”. Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2004, ο ανήλικος Π., όταν ο πατέρας του, ασκώντας το δικαίωμα επικοινωνίας, πήγε να τον πάρει από το σπίτι της μητέρας του, αρνήθηκε κατηγορηματικά να τον ακολουθήσει, με αποτέλεσμα ο πατέρας του να ζητήσει κατ` επανάληψη της επέμβαση της Αστυνομικής Αρχής, ενώ άσκησε και αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την οποία, επικαλούμενος μεταβολή των συνθηκών, ζήτησε να ανακληθεί η υπ` αριθμ. 7/2003 απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου, με την οποία, όπως προελέχθη, πλην των άλλων, ανατέθηκε στη μητέρα η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου τους, και να ανατεθεί η επιμέλειά του σ` αυτόν. Επί της αγωγής του εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 1629/2005 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία κατέστη τελεσίδικη, αφού επί ασκηθείσας κατ` αυτής εφέσεως, εκδόθηκε η
υπ` αριθμ. 4725/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, και με την οποία το δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του και μεταρρύθμισε τον τρόπο επικοινωνίας του με τον ανήλικο, επιβάλλοντας να επικοινωνεί με αυτόν χωρίς διανυκτέρευση και με την παρουσία της μητέρας του ή της γιαγιάς του (μητέρας της μητέρας του). Στην εν λόγω απόφαση, η οποία εκδόθηκε αφού ο Δικαστής που συγκρότησε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ήλθε σε επαφή με τον ανήλικο Π., ας σημειωθεί ότι εκτίθενται, μεταξύ άλλων, και τα εξής: “Κατά την επικοινωνία του δικαστηρίου με τον ανήλικο διαπιστώθηκε ότι αυτός έχει ιδιαίτερη αγάπη στη μητέρα του, πλησίον της οποίας αισθάνεται ασφαλής, ενώ δυσκολευόταν να αναφερθεί στον πατέρα του και την οικογένεια αυτού αποφεύγοντας οποιαδήποτε συζήτηση γι` αυτόν, είναι δε προφανές ότι δεν επιθυμεί να είναι μαζί του. Ανεξαρτήτως της μικρής του ηλικίας και της εντεύθεν ανωριμότητάς του να αντιληφθεί και να κρίνει για το συμφέρον του, είναι αναμφισβήτητο ότι αυτός είναι ψυχολογικά προσκολλημένος στη μητέρα του, η οποία τον περιβάλλει με στοργή και αφοσίωση, ενδιαφερομένη για την ομαλή ψυχοσωματική και πνευματική του ανάπτυξη και ασκεί επιτυχώς την επιμέλειά του μέχρι σήμερα. Ακολούθως στην απόφαση αυτή αναφέρονται και τα εξής αξιοσημείωτα: “Λαμβανομένου υπόψη ότι ο ανήλικος είναι αρνητικός στην επικοινωνία με τον πατέρα του και η δια της βίας επιβολή αυτής θα έχει περισσότερο αρνητικά αποτελέσματα, προς ομαλοποίηση της σχέσης του ενάγοντος μαζί του και για το συμφέρον του ανηλίκου, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, η επικοινωνία θα γίνεται χωρίς διανυκτέρευση και με την παρουσία της μητέρας του ή της γιαγιάς του”. Ο 1ος των εκκαλούντων κατ/νων, πατέρας του ανηλίκου, αρνούμενος την κατηγορία, ισχυρίζεται ότι αυτή (κατηγορία) μεθοδεύτηκε από την ήδη εγκαλούσα σύζυγό του και μητέρα του ανηλίκου τέκνου τους, μετά την εξώδικη δήλωση που αυτός της απηύθυνε το έτος 2004
– στην οποία την εγκαλούσε ότι δεν ασκούσε προσηκόντως την επιμέλεια του τέκνου τους- με σκοπό να μη της αφαιρεθεί η άσκηση της επιμέλειας και δοθεί σ` εκείνον.
Ο ισχυρισμός όμως αυτός του 1ου των κατ/νων, ο οποίος διατείνεται επίσης ότι η καταγγελία και η κατάθεση του ανηλίκου τέκνου τους είναι υποβολιμαίες, υπαγορευθείσες από την πρώην σύζυγό του και μητέρα του παιδιού, είναι αβάσιμος, καθ` όσον, α) η σαφής και χωρίς αντιφάσεις ανωμοτί κατάθεση του ανηλίκου ενώπιον της Ανακρίτριας (…) όπως και στην κοινων. Λειτουργό Α. Κ., η οποία ήλθε σε επαφή μαζί του (…), καθώς και η απόλυτη άρνηση που εξέφρασε στον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την επικοινωνία τους, να είναι με τον πατέρα του, με τον οποίο, ας σημειωθεί, αρνείται μέχρι σήμερα να επικοινωνήσει, καταδεικνύουν σαφώς ότι ο ανήλικος κατέθεσε αληθή περιστατικά, καθώς κρίνεται αδύνατον να υποβληθεί σ` ένα τόσο μικρό παιδί το περιεχόμενο της κατάθεσής του χωρίς αυτό να υποπέσει σε αντιφάσεις, αλλά και να του υποδειχθεί μια συγκεκριμένη συμπεριφορά επί τόσο μακρό χρονικό διάστημα. …με βάση τα προεκτεθέντα, τα οποία πλήρως αποδείχθηκαν, πρέπει…να κηρυχθεί…ο δε 1ος των εκκαλούντων κατ/νων (Π.) ένοχος όπως και πρωτοδίκως, ήτοι αποπλανήσεως ανηλίκου μη συμπληρώσαντος το 10ο έτος της ηλικίας του, κατ` εξακολούθηση, από κοινού και κατά μόνας,…”.
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αποπλανήσεως παιδιού που δεν είχε συμπληρώσει το 10ο έτος της ηλικίας του κατ` εξακολούθηση από κοινού και κατά μόνας, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 339§1 και 98 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων περιλαμβάνεται και το υπ` αριθ. πρωτ. 8/18.1.2005 έγγραφο της Διευθύντριας του Παιδοψυχιατρικού Τμήματος του Κοινοτικού Κέντρου Ψυχικής Υγείας Παγκρατίου Ο. Μ. – Μ., το οποίο απευθύνεται προς την Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, Τμήματος Ανηλίκων, Π. Φ., συντάχθηκε κατόπιν του υπ` αριθ. 382/04 της 27.9.2004 εγγράφου της τελευταίας και έχει θέμα “παιδοψυχιατρική εκτίμηση του Π. Π. με ημερ. γεν 2.5.98”. Το έγγραφο αυτό δεν αποτελεί πραγματογνωμοσύνη με την έννοια του νόμου, αφού, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για την παιδοψυχιατρική εκτίμηση του παθόντος δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις για το διορισμό πραγματογνώμονος (διορισμός από ανακριτικό υπάλληλο, δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο, όρκιση, κ.λπ. – άρθρα 183 επ. ΚΠοινΔ), αλλά αυτό είναι απλό ενημερωτικό της καταστάσεως του ανηλίκου. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν ήταν αναγκαίο να μνημονεύεται στο προοίμιο του σκεπτικού ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, θεωρούμενο έγγραφο και εκτιμώμενο ελευθέρως μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. β) Οπως αναφέρθηκε, δεν ήταν απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ή να αξιολογείται το καθένα χωριστά ή να αιτιολογεί το Δικαστήριο γιατί δεν δέχθηκε τα εκτιθέμενα στο ως άνω έγγραφο ή τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως ή των Χ. Β., Μ. Π. και Ε. Π., αρκεί το ότι λήφθηκαν όλα υπόψη, πράγμα που προκύπτει και από το ότι παρατίθεται πλήρης και πειστική σκέψη, γιατί δεν έγινε δεκτός ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι η κατάθεση του παθόντος ανηλίκου τέκνου του είχε υπαγορευθεί από την πρώην σύζυγό του. γ) Ορθώς το Πενταμελές Εφετείο θεώρησε όλες τις πράξεις, που αποτελούν το κατ` εξακολούθηση έγκλημα, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, ως εμπίπτουσες στη διάταξη του άρθρου 339§1 του ΠΚ και όχι σ` αυτή του άρθρου 337§1 αυτού, καθόσον, κατά τις παραδοχές αυτού, όλες οι πράξεις (οι οποίες περιγράφονται σαφώς – θέση πέους ανηλίκου στο στόμα του κατηγορουμένου, φιλήματα στο λαιμό και στο στήθος του τελευταίου από τον παθόντα, θωπείες στα γεννητικά όργανα του ανηλίκου) είχαν έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, κατέτειναν στην ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη και πρόσβαλαν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. δ) Από την αξιολόγηση των γενομένων δεκτών με την υπ` αριθ. 1629/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ότι, δηλαδή, ο ανήλικος παθών δυσκολευόταν να αναφερθεί στον πατέρα του, αποφεύγοντας κάθε συζήτηση
γι` αυτόν, και ότι ήταν προφανές ότι δεν επιθυμούσε να είναι μαζί του, δεν γεννάται καμιά αντίφαση με την κρίση ότι ο παθών είχε εκφράσει στο Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου απόλυτη άρνηση να επικοινωνεί με τον πατέρα του. Επομένως, οι, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, τρίτος και τέταρτος λόγοι της πρώτης και πέμπτος, έκτος και έβδομος λόγοι της δεύτερης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι αιτιάσεις, που προβάλλονται με τους έκτο και έβδομο λόγους της δεύτερης αιτήσεως, για εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων (της ως άνω αποφάσεως, της από 13.7.2007 χωρίς όρκο καταθέσεως του παθόντος, της από 1.10.2004 χωρίς όρκο καταθέσεως του ίδιου, των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, της ως άνω παιδοψυχιατρικής εκτιμήσεως, της από 15.1.2007 γνωμοδοτήσεως του ψυχολόγου Β. Θ., της εκθέσεως κοινωνικής έρευνας της Α. Κ.) είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ` του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α` ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρθηκε, το δικάσαν Εφετείο μνημονεύει στο σκεπτικό του την υπ` αριθ. 4725/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί εφέσεως κατά της υπ` αριθ. 1629/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η απόφαση αυτή, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των εγγράφων, τα οποία αναγνώσθηκαν στην πρωτόδικη ή στην κατ` έφεση δίκη. Όμως, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν λήφθηκε αυτή υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, αλλά αναφέρεται διηγηματικώς, με σκοπό να επισημανθεί η τελεσιδικία της αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, τα συμπεράσματα και τις κρίσεις της οποίας και μόνο συνεκτίμησε το Πενταμελές Εφετείο. Επομένως, από τη μνεία της αποφάσεως αυτής, που δεν αναγνώσθηκε, δεν γεννήθηκε καμιά ακυρότητα και οι, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγος της πρώτης και πρώτος λόγος της δεύτερης αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Με το άρθρο τρίτο παρ. 4 του ν. 3625/24.12.2007 “Κύρωση, εφαρμογή του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία και άλλες διατάξεις” προστέθηκε στον ΚΠοινΔ άρθρο 226 Α, κατά το οποίο, ως ισχύει: “1. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παρ. 4, 323Β εδάφιο α`, 324, 336, 337 παράγραφοι 3 και 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 349, 351, 351Α του ΠΚ, καθώς και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005 διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204-208.
- Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και διατυπώνει τις διαπιστώσεις του σε γραπτή έκθεση, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Κατά την εξέταση παρίσταται ο παιδοψυχίατρος ή ο παιδοψυχολόγος και ο ανήλικος μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπο του, εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφαση του για σπουδαίο λόγο, ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη. 3. Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, όταν αυτό είναι δυνατόν. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας. 4. Η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως. 5. … 6. …”. Η νομοθετική αυτή παρέμβαση έγινε σε εφαρμογή του άρθρου 12 της Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που κυρώθηκε με το ν. 2101/1992, και του άρθρου 8§§1, 3 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου της και έχει ως σκοπό την εξασφάλιση αντικειμενικής και ανεπηρέαστης από τα συναισθήματα καταθέσεως των ανηλίκων θυμάτων των ως άνω πράξεων. Ομως, η ισχύς του άρθρου αυτού και, επομένως, η εφαρμογή των σ` αυτό οριζόμενων διατυπώσεων για τη λήψη καταθέσεως ανήλικου παθόντος, καταλαμβάνει μόνο τις καταθέσεις που έγιναν μετά την έναρξη ισχύος του, μετά, δηλαδή, τη δημοσίευση του ν. 3625/2007 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο ένατο αυτού), όχι δε και αυτές που έγιναν σε προγενέστερο χρόνο στα πλαίσια ανακρίσεως για την έρευνα της τελέσεως σε βάρος του ανηλίκου αξιόποινης πράξεως από τις αναφερόμενες στην παρ. 1 του άρθρου 226 Α του ΚΠοινΔ, οι οποίες (καταθέσεις), για να είναι αποδεικτικώς αξιοποιήσιμες και να μπορούν να εκτιμηθούν από το δικαστήριο, αναγιγνώσκονται στο ακροατήριο χωρίς να απαιτείται η νέα εξέταση του ανηλίκου με την τήρηση, πλέον, των διατυπώσεων που επιβάλλονται από τις παραπάνω διατάξεις.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο ανήλικος παθών εξετάστηκε, ενώπιον της Ανακρίτριας, στις 13.7.2007, χωρίς να ορκιστεί, η δε έκθεση εξετάσεώς του αναγνώστηκε στο ακροατήριο και λήφθηκε υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Και ναι μεν η εξέτασή του έγινε χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων των διατάξεων του άρθρου 226 Α του ΚΠοινΔ, χωρίς, δηλαδή, να προηγηθεί διορισμός παιδοψυχιάτρου ή παιδοψυχολόγου, ως πραγματογνώμονος, ο οποίος να τον προετοιμάσει για την εξέταση και να παρίσταται κατ` αυτήν.
Ομως, η εξέταση έγινε, με το τότε ισχύον νομικό καθεστώς, νομοτύπως, δεδομένου ότι έλαβε χώραν πριν από την έκδοση του ως άνω νόμου και την έναρξη ισχύος του (νέου) άρθρου 226 Α του ΚΠοινΔ από την 24-12-2007 και, επομένως, παραδεκτώς η έκθεση εξετάσεώς του αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και συνεκτιμήθηκε από το Δικαστήριο χωρίς να γεννάται καμιά ακυρότητα, ο δε ισχυρισμός, που πρόβαλε ο κατηγορούμενος, ότι, για τον παραπάνω λόγο, δεν έπρεπε αυτή να αναγνωσθεί, δεν ήταν νόμιμος και ορθώς δεν απαντήθηκε. Κατά συνέπειαν, οι, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγος της πρώτης και τρίτος λόγος της δεύτερης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο από την ανάγνωση της παραπάνω χωρίς όρκο καταθέσεως του ανήλικου παθόντος, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Β` του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι και η έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α` ΚΠοινΔ, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο εισαγγελέας ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να απαντήσει στο σχετικό αίτημα. Τέτοιο δικαίωμα αποτελεί και εκείνο του κατηγορουμένου, όταν σύμφωνα με το άρθρο 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ υποβάλλει κάποιο νόμιμο και ορισμένο αίτημα. Αν δεν απαντήσει το δικαστήριο επί του πιο πάνω κατά τρόπο νόμιμο υποβληθέντος αιτήματος του κατηγορουμένου, υφίσταται έλλειψη ακροάσεως αυτού και απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 170 παρ.1 εδ. β, δ και παρ. 2 του ΚΠοινΔ και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Β` του ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 357§4 εδ. β και γ του ΚΠοινΔ, “όταν ένας μάρτυρας εξετάζεται στο ακροατήριο, η κατάθεσή του που είχε δοθεί κατά την προδικασία δεν διαβάζεται. Επιτρέπεται η ανάγνωση μόνο περικοπών της κατάθεσης για να βοηθηθεί η μνήμη του μάρτυρα ή για να επισημανθούν αντιφάσεις του”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος δεν μπορεί, και μάλιστα πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, να ζητήσει την ανάγνωση της προανακριτικής καταθέσεως μάρτυρος, ο οποίος είτε πρόκειται να εξεταστεί στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου είτε έχει εξεταστεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη. Επιτρέπεται μόνο, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, να υποβάλει αίτημα αναγνώσεως περικοπών της κατά την προδικασία καταθέσεως μάρτυρα που εξετάζεται στο ακροατήριο και μάλιστα κατά τη διάρκεια της εξετάσεως αυτού και όχι εκ των προτέρων.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, υπέβαλε το αίτημα να αναγνωσθούν α) η από 23.10.2007 ανακριτική κατάθεση του Προϊσταμένου και Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως Χ. Β., β) η από 11.7.2006 προανακριτική κατάθεση του μάρτυρα Α. Μ. και γ) οι από 21.12.2001 προτάσεις – σημείωμα της μηνύτριας Κ. Γ., όπου εκείνη “αναφέρει μόνο κάποια επεισόδια που, όπως ισχυριζόταν, είχαν συμβεί ανάμεσά τους”. Ομως, το αίτημα αυτό, όσον αφορά την ανάγνωση των καταθέσεων, δεν ήταν νόμιμο, γιατί οι μάρτυρες αυτοί εξετάστηκαν στο ακροατήριο και, επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, οι καταθέσεις που έδωσαν κατά την προδικασία δεν ήταν επιτρεπτό να αναγνωσθούν. Οσον δε αφορά την ανάγνωση των προτάσεων – σημειώματος της εγκαλούσας, ήταν αόριστο, γιατί δεν εξέθεσε ο αναιρεσείων για ποιο ζήτημα η εγκαλούσα είχε ζητήσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, ποια ακριβώς επεισόδια περιέγραφε αυτή στο σημείωμά της και τι ακριβώς, σε σχέση με την υπόθεση, θα αποδεικνυόταν από την ανάγνωση αυτού. Κατά συνέπειαν, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να αναγνώσει τα ως άνω έγγραφα, αλλά ούτε και να απαντήσει, πολύ περισσότερο δε να αιτιολογήσει την απορριπτική κρίση του, και οι, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος της πρώτης και τέταρτος λόγος της δεύτερης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ακροάσεως από την μη ανάγνωση των ανωτέρω εγγράφων, χωρίς το Δικαστήριο να απαντήσει επί του σχετικού αιτήματος, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Εξάλλου, στα πρακτικά της αποφάσεως δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, είναι, όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώστηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ` του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α` ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, περιλαμβάνεται και “η με αριθμ. 6978/2005 απόφαση”. Με την εν λόγω αναφορά της αποφάσεως αυτής επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά της και δεν ήταν αναγκαία η μνεία του Δικαστηρίου που την εξέδωσε ούτε η αναφορά του αντικειμένου της, αφού με την ανάγνωση του κειμένου της κατέστη γνωστή και κατά το περιεχόμενό της στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό της, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο προσδιορισμού του εγγράφου στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος, όπως αναφέρθηκε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτό το έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη, ενώ το ως άνω έγγραφο ήταν το μοναδικό, ο δε αναιρεσείων, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, δεν πρόβαλε καμιά αντίρρηση για την ανάγνωση και της αποφάσεως αυτής.
Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος της δεύτερης αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, συνισταμένη στην παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου από την ανάγνωση του παραπάνω εγγράφου, του οποίου δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Τέλος, η συναφής με τους πρώτο της πρώτης και τρίτο της δεύτερης αιτήσεως λόγους αιτίαση, η οποία προβάλλεται με τον όγδοο λόγο της δεύτερης αιτήσεως, ότι το Δικαστήριο, με το να μη αποφανθεί επί του αιτήματος του αναιρεσείοντος να μη αναγνωσθεί η από 13.7.2007 ανωμοτί κατάθεση του τέκνου του στην Ανακρίτρια και με το να στηρίξει την κρίση του αποκλειστικά ή, σε κάθε περίπτωση, σε αποφασιστικό βαθμό, σ` αυτήν, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 6§3 δ της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη, είναι απαράδεκτη, γιατί η παραβίαση των διατάξεων της ΕΣΔΑ δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, πέραν των αναφερομένων περιοριστικώς στο άρθρο 510 του ΚΠοινΔ λόγων, εκτός αν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους, ως άνω, λόγους, τους οποίους, όμως, δεν ιδρύει η αιτίαση του αναιρεσείοντος που προαναφέρθηκε, αφού, η ως άνω κατάθεση λήφθηκε νομότυπα, το δε Πενταμελές Εφετείο, που στήριξε την κρίση του και σ` αυτήν (και όχι μόνο ή κατά μεγάλο βαθμό σ` αυτήν), δεν υπέπεσε σε καμιά πλημμέλεια.
Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι κρινόμενες (και αλληλοσυμπληρούμενες, θεωρούμενες ως μία) αιτήσεις και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις από 9.2.2012 και 20.2.2012 (με αριθ. πρωτ. 1155 και 1492/2012, αντιστοίχως) αιτήσεις του Ε. Π. του Π., για αναίρεση της υπ` αριθ. 3620/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2012.
Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Ιουνίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
III) ΑΡΙΘΜΟΣ 266/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Βασίλειο Φράγγο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου – Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ, κατοίκου … και ήδη κρατούμενου στις Φυλακές … , που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κυριακή Νικηφορίδου, περί αναιρέσεως της 26-31/2009 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ για λογαριασμό της ανήλικης κόρης της Ω, κάτοικο … , που δεν παραστάθηκε. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαΐου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 739/2009.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 ΠΚ, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του προβλεπομένου απ` αυτήν εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιoύ απαιτείται οποιαδήποτε υπό γενετήσια άποψη ασελγής πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σ` αυτήν ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Με την έννοια αυτή αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη με τα γεννητικά όργανα του ανήλικου, ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού,
εφ` όσον κατατείνουν στην διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, διότι και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Ο δράστης πρέπει να γνωρίζει `ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 15 ετών, αρκεί, όμως, ως προς το σημείο αυτό και ο ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει όταν ο δράστης αμφιβάλλει, ως προς την ηλικία του παθόντος. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ` αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχει σημασία. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ` ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ` αυτήν περιέχονται με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ` αριθ. 26-31/2009 αποφάσεως, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας που την εξέδωσε δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : “Ο κατηγορούμενος διέμενε στη ……. με τη δεύτερη σύζυγο του, εγκαλούσα, και την κόρη τους Παρασκευή. Στο ίδιο σπίτι διέμεναν μαζί τους και τα παιδιά της συζύγου του από προηγούμενους γάμους της ο Ζ και η Ω που γεννήθηκε την 13η-5-1995 και βαπτισθείσα στην Ελλάδα πήρε το όνομα Ω. Αρχές Ιουλίου 2003, την πρώτη και δευτέρα του ανωτέρω μηνός, ο κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος την ολιγοήμερη απουσία της συζύγου του μαζί με την κόρη τους ….. στην πατρίδα της, Αλβανία, και την εμπιστοσύνη που έδειχνε στο πρόσωπό του η Ω, λόγω της ηλικίας και της σχέσεώς του με την μητέρα της αλλά, κυρίως την παιδική της αγνότητα και άγνοια έπεισε αυτήν να κοιμάται στην κρεβατοκάμαρα ενώ ο ίδιος κοιμόταν στο δάπεδο του δωματίου αυτού. Κατά τη διάρκεια της νύκτας και μάλιστα εξακολουθητικά κάθε βράδυ, μέχρι την 9.7.2003 και ενώ ο αδελφός της μικρής αλλά και η θεία της – αδελφή της μητέρας της, η οποία συχνά διέμενε μαζί τους – απουσίαζαν, κατέβαζε την ανήλικη από το κρεβάτι και έχοντας αφαιρέσει τα ρούχα του την έγδυνε, την ανάγκαζε να ξαπλώνει επάνω του, την φιλούσε στο στόμα, την χάιδευε στο στήθος, γλουτούς της, γεννητικά της όργανα και όλο της το σώμα, έβαζε τα δάκτυλό του στον κόλπο της, την κινούσε τρίβοντας το κορμί της στο γεννητικό του όργανο μέχρι εκσπερματώσεως, ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του.
Πλέον τούτων ο ίδιος (κατηγορούμενος) ζητούσε από την ανήλικη να του κάνει στοματικό έρωτα αλλά εκείνη αρνιόταν. Σ` αυτές δε τις πράξεις σε βάρος της ανήλικης προέβαινε ο ίδιος (κατηγορούμενος) γνωρίζοντας την ηλικία της παθούσης ενώ απειλούσε την τελευταία ότι θα την έδερνε αν εκμυστηρευόταν αυτό στη μητέρα της. Η τελευταία αντιλήφθηκε τα προηγηθέντα γεγονότα όταν επιστρέφοντας από την Αλβανία παρατήρησε αλλαγή στην συμπεριφορά της ανήλικης, μυστικές συνεννοήσεις μεταξύ αυτής και του κατηγορουμένου που διέκοπταν απότομα με την εμφάνιση της ξαφνικά, ως και από μια λερωμένη πετσέτα με αίμα στα άπλυτα ρούχα με την οποία όπως και ή ίδια ανήλικη, μετά από πιέσεις της αποκάλυψε σκούπισε το αιδοίο της όταν παρατήρησε λίγο αίμα.
Η κατάθεση της ανήλικης στο σημείο αυτό είναι χαρακτηριστική, επιβεβαιώνεται δε και από τη σχετική ιατρική εξέταση, που διαβάσθηκε, στην οποία βεβαιώνεται ότι η ίδια (ανήλικη) έχει πράγματι υποστεί διακόρευση από την 11η ως και την 1η ώρα του “αιδιοικού ωρολογίου” εκτιμάται ότι η παρατηρηθείσα διακοπή της συνεχείας του υμένος προέρχεται από αντικείμενο σαφώς μικρότερου όγκου εκείνου του ανδρικού γεννητικού: μορίου, εννοώντας το δάκτυλο. Τα παραπάνω αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται, εκτός πάσης αμφιβολίας από τις σαφείς καταθέσεις της συζύγου Ψ, της παθούσης, ανήλικης και της ως άνω εκθέσεως. Ο κατηγορούμενος, αρνούμενος την κατηγορία ισχυρίζεται ότι η σε βάρος του κατηγορία είναι μεθοδευμένη από τη σύζυγό του- μητέρα της ανήλικης, προκειμένου να του αποσπάσει χρηματικά ποσά και να τον αναγκάσει να μεταβιβάσει την οικογενειακή τους κατοικία στην ανήλικη, προς απόδειξη δε τούτου, ως καταθέτουν και οι μάρτυρες υπερασπίσεως εξακολουθεί και σήμερα να συμβιώνει με τη μητέρα της ανήλικης σε νέα μισθωμένη κατοικία, τα έξοδα της οποίας καλύπτει εξ ολοκλήρου ο ίδιος και στην οποία διαμένει και η ανήλικη Ω. Βέβαια είναι αλήθεια ότι και η όλη συμπεριφορά της μητέρας της ανήλικης ήταν επίμεμπτη έναντι της τελευταίας, αφού δεν μεριμνούσε και δεν φρόντιζε την ίδια (ανήλικη), μεθούσε με τον κατηγορούμενο που κακοποιούσε τόσο την ίδια (γυναίκα του) όσο και την ανήλικη, όμως η συμπεριφορά αυτή της μητέρας της ανήλικης δεν απενεχοποιεί τον κατηγορούμενο, ο οποίος τέλεσε τις αποτρόπαιες αυτές πράξεις σε βάρος της ανήλικης, ηλικίας κάτω των δέκα ετών, αφού εκμεταλλεύτηκε την όλη κατάσταση, μάλιστα δε και την επιθυμία της γυναίκας του για “οικονομική τακτοποίηση” η οποία διαφαίνεται ότι γνώριζε και ανεχόταν την “άρρωστη” αυτή κατάσταση. Ετσι πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την ανωτέρω πράξη που τελέστηκε κατ` εξακολούθηση”. Ακολούθως το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο – αναιρεσείοντα για την αποδιδόμενη σ` αυτόν αξιόποινη πράξη της αποπλάνησης παιδιού που δεν συμπλήρωσε τα δέκα (10) έτη
κατ` εξακολούθηση και επέβαλε σ` αυτόν ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 παρ. 1 και 339 παρ. 1 περ. α` ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση.
Ειδικότερα και σε σχέση με τις μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος λεκτέα τα εξής: α) το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν αναφέρεται απλώς στο διατακτικό της, ούτε αποτελεί απλή επανάληψη του τελευταίου, η οποία, άλλωστε, αρκεί όταν με το περιεχόμενο του διατακτικού πληρούται, όπως και εν προκειμένω η απαίτηση αιτιολογήσεως της αποφάσεως και β) αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Σύμφωνα με τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ, πρώτος και δεύτερος κατά το ένα σκέλος του, λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδ. τελευταίο του ΚΠΔ που ορίζει ότι το κεφάλαιο της απόφασης για τις πολιτικές απαιτήσεις που προσβάλλεται από τον κατηγορούμενο ή από τον Εισαγγελέα εξετάζεται από το Εφετείο και αν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων, προκύπτει, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της ουσιαστικής έρευνας της υποθέσεως, εξετάζει υποχρεωτικώς και το προσβαλλόμενο κεφάλαιο της αποφάσεως, που αφορά τις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος, στις οποίες περιλαμβάνεται και η επιδικασθείσα πρωτοδίκως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όχι μόνον όταν ο πολιτικώς ενάγων απουσιάζει, αλλά και όταν ο ίδιος εμφανίζεται ενώπιον του Εφετείου υπό την ιδιότητα του μάρτυρα και χωρίς να παραιτείται με σχετική δήλωσή του της πολιτικής αγωγής, δεν επαναλαμβάνει την περί παραστάσεώς του, ως πολιτικώς ενάγοντος δήλωση, την γενόμενη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα προκύπτουν τα εξής : Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Τρικάλων, με την υπ` αριθ. 23, 24, 25/2006 απόφασή του είχε επιδικάσει στην Ψ που παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα για λογαριασμό της ανήλικής θυγατέρας της Ω, της οποίας την επιμέλεια ασκούσε δυνάμει της υπ` αριθ. 1102/18-6-2001 αποφάσεως του Δικαστηρίου Νομού ……. , το αιτηθέν ποσό των 44 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης την οποία η ανήλικη υπέστη από την εις βάρος της ως άνω αξιόποινη πράξη. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως κατά της άνω αποφάσεως από τον κατηγορούμενο και τον Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, κατά τα προεκτεθέντα, τον υποχρέωσε να καταβάλει το ποσό των 44 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης στην παθούσα, της οποίας όμως η νόμιμος εκπρόσωπος της μητέρας της Ψ δεν παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα κατά την αποδεικτική διαδικασία στο άνω Δικαστήριο, ούτε όμως παραιτήθη της πολιτικής αγωγής, αλλά εξετάσθηκε μόνο ως μάρτυρας.
Συνεπώς το δευτροβάθμιο δικαστήριο, ορθώς επεδίκασε κατ` επιταγήν του άρθρου 502 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο ΚΠΔ την μνημονευθείσα χρηματική ικανοποίηση στην μη παραστάσα ενώπιόν του, με την άνω ιδιότητά της, πολιτικής ενάγουσα, γιαυτό ο αντίθετος εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α` ΚΠΔ τέταρτος λόγος αναιρέσεως, ήτοι ότι παρά τον νόμο (68 παρ. 1 και 2 του Π.Κ.) το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επεδίκασε χρηματική ικανοποίηση, χωρίς να παραστεί η Ψ ως πολιτικώς ενάγουσας, η οποία νόμιμα εκπροσωπούσε ην ανήλικη θυγατέρα της, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 470 εδ. Α` του ΚΠΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Η αρχή, όμως, αυτή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου, η παραβίαση ης οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η` του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, έχει εφαρμογή, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από ή υπέρ εκείνου που καταδικάσθηκε και όχι κατ` αυτού από τον εισαγγελέα σύμφωνα με το άρθρο 490 ΚΠΔ. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 502 παρ. 1, 329, 338, 340 και 347 του ΚΠΔ. Προκύπτει σαφώς ότι εάν εμφανισθεί ο εκκαλών, ερευνάται το τυπικά παραδεκτό της εφέσεως και επακολουθεί η συζήτηση της υποθέσεως, η οποία επανέρχεται από την άποψη της κατ` ουσία εξετάσεώς της, στη στάση που ήταν πριν από την έκδοση της αποφάσεως, με την έννοια ότι το Εφετείο έχει την εξουσία να κρίνει όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεσμευόμενο μόνον από τους λόγους της εφέσεως, δεν είναι δε υποχρεωμένο να διαλάβει στην απόφασή του ότι δέχεται εν όλω ή εν μέρει την έφεση ή την απορρίπτει κατ` ουσίαν. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, στο Μικτό Εφετείο Λάρισας εισήχθησαν προς συζήτηση οι εφέσεις του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου και του Εισαγγελέως Εφετών Λάρισας κατά της υπ` αριθ. 23, 24, 25/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Λάρισας Τρικάλων, το οποίο κατεδίκασε τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο σε ποινή καθείρξεως οκτώ (8) ετών για την αποδιδόμενη σ` αυτόν αξιόποινη πράξη της αποπλάνησης παιδιού που δεν συμπλήρωσε τα 10 έτη, κατ` εξακολούθηση, δεχθέν την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου (άρθ. 84 παρ. 2α ΠΚ) που είχε ζητήσει ο κατηγορούμενος. Η έφεση του Εισαγγελέως, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση αυτής, στρεφόταν κατά του σκέλους της πρωτόδικης αποφάσεως με το οποίο είχε γίνει δεκτή υπέρ του κατηγορουμένου η άνω ελαφρυντική περίσταση. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε τυπικά και εξέτασε κατ` ουσίαν τις άνω εφέσεις. Περαιτέρω έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο της άνω πράξεως και του επέβαλε ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών, απορρίπτοντας το σχετικό αίτημα του τελευταίου περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του, της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου εντίμου βίου. Από τα παραπάνω προκύπτει ανενδοιάστως ότι το Μικτό Ορκωτό Εφετείο δέχθηκε τυπικά και τις δύο εφέσεις και κατ` ουσίαν την έφεση του Εισαγγελέως δεν είχε δε υποχρέωση να διαλάβει στην απόφασή του πανηγυρική προς τούτο διάταξη.
Συνεπώς, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ δεύτερος κατά το ένα σκέλος του και τρίτος λόγοι της ένδικης αιτήσεως, με τους οποίου προβάλλει ο αναιρεσείων έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εκ του ότι, ενώ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του επέβαλε ποινή καθείρξεως 8 ετών, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, του επέβαλε ποινή καθείρξεως 10 ετών χωρίς να αναφέρει στο σκεπτικό και διατακτικό ποιές από τις δύο εφέσεις δέχθηκε τυπικά και κατ` ουσίαν και να δημιουργείται έτσι ασάφεια, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ` ακολουθίαν των παραπάνω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8 Μαΐου 2009 αίτηση του Χ, περί αναιρέσεως της υπ` αριθ. 26-31/2009 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιανουαρίου 2010.
Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Φεβρουαρίου 2010.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙV) Αριθμός Απόφασης 193/2020 ΤΟ ΜΙΚΤΟ ΟΡΚΩΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Πρόεδρος: Μιχαήλ-Άγγελος ΓιαννακάκοςΔικαστές: Χ.-Σ. Δημοπούλου, Ν. ΜαργιώλαΕισαγγελέας: Αγγελική ΤριανταφύλλουΔικηγόροι: Μ.-Ι. Καραγιάννη, Σ. Ρότσος, Α. Χαραλαμπάκης Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του ΠΚ (όπως ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της κατωτέρω πράξης, ήτοι πριν από τη θέσπιση και ισχύ, από την 1.7.2019, με τον ν.4619/2019, του νέου Ποινικού Κώδικα): «Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα, αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών», κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 337 παρ. 1 και 2 του προϊσχύοντος ΠΚ: «όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή. Με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος από 12 ετών». Από την πρώτη των ως άνω διατάξεων, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από οποιαδήποτε άποψη, πράξης με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία, αντικειμενικά μεν, προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Με την έννοια αυτή, αποτελεί ασελγή πράξη, σύμφωνα με τον παλαιό Ποινικό Κώδικα, όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανηλίκου, ο εναγκαλισμός και ο ασπασμός στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφόσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Για τη στοιχειοθέτηση όμως της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που προβλέπει η δεύτερη των ως άνω διατάξεων (άρθρο 337 ΠΚ), αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι «ασελγείς χειρονομίες» είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξης, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως λ.χ. ψαύσεις ή θωπείες στο στήθος, στους μηρούς κλπ. του παθόντος. Οι προτάσεις μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες που πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή. Όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (όπως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός), αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατατείνει στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος, τότε δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 του ΠΚ (Ολ. ΑΠ 3/2018, ΑΠ 1046/2019, ΑΠ 1790/2017, ΑΠ 1302/2017, ΑΠ 118/2017 ΤρΝομΠλ Νόμος, ΑΠ 751/2011, ΑΠ 1244/2011 ΤρΝομΠλ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Ήδη, πλέον, τα αδικήματα της αποπλάνησης ανηλίκου και της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας προβλέπονται και τιμωρούνται από τα αντίστοιχα άρθρα 339 και 337 του νέου Ποινικού Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 (έναρξη ισχύος: 1.7.2019). Σύμφωνα, ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του νέου ΠΚ [«Γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή ενώπιόν τους»]: «1. Όποιος ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα με το άρθρο 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη έως δέκα έτη και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών», ενώ κατά το άρθρο 337 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα [«Προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας»]: «1. Όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, με γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση. 2. Με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος των δώδεκα ετών». Τα άρθρα αυτά περιλαμβάνονται στο δέκατο ένατο Κεφάλαιο του νέου Ποινικού Κώδικα (άρθρα 336 έως 353), με το οποίο ρυθμίζονται σοβαρές προσβολές της προσωπικής ελευθερίας στην περιοχή της γενετήσιας ζωής, προσβολές της ανηλικότητας στον γενετήσιο χώρο, πράξεις οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και πράξεις που θίγουν τη γενετήσια αξιοπρέπεια και τη γενετήσια ευπρέπεια. Η ρύθμιση των εν λόγω προσβολών έγινε με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις, όπως αυτές αποτυπώνονται στην καθημερινή ζωή και συμπεριφορά των κοινωνών. Ο όρος «γενετήσια πράξη» έχει την έννοια που προσδιορίζει η νομολογία και η επιστήμη. Πρόκειται για τη συνουσία και άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως είναι η «παρά φύσιν» συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία και η αιδοιολειξία ή η χρήση των υποκατάστατων μέσων. Ως χειρονομίες «γενετήσιου χαρακτήρα» νοούνται πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες όμως προσβάλλουν τη γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος, που δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη. Τέλος, πράξη γενετήσιου χαρακτήρα είναι συμπεριφορές ή χειρονομίες, οι οποίες κατά την κοινή αντίληψη υπαινίσσονται ή καταδεικνύουν ή παρωθούν σε γενετήσιες πράξεις (βλ. για τα ανωτέρω την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4619/2019). Από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, τις φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν στο ακροατήριο, καθώς και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την αρχή της ηθικής αποδείξεως και την απολογία του κατηγορουμένου και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η … γεννήθηκε στις 14.2.2003 και είναι κόρη του … και της … Ο … είναι ο σύζυγος της αδερφής του …, …, με την οποία είχαν ήδη κατά τον χρόνο τέλεσης των αποδιδόμενων σε αυτόν πράξεων, αποκτήσει τρία ανήλικα τέκνα. Οι δύο αυτές οικογένειες διατηρούσαν στενές οικογενειακές σχέσεις και η ανήλικη …, η οποία έτρεφε συναισθήματα αγάπης προς τη θεία της και τα τέκνα αυτής, πρώτα ξαδέρφια της, διανυκτέρευε περίπου δύο Σαββατοκύριακα τον μήνα στο σπίτι του κατηγορουμένου, όπως επίσης και κάποια τριήμερα. Στις 27 Οκτωβρίου του έτους 2013 ο πατέρας της ανήλικης ταξίδεψε στον ………..Ηλείας. Την προηγουμένη είχε ενημερώσει την ανήλικη … ότι θα πάει στο σπίτι του κατηγορουμένου. Η ίδια αρχικά δεν ήθελε, αλλά τελικά δέχθηκε να πάει. Επειδή ο πατέρας της καθυστερούσε να επιστρέψει, η ίδια τον καλούσε επανειλημμένως στο κινητό του τηλέφωνο, προκειμένου να τον ενημερώσει ότι ο αδερφός της … είχε φύγει από το σπίτι των θείων της και ότι ήθελε να φύγει και αυτή. Περίπου στις 11:00` το βράδυ ο κατηγορούμενος κάλεσε τον πατέρα της ανήλικης και τον ενημέρωσε ότι η ίδια κλαίει και θέλει να του μιλήσει, όταν δε τελικά η ίδια μίλησε με τον πατέρα της τον ρωτούσε επίμονα πότε θα έρθει να την πάρει από την οικία των θείων της. Χαρακτηριστικά του έλεγε συνεχώς «μου το είχες υποσχεθεί ότι θα έρθεις να μας πάρεις». Την επόμενη ημέρα ο πατέρας της ανήλικης μετέβη στην οικία της αδερφής του και παρέλαβε την κόρη του. Στον δρόμο της επιστροφής προς το σπίτι τους η ανήλικη με δυσκολία αποκάλυψε στον πατέρα της ότι ο κατηγορούμενος την είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά. Συγκεκριμένα, του είπε ότι «ο θείος δεν είναι αυτός που νομίζεις» και ότι χωρίς να φταίει η ίδια, περίπου τον Μάιο-Ιούνιο του έτους 2012, όταν οι γονείς της βρίσκονταν στην Αγγλία και η ίδια διανυκτέρευε στο σπίτι του, ο θείος της την προσέγγισε την ώρα που κοιμόταν στο δωμάτιο, στο οποίο κοιμούνταν και τα παιδιά του, έκατσε πίσω της σαν «σκαμνάκι», ξεκούμπωσε την πιτζάμα της, έβαλε το χέρι του μέσα από τα ρούχα χαϊδεύοντας τα «βυζάκια» της, τον «ποπό» και το «πιπί» της, ενώ το δικό του «πουλί» είχε γίνει σαν «καλαμάκι», όπως η ίδια περιέγραψε, λέγοντάς της, επίσης ότι αυτό θα είναι το μυστικό τους και ότι δεν θα πρέπει να το πει στον πατέρα της. Ακόμη, αποκάλυψε στον πατέρα της ότι το ίδιο περιστατικό συνέβη άλλη μία φορά τον χειμώνα του έτους 2013, όπου και πάλι ο θείος της προέβη σε θωπείες στα σημεία που προανέφερε, χωρίς να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες, αναφέροντας ωστόσο χαρακτηριστικά ότι άκουσε την πόρπη της ζώνης του να ανοίγει. Επίσης, του ανέφερε ότι στις αρχές του έτους 2013 υπήρξε ακόμη και μια τρίτη φορά, κατά την οποία δεν θυμόταν τι έγινε. Περαιτέρω, η ανήλικη του ανέφερε ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ήτοι τον χειμώνα του έτους 2013, και ενώ βρισκόταν στο απομονωμένο δωμάτιο των ξένων, άκουσε τον κατηγορούμενο να έρχεται και άρχισε να φωνάζει προφασιζόμενη ότι είδε κλέφτη, προκειμένου να ξυπνήσει η θεία της, όπως και έγινε. Εν συνεχεία, τα γεγονότα αυτά η ανήλικη τα αποκάλυψε κλαίγοντας στη μητέρα της και τον αδερφό της, όπου επανέλαβε τα ίδια περιστατικά. Κατόπιν και στο πλαίσιο διενέργειας παιδοψυχιατρικής εξέτασης της ανήλικης από το Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο Νέας Σμύρνης, η ίδια ανέφερε ότι ο θείος της την προσέγγισε τρεις φορές, περιγράφοντας τα γεγονότα που συνέβησαν τις δύο φορές κατά τρόπο αντίστοιχο με την εξιστόρηση αυτών στον πατέρα της, ενώ δεν μπόρεσε να ανακαλέσει στη μνήμη της την τρίτη φορά. Τα αυτά πραγματικά περιστατικά κατατέθηκαν από την ανήλικη κατά την ανωμοτί εξέτασή της ενώπιον του ανακριτή, στις 6.12.2017, τέσσερα περίπου έτη από την αποκάλυψη αυτών στον πατέρα της, χωρίς να εντοπίζεται κάποια ουσιαστική αντίφαση. Συγκεκριμένα, η ανήλικη κατέθεσε ότι τα περιστατικά με τον θείο της έλαβαν χώρα τρεις φορές, η πρώτη το καλοκαίρι του έτους 2012, η δεύτερη το χειμώνα που ακολούθησε και η τρίτη, ομοίως, τον χειμώνα. Περιγράφοντας τις πράξεις του κατηγορουμένου κατέθεσε σε πλήρη αντιστοιχία με τα όσα αποκάλυψε στον πατέρα της ότι: «Εγώ ήμουν στο κρεβάτι με την ξαδέρφη μου και ο … (δεν θέλω να τον λέω θείο μου) πήρε την ξαδέρφη μου, την πήγε στην κούνια και ήρθε και ξάπλωσε πίσω μου σαν σκαμνάκι. Ένιωθα το όργανό του να με πιέζει και άκουγα τον ήχο της ζώνης του. Στη συνέχεια άρχισε να ξεκουμπώνει την πιτζάμα μου και με την παλάμη του άρχισε να με χαϊδεύει στο στήθος μου βίαια. Κατόπιν με το μεσαίο δάχτυλό του άγγιξε το αιδοίο μου και με έτριβε. Στη συνέχεια πήρε το χέρι του από το αιδοίο μου και άρχισε να με χαϊδεύει στον ποπό μου και έβαζε το δάχτυλό του ανάμεσα στα οπίσθιά μου. Κατά τη διάρκεια που με θώπευε και με χούφτωνε μούγκριζε, ένιωθα στο σώμα μου την πίεση από το πέος του. Εγώ άρχισα να κλαίω και αυτός με σήκωσε και με πήγε στη θεία μου λέγοντάς της ότι κλαίω γιατί μου λείπουν οι γονείς μου. Επίσης, μου είπε ότι αυτό θα είναι το μυστικό μας και ότι δεν πρέπει να το πω σε κανέναν ούτε στον μπαμπά μου. Το περιστατικό της δεύτερης φοράς έγινε σε αυτό το δωμάτιο όπου κοιμόμουν μόνη μου. Ήρθε αυτός και έγιναν ακριβώς τα ίδια πράγματα (χειρονομίες, θωπείες, μουγκρητά), απλά εγώ προσποιούμουν ότι κοιμάμαι. Την τρίτη φορά είχε μπει η καινούργια χρονιά και εγώ πάλι προσποιήθηκα ότι κοιμόμουνα. Ήρθε πάλι από πίσω μου σε σκαμνάκι, μου πήρε το χέρι μου και με καθοδήγησε ώστε να τον χαϊδέψω στα γεννητικά του όργανα μέσα από το παντελόνι του. Όπως και τις προηγούμενες φορές αισθάνθηκα την ίδια πίεση από το όργανό του. Επίσης, την τρίτη φορά με έβαλε να κουνάω το όργανό του. Την τέταρτη φορά έτυχε και είχα πάει στο σπίτι τους (γιατί δεν ήθελα να πηγαίνω πλέον εκεί), ήταν πάλι βράδυ όπως και τις προηγούμενες φορές, άκουσα τη συρόμενη πόρτα και τα βήματά του και κατάλαβα ότι ερχόταν προς το δωμάτιό μου. Πανικοβλήθηκα και άρχισα να φωνάζω. Από τις φωνές ξύπνησε η θεία μου και εγώ για να μην της πω την αλήθεια, της είπα ψέματα ότι είδα κάποιον κλέφτη από το παράθυρο». Η χωρίς αντιφάσεις περιγραφή των ως άνω αναφερομένων γεγονότων σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις εκ μέρους της ανήλικης αποδεικνύει ότι πρόκειται για βιωματική αφήγηση και όχι για φανταστικά γεγονότα. Άλλωστε η ανήλικη προέβη σε περιγραφή λεπτομερειών των ασελγών πράξεων του κατηγορουμένου, τις οποίες (λεπτομέρειες) δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν και δεν μπορούν να περιγράφουν παιδιά της ηλικίας της, εάν δεν τις βιώσουν. Αξιοσημείωτο είναι επίσης, ότι η ανήλικη δεν περιγράφει μόνο τις ασελγείς πράξεις του θείου της αλλά και την κατάσταση του ιδίου, ήτοι ότι μούγκριζε, ότι το πέος του βρισκόταν σε στύση και την πίεζε, περιγραφές που επίσης δεν είναι σε θέση να φανταστεί ένα παιδί στην τρυφερή ηλικία των εννέα με δέκα ετών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η ανήλικη δεν περιγράφει μόνο τις ασελγείς πράξεις του θείου της και την κατάσταση του ιδίου κατά τη διάρκεια αυτών, αλλά αναφέρει και ότι άκουσε τον ήχο της ζώνης του, όπως επίσης αναφέρει και το περιστατικό με τον υποτιθέμενο κλέφτη, γεγονότα δηλαδή που δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς προκειμένου να διανθίσει και να προσδώσει πειστικότητα σε φανταστικά περιστατικά, ειδικά στην ηλικία που διένυε η ανήλικη κατά τον χρόνο τέλεσης των πράξεων αυτών. Περαιτέρω, πλέον των ανωτέρω, η αλήθεια των γεγονότων που η ανήλικη αναφέρει επιρρωνύεται και από την απροθυμία της να πάει στο σπίτι των θείων της, η εκδήλωση της οποίας, όπως κατέθεσαν οι γονείς αυτής, εντάσσεται χρονικά στο ως άνω αναφερόμενο διάστημα που ο κατηγορούμενος προέβαινε στις προπεριγραφόμενες πράξεις. Χαρακτηριστικά ο πατέρας της ανήλικης καταθέτει ότι «τη διάρκεια που συνέβαιναν αυτά δεν ήθελε η … να πηγαίνει στο σπίτι των θείων της και την πηγαίναμε με το ζόρι. Πάντα το διαπραγματευόμουν μαζί της», γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τη μητέρα της λέγοντας ότι «αισθάνομαι τύψεις που ενώ μας έλεγε το παιδί ότι δεν έπρεπε να πηγαίνει στο σπίτι των θείων της, εμείς επειδή δεν καταλαβαίναμε το γιατί, την στέλναμε. Η πρώτη φορά που μου είπε ότι δεν ήθελε να πηγαίνει εκεί ήταν το 2013». Επίσης, η αλήθεια των γεγονότων που ιστόρησε η ανήλικη επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι, εντός του χρονικού διαστήματος που η ίδια αναφέρει ότι κακοποιήθηκε από τον θείο της, η συμπεριφορά της άλλαξε και εμφάνιζε διάφορα ανησυχητικά συμπτώματα και συγκεκριμένα ξυπνούσε κατά τη διάρκεια της νύχτας από εφιάλτες, παρουσίαζε νυχτερινή ενούρηση, εμφάνιζε διάσπαση προσοχής, φοβόταν το σκοτάδι, ενώ μειώθηκε και η απόδοσή της στο σχολείο. Ακόμη, ενισχυτικό της αλήθειας των όσων καταθέτει η ανήλικη είναι το γεγονός ότι, όπως αποδεικνύεται από την κατάθεση του πατέρα της ανήλικης, η ίδια είχε προσπαθήσει να αποκαλύψει τις ως άνω αναφερόμενες πράξεις του κατηγορουμένου στη γιαγιά της, μητέρα του πατέρα της, όμως εκείνη την αποθάρρυνε με τη στάση της, ήτοι αποδεικνύεται ότι η ανήλικη, ήδη πριν από τις 27.10.2013, και σε ανύποπτο χρόνο, προσπάθησε να αποκαλύψει τα όσα της συνέβησαν στη γιαγιά της, δηλαδή σε ένα πρόσωπο οικείο της, με το οποίο είχαν πολύ καλές σχέσεις και στο σπίτι της οποίας διανυκτέρευε πολλές φορές. Επιπροσθέτως, η τέλεση των πράξεων που αναφέρει η ανήλικη αποδεικνύεται και από την εκ μέρους ειδικών παιδοψυχολόγων διαπίστωση εκδήλωσης συμπτωμάτων στη συμπεριφορά της, τα οποία συνάδουν με την κακοποίηση που υπέστη. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την με αριθμ. πρωτ. ….. και από 4.4.2014 παιδοψυχιατρική εκτίμηση της ανήλικης … από το Ιατροπαιδαγωγικό κέντρο 11ου Τομέα Ψυχικής Υγείας Παίδων και Εφήβων Αττικής, η ίδια παρουσιάζει συναισθήματα θλίψης και θυμού που συνδέονται με την αναφερόμενη σεξουαλική της παρενόχληση από τον θείο της, ενώ σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην από 31.10.2017 βεβαίωση της εταιρείας ψυχολόγων …, στην οποία παρακολουθείτο η ανήλικη από τον Μάιο του έτους 2014 έως τον Οκτώβριο του έτους 2017, η ανήλικη εκδήλωνε αρχικά «συμπτώματα μετατραυματικού στρες» και συγκεκριμένα: έντονο φόβο αναφορικά με το σκοτάδι και με το να παραμείνει μόνη της στο χώρο, τάσεις καχυποψίας και έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον θεραπευτή, αντίδραση φυσιολογική αναφορικά με τα γεγονότα, που αναφέρει ότι έχει βιώσει, έντονο φόβο να παραμείνει στο χώρο ενήλικη ανδρική φιγούρα, ακόμα και με τον πατέρα της, παρόλο που ήταν ο πρώτος που του εκμυστηρεύτηκε το τραυματικό για εκείνη γεγονός, διαταραχή στον ύπνο με συχνούς εφιάλτες, τάσεις κοινωνικής απομόνωσης και δυσκολία στην κοινωνική συναναστροφή με συμμαθητές, η οποία σχετιζόταν και με την γενικότερη καχυποψία που ένιωθε, πτώση ακαδημαϊκής επίδοσης, έντονη εναλλαγή διάθεσης και εκδήλωση θυμού χωρίς ιδιαίτερο ερέθισμα, χαμηλή αυτοεκτίμηση, γενικότερη δυσκολία να πιστέψει στον εαυτό της και στις ικανότητές της. Επίσης, η ανήλικη μετά την αποκάλυψη της κακοποίησής της από τον κατηγορούμενο, βρέθηκε σε μία κοινωνική εκδήλωση εντός του ιδίου χώρου με αυτόν και έπαθε κρίση πανικού, γεγονός που καταμαρτυρεί το έντονο στρες που βιώνει όταν τον βλέπει, σύμπτωμα που σαφώς συνάδει με συμπεριφορά προσώπου που έχει υποστεί πράξεις σεξουαλικής κακοποίησης. Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις που περιγράφει η ανήλικη σε βάρος της, ήτοι σε βάρος προσώπου που δεν είχε συμπληρώσει τα δώδεκα έτη της ηλικίας, γεγονός που γνώριζε, η δικανική δε αυτή πεποίθηση του Δικαστηρίου δεν δύναται να κλονιστεί από τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι τα όσα αναφέρει η ανήλικη είναι αποκύημα της φαντασίας της και ψέματα, τα οποία είπε με σκοπό να κερδίσει την προσοχή των γονιών της, οι οποίοι αντιμετώπιζαν προβλήματα στο γάμο τους, γεγονός που αποδεικνύεται και από το διαζύγιο αυτών το έτος 2015. Ωστόσο, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι οι σχέσεις των γονέων της ανήλικης ήταν σε τέτοιο βαθμό διαταραγμένες που θα οδηγούσαν την ανήλικη κόρη τους σε μια τέτοια ακραία πράξη για να κερδίσει την προσοχή τους, αντιθέτως η κατηγορηματική άρνηση των γονέων περί της ύπαρξης προβλημάτων, αλλά και η συμπεριφορά τους μετά το διαζύγιο, ήτοι η γειτνίαση αυτών και η ομαλή διευθέτηση της επιμέλειας των παιδιών καταδεικνύει την ύπαρξη ομαλών σχέσεων. Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου δεν εξηγεί πώς η ανήλικη μπόρεσε να περιγράφει χωρίς αντιφάσεις σε τέσσερις περιπτώσεις τα περιστατικά κακοποίησής της, ενώ εάν επρόκειτο για φαντασία είναι αναμενόμενο να μην τα θυμάται και να υποπίπτει σε αντιφάσεις. Επίσης, δεν εξηγεί πώς είναι δυνατόν η ανήλικη να γνώριζε τέτοιες λεπτομέρειες, τις οποίες περιγράφει. Δεν δίνεται επίσης πειστική εξήγηση για ποιο λόγο η ανήλικη, που κατά τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου ζούσε σε ένα διαταραγμένο περιβάλλον, θα προέβαινε σε αυτή την πράξη, συνεπεία της οποίας στερήθηκε τη θεία της και τα ξαδέρφια της, τους οποίους αγαπούσε πολύ, στερήθηκε ένα περιβάλλον δηλαδή, εντός του οποίου ήταν ευτυχισμένη και περνούσε ευχάριστα τον χρόνο της, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε στο περιβάλλον της δικής της οικογένειας. Εξάλλου, το γεγονός ότι η ανήλικη συνέχισε να πηγαίνει στο σπίτι των θείων της και μετά την τέλεση των ασελγών πράξεων εκ μέρους του κατηγορουμένου δεν αποτελεί απόδειξη μη τέλεσης αυτών, καθώς, όπως σαφώς κατέθεσαν οι γονείς της ανήλικης, η ίδια έδειχνε απροθυμία να πηγαίνει και κατόπιν πίεσης των γονέων της υποχωρούσε. Επίσης, το γεγονός ότι το παιδικό δωμάτιο βρίσκεται σε εγγύτητα με την κρεβατοκάμαρα του κατηγορουμένου και της συζύγου του δεν σημαίνει ότι ήταν πρακτικά αδύνατο να τελεσθούν οι πράξεις από τον κατηγορούμενο χωρίς να γίνει αντιληπτός από τη σύζυγό του, καθώς όλες οι πράξεις έλαβαν χώρα το βράδυ, την ώρα του ύπνου, ενώ το γεγονός ότι η σύζυγός του δεν αντιλήφθηκε τις πράξεις του κατηγορουμένου δεν σημαίνει ότι αυτές δεν έγιναν, καθώς η ίδια μπορεί και να διαπίστωσε τη μετάβαση του συζύγου της στο υπνοδωμάτιο των παιδιών αλλά να μην υποπτεύθηκε τις προθέσεις του. Τέλος, ο ισχυρισμός ότι τα όσα καταθέτει η ανήλικη βρίσκονται στο φάσμα του παθολογικού ψέματος και ότι προβαίνει στην πράξη αυτή λόγω της στέρησης της γονικής αγάπης και χαμηλής αυτοεκτίμησης δεν κρίνεται πειστικός, καθόσον δεν αποτελεί συμπέρασμα εξαχθέν μετά από ψυχολογική εξέταση της ανήλικης και δεν επιβεβαιώνεται από τους ειδικούς παιδοψυχολόγους που εξέτασαν την ανήλικη και δη από την ψυχολόγο …, η οποία παρακολουθούσε την ανήλικη για τρία χρόνια και κατέγραφε τα συμπτώματα και την πρόοδο αυτής. Οι προπεριγραφείσες πράξεις που τέλεσε ο κατηγορούμενος σε βάρος της ανήλικης, ήτοι ψαύσεις και θωπείες των γεννητικών οργάνων της, του στήθους της, των γλουτών της, καθώς και οι θωπείες του γεννητικού του οργάνου εκ μέρους της ανήλικης, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εμπίπτουν στην έννοια των «ασελγών» πράξεων, αλλά και των «γενετήσιων» πράξεων, κατά τη διατύπωση του πρόσφατου ποινικού νομοθέτη, καθώς αυτές είναι ίδιας βαρύτητας με τη συνουσία από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, προσέβαλαν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας της ανήλικης και έγιναν με πρόθεση τη διέγερση και την ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ίδιος μούγκριζε κατά τη διάρκεια τέλεσης αυτών και δεν είναι πράξεις ήσσονος βαρύτητας που έγιναν με πρόθεση προσβολής και μόνο της αιδούς και της αξιοπρέπειας της παθούσας στο πεδίο της γενετήσιας ζωής της. Τα περιγραφόμενα, συνεπώς, περιστατικά δεν δύνανται να υπαχθούν στο πραγματικό του άρθρου 342 παρ. 2 ΠΚ, απορριπτόμενου του αντίθετου αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου ως αβασίμου. Γνώμη μειοψηφίας Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του προϊσχύοντος ΠΚ: «όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών». Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 342 παρ. 1 του προϊσχύοντος ΠΚ όριζε ότι «ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί ασελγείς πράξεις με ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα, όχι όμως και τα δεκαοκτώ έτη, με κάθειρξη». Προκύπτει, επομένως, ότι για τη στοιχειοθέτηση των αδικημάτων που περιγράφονται στις διατάξεις των άρθρων 339 και 342 του προϊσχύοντος ΠΚ, απαιτείτο η διενέργεια ασελγών πράξεων σε ανήλικο. Στην έννοια της ασελγούς πράξης εντασσόταν, σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, όχι μόνο η συνουσία ή πράξη αντίστοιχη (παρά φύση πράξη), αλλά και κάθε άλλη ασελγής πράξη, όπως η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων και άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, το φίλημα στο πρόσωπο και στο στόμα του ανηλίκου, εφόσον οι ενέργειες αυτές κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, στο μέτρο που αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της νεαρής ηλικίας, η οποία προστατεύεται από την εν λόγω διάταξη (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 931/2012, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 266/2010 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 817/2006, ΠοινΛογ 2006/764, ΑΠ 501/2006, ΠοινΧρ 2006, 39, ΑΠ 1505/2005, ΠοινΧρ 2006, 252). Με τον νέο ΠΚ, ο οποίος κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 και τέθηκε σε ισχύ από 1.7.2019, τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 339 και 342 ΠΚ, ως εξής: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του νέου ΠΚ: «όποιος ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα με το άρθρο 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη έως δέκα έτη και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών». Επίσης, στη διάταξη του άρθρου 342 παρ. 1 και 2 του νέου ΠΚ, ορίζεται ότι: «1. Ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί γενετήσιες πράξεις με ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη, γ) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη ως δέκα έτη. 2. Ο ενήλικος ο οποίος απευθύνει χειρονομίες, προτάσεις ή εξιστορεί ή απεικονίζει η παρουσιάζει πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα σε ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών». Καθίσταται επομένως προφανές ότι πλέον, υπό το καθεστώς του νέου ΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση των αδικημάτων των άρθρων 339 και 342 απαιτείται η διενέργεια γενετήσιων πράξεων, έννοια στενότερη και ειδικότερη από αυτήν της ασελγούς πράξης που προέβλεπε ο προϊσχύων Ποινικός Κώδικας (βλ. και ΣυμβΠλημΒόλου 253/2019, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επιπλέον, οπό το άρθρο 342 ΠΚ απαλείφθηκαν οι επιβαρυντικές περιστάσεις της παραγράφου 2, ήτοι της τέλεσης της πράξης από οικείο, από εκπαιδευτικό, από κληρικό, ψυχολόγο, ιατρό, πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του ανηλίκου, σύνοικο κ.λπ. Έτσι, πλέον με την παρ. 2 του άρθρου 342 του νέου ΠΚ, τιμωρείται ως πλημμέλημα η τέλεση χειρονομιών ή πράξεων «γενετήσιου χαρακτήρα» σε ανήλικο, τον οποίον έχουν εμπιστευθεί να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει ο δράστης. Ο ορισμός της γενετήσιας πράξης δίνεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 336 ΠΚ και αναφέρεται στην συνουσία και στις ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις. Επιπλέον, στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ (βλ. σελ. 66, εισαγωγή στα Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής) απαριθμούνται οι πράξεις που υπάγονται στην έννοια της «γενετήσιας πράξης», ήτοι η συνουσία και άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα, από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως είναι η «παρά φύσιν» συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία και η αιδοιολειξία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων. Παράλληλα, ως χειρο νομίες «γενετήσιου χαρακτήρα» νοούνται οι πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες όμως προσβάλλουν τη γενετή σια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος, που δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη. Τέλος, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται στην Αιτιολογική Έκθε ση, πράξη «γενετήσιου χαρακτήρα» είναι συμπεριφορές ή χειρονομίες, οι οποίες κατά την κοινή αντίληψη υπαινίσσονται ή καταδεικνύουν ή παρωθούν σε γενετήσιες πράξεις. Σύμφωνα με το άρθρο 2 ΠΚ, εάν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη διαχείριση του κατηγορουμένου. Επομένως, καταρχήν, στην ένδικη περίπτωση, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 339 και 342 του νέου ΠΚ, από τις οποίες έχουν απαλειφθεί οι επιβαρυντικές περιστάσεις και τιμωρούν ελαφρύτερα την εδώ περιγραφόμενη συμπεριφορά, όπως αποδίδεται στον κατηγορούμενο. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά αναλύονται λεπτομερώς στο υπ’ αρ. 441/2019 παραπεμπτικό βούλευμα. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο κατηγο ρούμενος, από τον Μάιο του 2012 έως και την 27.10.2013, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, πλησίασε την … του …, νυκτερινές ώρες κατά τις οποίες αυτή κοιμόταν, ξάπλωνε δίπλα της, έβγαζε τα ρούχα της και προέβαινε σε ψαύσεις και θωπείες των γεννητικών της οργάνων και άλλων απόκρυφων μερών του σώματός της, και συγκεκριμένα της χάιδευε το στήθος, τους γλουτούς της, τοποθετούσε τα δάκτυλα του χεριού του στο αιδοίο της και ανάμεσα στους γλουτούς της, άγγιζε το σώμα της με το πέος του και έπαιρνε το χέρι της και το έθετε στο πέος του. Οι ως άνω πράξεις, κατά την άποψη της μειοψηφίας, υπάγονται στην έννοια της «ασελγούς πράξης» του προϊσχύοντος Ποινικού Κώδικα, πλην όμως ο όρος αυτός, όπως προαναφέρθηκε, έχει απαλειφθεί. Πλέον, για τη στοιχειοθέτηση των αδικημάτων των άρθρων 339 και 342 του νέου Ποινικού Κώδικα απαιτείται η διενέργεια γενετήσιας πράξης, έννοια στενότερη και ειδικότερη από αυτήν της «ασελγούς πράξης» που προέβλεπε ο προϊσχύων Ποινικός Κώδικας (βλ. και ΣυμβΠλημΒόλου 253/2019, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Πλην όμως η μειοψηφία του παρόντος Δικαστηρίου έχει την άποψη ότι οι ως άνω πράξεις οριακά δεν υπάγονται στην έννοια της «γενετήσιας πράξης», όρος που υποκατέστησε τον όρο «ασελγής πράξη» του παλαιού Ποινικού Κώδικα. Σε κάθε περίπτωση, επειδή δεν έχει διαμορφωθεί νομολογία του Αρείου Πάγου, η οποία να διασαφηνίζει εάν στην έννοια των γενετήσιων πράξεων υπάγονται και άλλες περιπτώσεις πλην των προαναφερομένων που απαριθμούνται στην Αιτιολογική Έκθεση, απαρίθμηση που κατά την άποψη της μειοψηφίας είναι περιοριστική, υιοθετώντας έτσι (η μειοψηφία) την ερμηνεία υπέρ και όχι σε βάρος του κατηγορουμένου, η μειοψηφία του παρόντος Δικαστηρίου διατηρεί αμφιβολίες για το εάν οι ένδικες πράξεις υπάγονται στην έννοια της γενετήσιας πράξης. Ως εκ τούτου, η μειοψηφία υιοθετεί την ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο εκδοχή και χαρακτηρίζει τις ένδικες πράξεις ως χειρονομίες «γενετήσιου χαρακτήρα», ήτοι πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες όμως προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος, που δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη. Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την άποψη της μειοψηφίας, σε περίπτωση αμφιβολιών, όπως εν προκειμένω, πρέπει να υιοθετείται η εκδοχή που οδηγεί στην ευμενέστερη και όχι στη δυσμενέστερη ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου. Και τούτο, διότι, όπως προεκτέθηκε, στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ (βλ. σελ. 66, εισαγωγή στα Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής) απαριθμούνται οι πράξεις που υπάγονται στην έννοια της «γενετήσιας πράξης», ήτοι η συνουσία και άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα, από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως είναι η «παρά φύσιν» συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία και η αιδοιολειξία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων, απαρίθμηση η οποία κατά την άποψη της μειοψηφίας είναι περιοριστική, και όχι ενδεικτική, υιοθετώντας και πάλι η μειοψηφία των Δικαστών του παρόντος Δικαστηρίου την ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο εκδοχή, καθώς η αιτιολογική έκθεση δεν χρησιμοποιεί λέξεις (όπως «ιδίως», «για παράδειγμα», «παραδείγματος χάριν»), οι οποίες να παραπέμπουν σε ενδεικτική απαρίθμηση των αναφερόμενων στην Αιτιολογική Έκθεση γενετήσιων πράξεων (που είναι ίδιας βαρύτητας με τη συνουσία). Εν προκειμένω, όμως, δεν έλαβαν χώρα μεταξύ του κατηγορουμένου και της παθούσας ούτε συνουσία, ούτε «παρά φύσιν» συνεύρεση ή ετεροαυνανισμός ή πεολειξία ή αιδοιολειξία ή χρήση υποκατάστατων μέσων, πράξεις οι οποίες αναφέρονται περιοριστικώς στην Αιτιολογική Έκθεση. Είναι γεγονός ότι στην ως άνω Αιτιολογική Έκθεση υφίσταται μια ασάφεια, καθώς πριν από την απαρίθμηση των περιπτώσεων που συνιστούν γενετήσιες πράξεις αναφέρεται επί λέξει ότι ο όρος «γενετήσια πράξη» έχει την έννοια που προσδιορίζει η νομολογία και η επιστήμη. Η ασάφεια/αστοχία έγκειται στο ότι ο όρος «γενετήσια πράξη» το πρώτον εμφαίνεται και ορίζεται στον παρόντα νέο Ποινικό Κώδικα (με ισχύ από 1.7.2019) και επομένως είναι λογικά αδύνατο να υπάρχει νομολογία που να προσδιορίζει τον ως άνω όρο, αφού ο όρος αυτός δεν υπήρχε στον παλαιό Ποινικό Κώδικα (πριν από την 1.7.2019), έτσι ώστε να απασχοληθούν προς τούτο τα Δικαστήρια (όπως προεκτέθηκε, πριν από την 1.7.2019 υπήρχε στον Ποινικό Κώδικα αναφορικά με τις ένδικες πράξεις ο όρος «ασελγής πράξη» και όχι ο όρος «γενετήσια πράξη» αντιθέτως, όπως προαναφέρθηκε, υπάρχει πλούσια νομολογία που προσδιορίζει τον όρο «ασελγή πράξη», ο οποίος πλέον δεν απαντάται στα επίμαχα άρθρα του νέου Ποινικό Κώδικα). Η ως άνω ασάφεια, όμως, δεν πρέπει να ερμηνεύεται σε βάρος του κατηγορουμένου, αλλά υπέρ του κατηγορουμένου, ακολουθώντας (η μειοψηφία) τον θεμελιώδη κανόνα του ποινικού δικαίου «in dubio pro reo», καθιερωμένο από τη ρωμαϊκή εποχή ακόμη, που στα ελληνικά αποδίδεται ως εξής: «οι αμφιβολίες είναι υπέρ του κατηγορούμενου». Περαιτέρω, κατά την άποψη της μειοψηφίας, οι προπεριγραφόμενες πράξεις που διενήργησε ο κατηγορούμενος σε βάρος της ανήλικης παθούσας υπάγονται στην έννοια των χειρονομιών «γενετήσιου χαρακτήρα», οι οποίες σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεσή είναι οι χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος, που δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη. Η μειοψηφία των Δικαστών του παρόντος Δικαστηρίου για το σχηματισμό της ως άνω κρίσης έλαβε υπόψη και το ότι τόσο στο παραπεμπτικό βούλευμα – τα πραγματικά περιστατικά (και μόνο αυτά) του οποίου (βουλεύματος) επιχειρεί να αντικρούσει ο κατηγορούμενος – όσο και στην απαγγελθείσα από τον Ανακριτή κατηγορία (βλ. το κατηγορητήριο που συνέταξε ο Ανακριτής) επί της οποίας και απολογήθηκε ο κατηγορούμενος δεν υπήρχαν όροι που σαφώς παραπέμπουν σε γενετήσια πράξη, π.χ. «ετεροαυνανισμός», «χρήση υποκατάστατων μέσων» κ.λπ., και ως εκ τούτου ο κατηγορούμενος δεν έχει απολογηθεί προς τούτο για τον απλό λόγο ότι δεν έχει απαγγελθεί σε βάρος του σχετική κατηγορία, η οποία να του αποδίδει ότι διέπραξε γενετήσιες πράξεις υπό την προεκτεθείσα έννοια, όπως προσδιορίζεται αυτή και στην Αιτιολογική Έκθεση. Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να αντικρούσει την κατηγορία, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με βάση το παραπεμπτικό βούλευμα, και δεν γίνεται στο παρόν στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας να του αποδοθούν και άλλες πράξεις (πέραν αυτών του παραπεμπτικού βουλεύματος), οι οποίες να άγουν στη δυσμενέστερη ποινική του μεταχείριση. Περαιτέρω, στο άρθρο 337 παρ. 1 και 2 του νέου Ποινικού Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, με γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση. 2. Με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος των δώδεκα ετών». Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 342 του νέου Ποινικού Κώδικα: «Ο ενήλικος ο οποίος απευθύνει χειρονομίες, προτάσεις ή εξιστορεί ή απεικονίζει ή παρουσιάζει πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα σε ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών». Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, εφόσον οι ως άνω αναφερόμενες πράξεις δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «γενετήσιες πράξεις», δεν πληρούται πλέον η αντικειμενική υπόσταση των άρθρων 339 παρ. 1 και 342 παρ. 1 ΠΚ. Εφόσον οι ως άνω πράξεις χαρακτηρίζονται ως χειρονομίες και πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα και γενετήσιες χειρονομίες, θα έπρεπε, κατά την άποψη της μειοψηφίας του Δικαστηρίου, η πρώτη κακουργηματική πράξη (του άρθρου 339 παρ. 1 του ΠΚ) να μετατραπεί επιτρεπτώς στην πλημμεληματική πράξη του άρθρου 337 παρ. 2 (σε συνδ. με την παρ. 1) του νέου Ποινικού Κώδικα και η δεύτερη κακουργηματική πράξη (του άρθρου 342 παρ. 1α και 2β του ΠΚ) να μετατραπεί επιτρεπτώς στην πλημμεληματική πράξη του άρθρου 342 παρ. 2 του νέου Ποινικού Κώδικα.
- V) Αριθμός απόφασης: 1046/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ` Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου – Εισηγήτρια, Γεώργιο Αναστασάκο, Μαρία Γεωργίου και Ευφροσύνη Καλογεράτου – Ευαγγέλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 7 Μαΐου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτριου Δασούλα, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου,
για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου …. του …, κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές …, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Σταύρο Χούρσογλου και Βασίλειο Χειρδάρη, για αναίρεση της υπ` αριθμ. 270, 393/2018 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντες τους 1. …. του …, 2. …. του … και 3. …. του …, κατοίκων …, που δεν παρέστησαν.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ` αριθμ. πρωτ. ../19.2.2019 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό ../2019.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης για τον τέταρτο λόγο αυτής, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς αυτόν το λόγο και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ` και 3 ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Εξάλλου, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται στο άρθρο 515 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνία 16-4-2019 αποδεικτικά επιδόσεως του Επιμελητή Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά …., οι πολιτικώς ενάγοντες της κρινόμενης υπόθεσης …. του …, …. του … και …. του …, με αναιρεσείοντα τον …. του …, κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά τη διάταξη του άρθρου 155 παρ. 1 εδ. α` και β` του ως άνω Κώδικα, για να εμφανιστούν στην αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως αυτής συνεδρίαση, που είχε οριστεί για να συζητηθεί η από 19-2-2019 και με αριθμό γενικού πρωτ. ../19-2-219 αίτηση του ως άνω αναιρεσείοντα για αναίρεση της υπ`αριθμ. 270,393/2018 καταδικαστικής αποφάσεως του Α` Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, πλην αυτοί δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Μετά από αυτά, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία τους σαν να ήταν και αυτοί παρόντες.
Από την διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του ΠΚ, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της νεαρής ηλικίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από οποιαδήποτε άποψη, πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Με την έννοια αυτή αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανήλικου, η προστριβή του γεννητικού μορίου του στο σώμα του θύματος, ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφ` όσον κατατείνουν στην διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος άμεσος ή ενδεχόμενος και πρέπει να καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία και ιδίως γνώση της ηλικίας του παθόντος, δηλ. θεμελιώνεται ενδεχόμενος δόλος αν ο δράστης αμφιβάλλει και αδιαφορεί συνάμα περί της ηλικίας του παθόντος. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ” αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχει σημασία. Αν περισσότερες διακεκριμένες πράξεις του δράστη στρέφονται κατά του ίδιου ανηλίκου, πρόκειται για έγκλημα κατ` εξακολούθηση. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 337 παρ.1 ΠΚ, “όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή”. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, “με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος των 12 ετών”. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι “ασελγείς χειρονομίες” είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως λ.χ. ψαύσεις,
ή θωπείες στο στήθος, στους μηρούς κ.λπ. του παθόντος. Οι “προτάσεις” μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες που πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή. Για τη στοιχειοθέτηση δε της υποκειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της πράξεως. Όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (ως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός), αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατέτεινε στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος, τότε δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 του ΠΚ
(ΑΠ 9312/2012, ΑΠ 751/2011, ΑΠ 1244/2011, ΑΠ 1783/2008). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 342 παρ. 1 περ. α`του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 24 του
ν. 3500/2006, που ορίζει ότι “1) Ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί ασελγείς πράξεις με ανήλικο, τον οποίο του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής : α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) ….”, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια απαιτείται ομοίως οποιαδήποτε υπό γενετήσια άποψη ασελγής πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκατεσσάρων ετών, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση
ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, μόνο στην περίπτωση που τον ανήλικο αυτό οι έχοντες την επιμέλειά του τον έχουν εμπιστευθεί στον ενήλικο δράστη για κάποιο λόγο για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, παραβιαζόμενης έτσι με κατάχρηση της εμπιστοσύνης που του επέδειξαν (ΑΠ 1550/2012). Με τη διάταξη αυτή προστατεύεται η γενετήσια ελευθερία ορισμένων προσώπων, μεταξύ των οποίων και οι ανήλικοι, που λόγω των ιδιαίτερων σχέσεών τους με το δράστη βρίσκονται περισσότερο εκτεθιμένα σε γενετήσιες προσβολές από αυτόν.
Μεταξύ των παραπάνω εγκλημάτων των άρθρων 339 και 342 του ΠΚ, υπάρχει αληθινή συρροή και όχι κατ`ιδέαν φαινόμενη συρροή, καθόσον με τις διατάξεις αυτές προστατεύονται διαφορετικά έννομα αγαθά και συγκεκριμένα με τη μεν πρώτη η αγνότητα της νεαρής ηλικίας με τη δε δεύτερη η γενετήσια ελευθερία δια της προφυλάξεως του παιδιού από πρόωρες σεξουαλικές εμπειρίες ώστε να προστατευθεί η αδιατάρακτη εξέλιξη του φύλου από πρόσωπα του οικείου περιβάλλοντος (ΑΠ1111/2005). Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ.1, 4, και 5 του άρθρου 6 του ν. 3500/2006, “1. Το μέλος της οικογένειας το οποίο προξενεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδ. α` της παρ. 1 του άρθρου 308 του ΠΚ ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του με την έννοια του εδαφίου β` της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους….4. Αν η πράξη της πρώτης παραγράφου συνιστά μεθοδευμένη πρόκληση σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης, επικίνδυνη για την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση του θύματος, επιβάλλεται κάθειρξη και αν το θύμα είναι ανήλικος κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. 5. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται αντίστοιχα και όταν ο δράστης εργάζεται σε φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας, η δε πράξη του στρέφεται σε βάρος προσώπου που αποδέχεται τις υπηρεσίες του φορέα αυτού”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι τα εγκλήματα που αναφέρονται στην παρ. 1 του ως άνω άρθρου αποτελούν διακεκριμένη μορφή των εγκλημάτων της απλής και της όλως ελαφράς σωματικής βλάβης, πραγματώνονται μεταξύ των μελών μιας οικογένειας και τιμωρούνται όχι μόνο όταν τελούνται σε βάρος ανηλίκων αλλά και ενώπιον αυτών, με αποτέλεσμα την ψυχική διαταραχή και τη δημιουργία ψυχικού πόνου σ` αυτούς (ανηλίκους). Μάλιστα η μεθοδευμένη πρόκληση σωματικών βλαβών σε βάρος ανηλίκου και η πρόκληση ψυχικού πόνου και ο εγκλεισμός αυτού και η απομόνωση αποτελούν επιβαρυντικές μορφές των ανωτέρω εγκλημάτων. Κατά τις ανωτέρω διατάξεις τιμωρούνται και οι εργαζόμενοι σε φορέα κοινωνικής μέριμνας (Ιδρύματα Κοινωνικής μέριμνας και αρωγής) γιατί τα άτομα που φιλοξενούνται στα εν λόγω Ιδρύματα δεν μπορούν από μόνα τους να αντισταθούν και να υπερασπιστούν ευχερώς τον εαυτό τους έναντι της σκληρής συμπεριφοράς των προσώπων που έχουν αναλάβει την προστασία τους, προσφεύγοντας στις αρμόδιες αρχές, ενώ τυγχάνει νομικά αδιάφορο αν τα άτομα αυτά οποθετήθηκαν προς φιλοξενία με τη μέριμνα του κράτους, των συγγενών τους, με δικαστική απόφαση ή εισαγγελική διάταξη (βλ. ατιολογική έκθεση του ν. 3500/2006). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΔΛ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σΛ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ`αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π), χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά.
Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας στην περίπτωση που αυτή αποτελεί αντιγραφή του αιτιολογικού της πρωτόδικης απόφασης ή όταν εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο όμως περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση του σκεπτικού της. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων,
η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε” του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σΛ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης με αριθμ. 270,393/2018 απόφασης, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που κατ` είδος αναφέρει (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, ανωμοτί καταθέσεις πολιτικώς εναγόντων, αναγνωσθέντα έγγραφα, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης και απολογία κατηγορουμένου), αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Η μάρτυρας ….. υπέβαλε στον Συνήγορο του Πολίτη (Κύκλο Δικαιωμάτων του Παιδιού) την υπ` αριθμ. ../21-2-2012 έγγραφη αναφορά της με το ακόλουθο περιεχόμενο: “Είμαι καθηγήτρια στο 2° Γυμνάσιο …. Στο σχολείο φοιτά ένας μαθητής 12 ετών με διεγνωσμένη νοητική στέρηση, ο οποίος φιλοξενείται, μετά από εισαγγελική εντολή, στο κέντρο φιλοξενείας παιδιών το “…”. Το παιδί έχει υποστεί κακοποίηση από τον πατέρα του και η μητέρα του έχει πεθάνει επίσης από κακοποίηση από τον άνδρα αυτό. Την Παρασκευή 11-2-2012 το παιδί αυτό μου κατήγγειλε κακοποίηση από τον υπεύθυνο του κέντρου φιλοξενείας όπου διαμένει ….. με τα εξής λόγια: “Κυρία θέλω να σας πω κάτι αλλά να μην το πείτε πουθενά. Ο …. έχει μια γυναίκα και ξέρετε τι κάνει ο άνδρας με την γυναίκα στο κρεββάτι. Ε λοιπόν, όταν είχα πρωτοπάει στο σπίτι (καλοκαίρι του 2011), ο …. το είχε κάνει αυτό και σε μένα …. ξέρετε από πίσω”. Σοκαρισμένη τον ρώτησα αν αυτό έχει γίνει και άλλες φορές και αν γίνεται ακόμα και μου απάντησε ότι έγινε δύο φορές όταν είχε πρωτοπάει και ότι δεν έχει ξαναγίνει. Δεν γνωρίζω αν είναι αλήθεια όσα μου κατήγγειλε ο μαθητής, γιατί είναι παιδί κακοποιημένο από τον πατέρα του, το οποίο είναι πολλές φορές σε σύγχυση……Το … φιλοξενεί επίσης τον μικρότερο αδελφό του παιδιού που μου έκανε την καταγγελία…… Ο μάρτυρας …., Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού, υπέβαλε στην Εισαγγελία Ανηλίκων Αθηνών την υπ` αριθμ. ../22-11-2012 εμπιστευτική αναφορά του με θέμα: Ενδεχόμενη σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων φιλοξενουμένων του Ιδρύματος “…”, στην οποία ανέφερε τα εξής: “… Στις αρχές του έτους 2012 ο Συνήγορος του Πολίτη έλαβε αναφορά από εκπαιδευτικό του Γυμνασίου στο οποίο φοιτούσε ο ανήλικος, φιλοξενούμενος του εν λόγω ιδρύματος, …., 12 ετών, ο οποίος έχει διαγνωσμένη νοητική στέρηση, ο οποίος ανέφερε στην εκπαιδευτικό σεξουαλική κακοποίησή του από τον …. Ακολούθησαν επισκέψεις μας στο Ίδρυμα και συναντήσεις με τον …, τον … και τα φιλοξενούμενα παιδιά. Επιπροσθέτως, πρόσφατα απευθύνθηκαν σ` εμένα η κ. …., πρώην εργαζόμενη στην …, και η κ. …., ανάδοχη μητέρα και εθελόντρια της ίδιας …, οι οποίες ανέφεραν μαρτυρίες πρώην φιλοξενούμενων του Ιδρύματος …, πλέον ενηλίκων, οι οποίες αφορούν την διάπραξη σοβαρών αδικημάτων εκ μέρους του …. σε βάρος των φιλοξενούμενων παιδιών. Ειδικότερα οι ως άνω είχαν ακούσει από τους νέους αυτούς ότι οι ίδιοι και άλλα παιδιά είχαν γίνει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης και παραβίασης, τόσο στο χώρο του Ιδρύματος, όσο και στο εξοχικό της …, όπου ο …. πηγαίνει μαζί με τα παιδιά τα Σαββατοκύριακα ή στις διακοπές…. Κατόπιν αυτών θεωρούμε ότι η υπόθεση χρήζει περαιτέρω διερεύνησης από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές και εξειδικευμένες υπηρεσίες…”. Σύμφωνα με το υπ` αριθμ. …/8-2-2013 Ενημερωτικό Σημείωμα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης που υπογράφεται από τους κοινωνικούς λειτουργούς …. και …., οι οποίοι εξετάστηκαν στο ακροατήριο ως μάρτυρες, στις
16-1-2013 είχαν συνάντηση με τα τότε μέλη του Δ.Σ. του φιλανθρωπικού σωματείου “…”, τα οποία δεν είχαν αντιληφθεί αν υπήρχαν θέματα παραβιάσεως των δικαιωμάτων των παιδιών, γιατί δεν είχαν ουσιαστικές αρμοδιότητες και ευθύνες, καθόσον τα πάντα καθορίζοντο, κατευθύνοντο και υλοποιούν το από τον …., πρόεδρο του Δ. Σ., δεν είχαν δική τους άποψη, αλλά την εικόνα που τους μετέφερε ο τελευταίος για τα παιδιά. Επίσης δεν γνώριζαν ποιες είναι οι ευθύνες τους, ούτε γνώριζαν τις συνθήκες διαβιώσεως και τις ανάγκες των παιδιών. Κατά τη συνάντηση που είχαν οι ανωτέρω κοινωνικοί λειτουργοί στις 24-1-2013 με την ….. που εκτελούσε προσωρινά χρέη Προέδρου και τον …., ταμία, οι τελευταίοι τους πληροφόρησαν ότι επισκέφθηκαν το …., όπου ο …. τους ανέφερε ότι είδε τη νύκτα δύο παιδιά, το ένα επάνω στο άλλο και θορυβήθηκε. Οι εργαζόμενοι στο Ίδρυμα …. που είχε τη φύλαξη, φροντίδα, μελέτη των παιδιών και το μαγείρεμα (από 11 το πρωί μέχρι 7 το βράδυ), …. που είχε τη φύλαξη, φροντίδα και μελέτη των παιδιών από τις 7.00`μ.μ. έως 8.00` π.μ., …., καθαρίστρια και …. που απασχολούσε και διάβαζε τα παιδιά τα Σαββατοκύριακα, συνομιλώντας με τους ανωτέρω κοινωνικούς λειτουργούς, παραδέχθηκαν ότι υπήρχαν άκαμπτοι κανόνες, μεγάλη αυστηρότητα, τιμωριτικό περιβάλλον και αποκλεισμός των παιδιών από τους συγγενείς τους. Ο κατηγορούμενος είχε εκτροπή των κλήσεων του οικοτροφείου στο κινητό του τηλέφωνο, ελέγχοντας κάθε επικοινωνία και αποφασίζοντας ο ίδιος για κάθε θέμα, αποφάσιζε για τις τιμωρίες των παιδιών, το φαγητό, αν και πότε θα έχουν έξοδο και επέβαλε στο προσωπικό να ακολουθεί το δικό του “παιδαγωγικό” μοντέλο. Περνούσε ο ίδιος αρκετές ώρες κάθε ημέρα στο οικοτροφείο, φροντίζοντας για τα πάντα και δεν επέτρεπε σε κανέναν εργαζόμενο παρεμβάσεις και άλλες απόψεις. Στην κατ` ιδίαν επικοινωνία των κοινωνικών λειτουργών με τον εργαζόμενο …., ο τελευταίος τους ανέφερε ότι ο ανήλικος …., 15 ετών, του είχε εμπιστευθεί ότι δεχόταν παρενόχληση αρκετά συχνά και σε μικρότερη ηλικία από τον κατηγορούμενο, όπως θωπείες, χάδια, “χουφτώματα” σε χώρους του οικοτροφείου (υπόγειο) και στο γραφείο του, χωρίς την παρουσία τρίτων, ότι του έκανε δωράκια για να τον προσεγγίσει, αλλά αυτός (ανήλικος) δεν ανταποκρινόταν στα καλέσματα του. Ότι ο …. βίωνε έντονη ψυχολογική πίεση και στην προσπάθειά του να αποφύγει τις προσεγγίσεις και τα καλέσματα του κατηγορουμένου, ανταλλάσσονταν μεταξύ τους έντονοι φραστικοί διαπληκτισμοί. Σε κατ` ιδίαν συνάντηση που είχαν οι κοινωνικοί Λειτουργοί με τον ως άνω ανήλικο τους εμπιστεύθηκε όλα τα παραπάνω, αναβιώνοντας τα γεγονότα με έντονο άγχος. Τους ανέφερε ότι παραβιάζονταν όλα τα δικαιώματα των παιδιών και κανείς δεν έκανε κάτι γι` αυτό, ιδιαίτερα δε δεν εμπιστευόταν τα μέλη του Δ.Σ. καθόσον κανένα δεν ενδιαφερόταν στην πράξη για τα παιδιά και το παιδαγωγικό καθεστώς που επικρατούσε, κανένα μέλος δεν ήθελε να γνωρίζει πως περνούν τα παιδιά. Ο …., μετά την κατάθεσή του για τον ανήλικο …. είχε επιπλέον και τον φόβο μην τυχόν του συμβεί κάτι, γιατί ο κατηγορούμενος, όπως χαρακτηριστικά τους ανέφερε “έχει τους πάντες με το μέρος του, έχει σοβαρές γνωριμίες και συμμετέχει σε πολλά δίκτυα”. Συνεπεία των ανωτέρω ήταν να υποστεί κρίση άγχους και να μεταφερθεί στο ….-Νοσοκομείο. Την ίδια ημέρα οι ως άνω κοινωνικοί λειτουργοί είχαν επικοινωνία και με τρία ενήλικα αγόρια, πρώην φιλοξενούμενους στο …, οι οποίοι διέμεναν σε διαμερίσματα ιδιοκτησίας αυτού. Ήταν τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του …., …. και …., 22 και 21 ετών, αντίστοιχα και ο .. … … ήταν εντελώς αρνητικός έως επιθετικός για όλα όσα έχει ζήσει και δεν εμπιστευόταν κανένα. Τα άλλα δύο παιδιά ήταν ιδιαίτερα θυμωμένα γιατί κανείς δεν θέλησε ποτέ να τους ακούσει και εξέφραζαν πόνο, πίκρα, αγανάκτηση και αγωνία για την εξέλιξη του οικοτροφείου. Και οι τρεις τους ανέφεραν “ότι μπορείτε να φανταστείτε έχει γίνει στο οικοτροφείο, δηλαδή τα πάντα”. Συγκεκριμένα τα εν λόγω αγόρια ανέφεραν τα εξής. “Το “κάνουν” τα παιδιά μεταξύ τους και το “θεωρούν φυσιολογικό” στην καθημερινότητα τους, δεν επιτρέπεται η επικοινωνία με τους συμμαθητές τους, δέχονταν απειλές και εκβιασμούς από τον … και μόνο πατέρας δεν ήταν γι` αυτά, είναι ένα αρνητικό πρότυπο παππού χωρίς αρχές και αξίες που κανείς δεν σεβόταν και οι σχέσεις τους, καθώς μεγάλωναν, στηρίζονταν στην συνενοχή και στους εκβιασμούς, δεν ξεχνούν τις τιμωρίες που δέχονταν από έναν πρώην φιλοξενούμενο του οικοτροφείου, που ζούσε μαζί τους για να τους φροντίζει, ο οποίος τους κατέβαζε τα παντελόνια και τους κτυπούσε με την ζώνη του, τους έδιναν ληγμένα τρόφιμα και όταν το ανέφεραν, αντί για φαγητό “έτρωγαν” τιμωρία, ο … τους έκανε πλύση εγκεφάλου για να τους έχει στο χέρι και να τους εκμεταλλεύεται, τους έλεγε συνεχώς “είστε ένα τίποτα, ένα μηδέν, δεν υπάρχει μάνα και πατέρας για εσάς, δεν υπάρχετε πουθενά αν δεν κάνετε ότι σας λέω εγώ”. Όλα τα παιδιά γνώριζαν για τον …. και πόσο βασανιζόταν από τον … και τις περισσότερες φορές πήγαινε στον …. να τον παρηγορήσει”.
Στο ίδιο ως άνω ενημερωτικό σημείωμά τους οι προαναφερόμενοι κοινωνικοί λειτουργοί αναφέρουν ότι το … παρουσιάζει ουσιαστικά προβλήματα, όπως κοινωνικού αποκλεισμού των φιλοξενούμενων ανήλικων αγοριών, αλλαγή του Προέδρου του Δ.Σ. του σωματείου, μη ουσιαστική ανάληψη ευθυνών των υπόλοιπων μελών του Δ.Σ. κατά τη διάρκεια της θητείας τους, απουσία Κοινωνικού Λειτουργού, ανομοιογένεια του πληθυσμού, αναχρονιστικό-αντιπαιδαγωγικό περιβάλλον που σε συνδυασμό με τις μαρτυρίες των παιδιών μπορεί να χαρακτηριστεί έως και κακοποιητικό γι` αυτά. Περαιτέρω στις 8-3- 2013 ο παθών …. του … εξετάστηκε χωρίς όρκο ως μάρτυρας στην Υποδ/νση Προστασίας Ανηλίκων, παρουσία της ψυχολόγου …., και κατέθεσε ότι ο … του έδινε χαστούκια, στην τουαλέτα τον χούφτωνε και του έπαιζε το πουλί, τον είχε-χουφτώσει στον πωπό, τον είχε φιλήσει στο μάγουλο, πολλές φορές στην … και στο …, ότι αυτά που του έκανε δεν του άρεσαν και ήθελε να του ρίξει μπουνιά, ότι μια φορά ήταν ανοικτή η πόρτα της τουαλέτας και ο …. είδε τι του έκανε ο ….. και του είπε να του ρίξει μπουνιά, ότι του κτυπούσε το χέρι, του έλεγε να σταματήσει, αλλά ο …. δεν τον άκουγε…. Επίσης στις 20-10-2016 εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Τακτικού Ανακριτή, όπου κατέθεσε ότι όταν ήταν στο …, ο … τους έβριζε, τους κτυπούσε με φάπες για τιμωρία κάθε ημέρα, του έλεγε ότι έχει πρόβλημα στο γεννητικό του όργανο και ήθελε να το δει, στην … του έλεγε “έλα … επάνω”, ήταν μόνοι και τον χάιδευε στα γεννητικά του όργανα, αυτό γινόταν κάθε ημέρα και στο … και στην …, ότι αυτά που του έκανε, τον είχε δει να τα κάνει και στους .. …, …. και …, όταν του έπιανε τα γεννητικά του όργανα τον ξέντυνε, όπως και τα υπόλοιπα παιδιά, τον είχε χουφτώσει στον πωπό πολλές φορές επάνω από τα ρούχα, την ώρα που έκανε δουλειές και ότι έβαζε έναν … υπεύθυνο στο ….να τους κτυπάει μπουνιές και κλωτσιές. Ο … στην από 8-3-2013 προανακριτική εξέτασή του, παρουσία της ως άνω ψυχολόγου, κατέθεσε ότι ο … τους κτυπούσε και τους έβριζε, τον ίδιο τον είχε κτυπήσει πολλές φορές στο κεφάλι και τον έσπρωχνε χωρίς λόγο, είχε δει τον …. να πιάνει τον πωπό του …, του .. και του …, ότι ο …. του είπε ότι ο … τον έχει πειράξει στο πουλί του, έχει δει τον … στην … και στο Σπίτι να μπαίνει μέσα στην τουαλέτα, ενώ ήταν μέσα ο …. Επίσης στην από 9-2-
2017 ανωμοτί εξέτασή του ενώπιον του Τακτικού Ανακριτή κατέθεσε ότι ο …. τον κτυπούσε στο κεφάλι με χαστούκια και φάπες για να τον τιμωρήσει, είχε κτυπήσει και τον … άσχημα επειδή μετέφερε ένα δοχείο λάδι και χύθηκε και ενώ είχε πέσει κάτω, ο …. τον κλωτσούσε στην κοιλιά, ότι είχε δει τον …. να χαϊδεύει κάποια αγόρια στον πωπό τους και τα έβαζε να κάθονται στα γόνατα του, είχε δει τις περισσότερες φορές να χαϊδεύει τον …. στο Σπίτι και στην …, ότι κάποια ημέρα που βρίσκονταν στην …, ο … φώναξε τον … στο επάνω διαμέρισμα, όταν δε κατέβηκε τους είπε ότι ο … τον είχε ξαπλώσει στον καναπέ και του έκανε διάφορα πράγματα, ότι του έπαιζε το πουλί, όταν ήταν ο … στην τουαλέτα έμπαινε και ο … και χάϊδευε το πουλί του, ότι στον πωπό χαϊδεύε και τον … και τον …., τα παιδιά φοβόντουσαν τον … μήπως τα κτυπήσει και δεν αντιδρούσαν γιατί ήταν μικρά. Ο …. στην από 12-2- 2013 προανακριτική εξέτασή του κατέθεσε ότι ο …. τον κτυπούσε με τα χέρια και τα πόδια του, τον έσπρωχνε, του έδινε σφαλιάρες, έχει ακούσει ότι έπαιζε το πουλί του …. Στην από 21-12-2016 εξέτασή του ενώπιον του Τακτικού Ανακριτή κατέθεσε ότι ο …. τον κτυπούσε με φάπες και σφαλιάρες στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και τον έσπρωχνε για τιμωρία, κάποια φορά ο …. κτύπησε τον …, τον έριξε κάτω, τον κλώτσησε, λέγοντας του “σήκω ζώον” και του είπε ότι θα τον κλείσει στην αποθήκη, ότι έχει δει τον … να παίζει το πουλί του … μέσα στην τουαλέτα, ότι σ` αυτόν αγόραζε περισσότερα πράγματα, ό,τι ζητούσε ο … του το έδινε, ότι μια φορά που πέρασε ο ίδιος δίπλα από το τραπέζι ο … του έπιασε τον πωπό, έχει δει τον … να “χουφτώνει” τον …, δεν τους άφηνε να βλέπουν συχνά τους συγγενείς τους και μία φορά που είχε αργήσει η μητέρα του ο … την είχε βρίσει πουτάνα. Ο … στην από 5-3-2013 προανακριτική εξέτασή του και στην από 22-12-2016 εξέτασή του ενώπιον του Τακτικού Ανακριτή κατέθεσε ότι ο … τους έλεγε να κάνουν δουλειές, να μεταφέρουν τρόφιμα που ήταν βαριά, θύμωνε, τους φώναζε και τους έριχνε φάπες στο κεφάλι, θυμάμαι ότι όταν ο … έκανε μπάνιο, ο … άνοιξε την πόρτα και μετά βγήκε, στο σπίτι στην …, ενώ τους έβαζε να μεταφέρουν πράγματα, έμενε μόνος του με τον … και για τον … θυμάται ότι ο …. του έπιανε τον πωπό. Ο …. στην από 5- 3-2013 προανακριτική εξέτασή του, παρουσία της ως άνω ψυχολόγου, και στην από 22-12-2016 εξέτασή του ενώπιον του Τακτικού Ανακριτή κατέθεσε ότι ο …. του ανέφερε ότι ο …. του έχει πειράξει το πουλί, το ξέρουν όλοι αυτό, ότι ο …. του έριχνε φάπες, ήταν αυστηρός, συχνά κτυπούσε όλα τα παιδιά και τον ίδιο τον κτυπούσε δυνατά, τον έχει φιλήσει στο μάγουλο και τον έχει χαϊδέψει στα μαλλιά, για τον …. θυμάται ότι ο …. πήγαινε μαζί του στην τουαλέτα, του έπιανε τον πωπό και τον χάιδευε επάνω από τα ρούχα. Ο … στην από 9-3-2013 προανακριτική εξέτασή του κατέθεσε ότι ο …. ήταν αυστηρός, τους έσπρωχνε, τους κτυπούσε με τα χέρια του χαστούκια και ότι ο … του είπε ότι ο …. πείραζε στο σώμα τον αδελφό του ….. Ο … στην από 9-3-2013 προανακριτική εξέτασή του κατέθεσε ότι ο …. του είχε αναφέρει πως τον είχε πειράξει στο σώμα του ο … και συγκεκριμένα ότι τον είχε πειράξει σε σημείο που δεν πρέπει. Ο … στην από 10- 2-2013 προανακριτική εξέτασή του κατέθεσε ότι στο … έτρωγαν ληγμένα φαγητά, υφίσταντο ψυχολογική καταπίεση, υπήρχε διαφορετική αντιμετώπιση των παιδιών, σωματική κακοποίηση, τιμωρία με αποστέρηση φαγητού, εκφοβισμός, ότι ο …. έπαιρνε παιδιά στο σπίτι του, με την δικαιολογία να κάνουν κάποιες δουλειές και τα παιδιά αυτά γύριζαν αλλαγμένα στο Ίδρυμα, δηλ. άρχιζαν να έχουν σεξουαλικές επαφές μεταξύ τους που σημαίνει ότι κάποιος τους το έμαθε, είχαν εμφανή σημάδια στα μάγουλα, στον λαιμό και στα αυτιά, ο ίδιος δε όσα χρόνια έμεινε στο … βίωνε εγκατάλειψη, ψυχολογικό πόλεμο, απογοήτευση και βία από τον …, Ο … στην από 10-2-2013 προανακριτική εξέτασή του και στην από 18-10-2016 ένορκη εξέτασή του ενώπιον του Ανακριτή κατέθεσε ότι έτρωγαν ληγμένα προϊόντα, ξύλο από τους υπεύθυνους, σφαλιάρες από τον …, τιμωρίες και με αποστέρηση του φαγητού, ο … τους έβριζε, καθώς και τους γονείς τους και τους απαξίωνε, ότι όταν ήταν περίπου 12 ετών, ο … τον κρατούσε μέσα στα πόδια του και τον δάγκωνε ή τον φιλούσε κοντά στο στόμα, τους έβαζε στο μπάνιο τρεις-τρεις γυμνούς και τους παρακολουθούσε την ώρα που πλένονταν.
Με την 1149/2016 Διάταξη του Ανακριτή του 15ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος η …, ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια, διορίστηκε πραγματογνώμονας, προκειμένου να προετοιμάσει τους ανηλίκους …, … (…), …-… και … για την εξέτασή τους ως μαρτύρων και να αποφανθεί για την αντιληπτική ικανότητα τους και την ψυχική τους κατάσταση. Στην από 5-12-2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που αψορά στον …., αναφέρει ότι ο τελευταίος μιλώντας για την ζωή του στο Ίδρυμα της είπε ότι τα πράγματα ήταν σκληρά, ο …. έβαζε σκληρές τιμωρίες, έδινε φάπες, ότι κάτι γινόταν ανάμεσα στον … και τον …, όταν πήγαιναν στην …, ο … τους έβαζε να κάνουν δουλειές, ενώ εκείνος έπαιρνε στο δικό του σπίτι μόνο τον …, για κανένα 20λεπτο ……. ο …. δεν μας είχε πει τίποτα, αλλά είχαμε καταλάβει από μόνοι μας, όταν ο …. έκανε μπάνιο, ο … κάποιες φορές του άνοιγε την πόρτα και έμπαινε μέσα. Η ως άνω πραγματογνώμονας συμπεραίνει ότι ο λόγος του … είναι ειλικρινής, ωστόσο με δυσκολία να εμπιστευτεί και να επικοινωνήσει τόσο γεγονότα όσο και συναισθήματα και θεωρεί ότι είναι απολύτως απαραίτητη η ψυχολογική στήριξη του, προκειμένου να μπορέσει να μιλήσει και να επεξεργαστεί όσα θέματα έχουν επιδράσει σ` εκείνον τραυματικά. Στην από 12-12-2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που αφορά στον … (…), η ίδια ως άνω πραγματογνώμονας αναφέρει ότι ο τελευταίος μιλώντας για την ζωή του στο Ίδρυμα της είπε ότι όλοι έτρωγαν φάπες από τον … “έριχνε μία και γύρναγες στροφές, ήταν δυνατός”, ότι τον πείραζε και τον επηρέασε ο τρόπος που φερόταν στον …., η τρυφερότητα που έκανε στον …….σαν αυτή που έχουν οι άνδρες με τις γυναίκες, ήταν αφύσικη…., ότι τους είδε κάποια φορά, στην τουαλέτα που ήταν κλεισμένοι οι δυό τους…., έβλεπαν που τριβόταν επάνω στον … ο …., του έπαιρνε συνέχεια δώρα… το έκανε σ` εκείνον γιατί ήταν ο πιο χαζούλης……, όλα τα παιδιά ήταν απομονωμένα, καθώς ο … δεν επέτρεπε να έχουν καμία εξωσχολική δραστηριότητα ή οποιαδήποτε επικοινωνία με τους γονείς τους, συγγενείς ή φίλους, ότι όλα τα παιδιά αναρωτιόντουσαν γιατί ο … δεν έβρισκε μια γυναίκα και προτιμούσε ένα μικρό αγόρι…., περιέγραφε πως όλα τα χρόνια της φιλοξενίας του στο … υπήρχαν πολλά ερεθίσματα και αφορμές που έβαζαν τα παιδιά σε σκέψεις και συζητήσεις γύρω από θέματα σεξουαλικών σχέσεων ανάμεσα σε αγόρια και ανάμεσα σε έναν μεγάλο άνδρα και ένα αγόρι, δημιουργώντας σ` αυτά έντονο άγχος. Ο εν λόγω …., αφενός περιγράφει όσα γίνονταν στο Ίδρυμα από τον ενήλικο που είχε τον πατρικό ρόλο φροντίδας και προστασίας και αφετέρου αναφέρει ότι αν δεν ήταν ο … να τους δώσει σπίτι και φαγητό θα είχαν χαθεί…… Η πραγματογνώμονας αναφέρει πως σ` αυτές τις περιπτώσεις η προδοσία προς το παιδί είναι διπλή, καθώς προέρχεται από το πρόσωπο φροντίδας και αναφοράς, από το οποίο εξαρτάται η ίδια του η επιβίωση και διαστρεβλώνεται η ίδια η έννοια της φροντίδας και της προστασίας και συμπεραίνει πως ο λόγος του ως άνω ανηλίκου είναι γνήσιος, αυθεντικός και ειλικρινής και ότι είναι απολύτως απαραίτητη η ψυχολογική στήριξη του.
Περαιτέρω στην από 15-12-2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που αφορά στον …-…, η ίδια, ως άνω πραγματογνώμονας αναφέρει ότι ο τελευταίος, μιλώντας για την ζωή του στο … της είπε ότι ο … δεν ήταν καλός άνθρωπος, του έδινε φάπες, σε κάποια παιδιά είχε κάνει χειρονομίες……. όπως στον … ., άνοιγε την πόρτα και έμπαινε μέσα στην τουαλέτα όταν ο … έκανε μπάνιο και έμεναν μαζί μέσα, όταν ήταν στην … έπαιρνε τον … μόνο επάνω και κάθονταν μόνοι τους πάνω από μισή ώρα, όλοι ήξεραν ότι δεν έπαιζαν με το playstation, αλλά έκαναν κάτι άλλο …… όλοι ήξεραν ότι ο … ήταν στο κρεβάτι με τον …, το έκανε με τον … γιατί αυτός είχε πρόβλημα, δεν είχε μυαλό…. και μια φορά που ήταν στην κουζίνα είδε τον … να χαϊδεύει στον πωπό τον …. Επίσης ανέφερε ότι ο … κτυπούσε τον ίδιο και τα άλλα παιδιά και τους έβαζε τιμωρίες. Η πραγματογνώμονας συμπεραίνει ότι ο λόγος του ως άνω ανηλίκου ήταν αυθόρμητος και αυθεντικός και το συναίσθημα του ήταν συντονικό με όσα περιέγραφε και θεωρεί απολύτως απαραίτητη την ψυχοθεραπευτική στήριξή του για να μπορέσει να διαχειριστεί όσα του έχουν συμβεί. Τέλος στην από 8-2-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που αφορά στον …., η ως άνω πραγματογνώμονας αναφέρει ότι ο ανήλικος μιλώντας για την ζωή του στο … της είπε ότι ο …. κάθε ημέρα τους έστελνε στο υπόγειο να κάνουν δουλειές, ότι έστειλε τον … στο υπόγειο να φέρει λάδι, αλλά ήταν μικρός, γλίστρησε, έπεσε και χύθηκε το λάδι και τότε ο … άρχισε να τον κλωτσάει στην κοιλιά. Ότι ο … κτυπούσε και τον ίδιο όταν δεν έκανε καλά τις δουλειές που του ανέθετε, ότι ο … του είχε πει ότι ενώ ήταν στο μπάνιο και έβαζε μια κρέμα στα γεννητικά του όργανα γιατί είχε πρόβλημα, μπήκε στο μπάνιο ο … και άρχισε να του χαϊδεύει τα γεννητικά του όργανα, στην δε … είχε ζητήσει από τον …. να ξαπλώσει γυμνός στο κρεβάτι και του χάϊδευε τα γεννητικά του όργανα, το ίδιο δε έκανε και στον …. γιατί ήταν μπροστά……. Ο …. περιγράφει να έχει υποστεί ένα βαρύτατο τραύμα από την παραμονή του στο Ίδρυμα μέσα από πολλαπλά περιστατικά που έχουν συμβεί στον ίδιο και στα άλλα παιδιά από τον …. που είχε την γονεϊκή – Πατρική γι` αυτά λειτουργία, με συνέπεια να διαστρεβλώνεται η έννοια της φροντίδας, της προστασίας και των εξωτερικών και εσωτερικών (ενδοψυχικών) ορίων. Η ως άνω πραγματογνώμονας θεωρεί ότι είναι απολύτως απαραίτητη η ψυχολογική στήριξη του ανήλικου …, προκειμένου να μιλήσει και επεξεργαστεί όσα θέματα έχουν επιδράσει τραυματικά σ` εκείνον. Περαιτέρω σύμφωνα με την από 13-3-2013 προανακριτική πραγματογνωμοσύνη της …., Ψυχολόγου της Δ.Α.Α.Υ.Π.Α, κατά την κλινική εξέταση του …., διαπίστωσε ότι ο ανήλικος μιλούσε με προθυμία και συνεχή ροή, χωρίς ωστόσο να καταφέρνει να διατηρήσει πάντα τη ροή της συζητήσεως, η σκέψη του είχε συχνά άλματα και μολονότι απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις, συχνά ξέφευγε από το θέμα και αναφερόταν σε άλλα περιστατικά, εμφάνιζε μετρίου βαθμού νοητική υστέρηση, ήταν σαφής η κοινωνική αποστέρηση του παιδιού και η ανατροφή του σε ένα οικογενειακό πλαίσιο, ιδιαίτερα φτωχό σε πολιτισμικές ευκαιρίες, οι επικοινωνιακές του δυνατότητες διαπιστώθηκαν ικανοποιητικές (μπορούσε να παρακολουθήσει μια συζήτηση και να εκφράσει με σαφήνεια τις σκέψεις του και τα γεγονότα), είχε ελαφρά αδυναμία να διαχειριστεί και να προσδώσει με λεπτομέρειες πληροφορίες που αφορούσαν σε χρονικές ακολουθίες των γεγονότων (δεν γνώριζε τους μήνες και τις εποχές), δεν διαπιστώθηκε σημαντική δυσκολία στην πρόσληψη και επεξεργασία λεκτικών και ακουστικών ερεθισμάτων, ήταν καλά προσανατολισμένος σε χώρο και χρόνο και δεν διαπιστώθηκαν διαταραχές της βραχύχρονης και μακρόχρονης μνήμης. Με βάση τις ανωτέρω διαπιστώσεις η ως άνω πραγματογνώμονας συμπέρανε ότι η αντιληπτική ικανότητα και η εν γένει ψυχική κατάσταση του … του επιτρέπουν να εξεταστεί στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων. Σημειωτέον ότι ο Εισαγγελέας Ανηλίκων Πειραιώς με την 408/11-1-2013 Διάταξή του απαγόρευσε την οποιαδήποτε επικοινωνία του κατηγορουμένου με τα παιδιά που φιλοξενούντο στο Ίδρυμα “…” λόγω άμεσου κινδύνου για την σωματική και ψυχική τους υγεία-. Στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου κατέθεσαν και οι πολιτικώς ενάγοντες …, …. και …. Ο … κατέθεσε, εκτός των άλλων, ότι είχε δεχθεί σεξουαλική παρενόχληση από τον κατηγορούμενο και σωματική βία (κτυπήματα στο κεφάλι, στο πρόσωπο για τιμωρία), ότι ο κατηγορούμενος τον φιλούσε στο μάγουλο, στο στόμα, στον λαιμό τόσο στο …, όσο και στο σπίτι στην …, τον χάιδευε στα γεννητικά του όργανα και στον πωπό, όταν ήταν μόνοι τους στο ασανσέρ και στην αποθήκη για να ικανοποιήσει τις ερωτικές διαθέσεις του, και ότι είχε δει τον κατηγορούμενο να φιλάει στο στόμα τον …. στην πυλωτή της πολυκατοικίας όπου στάθμευε το αυτοκίνητο του. Ο … κατέθεσε, εκτός των άλλων, ότι, όταν ήταν μαθητής του Δημοτικού Σχολείου, ο κατηγορούμενος μέσα στο ασανσέρ του Ιδρύματος τον έσπρωχνε και τον θώπευε επάνω και κάτω από τα ρούχα, τον δάγκωνε στο στόμα, στον λαιμό, στο αυτί, του έδινε λερωμένα χαρτιά που μύριζαν ούρα για να σκουπιστεί, ότι στο σπίτι στην … τον κάθιζε στα πόδια του και τον φιλούσε στο στόμα για να ικανοποιήσει τις “σεξουαλικές ορέξεις του”, ότι τον κτυπούσε στο κεφάλι, μείωνε τους γονείς του, ότι είχε δει τον κατηγορούμενο να δαγκώνει στο στόμα και στο μάγουλο τον αδελφό του …. καθώς και άλλα παιδιά, ότι ο …. του είχε πει ότι ο … τον αποκαλεί “κορίτσι του” και παίζει τα γεννητικά του όργανα, ότι ο κατηγορούμενος τους έβαζε τιμωρίες και με στέρηση φαγητού και τους έδινε να τρώνε ληγμένα φαγητά. Ο …. κατέθεσε, εκτός των άλλων, ότι ο κατηγορούμενος τον έβαζε στα πόδια του, τον δάγκωνε, τον φιλούσε στον λαιμό, στο στόμα, στο κρεβάτι του έλεγε ότι τον αγαπούσε, τον χάιδευε στον πωπό, τον στρίμωχνε παντού, στο σπίτι στην …, στην αποθήκη στο Ίδρυμα, ότι τις πράξεις αυτές σε βάρος του τις έκανε πολλές φορές, όταν δε ήταν μικρός σχεδόν καθημερινά τον παρενοχλούσε σεξουαλικά, ότι τα ίδια έκανε και σε άλλα παιδιά και ότι στο σπίτι στην … είχε δει τον κατηγορούμενο να κάνει μπάνιο τον ….. Τα ίδια με τους ανωτέρω κατέθεσε και ο μάρτυρας …. και ειδικότερα ότι ο … τον στρίμωχνε στο ασανσέρ, έβαζε τα γεννητικά του όργανα στα οπίσθιά του, τον φιλούσε, τον δάγκωνε, τον θώπευε, τον χούφτωνε, τον κτυπούσε, του έδινε κλωτσιές, τον τιμωρούσε, ότι στο σπίτι στην … έπαιρνε τα παιδιά στην αγκαλιά του, τα φιλούσε, τα θώπευε, τα χούφτωνε και τα ίδια τους έκανε και μέσα στο ασανσέρ του Ιδρύματος. Ο εξετασθείς στο ακροατήριο ως μάρτυρας υπερασπίσεως του κατηγορουμένου …. (πρώην …) κατέθεσε ότι ουδέποτε δέχθηκε ο ίδιος σεξουαλική παρενόχληση από τον κατηγορούμενο, ο οποίος τον φοβόταν γιατί ήξερε ότι θα αντιδρούσε, ότι ο κατηγορούμενος ήταν αυστηρός, τους έριχνε φάπες όταν έκαναν βλακείες, ότι έμπαινε στο μπάνιο μαζί με τον …. για να του δείξει πώς να πλένεται, ερχόμενος σε αντίφαση α) με τις προαναφερθείσες από 12-2-2013 προανακριτική εξέτασή του και από 21-12-2016 ανακριτική εξέτασή του, στις οποίες έχει καταθέσει ότι ο … τον κτυπούσε με τα χέρια και τα πόδια, τον έσπρωχνε, του έδινε σφαλιάρες, είχε ακούσει ότι έπαιζε το πουλί του …., ότι ο … τον κτυπούσε με φάπες και σφαλιάρες στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, τον έσπρωχνε για τιμωρία…, ότι είχε δει τον κατηγορούμενο να παίζει το πουλί του … μέσα στην τουαλέτα, ότι μια φορά που πέρασε ο ίδιος δίπλα από το τραπέζι ο κατηγορούμενος του έπιασε τον πωπό, είχε δει τον κατηγορούμενο να χουφτώνει τον …., ότι έβριζε την μητέρα του πουτάνα επειδή είχε καθυστερήσει σε μία επικοινωνία τους και β) με την προαναφερθείσα από 12-12-2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ψυχολόγου …. Τα ανωτέρω εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων μελών του Δ.Σ. του Ιδρύματος, οι οποίοι δεν είχαν προσωπική αντίληψη της καθημερινότητας των ανηλίκων τόσο στο …, όσο και στο σπίτι στην …, οι όποιες επισκέψεις τους στο Ίδρυμα ήταν ελάχιστες και εντελώς τυπικές και γενικά ήταν “ανύπαρκτοι” (βλ. την κατάθεση της μαγείρισσας …. και το ενημερωτικό σημείωμα των κοινωνικών λειτουργών του .. … και …).
Από το σύνολο των προεκτεθέντων αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκε μετά βεβαιότητας και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε σε βάρος των ανηλίκων παθόντων τις πράξεις, για τις οποίες κατηγορείται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος.
Περαιτέρω το έννομο αγαθό, το οποίο προσβάλλεται με το έγκλημα της αποπλανήσεως παιδιών (άρθρο 339 Π.Κ.) είναι της ανηλικότητας, δηλαδή προστατεύεται η αγνότητα της νεανικής ηλικίας, η οποία είναι αδύναμη να αυτοπροστατευθεί. Με τις διατάξεις του άρθρου 342 Π.Κ. (κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια) προστατεύεται η γενετήσια ελευθερία, προφυλάσσεται το παιδί από πρόωρες σεξουαλικές εμπειρίες, ώστε να προστατευθεί η αδιατάρακτη εξέλιξη του φύλου του από πρόσωπα του οικείου περιβάλλοντος, στα οποία έχουν εμπιστευθεί τον ανήλικο να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει. Έτσι οι ανωτέρω πράξεις της αποπλανήσεως παιδιών και της καταχρήσεως ανηλίκων σε ασέλγεια συρρέουν μεταξύ τους αληθώς (βλ. Μ. Μαργαρίτη Ερμ. Π.Κ. άρθρο 339 αριθμ. 16, ΜΟΕ Θεσσ. 146/2017 ΝΟΜΟΣ).
Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί φαινομένης συρροής μεταξύ των προαναφερθέντων εγκλημάτων είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ο χαρακτηρισμός της πράξεως ως ασελγούς εξαρτάται και από τις ειδικές περιστάσεις της, του τόπου, χρόνου και τρόπου τελέσεως και της, αλλά και των ιδιοτήτων των προσώπων μεταξύ των οποίων τελέστηκε. Ασελγείς πράξεις αποτελούν, πλην της συνουσίας και της παρά φύση ασέλγειας, κάθε πράξη που προσβάλλει την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Έτσι υπάρχει αποπλάνηση με την ψαύση και τις θωπείες των γεννητικών οργάνων, των απόκρυφων μερών του σώματος, κ.ά., με εναγκαλισμό και καταφίληση στο πρόσωπο και το στόμα, εφόσον οι ενέργειες αυτές αντικειμενικά προσβάλλουν σοβαρά το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών και την αγνότητα της παιδικής ηλικίας και υποκειμενικά κατατείνουν στην διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη (ΑΠ501/2006, ΑΠ 282/2002, Μ. Μαργαρίτη Ερμ. Π.Κ. άρθρο 339 αριθμ. 5 και 6). Αντίθετα η διάταξη του άρθρ. 337 παρ. 1 Π.Κ. προϋποθέτει ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, οι οποίες προσβάλλουν βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του, δηλαδή οι εν λόγω ενέργειες είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως και δόλο του δράστη που περιλαμβάνει την γνώση και την θέλησή του να προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής. Επίσης η διάταξη του άρθρου 342 αριθμ. 3 Π.Κ. προϋποθέτει χειρονομίες, προτάσεις, ή εξιστόρηση, απεικόνιση ή παρουσίαση πράξεων που αφορούν την γενετήσια ζωή, οι οποίες προσβάλλουν την αιδώ του ανηλίκου, τον οποίο έχουν εμπιστευθεί στον δράστη για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει και δόλο του δράστη που περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση του να προσβάλλει την αιδώ του ανηλίκου. Οι εν λόγω διατάξεις όμως δεν μπορούν να εφαρμοσθούν στην προκείμενη περίπτωση, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, αποδείχθηκε πλήρως ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε σε βάρος των ανηλίκων παθόντων ασελγείς πράξεις που προσέβαλαν την αγνότητα της παιδικής τους ηλικίας, με πρόθεση την διέγερση και την ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και όχι με πρόθεση να προσβάλλει μόνο την αιδώ και την αξιοπρέπεια των ανηλίκων.
Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί μεταβολής των κατηγοριών της αποπλανήσεως παιδιών και της καταχρήσεως ανηλίκων σε ασέλγεια, σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας (337 παρ. 1 Π.Κ.) και σε προσβολή της αιδούς ανηλίκου (342 αριθμ. 3 Π.Κ.) είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί μη στοιχειοθετήσεως της κακουργηματικής ενδοοικογενειακής βίας και περί μεταβολής της κατηγορίας σε πλημμέλημα του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. β` του Ν. 3500/2006 είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, όπως προεκτέθηκε, αποδείχθηκε πλήρως ότι ο κατηγορούμενος συστηματικά και
κατ` επανάληψη τιμωρούσε τα παιδιά που φιλοξενούντο στο …, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι ανωτέρω παθόντες και συγκεκριμένα τα κτυπούσε με τα χέρια του στο πρόσωπο και στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους με “χαστούκια, σφαλιάρες και φάπες” τόσο δυνατά που οι παθόντες “γύρναγαν στροφές”, επίσης τους έσπρωχνε, τους έριχνε κάτω και τους κλωτσούσε για να τους τιμωρήσει, προκαλώντας σ` αυτούς έντονο σωματικό και ψυχικό πόνο, ικανό να τους επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη”.
Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ των πράξεων:
α) της κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια κατ` εξακολούθηση και κατά συρροή με παθόντες προ και μετά τη συμπλήρωση του 14ου έτους της ηλικίας τους καθώς και σε βάρος προσώπου που καταχράστηκε τη διανοητική του αναπηρία, β) της αποπλάνησης παιδιών κατά συρροή και κατ` εξακολούθηση και γ) της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης κατ` εξακολούθηση και κατά συρροή και ειδικότερα μεθοδευμένη πρόκληση σωματικού και ψυχικού πόνου σε βάρος ανηλίκων, ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, τελεσθείσα από πρόσωπο εργαζόμενο σε φορέα κοινωνικής μέριμνας και σε βάρος των προσώπων που δέχονταν τις υπηρεσίες του φορέα αυτού και συγκεκριμένα κατά τους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους ενήργησε ασελγείς πράξεις με περισσότερους ανήλικους παθόντες, που δεν είχαν συμπληρώσει τα δεκαοκτώ (18) έτη της ηλικίας τους, και τους οποίους του είχαν εμπιστευθεί για να φιλοξενεί υπό την ιδιότητα του ως υπευθύνου για τη λειτουργία του οικοτροφείου του φιλανθρωπικού σωματείου “…” και ως προέδρου του σωματείου αυτού, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη κατάσταση τους σε σχέση με την ως άνω θέση υπεροχής του, μέσω της οποίας μπορούσε να επιβάλλεται σ` αυτούς, υπό το φόβο δυσμενούς μεταχείρισης ή μη παροχής πλεονεκτημάτων εντός του ιδρύματος, σε μια δε, εκ των κάτωθι περιπτώσεων, καταχρώμενος, επιπλέον, την διανοητική αναπηρία του ανηλίκου.
Ειδικότερα:
1.- Στον …, στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…” επί της οδού …, καθώς και στη … στην κατοικία του επί της οδού …, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2007 μέχρι και 2012 και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ενήργησε με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν μεταξύ τους εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, ασελγείς πράξεις με τον ανήλικο …. του …, γεννηθέντα στις 10/9/1996, ο οποίος κατά το έτος 2007 δεν είχε συμπληρώσει τα δεκατέσσερα έτη της ηλικίας του, γεγονός που ο κατηγορούμενος το γνώριζε και τον οποίο του είχε εμπιστευθεί για να φιλοξενεί στο οικοτροφείο η μητέρα του από τις 10/9/2001. Ειδικότερα, στις αποθήκες και στο ασανσέρ του οικοτροφείου και στον πάνω όροφο της κατοικίας του στη …, κάθε φορά που βρίσκονταν μόνοι με τον ανήλικο, τον δάγκωνε στο λαιμό και στο αυτί, του έγλειφε τον λαιμό, τον φιλούσε και θώπευε τα οπίσθια του, προσβάλλοντας την αιδώ του ανηλίκου, με σκοπό τη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του.
2.- Στον …, στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού Σωματείου “…” επί της οδού …, καθώς και στη … …, στην κατοικία του επί της οδού …, κατά το χρονικό διάστημα από το Μάιο του 2011 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2012, και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ενήργησε με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν μεταξύ τους εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, ασελγείς πράξεις με τον ανήλικο …. του … και … γεννηθέντα στις 14/1/1998, ο οποίος το Μάιο του 2011 δεν είχε συμπληρώσει τα δεκατέσσερα (14) έτη της ηλικίας του, γεγονός που ο κατηγορούμενος γνώριζε και τον οποίο του είχαν εμπιστευθεί για να φιλοξενεί στο οικοτροφείο με εισαγγελική εντολή από τις 11/5/2011. Ειδικότερα, στην τουαλέτα του οικοτροφείου και στον πιο πάνω όροφο της κατοικίας του στη …, διενήργησε, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σε αυτόν, αυνανισμό, τοποθετώντας τα χέρια του στο γεννητικό του μόριο, θώπευσε τα γεννητικά του όργανα και τα οπίσθια του και έβαλε τη γλώσσα του στο αυτί του, προσβάλλοντας την αιδώ του ανηλίκου, με σκοπό τη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του, καταχρώμενος, επιπλέον, τη διανοητική αναπηρία του ανηλίκου, ο οποίος εμφάνιζε μετρίου βαθμού νοητική υστέρηση.
3.- Στον … στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…” επί της οδού …, καθώς και στη … στην κατοικία του επί της οδού …, κατά το χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο του 2010 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2012, και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ενήργησε με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν μεταξύ τους εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, ασελγείς πράξεις με τον ανήλικο, …., (πρώην …) του .. και της … γεννηθέντα στις 24/4/2000, ο οποίος το Σεπτέμβριο του 2010 δεν είχε συμπληρώσει τα δεκατέσσερα (14) έτη της ηλικίας του, γεγονός που ο κατηγορούμενος γνώριζε και τον οποίο του είχαν εμπιστευθεί για να φιλοξενεί στο οικοτροφείο με εισαγγελική εντολή από 14/9/2010. Ειδικότερα, στους χώρους του οικοτροφείου και στην κατοικία του στη …, θώπευσε τα οπίσθιά του, προσβάλλοντας την αιδώ του ανηλίκου, με σκοπό τη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του.
Β) Κατά τους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους ενήργησε ασελγείς πράξεις με περισσότερους ανήλικους παθόντες, που δεν είχαν συμπληρώσει τα δεκαπέντε (15) έτη της ηλικίας τους, των οποίων την ηλικία γνώριζε. Συγκεκριμένα: 1.- Στον …, στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…” επί της οδού …, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2001 μέχρι και 2003, και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως, ανά τακτά χρονικά, διαστήματα, ενήργησε περισσότερες πράξεις, που συνιστούν μεταξύ τους εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, ασελγείς πράξεις με τον ανήλικο, …. του …, (για τα χρονικά διαστήματα από
24-5- 9.00? έως 2003), γεννηθέντα στις 13/11/1990, ο οποίος το 2001 είχε συμπληρώσει τα δέκα (10), όχι όμως και τα δεκατρία (13) έτη της ηλικίας του, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος και τον οποίο του είχε εμπιστευθεί η μητέρα του για να τον φιλοξενεί στο οικοτροφείο.
Ειδικότερα, κάθε φορά που βρισκόταν μόνος με τον ανήλικο τον φιλούσε στο στόμα και θώπευε τα γεννητικά του όργανα και οπίσθια του, προσβάλλοντας την αιδώ του ανηλίκου, με σκοπό τη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του.
2.- Στον …, στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…” επί της οδού …, καθώς και στη … … στην οικία του επί της οδού … κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2007 μέχρι και 2012 και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ενήργησε με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν μεταξύ τους εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, ασελγείς πράξεις με τον ανήλικο …. του … γεννηθέντα στις 10/9/1996, ο οποίος το 2007 δεν είχε συμπληρώσει τα δώδεκα (12) έτη της ηλικίας του, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος και τον οποίο του είχε εμπιστευθεί η μητέρα του για να τον φιλοξενεί στο οικοτροφείο. Ειδικότερα, στις αποθήκες και στο ασανσέρ του οικοτροφείου και στον πάνω όροφο της κατοικίας του στη …, κάθε φορά που βρισκόταν μόνος με τον ανήλικο, τον δάγκωνε στο λαιμό και στο αυτί, του έγλειφε το λαιμό, τον φιλούσε και θώπευε τα οπίσθια του, προσβάλλοντας την αιδώ του ανηλίκου, με σκοπό τη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του.
3.- Στον …, στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…” επί της οδού …, καθώς και στη … στην οικία του επί της οδού … κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 2011 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2012, και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ενήργησε με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν μεταξύ τους εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, ασελγείς πράξεις με τον ανήλικο …. του …, γεννηθέντα στις 14/1/1998, ο οποίος το Μάιο του 2011 είχε συμπληρώσει τα δώδεκα (12) έτη της ηλικίας του, αλλά όχι τα δεκατέσσερα (14), γεγονός ττου γνώριζε ο κατηγορούμενος. Ειδικότερα, στην τουαλέτα του οικοτροφείου και στον πάνω όροφο της κατοικίας του στη …, διενήργησε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σε αυτόν αυνανισμό, τοποθετώντας τα χέρια του στο γεννητικό του μόριο, θώπευσε τα γεννητικά του όργανα και τα οπίσθια του και έβαλε τη γλώσσα του στο αυτί του, προσβάλλοντας την αιδώ του ανηλίκου, με σκοπό τη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του.
- -Στον …, στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…” επί της οδού …, καθώς και στη … στην οικία του επί της οδού … κατά το χρονικό διάστημα του Σεπτεμβρίου 2010 μέχρι και το Δεκέμβριο του 2012, και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ενήργησε με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν μεταξύ τους εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, ασελγείς πράξεις με τον ανήλικο, …. (πρώην …) του … γεννηθέντα στις 24/4/2000, ο οποίος το Σεπτέμβριο του 2010 δεν είχε συμπληρώσει τα δώδεκα (12) έτη της ηλικίας του, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος. Ειδικότερα, στους χώρους του οικοτροφείου και στην κατοικία του στη …, θώπευε τα οπίσθια του, προσβάλλοντας την αιδώ του ανηλίκου, με σκοπό τη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του.
5) Στον …, στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…” επί της οδού …, καθώς και στη … στην οικία του επί της οδού … (κατά τα χρονικά διαστήματα από 24-5-2002 έως 2004) και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ενήργησε με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν μεταξύ τους εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, ασελγείς πράξεις με τον ανήλικο, …. του …, γεννηθέντα στις 4/3/1992, ο οποίος το 2002 είχε συμπληρώσει τα δέκα (10) έτη της ηλικίας του, όχι όμως και τα δέκα τρία (13) γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος και τον οποίο του είχε εμπιστευθεί η μητέρα του για να τον φιλοξενεί στο οικοτροφείο. Ειδικότερα, κάθε φορά που βρισκόταν μόνος με τον ανήλικο, τον δάγκωνε στα χείλη και έτριβε επάνω του τα γεννητικά του όργανα, προσβάλλοντας την αιδώ του ανηλίκου, με σκοπό τη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ αυτόν ένοχο, ομόφωνα, του ότι: Γ.- Κατά τους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους υπό την ιδιότητα του, ως υπευθύνου για τη λειτουργία του οικοτροφείου του φιλανθρωπικού σωματείου “…”, θέση που κατείχε από την ίδρυσή του και μέχρι την αποχώρησή του από αυτό, δυνάμει της υπ` αρ. 408/11-1-2013 Διάταξης της Εισαγγελέα Πειραιά περί απαγόρευσης οποιασδήποτε επικοινωνίας του με τα παιδιά που φιλοξενούνται στο οικοτροφείο, με συνεχή συμπεριφορά, προξένησε με πρόθεση εντελώς ελαφρές σωματικές κακώσεις και σωματικές βλάβες σε περισσότερους φιλοξενούμενους του εν λόγω οικοτροφείου, οι οποίοι δεν είχαν συμπληρώσει τα δεκαοκτώ (18) έτη της ηλικίας τους, γεγονός που ο κατηγορούμενος γνώριζε, η δε ανωτέρω συμπεριφορά του συνιστούσε μεθοδευμένη, ήτοι συστηματική και επαναλαμβανόμενη, πρόκληση σ` αυτούς έντονου σωματικού και ψυχικού πόνου, ικανού να τους επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη.
1.- Στον …, στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…” επί της οδού …, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2007 μέχρι και 2010, και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν μεταξύ τους εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, προξένησε με πρόθεση εντελώς ελαφρές σωματικές κακώσεις στον …. του …, χτυπώντας τον, ανά τακτά χρονικά διαστήματα με τα γυμνά χέρια του στο κεφάλι, καθώς και εντελώς ελαφρές σωματικές βλάβες, τιμωρώντας τον, ανά τακτά χρονικά διαστήματα με στέρηση φαγητού. Ο ανωτέρω παθών, γεννηθείς στις 4/3/1992, ήταν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανήλικος, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος και φιλοξενούταν από το έτος 1997 έως και την ενηλικίωσή του στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…”, υφίστατο τη συνεχή, βίαιη και επιθετική συμπεριφορά του τελευταίου που συνιστούσε μεθοδευμένη, ήτοι συστηματική και επαναλαμβανόμενη πρόκληση σ` αυτόν έντονου σωματικού και ψυχικού πόνου, ικανού να του επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ενόψει ιδίως της ευάλωτης θέσης του και της διαβίωσής του σε καθεστώς διαρκούς τρόμου και έντονης ανησυχίας.
2.- Στον …., στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…” επί της οδού …, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2007 μέχρι και 2009, και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν μεταξύ τους εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, προξένησε με πρόθεση εντελώς ελαφρές σωματικές κακώσεις στον …. του …, χτυπώντας τον, ανά τακτά χρονικά διαστήματα με τα γυμνά χέρια του στο κεφάλι, καθώς και εντελώς ελαφρές σωματικές βλάβες, τιμωρώντας τον, ανά τακτά χρονικά διαστήματα με στέρηση φαγητού. Ο ανωτέρω παθών, γεννηθείς στις 20/8/1994, ήταν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανήλικος, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος και φιλοξενούταν από το έτος 1999 έως και το 2009 στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…”, υφίστατο τη συνεχή, βίαιη και επιθετική συμπεριφορά του τελευταίου που συνιστούσε μεθοδευμένη, ήτοι συστηματική και επαναλαμβανόμενη πρόκληση σ` αυτόν έντονου σωματικού και ψυχικού πόνου, ικανού να του επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ενόψει ιδίως της ευάλωτης θέσης του και της διαβίωσης του σε καθεστώς διαρκούς τρόμου και έντονης ανησυχίας.
3.- Στον …., στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…” επί της οδού …, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2007 μέχρι και 2012, και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν μεταξύ τους εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, προξένησε με πρόθεση εντελώς ελαφρές σωματικές κακώσεις στον …. του …, χτυπώντας τον, ανά τακτά χρονικά διαστήματα με τα γυμνά χέρια του στο κεφάλι, κλωτσώντας αυτόν και σπρώχνοντας αυτόν πάνω σε τοίχο και σε κρεβάτι. Ο ανωτέρω παθών, γεννηθείς στις 10/9/1996, ήταν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανήλικος, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος και φιλοξενούταν από το έτος 2001 στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…”, υφίστατο τη συνεχή, βίαιη και επιθετική συμπεριφορά του τελευταίου που συνιστούσε μεθοδευμένη, ήτοι συστηματική και επαναλαμβανόμενη πρόκληση σ` αυτόν έντονου σωματικού και ψυχικού πόνου, ικανού να του επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ενόψει ιδίως της ευάλωτης θέσης του και της διαβίωσής του σε καθεστώς διαρκούς τρόμου και έντονης ανησυχίας.
4.- Στον …, στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…” επί της οδού …, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2010 μέχρι και 2012, και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως, ανά τακτά χρονικά οιαστήματα, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν μεταξύ τους εξακολούθηση του εγκλήματος και με ενότητα δόλου, προξένησε με πρόθεση εντελώς ελαφρές σωματικές κακώσεις στο ….(πρώην …), χτυπώντας τον, ανά τακτά χρονικά διαστήματα με τα γυμνά χέρια του στο κεφάλι, σπρώχνοντας και κλωτσώντας αυτόν. Ο ανωτέρω παθών, γεννηθείς στις 24/4/2000, ήταν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανήλικος, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος και φιλοξενούταν από το έτος 2010 στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…”, υφίστατο τη συνεχή, βίαιη και επιθετική συμπεριφορά του τελευταίου που συνιστούσε μεθοδευμένη, ήτοι συστηματική και επαναλαμβανόμενη πρόκληση σ` αυτόν έντονου σωματικού και ψυχικού πόνου, ικανού να του επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ενόψει ιδίως της ευάλωτης θέσης του και της διαβίωσής του σε καθεστώς διαρκούς τρόμου και έντονης ανησυχίας.
- – Στον …, στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…” επί της οδού …, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2010 μέχρι και 2012, και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν μεταξύ τους εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, προξένησε με πρόθεση εντελώς ελαφρές σωματικές κακώσεις στον …. του …, χτυπώντας τον ανά τακτά χρονικά διαστήματα με τα γυμνά χέρια του στο κεφάλι. Ο ανωτέρω παθών, γεννηθείς στις 26/12/2001, ήταν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανήλικος, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος και φιλοξενούταν από το έτος 2010 στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…”, υφίστατο τη συνεχή, βίαιη και επιθετική συμπεριφορά του τελευταίου που συνιστούσε μεθοδευμένη, ήτοι συστηματική και επαναλαμβανόμενη πρόκληση σ `αυτόν έντονου σωματικού και ψυχικού πόνου, ικανού να του επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ενόψει ιδίως της ευάλωτης θέσης του και της διαβίωσής του σε καθεστώς διαρκούς τρόμου και έντονης ανησυχίας.
- Στον …, στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…” επί της οδού …, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2010 μέχρι και 2012, και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν μεταξύ τους εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, προξένησε με πρόθεση εντελώς ελαφρές σωματικές κακώσεις στον ..-.. χτυπώντας τον, ανά τακτά χρονικά διαστήματα με τα γυμνά χέρια του στο κεφάλι. Ο ανωτέρω παθών, γεννηθείς στις 12/4/2003, ήταν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανήλικος, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος και φιλοξενούταν από το έτος 2010 στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…”, υφίστατο τη συνεχή, βίαιη και επιθετική συμπεριφορά του τελευταίου που συνιστούσε μεθοδευμένη, ήτοι συστηματική και επαναλαμβανόμενη πρόκληση σ` αυτόν έντονου σωματικού και ψυχικού πόνου, ικανού να του επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ενόψει ιδίως της ευάλωτης θέσης του και της διαβίωσής του σε καθεστώς διαρκούς-
τρόμου και έντονης ανησυχίας.
- Στον …., στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…” επί της οδού …, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2011 μέχρι και 2012, και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν μεταξύ τους εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, προξένησε με πρόθεση εντελώς ελαφρές σωματικές κακώσεις στον …. του …, χτυπώντας τον, ανά τακτά χρονικά διαστήματα με τα γυμνά χέρια του στο κεφάλι. Ο ανωτέρω παθών, γεννηθείς στις 14/1/1998, ήταν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανήλικος, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος και φιλοξενούταν από το έτος 2011 στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…”, υφίστατο τη συνεχή, βίαιη και επιθετική συμπεριφορά του τελευταίου που συνιστούσε μεθοδευμένη, ήτοι συστηματική και επαναλαμβανόμενη πρόκληση σ `αυτόν έντονου σωματικού και ψυχικού πόνου, ικανού να του επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ενόψει ιδίως της ευάλωτης θέσης του και της διαβίωσής του σε καθεστώς διαρκούς τρόμου και έντονης ανησυχίας.
- Στον …, στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…” επί της οδού …, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2011 μέχρι και 2012, και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν μεταξύ τους εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, προξένησε με πρόθεση εντελώς ελαφρές σωματικές κακώσεις στον …. του …, χτυπώντας τον, ανά τακτά χρονικά διαστήματα με τα γυμνά χέρια του στο κεφάλι. Ο ανωτέρω παθών, γεννηθείς στις 12/6/2001, ήταν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανήλικος, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος και φιλοξενούταν από το έτος 2011 στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…”, υφίστατο τη συνεχή, βίαιη και επιθετική συμπεριφορά του τελευταίου που συνιστούσε μεθοδευμένη, ήτοι συστηματική και επαναλαμβανόμενη πρόκληση σ` αυτόν έντονου σωματικού και ψυχικού πόνου, ικανού να του επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ενόψει ιδίως της ευάλωτης θέσης του και της διαβίωσής του σε καθεστώς διαρκούς τρόμου και έντονης ανησυχίας.
- Στον …., στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…” επί της οδού …, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2009 μέχρι και 2012, και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, αλλά πάντως, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, με περισσότερες πράξεις, πού συνιστούν μεταξύ τους εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και με ενότητα δόλου, προξένησε με πρόθεση εντελώς ελαφρές σωματικές κακώσεις στον …. του …, χτυπώντας τον, ανά τακτά χρονικά διαστήματα με τα γυμνά χέρια του στο κεφάλι και σπρώχνοντάς τον. Ο ανωτέρω παθών, γεννηθείς στις 5/6/2001, ήταν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανήλικος, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος και φιλοξενούταν από το έτος 2009 στο οικοτροφείο του φιλανθρωπικού σωματείου “…”, υφίστατο τη συνεχή βίαιη και επιθετική συμπεριφορά του τελευταίου που συνιστούσε μεθοδευμένη, ήτοι συστηματική και επαναλαμβανόμενη πρόκληση σ`αυτόν έντονου σωματικού και ψυχικού πόνου, ικανού να του επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ενόψει ιδίως της ευάλωτης θέσης του και της διαβίωσης του σε καθεστώς διαρκούς τρόμου και έντονης ανησυχίας”.
Με αυτά που δέχτηκε το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού αυτής, την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ`αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων. Ειδικότερα στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης το Δικαστήριο παραθέτει
1) το περιεχόμενο της υπ` αριθμ. ../21-2-2012 αναφοράς της μάρτυρα …., καθηγήτριας στο 2° Γυμνάσιο .., 2) αποσπάσματα του περιεχομένου της υπ` αριθμ. ../22-12-2012 εμπιστευτικής αναφοράς του μάρτυρα … Βοηθού Συνηγόρου του Πολίτη, προς την Εισαγγελία Ανηλίκων Αθηνών, 3) αποσπάσματα του περιεχομένου του υπ`αριθμ. ../
8-2-2013 Ενημερωτικού Σημειώματος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που υπογράφεται από τους εξετασθέντες ως μάρτυρες στο ακροατήριο κοινωνικούς λειτουργούς … και …, 4) περικοπές από τις προανακριτικές και ανακριτικές καταθέσεις των παθόντων …, …, … (πρώην ..), …, …, …, … και των μαρτύρων … και …,
5) αποσπάσματα των από 5-12-2016, 12-12-2016, 15-12-2016 και 8-2-2017 εκθέσεων ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης της …, Ψυχολόγου-Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπεύτριας Παίδων και Εφήβων, που αφορούν τους παθόντες …, …, …-… και … αντίστοιχα, 6) αποσπάσματα των από 13-3-2013 προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης της Ψυχολόγου-Υ/Α (..) …. και εκθέσεως ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης της …, Ψυχολόγου-Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπεύτριας Παίδων και Εφήβων, κατά το κεφάλαιο της που αφορά τον …, 7) περικοπές από τις καταθέσεις τους στο ακροατήριο των πολιτικώς εναγόντων …, … και … και των μαρτύρων … και … (πρώην …) και, αφού επισημαίνει αντιφάσεις μεταξύ των προανακριτικών και ανακριτικών καταθέσεων του τελευταίου με την κατάθεσή του στο ακροατήριο του ΜΟΕ, καταλήγει ότι “τα ανωτέρω εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων μελών του Δ.Σ του Ιδρύματος, οι οποίοι δεν είχαν προσωπική αντίληψη της καθημερινότητας των ανηλίκων τόσο στο … όσο και στο σπίτι της ……” και ότι “από το σύνολο των προεκτεθέντων αποδεικτικών μέσων αποδείχτηκε μετά βεβαιότητας και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε σε βάρος των ανηλίκων παθόντων τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος”. Η ως άνω όμως αιτιολογία δεν ανταποκρίνεται στην επιβαλλόμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, καθόσον περιορίζεται σε απλή παράθεση του περιεχομένου των παραπάνω μαρτυρικών καταθέσεων και εγγράφων χωρίς ταυτόχρονα να εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που το Δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των ως άνω αποδεικτικών μέσων, δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν ως προς τον χρόνο, τον τρόπο και τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης από τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ, τέταρτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση της, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Μετά ταύτα, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατ` άρθρο 519 ΚΠΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ` αριθ. 270,393/2018 απόφαση του Α` Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του αυτού ως άνω Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Μαΐου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Μαΐου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μ.Δ.
**
- VI) Αριθμός Απόφασης
1790/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
(Ποινικό Τμήμα)
Προεδρεύουσα: Μαρία Παπασωτηρίου, (Αρεοπαγίτης).
Εισηγήτρια: Αρετή Παπαδιά, (Αρεοπαγίτης).
Εισαγγελεύς: Ελένη Μετσοβίου-Φλουρή.
Δικηγόρος: Ιωάννα Καράμπελα-Φουφοπούλου.
[…] Κατά τη διάταξη του άρθ. 339 παρ. 1 στοιχ. α` ΠΚ, όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται, αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Κατά τη διάταξη του άρθ. 337 παρ. 1 ΠΚ, «όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή», κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, «με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος από 12 ετών». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις, που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι “ασελγείς χειρονομίες” είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως λ.χ. ψαύσεις ή θωπείες στο στήθος, στους μηρούς κ.λπ. του παθόντος. Οι “προτάσεις” μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες, που πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της πράξεως.
Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. ε` ΚΠΔ, η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη.
Υπέρβαση δε εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. η` λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο Νόμος. […] Ειδικά, επί κατηγορίας για αποπλάνηση ανηλίκου αν προκόψει ότι τελέστηκε ασελγής χειρονομία και όχι ασελγής πράξη, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει αν τελέστηκε το αδίκημα προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας άρθ. 337 ΠΚ κατ` επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, άλλως αν χωρίς την έρευνα αυτή κηρύξει αθώο τον κατηγορούμενο υπερβαίνει αρνητικώς την εξουσία του. […]
VII) Αριθμός Απόφασης
1302/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
(Ποινικό Τμήμα)
Προεδρεύουσα η Αντιπρόεδρος: Χρυσούλα Παρασκευά, Εισηγήτρια η Αρεοπαγίτης: Διονυσία Μπιτζούνη, Εισαγγελεύς: Ευσταθία Σπυροπούλου
Δικηγόρος: Κ. Σωτηρίου
Κατά τη διάταξη του άρθ. 339 παρ. 1 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθ. 3 παρ. 4 του Α` κεφαλαίου του Ν. 3727/2008, «όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και δεκατρία έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατρία έτη, με φυλάκιση». Από την διάταξη αυτή, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από οποίαδήποτε άποψη, πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, ο οποίος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να γνωρίζει ότι το πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 10, 13 ή 15 ετών. Με την έννοια αυτή αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και όλες οι πράξεις, οι οποίες αντικειμενικώς μεν προσβάλλουν το αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνονται στην ικανοποίηση ή την διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη. Ετσι, έχει κριθεί ότι αποτελούν ασελγείς πράξεις με την παραπάνω έννοια και οι ψαύσεις και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος του ανηλίκου, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανήλικου, ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφ` όσον κατατείνουν στην διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος, και πρέπει να καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία και ιδίως γνώση της ηλικίας του παθόντος, δηλ. θεμελιώνεται ενδεχόμενος δόλος αν ο δράστης αμφιβάλλει και αδιαφορεί συνάμα περί της ηλικίας του παθόντος. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ` αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχει σημασία.
Κατά δε τη διάταξη του άρθ. 337 παρ. 1 ΠΚ, «όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή». Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, «με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος των 12 ετών». Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι “ασελγείς χειρονομίες” είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως λ.χ. ψαύσεις, ή θωπείες στο στήθος, στους μηρούς κ.λπ. της παθούσας. Οι “προτάσεις” μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες που πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή. Για τη στοιχειοθέτηση δε της υποκειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της πράξης. Οταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (ως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός), αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατέτεινε στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη της παθούσας, τότε δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθ. 337 ΠΚ.
[…] Με τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της αποπλανήσεως παιδιού που συμπλήρωσε το 10o έτος όχι όμως και το 13o έτος της ηλικίας του κατ` εξακολούθηση, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντ. και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την ύπαγα γή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθ. 26 παρ. 27 παρ. 1, 98 και 339 παρ. 1 στοιχ. β` ΠΚ, τις οποίες ορθά Ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέος, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση.
Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προέκυπτε χωριστά από το καθένα από αυτά. Περαιτέρω, παρατίθενται στην απόφαση ότι η ποθούσα ανήλικη εξαναγκάσθηκε να ανεχθεί τις ως άνω αναφερόμενες ασελγείς πράξεις από τον κατηγορούμενο και ότι ο κατηγορούμενος, για να εξαναγκάσει την παθούσαψα ανεχθεί τις ως άνω περιγραφόμενες ασελγείς πράξεις, εκμεταλλεύτηκε αφενός την ιδιαιτερότητά της (άτομο νοητικά σε επίπεδο κατώτερο του φυσιολογικού και ιδιαίτερα αδύνατο μαθησιακά παιδί) και αφετέρου το γεγονός της εμπιστοσύνης που επεδείκνυε η ανήλικη προς αυτόν λόγω των φιλικών σχέσεων που διατηρούσε με τους γονείς της. Τέλος, παρατίθεται και το γεγονός της γνώσης από μέρους του της ηλικίας της ανήλικης λόγω των οικογενειακών σχέσεων που είχε με τους γονείς της. Εξάλλου, ορθά εφαρμόζοντας το Νόμο το Δικαστήριο της Ουσίας, αποφαινόμενο με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων τέλεσε το κακούργημα της αποπλάνησης ανηλίκου με την ενέργεια επί του σώματος της ως άνω ανήλικης των αναφερομένων σ`αυτήν ασελγών πράξεων, αφού, κατά τις παραδοχές του, οι σχετικές ενέργειες αυτού και δη θωπείες του στα πόδια της προαναφερομένης ανήλικης πλησίον της περιοχής των γεννητικών της οργάνων, τοποθέτηση από μέρους του της χείρας της επί του πέους του, καθώς και κατ` εντολήν του φιλιά στο πρόσωπό του, συνιστούν πράξεις με έντονο γενετήσιο χαρακτήρα και κατέτειναν στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και οι οποίες προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς των ηθών και ακώλητης γενετήσιας εξέλιξης των ανηλίκων, δεν ήταν δε αναγκαίο, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του άρθ. 339 ΠΚ να λάβει χώρα και επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη με την ως άνω ποθούσα και δεν περιορίστηκε σε απλές άσεμνες χειρονομίες, δεν απαιτείτο και πρόσθετη ιδιαίτερη αιτιολογία περί της παραδοχής ότι αυτός δεν τέλεσε το πλημμέλημα του άρθ. 337 ΠΚ. Απορριπτέα ως αβάσιμη, επομένως, η αιτίαση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με την οποία πλήττει ο αναιρεσείων την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού τoυ περί μετατροπής της σε βάρος του κατηγορίας της αποπλάνησης της ανηλίκου …….. σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειάς της, δηλονότι περί εφαρμογής του άρθ. 337 του ΠΚ άντί του άρθ. 339 του ίδιου Κώδικα.
Επομένως, οι από το άρθ. 510 παρ. 1 περ. Δ` και Ε` ΚΠΔ, λάίγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και συγκεκριμένα γιατί, με βάση τις παραδοχές της αποφάσεως, έπρεπε να καταδικασθεί ο αναιρεσείων κατηγορούμενος όχι για αποπλάνηση, αλλά για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, γιατί οι ως άνω θωπείες εμπίπτουν στην έννοια της “ασελγούς χειρονομίας” του άρθ. 337 ΠΚ και όχι της “ασελγούς πράξεως” του άρθ. 339 ΠΚ, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναίρεσεων στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
VIII) Αριθμός 118/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο – Εισηγητή, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Σ. Σ. του Δ., κατοίκου …, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 101, 344, 3887/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Α. Σ. – Ν. του Σ., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ξανθίππη Μουρίκη.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Σεπτεμβρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2016.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του ΠΚ (όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της κατωτέρω πράξεως ήτοι πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο 3 παρ.4 του Α’ Κεφαλαίου του ν. 3727/2008): “Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α ως εξής: α)αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β)αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δεκατρία έτη με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ)αν συμπλήρωσε τα δεκατρία έτη με φυλάκιση”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ, “όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή”. Από την πρώτη των ως άνω διατάξεων, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλανήσεως παιδιού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από οποιαδήποτε άποψη, πράξεως με πρόσωπο νεώτερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία, αντικειμενικά μεν, προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστου. Με την έννοια αυτή, αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστου στα γεννητικά όργανα του ανήλικου, ο εναγκαλισμός και ο ασπασμός στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφ’ όσον κατατείνουν στην διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστου, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Για τη στοιχειοθέτηση όμως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που προβλέπει η δεύτερη των ως άνω διατάξεων (άρθρο 337 ΠΚ), αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι “ασελγείς χειρονομίες” είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως λ.χ. ψαύσεις, ή θωπείες στο στήθος, στους μηρούς κ.λπ. του παθόντος. Οι προτάσεις μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες που πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή. Όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (όπως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός), αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατατείνει στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος, τότε δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 του ΠΚ. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως, κατά το όρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε’ του ΚΠοινΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 3887α/2014, 101,344/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, κηρύχθηκε ένοχος για εξακολουθητική αποπλάνηση παιδιού νεότερου των 15 ετών, με αναγνώριση της ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2α,ε ΠΚ και καταδικάσθηκε σε φυλάκιση πέντε ετών. Για το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσεως, το δικαστήριο δέχθηκε ανελέγκτως, ότι από τα αναφερόμενα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος (πατέρας του πολιτικώς ενάγοντος Α. Σ.) από τον γάμο του με τη Χ. Ν., που τελέστηκε στην Αθήνα στις 26.2.1987 απέκτησε τρία τέκνα τον Δ. που γεννήθηκε το 1990, το Γ. που γεννήθηκε το 1991 και τον Α. (νυν πολιτικώς ενάγοντα) που γεννήθηκε το 1994. Ο κατηγορούμενος ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου και η Χ. Ν. εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Ο γάμος τους, που υπήρξε προβληματικός από τα πρώτα ήδη έτη της κοινής τους συμβίωσης, διασπάσθηκε για πρώτη φορά στα τέλη Οκτωβρίου του 2001, όταν ο κατηγορούμενος αποχώρησε από τη συζυγική κατοικία μαζί με τα 3 ανήλικα τότε τέκνα τους. Δυνάμει της με αριθμό 1052/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατόπιν συνεκδικάσεως σχετικών αιτήσεων των τότε διαδίκων συζύγων, ανατέθηκε στον κατηγορούμενο προσωρινά (κατόπιν αποδοχής και της συζύγου του, που τότε είχε την πεποίθηση ότι έπασχε από αρχόμενη σκλήρυνση κατά πλάκας), η επιμέλεια των τριών τέκνων, διατάχθηκε η μετοίκηση της μητέρας και ρυθμίστηκε το δικαίωμα της για επικοινωνία με τα άνω ανήλικα τέκνα. Όμως η απόφαση αυτή δεν εκτελέστηκε, διότι οι άνω σύζυγοι θέλησαν να δώσουν μία ευκαιρία στο γάμο τους και έτσι ο κατ/νος επανήλθε στην κοινή κατοικία τους, που ήταν τότε στο …, με τα παιδιά τους στις 24.1.2001, από τα τέλη δε του 2002 η οικογένεια εγκαταστάθηκε σε διαμέρισμα στη …, που αγόρασαν οι σύζυγοι σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Παρά ταύτα συνεχίσθηκαν μεταξύ τους οι οξύτατες διαμάχες και οι καθημερινοί διαπληκτισμοί. Έτσι στις 30.6.2006 η Χ. Ν. κατέθεσε την από 29.6.2006 αίτηση της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζητώντας να της ανατεθεί προσωρινά η επιμέλεια των τριών ανηλίκων τότε τέκνων τους, να διαταχθεί προσωρινά η μετοίκηση του συζύγου της (κατηγορούμενου) από την κοινή κατοικία και να υποχρεωθεί ο τελευταίος να της καταβάλει ως προσωρινή διατροφή για τα τέκνα, τα μνημονευόμενα στην αίτηση χρηματικά ποσά. Η παραπάνω αίτηση συνεκδικάσθηκε την 1.9.2006 με την αντίθετη αίτηση του κατηγορούμενου, με την οποία ζητούσε και αυτός να του ανατεθεί η επιμέλεια των τέκνων και να διαταχθεί η μετοίκηση της συζύγου του. Επί των άνω αντιθέτων αιτήσεων και αφού η Δικαστής επικοινώνησε με τα τρία παιδιά εκ των οποίων τα δύο μεγαλύτερα ζήτησαν να είναι με τον πατέρα τους, ο δε Α.ς να παραμείνει με τη μητέρα του, εκδόθηκε στις 6.2.2007 η με αριθμό 1094/2007 απόφαση του γ Μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της Χ. Ν. (μητέρας), έγινε δεκτή η αίτηση του κατηγορούμενου (πατέρα), του ανατέθηκε (προσωρινά) η επιμέλεια και των τριών τέκνων και διατάχθηκε η μετοίκηση της μητέρας. Στις 7.2.2007 η Χ. Ν. πήγε στο σχολείο του Α. για να τον παραλάβει και του ανακοίνωσε το αποτέλεσμα της άνω αποφάσεως. Εκείνος στο άκουσμα της απόφασης έμεινε εμβρόντητος και αμέσως δήλωσε στην μητέρα του ότι “αν μείνω μαζί του (εννοώντας τον πατέρα του) θα αυτοκτονήσω”. Η μητέρα του, τρομαγμένη με τον απόλυτο τρόπο εκφοράς της δήλωσης αυτής και μη περιμένοντας τόσο έντονη αντίδραση από τον υιό της αυτό, προσπάθησε να τον καθησυχάσει λέγοντας του ότι η απόφαση είναι προσωρινή και ότι θα είναι μαζί με τα αδέλφια του. Ο Α. όμως άρχισε να κλαίει γοερά φωνάζοντας και διερωτώμενος, ότι, αφού είχε ζητήσει από την πρόεδρο να μην μείνει με τον πατέρα του, γιατί θα έπρεπε να μείνει και δεν εισακούστηκε. Μετά από επίμονες ερωτήσεις της μητέρας του, στην προσπάθεια της να ερμηνεύσει την έντονη αυτή και μη αναμενόμενη άμεση άρνηση του να κατοικήσει με τον πατέρα του, δηλώνοντας μάλιστα όπως προαναφέρθηκε ότι θα αυτοκτονήσει σε τέτοια περίπτωση, ο πολιτικώς ενάγων της αποκάλυψε ότι για πρώτη φορά την άνοιξη του 2006 (Μάρτιο) πρωί Σαββάτου, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει συγκεκριμένη ημερομηνία (όταν δηλαδή ο πολιτικώς ενάγων ήταν περίπου 12 ετών, αφού έχει γεννηθεί 28.9.1994), ενώ βρισκόταν μόνος στο σπίτι με τον κατηγορούμενο πατέρα του
(τα αδέλφια του ήταν στο φροντιστήριο και η μητέρα τους έλειπε), ο τελευταίος του ζήτησε να πάει στο κρεβάτι του και να του κάνει “μασάζ” με τη δικαιολογία ότι πονούσε η μέση του. Ότι αυτός (Α.) υπάκουσε, ωστόσο ότι ο κατ/νος πατέρας του, του ζήτησε να κατέβει πιο χαμηλά κάνοντας τον να αισθανθεί δυσφορία, όμως ο κατ/νος του έλεγε συνέχεια ότι δεν κάνει κάτι κακό, ακολούθως όμως ο τελευταίος πήρε το χέρι του
(πολ. ενάγοντος) και το καθοδήγησε μέσα από το εσώρουχο στα γεννητικά του όργανα. Όταν δε ο πολιτικώς ενάγων τρομαγμένος αντέδρασε, τον απείλησε ότι θα τον “λιάνιζε” αν έφευγε. Στην συνέχεια είπε της μητέρας του ότι τον έβαλε να ξαπλώσει δίπλα του και έβαλε αυτός το χέρι του μέσα στο εσώρουχο του παιδιού θωπεύοντας τα γεννητικά του όργανα. Επίσης εξομολογήθηκε στην μητέρα του ο πολιτικώς ενάγων ότι αντίστοιχα περιστατικά, δηλαδή θωπείες στα γεννητικά του όργανα και στα οπίσθια του, επαφή των γεννητικών οργάνων του κατηγορουμένου με τα οπίσθια του και απαίτηση να του κάνει ο Α. “μασάζ” στα γεννητικά του όργανα, χωρίς ωστόσο να καταστεί δυνατή η συγκεκριμένη χρονική στιγμή κάθε τέτοιας πράξεως, έλαβαν χώρα πολλές φορές μέχρι και τις αρχές Φεβρουαρίου του 2007, ήτοι περί τις 30 φορές. Η μητέρα του πολιτικώς ενάγοντος στα άνω ακούσματα του παιδιού της έμεινε άφωνη και το ρώτησε γιατί δεν είπε τίποτε νωρίτερα για τα όσα συνέβαιναν. Ο πολιτικώς ενάγων της απάντησε ότι περίμενε ότι το αποτέλεσμα της δίκης θα ήταν να μείνει αυτός με αυτήν (την μητέρα του) και ότι θα γλίτωνε από την προαναφερόμενη συμπεριφορά του πατέρα του και ότι λόγω της βίαιης συμπεριφοράς του πατέρα του καθόλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα της κοινής συμβίωσης με τους καυγάδες που υπήρχαν στην οικογένεια, φοβόταν ότι ο κατ/νος θα πραγματοποιούσε τις απειλές που εκτόξευε εναντίον του κάθε φορά για να τον εξαναγκάσει να δέχεται τις ανωτέρω ασελγείς πράξεις του (θα σε σκοτώσω, θα σε κάνω “χαλκομανία”, θα σε κτυπήσω εσένα και τη μητέρα σου), και γι’ αυτό τον λόγο δεν αποκάλυψε ενωρίτερα σε κανέναν, ούτε σ’ αυτήν ούτε στα μεγαλύτερα αδέλφια του τα άνω συμβαίνοντα πραγματικά περιστατικά και τα κρατούσε μυστικά. Της είπε επίσης ότι προσπαθούσε να αποφύγει να μείνει μόνος στο σπίτι με τον πατέρα του. Ανεξαρτήτως των άνω εκμυστηρεύσεων όμως του πολιτικώς ενάγοντα προς την άνω μητέρα του κατά την ημέρα ανακοίνωσης της αποφάσεως, η οποία ανέθεσε την προσωρινή επιμέλεια του στον κατ/νο, αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αυτός(ανήλικος) είχε απομονωθεί (είχε κλειστεί στον εαυτό του) κατά το χρονικό διάστημα από την άνοιξη του 2006 μέχρι την άνω ημερομηνία ανακοίνωσης της απόφασης, γεγονός που παραδέχονται και τα αδέλφια του, αλλά είχε παρατηρήσει και η μητέρα του, η οποία όμως, πριν την αποκάλυψη των επίμαχων περιστατικών, ερμήνευε την τάση απομόνωσης που εμφάνισε ο Α. ως αποτέλεσμα της έντασης που υπήρχε στο σπίτι τους και των επεισοδίων μεταξύ αυτής και του κατηγορούμενου, που λάμβαναν χώρα σχεδόν καθημερινά. Εν συνεχεία αποδείχθηκε ότι η μητέρα του πολιτικώς ενάγοντος πανικόβλητη μετά ταύτα, μαζί με τον Α. έφυγε αυθημερόν από τη συζυγική οικία και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην κατοικία της αδελφής της Α. Ν.. Η τελευταία, που είναι παιδίατρος, επιβεβαίωσε στην κατάθεση της ότι το παιδί έφθασε στο σπίτι της σε κατάσταση μεγάλου ψυχικού άγχους, φοβισμένο και με έντονη τάση για αυτοκτονία μετά την αποκάλυψη του μυστικού του. Η γιαγιά του Χ. Ν. (του Δ.), μητέρα της μητέρας του περιγράφει χαρακτηριστικά στην κατάθεση της, πως ο Α. ήταν σε άθλια “τραγική” κατάσταση τον πρώτο καιρό που προσέφυγε με τη μητέρα τους σ’ αυτούς (στην πατρική της οικογένεια). Έκλαιγε, “τσίριζε”, “δεν το χώραγε ο τόπος”, είχε ταραγμένο ύπνο και ξυπνώντας ανακαλούσε στην μνήμη του και περιέγραφε όσα είχε υποστεί από τον πατέρα του κατά τα προεκτεθέντα και ότι μέχρις ότου τεθεί υπό ψυχιατρική παρακολούθηση ώστε να βοηθηθεί, “πέρασε φρικτά”. Άμεσα στην συνέχεια η μητέρα του ανηλίκου υπέβαλε την από 9.2.2007 αίτηση της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε την ανάκληση της άνω (1094/07) αποφάσεως και την θέση της επιμέλειας των τέκνων σ’ αυτήν, αναφέροντας τις ως άνω πράξεις του κατηγορούμενου σε βάρος του μικρού Α.. Ζήτησε επίσης την έκδοση προσωρινής διαταγής για τη μη εκτέλεση της παραπάνω αποφάσεως σε σχέση με τον τελευταίο, αίτημα που έγινε δεκτό αυθημερόν. Επί της παραπάνω αιτήσεως, που συνεκδικάσθηκε στις 3.9.2007 με την ανταίτηση του κατηγορούμενου, εκδόθηκε η 7373/07 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων). Με αυτήν, απορρίφθηκε η ανταίτηση του για ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του με τον Α., ρυθμίστηκε το δικαίωμα της επικοινωνίας της μητέρας με τα άλλα δύο παιδιά και ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια του Α. σ’ αυτή, κάνοντας δεκτή την άνω αίτηση της κατά ένα μέρος και ανακαλώντας την 1094/07 απόφαση. Τελικώς, με την 1383/08 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, κατόπιν συνεκδικάσεως αντιθέτων αγωγών του κατηγορουμένου και της συζύγου του, ανατέθηκε οριστικά η επιμέλεια του Α. στη μητέρα του και των άλλων παιδιών στον πατέρα τους. Λίγες ημέρες αργότερα (στις 23.2.2007) η μητέρα κατήγγειλε το άνω γεγονός στη Δ/νση Ασφαλείας Αττικής (τμήμα προστασίας ανηλίκων). Ταυτοχρόνως προσέφυγε στην Πανεπιστημιακή Παιδοψυχιατρική κλινική, στο νοσοκομείο ……”…”, εκδόθηκε δε και εισαγγελική παραγγελία (όχι με πρωτοβουλία του πατέρα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται) για την παιδοψυχιατρική εκτίμηση του παιδιού, το οποίο εξετάσθηκε από την Παιδοψυχίατρο Α. Σ., που εργαζόταν με την ανωτέρω ιδιότητα στο παράρτημα του άνω νοσοκομείου στο …, με τη συνδρομή και της κλινικής ψυχολόγου Γ. Π. τρεις φορές ήτοι κατά τις ημερομηνίες 24.4.2007, 2.5.2007 και 18.5.2007. Διαπιστώθηκε ότι εμφάνιζε καταθλιπτική συνδρομή (όχι παραληρηματικές εκδηλώσεις), είχε τάσεις αυτοκαταστροφής.
Επιθυμούσε να θέσει τέλος στη ζωή του “πηδώντας από το μπαλκόνι” όπως χαρακτηριστικά έλεγε, “εάν θα τον έστελναν πίσω στον πατέρα του”. Ήταν ψυχρός, απόμακρος (δεν έκανε συναισθηματική επαφή, ούτε είχε συναισθηματικές αντιδράσεις), “ερημωμένος ψυχικά… η ζωή του να είχε παγώσει σε ένα τραυματικό γεγονός” όπως ανέφερε μεταξύ άλλων στην κατάθεση της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η παραπάνω παιδοψυχίατρος Α. Σ.. Για το λόγο αυτό προτάθηκε η νοσηλεία του στην οικεία μονάδα του παραπάνω νοσοκομείου. Η υπεύθυνη της μονάδας ενδονοσοκομειακής νοσηλείας Ν. – Ε. Κ. συνάντησε το παιδί επίσης τρεις φορές. Διαπίστωσε ότι είχε στοιχεία κατάθλιψης (χωρίς να πάσχει από ιδεοληψίες), ήταν συγκροτημένο (έχοντας πλήρη επίγνωση της πραγματικότητας και των λεγομένων του) καταπονημένο όμως ψυχικά, συνεσταλμένο και κλεισμένο στον εαυτό του. Η Κ. είχε διαφορετική επιστημονική άποψη από τη συνάδελφο της Α. Σ. ως προς το εάν κινδύνευε άμεσα η ζωή του με τις ιδέες περί αυτοκτονίας που διατύπωνε. Λαμβάνοντας δε υπόψη το γεγονός ότι τότε ήταν περίοδος σχολικών εξετάσεων και κρίνοντας ότι θα μπορούσε το παιδί να παρακολουθείται ψυχιατρικά ως εξωτερικός ασθενής, επέλεξε να μην το νοσηλεύσει. Έτσι, με τη σύμφωνη γνώμη της μητέρας του, παραπέμφθηκε για ψυχοθεραπεία στον ψυχίατρο επιμελητή του ιατροπαιδαγωγικού … Δ. Γ., που ήταν και ο πλησιέστερος προς την κατοικία τους (…) ενδεδειγμένος για την περίπτωση φορέας. Ο τελευταίος είχε με τον Α. 25 συνολικά συνεδρίες (Ιούλιο 2007 ως Δεκέμβριο 2008). Το ίδιο χρονικό διάστημα τη στήριξη της μητέρας, ώστε να βοηθήσει το παιδί, είχε αναλάβει (κατόπιν εντολής του Γ.) η κοινωνική λειτουργός του Κέντρου Γ. Δ.. Κατά τις συνεδρίες με τον Α. διαπιστώθηκε ότι το παιδί απέφευγε τους συμμαθητές του, είχε διαταραγμένο ύπνο (έβλεπε συνεχώς εφιάλτες ότι τον κυνηγούσε για να το “στριμώξει” ο πατέρας του. Είχε μεγάλο θυμό μέσα του και πάθος “για να τιμωρηθεί (ο πατέρας του), για όσα ο ίδιος υπέστη” (χωρίς όμως να θέλει να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες). Τον απέρριπτε εντελώς, δεν ανέφερε το όνομα του (έλεγε “εκείνος”) και κάποια στιγμή δήλωσε ότι ήθελε να “αλλάξει όνομα”, εννοώντας το επίθετο του. Ο Α. διέκοψε την ψυχοθεραπεία με τον παιδοψυχιατρο Δ. Γ., γιατί έπαυσε να τον εμπιστεύεται “να νοιώθει ασφαλής” μαζί του, όπως κατέθεσε, όταν αυτός του ανακοίνωσε ότι επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον πατέρα του (κατηγορούμενο) και ότι ο τελευταίος τον ρώτησε “αν αναιρούσε (ο Α.) όσα είχε πει εναντίον του”. Από τον Φεβρουάριο του 2009 μέχρι και τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και μέχρι σήμερα σε πιο αραιά χρονικά διαστήματα ο πολιτικώς ενάγων (Α.) παρακολουθείται από τον παιδοψυχίατρο Α.Β.. Είναι ο γιατρός που ασχολήθηκε θεραπευτικά σε σχέση με τους υπόλοιπους το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μαζί του, έχοντας αποκτήσει σφαιρικότερη και ουσιαστικότερη αντίληψη της κατάστασης του και ο πρώτος στον οποίο ανέφερε ο Α. τα γεγονότα σε σχέση με τον πατέρα του (όπως παραπάνω περιγραφήκαν), ένα χρόνο μετά την πρώτη συνεδρία τους, αφού εδραιώθηκαν κάποιοι υγιείς μηχανισμοί, ώστε το παιδί να αντιμετωπίσει την κατάθλιψη και τις τάσεις αυτοκτονίας. Κατά τη διάρκεια των ετών αυτών ο Α. είχε επαναλαμβανόμενες (εμμονικές) συμπεριφορές (έπλενε συνέχεια τα χέρια του ή έβαζε πράγματα στη σειρά), ενέργειες που γίνονται ως ένα είδος κάθαρσης από παιδιά που έχουν κακοποιηθεί, όπως ανέφερε και ο Α. Β. στην κατάθεσή του. ‘ Αλλωστε ο ίδιος έλεγε στο θεραπευτή του ότι “καθαρίζεται, ξεπλένεται από τις σκέψεις”. Σκεφτόταν συνέχεια, γιατί να συμβεί “αυτό σ’ αυτόν” και γιατί “να έχει αυτόν πατέρα”. Τον κατηγορούμενο τον αποκαλούσε “γουρούνι” και “καθίκι”. Έτρεφε γι’ αυτόν αισθήματα οργής και μίσους, γεγονός που διαπίστωσε και ο Δ. Γ.. Διακατεχόταν από αισθήματα ντροπής, ενοχής (σιχαινόταν τον εαυτό του) και φόβου. Τα δύο πρώτα χρόνια είχε εφιάλτες ότι τον κυνηγούσε ο πατέρας του, γεγονός που διαπίστωσαν και οι λοιποί επιληφθέντες ως άνω παιδοψυχίατροι, παρόλο που δεν ασχολήθηκαν για επαρκές χρονικό διάστημα μαζί του και απέφυγαν να συζητήσουν το τι συνέβη με τον πατέρα του, γιατί δεν ήταν ενδεδειγμένη ενέργεια κατά την παιδοψυχιατρική επιστήμη, αφού πρωτίστως έπρεπε να αντιμετωπισθεί η κατάθλιψη και οι τάσεις αυτοκαταστροφής. Όταν τον ρώτησε ο ψυχοθεραπευτής του (Α.Β.) εάν παρεξήγησε τη συμπεριφορά του πατέρα του, απάντησε ότι “αν ήταν εκεί (ο γιατρός του), όταν τα γεγονότα συνέβαιναν, θα έβλεπε ότι δεν υπήρχε τίποτε για να παρεξηγήσει και ότι αν ήταν έτσι δεν θα τον απειλούσε να μην πει τίποτε”. Ρωτούσε τον ψυχοθεραπευτή του γιατί να συμβεί “αυτό” σ’ αυτόν, αφού δεν είναι κορίτσι. Κυρίως ο φόβος και η ντροπή τον “κρατούσαν” για να μην αποκαλύψει όσα υπέστη από τον πατέρα του. Δήλωσε δε ότι “αν το δικαστήριο έδινε την επιμέλεια του στη μητέρα του δεν θα αποκάλυπτε “τίποτε”. Θεωρεί ότι τα αδέλφια του, που πήραν το “μέρος” του πατέρα τους (πιέζοντας τον φορτικά κατά προτροπή του πατέρα τους, να ανακαλέσει όσα αποκάλυψε) τον έχουν “προδώσει, εγκαταλείψει”. Κατάφερε ωστόσο, (αφού χαρακτηρίζεται από το θεραπευτή του νοητικά πολύ δυνατός) και ξεπέρασα με τη βοήθεια της ψυχοθεραπείας τα στάδια της ντροπής και του μίσους και προχωρά προς το στάδιο της αποδοχής αυτού που του συνέβη. Το γεγονός ότι με τη στήριξη αυτή πέτυχε να περάσει στο Πανεπιστήμιο είναι ένα βήμα προς μία πιο φυσιολογική ζωή. Είχε όμως δύο σοβαρές υποτροπές που προκλήθηκαν από τυχαία συνάντηση με τον πατέρα του έξω από το σχολείο και με τα αδέλφια του στο λεωφορείο, συνεπεία των οποίων υποβλήθηκε και σε φαρμακευτική αγωγή. Καταθλιπτικές υποτροπές θα εμφανίζει και στο μέλλον, αλλά έχει κάνει “ένα βήμα μπροστά” κατά τον ψυχοθεραπευτή του. Ο κατηγορούμενος επιχείρησε (όπως έκανε και με τον παιδοψυχίατρο Δ. Γ.), να επικοινωνήσει και με τον νυν ψυχοθεραπευτή του Α.υ. Ο τελευταίος όμως δεοντολογικά ενεργώντας για να μη διαταραχθεί η ψυχιατρική “συμμαχία” και η εμπιστοσύνη του παιδιού προς αυτόν, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στην κλινική ψυχολόγο Α. Π. – Ρ., ώστε να επικοινωνεί μόνον διά μέσου αυτής και όχι απευθείας με τον ψυχίατρο του παιδιού. Τη βελτίωση του Α., ως απότοκη της μακροχρόνιας ψυχοθεραπείας διαπίστωσε και ο ψυχίατρος Χ. Κ., που διορίσθηκε με την 372/2010 διάταξη του 19ου Τακτική Ανακριτή (ελλείψει παιδοψυχιάτρου) κατ’ άρθρο 226 Α ΚΠΔ, προκειμένου να προετοιμάσει τον τότε ανήλικο ακόμη Α. για την εξέταση του ως μάρτυρα, που έλαβε χώρα ενώπιον της ανωτέρω ανακρίτριας στις 30.4.2010 και να παραστεί κατ` αυτήν.
Στην από 14.5.2010 έγγραφη έκθεση του, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας (αρθρ. 226Α παρ. 2 ΚΠΔ) αποφαίνεται ως προς την αντιληπτική ικανότητα του Α., αναφέροντας τα εξής: “ο ανήλικος απαντά πρόθυμα στις ερωτήσεις που του υποβάλλονται και συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία. Η αντιληπτική του ικανότητα, οι ψυχικές του λειτουργίες και η βούληση του κρίνονται απόλυτα φυσιολογικές. Δεν διαπιστούνται αντιληπτικού τύπου διαταραχές (απουσία ψευδαισθήσεων), ούτε διαταραχές στη λειτουργία της σκέψης. Πρόκειται για άτομο με επαρκέστατο δείκτη νοημοσύνης. Το συναίσθημα του είναι συμβατό με το περιεχόμενο του λόγου και χρωματίζεται ανάλογα κατά τη διάρκεια της εξέτασης. Είναι πλήρως προσανατολισμένος σε χρόνο, τόπο, πρόσωπα και δεν εμφανίζει ουδεμίας μορφής συγχυτικά φαινόμενα”. Ο κατηγορούμενος, αρνούμενος την κατηγορία ισχυρίζεται ότι αποτελεί μεθόδευση της πρώην συζύγου του σε βάρος του προκειμένου να επιτύχει να της ανατεθεί η επιμέλεια των τέκνων, να εκδικηθεί τον ίδιο λόγω της διαταραγμένης συζυγικής ζωής τους και των διαφωνιών τους, καθώς και ότι όσα ισχυρίσθηκε και καταθέτει ο Α. είναι υποβολιμαία και υπαγορεύθηκαν από τη μητέρα του. Δεν αρνείται ότι έβαζε τον Α., αλλά και τα μεγαλύτερα παιδιά, όταν αυτά ήταν στην αντίστοιχη ηλικία (προεφηβική), να του κάνουν “μασάζ” στη μέση γιατί “είχε πρόβλημα, χωρίς ωστόσο να δίδει εξήγηση, γιατί δεν απευθυνόταν σε φυσικοθεραπευτή. 0 ως άνω ισχυρισμός του είναι αβάσιμος, καθόσον κατά την πρώτη διάσπαση της έγγαμης σχέσεως το 2001 (κατά τα προεκτεθέντα) η σύζυγος του δέχθηκε να ανατεθεί σ’ αυτόν η επιμέλεια και των τριών παιδιών τους, παρότι ήσαν πολύ μικρότερα, πιστεύοντας ότι θα ήταν προς το συμφέρον τους, γιατί η ίδια είχε (τότε) την πεποίθηση ότι έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας (βλ. και από 13.4.2007 ιατρικό σημείωμα της νευρολόγου Α. Π.). Δεν αποδείχθηκε ότι πριν την αποκάλυψη από τον Α. των σε βάρος του πράξεων από τον πατέρα του (και την αίτηση για ανάκληση της 1094/07 αποφάσεως) προέβαινε η μητέρα του σε “νύξεις” και “λεκτικές επιθέσεις” στο σύζυγο της για “ύποπτη” συμπεριφορά προς τα παιδιά, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον κατηγορούμενο και τα μεγαλύτερα παιδιά (που με τις πανομοιότυπες προς την απολογία του καταθέσεις τους) επιδιώκουν να υποσκάψουν την αξιοπιστία του Α.. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι όσα αναφέρει η Χ. Ν. στην από 29.6.2006 αίτηση της για ανάθεση της επιμέλειας των τέκνων σ’ αυτή (επί της οποίας εκδόθηκε η επίμαχη 1094/07 απόφαση) περί “μασάζ” από τον Α. στη μέση του πατέρα του, (αλλά και προγενεστέρως όταν αντιδρούσε, όποτε η αίτηση αυτή υπέπιπτε στην αντίληψη της) τούτο επισημαινόταν ως περιστατικό καταναγκασμού και καταπίεσης του παιδιού και μόνον. Άλλωστε αποδείχθηκε κατά την κρίση του δικαστηρίου, ότι η τελευταία διακατέχεται από αισθήματα ενοχής, γιατί δεν αντιλήφθηκε νωρίτερα (πριν την αποκάλυψη του Α.)το τι συνέβαινε με τον πατέρα του, ώστε να μπορέσει να το σταματήσει. Δεν μπορεί δε να γίνει πιστευτό ότι μία εκπαιδευτικός θα υπέβαλε το ανήλικο παιδί της σε τόσο επώδυνη διαδικασία, καταγγέλλοντας ένα τόσο σοβαρό αδίκημα, επιδιώκοντας ένα επισφαλές (ποινικό) αποτέλεσμα, επιστρατεύοντας προς τούτο (με υποβολιμαίους ισχυρισμούς περί κακοποίησης) το γιο της, τραυματίζοντας την παιδική ψυχή, οδηγώντας τον σε ψυχοθεραπεία επί εννέα και ενδεχομένως για όλη την υπόλοιπη ζωή του, μόνο και μόνο για να “εκδικηθεί” τον πατέρα του. Εξάλλου η σαφής, συγκροτημένη, χωρίς αντιφάσεις κατάθεση του Α., ο οποίος ήδη ενηλικιώθηκε και δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ζητώντας μετ’ επιτάσεως να τιμωρηθεί ο πατέρας του για τις πράξεις που τέλεσε σε βάρος του, αρνούμενος απολύτως να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του, καταδεικνύουν σαφώς ότι κατέθεσε τα αληθή περιστατικά που θεμελιώνουν την υπό κρίση κατηγορία. Οι καταθέσεις του σχετικά με τα περιστατικά είναι οι ίδιες από την αρχή της υπόθεσης μέχρι και σήμερα, ενώπιον δηλαδή του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και επιμένει στα ίδια πραγματικά περιστατικά έκτοτε μέχρι σήμερα. Σύμφωνα δε με τις γνωματεύσεις των ιατρών που επελήφθησαν της υπόθεσης και κατέθεσαν στο δικαστήριο ο πολιτικώς ενάγων είχε απόλυτο έλεγχο της πραγματικότητας και δεν έπασχε από ιδεοληψίες, είχε επίγνωση του τι έλεγε, αυτά δε που κατήγγειλε για τον πατέρα του είχαν ομοιομορφία. Αν επομένως ήταν υποβολιμαίος ο παθών, όπως ισχυρίζεται ο κατ/νος (από την μητέρα του), γεγονός που ουδόλως κατά την κρίση του δικαστηρίου αποδείχθηκε, ούτε άλλωστε η πλειονότητα των εξετασάντων ιατρών τον ανήλικο ανέφεραν ότι παιδί στην ηλικία του παθόντος
(12 ετών) είναι συχνά υποβολιμαίο, αφού κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε παιδί μικρότερης ηλικίας κατά την γνώμη τους, (τότε αν δηλαδή ήταν υποβολιμαίος) θα υπέπιπτε σε αντιφάσεις μετά την πάροδο τόσων ετών, και δεν θα υποστήριζε με τόσο σθένος και επιμονή τα κατατεθέντα, και όταν θα είχε επέλθει ο χωρισμός των γονιών και έμενε με την μητέρα του θα είχε ηρεμήσει ψυχικά, θα ένοιωθε ασφάλεια αφού δεν θα υπήρχαν πλέον διαφωνίες στο σπίτι και τότε ασφαλώς δεν θα υπήρχε ανάγκη να παρακολουθείται ανελλιπώς έκτοτε μέχρι σήμερα από ψυχοθεραπευτή όπως συμβαίνει, διότι δεν θα χρειαζόταν τέτοια παρακολούθηση έχοντας εκλείψει ο επιτακτικός εκείνος λόγος. Την μέχρι δε σήμερα παρακολούθηση του από τον άνω αναφερθέντα ψυχοθεραπευτή δεν αρνείται ο κατ/νος, ο οποίος όμως επιμένει να ισχυρίζεται ότι η παρακολούθηση του αυτή οφείλεται στα όσα του έχει υποβάλει να πει εναντίον του η μητέρα του, από τα οποία δεν μπορεί να υπαναχωρήσει γιατί σκέπτεται τις συνέπειες. Όμως ο ισχυρισμός του αυτός δεν αποδείχθηκε και ο κατ/νος δεν έχει δώσει πειστικές εξηγήσεις μέχρι σήμερα στο δικαστήριο για το γεγονός, ότι ναι μεν όταν ο παθών ήταν ανήλικος τον έβαλε η μητέρα του να πει τα άνω πραγματικά περιστατικά εναντίον του, σήμερα όμως που είναι ενήλικας, ζει χώρια από τον πατέρα του επί οκταετία, είναι φοιτητής, γιατί συνεχίζει να επιμένει στην κατάθεση του εναντίον του (πατέρα), από την οποία αυτός πρωτίστως ζημιώνεται, αφού έχει επί σειρά ετών δικαστήρια, ψυχοφθόρα για όλους τους διαδίκους, τα οποία του προκαλούν κάθε φορά άγχος και τον αναγκάζουν να παρακολουθείται ιατρικά, ενώ αν σταματούσε θα είχε απαλλαγεί από όλη αυτή την στρεσογόνα διαρκή κατάσταση με τις ανυπολόγιστες για την ψυχική του υγεία συνέπειες. Αναφορικά με την μάρτυρα υπεράσπισης Π. – Ρ. αποδείχθηκε ότι η συγκεκριμένη, από μεσολαβητής μεταξύ του κατηγορούμενου και της ψυχιατρικής συμμαχίας του Α.υ με τον ψυχίατρο του Α. Β., όπως ορίσθηκε από τον τελευταίο, μεταβλήθηκε σε τεχνικό σύμβουλο του κατηγορούμενου και μάρτυρα υπεράσπισης. Τα αναφερόμενα δε στην κατάθεση της τόσον ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όσο και του παρόντος, ότι δεν διαπίστωσε στον κατηγορούμενο παρεκκλίνουσα συμπεριφορά και ότι ο Α., τον οποίο ας σημειωθεί ότι ουδέποτε συνάντησε, δεν κακοποιήθηκε σεξουαλικά, αλλά είναι θύμα του συγκρουσιακού διαζυγίου των γονιών του και υποβολιμαίος, υπερβαίνουν προδήλως τα όρια των αρμοδιοτήτων της ως ψυχολόγου, αφού κατά νόμο πρόκειται για παραϊατρική επιστήμονα (όπως π.χ. είναι οι φυσικοθεραπευτές παρά τους χειρουργούς και τους ορθοπεδικούς ιατρούς), που ενεργεί πάντοτε υπό την καθοδήγηση ψυχιάτρου, έχει ρόλο καθαρά υποστηρικτικό και δεν δικαιούται να θέτει τέτοιου είδους διαγνώσεις, οι οποίες ανήκουν αποκλειστικά στο πεδίο των ψυχιάτρων – ψυχοθεραπευτών. Ανεξαρτήτως όμως των άνω η κρίση της ότι ο Α. δεν κακοποιήθηκε σεξουαλικά δεν κρίνεται πειστική, αφού αυτή δεν ήρθε ποτέ σε επαφή με αυτόν, και όσα γνωρίζει τα γνωρίζει εκ των λεγομένων κατά την επαφή της με τον κατ/νο και συνεπώς η κατάθεση της δεν μπορεί να πείσει περί του αντιθέτου, ότι δηλαδή δεν έλαβαν χώρα οι καταγγελλόμενες εις βάρος του ανηλίκου τότε πολιτικώς ενάγοντα ασελγείς πράξεις, αφού οι πληροφορίες της αντλούνται από το περιβάλλον του κατ/νου. Όσον αφορά επίσης τους υπόλοιπους μάρτυρες υπεράσπισης, τόσον αυτούς που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσο και ενώπιον του παρόντος (και δη την μάρτυρα υπεράσπισης και κουμπάρα του κατ/νου, νονά του πολιτικώς ενάγοντος) αυτοί επικεντρώθηκαν στις καταθέσεις τους, κυρίως στις διενέξεις του κατηγορούμενου με την πρώην σύζυγο του Χ. Ν., χωρίς να έχουν έλθει σε επαφή με τον παθόντα Α. και ουδέν εισέφεραν στη διαλεύκανση της αλήθειας. Την κρίση όμως του δικαστηρίου περί της αλήθειας των καταγγελλομένων από τον πολιτικώς ενάγοντα πραγματικών περιστατικών δεν μπορούν να κλονίσουν ούτε οι περί του αντιθέτου καταθέσεις των δύο μεγαλύτερων παιδιών του κατ/voυ Δ. και Ι. Σ., καθόσον πέραν του ότι είναι πανομοιότυπες μεταξύ τους, αποτελούν πιστά αντίγραφα της απολογίας του κατηγορούμενου πατέρα τους, επαναλαμβάνοντας κατά λέξη τους άνω ισχυρισμούς του (περί εκδικητικότητας της μητέρας τους, την οποία εμφανίζουν (αντιφατικά) αφενός ως ιδιαίτερα βίαιη, σκληρή αλλά και αδιάφορη απέναντι τους, αφετέρου ως υπερπροστατευτική και ότι υπέβαλε τον αδελφό τους), διότι το δικαστήριο κρίνει ότι δόθησαν με αποκλειστικό σκοπό να βοηθήσουν τον πατέρα τους και όχι για να διαλευκανθεί η άνω αλήθεια της υπόθεσης. Ωστόσο παραδέχονται ότι και αυτοί έκαναν “μασάζ” στον πατέρα τους όταν ήταν στην αντίστοιχη με τον Α. ηλικία (επιβεβαιώνοντας όσα ο ίδιος κατέθεσε), “όχι κανονικό μασάζ, αλλά χάδια χαλαρωτικό μασάζ, γιατί ήθελε
(ο πατέρας) παιδικά χεράκια” όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Δ. Σ. στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διαψεύδοντας στο σημείο τούτο τον κατηγορούμενο, που δήλωσε ότι του έκαναν “μασάζ” γιατί είχε “πρόβλημα με τη μέση του”. Επίσης ο κατ/νος σχετικά με το μασάζ αυτό που απαιτούσε από τα παιδιά του, δήθεν για να του περάσουν οι πόνοι στη μέση, δεν έδωσε πειστικές εξηγήσεις για ποιο λόγο, εφόσον είχε πρόβλημα στη μέση του και με δεδομένο ότι τα παιδιά με τα μαλακά χεράκια τους απλώς τον χάιδευαν, δεν απευθύνθηκε σε ειδικό για το μασάζ στη μέση του ή έστω στην γυναίκα του, η οποία σαφώς θα ασκούσε κάποια δύναμη και δεν θα περιοριζόταν σε χάιδεμα μόνο για να τον ανακουφίσει από τους πόνους. Και αν δεν έδωσε σαφή εξήγηση ο κατ/νος γι’ αυτό, η εξήγηση για το δικαστήριο είναι ότι αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο κατ/νος με το πρόσχημα της μέσης του ανάγκαζε τον πολιτικώς ενάγοντα που ήταν δώδεκα μόλις ετών τότε, να προβαίνει στις άνω αναφερθείσες και αποδειχθείσες ασελγείς πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού από πρόθεση, απειλώντας τον μάλιστα να μην πει σε κανένα τίποτα γιατί σε ενάντια περίπτωση “θα τον λιάνιζε, θα τον εξαφάνιζε”. Ήτοι αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο κατ/νος από τον Μάρτιο του 2006 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2007 στην οικία του στη ….-Αττικής, επί της οδού …, όπου κατοικούσε με τη σύζυγο του τότε και τα τρία άρρενα τέκνα τους, εκμεταλλευόμενος την προσωρινή εκάστοτε απουσία της συζύγου του και των δύο μεγαλυτέρων υιών του από το σπίτι, εξανάγκαζε τον ανήλικο γιό του Α. (πολιτικώς ενάγοντα), όταν τον έβρισκε μόνο, ο οποίος τότε γεννηθείς στις 28- 9-1994 ήταν 12 ετών, είχε δηλαδή συμπληρώσει το 10° έτος της ηλικίας του όχι όμως και το 13°, και σε χρόνους που δεν εξακριβώθηκαν (μέσα πάντως στο άνω χρονικό διάστημα) περί τις 30 φορές να του κάνει μαλάξεις (μασάζ) στα γεννητικά του όργανα (κατ/νου), καθώς και ο ίδιος (κατ/νος) θώπευε τον ανήλικο υιό του στα οπίσθια και στα γεννητικά του όργανα και επίσης ακουμπούσε το γεννητικό του όργανο στα οπίσθια του ανηλίκου, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο με τις κατ’ επανάληψη ασελγείς του πράξεις φερόμενες κατά του ανηλίκου να διεγείρεται και να ικανοποιείται η γενετήσια ορμή και επιθυμία του. Πρέπει συνεπώς ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος ως και πρωτοδίκως κατά πλειοψηφία, απορριπτόμενων των περί του εναντίου ισχυρισμών του ως αβασίμων ουσιαστικώς.
Ακολούθως κήρυξε κατά πλειοψηφία, τον κατηγορούμενο ένοχο, του ότι: “Στov κατωτέρω τόπο και χρόνο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού, ενήργησε, με πρόθεση, ασελγείς πράξεις με πρόσωπο νεώτερο των 15 ετών, το οποίο είχε μεν συμπληρώσει τα δέκα (10) όχι όμως και τα δεκατρία (13) έτη. Συγκεκριμένα, κατά το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του 2006 έως το Φεβρουάριο του 2007, οπού κατοικούσε με τη σύζυγο του και τα τρία άρρενα τέκνα του, εκμεταλλευόμενος την απουσία της συζύγου του και των δύο μεγαλύτερων γιων του από το σπίτι, όπου βρισκόταν μόνο ο ανήλικος γιος του Α.,
ο οποίος γεννηθείς στις 28-9-1994 είχε συμπληρώσει τα 10 όχι όμως και τα 13 έτη, σε χρόνους που δεν εξακριβώθηκαν και πάντως περί τις τριάντα (30) φορές κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, τον θώπευε στα οπίσθια και στα γεννητικά του όργανα, και ακουμπούσε το γεννητικό του όργανο στα οπίσθια του, ζητώντας του ταυτόχρονα να τον χαϊδεύει και να του κάνει μαλάξεις (μασάζ) στα γεννητικά του όργανα, επιδιώκοντας με τις ανωτέρω πράξεις τη διέγερση και την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του”. Με αυτά που εδέχθη το άνω δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αποπλανήσεως παιδιού κατ’ εξακολούθηση (αρθρ. 339 §1 εδ.β’ Π.Κ.), για το οποίο και κατεδικάσθη ο αναιρεσείων ως και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26§1, 27, 84 παρ.2α,ε, 98 και 339§1 εδ.β’ Π.Κ., τις οποίες ορθώς εφήρμοσε χωρίς ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου να τις παραβιάσει με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει ούτω την απόφαση του νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, η απόφαση αναφέρει τις κατ’ εξακολούθηση ασελγείς πράξεις του δράστου που προσέβαλαν σοβαρώς την αγνότητα της παιδικής ηλικίας [12 ετών] του παθόντος υιού του, πράξεις οι οποίες έτειναν εις την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του δράστου ήτοι πράξεις με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα και οι οποίες προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος, δεν πρόκειται δε περί απλών ασελγών χειρονομιών ήσσονος σημασίας, ώστε να κριθούν ως προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας κατ’ άρθρο 337 ΠΚ, όπως αβασίμως αιτιάται ο αναιρεσείων.
Συνεπώς, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 339§1 εδ.α’ Π.Κ. είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329,331,333 παρ.2,364 και 369 του ΚΠοινΔ , προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεως του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ’ του ίδιου Κωδικός, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι ο κατηγορούμενος αποστερείται του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτό αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα.
Στη προκειμένη περίπτωση, το ως άνω δικαστήριο μνημονεύει, όπως αναφέρθηκε, στο σκεπτικό, μεταξύ άλλων ειδικώς, 1) τις με αριθμούς 1052/2001 και 1094/2007 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 2] τις από 29.6.2006 και 9-2-2007 αιτήσεις της Χ. Ν. στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης ως άνω αποφάσεως, τα έγγραφα αυτά δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα των εγγράφων που φέρονται ότι αναγνώσθηκαν στο δευτεροβάθμιο ή έστω στο πρωτοβάθμιο, δικαστήριο. Πλην όμως,1]με την με αριθμό 1052/2001 ως άνω απόφαση [ασφαλιστικών μέτρων διατάχθηκε η μετοίκηση της Χ.Ν. και η προσωρινή ανάθεση της επιμέλειας των τριών τέκνων των διαδίκων στον ήδη αναιρεσείοντα, 2] με την με αριθμό 1094/2007 ως άνω απόφαση [ασφαλιστικών μέτρων] ανατέθηκε [εκ νέου] προσωρινά στον ήδη αναιρεσείοντα η επιμέλεια των ως άνω τριών τέκνων, 3]με την από 29-6-2006 αίτηση της Χ.Ν. ζητήθηκε η προσωρινή ανάθεση της επιμέλειας των ως άνω τέκνων, 4]με την από 9-2-2007 αίτηση της Χ.Ν. ζητήθηκε η ανάκληση της προαναφερθείσης αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων και η ανάθεση της επιμέλειας των τέκνων σε αυτήν.
Συνεπώς, η αναφορά των εγγράφων αυτών στο σκεπτικό γίνεται διηγηματικώς και όχι για να στηρίξει την κρίση του δικαστηρίου περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, τα έγγραφα αυτά παραδεκτώς λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από τη λήψη υπόψη των ως άνω εγγράφων χωρίς αυτά να αναγνωσθούν, είναι αβάσιμος.
Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος [άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-9-2015 αίτηση του Σ. Σ. του Δ., για αναίρεση της με αριθμό 3887α/2014,101,344/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, εκ πεντακοσίων [500] Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιανουαρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Ιανουαρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.
- IX) Αριθμός 751/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ` Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Απριλίου 2011, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου … , κατοίκου …, περί αναιρέσεως του υπ` αριθμ.99/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου. Το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Οκτωβρίου 2010 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1354/2010. Επειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Κολιοκώστας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Τσάγγα, με αριθμό 76/16-3-2011, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
“Εισάγω κατ` άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την υπ` αριθμ. 5/4-8-2010 αίτηση αναιρέσεως του …, 48 ετών, δημοτικού υπαλλήλου, κατοίκου …, κατά του υπ` αριθμ. 99/13-9-2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και εκθέτω τα ακόλουθα: Με το προσβαλλόμενο βούλευμα, που εκδόθηκε μετά από αναίρεση με την υπ` αριθμ.
903/5-5-2010 απόφαση (σε Συμβούλιο) του Α.Π. κατά του υπ` αριθμ. 90/8-7-2009 προγενέστερου βουλεύματος του αυτού ως άνω Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου για τους λόγους που αναφέρονται στην προαναφερόμενη αναιρετική απόφαση, έκανε δεκτή τυπικά και ουσιαστικά την υπ` αριθμ. 1/6-4-2009 έφεση του νυν αναιρεσείοντος … κατά του υπ` αριθμ. 16/19-2-2009 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, το οποίο και ακύρωσε για τους λόγους που επισημαίνονται στην υπ` αριθμ. 903/2010 απόφαση Α.Π. Κατόπιν τούτου κράτησε την εν λόγω υπόθεση και την εξέτασε κατ` ουσία σε πρώτο και τελευταίο βαθμό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 3727/18- 12-2008 σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 20 και 21 του Ν. 663/1977 και με το άρθρο 25 του Ν. 1419/1984, λαμβάνοντας υπόψη του και συνεκτιμώντας μόνο τα αποδεικτικά εκείνα μέσα που δεν ακυρώθηκαν με την υπ` αριθμ. 903/5-5-2010 απόφαση Α.Π., με βάση τα οποία έκρινε ότι υπήρχαν σε βάρος του αναιρεσείοντος σοβαρές ενδείξεις ενοχής και τον παρέπεμψε για τον λόγο αυτό στο ακροατήριο όχι του Μ.Ο.Δ. της περιφερείας του Εφετείου Δωδεκανήσου όπως παρεπέμπετο με το υπ` αριθμ. 16/2009 πρωτόδικο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου το οποίο ακυρώθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα υπ` αριθμ. 99/2010 του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, αλλά στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου, όπως τούτο προβλέπεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις, προκειμένου να δικαστεί για τις πράξεις: α) του βιασμού, και, β) της αποπλανήσεως ανηλίκου νεώτερου των δέκα (10) ετών (άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1α, 94 παρ. 2, 336 παρ. 1, και, 339 παρ. 1α του Π.Κ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε από το άρθρο 56 παρ. 2 του Ν. 3160/30-6-2003). Η παραπομπή στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου εν προκειμένω είναι σύννομη καθόσο στον εν λόγω νεώτερο νόμο (άρθρο 7 του Ν. 3727/2008) ουδεμία μνεία γίνεται σχετικά με τις εκκρεμείς υποθέσεις, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πλέον βέβαιο ότι και αυτές υπάγονται είτε στο Τριμελές είτε στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων αντιστοίχως σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 596 του Κ.Π.Δ., δοθέντος ότι οι δικονομικοί κανόνες ούτε θεμελιώνουν ούτε επαυξάνουν το αξιόποινο. Τούτο δε έχει ως συνέπεια ότι οι δικονομικοί νόμοι, εκτός αν υφίσταται ρητή πρόβλεψη, έχουν άμεση εφαρμογή από τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος τους (Α.Π. 551/1990 Π.Χ. 951, 1001/1981, Π.Χ. ΛΒ 289, ΑΠ. 246/1968 Π.Χ. ΙΗ 415, Μπουρόπουλος ερμηνεία του άρθρου 2 περ. 7, Χωραφάς έκδοση 9η παρ. 10). Δικαιολογητικός λόγος της αρχής αυτής είναι ότι οι δικονομικοί νόμοι έχουν τεθεί προς το συμφέρον των ατόμων και της κοινωνίας, και κατά τεκμήριο οι νεώτεροι νόμοι είναι αρτιότεροι των παλαιών. Ως εκ τούτου θα ήταν αντιφατικό να επιβιώνει ο προγενέστερος νόμος και να διατηρούνται τα ελαττώματα τα οποία ο νεώτερος νόμος θέλει να θεραπεύσει. Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις ο νέος νόμος εφαρμόζεται για το ατέλεστο μέρος της δίκης, της οποίας η περαιτέρω εκδίκαση και μέχρι έως ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση, κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου νόμου (Α.Π. 1571/1988, Α.Π. 181/1961, Α.Π. 1001/1981). Εκκρεμής δε δίκη θεωρείται άλλωστε εκείνη για την οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη επί της ουσίας απόφαση, και άρα και ενώπιον του Αρείου Πάγου όπου εκκρεμεί συνεπεία αιτήσεως αναιρέσεως (Ζησιάδης γ` 480) (Κονταξής Β` Τόμος Ποινικής Δικονομίας, ερμηνεία του άρθρου 596 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.). Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα διότι η επίδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος (99/2010) έγινε στις 23-9-2010 στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και η υπ` αριθμ. 5/2010 έκθεση αναιρέσεως συνετάγη στις 4-10- 2010 ημέρα Δευτέρα με σχετική δήλωση στη Γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου Σταματία Ζανετούλη, πλην όμως είναι απαράδεκτη κατ` άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. καθόσο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 και 21 του Ν. 663/1977 που εφαρμόζονται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. 3727/2008 δεν συγχωρείται η άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου, είτε πρόκειται για προσφυγή κατά της απ` ευθείας κλήσεως είτε πρόκειται για αναίρεση κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, όπως τούτο προκύπτει από την ακόλουθη σχετική περικοπή της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του Ν. 663/1977 “άμα τω πέρατι της ανακρίσεως η δικογραφία υποβάλλεται υπό του εισαγγελέως πλημμελειοδικών εις τον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι προκύπτουν αποχρώσαι ενδείξεις και ότι δεν συντρέχει περίπτωσις συμπληρώσεως της ανακρίσεως, υποχρεούται, μετά συμφώνου γνώμην του προέδρου εφετών, να εισαγάγει την υπόθεσιν μετά των συναφών προς αυτήν πράξεων δι` απ` ευθείας κλήσεως, κατά της οποίας ουδεμία προσφυγή επιτρέπεται, ενώπιον του πενταμελούς (ήδη Τριμελούς) εφετείου καθισταμένου αρμοδίου δια την εκδίκασιν των ανωτέρω πράξεων. Εν περιπτώσει μη συμφωνίας του προέδρου εφετών εισάγεται η υπόθεσις, μετά των συναφών πράξεων υπό του εισαγγελέως εφετών, εις το συμβούλιον εφετών εν 5μελεί (ήδη 3μελή) συνθέσει, το οποίον αποφαίνεται εις πρώτον και τελευταίον βαθμόν”. Περαιτέρω στη παράγραφο 3 του αυτού άρθρου 20 του Ν. 663/1977 ορίζεται ότι “Το εις την παρ. 2 του παρόντος συμβούλιον εφετών είναι αρμόδιον επί πλειόνων κατηγορουμένων να αποφανθή εις πρώτον και τελευταίον βαθμόν δι` όσους δεν προκύπτουν αποχρώσαι ενδείξεις ή ως προς τους οποίους δέον να κηρυχθεί απαράδεκτος ή να παύση οριστικώς ή προσωρινώς η ποινική δίωξις, χωριζομένης ως προς τούτους της υποθέσεως. Το αυτό ως άνω συμβούλιον είναι κατά πάσαν περίπτωσιν αρμόδιον να αποφανθή ομοίως και δια τας συναφείς πράξεις, είτε πρόκειται περί ενός είτε πρόκειται περί πλειόνων κατηγορουμένων”. Δικαιολογητικός λόγος της προκειμένης σπουδής, είναι προφανώς η επιθυμία του νομοθέτη, οι εν λόγω υποθέσεις εξαιτίας του σοβαρού κοινωνικού αντικτύπου τους να εκδικάζονται όσο το δυνατόν ταχύτερα. Εν όψει συνεπώς των ανωτέρω εκτεθέντων, η υπ` αριθμ. 5/4-10-2010 αίτηση αναιρέσεως του … που στρέφεται κατά του υπ` αριθμ. 99/13-9-2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη και ο εν λόγω αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ: Σε περίπτωση που κριθεί ότι παραδεκτώς ασκήθηκε η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως, ο εν λόγω αναιρεσείων προβάλλει ως λόγους αναιρέσεως τους κατωτέρω: α) έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας,
β) εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, και, γ) αρνητική υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 484 παρ. 1 περιπτώσεις β, δ και στ` Κ.Π.Δ.). Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογία στο παραπεμπτικό βούλευμα που απαιτείται κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 Κ.Π.Δ. υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για την πράξη αυτή για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη. Εσφαλμένη σε εφαρμογή υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπαγάγει ορθά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν με βάση τις αποδείξεις, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα κατά την έκθεση και ανάπτυξη των περιστατικών ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 252/2004 και 2200/2002 Π.Χ. ΝΓ/762). Εξάλλου όσα εκτίθενται στην αίτηση αναιρέσεως ως προς τον λόγο της ελλείψεως αιτιολογίας, ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι η εκτίμηση των εγγράφων και κάθε αποδεικτικού στοιχείου εν γένει απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου
(Α.Π. 1457/2000 και 591/2001 Π.Χ. ΝΑ/537 και ΝΒ/131). Αρνητική δε υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν δεν συνεκτιμώνται όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, με αξιολόγηση και στάθμιση τόσο των στοιχείων που ενισχύουν τις ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου, όσο και εκείνων των στοιχείων που αποδυναμώνουν την κατηγορία. Μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων είναι και οι ενδείξεις του άρθρου 178 ΚΠΔ, δηλαδή η συναγωγή συμπερασμάτων με βάση τους κανόνες της λογικής σχετικά με την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του αποδεικτέου γεγονότος (Ολομέλεια Α.Π. 9/2001 Π.Χ. ΝΑ 788).
Εν προκειμένω το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου με το προσβαλλόμενο βούλευμα μετά από αξιολόγηση του υπάρχοντος αποδεικτικού υλικού, στο οποίο δεν συμπεριέλαβε τα αποδεικτικά εκείνα στοιχεία που ακυρώθηκαν σύμφωνα με το σκεπτικό της υπ` αριθμ. 903/5-5-2010 αποφάσεως του Α.Π., δέχθηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος τελώντας σε υπηρεσιακή σχέση με τον Δήμο …… , ο οποίος τον είχε προσλάβει, ασκούσε χρέη προπονητή μπάσκετ στο κλειστό γυμναστήριο του παρακάτω Δήμου, σε ομάδες μικρών παιδιών και δη αγοριών ηλικίας 6-8 ετών. Σε ημερομηνία που δεν προέκυψε επακριβώς, αλλά εντός του χρονικού διαστήματος μεταξύ των μηνών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2006, αφού παρέσυρε στο γραφείο διοίκησης, που βρίσκεται εντός του ως άνω χώρου, τον ανήλικο …, ηλικίας πέντε (5) ετών, που ήταν μαθητής στα μαθήματα μπάσκετ, λέγοντάς του να τον ακολουθήσει προκειμένου να φέρουν τις μπάλες του μπάσκετ, που βρίσκονταν εκεί, για να αρχίσει το μάθημα του μπάσκετ, το οποίο δίδασκε στον παραπάνω ανήλικο μαζί με άλλους συνομηλίκους του, με πρόθεση τον ακινητοποίησε χρησιμοποιώντας την υπέρτερη σωματική δύναμή του και κρατώντας με το ένα χέρι του το στόμα του, για να μην φωνάξει, ενώ συγχρόνως τον απείλησε ότι αν μιλήσει θα σκότωνε τη μητέρα του και τον μικρό του αδελφό και στην συνέχεια του κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχό του και παρά τη θέλησή του εισήγαγε το εν στύσει πέος του στον πρωκτό του παραπάνω ανηλίκου, ικανοποιώντας την γενετήσια επιθυμία του. Στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι ο κατηγορούμενος πραγματικά τέλεσε τις αποδιδόμενες σ` αυτόν ως άνω πράξεις αποτελούν οι καταθέσεις του ανηλίκου στην Ασφάλεια Ρόδου και ενώπιον του Τακτικού Ανακριτή Ρόδου, που είναι σαφέστατες, ευκρινείς, ακριβείς παρά την ηλικία του, αλλά και την τραυματική του εμπειρία.
Το γεγονός ότι η ιατροδικαστική έκθεση του παιδοχειρούργου … δεν διαπίστωσε ευρήματα, οφείλεται στο ότι, όπως και ο ίδιος τονίζει, τούτο δεν ήταν εφικτό λόγω του ότι το συμβάν τελέστηκε σε προγενέστερο χρόνο και η οποιαδήποτε επαφή με το σώμα του ανηλίκου δεν μπορεί να διαπιστωθεί. Σημαντική είναι και η κατάθεση της μάρτυρος …, δασκάλας του ανηλίκου …, η οποία καταθέτει με σαφήνεια ότι “κατά τα Χριστούγεννα του έτους 2006 άλλαξε η συμπεριφορά του ανηλίκου, έγινε ξαφνικά επιθετικός, άρχισε να μην παρακολουθεί και να μην καταλαβαίνει τα μαθήματα”, ενώ η παραπάνω αλλαγή συμπεριφοράς συμπίπτει χρονικά με τον φερόμενο χρόνο τέλεσης των ως άνω εγκλημάτων από τον κατηγορούμενο σε βάρος του ανηλίκου και όχι με την γένεση νέου μέλους της οικογένειάς του, καθώς αυτό συνέβη τον Ιούνιο του 2006, δηλαδή πολύ πριν εντοπιστεί η ως άνω αλλαγή συμπεριφοράς. Πρέπει επίσης να επισημανθεί και η επίμονη άρνηση του ανηλίκου μετά το τελευταίο μάθημα με τον κατηγορούμενο, οπότε φέρεται ότι τελέσθηκαν τα εγκλήματα, για τα οποία κατηγορείται ο τελευταίος ότι διέπραξε σε βάρος του ανηλίκου, να επανέλθει στα μαθήματα του μπάσκετ, ενώ και οι γονείς του ανηλίκου, τόσο στις καταθέσεις τους ενώπιον της αστυνομίας όσο και ενώπιον του Ανακριτή αναφέρουν ότι την συγκεκριμένη ημέρα που πήγαν να πάρουν τον ανήλικο στο τέλος του μαθήματος τον είδαν να κλαίει και σε ερώτησή τους για ποιο λόγο, αυτός απάντησε ότι τον μάλωσε ο δάσκαλος εννοώντας τον κατηγορούμενο. Όσον αφορά τις αντιφάσεις εκ μέρους του ανηλίκου, για το χρόνο τέλεσης των αδικημάτων, πριν ή μετά την προπόνηση, αυτές μάλλον οφείλονται αφενός στο μεγάλο χρονικό διάστημα το οποίο μεσολάβησε μεταξύ του χρόνου τελέσεως των εγκλημάτων και της κατάθεσης του ανηλίκου, αφετέρου και ιδίως στο ότι το παιδί θέλει να ξεχάσει και να διαγράψει από την μνήμη του τις όποιες τραυματικές εμπειρίες του αφήνουν οι τελεσθείσες από τον κατηγορούμενο σε βάρος του εγκληματικές πράξεις, για το λόγο δε αυτό άλλωστε δεν κατήγγειλε αμέσως το γεγονός ούτε το αποκάλυψε στους οικείους του, αλλά ένα χρόνο αργότερα. Τέλος δεν προέκυψαν στοιχεία που να καταδεικνύουν την ύπαρξη οιουδήποτε είδους κινήτρων (εχθρότητας κ.λ.π.) στην οικογένεια … για να βλάψουν τον κατηγορούμενο. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους τα υπήγαγε στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και σε ουδεμία επίσης υπέρβαση εξουσίας υπέπεσε και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για λόγους αναιρέσεως ερειδομένους στο άρθρο 484 παρ. 1 στοιχεία β, δ και στ Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμες. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Τα εγκλήματα του βιασμού και της αποπλάνησης παιδιών συρρέουν μεταξύ τους με αληθινή κατ` ιδέα συρροή. Τούτο γιατί είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους, αυτοτελώς κολάσιμα συγκείμενα από ιδιαίτερα στοιχεία και κανένα από αυτά δεν απορροφάται από το άλλο, καθόσον δεν αποτελεί κανένα συστατικό ή επιβαρυντική περίπτωση του άλλου ή κατά το νόμο αναγκαίο μέσο τελέσεως ή την αναγκαία συνέπεια αυτού. Προστατευόμενο έννομο αγαθό με το άρθρο 336 ΠΚ είναι κατά μια άποψη η γενετήσια ελευθερία και η τιμή του ατόμου (Κ. Γαρζίκος Ποιν. Χρ. Β` 49). Κατά την σαφή έννοια της διάταξης του άρθρου 336§1 ΠΚ όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του ν. 1419/1984 για τον απαρτισμό του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται: 1) εξαναγκασμός κάποιου ανεξαρτήτως φύλλου δηλαδή αν είναι άντρας ή γυναίκα, εκτός άλλου και σε συνουσία εξώγαμη, υπάρχει δε εξαναγκασμός όταν το πρόσωπο αυτό χωρίς τη θέλησή του, υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία και 2) ο τέτοιος εξαναγκασμός αυτού του προσώπου να γίνεται πλην άλλων και με σωματική βία, που είναι η μη δυνάμενη ν` απωθηθεί φυσική δύναμη ή αναγκάζουσα το πρόσωπο να υποστεί παρά την θέλησή του εξώγαμη σαρκική μύξη. Ως προς την ψυχολογική βία, οι απειλές πρέπει να αφορούν σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο όπως ο επικείμενος κίνδυνος σώματος ή ζωής ή άλλου σπουδαίου και ουσιώδους δικαιώματος. (Αιτ. Εκθ. Σχέδιο). Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού, που σκοπό έχει την προστασία της αγνότητας της νεαρής ηλικίας, απαιτείται οποιαδήποτε από γενετήσια άποψη ασελγής πράξη με πρόσωπο νεώτερο των 15 ετών η οποία αντικειμενικά προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη (Συμ. ΑΠ 96/2004 Ελλ. Δικ. 45 σελ. 1532). Ο χαρακτηρισμός της πράξης ως ασελγούς εξαρτάται από τις ειδικές περιστάσεις τέλεσης της και τις ιδιότητες των προσώπων μεταξύ των οποίων αυτή τελέσθηκε. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή για αποπλάνηση παιδιών (και όχι για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας) του κατηγορουμένου, ο οποίος άρχισε να χαϊδεύει ανήλικη στα οπίσθιά της και ενώ εκείνη τον απωθούσε, αυτός την αγκάλιασε, σφικτά και προσπαθούσε να την φιλήσει στο στόμα και να την θωπεύσει στο στήθος (Συμβ. ΑΠ 399/2003 ΝοΒ 51 σελ. 1691).
Συνεπώς το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου με το προσβαλλόμενο βούλευμα, ορθά ερμήνευσε και ορθά εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις• ως εκ τούτου είναι αβάσιμες οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος. Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως και ο εν λόγω αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς – προτείνω: 1) Να απορριφθεί η υπ` αριθμ. 5/4-10-2010 αίτηση αναιρέσεως του …, 48 ετών, δημοτικού υπαλλήλου, κατοίκου …, κατά του υπ` αριθμ. 99/13-9-
2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου. 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήνα 11 Ιανουαρίου 2011
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Τσάγγας”
Αφού άκουσε Τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 4-10-2010 αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπροθέσμως και νομοτύπως ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και στρέφεται κατά του 99/13- 9-2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, το οποίο επιδόθηκε στον ήδη αναιρεσείοντα στις 23-9-2010 και εκδόθηκε από το εν λόγω Συμβούλιο μετά από παραμπομπή για νέα κρίση από τον Άρειο Πάγο που αναίρεσε με την 903/2010 απόφαση του (σε συμβούλιο) προηγούμενο υπ`αριθμό 90/8-7-2009 βούλευμα του ιδίου ως άνω Συμβουλίου Εφετών, το οποίο είχε απορρίψει την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του παραπεμπτικού για τις πράξεις του βιασμού της αποπλανήσεως παιδιού νεότερου των 10 ετών βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου. Επομένως η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή τυπικά και εξετάζεται περαιτέρω. Στην εξεταζόμενη υπόθεση η ενδιάμεση διαδικασία για την περάτωση της κύριας ανακρίσεως άρχισε ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου μέχρι να εκδώσει αυτό παρεμπίπτον βούλευμα για συμπλήρωση της κύριας ανακρίσεως υπό την ισχύ με την αρχική του μορφή του άρθρου πέμπτου του ν.3625/2007, που προέβλεπε ότι στις υποθέσεις με ανήλικους θύματα και των ανωτέρω πράξεων που προβλέπονται από τα άρθρα 336, 339 ΠΚ γίνεται η ανάκριση και η εκδίκαση των εντός δύο ετών από την τέλεση της πράξεως. Το προσβαλλόμενη βούλευμα εκδόθηκε επί της εισαχθείσης με πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 317 παρ.1α, 318, 319, 478 παρ.1α, 481 ΚΠοινΔ στο Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, εφέσεως του ήδη αναιρεσείοντος μετ`αναίρεση από τον Άρειο Πάγο του προηγούμενου βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Εφετών και όχι σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.1 του ν.663/1997 στο οποίο παρέπεμπε το άρθρο 7 του ν.3727/2008 που είχε αντικαταστήσει από
18-12-2008 το άρθρο πέμπτο του ν.3625/2007, δηλαδή λόγω μη συμφωνίας του Προέδρου Εφετών στην εισαγωγή από τον Εισαγγελέα Εφετών για τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις του βιασμού και της αποπλάνησης ανηλίκου ηλικίας μικρότερης των 15 ετών με απευθείας κλήση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων προκειμένου να αποφανθεί αυτό το Συμβούλιο σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠοινΔ προκειμένου να κηρυχθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως απαράδεκτη, ως στρεφόμενη κατά βουλεύματος κατά του οποίου δεν προβλέπεται κατά το νόμο άσκηση αναιρέσεως από τον δι`αυτoύ παραπεμφθέντα για τις άνω πράξεις κατηγορούμενο.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ.1 ΠΚ όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 9 του ν.1419/1984, όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία εξώγαμη ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως τιμωρείται με κάθειρξη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται: α) εξαναγκασμός κάποιου ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας σε εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως, που συντρέχει όταν το πρόσωπο χωρίς τη θέλησή του υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και β) ο εξαναγκασμός του παθόντος προσώπου να γίνεται με απειλή σπουδαίου ή αμέσου κινδύνου που στρέφεται κατά του σώματος, της ζωής ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος του θύματος ή με σωματική βία, που είναι η φυσική δύναμη η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί ή που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί, χωρίς τη θέλησή του σαρκική συνάφεια ή να επιχειρήσει ή να ανεχθεί ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει με καθένα από τους παραπάνω αναφερόμενους τρόπους ή και με τους δύο αυτούς τρόπους, αφού πρόκειται για υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα. Ως ασελγής πράξη, μετά τη νομοθετική αναθεώρηση του 1984 των διατάξεων για τα εγκλήματα που αναφέρονται στη γενετήσια ζωή νοείται κάθε ασελγής ενέργεια που ανάγεται στη γενετήσια και προσβάλλει αντικειμενικώς το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών (μεταξύ δε άλλων η παρά φύση ασέλγεια, η χρησιμοποίηση των γεννητικών οργάνων με σκοπό ηδονιστικό και άλλες παρόμοιες πράξεις που γίνονται με εξαναγκασμό) και συνιστούν σοβαρές προσβολές της γενετήσιας ελευθερίας, κατευθυνόμενες στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας, διακρινόμενες από τη συνουσία κατά φύση που είναι η συνένωση των γεννητικών μορίων δύο ατόμων διαφορετικού φύλου. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που συνίσταται στη γνώση και θέληση του δράστη να εξαναγκάσει άλλον, με σωματική βία η απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου ή και με τους δύο τρόπους μαζί, στις παραπάνω πράξεις εξώγαμης συνουσίας ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και περιλαμβάνει και τη γνώση ότι το άλλο άτομο δεν συναινεί στη συνουσία ή την ασελγή πράξη.
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ.1 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 3 παρ. 4 του Α`κεφαλαίου του ν.3727/2008, όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. β)….γ)….Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του άνω εγκλήματος απαιτείται η τέλεση ασελγούς από οποιαδήποτε άποψη πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δέκα ετών κ.λπ. η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο την συνουσία και την παρά φύση ασέλγεια αλλά και όλες τις άλλες ερωτικές πράξεις με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα κατά τα αμέσως προηγουμένως αναφερθέντα που αντικειμενικά προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, μεταξύ των οποίων και η προστριβή του γεννητικού μορίου του δράστη στο σώμα του θύματος ή η εισαγωγή αυτού στον πρωκτό του ανηλίκου. Υποκειμενικώς απαιτείται να κατευθύνεται η ασελγής πράξη στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη και δόλος αυτού άμεσος ή ενδεχόμενος που πρέπει να καταλαμβάνει όλα τα ως άνω αντικειμενικά στοιχεία της πράξεως και να εκτείνεται και στη γνώση του ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των δέκα κ.λπ. ετών, αρκούντος ως προς το στοιχείο αυτό του ότι ο δράστης αμφιβάλλει ως προς την ηλικία του παθόντος. Μεταξύ του βιασμού και της αποπλανήσεως υπάρχει αληθής κατ`ιδέαν συρροή, διότι μεταξύ των εγκλημάτων αυτών δεν υφίσταται ταυτότητα των προσβαλλομένων αγαθών, τα οποία συγκροτούνται από διαφορετικά στοιχεία το καθένα και κανένα δεν απορροφάται από το άλλο αφού κανένα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο τελέσεως του άλλου και στο μεν έγκλημα του βιασμού προσβάλλεται το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας ενώ στην αποπλάνηση παιδιών προσβάλλεται η αγνότητα της παιδικής ηλικίας από γενετήσιες προσβολές. Εξ άλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ`του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν αναφέρονται σ`αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την κύρια ανάκριση και την τυχόν προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για τη θεμελίωση των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου η ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να είναι αναγκαία χωριστή αναφορά κάθε αποδεικτικού μέσου και να γίνεται μνεία τι ακριβώς συνήγαγε από το καθένα το συμβούλιο. Δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο ή ποια βάρυναν περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Αρκεί μόνο να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της κρίσεώς του όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως αυτό επιβάλλεται από τα άρθρα 177 παρ.1 και 178 ΚΠοινΔ και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ`επιλογή, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ των, διότι στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου επί της ουσίας της υποθέσεως.
Τέλος υπέρβαση εξουσίας, ως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.στ`ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν το δικαστικό Συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά νόμο για την άσκηση της στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν παραλείπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος καίτοι συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκηση της προϋποθέσεις. Από τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ.1 εδαφ.α`, 310 παρ.1 εδ.α`, 313 και 318 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι το δικαστικό Συμβούλιο (Πλημμελειοδικών ή Εφετών) αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Οι ενδείξεις θεωρούνται σοβαρές όταν πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου ή από το αποδεικτικό υλικό που συγκομίσθηκε προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο πρέπει να επιληφθεί και να εξεταστεί στο ακροατήριο τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις. Για να κρίνει το Συμβούλιο αν υπάρχουν ή όχι επαρκείς ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου ή για την απαλλαγή του, θα συνεκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν αξιολογώντας και σταθμίζοντας τα στοιχεία αυτά που είτε ενισχύουν τις άνω ενδείξεις είτε τις αποδυναμώνουν. Το Συμβούλιο εν όψει της ανωτέρω υποχρεώσεις του να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν υπερβαίνει την εξουσία που του παρέχουν τα άρθρα 309, 310 και 313 ΚΠοινΔ, αν περιορισθεί στον έλεγχο και την αξιολόγηση μόνο των στοιχείων που ενισχύουν τις ενδείξεις ή μόνον εκείνων που τις αποδυναμώνουν, εάν, όμως, κατά την έρευνα και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, δεχθεί το Συμβούλιο ως αληθινά ή όχι τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, δεν υπερβαίνει την εξουσία του, εφόσον οι σχετικές παραδοχές στηρίζουν την κρίση του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων (Ολ.ΑΠ 9/2001).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, χωρίς να λάβει υπόψη του τις από αυτό κηρυχθείσες άκυρες χωρίς να διατάξει την επανάληψη των λόγω του ικανού χρόνου που είχε παρέλθει από τότε που φέρεται ότι είχε γίνει η πράξη α)υπ`αριθμ.49/23-11-2007 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της παιδοψυχιάτρου … που διεξήχθη κατά την προκαταρκτική εξέταση που ενήργησε ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου, β)από 26-8-2008 ιατρική πραγματογνωμοσύνη του ορισθέντος ως πραγματογνώμονα με διάταξη του Ανακριτή Α` Τμήματος Πρωτοδικείου Ρόδου Παιδοψυχιάτρου ….. που έγινε κατά την διενεργηθείσα περαιτέρω κυρία ανάκριση και γ)από 5-12-2007 έκθεση αυτοψίας που διενήργησε ο Ανακριτής Πλημμελειοδικών Ρόδου κατά την κύρια ανάκριση καθώς και τα προσαρτημένα και συνοδεύοντα τις εκθέσεις αυτές έγγραφα, δέχθηκε με δικές του σκέψεις ότι από τα αναφερόμενα κατ`είδος λοιπά αποδεικτικά μέσα (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων που εξετάσθηκαν, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο κατηγορούμενος τελώντας σε υπηρεσιακή σχέση με το Δήμο …. ., ο οποίος τον είχε προσλάβει, ασκούσε χρέη προπονητή μπάσκετ στο κλειστό γυμναστήριο του παραπάνω Δήμου, σε ομάδες μικρών παιδιών και δη αγοριών ηλικίας
6-8 ετών. Σε ημερομηνία που δεν προέκυψε επακριβώς, αλλά εντός του χρονικού διαστήματος μεταξύ των μηνών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2006, αφού παρέσυρε στο γραφείο διοίκησης, που βρίσκεται εντός του ως άνω χώρου, τον ανήλικο …, ηλικίας πέντε (5) ετών, που ήταν μαθητής στα μαθήματα μπάσκετ, λέγοντάς του να τον ακολουθήσει προκειμένου να φέρουν τις μπάλες του μπάσκετ, που βρίσκονται εκεί, για να αρχίσει το μάθημα του μπάσκετ το οποίο δίδασκε στον παραπάνω ανήλικο μαζί με άλλους συνομηλίκους του, με πρόθεση τον ακινητοποίησε χρησιμοποιώντας την υπέρτερη σωματική δύναμή του και κρατώντας με το ένα χέρι του το στόμα του, για να μην φωνάξει, ενώ συγχρόνως τον απείλησε ότι αν μιλήσει θα σκότωνε τη μητέρα του και τον μικρό του αδελφό και στη συνέχεια του κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο του και παρά τη θέλησή του εισήγαγε το εν στύσει πέος του στον πρωκτό του παραπάνω ανηλίκου, ικανοποιώντας την γενετήσια επιθυμία του. Στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι ο κατηγορούμενος πραγματικά τέλεσε τις αποδιδόμενες σ`αυτόν ως άνω πράξεις αποτελούν οι καταθέσεις του ανηλίκου στην Ασφάλεια Ρόδου και ενώπιον του Τακτικού Ανακριτή Ρόδου που είναι σαφέστατες, ευκρινείς, ακριβείς παρά την ηλικία του, αλλά και την τραυματική εμπειρία του.
Το γεγονός ότι η ιατροδικαστική έκθεση του παιδοχειρούργου …… δεν διαπίστωσε ευρήματα οφείλεται στο ότι, όπως και ο ίδιος τονίζει, τούτο δεν ήταν εφικτό λόγω του ότι το συμβάν τελέστηκε σε προγενέστερο χρόνο και η οποιαδήποτε επαφή με το σώμα του ανηλίκου δεν μπορεί να διαπιστωθεί. Σημαντική είναι και η κατάθεση της μάρτυρος … δασκάλας του ανηλίκου …, η οποία καταθέτει με σαφήνεια ότι “κατά τα Χριστούγεννα του έτους 2006 άλλαξε η συμπεριφορά του ανηλίκου έγινε ξαφνικά επιθετικός, άρχισε να μην παρακολουθεί και να μην καταλαβαίνει τα μαθήματα”, ενώ η παραπάνω αλλαγή συμπεριφοράς συμπίπτει χρονικά με τον φερόμενο χρόνο τέλεσης των ως άνω εγκλημάτων από τον κατηγορούμενο σε βάρος του ανήλικου και όχι με τη γέννηση νέου μέλους της οικογενείας του, καθώς αυτό συνέβη τον Ιούνιο του 2006, δηλαδή πολύ πριν εντοπιστεί η ως άνω αλλαγή συμπεριφοράς. Πρέπει επίσης να επισημανθεί και η επίμονη άρνηση του ανηλίκου μετά το τελευταίο μάθημα με τον κατηγορούμενο οπότε φέρεται ότι τελέσθηκαν τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείται ο τελευταίος ότι διέπραξε σε βάρος του ανήλικου, να επανέλθει στα μαθήματά του μπάσκετ, ενώ και οι γονείς του ανηλίκου τόσο στις καταθέσεις τους ενώπιον της αστυνομίας όσο και ενώπιον του Ανακριτή αναφέρουν ότι τη συγκεκριμένη ημέρα που πήγαν να πάρουν τον ανήλικο στο τέλος του μαθήματος τον είδαν να κλαίει και σε ερώτηση τους για ποιο λόγο, αυτός απάντησε ότι τον μάλωσε ο δάσκαλος εννοώντας τον κατηγορούμενο. Όσον αφορά τις αντιφάσεις εκ μέρους του ανηλίκου, για το χρόνο τέλεσης των αδικημάτων, πριν ή μετά την προπόνηση αυτές μάλλον οφείλονται αφ`ενός στο μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του χρόνου τελέσεως των εγκλημάτων και της κατάθεσης του ανηλίκου αφ`ετέρου και ιδίως στο ότι το παιδί θέλει να ξεχάσει και να διαγράψει από την μνήμη του τις όποιες τραυματικές εμπειρίες τον αφήνουν οι τελεσθείσες από τον κατηγορούμενο σε βάρος του εγκληματικές πράξεις, για το λόγο δε αυτό άλλωστε δεν κατήγγειλε αμέσως το γεγονός ούτε το αποκάλυψε στους οικείους του, αλλά ένα χρόνο αργότερα. Τέλος δεν προέκυψαν στοιχεία που να καταδεικνύουν την ύπαρξη οιουδήποτε είδους κινήτρων (εχθρότητα κ.λπ.) στην οικογένεια … για να βλάψουν τον κατηγορούμενο. Κατόπιν όλων αυτών κρίνεται ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής κατά του κατηγορουμένου για τις πράξεις του βιασμού και της αποπλάνησης ανηλίκου που δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, που του αποδίδονται και που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16,17,26 παρ.1α, 27 παρ.1, 51, 52, 53, 57, 60, 61, 63, 79, 94 παρ.1, 336 παρ.1, 339 παρ.1α ΠΚ. Επομένως για τις πράξεις αυτές πρέπει να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος ενώπιον του καθ`ύλην και κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου που κατά τις διατάξεις των άρθρων 7 ν.3727/2008, το ν.663/1977, 14 παρ.2 1649/1986, 1ε, 9, 119 παρ.1, 122 παρ.1, 128 και 129 ΚΠοινΔ, είναι το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Δωδεκανήσου….” Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου δέχθηκε την έφεση με αριθμό 1/6-4-2009 του κατηγορούμενου και κήρυξε άκυρες τις αναφερόμενες ανωτέρω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και αυτοψίας ακύρωσε το 16/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Δωδεκανήσου για να δικαστεί ως υπαίτιος του ότι στην … σε χρονικό διάστημα μη επακριβώς προσδιορισθέν αλλά πάντως μεταξύ των μηνών Οκτωβρίου 2006 και Νοεμβρίου 2006: Α)εξανάγκασε άλλον σε ανοχή ασελγούς πράξεως με τη χρήση σωματικής βίας αλλά και με την απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου και ειδικότερα στο κλειστό γυμναστήριο του Δήμου … όπου ασκούσε χρέη προπονητή μπάσκετ σε ομάδες μικρών παιδιών και δη αγοριών 6-7-8 ετών, αφού παρέσυρε στο γραφείο διοίκησης που βρίσκεται εντός του πιο πάνω χώρου τον ανήλικο …, λεγοντάς του να τον ακολουθήσει προκειμένου να φέρουν τις μπάλες του μπάσκετ που βρίσκονταν εκεί για να αρχίσει το μάθημα του μπάσκετ το οποίο δίδασκε στον παραπάνω ανήλικο μαζί με τους άλλους συνομηλίκους του, με πρόθεση τον ακινητοποίησε χρησιμοποιώντας την υπέρτερη σωματική δύναμή του και κρατώντας με το ένα χέρι του το στόμα για να μην φωνάξει, ενώ συγχρόνως τον απείλησε ότι αν μιλήσει θα σκότωνε την μητέρα του και τον μικρό του αδελφό και στην συνέχεια αφού του κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχό του και παρά τη θέλησή του εισήγαγε το πέος του που βρισκόταν σε στύση στον πρωκτό του ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια επιθυμία του. Β)από πρόθεση που περιλαμβάνει την διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του ενήργησε ασελγή πράξη με πρόσωπο που δεν είχε συμπληρώσει τα δέκα έτη και πιο συγκεκριμένα στο κλειστό γυμναστήριο του Δήμου … όπου ασκούσε χρέη προπονητή μπάσκετ σε ομάδες μικρών αγοριών 6-7-8 ετών, αφού παρέσυρε στο γραφείο διοίκησης που βρίσκεται εντός του ως άνω χώρου τον ανήλικο … που ήταν επτά ετών, αφού είχε γεννηθεί στις 15-9-1999, λέγοντας του να τον ακολουθήσει προκειμένου να φέρουν τις μπάλες του μπάσκετ που βρίσκονταν εκεί για να αρχίσει το μάθημα του μπάσκετ το οποίο δίδασκε στον παραπάνω ανήλικο μαζί με άλλους συνομήλικους του εισήγαγε το πέος του που βρισκόταν σε στύση στον πρωκτό του παραπάνω ανήλικου ο οποίος δεν είχε συμπληρώσει το 10ο έτος της ηλικίας του, γεγονός που αυτός γνώριζε καθώς, όπως προαναφέρθηκε ο παραπάνω ανήλικος ήταν μαθητής στα μαθήματα μπάσκετ για αγόρια ηλικίας 6-7-8 ετών που πραγματοποιούσε ο κατηγορούμενος ως προπονητής στο ως άνω γυμναστήριο. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών στο προσβαλλόμενο βούλευμά του διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει σ`αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες ο ήδη αναιρεσείων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο. Επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 336 παρ.1 και 339 παρ.1α του ΠΚ τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ποιες ήταν οι συγκεκριμένες πράξεις και τα πραγματικά περιστατικά υπό τα οποία τελέσθηκε από τον ήδη αναιρεσείοντα σε βάρος του παθόντος ανήλικου η ασελγής πράξη που αποδίδεται σ`αυτόν καθώς και η σωματική βία και οι απειλές που χρησιμοποιήθηκαν κατά αυτού για να υποστεί την πράξη αυτή παρά τη θέλησή του, ότι αυτή συνιστά ασελγή πράξη καθώς και ότι πρόκειται για τέτοια εμπίπτουσα στα άρθρα 336 και 339 παρ.1 ΠΚ, ως αντικειμενικά προσβάλλουσα το αίσθημα της αιδούς των ηθών και της αγνότητας της παιδικής ηλικίας και υποκειμενικά κατευθυνόμενη στην ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του. Ακόμη γίνεται δεκτό ότι ο δράστης από πρόθεση ακινητοποίησε τον ανήλικο με την υπέρτερη σωματική δύναμη κρατώντας με το ένα χέρι του το στόμα του για να μη φωνάξει προφανώς για να μην εξωτερικεύσει την αντίθετη βούλησή του να υποστεί την ασελγή πράξη και δεν χρειαζόταν παράθεση περαιτέρω πραγματικών περιστατικών ως προς την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για τη γνώση του ήδη αναιρεσείοντος ότι ο ανήλικος παθών δεν συναινούσε στην πράξη αυτήν και περαιτέρω παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με την μέχρι οκτώ στην ηλικία των παιδιών που είχε αναλάβει ο ήδη αναιρεσείων να τους κάνει μαθήματα καλαθοσφαιρίσεως μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ο ανωτέρω ανήλικος προς αιτιολόγηση και του στοιχείου της γνώσεως ότι η ηλικία του παθόντος κατά του οποίου κατευθυνόταν η ασελγής πράξη ήταν μικρότερη των δέκα ετών. Υπάρχει περαιτέρω επαρκής αιτιολογία, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο Εφετών και από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν, με την αναφορά κατά το είδος των επί μέρους αποδείξεων στο οικείο μέρος του σκεπτικού του προσβαλλομένου βουλεύματος. Αρκούσε η αναφορά αυτή χωρίς να είναι απαραίτητο για την πληρότητα της αιτιολογίας να εκτίθεται στο σκεπτικό του βουλεύματος και τι προέκυψε από το κάθε αποδεικτικό μέσο. Δεν ήταν αναγκαίο να γίνει συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση, κάθε αποδεικτικού μέσου από αυτά που λήφθηκαν υπόψη. Το γεγονός ότι στο σκεπτικό του ανωτέρω βουλεύματος εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα όπως οι καταθέσεις του ανήλικου παθόντος στην Ασφάλεια Ρόδου και ενώπιον του Τακτικού Ανακριτή, η ιατροδικαστική έκθεση του Παιδοχειρούργου … για τη μη διαπίστωση ευρημάτων λόγω του ότι το συμβάν είχε τελεσθεί σε προγενέστερο χρόνο και δεν μπορεί να διαπιστωθεί η οποιαδήποτε επαφή με το σώμα του ανηλίκου, η κατάθεση της μάρτυρος …, δασκάλας του ανήλικου δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα ότι αγνοήθηκαν οι λοιπές αποδείξεις που αναφέρονται και λήφθηκαν υπόψη όπως και το υπόμνημα του κατηγορουμένου ως προς την έκθεση των απόψεών του. Το Συμβούλιο Εφετών με την αναφορά της τυπικής στην αρχή της σκέψεως του βουλεύματος για τα αποδεικτικά μέσα φράσεως “από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση” δεν περιόρισε τα αποδεικτικά μέσα που συνεκτίμησε και αξιολόγησε μόνον στις κατά την κύρια ανάκριση ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής μόνον. Από την παράθεση στη συνέχεια, ως ληφθέντων υπόψη αποδεικτικών μέσων των καταθέσεων των ενόρκων εξετασθέντων μαρτύρων των εγγράφων και της απολογίας του κατηγορουμένου και την αναφορά σε άλλα σημεία του σκεπτικού στις καταθέσεις του παθόντος ανήλικου και των γονέων του που δόθηκαν τόσο ενώπιον των αστυνομικών της Ασφάλειας Ρόδου όσο και ενώπιον του Ανακριτή, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν οι καταθέσεις όλων των μαρτύρων τόσο κατά την κύρια ανάκριση όσο και κατά το προηγηθέν αυτής στάδιο προδικασίας στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Ρόδου. Είναι απορριπτέες οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του ήδη αναιρεσείοντος ότι το Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα παρέλειψε να λάβει υπόψη του και να αξιολογήσει και τις καταθέσεις των γονέων του ανηλίκου …, … και … καθώς και της μητέρας του πατέρα του ανωτέρω ανηλίκου που δόθηκαν κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Ρόδου καθώς και ότι για να καταλήξει το Συμβούλιο Εφετών στην παραπεμπτική για τον αναιρεσείοντα κρίση του έλαβε υπόψη του μόνο τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις κατά την κύρια ανάκριση.
Το Συμβούλιο Εφετών μετά από αξιολόγηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων, πλην των κηρυχθέντων ακύρων με το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε ότι προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν αντικειμενικώς και υποκειμενικώς τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες έκρινε ότι είναι επαρκείς οι ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου και δεν περιορίσθηκε σε επιλεκτική αξιολόγηση και εκτίμηση μόνο εκείνων των αποδείξεων που ενίσχυαν τις παραπάνω παραδοχές του. Έτσι δεν στερείται το προσβαλλόμενο βούλευμα ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ούτε ως προς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία κατέληξε στην ως άνω κρίση του και είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.α`ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως. Επίσης το Συμβούλιο δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.στ`ΚΠοινΔ πλημμέλεια της υπερβάσεως αρνητικά της εξουσίας του αφού δεν παρέλειψε να αξιολογήσει και να συνεκτιμήσει τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενώπιον των αστυνομικών της Υποδιευθύνσεως Ασφάλειας στη Ρόδο, με συνέπεια να είναι αβάσιμος και ο στηριζόμενος στην πιο πάνω διάταξη σχετικός λόγος αναιρέσεως. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος μεταξύ των οποίων και αυτές με τις οποίες επισημαίνεται η μη διευκρίνιση από τον πατέρα του ανήλικου όταν εξεταζόταν στον ανακριτή στη Ρόδο εάν πριν ή μετά την προπόνηση μετέβη το παιδί στα αποδυτήρια και η διαφοροποίηση της καταθέσεως της μητέρας του ανηλίκου στον Ανακριτή στην οποία ανέφερε ότι το παιδί της πήγε στα αποδυτήρια πριν να αρχίσει η προπόνηση ενώ στην προηγηθείσα κατάθεση της στην Ασφάλεια Ρόδου η ίδια είχε αναφέρει ότι η επίσκεψη αυτή έλαβε χώρα μετά την προπόνηση και η υποστήριξη από τον ήδη αναιρεσείοντα ότι ήταν αδύνατο να λάβει χώρα πριν από την έναρξη των μαθημάτων η καταγγελόμενη πράξη στον συγκεκριμένο χώρο δεν στοιχειοθετούν πλημμέλεια του προσβαλλόμενου βουλεύματος για μη αιτιολόγηση ειδικώς με την παράθεση σκέψεων είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες διότι υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου.
Μετά τα ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 4 Οκτωβρίου 2010 αίτηση του … για αναίρεση του 99/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 2011.
Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαΐου 2011.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
- X) Αριθμός 1244/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως και σύμφωνα με τη με αριθμό 101/21.7.2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Παναγιώτη Ρουμπή – Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο, σύμφωνα με τη με αριθμό 197/28.12.2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου για τη συμπλήρωση της συνθέσεως και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Χατζίκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Φ. Π. του Μ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Καραγιάννη, για αναίρεση της με αριθμό 471, 472, 477, 489, 510, 511/2009 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Κ. Ν. του Π. σύζυγο Κ. Α., ως ασκούσα τη γονική μέριμνα των δύο (2) ανηλίκων τέκνων της, Α1 και Α2 Α., κάτοικο εν ζωή …, που δεν παρέστη, 2) Κ. Α. του Β., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Δαμασκόπουλο, 3) Μ. συζ. Γ. Γ., το γένος Χ. Ν., ως ασκούσα τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας της Χ. Γ., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Δαμασκόπουλο και 4) Α1 Α. του Κ., η οποία έχει ενηλικιωθεί και παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Δαμασκόπουλο.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιουλίου 2010, αίτησή του περί αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1089/2010.
Αφoύ άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 336 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του ν. 1419/1984, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτείται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε ανοχή ή σε επιχείρηση ασελγούς πράξεως, παρά τη θέληση του και β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου ή και με τους δύο αυτούς τρόπους. Σωματική βία είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και αναγκάζει το πρόσωπο να υποστεί ακουσίως σαρκική μείξη ή να ανεχθεί ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη και απειλή βίας είναι κάθε απειλή άμεσου και σπουδαίου κινδύνου που στρέφεται τόσο κατά του σώματος, της ζωής ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος αυτού και μπορεί να εμποιήσει στον απειλούμενο φόβο για επικείμενο κίνδυνο κατ` αυτού, έστω και αν αντικειμενικά και υπό άλλες συνθήκες η απειλή αυτή κρίνεται ως αστήρικτη ή ακόμη και μη δυνάμενη να δημιουργήσει τις καταστάσεις, τις οποίες εκείνος που απειλείται υπέλαβε κατά τον χρόνο της απειλής, αρκεί που ο απειλούμενος, κατά τον χρόνο που υφίσταται την απειλή, πιστέψει ότι η απειλή αυτή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη βούληση του δράστη να εξαναγκάσει άλλον στις παραπάνω ενέργειες με τον ένα ή τον άλλο από τους προαναφερόμενους τρόπους ή και με τους δύο μαζί και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος δεν συναινεί σε αυτό. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται α) με κάθειρξη, τουλάχιστον δέκα ετών, αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, β) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δεκατρία έτη. Από τη διάταξη αυτή, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς από οιαδήποτε άποψη πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, ο οποίος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να γνωρίζει ότι το πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 10, 13 ή 15 ετών.
Με την έννοια αυτή, έχει κριθεί ότι και στις δύο περιπτώσεις (άρθρων 336 και 339) αποτελούν ασελγείς πράξεις όχι μόνο η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και όλες οι πράξεις, οι οποίες αντικειμενικώς μεν προσβάλλουν το αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνονται στην ικανοποίηση ή την διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη. Έτσι, έχει κριθεί ότι αποτελούν ασελγείς πράξεις με την παραπάνω έννοια και οι ψαύσεις και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος του θύματος, ο εναγκαλισμός και το καταφίλημα στο πρόσωπο και στο σώμα, εφ` όσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας, η θωπεία του γεννητικού μορίου, η προστριβή του πέους στο σώμα του θύματος και τέλος, μεταξύ του βιασμού και της αποπλανήσεως υπάρχει αληθής κατ` ιδέαν συρροή, διότι μεταξύ των εγκλημάτων αυτών δεν υφίσταται ταυτότητα προσβαλλόμενων αγαθών, τα οποία συγκροτούνται από διαφορετικά στοιχεία και κανένα δεν απορροφάται από το άλλο, αφού κανένα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο τελέσεως του άλλου.
Συγκεκριμένα, στο έγκλημα του βιασμού, προσβάλλεται το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας, ενώ στην αποπλάνηση παιδιών, προσβάλλεται η αγνότητα της παιδικής ηλικίας, από γενετήσιες προσβολές.
Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 337 παρ. 1 του ΠΚ όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή. Δηλονότι το ως άνω άρθρο κολάζει τι ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις, δηλαδή πράξεις που δεν φθάνουν στο σημείο τέλεσης ασελγούς πράξης, οπότε θα ετελείτο αποπλάνηση ή βιασμός. Οι ασελγείς χειρονομίες που προβλέπει το ως άνω άρθρο είναι ελαφρύτερες από τις ασελγείς πράξεις των άρθρων 336 και 339 του ΠΚ, αλλά πάντως προϋποθέτουν σωματική επαφή δράστη και θύματος, ενώ αν δεν υπάρχει καμμία επαφή τότε πρόκειται για τέλεση εγκλήματος του άρθρου 353 παρ. 2 του ΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου, εκτός των λοιπών προϋποθέσεων, δεν πρέπει ο παθών να μετέχει ενεργητικά ή παθητικά στην τελούμενη σε βάρος του ακόλαστη πράξη που προσβάλλει βάναυσα την αιδώ του. Τέλος, για τη θεμελίωση του εγκλήματος του άρθρου 353 παρ. 2 του ΠΚ απαιτούνται: α) ακόλαστη πράξη και β) βάναυση προσβολή της αιδούς άλλου από την ακόλαστη πράξη που επιχειρείται ενώπιόν του. Ακόλαστη δε πράξη είναι αυτή που ανάγεται στη γενετήσια σφαίρα και εξεταζόμενη αντικειμενικώς προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και της ηθικής, με τις συγκεκριμένες περιστάσεις και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρέπειας. Επιπλέον απαιτείται η πράξη αυτή να προσβάλλει βάναυσα την αιδώ του παθόντος, δηλαδή χυδαία και ιδιαίτερα βαριά. Τέλος είναι επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας μόνο από απόπειρα βιασμού σε βάναυση προσβολή της αιδούς άλλου όχι όμως η μεταβολή της κατηγορίας από την πράξη του βιασμού τετελεσμένη σε βάναυση προσβολή της αιδούς του θύματος.
Η απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Πα την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ` αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ1 είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Οταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ακόμη, η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα, περιλαμβάνει δε ως ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα την πραγματογνωμοσύνη (περ. γ` αυτού), η οποία όμως διατάσσεται υπό προϋποθέσεις κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ από ανακριτικό υπάλληλο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία, για να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Για την πληρότητα όμως της αιτιολογίας δεν είναι απαραίτητη η ιδιαίτερη αξιολόγηση της πραγματογνωμοσύνης, όταν το συμπέρασμά της δεν αντιτίθεται στο αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως και το ουσιαστικό περιεχόμενό της εμπεριέχεται στις παραδοχές της.
Εξάλλου η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν αφορά μόνο την κυρία απόφαση αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία το δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθησαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το Δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του (Ολ.ΑΠ 7/2005). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ` αριθμ. 471. 472, 477, 489, 510 και 511/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ`είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο κατηγορούμενος διέμενε στο …. σε διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου πολυκατοικίας επί της οδού ….. μαζί με τη σύζυγό του και τα δύο ανήλικα παιδιά τους τον Μ. και τον Ά.. Στην ίδια πολυκατοικία σε διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου διαμένει η Κ. Ν. με το σύζυγό της Κ. Α. και τις ανήλικες θυγατέρες τους Α1 και Α2. Η Α1 γεννήθηκε στις 14.2.1992 και η Α2 γεννήθηκε στις 28.06.1995. Οι ως άνω οικογένειες διατηρούσαν φιλικές σχέσεις αρκετά χρόνια και τα παιδιά του κατηγορουμένου φοιτούσαν στο ίδιο σχολείο με τις ανήλικες κόρες της οικογένειας Α.. Στα πλαίσια αυτής της οικογενειακής σχέσης ο κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι τα πιο πάνω παιδιά φοιτούσαν στο ίδιο σχολείο και ότι η Κωνσταντίνο Ν., μητέρα των ανηλίκων κοριτσιών, πολλές φορές απουσίαζε από το σπίτι λόγω εργασίας, από το έτος 2000 τηλεφωνούσε τα μεσημέρια στο σπίτι της οικογένειας Α. και ζητούσε είτε την μικρή κόρη Α2, η οποία ήταν συμμαθήτρια με το γιο του Μ., ν` ανέβει στο διαμέρισμα τους για να διαβάσουν μαζί με τον Μ., είτε την Α1 για να προσέχει τα παιδιά του γιατί αυτός εργαζόταν ή για να δουν ταινία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το τηλέφωνο το σήκωνε και η μητέρα των ανηλίκων, η οποία είχε φιλική σχέση με τον κατηγορούμενο από την οποία ζητούσε ν` ανέβουν τα κορίτσια της επάνω και να διαβάσουν μαζί με τα παιδιά του. Ο κατηγορούμενος μετέφερε τόσο τα δικά του παιδιά όσο και τις ως άνω ανήλικες από το σχολείο στο σπίτι τους με το αυτοκίνητο του εν γνώσει της μητέρας των ως άνω ανηλίκων. Μάλιστα αρκετές φορές τα ανήλικα κορίτσια παρέμεναν και έτρωγαν στο σπίτι του κατηγορουμένου. Εδώ πρέπει να τονισθεί η ιδιαίτερη φιλική σχέση που είχε αναπτυχθεί μεταξύ των δύο οικογενειών και η εμπιστοσύνη την οποία η μητέρα των ανηλίκων είχε προς τον κατηγορούμενο ενόψει του ότι είχαν έλθει από την Αμερική για διαμονή στην Ελλάδα μόλις το 1997. Ο κατηγορούμενος ο οποίος εκείνο τον χρόνο δηλ. το 2000 δεν είχε σταθερή πρωινή εργασία ασχολείτο ιδιαίτερα με τα “παιδιά”. Κατά μήνες Νοέμβρη Δεκέμβρη του 2000 περίπου η Α1 η οποία διήγε τότε το όγδοο προς ένατο έτος της ηλικίας της βρισκόταν στο σπίτι του κατηγορουμένου μαζί με την αδελφή της Α2 και έπαιζαν με τα παιδιά του στο παιδικό δωμάτιο. Κάποια στιγμή η Α1 βγήκε από το δωμάτιο, κατευθυνόμενη προς την κουζίνα για να πιεί νερό. Τότε ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν στο σαλόνι και έβλεπε ταινία χωρίς τη θέληση της, ασκώντας σωματική βία, λόγω των υπέρτερων σωματικών του δυνάμεων την άρπαξε στην αγκαλιά του, άρχισε να την φιλάει και να την χαϊδεύει και έβαλε τα χέρια του μέσα από το παντελόνι και το εσώρουχο της και της χάιδευε τα γεννητικά της όργανα. Η ανήλικη Α1 η οποία προφανώς τρομοκρατήθηκε γύρισε στο σπίτι της φοβισμένη χωρίς να πει τίποτα όμως στη μητέρα της.
Άλλωστε όπως η ίδια ανέφερε ο ίδιος ο κατηγορούμενος της επέστησε την προσοχή να μην αναφέρει οτιδήποτε στην μητέρα της διότι θα κάνει κακό στην οικογένεια του. Σε άλλη επίσκεψη της Α1 στην οικία του κατηγορουμένου το έτος 2000 ενώ τα παιδιά του έλειπαν από το σπίτι ασκώντας σωματική βία και χωρίς τη θέληση της τής κατέβασε το παντελόνι ενώ εκείνη αντιδρούσε, και το εσώρουχο του, έβαλε το χέρι της να χαϊδέψει το πέος του τη χάιδευε στο στήθος και στα οπίσθια της και τη φιλούσε. Σε άλλες δε επισκέψεις της δύο ή τρεις φορές το έτος 2000 και 2001 την οδήγησε στη κρεβατοκάμαρα και αφού της έβγαλε τα ρούχα από τη μέση και κάτω τοποθέτησε το πέος του στο αιδοίο της ανήλικης και εκσπερμάτωσε, αυτό δε έγινε πολλές φορές μέσα στο χρονικό διάστημα 2000 και 2001 ενώ μερικές φορές τοποθέτησε το πέος του στο πρωκτό της και προκάλεσε την εκσπερμάτωση του. Η ανήλικη Α1 καθόλο το χρονικό διάστημα 2000 και 2001 που συνέβαιναν σε βάρος της οι ως άνω παράνομες πράξεις δεν μίλησε στην μητέρα της, ήταν όμως νευρική και με περίεργη συμπεριφορά. Την σιωπή της ο κατηγορούμενος εξασφάλιζε φοβερίζοντας την ότι εάν μιλήσει “θα χαλάσει η οικογένεια του”. Μετά το έτος 2001 η Α1 άρχισε ν` απομακρύνεται και να μην επισκέπτεται τακτικά την οικία του κατηγορουμένου προφασιζόμενη ότι είναι ασθενής. Όπως προαναφέρθηκε μαζί με την Α1 ανέβαινε στο διαμέρισμα του κατηγορουμένου και η ανήλικη αδελφή της Α2 πάντα κατόπιν παρακλήσεως του κατηγορουμένου. Η Α2 ήταν συμμαθήτρια του υιού του κατηγορουμένου Μ. . Η Α2 η οποία γεννήθηκε στις 28.06.1995 υπέστη από τον κατηγορούμενο από το μήνα Σεπτέμβριο 2003 μέχρι της 05.10.2006 επανειλημμένα σεξουαλική κακοποίηση. Ειδικότερα όταν η Α2 το παραπάνω χρονικό διάστημα ανέβαινε στο διαμέρισμα του κατηγορουμένου αυτός έβαζε το Μ. να γράφει ορθογραφία και ο ίδιος αρκετές φορές, οδηγούσε την ανήλικη στο μπάνιο, ή στο υπνοδωμάτιο και χωρίς τη θέληση της, ασκώντας σωματική βία, χρησιμοποιώντας, τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις την έβαζε να καθίσει στο κρεβάτι του και της ζητούσε να φιλήσει το πέος του τη φιλούσε δε ο ίδιος στο στόμα τη χάιδευε στα γεννητικά της όργανα τοποθετούσε το πόδι του στα γεννητικά της όργανα και τα χάιδευε. Αυτό συνέβαινε αρκετές φορές το παραπάνω χρονικό διάστημα (Σεπτέμβριος 2003-2005) όπως έγινε το καλοκαίρι του 2004 όπου ο κατηγορούμενος τοποθέτησε το γεννητικό του όργανο στα γεννητικά όργανα της ανήλικης Α2. Εκτός από τις πιο πάνω ανήλικες, την οικία του κατηγορουμένου είχε επισκεφθεί τρεις φορές το έτος 2005 και η φίλη της Α2 Α., Χ. Γ., η οποία ήταν και αυτή συμμαθήτρια του γυιού του Μ.. Την δεύτερη φορά που επισκέφθηκε το σπίτι του κατηγορουμένου το μήνα Μάιο του 2005 μαζί με την Α2 και κάθονταν όλοι μαζί στο τραπέζι της κουζίνας ο κατηγορούμενος έβαλε το πόδι του ανάμεσα στα πόδια της Χ. Γ. και της χάιδευε τα γεννητικά όργανα. Επίσης το πρώτο πενθήμερο του μηνός Οκτωβρίου 2005 όταν ξαναπήγε με την Α2 Α. στο σπίτι του κατηγορουμένου τη φώναζε ο κατηγορούμενος να βγει από το δωμάτιο των παιδιών και στο διάδρομο του διαμερίσματος της έπιασε τα οπίσθια. Και στις τρεις παραπάνω περιπτώσεις ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η Α1, Α2 Α. και η Χ. Γ. ήταν ανήλικες καθόσον δεν είχαν συμπληρώσει τα δέκα έτη ή και αν τα είχαν συμπληρώσει δεν είχαν συμπληρώσει όμως τα δεκατρία, δεδομένου ότι είχαν στενές φιλικές οικογενειακές σχέσεις και ήταν συμμαθήτριες με τα παιδιά του. Ο κατηγορούμενος αρνείται όλες τις ως άνω παράνομες πράξεις ισχυριζόμενος από την αρχή ότι είναι προϊόν πλάνης και εκδικήσεως. Από τα παραπάνω όμως αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται η τέλεση από αυτόν των ως άνω παρανόμων πράξεων.
Ειδικότερα και ενισχυτικό των ανωτέρω είναι το γεγονός ότι εκείνο το χρονικό διάστημα (2000- 2005) ο κατηγορούμενος ήταν άνεργος καθόσον ούτε ο ίδιος μπόρεσε να αναφέρει κάτι συγκεκριμένο για την εργασία του εκείνο το χρονικό διάστημα, αναφέροντας απλά, ότι ασκούσε την εργασία του μεσίτη και ως εκ τούτου βρίσκονταν τα πρωινά στο σπίτι του, η δε σύζυγος του απουσίαζε στην εργασία της μέχρι τις απογευματινές ώρες (5 ή 6). Επομένως ο κατηγορούμενος ήταν μόνος του στο διαμέρισμα του μαζί με τα ανήλικα τέκνα του. Επίσης ενισχυτική είναι η κατάθεση της Ε. Χ., φίλης των παθουσών, η οποία κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος ήταν διαχυτικός με τα παιδιά και έκανε διάφορες χειρονομίες. Ο ίδιος τηλεφωνούσε σχεδόν κάθε μεσημέρι στις ανήλικες Α1 και Α2 Α. τις οποίες καλούσε να διαβάσουν, στην πραγματικότητα όμως για να εκπληρώσει το πάθος του. Στο διαμέρισμά του πρέπει να σημειωθεί ότι τις μεσημεριανές ώρες δεν βρισκόταν η πεθερά του όπως ο ίδιος ισχυρίσθηκε και η ίδια η πεθερά του προσπάθησε να επιβεβαιώσει ήταν μόνος του μαζί με τα ανήλικα τέκνα του και για το λόγο αυτό καλούσε τις ώρες εκείνες τόσο την ανήλικη Α1, όσο αργότερα και την ανήλικη Α2. Οι γονείς των ανηλίκων μέχρι την αποκάλυψη από τα παιδιά τους των ως άνω παρανόμων πράξεων του κατηγορουμένου τις οποίες αυτά υφίσταντο έτρεφαν ιδιαίτερα φιλικά αισθήματα προς τον κατηγορούμενο μάλιστα η μητέρα Α. τον θεωρούσε πολύ καλό φίλο της οικογένειας και τον συμβουλευόταν σε πολλά θέματα, είτε οικογενειακά είτε επαγγελματικά και κατά συνέπεια κανένα πνεύμα εκδικήσεως δεν είχαν εναντίον του ούτε ήθελαν να του κάνουν κακό και πολύ περισσότερο δεν έβαλαν τα παιδιά τους να τον διαβάλλουν. Και οι τρεις ανήλικες χαρακτηρίζονται από τους παιδοψυχιάτρους ή ψυχιάτρους οι οποίοι τις εξέτασαν ως φυσιολογικά άτομα για την ηλικία τους, συγκροτημένα και η ψυχική τους κατάσταση δεν παρουσιάζει εκτροπή από το φυσιολογικό. Ειδικότερα ο παιδοψυχίατρος Γ. Ζ. ο οποίος εξέτασε τις ως άνω παθούσες ανήλικες ύστερα από εντολή της ανακρίτριας η οποία χειριζόταν την παρούσα υπόθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και η Α1 Α. αλλά και η Α2 Α. έχουν φυσιολογική νοημοσύνη και δεν πάσχουν από κάποια μείζονα νοητική ή ψυχική πάθηση η οποία
ν` αλλοιώνει τις λειτουργίες της μνήμης τους. Ακόμη και ο τεχνικός σύμβουλος που είχε ορίσει ο κατηγορούμενος παιδοψυχίατρος Α. Β. στην παιδοψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη (26.02.2006) αναφέρει για τις ως άνω παθούσες ανήλικες Α2 και Α1 ότι η μεν Α2 δεν πάσχει από κάποια μείζονα ψυχιατρική διαταραχή και οι καταγγελίες της δεν φαίνεται να είναι προϊόν ψυχικής διαταραχής ή παθολογικής μυθοπλασίας για δε την Α1 καταλήγει στο αυτό συμπέρασμα και διατηρεί ορισμένες επιφυλάξεις ως προς την απολυτότητα του πραγματογνώμονα Γ. Ζ.. Ο ψυχίατρος Ι. Ν. στην έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης την οποία κατέθεσε στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο τον είχε ορίσει σύμφωνα με το άρθρο 226 Κ.Π.Δ., αναφέρει ότι οι ως άνω παθούσες ανήλικες δεν παρουσίασαν κατά την εξέταση αντιληπτικές διαταραχές ή διαταραχές συναισθήματος ή στο περιεχόμενο της διαδικασίας ή διαταραχές στην κρίση τους. Αυτό του ζητήθηκε από το Δικαστήριο και γι` αυτό έπρεπε να αποφανθεί. Τα λοιπά που αναφέρει περί συγκρίσεως των καταθέσεων των ανηλίκων και των αντιθέσεων αυτών δεν ανάγονται στα καθήκοντα του αλλά είναι του δικάζοντος Δικαστηρίου. Τέλος και η παιδοψυχίατρος Ε. Χ. η οποία εξήτασε τις ανήλικες ύστερα από την ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αποφάνθηκε ότι αυτές έχουν πλήρη αντιληπτική ικανότητα και όσα καταθέτουν είναι αληθή. Από τα παραπάνω εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι οι παθούσες ανήλικες όσα καταθέτουν τα έχουν βιώσει και είναι αληθή και όχι αποτέλεσμα πλάνης ή μυθοπλασίας όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος στην απολογία του. Η μακροχρόνια σεξουαλική βία που υπέστησαν οι πιο πάνω ανήλικες από την τρυφερή ηλικία των 8 ετών είχε ως αποτέλεσμα να εμφανίζουν συμπτώματα εσωστρέφειας και απομόνωσης. Εξάλλου η συμμετοχή τους στις πράξεις αυτές έστω και παρά τη θέληση τους δημιούργησαν σ` αυτές ένα αίσθημα ενοχής (ιδίως στην Α2 στην οποία ο κατηγορούμενος έλεγε ότι αυτή φταίει για ότι συνέβαινε και ότι η μητέρα της και ο πατέρας της αν το μάθαιναν θα την χτυπούσαν) το οποίο σε συνδυασμό με το φόβο τους να μην προκαλέσουν προβλήματα στην οικογένεια τους και στην οικογένεια του κατηγορουμένου είναι οι βασικοί λόγοι που οι παθούσες επί τόσο χρονικό διάστημα δεν αποκάλυψαν σε κανένα τα ως άνω περιστατικά. Όμως η πίεση που αισθανόταν ιδίως η Α2 και παρακινούμενη από τη φίλη της και παθούσα ανήλικη Χ. Γ. την οποία την 05.10.2005 αλλά και το Μάιο του 2005 ο κατηγορούμενος με τον τρόπο που προαναφέρθηκε είχε αποπλανήσει, μίλησε στην μητέρα της Κ. και της αποκάλυψε όλη την αλήθεια την οποία επιβεβαίωσε τόσο η Α1 με την σιωπή της όσο και η Χ.. Η τελευταία αποκάλυψε ότι από τα Χριστούγεννα του 2004 είχε συνομιλήσει με την Α1 και την Α2 και τις είχαν αποκαλύψει τις παράνομες πράξεις του κατηγορουμένου εναντίον τους. Η παρέμβαση και η προτροπή της Χ. ήταν χαρακτηριστική προκειμένου να μιλήσει η Α2 στους γονείς της για τον κατηγορούμενο και να αποκαλύψει την κακοποίηση τη σεξουαλική την οποία υπέστη από τον κατηγορούμενο. Μετά την αποκάλυψη αυτή οι γονείς των παθουσών κατήγγειλαν στις Αστυνομικές Αρχές τον κατηγορούμενο και προσπάθησαν μαζί με τους ψυχολόγους να αποκαταστήσουν την ψυχική ηρεμία και ισορροπία των ανηλίκων τέκνων τους ……”. Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο απέρριψε τους κάτωθι αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος με την ακόλουθη αιτιολογία:
“Περαιτέρω για τη στοιχειοθέτηση της αποπλάνησης ανηλίκου απαιτείται οποιαδήποτε από γενετήσια άποψη ασελγής πράξη με πρόσωπο νεώτερο των 15 ετών η οποία αντικειμενικά προσβάλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και της επιθυμίας του δράστη. Έτσι στοιχειοθετεί το έγκλημα όχι μόνο με συνουσία ή ανάλογη με αυτή παρά φύση πράξη, αλλά και κάθε άλλη πράξη όπως η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων και άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, ο εναγκαλισμός και το φίλημα στο πρόσωπο και στο στόμα του ανηλίκου. Εφόσον οι ενέργειες αυτές κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη Συμβ. ΑΠ 1703/2007 Ποιν. Δ. Στη προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι όσον αφορά την Χ. Γ. πρέπει να μετατραπεί η κατηγορία από αποπλάνηση σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, διότι τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την καταδίκη του για αποπλάνηση ταυτίζονται με εκείνα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Όμως ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου πρέπει ν` απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού οι σχετικές ενέργειες του και δη η θέση του ποδιού του ανάμεσα στα πόδια της ανήλικης και χάϊδεμα στα γεννητικά της όργανα καθώς και το χάϊδεμα των οπισθίων της παρά την αντίδραση της στοιχειοθετούν το έγκλημα του άρθρου 337 Π.Κ. αφού συνιστούν πράξεις με έντονο γενετήσιο χαρακτήρα που κατέτειναν στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και οι οποίες προσβάλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς των ηθών και ακώλυτης γενετήσιας εξέλιξης των ανηλίκων.
Περαιτέρω ο έτερος ισχυρισμός του κατηγορουμένου όσον αφορά την ανήλικη παθούσα Α1 Α. περί μετατροπής της παρ. Α, περ. δ` δηλ. του βιασμού (336 Π.Κ.) σε μετατροπή αυτής στο αδίκημα του άρθρου 353 παρ. 2 πρέπει ν` απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του, δεδομένου ότι το άρθρο 353 παρ. 2 μιλώντας για ακόλαστη πράξη η οποία ενεργείται ενώπιον τρίτου, νοείται η ασελγής εκείνη πράξη, η οποία είτε επιχειρείται δημόσια και μπορεί να προκαλέσει σκάνδαλο, είτε εκείνη η οποία τελείται ενώπιον είτε γνωστού είτε αγνώστου στο δράστη τρίτου με σκοπό ηδονιστικό και όχι εκείνη η ασελγής πράξη, η οποία ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 336 και 337 Π.Κ., γιατί στις περιπτώσεις αυτές η ασελγής πράξη του δράστη προϋποθέτει σωματική επαφή με το θύμα και όχι απλώς μία ασελγή πράξη που τελείται ενώπιον του όπως στο άρθρο 353 παρ. 2 Π.Κ. Επίσης ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί μετατροπής της παράβασης του άρθρου 339 Π.Κ. αναφορικά με την πράξη της παρ. Β περ. β` υποπαράγραφο IV του διατακτικού της εκκαλουμένης όσον αφορά την Α1 Α. σε παράβαση του άρθρου 337 Π.Κ. πρέπει ν` απορριφθεί διότι οι σχετικές ενέργειες του προς αυτήν και δη το κατέβασμα των εσωρούχων, το χάϊδεμα και τα φιλιά στο στόμα παρά την αντίδραση της συνιστούν έντονες πράξεις με έντονο γενετήσιο χαρακτήρα που κατέτειναν στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του. Επίσης, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί μετατροπής της αποπλάνησης που τελέσθηκε σε βάρος της Α2 Α. σε παράβαση του άρθρου 337 ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι οι σχετικές ενέργειές του προς αυτήν και δη οι θωπείες, τα φιλιά στο στόμα και το άγγιγμα των γεννητικών οργάνων της συνιστούν έντονες πράξεις με έντονο γενετήσιο χαρακτήρα. Τέλος ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί φαινόμενης συρροής της πράξεως της αποπλανήσεως με την πράξη του βιασμού για το χρονικό διάστημα από 15.10.2002 μέχρι 30.06.2003 διότι με το άρθρο 11 παρ. 4 του Ν. 3064/15.10.2002 προστέθηκε στο άρθρο 339 Π.Κ. η φράση “αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί για άλλη βαρύτερη πράξη έθεσε αρχή επικουρικότητας αυτής με την πράξη του βιασμού μέχρι την κατάργησή της με το άρθρο 56 του Ν. 3160/2003 είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αφού σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά με την παρούσα στο ως άνω χρονικό διάστημα δεν εμπίπτει καμμία αξιόποινη πράξη του κατηγορουμένου”. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος βιασμού κατ` εξακολούθηση που τελέσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 2000 μέχρι και 2001 σε βάρος της ανήλικης Α1 Α.,
β) ένοχος βιασμού κατ` εξακολούθηση σε βάρος της ανήλικης Α2 Α. που τελέσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο 2003 μέχρι και 6.10.2005, γ) ένοχος αποπλάνησης της Χ. Γ. κατ` εξακολούθηση, δ) ένοχος αποπλάνησης κατ` εξακολούθηση της Α1 Α. που έλαβε χώρα τα έτη 2000 και 2001, ε) ένοχος αποπλάνησης της Α2 Α. κατ` εξακολούθηση που τελέσθηκε το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο 2003 έως και 6.10.2005. Το Δικαστήριο κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο για την μερικώτερη πράξη του βιασμού που φέρεται ότι έλαβε χώρα τον Αύγουστο 2005 σε βάρος της ανηλίκου Α1 Α.. Αναγνωρίζει στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του πρότερου εντίμου βίου το οποίο του είχε αναγνωρισθεί πρωτοδίκως. Το Μ.Ο.Ε. απορρίπτει το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2ε` που ζήτησε ο κατηγορούμενος, δηλ. της καλής συμπεριφοράς μετά την τέλεση της πράξης, καθόσον δεν αρκεί η καλή συμπεριφορά στη φυλακή, όπως οφείλει αυτός τηρώντας τον κανονισμό λειτουργίας των φυλακών να συμπεριφέρεται σωστά χωρίς αυτή η συμπεριφορά του να είναι προϊόν ελεύθερης βούλησής του, όπως συμβαίνει όταν κάποιος είναι σε ελεύθερη διαβίωση στην κατοικία του, για την αναγνώριση συνδρομής της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη. Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος αμέσως μετά την σύλληψή του προφυλακίστηκε και είναι κλεισμένος στη φυλακή και επομένως οποιαδήποτε καλή συμπεριφορά μέσα σε αυτή είναι προϊόν εξαναγκασμού στα σωφρονιστικά μέσα και όχι ελευθέρας βούλησης. Απορρίπτει λοιπούς ισχυρισμούς ως αναλύεται παραπάνω”. Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα των αξιοποίνων πράξεων του βιασμού και της αποπλάνησης ανηλίκων κατά συρροή και κατ` εξακολούθηση και με την παραδοχή της συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α` του ΠΚ (πρότερης έντιμης ζωής) του επέβαλε συνολική ποινή κάθειρξης δέκα οκτώ (18) ετών. Με τις παραδοχές αυτές, το ΜΟΕ Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ`αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 94 παρ. 1, 98, 336 παρ. 1 και 3 και 339 παρ. 1 εδ. α`, β` και γ` του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Συγκεκριμένα εκτίθενται στην απόφαση τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην εν μέρει καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προέκυπτε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ειδικότερα, παρατίθενται στην απόφαση ότι οι παθούσες ανήλικες εξαναγκάσθηκαν να επιχειρήσουν και να ανεχθούν τις ως άνω αναφερόμενες ασελγείς πράξεις από τον κατηγορούμενο και ότι ο κατηγορούμενος, για να εξαναγκάσει τις παθούσες σε συνουσία μαζί του ή να ανεχθούν ή να επιχειρήσουν τις λοιπές ως άνω περιγραφόμενες ασελγείς πράξεις, χρησιμοποίησε τις υπέρτερες σωματικές δυνάμεις του, χωρίς να ήταν αναγκαίο, για την πληρότητα της αιτιολογίας (ως προς την πράξη του βιασμού) να αναφέρεται ότι οι δυνάμεις του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος αποτέλεσαν φυσική δύναμη που δεν μπορούσε να απωθηθεί από τις παθούσες ούτε ότι οι τελευταίες αντιστάθηκαν ενεργά, καθόσον σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αρκεί ότι η συνουσία ή άλλη ασελγής πράξη τελείται παρά την αντίθετη βούληση της παθούσας, που εξωτερικεύθηκε και έγινε εμφανής στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο αντίδρασής της. Εξάλλου ορθά εφαρμόζοντας το νόμο το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος: α) περί μεταβολής της κατηγορίας της αποπλάνησης της Χ. Γ. σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρο 337 ΠΚ), αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, οι σχετικές ενέργειες αυτού και δη η θέση του ποδιού του ανάμεσα στα πόδια της προαναφερόμενης ανήλικης, το χάϊδεμα στα γεννητικά της όργανα καθώς και το χάϊδεμα των οπισθίων της αφού οι πράξεις αυτές είχαν έντονο γενετήσιο χαρακτήρα και κατέτειναν στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και οι οποίες προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς των ηθών και ακώλητης γενετήσιας εξέλιξης των ανηλίκων, δεν ήταν δε αναγκαίο, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του άρθρου 339 ΠΚ να λάβει χώρα και επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη με την ως άνω παθούσα και δεν περιορίστηκε σε απλές άσεμνες χειρονομίες, β) περί μετατροπής της κατηγορίας για την πράξη του βιασμού της ανήλικης Α1 Α. που καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων και αναφέρεται στην παρ. Α` περ. δ` του διατακτικού της πρωτοβάθμιας απόφασης (υπ` αρ. 151, 152, 182, 187, 188, 192, 193 και 194/2007 του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών) στο έγκλημα του άρθρου 333 παρ. 2 του ΠΚ (προσβολή βάναυσα της αιδούς άλλου με ακόλαστη πράξη που ενεργήθηκε ενώπιόν του), με την παραδοχή ότι οι ασελγείς πράξεις του αναιρεσείοντος δεν έγιναν ενώπιον της προαναφερόμενης ανήλικης αλλά από τον ίδιο επ` αυτής”, οπότε ορθά εφαρμόσθηκε η διάταξη του άρθρου 336 ΠΚ, αν και η τοιαύτη μεταβολή θα ήταν επιτρεπτή αν η κατηγορία ήταν απόπειρα βιασμού μόνο και όχι τετελεσμένη πράξη βιασμού, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη υπόθεση, γ) περί μετατροπής της πράξης της αποπλάνησης της ανήλικης Α1 Α. από τον αναιρεσείοντα σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειάς της, με την παραδοχή ότι οι σχετικές ενέργειές του προς αυτήν και ειδικότερα το κατέβασμα των εσωρούχων της, το χάϊδεμα και τα φιλιά στο στόμα παρά την αντίδρασή της συνιστούν έντονες πράξεις με έντονο γενετήσιο χαρακτήρα που κατέτειναν στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και όχι μόνο σε βάναυση προσβολή της αξιοπρέπειας της στο πεδίο της γενετήσιας ζωής της, δ) περί μετατροπής της πράξης της αποπλάνησης της ανήλικης Α2 Α. από τον αναιρεσείοντα στην πράξη του άρθρου 337 του ΠΚ, με την παραδοχή ότι οι σχετικές ενέργειες του επ` αυτής και δη οι θωπείες, τα φιλιά στο στόμα και το άγγιγμα των γεννητικών οργάνων της συνιστούν έντονες πράξεις με έντονο χαρακτήρα που κατέτειναν στη διέγερση και ικανοποίηση της επιθυμίας και ε) περί χειροτέρευσης της θέσης του ως εκκαλούντος ως προς την πράξη της αποπλάνησης κατ` εξακολούθηση της γεννηθείσας την 14.2.1992 Α1 Α., αφού από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (υπ` αριθμ. 151, 152, 183, 187, 188, 192, 193 και 194/2007 απόφαση του ΜΟΔ Αθηνών), ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για την πράξη αυτή που τέλεσε κατά το χρονικό διάστημα 2000-2001, όταν η ως άνω ανήλικη δεν είχε συμπληρώσει το 10ο έτος της ηλικίας, αλλά και μεταγενέστερα που δεν προσδιορίστηκε ακριβώς, όταν είχε συμπληρώσει μεν το 10ο έτος αλλά όχι το 13ο έτος της ηλικίας της (βλ. τέλος σελ. 229, σελ. 230 και αρχή σελ. 231 της ως άνω πρωτοβάθμιας απόφασης), στην ίδια κρίση χωρίς καμία διαφοροποίηση κατέληξε για την πράξη αυτή το ΜΟΕ Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σελ.166-168 αυτής). Ακόμη το ΜΟΕ Αθηνών ορθά εφαρμόζοντας το νόμο απέρριψε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί φαινόμενης και όχι πραγματικής συρροής μεταξύ των εγκλημάτων του βιασμού και της αποπλάνησης που φέρονταν ότι τελέσθηκαν σε βάρος των ιδίων ανηλίκων θηλέων τέκνων κατά το χρονικό διάστημα από 15.10.2002 μέχρι 30.6.2003, λόγω της αρχής της επικουρικότητας που υπήρχε μεταξύ των δύο εγκλημάτων, δηλονότι της αποπλάνησης παιδιού έναντι του βαρύτερα τιμωρούμενου εγκλήματος του βιασμού, όπως υποστηρίζεται από τον αναιρεσείοντα, καθ` όσον κατά την παραδοχή του Δικαστηρίου ουσίας κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα δεν καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων ότι τέλεσε κατά συρροή τα δύο ως άνω εγκλήματα και εντεύθεν δεν προέκυψε ζήτημα έρευνας και παραδοχής των περί περί πραγματικής ή φαινόμενης συρροής διατάξεων του ΠΚ. Εντεύθεν η εξέταση του σχετικού όγδοου λόγου αναιρέσεως παρέλκει ως ερειδομένου σε εσφαλμένη προϋπόθεση (δεν αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης από το ΜΟΕ Αθηνών). Εξάλλου και όσον αφορά ειδικότερα την αιτίαση του αναιρεσείοντος για έλλειψη της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγω μη λήψης υπόψη από το Δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του τού αποδεικτικού μέσου της πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε νόμιμα, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης πράγματι στο προοίμιο αυτού ναι μεν δεν γίνεται αναφορά των σχετικών εκθέσεων πραγματογνωμοσυνών που συνέταξαν και κατέθεσαν οι πραγματογνώμονες Γ. Ζ., Ι. Ν. και Ε. Χ., καίτοι αναγνώσθησαν δημόσια στο ακροατήριο ως έγγραφα χωρίς αντίρρηση αυτού (υπ` αρ. 1 έως 5 του καταλόγου των αναγνωσθέντων εγγράφων), όμως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι λήφθηκαν υπόψη οι ως άνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης ως και εκείνη του τεχνικού συμβούλου που είχε ορίσει ο κατηγορούμενος Α. Β., σε κάθε δε περίπτωση συμπεράσματα αυτών δεν αντιτίθενται στο αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τις πράξεις που τέλεσε ο αναιρεσείων σε βάρος των τριών ανηλίκων κοριτσιών. Γι` αυτό ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ακόμη είναι απαράδεκτος και συνεπώς απορριπτέος ο δέκατος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη υπ` αριθμ. 477/2009 απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση που υπέβαλαν οι συνήγοροι των πολιτικώς εναγόντων να μην αναγνωσθούν και ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο: 1) οι αρχικές και συμπληρωματικές συνεντεύξεις των τριών τότε ανηλίκων παθουσών γυναικών προς τον πραγματογνώμονα Ι. Ν., β) η από 20.2.2009 αρχική και η από 25.2.2009 συμπληρωματική έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης αυτού, 3) οι ψηφιακοί δίσκοι αγνώστου περιεχομένου και 4) το λοιπό υλικό που επισυνάπτεται στις ανωτέρω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης. Πλέον συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του ΜΟΕ Αθηνών, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, επί της ανωτέρω ενστάσεως οι συνήγοροι των διαδίκων προέβησαν σε δηλώσεις αρχικά υπέρ της μη ανάγνωσης και λήψης υπόψη από το Δικαστήριο των ανωτέρω εγγράφων και μετά υπέρ της ανάγνωσης αυτών και ιδιαίτερα οι συνήγοροι της υπεράσπισης του αναιρεσείοντος (βλ. τέλος 53ης και αρχή 54ης σελίδας των Πρακτικών). Το Δικαστήριο της ουσίας με την αναφερόμενη στις σελ. 54 και 55 ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς να περιέχει οποιαδήποτε αντίφαση, κατέληξε ορθά στην απόρριψη της ως άνω ένστασης της πολιτικώς εναγόντων, την οποία έμμεσα πλην σαφώς επιδίωκαν οι συνήγοροι υπεράσπισης του αναιρεσείοντος.
Συνεπώς, όσα ο αναιρεσείων ισχυρίζεται με το δέκατο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης προβάλλονται χωρίς έννομο συμφέρον του για την προσβολή της ως άνω απορριπτικής της ένστασης των πολιτικώς εναγόντων απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας και είναι απορριπτέα, αφού η σταδιακή διαφοροποίηση των συνηγόρων των διαδίκων ως προς την παραδοχή ή την απόρριψη της εν λόγω ενστάσεως δεν δημιουργεί αντίφαση στην αιτιολογία της αποφάσεως.
Επίσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ο συναφής με τον ως άνω δέκατο λόγο, ο δέκατος έκτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και ειδικότερα με τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας εγγράφων που δεν αναγνώσθησαν στο ακροατήριο και πλέον συγκεκριμένα του περιεχομένου των DVD που συνόδευαν την κατατεθείσα στον ανακριτή έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Ι. Ν., ενώ δεν έγινε γνωστό καθ` οιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενό τους, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος αυτού (αναιρεσείοντος), αφού ο ίδιος τελικά ζήτησε την ανάγνωση των επίμαχων εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου Ι. Ν., με όλα τα συνοδεύοντα αυτές έγγραφα και δεν ισχυρίζεται ότι εάν προβάλλονταν τα DVD θα προέκυπτε από το περιεχόμενο αυτών αντίθεση με τις παραδοχές της πραγματογνωμοσύνης του ως άνω πραγματογνώμονα και τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Προσέτι είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο δέκατος τρίτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ειδικότερα ως προς τις πράξεις του βιασμού και αποπλάνησης της Α1 Α. που φέρονταν ότι τέλεσε ο αναιρεσείων κατά το μήνα Αύγουστο του 2005, αφού ως προς τις πράξεις αυτές ο αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος με ρητές διατάξεις (βλ. τις υπ` αρ. 164 και 168 σελίδες της προσβαλλόμενης απόφασης), το διατακτικό δε της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το σημείο αυτό συμπληρώνει παραδεκτά το αντίστοιχο μέρος του αιτιολογικού, στο τέλος του οποίου από πρόδηλη παραδρομή αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων πρέπει να κηρυχθεί αθώος μόνο για την μερικότερη πράξη του βιασμού της. Επίσης ο έκτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για την παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του κατηγορουμένου – τότε εκκαλούντος περί κλητεύσεως και προσελεύσεως στο δικαστήριο της παιδοψυχιάτρου Ε. Χ. είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον η σχετική αιτιολογία της προσβαλλόμενης υπ`αρ. 489/2009 παρεμπίπτουσας απόφασης που έχει κατά λέξη “… δεν συντρέχει κανένας λόγος αφού δεν διαπιστώνεται καμία επίφαση στις προαναφερόμενες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης αυτής” είναι πλήρης και ειδική. Το ίδιο πρέπει να λεχθεί και ως προς την αιτιολογία της απόρριψης του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί προσβολής ως πλαστών κατά το περιεχόμενο των τριών εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης της ως άνω παιδοψυχιάτρου, αφού το Δικαστήριο της ουσίας καίτοι δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει επί του ανωτέρου ισχυρισμού ως απαραδέκτου (αορίστου) διέλαβε στην προαναφερόμενη παρεμπίπτουσα αιτιολογία (βλ. τις υπ` αρ. 102-103 σελίδες της προσβαλλόμενης απόφασης) επισημαίνοντας ορθά ότι δεν δημιουργείται ουδεμία ασάφεια ή αντίφαση από τη διαφορετική ημερομηνία έναρξης σύνταξης των επίμαχων τριών εκθέσεων ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης της παιδοψυχιάτρου Ε. Χ. (25.6.2009) και κατάθεσης αυτών στον γραμματέα του ορισθέντος αρμόδια Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών (15.9.2009). Περαιτέρω και όσο αφορά τον ένατο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και για υπέρβαση εξουσίας, ήτοι για τους από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ`, Ε` και Η` του ΚΠΔ προβλεπόμενους λόγους αναίρεσης πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Με τον ως άνω λόγο ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι αυτός ως προς την ανήλικη παθούσα Α2 Α. κηρύχθηκε ένοχος βιασμού και αποπλάνησης, με χρόνο τέλεσης των πράξεων αυτών από Σεπτέμβριο του 2003 έως 6.10.2005 (γέννηση ανήλικης 28.6.1995), ενώ πρωτοδίκως δικάσθηκε για αποπλάνηση της ανήλικης αυτής με χρόνο τέλεσης από Ιούνιο του 2005 έως 2008, ήτοι όταν η ανήλικη αυτή ήταν 10 έως 13 ετών, οπότε κατ` αυτόν ισχύει η διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1Β` του ΠΚ, που προβλέπει κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετέθεσε ανεπιτρέπτως τον χρόνο τέλεσης της πράξης της αποπλάνησης από Ιούνιο του 2005 και εντεύθεν σε Σεπτέμβριο του 2003 έως 6.10.2005, οπότε ισχύει η διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1α` του ΠΚ που προβλέπει ως ποινή την κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός είναι αβάσιμος, διότι ναι μεν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προσδιορίζοντας ακριβέστερα, μετέθεσε το χρόνο τέλεσης της πράξης της αποπλάνησης της Α2 Α., δεχόμενο ότι κατά το χρόνο αυτό ο κατηγορούμενος αναιρεσείων ασέλγησε επί της ανωτέρω ανήλικης (Σεπτέμβριο 2003 έως Οκτώβριο του 2005), όμως περαιτέρω δέχθηκε, χωρίς να καταστήσει χειρότερη τη θέση του κατηγορουμένου απ` αυτήν που είχε στην πρωτοβάθμια δίκη, ότι η ανήλικη Α2 Α. είχε μεν συμπληρώσει το δέκατο όχι όμως το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας της, και του επέβαλε ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών, ήτοι την ίδια που του είχε επιβάλλει και το πρωτόδικο δικαστήριο (με την παραδοχή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ από αμφότερα τα δικαστήρια).
Συνεπώς το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την πράξη της αποπλάνησης της ανήλικης Α2 Α. από τον κατηγορούμενο προσδιορίζοντας σαφέστερα έναντι της πρωτοβάθμιας απόφασης το χρόνο τέλεσης αυτής, ορθά εφάρμοσε το νόμο (άρθρο 339 παρ. 1 περ. β` του ΠΚ) και δεν κατέστησε καθ` οιονδήποτε τρόπο χειρότερη τη θέση του κατηγορουμένου και ιδιαίτερα από την επιβολή της αυτής ποινής που είχε επιβάλλει και το πρωτόδικο δικαστήριο (κάθειρξη έξι ετών) και εντεύθεν ουδόλως υπερέβη την εξουσία του καταλήγοντας στην ανωτέρω κρίση του για την πράξη της αποπλάνησης της ανήλικης Α2 Α..
Συνεπώς, ο ένατος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος στο σύνολό του και απορριπτέος.
Ακόμη ο δωδέκατος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτουμένη ειδική αιτιολογία ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί μετατροπής της κατηγορίας της αποπλάνησης κατ` εξακολούθηση της Α1 Α. σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειάς της είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον με την παραδοχή από το Δικαστήριο της ουσίας, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ότι αυτός (αναιρεσείων) τέλεσε το βαρύτερο των από τα δύο ως άνω εγκλήματα (εκείνο του άρθρου 339 παρ. 1β` του ΠΚ) ενεργώντας επί του σώματος της ως άνω ανήλικης τις αναφερόμενες σ` αυτήν ασελγείς πράξεις σαφώς προκύπτει ότι δέχθηκε ταυτόχρονα τη μη τέλεση του πλημμελήματος του άρθρου 337 του ΠΚ, χωρίς να απαιτείται πρόσθετη ιδιαίτερη προς τούτο αιτιολογία. Εξάλλου, όσα με τον ίδιο λόγο ισχυρίζεται ο αναιρεσείων περί απορρίψεως χωρίς αιτιολογία του ισχυρισμού περί μετατροπής της κατηγορίας του βιασμού απ` αυτόν της ανήλικης Α1 Α. σε πρόκληση σκανδάλου με ακόλαστη πράξη (εφαρμογή του άρθρου 353 παρ. 3 του ΠΚ αντί του άρθρου 336 του ίδιου Κώδικα), είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον με την παραδοχή της τέλεσης από τον αναιρεσείοντα της πράξης του βιασμού εξυπακούεται ότι αυτός δεν τέλεσε ταυτόχρονα το πλημμέλημα της πρόκλησης σκανδάλου με ακόλαστες πράξεις. Είναι δε πρόδηλο ότι το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τους ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμούς στις περιπτώσεις που δέχθηκε την τέλεση των εγκλημάτων του βιασμού και της αποπλάνησης ανηλίκου και όχι στην περίπτωση των ίδιων αυτών πράξεων που φέρονταν ότι τέλεσε κατά μήνα Αύγουστο του 2005 ο αναιρεσείων σε βάρος της ανήλικης Α1 Α., για τις οποίες κηρύχθηκε αθώος και εντεύθεν ουδεμία αντίφαση ή ανεπάρκεια της αιτιολογίας δημιουργείται, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων.
Επίσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο ενδέκατος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο πλήττει ο αναιρεσείων την προσβαλλόμενη απόφαση γι` έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί μετατροπής της σε βάρος του κατηγορίας της αποπλάνησης της ανηλίκου Χ. Γ. σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειάς της, δηλονότι περί εφαρμογή του άρθρου 337 του ΠΚ αντί του άρθρου 339 του ίδιου Κώδικα, καθόσον με την παραδοχή από το δικαστήριο της ουσίας με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων τέλεσε το κακούργημα της αποπλάνησης ανηλίκου με την ενέργεια επί του σώματος της ως άνω ανήλικης των αναφερομένων σ`αυτήν ασελγών πράξεων, δεν απαιτείτο και πρόσθετη ιδιαίτερη αιτιολογία περί της παραδοχής ότι αυτός δεν τέλεσε το πλημμέλημα του άρθρου 337 ΠΚ.
Επίσης ο δέκατος τέταρτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναίρεσης με τον οποίο ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι το Δικαστήριο της ουσίας προέβη σε απόρριψη ισχυρισμού του περί εφαρμογής του άρθρου 337 του ΠΚ και όχι του άρθρου 339 του ΠΚ όσο αφορά την αξιόποινη πράξη που τέλεσε αυτός σε βάρος της Χ. Γ., ενώ τέτοιο ισχυρισμό περί μεταβολής της κατηγορίας δεν υπέβαλε, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον λείπει σ` αυτόν το έννομο συμφέρον για να πλήξει την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το σημείο αυτό για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, την οποία αυτή για την πληρότητα της νομικής θεμελίωσης περιέχει, αναλύοντας ορθά γιατί εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 339 του ΠΚ στην οποία υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τα αναφερόμενα σ` αυτήν αποδεικτικά μέσα.
Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε` του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως που προτείνονται με τους πρώτο, έκτο, όγδοο, ένατο, δέκατο, ενδέκατο, δωδέκατο, δέκατο τρίτο, δέκατο τέταρτο και δέκατο έκτο λόγους αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και ΚΠΔ αιτιολογία, για εσφαλμένη εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 336 και (ή) 339 του ΠΚ που εφαρμόστηκαν και για έλλειψη νόμιμης βάσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, οι οποίες προβάλλονται με τους ως άνω επτά λόγους αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως και με τις οποίες με υπό την επίφαση των δύο ως άνω αναιρετικών λόγων (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε`) του ΚΠΔ πλήττεται
κατ` ουσίαν η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον στην περίπτωση αυτή κατ` ουσίαν πλήτεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη ως προς το μέρος αυτό κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ (ν.δ.53/1974), 329 παρ. 1, 330 και 510 παρ. 1 περ. Γ` του ΚΠΔ προκύπτει ότι οι συνεδριάσεις του δικαστηρίου είναι δημόσιες και δημόσια απαγγέλλονται οι αποφάσεις αυτών (παρεμπίπτουσες και οριστικές). Εξαίρεση υπάρχει εάν η συνεδρίαση γίνεται κεκλεισμένων των θυρών, αλλά και στην περίπτωση αυτή τόσο η απόφαση για την ενοχή, όσο και για την ποινή απαγγέλλονται πάντοτε δημόσια. Αναίρεση όμως της απόφασης χωρεί για παράβαση των διατάξεων που αφορούν τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και όχι εκείνων που απαγορεύουν τη δημοσιότητα της δίκης. Δηλαδή αναίρεση της απόφασης χωρεί όταν η διαδικασία στο ακροατήριο δεν έγινε δημόσια και όχι ενώ διατάχθηκε η συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών, στη συνέχεια, κατόπιν διακοπής της δίκης, αυτή διεξήχθηκε – συνεχίσθηκε δημόσια. Στην προκειμένη περίπτωση από τα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης προκύπτει ότι όλες οι αποφάσεις (παρεμπίπτουσες, περί της αθώωσης, της ενοχής και των ποινών) εκδόθηκαν από το δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση. Όλη η άλλη διαδικασία, όμως, όπως προκύπτει από τα ίδια ως άνω πρακτικά, μετά την απαγγελία της υπ` αριθμ. 472/21.9.2009 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, έγινε “δημόσια όπως πριν”, δηλονότι με την απομάκρυνση των ακροατών από την αίθουσα (βλ. σελ. 184 της προσβαλλόμενης απόφασης, τούτο δε επαναλήφθηκε και κατά λοιπές συνεδριάσεις (23.9.2009 και εντεύθεν), εκ παραδρομής δεν γίνεται αναφορά της λέξης “δημόσια”. Επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα δεν ιδρύεται στην προκειμένη περίπτωση ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ.Γ` του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως και η σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος που προβάλλεται με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως του είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, ως ερειδόμενη σε εσφαλμένη προϋπόθεση ως προς τις κατά το από 23.9.2009 και εντεύθεν χρονικό διάστημα δημόσιες συνεδριάσεις του ΜΟΕ Αθηνών. Από το άρθρο 226Α ΚΠΔ που προστέθηκε με την παρ. 4 άρθρου τρίτου του ν. 2635/2007, όπως αυτό ίσχυσε πριν τη συμπλήρωσή του με την παρ. 4 άρθρου 6 του ν. 3727/2008 και την αντικατάστασή του με το άρθρο πέμπτο παρ. 3 του ν. 3875/2010, προβλέπεται ότι όταν το θύμα των άρθρων 336 και (4) 339 του ΠΚ είναι ανήλικος, τότε ο ανακριτής διορίζει ως πραγματογνώμονα παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο ή σε περίπτωση έλλειψής τους ψυχολόγο ή ψυχίατρο, ο οποίος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέτασή του στον ανακριτή, συνεργαζόμενος προς τούτο με δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος ή ο ψυχολόγος ή ο ψυχίατρος κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους για την αντιληπτική ικανότητα και τη ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και διατυπώνει τις διαπιστώσεις του σε γραπτή έκθεση, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Κατά την εξέταση του ανηλίκου παρίσταται ο παιδοψυχίατρος ή παιδοψυχολόγος.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στην έκθεσή τους οι ανωτέρω διοριζόμενοι ως πραγματογνώμονες μπορούν να περιλάβουν και στοιχεία που προκύπτουν από την εξέταση του ανηλίκου στον ανακριτή, αφού παρίστανται στην εξέταση αυτή. Η έκθεση του ανωτέρω πραγματογνώμονα δεν είναι υποχρεωτικό να κατατίθεται αρμοδίως πριν την εξέταση του ανηλίκου, αφού ο νόμος αναφέρει μόνο ότι η εν λόγω έκθεση αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας, που σημαίνει ότι, αν δεν έχει ταχθεί προθεσμία κατάθεσής της, απώτατο σημείο κατάθεσής της αρμοδίως είναι η συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας από τον Άρειο Πάγο κατά την έρευνα του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, στις εκθέσεις παιδοψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης της παιδοψυχιάτρου Ε. Χ., που ορίσθηκε με την υπ` αρ. 195/26.3.2009 παρεμπίπτουσα απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών, οι οποίες έπρεπε να υποβληθούν μέχρι τις 29.5.2009, αναφέρονται και σε παρατηρήσεις της ως άνω πραγματογνώμονα από την εξέταση με την παρουσία της από τον αρμόδιο Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 15.7.2009 των τριών ανηλίκων παθουσών, εκτός της εξέτασης αυτών από την ίδια δέκα (10) φορές (σε συνεδρίες της μιας ώρας εκάστη). Οι ανήλικες Α1 και Α2 Α. του Κ. και Χ. Γ. του Α., όπως προκύπτει από τις επιτρεπτώς επισκοπούμενες σχετικές εκθέσεις εξέτασή τους, εξετάσθηκαν από την αρμόδια Ανακρίτρια την 15.7.2009. Στις τρείς (3) ως άνω εκθέσεις παιδοψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης αναφέρεται στο επάνω μέρος της πρώτης σελίδας τους η ημερομηνία 25.6.2009, ενόψει της μερικής συντάξεώς τους από την προαναφερόμενη πραγματογνώμονα με βάση τις μέχρι τότε διαπιστώσεις της, τις οποίες επιτρεπτά συμπλήρωσε με τις παρατηρήσεις της από την εξέταση των ανηλίκων από την Ανακρίτρια, κατέθεσε δε αυτές την 15.9.2009 στο γραμματέα της Ανακρίσεως (από παραδρομή, χωρίς έννομες συνέπειες για τους διαδίκους της προκειμένης δίκης ενώ είχε ορισθεί να τις υποβάλλει στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών). Από την προαναφερομένη όμως παραδρομή – έλλειψη ως προς τον ακριβή χρόνο σύνταξης ολοκληρωμένων των τριών εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης της παιδοψυχιάτρου Ε. Χ., που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, ουδεμία ακυρότητα συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, αφού από την αναφερόμενη στην αρχή των παραπάνω τριών εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης χρονολογία 29.5.2009 ουδεμία έννομη συνέπεια σε βάρος των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος, αφού καθίσταται πρόδηλο ότι η αναφορά στις δύο των εκθέσεων αυτών, ήτοι των αφορωσών τις ανήλικες Α. Α. και Χ. Γ. ότι όσα ελέγχθησαν στο γραφείο κατά την κλινική εξέταση των ανηλίκων αυτών (σε δέκα (10) ωριαίες συνεδρίες για καθεμία) είναι πανομοιότυπα αυτών που ειπώθηκαν στο γραφείο της κ. Ανακρίτριας, ενόψει του ότι ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ότι δεν έλαβε χώρα τοιαύτη εξέταση των ανηλίκων στην Ανακρίτρια με την παρουσία της παραπάνω ψυχιάτρου, ούτε ότι όσα αναφέρονται στις οικείες εκθέσεις εξετάσεως των ανηλίκων δεν συμπίπτουν με όσα αναφέρονται στις συνταχθείσες από την πραγματογνώμονα Ε. Χ. αντίστοιχες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης αυτής. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο προσβάλλεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με την ανάγνωση και λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας των τριών εκθέσεων ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης της ψυχιάτρου Ε. Χ., εξαιτίας και μόνο της μη ακριβούς αναφοράς της χρονολογίας κατ` ολοκληρία συντάξεώς τους είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, ως σαφώς προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 198 ΚΠΔ, μόνο με την εγχείριση λαμβάνει οριστικό χαρακτήρα η γνωμοδότηση του διορισθέντος πραγματογνώμονα, γίνεται δε αυτή στο διορίσαντα αυτόν ανακριτικό υπάλληλο ή στο δικαστήριο, συντασσομένης εκθέσεως ή γενομένης μνείας στα πρακτικά της συνεδριάσεως. Αν δε δεν τηρηθούν οι ανωτέρω διατυπώσεις αυτή (πραγματογνωμοσύνης) είναι άκυρος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση γίνεται μνεία σ` αυτή ότι οι ως άνω τρεις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης της παιδοψυχιάτρου Ε. Χ. κατατέθηκαν στις 14.9.2009 στο γραφείο της 4ης Τακτικής Ανακρίτριας Αθηνών, όπως αυτό προκύπτει από την 14.9.2009 σχετική έκθεση εγχειρίσεως πραγματογνωμοσύνης, που επιτρεπτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο. Επομένως, αφού εγχειρίσθηκαν – κατατέθηκαν οι πραγματογνωμοσύνες αυτές, σύννομα λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, απορριπτέος δε αποβαίνει ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως με τον οποίο υποστηρίζει τα αντίθετα των ανωτέρω και ειδικότερα για ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1, 369 και 171 παρ. 1 εδ. δ` του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικού στοιχείου εγγράφου, το οποίο δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. … του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης που συντάσσονται δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, όμως είναι αναγκαίο να καταγράφονται τα στοιχεία που το προσδιορίζουν, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί σε πόσα έγγραφα στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου και εάν αυτά έχουν πράγματι αναγνωσθεί, διότι αλλιώς παραβιάζονται οι άνω διατάξεις, οι οποίες επιβάλλουν την ανάγνωση στο ακροατήριο των εγγράφων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για την ενοχή του κατηγορουμένου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, το ως άνω Δικαστήριο έλαβε υπόψη του μεταξύ των λοιπών εγγράφων ως αποδεικτικών μέσων:
1) το επιδειχθέν σκαρίφημα του σπιτιού του κατηγορουμένου (βλ. σελ. 28 των ανωτέρω πρακτικών), το οποίο αναφέρεται στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων με τον αριθμό 13 και με τον τίτλο ένα χειρόγραφο σχεδιάγραμμα, χωρίς να καταλείπεται αμφιβολία ότι πρόκειται περί του αυτού εγγράφου, β) ως προς τις από 15.7.2009 καταθέσεις των τριών (3) ανηλίκων παθουσών, που γίνεται αναφορά στα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης ότι κατέθεσαν στον Ανακριτή με την παρουσία της παιδοψυχιάτρου Ε. Χ. (βλ. 144 σελίδα των πρακτικών αυτών), αυτές αναγνώσθηκαν (βλ. αρχή 97ης σελίδας των πρακτικών) και δεν δημιουργείται κάποια ακυρότητα από το ότι δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων (βλ. σελ. 103-105 των πρακτικών), άλλωστε δε ο ίδιος ο κατηγορούμενος επικαλέσθηκε αυτές και γνώριζε το περιεχόμενό τους κατά την προβολή του ισχυρισμού του περί της ακυρότητας της πραγματογνωμοσύνης της παιδοψυχιάτρου Ε. Χ., για την οποία έχει ήδη γίνει λόγος παραπάνω. Ακόμη πρέπει να επισημανθεί ότι ο αναιρεσείων ή οι συνήγοροί του δεν πρόβαλαν κάποια αντίρρηση κατά της ανάγνωσης των ανωτέρω καταθέσεων των ανηλίκων. Και γ) ως προς την υπ` αριθμ. 209/2008 απόδειξη της ιατρού Α. που προσκομίστηκε στο δικαστήριο από τον πολιτικώς ενάγοντα Κ. Α.. Ο αναιρεσείων ή οι συνήγοροί του ή κάποιος άλλος διάδικος όμως δεν ζήτησε την ανάγνωση αυτής ούτε να επιφέρει τις οποιεσδήποτε παρατηρήσεις τους ως προς το έγγραφο αυτό.
Επομένως από τη μη ανάγνωση του ως άνω εγγράφου ουδεμία ακυρότητα επήλθε στο ακροατήριο και παράβαση σε βάρος των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Γι` αυτό ο τέταρτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στ. Α` ΚΠΔ)) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω ο πέμπτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως για ακυρότητα της διαδικασίας που συνέβη στο ακροατήριο και για έλλειψη αποφάσεως λόγω του ότι δεν δόθηκε ο λόγος στους συνηγόρους του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος περί αναβολής της δίκης για τις 19.4.2010, όπως ζήτησε ο Εισαγγελέας της έδρας, αλλά το Δικαστήριο προέβη στη σιγή απόρριψη του κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δευτοροβάθμιας δίκης πρώτα οι συνήγοροι του κατηγορουμένου ζήτησαν να διακοπεί η συνεδρίαση του δικαστηρίου για να εμφανιστούν οι ανήλικοι (βλ. σελ. 12η των πρακτικών). Ο Εισαγγελέας δε της έδρας πρότεινε την αναβολή της δίκης κατά τα ανωτέρω. Το Δικαστήριο ομόφωνα προχώρησε στη διαδικασία, απορρίπτοντας … ορθά ως νόμω αβάσιμο, σύμφωνα με το άρθρο 226Α του ΚΠΔ με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (βλ. σχ. τη 15η σελίδα των ως άνω πρακτικών). Από τη διάταξη του άρθρου 357 παρ.4 περ. γ` του ΚΠΔ που ορίζει ότι “επιτρέπεται η ανάγνωση περικοπών της κατάθεσης του μάρτυρα που είχε δοθεί κατά την προδικασία για να βοηθεί η μνήμη του μάρτυρα ή για να επισημανθούν οι αντιφάσεις του” σαφώς προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση όλης της κατάθεσης του μάρτυρα στην προδικασία, αφού εμφανιζόμενος ενώπιον του Δικαστηρίου μπορούν ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι να ελέγξουν την αξιοπιστία του (άρθρο 358 ΚΠΔ), σε περίπτωση δε μόνο που ληφθεί υπόψη ολόκληρη η προανακριτική κατάθεση κάποιου απολειπομένου δικαιολογημένα μάρτυρα, χωρίς να αναγνωσθεί, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης περί απολύτου ακυρότητος που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ` του ΚΠΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του ΜΟΕ Αθηνών η Πρόεδρος του Δικαστηρίου κατά την εξέταση της μάρτυρα Ε. Χ. της ανέγνωσε περικοπές της από 9.10.2005 κατάθεσής της ενώπιον του αστυφύλακα Π. Τ. για να επισημάνει ορισμένες αντιφάσεις της (βλ. σελ. 98 των ως άνω πρακτικών) και όχι όλη την κατάθεση αυτής, απόσπασμα δε της ίδιας κατάθεσης ανέγνωσε και ο Εισαγγελέας της έδρας, εξάλλου δε η προμνημονευόμενη μάρτυρας ρωτήθηκε από την υπεράσπιση, ασκώντας το από το άρθρο 357 παρ. 3 του ΚΠΔ δικαίωμα του κατηγορουμένου. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του ΚΠΔ προβαλλόμενος δέκατος πέμπτος λόγος της κρινομένης αιτήσεως με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά απ` όλα τα ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) ως και στη δικαστική δαπάνη των νομίμως παρισταμένων στη δευτεροβάθμια δίκη τριών (3) πολιτικώς εναγόντων, καθόσον η πρώτη τούτων (Α1 Α.) νομιμοποιείται η ίδια μετά την ενηλικίωσή της μετά την πρωτοβάθμια δίκη, ο δεύτερος ασκεί ως μόνος επιζών γονέας την γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας του Α2 Α. μετά το θάνατο της συζύγου του Κ. Ν. στις 17.10.2009 και η τρίτη αυτών ασκεί αποκλειστικά τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας της Χ. Γ. (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19.7.201 αίτηση του Φ. Π. του Μ., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ` αριθμ. 471, 472, 477, 489, 510 και 511/2009 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στην εκ πεντακοσίων (500) ευρώ δικαστική δαπάνη για καθένα πολιτικώς ενάγοντα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαΐου 2011.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Ιουλίου 2011.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
- XI) Αριθμός 1329/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδοπούλου (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Αικατερίνης Βασιλακοπούλου – Κατσαβριά), Αγγελική Αλειφεροπούλου – Εισηγήτρια, Αριστείδη Πελεκάνο και Δημήτριο Χονδρογιάννη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Απριλίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, περί αναιρέσεως της 251, 252, 253/2014 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενο τον M. C. του S., κάτοικο….., που δεν παρέστη.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 1/28 Νοεμβρίου 2014 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Ελπινίκης Τσολάκη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1208/2014.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ’ Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου με κλήση, που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155 – 161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 του ίδιου Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό χρονολογία 29-1- 2015 αποδεικτικό επιδόσεως του αρχιφύλακα Σ. Κ. του Α. Τ. Περιφ….. , ο κατηγορούμενος, M. C. του S., κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νομίμως και εμπροθέσμως, με επίδοση της σχετικής κλήσεως ως αγνώστου διαμονής (άρθρ. 156 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ), για να εμφανιστεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, πλην όμως δεν εμφανίστηκε κατ’ αυτήν ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Πρέπει, επομένως, η συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης να προχωρήσει σαν να είχε και αυτός εμφανιστεί.
Από τις διατάξεις των άρθρων 504 παρ. 1, 505 παρ.1 περ. δ’ και 506 περ. β’ του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει, ότι ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως κατά των αποφάσεων των μικτών ορκωτών δικαστηρίων της περιφέρειας όπου ασκεί τα καθήκοντά του, που δικάζουν σε πρώτο βαθμό, όταν αυτές είναι αρχήθεν ανέκκλητες (ως μη προσβαλλόμενες με έφεση κατά τα άρθρα 486 έως 490 Κ.Ποιν.Δ.), έχοντας τη δυνατότητα να προτείνει τους προβλεπόμενους από το άρθρ. 510 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. λόγους αναιρέσεως (με εξαίρεση τις αθωωτικές αποφάσεις, ως προς τις οποίες μπορεί να προτείνει αποκλειστικά και μόνο τους εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ. λόγους αναιρέσεως, ήτοι την εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως), η δε προθεσμία της αιτήσεως αυτής, περί της οποίας προβλέπουν τα άρθρα 507 παρ.1 και 473 παρ. 1, 3 Κ.Ποιν.Δ., αρχίζει από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου (Ολ.Α.Π. 6/2002).
Εξάλλου, ενόψει του ότι, σύμφωνα με το άρθρο 463 εδ. α’ Κ.Ποιν.Δ., το ένδικο μέσο ασκείται μόνο από εκείνον, που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, με την οποία παύει υπό όρο η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 4198/2013, ήτοι διότι για την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη απειλείται ποινή φυλακίσεως μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή, είναι ανέκκλητη, αφού κατά τέτοιου είδους αποφάσεως δεν χωρεί έφεση ούτε κατά τις διατάξεις των άρθρων 486 έως 490 Κ.Ποιν.Δ. ούτε με οποιαδήποτε άλλη διάταξη νόμου.- Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη, υπ’ αριθ. 251-253/2014, απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, κρίθηκε κατά πλειοψηφία, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, ότι ο προαναφερόμενος κατηγορούμενος τέλεσε όχι την πράξη της απόπειρας βιασμού, για την οποία κατηγορήθηκε και παραπέμφθηκε προκειμένου να δικαστεί ενώπιόν του, αλλά την πράξη της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, η οποία τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή (άρθρ. 337 παρ. 1 Π.Κ.) και, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 4198/2013, το άνω δικαστήριο έπαυσε υπό όρο την κατά του εν λόγω κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την πράξη αυτή (της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας), στην οποία μετέτρεψε την ανωτέρω αρχική εις βάρος του κατηγορία. Μετά από αυτά, ενόψει του ανεκκλήτου της πιο πάνω αποφάσεως, η υπ’ αριθ. ./28-11-2014 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης κατά της αποφάσεως αυτής, που καταχωρίσθηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο από τη γραμματεία του ανωτέρω δικαστηρίου, κατά το άρθρ. 473 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ., ειδικό βιβλίο στις 25-11-2014, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, περιέχουσα ως λόγο αναιρέσεως την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ. Είναι, επομένως, παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 8 παρ. 1 Ν. 3500/2006, “όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία ή σε άλλη ασελγή πράξη ή σε ανοχή της τιμωρείται με κάθειρξη”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, σε συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως, που συντρέχει, όταν το πρόσωπο χωρίς τη θέλησή του υποβάλλεται σε συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σπουδαίου ή άμεσου κινδύνου ή με σωματική βία, που είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί, χωρίς τη θέλησή του, σαρκική συνάφεια ή να επιχειρήσει ή να ανεχθεί ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει με καθένα από τους παραπάνω αναφερόμενους τρόπους ή και με τους δύο, δηλαδή τη χρήση σωματικής βίας και με απειλή. Ως ασελγής πράξη νοείται κάθε ενέργεια, που ανάγεται στη γενετήσια σφαίρα και αντικειμενικώς προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των ανωτέρω στοιχείων του εγκλήματος του βιασμού, δηλαδή στη βούληση του δράστη, όπως, με σωματική βία ή απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου ή και με τις δύο μαζί, εξαναγκάσει άλλον σε συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και περιλαμβάνει τη γνώση, ότι το θύμα δεν συναινεί στη συνουσία ή την ασελγή πράξη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 Π.Κ., “όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι για την ύπαρξη αποπείρας, απαιτείται πράξη, την οποία επιχειρεί ο δράστης με το δόλο τελέσεως ορισμένου εγκλήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως. Ως τέτοια θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη, με την οποία αρχίζει να πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και η οποία, αν δεν ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο, οδηγεί αναμφισβήτητα στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συναφείας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής. Στο έγκλημα του βιασμού, για να υπάρχει απόπειρα, πρέπει να μην έχει πραγματωθεί ένα τουλάχιστον από τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και αρκεί να έχει γίνει έναρξη της σωματικής βίας ή της απειλής αμέσου και σπουδαίου κινδύνου, με το σκοπό εξαναγκασμού του προσώπου σε συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση άλλης ασελγούς πράξεως, η οποία, όμως, δεν πραγματώθηκε από άλλα περιστατικά, τυχαία και ανεξάρτητα από τη θέληση του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περίπτωση, κατά την οποία ο παθών ή η παθούσα αντιστάθηκε σθεναρώς. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 337 παρ. 1 Π.Κ., “όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις, που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι “ασελγείς χειρονομίες” είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως λ.χ. ψαύσεις ή θωπείες στο στήθος, στους μηρούς κλπ του παθόντος. Οι “προτάσεις” μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες, που πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της πράξεως. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης ως άνω αποφάσεώς του, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης, που, όπως προαναφέρθηκε, δίκασε σε πρώτο βαθμό ανεκκλήτως, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά πλειοψηφία τεσσάρων μελών του έναντι τριών, ότι απεδείχθησαν τα εξής: “Στις 5-5-2013, και συγκεκριμένα το βράδυ της Ανάστασης, η παθούσα Μ. Μ. του Ν. και Θ. κάτοικος …, μαθήτρια-γυμνασίου και ηλικίας τότε δεκατεσσάρων ετών, εξήλθε με δύο φίλες της, κατόπιν αδείας της μητέρας της, δέδομένου ότι θα συνοδεύονταν από ενήλικες, για να διασκεδάσει μαζί τους, σε μπαράκι στην περιοχή … με την επωνυμία ….., που βρίσκεται σε κεντρική οδό του … και δη επί της οδού …. Περί ώρα 03:00 ενημέρωσε η παθούσα, τις φίλες της, ότι επιθυμούσε να φύγει πράγμα το οποίο και έπραξε, μόνη της, χωρίς της συνοδεία άλλου προσώπου, διερχόμενη επί της ανωτέρω οδού και επειδή στο δρόμο επρόκειτο να συναντήσει μαγαζί στο οποίο σύχναζαν αλλοδαποί, αποφάσισε
ν’ αλλάξει πεζοδρόμιο, προκειμένου να το αποφύγει. Την ίδια εκείνη ώρα, περπατώντας στο δρόμο, συνάντησε τον κατηγορούμενο, Μ. C. του S., Αλβανό υπήκοο, ηλικίας 22 ετών, ο οποίος στεκόταν πάνω σε ποδήλατο ακουμπώντας αυτό στο πεζοδρόμιο, έχοντας προηγουμένως ο ίδιος καταναλώσει αρκετή ποσότητα αλκοόλ ( μπύρες και ούζο), χωρίς όμως αυτό να επηρεάζει τη συνείδηση των πράξεων του. Μόλις ο κατηγορούμενος αντιλήφθηκε την παθούσα, την οποία δεν γνώριζε, να βαδίζει στην οδό … άρχισε να την ακολουθεί, περπατώντας στο πεζοδρόμιο και σέρνοντας το ποδήλατό του, περνώντας δίπλα της, σταμάτησε το ποδήλατο και άρχισε να την κοιτά επίμονα. Η παθούσα, αντιλαμβανόμενη αυτόν και έχοντας διαπιστώσει στο μεταξύ ότι είχε ξεχάσει τα χρήματα της, στο πορτοφόλι της φίλης της, κάλεσε με το κινητό της τη φίλη της, η οποία δεν απαντούσε, παράλληλα όμως κρατούσε το κινητό προσπαθώντας να δείξει στον κατηγορούμενο με κάποιον μιλά, διότι είχε ανησυχήσει η παθούσα, λόγω του επίμονου κοιτάγματός του. Τότε ο κατηγορούμενος της ζήτησε φωτιά (τσακμάκι) για να ανάψει το τσιγάρο, αλλά εκείνη του απάντησε ότι δεν έχει και συνέχισε να καλεί τη φίλη της στο τηλέφωνο, τότε ο κατηγορούμενος της έκανε νόημα να της πει κάτι, αλλά εκείνη φοβούμενη, άρχισε γρήγορα να περπατά γρήγορα, με σκοπό να επιστρέψει στο μπαράκι, στο ύψος ενός μινι-μάρκετ, και ενώ ο κατηγορούμενος την ακολουθούσε, απότομα την άρπαξε από τη μέση απότομα και τη στρίμωξε ανάμεσα σε δύο ψυγεία, αρχίζοντας να τη φιλάει στα μάγουλα προσπαθώντας να τη φιλήσει στόμα, τον οποίο η παθούσα απωθούσε, φωνάζοντας ταυτόχρονα, ενώ ο κατηγορούμενος παρά τις εκκλήσεις της δεν την άφηνε να φύγει, κρατώντας της το χέρι και εξακολουθώντας να τη φιλά στο, πρόσωπο και το λαιμό, τότε η παθούσα με το άλλο της χέρι κάλεσε στο κινητό τη φίλη της Π., η οποία απάντησε, τότε ο κατηγορούμενος, αντιλαμβανόμενος την εν λόγω κίνηση της παθούσας, προσπάθησε να της πάρει τo κινητό και ενώ αυτή εξακολουθούσε και φώναζε της έκλεισε το στόμα. Τότε η παθούσα σταμάτησε να φωνάζει και αυτός σταμάτησε να της κρατά τα χέρια. Εκείνη τη στιγμή η παθούσα αντιλήφθηκε ένα αυτοκίνητο και άρχισε να κουνά τα χέρια και να καλεί σε βοήθεια. Το αυτοκίνητο αρχικά προσπέρασε, αλλά μετά ξαναγύρισε και το άτομο που ήταν μέσα σ’ αυτό και συγκεκριμένα γυναίκα ονόματι “Τ.”, συνοδηγός, κατέβασε το παράθυρο φωνάζοντας προς τον κατηγορούμενο “ρε τι κάνεις εκεί”, τότε ο κατηγορούμενος, πήρε το ποδήλατο του και έφυγε. Η παθούσα στη συνέχεια κάλεσε εκ νέου τις φίλες της και συνοδεία του πατέρα μιας από αυτές, επέστρεψε στο σπίτι αναφέροντας το περιστατικό μόνο στην αδελφής της και όχι στη μητέρα της, η οποία το πληροφορήθηκε την επομένη ημέρα από την “Τ.” και κατόπιν το απόγευμα της ίδια ημέρας, αφού βρέθηκε ο κατηγορούμενος στην πλατεία του χωριού, στη συνέχεια, κλήθηκε αστυνομία και ο κατηγορούμενος συνελήφθη. Ο κατηγορούμενος εκτός από τη βίαιη καθήλωση της παθούσας στον ανάμεσα στα ψυγεία και τα διαδοχικά φιλιά που της έδωσε, δεν έκαμε καμία άλλη γενετήσια χειρονομία, όπως ψαύση στο στήθος ή στα γεννητικά όργανα της παθούσας, ούτε προσπάθησε να τη ρίξει στο έδαφος και να της αφαιρέσει τα ενδύματα που φορούσε ή έστω με φράσεις να εκδηλώσει πρόθεση για τέλεση συνουσίας ή άλλη ασελγή πράξη, όπως η ίδια η παθούσα αναφέρει στην ανωμοτί κατάθεση της ενώπιον του Ανακριτή Κατερίνης. Το όλο συμβάν διήρκεσε λίγα λεπτά, μέχρις ότου έγινε αντιληπτό από το διερχόμενο οδηγό και τη συνοδηγό, μάρτυρα Κ. Ι. και την ανωτέρω αναφερόμενη “Τ.” οι οποίοι ακούοντας τις φωνές της παθούσας, κατά τα άνω απευθύνθηκαν στον κατηγορούμενο “τι κάνει εκεί” και κατ’ αυτόν τον τρόπο, ανάγκασαν τον κατηγορούμενο να απομακρυνθεί. Από τα παραπάνω περιστατικά δεν προκύπτει πρόθεση του κατηγορουμένου να εξαναγκάσει την παθούσα σε συνουσία ή άλλη ασελγή πράξη. Αν ο κατηγορούμενος είχε σχηματίσει στον νου του την παράσταση του βιασμού της παθούσας και είχε πράγματι λάβει τέτοια απόφαση, τότε θα ήταν λογικά αναμενόμενο να μην αφήσει το ποδήλατο του μέσα στο οδόστρωμα κεντρικού δρόμου με τη σοβαρή πιθανότητα να γίνει αντιληπτός από διερχόμενους, λόγω του ότι ήταν ημέρα εορτασμού της Ανάστασης του Κυρίου και πολύς κόσμος συνηθίζει να διασκεδάζει εκείνη την ημέρα, αργά μετά την Ανάσταση, να οδηγήσει την παθούσα σε σημείο απόμερο και σκοτεινό, ώστε να μη γίνεται αντιληπτή η πράξη του, και όχι στο σημείο που την οδήγησε, το οποίο ήταν έξω από μινι μάρκετ στην κεντρική οδό … που ναι μεν εκείνη την ώρα ήταν κλειστό και η οδός δεν είχε μεγάλη κίνηση, περιβάλλεται (το σημείο) από κατοικίες και φωτιζόταν σε βαθμό που μπορούσε εύκολα να γίνει αντιληπτός από περιοίκους ή διερχόμενους, όπως και έγινε τελικά. Επιπλέον ο κατηγορούμενος, αν είχε την παραπάνω πρόθεση, δεν θα περιοριζόταν κατά την διάρκεια του συμβάντος μόνο σε ασπασμούς της παθούσας, ούτε την επομένη ημέρα θα βρισκόταν στην πλατεία του χωριού, αλλά θα έσπευδε να εξαφανισθεί, για να αποφύγει την σύλληψη του και τις αυστηρές ποινικές συνέπειες που επισύρει η πράξη του βιασμού, αν διακατεχόταν από την αίσθηση ότι είχε αποπειραθεί να διαπράξει τέτοια πράξη. Αντίθετα, από τα ίδια περιστατικά προκύπτει ότι η σωματική βία που άσκησε ο κατηγορούμενος σε βάρος της παθούσας κινήθηκε από τον εγωισμό του, ενόψει της απόκρουσης των σχετικών προτάσεων του εκ μέρους της παθούσας επεδίωξε δε ο κατηγορούμενος με την παρορμητική και στιγμιαία απόφαση του, χρησιμοποιώντας τις υπέρτερες δυνάμεις του και προσφεύγοντας στην ασελγή χειρονομία των επίμονων ασπασμών, όχι να έλθει σε συνουσία με την παθούσα ή να την εξαναγκάσει να υποστεί παρόμοια ασελγή πράξη, προκειμένου να εκτονώσει τη σεξουαλική ορμή του, αλλά (επεδίωξε) να παραβιάσει και παραβίασε πεισματικά και ταπεινωτικά για την παθούσα το πεδίο της γενετήσιας ζωής της, προσβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο βάναυσα τη γενετήσια αξιοπρέπεια αυτής. Επομένως ο κατηγορούμενος δεν τέλεσε την πράξη της απόπειρας βιασμού σε βάρος της παθούσας, για την οποία κατηγορείται, αλλά την αξιόποινη πράξη της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας αυτής κατά επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν” Στη συνέχεια, η πλειοψηφία του παραπάνω δικαστηρίου της ουσίας έκρινε, κατά τα προεκτεθέντα, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, ότι ο κατηγορούμενος δεν τέλεσε την πράξη της απόπειρας βιασμού, για την οποία κατηγορήθηκε (ενώ τα μειοψηφήσαντα τρία μέλη του είχαν τη γνώμη, ότι εκείνος έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος απόπειρας βιασμού), αλλά την πράξη της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας εις βάρος της προμνημονευόμενης παθούσας ανήλικης και, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 4198/2013, το άνω δικαστήριο έπαυσε υπό όρο την εναντίον του ποινική δίωξη για την πράξη αυτή. Ενόψει των ανωτέρω παραδοχών του, το δικαστήριο της ουσίας, δια της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 1, 336 παρ. 1 και 337 παρ. 1 Π.Κ., αφού οι γενόμενες δεκτές ενέργειες του κατηγορουμένου και δη η επίθεση εναντίον της ανήλικης παθούσας κατά τις πρώτες πρωινές ώρες, οπότε επικρατούσε σκότος (νύκτα), ο εγκλωβισμός και η βίαιη καθήλωση αυτής στον κενό χώρο μεταξύ δύο ψυγείων, ο αποκλεισμός της δυνατότητας διαφυγής της, η ακινητοποίησή της με βίαιο κράτημα του χεριού της και η φίμωσή της (κλείσιμο του στόματός της) από αυτόν, για να σταματήσει να φωνάζει, έγιναν με την εκ μέρους του χρήση σωματικής βίας εναντίον της, καταδεικνύουσα σκοπό να καμφθεί η αντίστασή της στις σεξουαλικές ορέξεις του, παρά την αντίθετη θέλησή της, η οποία προκύπτει από τις παραδοχές, ότι αυτή, εκτός από τις εκκλήσεις της να την αφήσει να φύγει, αμυνόταν απωθώντας αυτόν και φωνάζοντας καλούσε σε βοήθεια, συνιστούν δε τμήμα της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του βιασμού, αφού οι παραπάνω ενέργειές του κατέτειναν ευθέως και αμέσως στον εξαναγκασμό αυτής να ανεχθεί τουλάχιστον ασελγή πράξη, δοθέντος ότι οι περιγραφόμενες στο σκεπτικό της πλειοψηφίας πράξεις του και δη οι επίμονοι και αλλεπάλληλοι ασπασμοί στα μάγουλα, στο στόμα και το λαιμό της ανήλικης, εκδηλώνουν έντονο γενετήσιο χαρακτήρα. Έτσι, με βάση τις παραδοχές αυτές, υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αρχή εκτελέσεως της πράξεως του βιασμού, η οποία ανακόπηκε και δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως του κατηγορουμένου, από την αιφνίδια δηλαδή εμφάνιση και παρεμβολή του διερχομένου ζεύγους, το οποίο, σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, τον ανάγκασε να απομακρυνθεί και όχι απλή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας της παθούσας, στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως της οποίας δεν αποτελεί η άσκηση σωματικής βίας κατά του θύματος, που έλαβε χώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά τις προπαρατεθείσες παραδοχές της πλειοψηφίας και προσιδιάζει στο έγκλημα του βιασμού. Κατά συνέπεια, είναι βάσιμος ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προπαρατεθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, αφού αποδόθηκε στις διατάξεις αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και δεν υπήχθησαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που η πλειοψηφία του δικαστηρίου της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη του άρθρου 337 παρ. 1 Π.Κ. (περί προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας). Συνακόλουθα προς τα ανωτέρω πρέπει να λεχθεί, ότι η εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 4198/2013, με επίκληση του οποίου το δικαστήριο της ουσίας έπαυσε υπό όρο την ποινική δίωξη για την παρούσα υπόθεση, αφορά πράξεις, που τελέσθηκαν και φέρουν χαρακτήρα πταίσματος ή πλημμελήματος, για το οποίο απειλείται φυλάκιση μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές, αφού δε ο σκοπός του νόμου τούτου συνίσταται στην ελάφρυνση των δικαστηρίων από την εκδίκαση ήσσονος απαξίας αξιόποινων πράξεων (πταισμάτων και ελαφρών πλημμελημάτων), σε καμία περίπτωση δεν καταλαμβάνει τελεσθείσες κακουργηματικές πράξεις, όπως το επίδικο έγκλημα, το οποίο, ενόψει των παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, συνιστά απόπειρα βιασμού και δεν εμπίπτει στην περίπτωση της ειδικής υπό όρο παραγραφής και εξαλείψεως του αξιοποίνου, που καθιερώνεται από τον ανωτέρω νόμο. Ετσι, δεν τίθεται θέμα απαραδέκτου της συζητήσεως της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως για το λόγο ότι, σύμφωνα με σχετική διάταξη του παραπάνω άρθρου, η υπόθεση θα έπρεπε να τεθεί στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα, διότι ο εσφαλμένος και κατά παραβίαση του νόμου χαρακτηρισμός από το δικαστήριο της ουσίας της προπεριγραφόμενης αξιόποινης πράξεως, ως ελαφρού πλημμελήματος ήσσονος σημασίας και απαξίας, δεν μπορεί να οδηγήσει σε υπό όρο παραγραφή και εξάλειψη του αξιοποίνου για το προεκτεθέν κακούργημα, που τελέσθηκε με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθόσον τούτο αντιστρατεύεται, τόσο στο γράμμα, όσο και στο πνεύμα του άνω νόμου.
Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους του Δικαστηρίου, του Αρεοπαγίτη Αριστείδη Πελεκάνου, έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ειδικότερα, στο άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 4198/2013 ορίζονται τα εξής : “3.α. Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι 31-8-2013 : α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. Στην περίπτωση των πλημμελημάτων, εάν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, συνεχίζεται η κατ’ αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιοποίνου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. β. Οι δικογραφίες που αφορούν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου… γ. … δ. Η κατά τα ανωτέρω παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της ποινικής δίωξης δεν ισχύει για τις παραβάσεις : α) του άρθρου 358 και του άρθρου 377 του Ποινικού Κώδικα για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση, β) του ν. 690/1945, γ) …”. Κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοούμενες σύμφωνα με τον σκοπό θέσπισης τους στο πλαίσιο άσκησης αντεγκληματικής και σωφρονιστικής πολιτικής, ο οποίος συνίσταται στην ελάφρυνση των δικαστηρίων από την εκδίκαση πράξεων ήσσονος εγκληματικότητας και χωρίς έντονη κοινωνικοηθική απαξία (σχετ. αιτιολ. έκθεση ν. 4043/2012, που περιέχει όμοιες ρυθμίσεις, σε ΚΝοΒ έτους 2012 σελ. 170), για όσες αξιόποινες πράξεις εμπίπτουν στο πεδίο ισχύος τους θεσμοθετείται (ως θεσμός αυτοτελής και διαφοροποιημένος από τη γενική παραγραφή) ειδική υπό όρο παραγραφή του αξιοποίνου και επέρχεται από τον χρόνο δημοσίευσης του σχετικού νόμου η παύση της ποινικής δίωξης υπό τον προαναφερόμενο όρο, η οποία (ποινική δίωξη) συνεχίζεται μόνο σε περίπτωση πλήρωσης αυτού. Ειδικότερα, σε περίπτωση πλήρωσης του όρου και νέας αμετάκλητης καταδίκης, η διαδικαστική] πορεία της υπόθεσης που τέθηκε (ή έπρεπε να τεθεί) στο αρχείο συνεχίζεται, χωρίς οποιαδήποτε στέρηση των δικαιωμάτων του καταδικασμένου κατηγορουμένου, από το δικονομικό σημείο που η υπόθεση βρισκόταν κατά τον χρόνο που δημοσιεύτηκε και άρχισε να ισχύει ο ν. 4198/2013 (11/10/2013), οπότε η σχετική υπόθεση ανασύρεται από το αρχείο, στο οποίο είχε τεθεί, για να ακολουθήσει η εκδίκασή της από το αρμόδιο δικαστήριο οποιουδήποτε βαθμού. Η επέλευση της υπό όρο ειδικής παραγραφής και εξάλειψης του αξιοποίνου της πράξης, η οποία είναι συμβατή με το Σύνταγμα και το 7° Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ (σχετικές οι αποφάσεις Ολ.ΑΠ 672/1982 και 11/2001 κατά την ερμηνεία συναφών διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1β ν. 1240/1982 και του άρθρου 25 ν. 2721/1999), η ρητή θέσπιση υποχρεωτικής αρχειοθέτησης της υπόθεσης και η πρόβλεψη για συνέχιση της ποινικής δίωξης μόνο σε περίπτωση πλήρωσης του σχετικού όρου υποδηλώνουν και ενέχουν ως αυτονόητη έννομη συνέπεια τον αποκλεισμό κάθε δικαστικής ενασχόλησης και έρευνας με τη σχετική αξιόποινη πράξη ή ενδίκου μέσου κατά απόφασης που τυχόν εκδόθηκε γι’ αυτή (ως προς το παραδεκτό, τη νομιμότητα ή τη βασιμότητά του) για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η νομική κατάσταση της υπό όρο παύσης της ποινικής δίωξης, η οποία (νομική κατάσταση) αίρεται μόνο με τη σύννομη επανενεργοποίηση της ποινικής δίωξης μετά την πλήρωση του όρου. Έτσι, κατά το χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση του ν. 4198/2013 (11-10-2013) μέχρι τη συνέχιση της ποινικής δίωξης που έπαυσε υπό όρο, κατά το οποίο η υπόθεση ήταν ή έπρεπε να ήταν αρχειοθετημένη, δεν είναι επιτρεπτή η εισαγωγή αυτής (ή ενδίκου μέσου κατηγορουμένου ή εισαγγελέα κατά σχετικής απόφασης που έχει εκδοθεί γι’ αυτή) προς συζήτηση ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, η οποία (συζήτηση), εάν επιδιωχθεί από διάδικο ή από τον εισαγγελέα, κηρύσσεται απαράδεκτη.
Η ένδικη πλημμεληματική πράξη, όπως τελικά αυτή χαρακτηρίστηκε και καταγνώστηκε από το ΜΟΔ Θεσσαλονίκης, προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας του άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ, εμπίπτει στη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 4198/2013, η οποία έχει εφαρμογή σε κάθε περίπτωση πλημμελήματος, που απειλείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή με χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές και δεν υπάγεται στις ρητές εξαιρέσεις της παρ. δ’ , ανεξάρτητα από το αν ο σχετικός νομικός χαρακτηρισμός αποδόθηκε εξαρχής από το εισαγγελέα που άσκησε την ποινική δίωξη ή μεταγενέστερα από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο με μεταβολή της αρχικής κατηγορίας. Τέτοια περιοριστική διάκριση δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στο γράμμα των σχετικών διατάξεων και στον σκοπό του νόμου, ο οποίος, αντίθετα, για τη συναφή περίπτωση της υπό όρο παραγραφής στερητικών της ελευθερίας ποινών διάρκειας μέχρι έξι μήνες, στη διάταξη της παρ. 4γ’ του άρθρου 8 εξαιρεί ρητά από τη σχετική ρύθμιση τις εγκληματικές πράξεις των άρθρων 237, 242, 256, 258 και 390 ΠΚ, οι οποίες διαφορετικά θα ενέπιπταν στη σχετική διάταξη και για τις οποίες η ποινική δίωξη μπορεί να ασκηθεί ως κακουργηματική και στη συνέχεια η κατηγορία να μεταβληθεί σε πλημμεληματική από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο, υποδηλώνοντας έτσι σαφώς ότι δεν συνδέει αναγκαίως τη συγκεκριμένη αντεγκληματική και σωφρονιστική επιδίωξή του με τον νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε αρχικά στην πράξη, αλλά με την ουσιαστική ποινική και ηθικοκοινωνική απαξία της, όπως αυτή εκφράζεται και αντανακλάται στην επιβαλλόμενη ποινή.
Μετά από αυτά, πρέπει, κατά παραδοχή της υπό κρίση αιτήσεως του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, να αναιρεθεί κατά πλειοψηφία η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συντιθέμενο από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, κατά πλειοψηφία, την υπ’ αριθ. 251-253/2014 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Οκτωβρίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Δεκεμβρίου 2015.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.
XII) Αριθμός 1880/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Μαγγίνα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την υπ`αριθ.260/2019 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Γεώργιο Παπαηλιάδη – Εισηγητή, Ναυσικά Φράγκου, Βασιλική Ηλιοπούλου και Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτριου Δασούλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου … του …, κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Θωμά, για αναίρεση της υπ`αριθ.296/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)…. του .. και 2)…. του …, κατοίκων … και ήδη …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χαράλαμπο Πέτσικο.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην επιδοθείσα την 12.7.2019 στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπ`αριθμ.πρωτ…./12.7.2019 από 12.7.2019 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …./19.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α)να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και δη μόνον κατά τη διάταξή της περί επιβολής ποινής και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί αν είναι δυνατόν από τους ίδιους Δικαστές και β)να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η επιδοθείσα την 12-7-2019 στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπ` αριθμ. πρωτ: ../12-7-2019 από 12-7-2019 αίτηση (ορθώς δήλωση) του … του … και …, κατοίκου …, για αναίρεση της υπ` αριθμ. 296/2019 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2, 3 και 474 παρ. 4 του Κ.Π.Δ.). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ` ουσία.
Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 του ισχύοντος μέχρι την 30-62019 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Προκειμένου, ειδικότερα, για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, η διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 του ισχύοντος μέχρι την 30-6-2019 Κ.Π.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 19 περ. β του Νόμου 2408/1996, όμοια είναι και η διάταξη του άρθρου 487 του ισχύοντος από την 1-7-2019 Κ.Π.Δ., ορίζει ότι “η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στην σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη”. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου και πρέπει να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, δηλαδή, πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές και νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση, δεδομένου μάλιστα, ότι με την απαγγελία της αθωωτικής απόφασης στο ακροατήριο (με συνοπτική συνήθως αιτιολογία) ο Εισαγγελέας έχει άμεση πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, καθώς και στα πρακτικά της συνεδρίασης του δικαστηρίου, όπου η καταχώρηση των μαρτυρικών καταθέσεων και η απολογία του κατηγορουμένου (Ολ. Α.Π. 9/2005). Αν η έφεση του Εισαγγελέα δεν έχει τέτοια αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, την κρίνει παραδεκτή και, ακολούθως εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης, καταλήξει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας του, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η` του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθμ. 296/2019 απόφασή του και τα ενσωματωμένα σ` αυτήν πρακτικά, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης με συμπροσβαλλόμενη προπαρασκευαστική απόφασή του, απέρριψε τον ισχυρισμό, που προέβαλε και ανέπτυξε προφορικά ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου περί απαραδέκτου, λόγω αοριστίας της, της έφεσης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Μυτιλήνης κατά της υπ` αριθμ. …/15-5 2018 αθωωτικής για τον αναιρεσείοντα απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης για το αδίκημα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας με παθόντα νεότερο των 12 ετών κατά συρροή και δέχθηκε τυπικά την έφεση αυτού, στην συνέχεια δε εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου. Στην έκθεση που συντάχθηκε για την ανωτέρω έφεση από τον αρμόδιο Γραμματέα του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης με αριθμό ../21-5-2018, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται για την έρευνα της βασιμότητας του κατωτέρω λόγου αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η` του Κ.Π.Δ., αναφέρεται ότι ο εν λόγω Εισαγγελέας ασκεί έφεση κατά της πρωτόδικης απαλλακτικής για τον κατηγορούμενο-
αναιρεσείοντα απόφασης για τους εξής λόγους: “Ο ανωτέρω κατηγορούμενος φέρεται ως υπαίτιος του ότι στην …, κατά το χρονικό διάστημα από 10-8-2014 έως 18-8-2014, προσέβαλε βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλων στο πεδίο της γενετήσιας ζωής τους με ασελγείς χειρονομίες και προτάσεις, που αφορούν ασελγείς πράξεις και είναι νεότεροι των 12 ετών και ειδικότερα στον ανωτέρω τόπο και χρόνους χάιδεψε στα γεννητικά όργανα τοποθετώντας το χέρι του, μέσα από το εσώρουχο αυτών, τις ανήλικες: α) …. του … και .., β) … του … και …, ούσες ανήλικες, που δεν είχαν συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας τους, καθόσον ήταν μόνον εννέα (9) ετών αμφότερες, προσβάλλοντας βάναυσα με τις πράξεις του αυτές τη γενετήσια ζωή τους. Κατά την κρίση μας, σχηματίσθηκε δικανική πεποίθηση πέραν αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος … διέπραξε το ως άνω αδίκημα, εις βάρος των δύο ανήλικων κοριτσιών, ήτοι της α) … του …, β) … του … και …. Η τέλεση της πράξης αποδείχθηκε από τα εξής αναγνωστέα έγγραφα και καταθέσεις:
- Την από 2-10-2014 έκθεση εξέτασης της ανήλικης μάρτυρα … ενώπιον της κας Πταισματοδίκη Μυτιλήνης με την παρουσία ψυχολόγου. Η ανήλικη στην ανωτέρω κατάθεσή της περιγράφει με σαφήνεια την πράξη που τέλεσε ο κατηγορούμενος και συγκεκριμένα ότι “μετά ήρθε κοντά μου, με πήρε αγκαλιά, έκατσε στην καρέκλα και με πήρε στα πόδια του. Στη συνέχεια έβαλε το χέρι του μέσα από το σορτσάκι που φορούσα κα μέσα από το εσώρουχό μου και μου χάιδεψε τα γεννητικά μου όργανα….”. Στην ίδια δε κατάθεση αναφέρει ότι “μετά από λίγες μέρες, δεν θυμάμαι ακριβώς πότε, η φίλη μου …) μου είπε ότι ο … έκανε και σε εκείνη την ίδια κίνηση, συγκεκριμένα μου είπε ότι την είχε βρει στο πάρκινγκ του χωριού, ότι την έπιασε από το πόδι και έβαλε το χέρι του κάτω από το ρούχο της στα γεννητικά της όργανα. Εγώ επειδή φοβήθηκα και για τη φίλη μου και για μένα, ότι μπορεί να μας κάνει κάτι κακό, είπα ό,τι έγινε στον μπαμπά μου”.
- Την από 14-10-2014 έκθεση εξέτασης της ανήλικης μάρτυρα … ενώπιον της κας Πταισματοδίκη Μυτιλήνης. Η ανήλικη .., 10 ετών, στην ανωτέρω κατάθεσή της επιβεβαιώνει πλήρως και τα δύο περιστατικά και δηλώνει ότι τα γνωρίζει από τις ίδιες τις παθούσες φίλες της. Θα πρέπει βεβαίως να σημειωθεί σύμφωνα με την από 2-10-2014 έκθεση εξέτασης της ανήλικης μάρτυρα …. ενώπιον της κας Πταισματοδίκη Μυτιλήνης, με την παρουσία ψυχολόγου, η ίδια αναφέρει ότι ο … “πήρε τη … αγκαλιά, τη σήκωσε από την καρέκλα που καθόταν και την έβαλε πάνω στα πόδια του….. Μετά από μέρες η .. μου είπε ότι εκείνη τη μέρα που είχαμε πάει στον …. και την είχε πάρει αγκαλιά, την είχε χαϊδέψει στα γεννητικά της όργανα”. Περαιτέρω, στην ίδια κατάθεση αυτής, η ανήλικη … αναφέρει ότι ο … “δεν έχει κάνει κάτι που δεν μου αρέσει, ούτε με χάιδεψε κάπου που να μην μου αρέσει”. Πλην, όμως, εκ της από 2-10-2014 εκθέσεως ψυχολογικής εκτιμήσεως της Ψυχολόγου … που παρέστη κατά την εξέταση της ως άνω ανήλικης, προκύπτει ότι η ίδια απεδέχθη μεν την πρόσκληση να καταθέσει μόνη, “όμως κοιτά τον πατέρα της ώστε να πάρει την έγκρισή του. Ο πατέρας δεν φαίνεται να είναι απόλυτα σύμφωνος”….. “δεν κάνει πάντα οπτική επαφή, κρατά το βλέμμα της χαμηλά, φοβισμένα στο πάτωμα. Δεν κάνει απόλυτα συναισθηματική επαφή είναι ιδιαίτερα αγχωμένη και φοβισμένη, ανήσυχη”. Οι διαπιστώσεις αυτές, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, όπως επιβεβαιώνει ο πατέρας της ανήλικης ……….. του …, στην από 2-10-2014 μαρτυρική του κατάθεση, ο … είναι κουμπάρος του και γνωρίζονται από το έτος 2000, καθιστούν μη αξιόπιστη την μαρτυρική κατάθεση της ανήλικης. Επειδή από το σύνολο της ακροαματικής διαδικασίας και των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων προέκυψε χωρίς αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη για την οποίαν κατηγορείται, συνεπώς, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, εκτίμησε εσφαλμένως τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα αναγνωστέα έγγραφα, ζητώ την παραδοχή της έφεσής μου”. Η έφεση αυτή, όπως διατυπώθηκε, περιέχει την απαιτούμενη για το παραδεκτό της, κατά τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του προβαλλόμενου λόγου της, αφού εκτίθενται
σ` αυτήν οι συγκεκριμένες περί την εκτίμηση των αποδείξεων πλημμέλειες της εκκαλούμενης αθωωτικής απόφασης ως προς την πράξη της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας σε βάρος της εννέα (9) ετών ανήλικης …., η οποία αποδίδεται στον κατηγορούμενο και η οποία μόνον ενδιαφέρει πλέον μετά την απαλλαγή του αναιρεσείοντος για την ίδια πράξη σε βάρος της ανήλικης, …, και προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να πεισθεί για την ενοχή του κατηγορουμένου και συνεπώς οι λόγοι για τους οποίους οδηγήθηκε σε εσφαλμένη, κατά τον εκκαλούντα Εισαγγελέα, αποδεικτικό πόρισμα. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο εξέδωσε αθωωτική απόφαση, για το λόγο ότι δεν έλαβε υπόψη του και δεν αξιολόγησε τις διαλαμβανόμενες στην έκθεση έφεσης καταθέσεις της παθούσας καθώς και των ανηλίκων, … και…, στοιχεία από τα οποία, κατά τον εκκαλούντα Εισαγγελέα, προέκυπτε η τέλεση της αποδιδόμενης στον αναιρεσείοντα πράξης σε βάρος της ανωτέρω ανήλικης. Άλλη, επιπλέον, αιτιολογία δεν ήταν αναγκαία, ούτε ήταν απαραίτητο να γίνεται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους και ως εκ τούτου οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος στερούνται βασιμότητας. Επομένως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, με το να κρίνει τυπικά δεκτή την ανωτέρω έφεση και να επιληφθεί, στην συνέχεια, της κατ` ουσία έρευνάς της, ορθά κατά τούτο έκρινε και δεν υπέπεσε, κατ` εκτίμηση, στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η` του Κ.Π.Δ., όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Νόμο 4619/2019 και ισχύοντος από 1-7-2019 (άρθρο δεύτερο του Νόμου 4619/2019) Ποινικού Κώδικα “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στην συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, επιεικέστερος είναι ο νόμος που στην συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι` αυτόν και δεν αποκλείεται στην συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος νόμος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται αφενός ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή. Ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται όχι μόνον αυτός που προσδιορίζει το είδος και το ύψος της ποινής, αλλά και κάθε διάταξη, που μπορεί να επηρεάσει την τύχη του κατηγορουμένου.
Ευμενέστερος είναι και ο νόμος που καταργεί επιβαρυντική περίσταση με την παραδοχή της οποίας μέχρι την κατάργησή της επιτείνονταν η κατά του δράστη απειλούμενη ποινή. Η στερητική της ελευθερίας ποινή είναι βαρύτερη της χρηματικής ποινής. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514 και 511 εδάφιο τελευταίο του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι στην περίπτωση που μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και την προβλεπόμενη ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει και αυτεπάγγελτα, κατ` άρθρο 2 παρ. 1 του Π.Κ., το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορουμένου κατά την συζήτηση της τελευταίας
(Α.Π. 1466/2019, Α.Π. 130/2017). Επειδή κατά μεν τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 337 παρ. 1 του Π.Κ., όπως ίσχυε μέχρι την 30-6-2019, (1) “όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή χρηματική ποινή”, (2) “με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος των 12 ετών” σύμφωνα δε με τις ίδιες διατάξεις του αυτού άρθρου 337 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., (1) “όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, με γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση” (2) “με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος των δώδεκα ετών”. Από την σύγκριση των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι, όσον αφορά την πράξη σε βάρος παθόντος νεότερου των 12 ετών, ευμενέστερη διάταξη που οδηγεί στην επιεικέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, είναι αυτή του ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα, καθόσον με αυτήν προβλέπεται διαζευκτικά ποινή φυλάκισης χωρίς ελάχιστο όριο, δηλαδή από 10 ημέρες έως 2 έτη ή χρηματική ποινή, ενώ η προηγούμενη διάταξη, που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, προέβλεπε φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών. Η νέα αυτή διάταξη του Π.Κ., ως ευνοϊκότερη της προηγούμενης ρύθμισης εφαρμόζεται και για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής του. Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, του ισχύοντος Π.Κ., “γενετήσια πράξη” είναι η συνουσία και άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα, από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως είναι η “παρά φύσιν” συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός ή πεολειξία και η αιδοιολειξία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων, ενώ ως χειρονομίες “γενετήσιου χαρακτήρα” νοούνται πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες όμως προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος που δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη. Έτσι για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας αρκεί να λάβουν χώρα χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα ή προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, προσβλητικές κατά τρόπο βάναυσο της τιμής άλλου. Για την στοιχειοθέτηση δε της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού απαιτείται δόλος συνιστάμενος στην γνώση και θέληση πραγμάτωσης των στοιχείων της πράξης (Α.Π. 20/2011, Α.Π. 1764/2008). Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Π.Δ., λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο της ουσίας για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (τα αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί, η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, ούτε να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και εξέτασε όλα τα αποδεικτικά μέσα, και όχι μόνον μερικά από αυτά, για να μορφώσει την περί ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου κρίση του καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής. Ακόμη πρέπει να προκύπτει ότι το δικαστήριο ερεύνησε με επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέσθηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε προκύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και η παράλειψη αναφοράς κάθε αποδεικτικού στοιχείου, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, αφού αυτός ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Άλλωστε, ο άμεσος δόλος πρέπει να προσδιορίζεται με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την ύπαρξη του στοιχείου της γνώσης, διότι η γνώση, ως ενδιάθετη βούληση, επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη, κατά τρόπον ώστε να συνάγεται σαφώς ότι το περιεχόμενο του εγκλήματος που έχει τελέσει, ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του (Ολ. Α.Π. 1/2005, Α.Π. 491/2018, Α.Π. 979/2017). Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη υπ` αριθμ. 296/2018 απόφασή του κήρυξε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο ένοχο, για προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας της παθούσας ..-
…, ετών εννέα (9) και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών με τριετή αναστολή. (Σημειώνεται ότι με την ίδια απόφαση το Δικαστήριο κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο για την ίδια ως άνω πράξη, που φέρεται ότι τελέσθηκε σε βάρος της ανήλικης, …., επίσης εννέα (9) ετών). Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προαναφερόμενης απόφασής του, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των, κατ` είδος, μνημονευομένων σ` αυτήν αποδεικτικών μέσων (ανώμοτες καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, καταθέσεις μαρτύρων κατηγορητηρίου, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο κατηγορούμενος είναι κάτοικος του χωριού …. Είναι άγαμος και δεν έχει τέκνα. Είναι κύριος τυροκομείου, έχει εκλεγεί σε αιρετές θέσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση και ασχολείται με τα κοινά. Τι έτος 2014 ήταν πενήντα ετών. Η οικογένεια του I. (δεύτερος μάρτυρας του κατηγορητηρίου) και της … με θυγατέρα την …. καθώς επίσης και η οικογένεια του … και της .. (πολιτικώς ενάγοντες) με θυγατέρα την …. ήλθαν από την Αλβανία και εγκαταστάθηκαν στην Άντισσα προ πολλών ετών. Τα ενήλικα μέλη των οικογενειών εργάζονται σε διάφορες εργασίες στην Άντισσα. Ο …. γνωρίζεται με τον κατηγορούμενο από το έτος 2000 και είναι κουμπάροι. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος βάπτισε τον υιό των … και …. Αμφότερες οι ανωτέρω ανήλικες, δηλαδή η …. και η …-
…, γεννήθηκαν το έτος 2005 και επομένως το έτος 2014 ήταν ηλικίας εννέα ετών. Ο κατηγορούμενος γνωριζόταν και με την οικογένεια … αφενός λόγω του μικρού πληθυσμού, που ζει στην Άντισσα, αφετέρου επειδή στο παρελθόν ο … εργάσθηκε μερικές ημέρες σε αυτόν σε χειρονακτικές εργασίες και εκ τρίτου διότι η .. εργάζεται σε καφετέρια της Άντισσας, στην οποίαν ενίοτε συχνάζει ο κατηγορούμενος. Επίσης, ο κατηγορούμενος γνωρίζεται με την ανήλικη …., επειδή αυτή ήταν μέχρι το έτος 2014 φίλη της ….. Οι δύο ανήλικες, όποτε συναντούσαν τον κατηγορούμενο στο δρόμο, τον πλησίαζαν, αντήλλασσαν χαιρετισμό και αυτός συνήθιζε να δίνει σε αυτές μικροποσά, τα οποία ο ίδιος προσδιόρισε στα ένα-δύο ευρώ και καραμέλες. Αυτές δεχόταν αυτά τα χρήματα και τις καραμέλες από τον κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος είναι κύριος καταστήματος εντός του οικισμού της Άντισσας, το οποίο δεν λειτουργεί ως εμπορικό κατάστημα, αλλά ως αποθήκη των τυροκομικών προϊόντων και εξωτερικά δεν έχει προθήκες, αλλά αδιαφανείς υαλοπίνακες. Σε μη εξακριβωθείσα ημερομηνία, πάντως μεταξύ 10-8-2014 και 18-8-2014, ο κατηγορούμενος, ο οποίος βρισκόταν εντός του καταστήματος, αντιλήφθηκε να διέρχονται οι δύο ανήλικες έξω από αυτό και τις κάλεσε εντός αυτού. Πρότεινε να καθίσουν σε καρέκλες και έπειτα προσέφερε σε κάθε μία από δύο ευρώ και καραμέλες. Αυτές δέχθηκαν τα χρήματα και τις καραμέλες και τότε ο κατηγορούμενος κάθισε στην καρέκλα της …., την τράβηξε κοντά του και την έβαλε να καθίσει στα πόδια του.
Έπειτα, έβαλε το χέρι του κάτω από το εσώρουχό της και την χάιδεψε στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Αυτή σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να υπάρξει περαιτέρω κλιμάκωση της κατάστασης. Συζήτησε το συμβάν με την φίλη της … και περαιτέρω το συζήτησαν αμφότερες με την φίλη τους …, η οποία τις συμβούλευσε να το αποκαλύψουν στους γονείς τους. Μάλιστα, κατά τις συζητήσεις τους, ο κατηγορούμενος φερόταν να έχει συμπεριφερθεί παρομοίως και στην … πλην όμως ως προς αυτή δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, δεδομένου μάλιστα ότι ο πατέρας της, εξετασθείς στο ακροατήριο, το αρνήθηκε, ισχυριζόμενος ότι η θυγατέρα του τον διαβεβαίωσε ότι δεν είχε συμβεί τίποτε κακό μεταξύ αυτής και του κατηγορουμένου. Λίγες ημέρες αργότερα, η … … εκμυστηρεύθηκε αρχικά στον πατέρα της και την επομένη ημέρα στη μητέρα της, τι είχε συμβεί και αυτός κατάγγειλε στην αστυνομία την συμπεριφορά του κατηγορουμένου εις βάρος της θυγατέρας του. Κατά την εξέτασή της στην ποινική προδικασία η …-
… επανέλαβε όσα είχε πει στους γονείς της χωρίς αυτά να θεωρηθούν αναξιόπιστα (βλ. την αναγνωσθείσα ψυχολογική έκθεση πραγματογνωμοσύνης ανηλίκου υπ` αριθμ. ../278-2014 της ψυχολόγου του …. Νοσοκομείου ……..). Όταν το επίμαχο συμβάν άρχισε να συζητείται στο κοινωνικό περιβάλλον των εμπλεκόμενων οικογενειών, η … είπε στον πατέρα της …, εξετασθέντα ως μάρτυρα, ότι και αυτή είχε πληροφορηθεί την συμπεριφορά του κατηγορουμένου προς την ………… κατέθεσε ότι πρώτα άκουσε για το επίμαχο συμβάν εκτός της οικίας του και έπειτα του το επιβεβαίωσε και η θυγατέρα του, η οποία το είχε πληροφορηθεί από την ίδια την ………. Το γεγονός ότι ούτε ο … απευθύνθηκε στην αστυνομία αμέσως μόλις πληροφορήθηκε την συμπεριφορά του κατηγορουμένου εις βάρος της θυγατέρας του, αλλά ούτε και ο … απευθύνθηκε στον … αμέσως μόλις επιβεβαίωσε από την θυγατέρα του την συμπεριφορά του κατηγορουμένου εις βάρος της …., αλλά για κάθε ενέργεια παρήλθε χρόνος τουλάχιστον μιας ημέρας, δεν αναιρεί την αλήθεια του αποδειχθέντος πραγματικού γεγονότος. Ο …. αντέδρασε ψύχραιμα μόλις η θυγατέρα του διηγήθηκε το συμβάν σ` αυτόν, επειδή ήθελε να το πληροφορηθεί πρώτα και η σύζυγός του και επιπλέον ο κατηγορούμενος ήταν συγχωριανός τους και ήταν γνωστό ότι προσέφερε συχνά καραμέλες και μικροποσά στην θυγατέρα του. Δηλαδή, ήθελε να βεβαιωθούν αυτός και η σύζυγός του για την αξιοπιστία της αφήγησης της θυγατέρας του και μόλις αυτό έγινε, τότε απευθύνθηκε στην αστυνομία. Επίσης, ο …. δεν εμπλεκόταν στο συμβάν αυτό, όπως επίσης δεν εμπλεκόταν και η θυγατέρα του .., οπότε δεν είναι δυνατό να του καταλογισθεί και να οδηγήσει στη δημιουργία αμφιβολιών η παράλειψή του να ενημερώσει αμέσως τον … και ενδεχομένως και την αστυνομία για όσα έμαθε από την θυγατέρα του. Επίσης, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι ο … είχε ζητήσει στο παρελθόν χρήματα από τον κατηγορούμενο και, επειδή αυτός δεν του τα έδωσε, αυτός του κρατούσε κακία και γι` αυτό τον κατήγγειλε, για την αξιόποινη πράξη για την οποίαν κατηγορείται. Σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, εάν ο … επιθυμούσε να αποσπάσει χρήματα από τον κατηγορούμενο, θα είχε ασκήσει αγωγή ως ασκών τη γονική μέριμνα της παθούσας θυγατέρας του, με αίτημα την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, όμως δεν το έπραξε. Αυτό συνηγορεί υπέρ της διαπίστωσης ότι η κατηγορία είναι ουσιαστικά βάσιμη και δεν την επινόησε ο πατέρας της παθούσας διαστρεβλώνοντας τα γεγονότα, επειδή κατηγορούμενος δεν τον είχε βοηθήσει οικονομικά στο παρελθόν. Η παραπάνω αποδειχθείσα συμπεριφορά του κατηγορουμένου συνιστά βάναυση προσβολή της αξιοπρέπειας της …., η οποία ήταν ηλικίας μόλις εννέα (9) ετών, δηλαδή νεότερη των δώδεκα (12) ετών, στο πεδίο της γενετήσιας ζωής της. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξης, για την οποίαν κατηγορείται, ως προς την ….”. Μετά ταύτα το Δικαστήριο και υπό τις παραδοχές αυτές κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, κατά πιστή μεταφορά του ότι: “Στην …, κατά το χρονικό διάστημα από 10-8-2014 έως 18-8-2014, προσέβαλε βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του με ασελγείς χειρονομίες και προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις και είναι νεότερο των δώδεκα (12) ετών και ειδικότερα στον ανωτέρω τόπο και χρόνους χάιδεψε στα γεννητικά του όργανα τοποθετώντας το χέρι του μέσα από το εσώρουχο αυτής, της ανήλικης ……. του … και της …, ούσα ανήλικη που δεν είχε συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του, καθόσον ήταν μόλις εννέα (9) ετών, προσβάλλοντας βάναυσα με τις πράξεις του αυτές την γενετήσια ζωή του”. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, για την οποίαν καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1 και 337 παρ. 1 και 2 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την ανήλικη …., ετών εννέα (9) και την οικογένειά της, ότι η ανήλικη όποτε συναντούσε τον κατηγορούμενο στο δρόμο, τον πλησίαζε, αντήλλασσαν χαιρετισμό και αυτός συνήθιζε να της δίνει μικροποσά, 1-2 ευρώ, και καραμέλες, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 10-8-2014 μέχρι 18-8-2014 ο κατηγορούμενος, ο οποίος βρισκόταν εντός του καταστήματός του, ήτοι αποθήκη τυροκομικών προϊόντων, χωρίς προθήκες αλλά αδιαφανείς υαλοπίνακες, αντιλήφθηκε να διέρχεται η ανήλικη, με την φίλη της, έξω από αυτό και τις κάλεσε εντός αυτού, ότι πρότεινε να καθίσουν σε καρέκλες και προσέφερε σε κάθε μία από δύο ευρώ και καραμέλες, ότι αυτές δέχθηκαν τα χρήματα και τις καραμέλες, ότι τότε ο αναιρεσείων κάθισε στην καρέκλα της παθούσας, την τράβηξε κοντά του, την έβαλε να καθίσει στα πόδια του και στην συνέχεια έβαλε το χέρι του κάτω από το εσώρουχό της και την χάιδεψε στην περιοχή των γεννητικών οργάνων και ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, πως ο πατέρας της ανήλικης του είχε ζητήσει χρήματα στο παρελθόν. Προσέτι αναφέρονται στην αιτιολογία της απόφασης τα αποδεικτικά μέσα, κατά το είδος τους, μεταξύ των οποίων και καταθέσεις του μάρτυρα του κατηγορουμένου …, στο πρωτόδικο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, από το σύνολο των οποίων το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο ανάγκη, να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά, ούτε να προβεί σε αξιολογική συσχέτισή τους και σύγκριση μεταξύ τους και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις.
Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για το λόγο ότι δεν ελήφθη υπόψη η κατάθεση του μάρτυρα …., στο πρωτόδικο δικαστήριο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Η αιτίαση ότι δεν έγινε μνεία της αντίφασης μεταξύ των καταθέσεων παρουσία ψυχολόγου των δύο ανηλίκων, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, είναι απαράδεκτη, καθόσον αφορά την ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ως προς την ποινή, όμως, συντρέχει περίπτωση εφαρμογής αυτεπαγγέλτως, κατά τα άρθρα 2 παρ. 1 του Π.Κ. και 511 εδ. γ` του Κ.Π.Δ., των επιεικέστερων, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διατάξεων του άρθρου 337 παρ. 1 και 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, κατ` εφαρμογή των προαναφερθεισών επιεικέστερων διατάξεων, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει και δη μόνον ως προς την επιβληθείσα ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το μέρος τούτο, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο, αν είναι δυνατόν, από τους ίδιους δικαστές (άρθρα 519 και 522 του Κ.Π.Δ.), ενώ κατά τα λοιπά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ` αριθμό 296/2019 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης και δη μόνον κατά τη διάταξή της περί επιβολής ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο, αν είναι δυνατό, από τους ίδιους δικαστές που δίκασαν και προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την επιδοθείσα την 12-7-2019 στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπ` αριθμ. πρωτ: ../12-7-2019 από 12-7-2019 αίτηση (ορθώς δήλωση) του … του .. και …, κατοίκου …, για αναίρεση της υπ` αριθμ. 296/2019 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Νοεμβρίου 2019.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Νοεμβρίου 2019.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Α.Σ.
XIII) Αριθμός 555/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αγγελική Αλειφεροπούλου – Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Δημήτριο Τζιούβα και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου Δ. Θ. του Γ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ελευθέριο Μυλωνά, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 120, 121/2015 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Ιουλίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 830/2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση (όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Ποιν.Δ.) για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Μεταξύ των κυριοτέρων αποδεικτικών μέσων της ποινικής διαδικασίας περιλαμβάνεται, κατά το άρθρ. 178 περ. γ’ Κ.Ποιν.Δ., και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τους ανακριτικούς υπαλλήλους ή το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου, η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως, ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως συμβαίνει όχι μόνο, όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως, ότι τα πορίσματά της λήφθηκαν υπόψη και έγιναν δεκτά από το δικαστήριο ή, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Επίσης η πραγματογνωμοσύνη αυτή, η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο (ή το δικαστικό συμβούλιο), κατά την αρχή της ηθικής αποδείξεως, που καθιερώνεται από το άρθρ. 177 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, με την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων. Οφείλει, όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Διαφορετικά, αν δεν προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Η απλή, όμως, γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση για γεγονότα που τίθενται υπόψη τους (ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη) ή η πραγματογνωμοσύνη που ενεργήθηκε δυνάμει αποφάσεως πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου, δεν ταυτίζονται με το προβλεπόμενο στο άρθρο 178 Κ.Ποιν.Δ. αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, που διατάσσεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 183 του ίδιου Κώδικα (αφού δεν συντάσσονται ύστερα από παραγγελία του αρμόδιου ανακριτικού υπαλλήλου ή του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου ή του ποινικού δικαστηρίου), αλλά λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και το πόρισμά τους συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις για τη διαμόρφωση της κρίσεώς του, ως απλά έγγραφα, οπότε δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύονται ως ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, ούτε απαιτείται ειδική αιτιολογία για τη μη αποδοχή τους.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ’ αριθ. 120-121/2015, αποφάσεώς του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: Η Δ. Χ. του Ι. γεννημένη στις 12.3.1983, την καλοκαιρινή περίοδο του έτους 1995 που ήταν ανήλικη, έχοντας συμπληρώσει τα δώδεκα αλλά όχι και τα δέκα τρία χρόνια της ηλικίας της φιλοξενήθηκε στην οικία της γιαγιάς της από τη μητέρα της στη Νέα Ποτίδαια Χαλκιδικής όπου σε διπλανή οικία στο ίδιο οικόπεδο κατοικούσε και η οικογένεια της θείας της ήτοι της αδελφής της μητέρας της με τον κατηγορούμενο σύζυγό της και τα τέκνα τους. Η φιλοξενία αποσκοπούσε σε διακοπές της ανήλικης λόγω του ότι οι γονείς της δεν ήταν σε θέση να της παράσχουν τη δυνατότητα διακοπών, ιδίως επειδή η μητέρα της έπασχε από κατάθλιψη και ο πατέρας της εργαζόταν ως οικοδόμος για την αντιμετώπιση των οικογενειακών τους αναγκών. Κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.1995 μέχρι τις 11.3.1996, κατά το οποίο η ανήλικη είχε υπερβεί το 12ο έτος της ηλικίας της όχι όμως και το 13ο έτος, ο κατηγορούμενος θείος της, σύζυγος της ως άνω αδελφής της μητέρας της και πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων, που, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, διέμενε με τη σύζυγό του και τα τέκνα του στη Ν.Ποτίδαια δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς της, κειμένου επί του αυτού οικοπέδου, με το πρόσχημα να της μάθει να οδηγεί, την επιβίβαζε στο ΙΧΕ αυτοκίνητό του με σκοπό να μείνει μόνος μαζί της και να έχει την ευκαιρία να ενεργεί σε βάρος της ασελγείς πράξεις. Ειδικότερα, αφού την περιέφερε με το αυτοκίνητό του στις αγροτικές περιοχές της … σε ημερομηνίες που δεν κατέστη δυνατόν να διαπιστωθούν επακριβώς, της έλεγε να πιάσει το τιμόνι του αυτοκινήτου του, ενώ αυτή καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Τότε αυτός άρχιζε να τη θωπεύει στο στήθος και στην περιοχή των γεννητικών της οργάνων, με σκοπό την γενετήσια διέγερσή του. Για να την αποτρέψει δε να το αποκαλύψει στους γονείς της, της έλεγε ότι δεν πρέπει να το αποκαλύψει γιατί θα κάνει πολύ κακό στην υγεία της άρρωστης μητέρας της που εκείνο το χρονικό διάστημα έπασχε από την ως άνω ψυχική νόσο (κατάθλιψη). Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι και όλον τον Αύγουστο του ιδίου έτους, οπότε σε μία νέα βόλτα τους, την ξάπλωσε στη θέση του συνοδηγού και μετά από θωπείες των γεννητικών της οργάνων, της είπε “πως είναι καιρός να γίνει γυναίκα” και αφού της αφήρεσε τα ενδύματά της, εισήγαγε το σε στύση πέος του στο αιδοίο της, εκσπερματώνοντας και ικανοποιώντας την γενετήσια επιθυμία του. Στην συνέχεια της είπε πως δεν πρέπει να μιλήσει σε κανέναν για το ανωτέρω γεγονός, όπως και για τα προηγηθέντα, ασκώντας σε βάρος της ψυχολογική πίεση και έμμεση απειλή λέγοντάς της ότι εάν μαθευτεί τι γινόταν μεταξύ τους, θα επιδεινωνόταν η κατάσταση της υγείας της μητέρας της. Παράλληλα, για να την δελεάσει ώστε να μην αναφέρει τα περιστατικά αυτά που συνεχιζόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα τρείς φορές το μήνα, στους γονείς της, της προσέφερε διάφορα μικροδώρα, όπως ένα ψεύτικο ρολόι, κολόνιες, μπουφάν και μικρά χρηματικά ποσά σταδιακά, ύψους 500-1000 δραχμών συνολικά. Μάλιστα κάποια ημέρα τυχαία τους είδε η θεία της ανήλικης, Χ. Χ. σε κάποιο κατάστημα, όπου ο κατηγορούμενος της αγόρασε ένα ρολόι, γεγονός που δεν της άρεσε όπως κατέθεσε επ’ ακροατηρίου και την προβλημάτισε αλλά δεν είπε κάτι στον πατέρα της ανήλικης (βλ. κατάθεσή της, εξετασθείσα ως μάρτυρα κατηγορίας). Ο κατηγορούμενος συνέχισε σε ημερομηνίες που δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθούν επαρκώς αλλά πάντως μέχρι τις 11.3.1996, επί τρεις περίπου φορές τον μήνα, πριν δηλ. την συμπλήρωση του 13ου έτους της ηλικίας της ανήλικης Δ., να ενεργεί τις ίδιες ασελγείς πράξεις σε βάρος της αφού την επιβίβαζε στο αυτοκίνητό του και την οδηγούσε σε αγροτικές περιοχές, μερικές δε φορές πήγαινε στο σπίτι της σε ώρες που γνώριζε ότι ήταν μόνη και ερχόταν σε συνουσία μαζί της, εκμεταλλευόμενος το ότι η μητέρα της νοσηλευόταν σε κλινική για μεγάλο χρονικό διάστημα και ο πατέρας της απουσίαζε πολλές ώρες την ημέρα εργαζόμενος ως οικοδόμος. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι σχέσεις της οικογένειας της παθούσας με τον κατηγορούμενο δεν ήταν καλές γιατί ο τελευταίος είχε επιτεθεί με σεξουαλικές διαθέσεις στη μητέρα της ανήλικης προ ετών όταν αυτή βρισκόταν σε νεαρή ηλικία, προ του γάμου της και ενώ ήταν παντρεμένος με την αδελφή της και ο πατέρας της ανήλικης το γνώριζε και δεν τον εκτιμούσε καθόλου. Πλέον τούτου, ο κατηγορούμενος του δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα οικογενειακά προφασιζόμενος κληρονομικές διαφορές σχετικά με την περιουσία του πεθερού της, πράγμα που τον ανάγκασε να πάρει την οικογένειά του και να μετοικήσουν στη …… Οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν μόλις προ διετίας περίπου, από το καλοκαίρι του έτους 1995 και άρχισαν να έχουν επαφές, χάριν της συζύγου του που ήταν άρρωστη και ήθελε επαφή με την αδελφή της και σύζυγο του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος συνέχισε τις ασελγείς πράξεις σε βάρος της ανήλικης παθούσας και μετά τη συμπλήρωση του 13ου έτους της ηλικίας της ήτοι μέχρι στις 23.3.1997, οπότε η μητέρα της που είχε, εν τω μεταξύ, βγει από την κλινική (η οποία πρέπει να σημειωθεί ότι απεβίωσε το έτος 2012), αντελήφθη, επιστρέφοντας στο σπίτι τους από το σπίτι της αδελφής της, να είναι κλειδωμένη η πόρτα από μέσα ενώ η κόρη της βρισκόταν μέσα στο σπίτι και ότι βρισκόταν εκεί και ο κατηγορούμενος χωρίς να υπάρχει λόγος. Κατά τη συγκεκριμένη ημέρα, ο κατηγορούμενος, είχε πάει στο σπίτι για να ασελγήσει και πάλι στην ανήλικη, μόλις δε αντελήφθη ότι είχε επιστρέψει στο σπίτι η μητέρα της, χωρίς να το περιμένει αφού ο ίδιος την είχε πάει λίγη ώρα πριν επίσκεψη με το αυτοκίνητό του στο σπίτι της αδελφής της (συζύγου του) και γνώριζε ότι βρισκόταν εκεί και θα αργούσε, έτρεξε στο υπόγειο όπου βρισκόταν το λεβητοστάστιο της οικίας τους και προφασίστηκε ότι δήθεν κάτι διορθώνει στον καυστήρα του καλοριφέρ, για να δικαιολογήσει την παρουσία του στο σπίτι, αφού όλοι οι υπόλοιποι της οικογένειας, πλην της ανήλικης Δ., απουσίαζαν. Η μητέρα της, έχοντας υπόψη και το παρελθόν του κατηγορουμένου, ότι δηλαδή είχε επιτεθεί και στην ίδια προ του γάμου της, ενώ βρισκόταν σε νεαρή ηλικία, κάτι υποψιάστηκε, διαπιστώνοντας ότι ο κατηγορούμενος επέλεξε να βρίσκεται στο σπίτι τους ενώ όλοι απουσίαζαν, μόνος με την ανήλικη θυγατέρα της και το είπε αμέσως στο σύζυγό της και πατέρα της ανήλικης. Τότε εκείνος την πίεσε και του ομολόγησε όλα όσα συνέβησαν με τον κατηγορούμενο. Επίσης, εκτενέστερα και διεξοδικά εξιστόρησε η ανήλικη τα περιστατικά στη θεία της, αδελφή του πατέρα της, Χ. Χ. και μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά αυτή κατέθεσε, της τα διηγήθηκε σαν να τα ζούσε εκείνη τη στιγμή. Στη συνέχεια ο πατέρας της παθούσας πήγε μαζί με αυτήν στο σπίτι της γιαγιάς της και εκείνη της εξέθεσε τα περιστατικά όπως συνέβησαν. Τότε η γιαγιά της, κάλεσε τον κατηγορούμενο, ο οποίος αρνήθηκε τα πάντα, ενώπιον της συζύγου του και της κόρης του, ενώ αυτές υπέστησαν σοκ, όταν άκουσαν τα συμβάντα. Η σύζυγος του κατηγορουμένου, αντιληφθείσα τη σοβαρότητα της κατάστασης, την επομένη ημέρα ζήτησε άμεσα από τους γονείς της ανήλικης να συγκαλύψουν και αποσιωπήσουν το έγκλημα του κατηγορουμένου. Εκείνοι αρνήθηκαν και στη συνέχεια ο πατέρας της ανήλικης την πήγε για ιατρική εξέταση και κατήγγειλε τον κατηγορούμενο στο ΑΤ … Χαλκιδικής. Από την ιατρική εξέταση διαπιστώθηκε ότι είχε διαρρηχθεί ο παρθενικός υμένας της προ χρονικού διαστήματος που δεν κατέστη δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς όπως αναφέρει ο ιατροδικαστής Μ. Τ. στην υπ’ αριθ. πρωτ. …28.3.1997 ιατροδικαστική έκθεσή του που την εξήτασε, κατόπιν παραγγελίας του ΑΤ …. Ειδικότερα αναφέρεται στην ιατροδικαστική έκθεση ότι η ρήξη του παρθενικού υμένα της ανήλικης δεν ήταν πρόσφατη, γεγονός που καταδεικνύει ότι η διακόρευση έγινε προ ικανού χρόνου, επιβεβαιώνοντας εμμέσως την κατάθεση της παθούσας ότι οι ασελγείς πράξεις είχαν διάρκεια και άρχισαν το καλοκαίρι του έτους 1995 (Ιούνιος 1995) και συνεχίστηκαν, οπότε στα τέλη εκείνου του καλοκαιριού ο κατηγορούμενος διακόρευσε την ανήλικη ερχόμενος με αυτήν σε κατά φύση συνουσία. Ο κατηγορούμενος γνώριζε πολύ καλά την ηλικία της παθούσας (12-13 ετών), όταν το Ιούνιο του έτους 1995 άρχισε να τελεί σε βάρος της τις ως άνω ασελγείς πράξεις καθότι ήταν θείος της ήτοι ανήκε στο στενό οικογενειακό της περιβάλλον και μάλιστα είχε και ο ίδιος παιδιά περίπου στην ηλικία της. Επίσης, γνώριζε και ότι ήταν ευάλωτη εκείνο το χρονικό διάστημα και φοβισμένη εξ αιτίας των σοβαρών προβλημάτων ψυχικής υγείας της μητέρας της, της οποίας τη φροντίδα στερούταν και ότι για ένα μεγάλο διάστημα η μητέρα της απουσίαζε, νοσηλευόμενη σε νοσοκομείο και ο πατέρας της απουσίαζε πλέον του οκταώρου από το σπίτι εργαζόμενος ως οικοδόμος. Όλη αυτή την κατάσταση την εκμεταλλεύτηκε ώστε να τελέσει το έγκλημά του, σχεδόν ανενόχλητος, παράλληλα δε, για να καλύψει τον εαυτό του, εκβίαζε ψυχολογικά την ανήλικη για να δεχτεί τις ασελγείς πράξεις του λέγοντάς της να μη το γνωστοποιήσει στους γονείς της, ισχυριζόμενος ότι θα κάνει κακό στη μητέρα της, εάν το αποκαλύψει. Για τις πράξεις που τελέστηκαν μετά τη συμπλήρωση του 13ου έτους της ανήλικης, ο κατηγορούμενος διώχθηκε σε βαθμό πλημμελήματος (όπως προβλεπόταν από την παρ.1γ του άρθρου 339 ΠΚ για ανήλικο που δεν συμπλήρωσε το 13ο έτος, κατά το χρόνο που αυτές τελέστηκαν) και έχει καταδικαστεί ερήμην από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την υπ’ αριθ. 7695/2000 απόφαση, για το χρονικό αυτό διάστημα, σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών, η οποία (ποινή) παραγράφτηκε ως εκ του ότι είχε διαφύγει εξ αρχής στο εξωτερικό και δεν εκτελέστηκε η εν λόγω ποινή, καθόσον συνέχισε να διαφεύγει και ουδέποτε συνελήφθη. Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (Ιούνιος 1995 έως 11.3.1996) και μέχρι 23.3.1997 που αποκαλύφθηκαν οι πράξεις του κατηγορουμένου, αυτός πήγαινε κάποιες φορές και στην οικία της παθούσας, στην … Χαλκιδικής σε χρόνο που γνώριζε ως άνθρωπος του στενού οικογενειακό της περιβάλλοντος, ότι στο σπίτι βρισκόταν μόνη της και μάλιστα αυτός έκλεινε εσωτερικά την είσοδο της οικίας ώστε να προλάβει την είσοδο άλλων μελών της οικογένειας, μέχρι να διαφύγει. Εκεί συνήθιζε να παρασέρνει την ανήλικη παθούσα παρά τις αντιδράσεις της, σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού, ερχόμενος σε κατά φύση συνουσία με αυτήν, πάντα δε γινόταν η πράξη αυτή με ψυχολογική πίεσή του προς αυτήν και με την προειδοποίηση, πως σε περίπτωση που θα μαρτυρούσε τα περιστατικά αυτά, θα επιδεινωνόταν η κατάσταση της μητέρας της καθώς επίσης και με δελεασμό της με διάφορα μικροδώρα και χρήματα. Οι πράξεις του αυτές είχαν πολύ δυσμενείς επιπτώσεις στην ψυχική υγεία της παθούσας καθόσον την κατέστρεψε ηθικά και ψυχολογικά ωθώντας την, εξ αιτίας των ψυχολογικών προβλημάτων που της δημιούργησε όλη αυτή η κατάσταση που διήρκεσε περίπου 20 μήνες, να επιχειρήσει να θέσει τέρμα στη ζωή της μία φορά με χάπια και άλλη μία, πηδώντας από μπαλκόνι 2ου ορόφου στην …, ενώ ήταν φοιτήτρια, ενώ ο ίδιος ήταν 44 ετών περίπου κατά το χρόνο (καλοκαίρι του έτους 1995) που άρχισε να επιδίδεται σε ασελγείς πράξεις σε βάρος της (ως γεννηθείς το έτος 1951), οικογενειάρχης και πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων, στην ηλικία περίπου της παθούσας. Εξ όλων των ανωτέρω αποδεικνύεται χωρίς αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται ήτοι της αποπλανήσεως ανηλίκου που δεν είχε συμπληρώσει τα δέκα τρία έτη και μάλιστα εξακολουθητικά αφού αποδείχτηκε ότι οι ασελγείς αυτές πράξεις επαναλαμβάνονται επί τρεις φορές το μήνα σε βάρος της ανήλικης παθούσας καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι ενεργούσε εξακολουθητικά συνουσία και άλλες ασελγείς πράξεις με πρόσωπο που δεν είχε συμπληρώσει το 13ο έτος της ηλικίας του, εν γνώσει της ηλικίας της, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο τελέσεως των ανωτέρω περιγραφομένων πράξεων, η παθούσα είχε συμπληρώσει το 12ο έτος αλλά δεν είχε ακόμη υπερβεί το 13ο έτος της ηλικίας της (όπως ίσχυε κατά τον προϊσχύσαντα νόμο σχετικά με την ηλικιακή διάκριση του εγκλήματος αυτού). Οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν υπ’ αυτού στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ότι εξ αιτίας κληρονομικών διαφορών (εντελώς αόριστα) και χρηματικής οφειλής του πατέρα της ανήλικης προς αυτόν από ηλεκτρολογικές εργασίες στην οικία τους, ύψους 800.000 δραχμών, οδηγήθηκε η οικογένεια της παθούσας στην σε βάρος του καταγγελία, εννοώντας ότι αυτή είναι ψευδής, δεν αποδείχτηκαν βάσιμοι, αφού σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της παθούσας και των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας και ιδίως του πατέρα της, ο κατηγορούμενος εκτέλεσε κάποιες εργασίες στην οικία τους στη … προ εξαετίας περίπου (κατά το έτος 1989) και η αμοιβή του είχε συμφωνηθεί να πληρώνεται σταδιακά και αφού θα τελείωνε τις εργασίες και δεν υπάρχει πλέον οικονομική διαφορά, ουδέποτε δε θα μπορούσε να αποτελέσει για τον πατέρα της κίνητρο για την καταγγελία κατά του κατηγορουμένου, προκειμένου να απαλλαγεί από χρηματικό χρέος. Προς τούτο, ότι δηλαδή ουδέποτε υπήρξε οικονομικό κίνητρο, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι υπάρχει κάποια οφειλή, συνηγορεί και το γεγονός ότι, παρόλο που ο κατηγορούμενος προσπάθησε να εξαγοράσει τον πατέρα της παθούσας μετά την καταγγελία, για να καλυφθεί η υπόθεση αλλά και λίγο πριν την πρώτη δίκη ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, προσφέροντας σ’ αυτόν, τότε (έτος 2000) το ποσό των 8.000.000 δραχμών, ο τελευταίος δεν τα δέχτηκε, αρνηθείς να καταστήσει την θυγατέρα του αντικείμενο αγοραπωλησίας. Η απόπειρα εξαγοράς, σύμφωνα με τη σαφή κατάθεση της θείας της παθούσας, Χ. Χ., αλλά και τις καταθέσεις της ίδιας της παθούσας και του πατέρα της, επαναλήφθηκε τηλεφωνικά ενόψει και της σημερινής δίκης και συγκεκριμένα στις 2.2.2015. Τέλος, η ενοχή του κατηγορουμένου ενισχύεται και εκ της εκ της μετέπειτα συμπεριφοράς που επέδειξε, ήτοι μετά την αποκάλυψη του εγκλήματός του και την καταγγελία αυτού από τους γονείς της παθούσας και ειδικότερα εκ του ότι μεθόδευσε από την πρώτη στιγμή τη φυγή του στο εξωτερικό πριν την εκδίκαση της υποθέσεως (του χρονικού διαστήματος για το οποίο δικάσθηκε σε βαθμό πλημμελήματος) στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, δικασθείς ερήμην, ενέργεια που είχε ως αποτέλεσμα να παραγραφεί, ως ανωτέρω ελέχθη, η επιβληθείσα σε βάρος του ποινή φυλάκισης των πέντε ετών, αφού ποτέ δεν συνελήφθη για να την εκτίσει, μη εμφανισθείς ούτε στον ανακριτή να απολογηθεί αλλά ούτε και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για την κρινομένη υπόθεση (της κακουργηματικής μορφής), ούτε και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, συνεχίζοντας την ίδια τακτική αποφυγής της σύλληψής του και των ευθυνών του. Με βάση τα ανωτέρω, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την πράξη για την οποία κατηγορείται, όπως και πρωτοδίκως. Στη συνέχεια, το παραπάνω δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο της αξιόποινης πράξεως της αποπλανήσεως παιδιού, που είχε συμπληρώσει τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατρία έτη, κατ’ εξακολούθηση, για την οποία επέβαλε σ’ αυτόν ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών. Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθόσον το δικαστήριο της ουσίας, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, δεν αιτιολόγησε ειδικώς την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση σε σχέση με το συμπέρασμα της, αναγνωσθείσας στο ακροατήριο, δικαστικής πραγματογνωμοσύνης και συγκεκριμένα α) της με αριθμ πρωτ. …28-3- 1997 ιατροδικαστικής εξετάσεως του εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Α.Π.Θ.- Τμήματος Ιατρικής και β) της από 30-1-2015 εξώδικης δηλώσεως του ιατροδικαστή Μ. Τ. προς τον κατηγορούμενο με τη συνημμένη στην τελευταία έκθεση επιδόσεως, ενόψει του ότι κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως η παθούσα Δ. Χ. διακορεύθηκε από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα το καλοκαίρι του έτους 1995, ενώ σύμφωνα με την ανωτέρω διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη, όπως αυτή επεξηγήθηκε με την προαναφερόμενη εξώδικη δήλωση του ιατροδικαστή, που είχε πραγματοποιήσει την ιατροδικαστική εξέταση, η ρήξη του παρθενικού της υμένα “προκλήθηκε σε χρονικό διάστημα από είκοσι ημέρες έως και δύο μήνες το πολύ πριν τη διενέργεια της εξετάσεως” (ήτοι πριν από τις
28-3-1997), προκλήθηκε, δηλαδή, τουλάχιστον ενάμισυ έτος αργότερα από το καλοκαίρι του έτους 1995, οπότε έκρινε το δικαστήριο, ότι εκείνος την διακόρευσε. Όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας του άνω λόγου αναιρέσεως, επισκόπηση των πιο πάνω επισημαινόμενων από τον αναιρεσείοντα δύο εγγράφων, που περιλαμβάνονται μεταξύ των αναγνωσθέντων στο ακροατήριο, προκύπτει, ότι πραγματογνωμοσύνη, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο με την έννοια του νόμου (άρθρ. 178 και 183 Κ.Ποιν.Δ.), είναι μόνον η με αριθμ πρωτ. …28-3- 1997 ιατροδικαστική εξέταση του εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Α.Π.Θ. (ανωτέρω έγγραφο υπό στοιχείο α’ ), που διενεργήθηκε από τον ιατροδικαστή Μ. Τ. στα πλαίσια διενεργούμενης προανακρίσεως (κατόπιν έγγραφης παραγγελίας των αρμόδιων ανακριτικών υπαλλήλων του Αστυνομικού Σταθμού … Χαλκιδικής) και, όπως είναι φανερό από το περιεχόμενο του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, λήφθηκε υπόψη και αξιολογήθηκε, ως ιδιαίτερο και ρητά μνημονευόμενο στο σκεπτικό αυτής αποδεικτικό μέσο, η δε παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας, σύμφωνα με την οποία “…Ειδικότερα αναφέρεται στην ιατροδικαστική έκθεση ότι η ρήξη του παρθενικού υμένα της ανήλικης δεν ήταν πρόσφατη, γεγονός που καταδεικνύει ότι η διακόρευση έγινε προ ικανού χρόνου, επιβεβαιώνοντας εμμέσως την κατάθεση της παθούσας ότι οι ασελγείς πράξεις είχαν διάρκεια και άρχισαν το καλοκαίρι του έτους 1995 (Ιούνιος 1995) και συνεχίστηκαν, οπότε στα τέλη εκείνου του καλοκαιριού ο κατηγορούμενος διακόρευσε την ανήλικη ερχόμενος με αυτήν σε κατά φύση συνουσία…” όχι μόνο δεν είναι αντίθετη αλλά συμπορεύεται με το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης αυτής, κατά το οποίο “…η Χ. Δ. φέρει παλαιά ρήξη του παρθενικού υμένος…”. Και βεβαίως μεν από την επισκόπηση της, επίσης αναγνωσθείσας στο ακροατήριο, από 30-1-2015 εξώδικης δηλώσεως του ίδιου ως άνω ιατροδικαστή (ανωτέρω έγγραφο υπό στοιχείο β’ ), που έγινε μετά πάροδο 18 ετών από την πραγματοποιηθείσα κατά τα άνω ιατροδικαστική εξέταση, προκύπτει, ότι αναφέρεται σ’ αυτήν κατά λέξη, ότι “το ακριβές νόημα του συμπεράσματος της ως άνω ιατροδικαστικής μου εξετάσεως είναι ότι η ρήξη του παρθενικού υμένος της Χ. Δ. προκλήθηκε σε χρονικό διάστημα από είκοσι ημέρες έως και δύο μήνες το πολύ πριν τη διενέργεια της εξετάσεως”, πλην όμως η δήλωση αυτή, η οποία, όπως από το περιεχόμενό της προκύπτει, συντάχθηκε σε απάντηση της από 28-1-2015 εξώδικης δηλώσεως (αιτήσεως) του ίδιου του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος και όχι κατ’ εντολή δικαστικής ή ανακριτικής αρχής, όπως επιτάσσει το άρθρ. 183 Κ.Ποιν.Δ. για το αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης (οπότε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο), ορθώς συνεκτιμήθηκε ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας μαζί με τις άλλες αποδείξεις για τη διαμόρφωση της κρίσεώς του, ως απλό έγγραφο και δεν απαιτείτο ειδική αιτιολογία για τη μη αποδοχή του, δια παραθέσεως δηλονότι πραγματικών περιστατικών, που αποκλείουν τη βάση της επεξηγηματικής αυτής δηλώσεως. Επομένως, ο υποστηρίζων τα αντίθετα προεκτεθείς πρώτος λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς το ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, από το άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 117 παρ.1 Π.Κ., όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξεως, το αξιόποινο εξαλείφεται, αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέσθηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμετόχους της, επί δε κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, το οποίο απαρτίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 98 του ίδιου Κώδικα, από περισσότερες ξεχωριστές ομοειδείς και αυτοτελείς κολάσιμες πράξεις, που συνδέονται με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως (ενότητα δόλου), η προθεσμία υποβολής της εγκλήσεως αρχίζει για το όλο έγκλημα αφότου ο δικαιούμενος έλαβε γνώση της τελευταίας μερικότερης πράξεως, εκτός αν προηγήθηκε η γνώση άλλης μερικότερης πράξεως, οπότε, ως προς αυτήν η προθεσμία υποβολής της εγκλήσεως αρχίζει από τον προγενέστερο αυτό χρόνο, ενόψει και του ότι, παρά την ενότητα του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, κάθε μερικότερη πράξη διατηρεί την αυτοτέλειά της. Δεν επιφέρει, όμως, εξάλειψη του αξιοποίνου η πάροδος της τρίμηνης προθεσμίας προς έγκληση, όταν η υποβολή αυτής (εγκλήσεως) εντός του τριμήνου παρακωλύθηκε από ανώτερη βία, διότι ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 118 παρ.2 Π.Κ., αν ο παθών είναι πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του, δικαίωμα για υποβολή της εγκλήσεως έχει ο νόμιμος αντιπρόσωπός του, μετά δε τη συμπλήρωση του έτους αυτού της ηλικίας του και μέχρι να συμπληρώσει το 17ο (ήδη 18ο μετά την αντικ/σή του με την παρ. 3 του άρθρου 2 Ν. 3625/2007) έτος το δικαίωμα της εγκλήσεως έχουν και ο παθών και ο νόμιμος αντιπρόσωπός του και μετά τη συμπλήρωση του 17ου (ήδη 18ου) έτους της ηλικίας του το δικαίωμα αυτό το έχει μόνο ο παθών. Εξάλλου, στα κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα ναι μεν απαιτείται η έγκληση να είναι ρητή και σαφής, χωρίς όρους, αιρέσεις ή προθεσμίες, δεν απαιτείται, όμως, να διατυπώνεται αυτή και κατά πανηγυρικό τρόπο,
αλλ’ αρκεί να προκύπτει από αυτή, έστω και έμμεσα, η θέληση του δικαιουμένου σε έγκληση προσώπου να τιμωρηθεί ο δράστης του κατ’ έγκληση διωκομένου αδικήματος. Τέλος, κατά το άρθρο 344 Π.Κ., όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της επίδικης πράξεως, πριν την αντικατάστασή του με το άρθρ. 4 Ν. 3064/2002, και έχει εν προκειμένω εφαρμογή, κατά το άρθρο 2 παρ.1 Π.Κ., ως ευμενέστερο για τον κατηγορούμενο, για να ασκηθεί ποινική δίωξη για αποπλάνηση παιδιού (άρθρ. 339 Π.Κ.), απαιτείται έγκληση. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η’ Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως αποτελεί η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδίως, όταν συντρέχουν οι αναφερόμενες στην εν λόγω διάταξη περιπτώσεις. Περίπτωση υπερβάσεως εξουσίας υπάρχει και όταν το δικαστήριο καταδίκασε για έγκλημα, για το οποίο δεν υποβλήθηκε η από το νόμο απαιτούμενη έγκληση (περ. δ’ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η’ Κ.Ποιν.Δ.), ήτοι και όταν, επί εγκλήματος που διώκεται κατ’ έγκληση, προχώρησε στην καταδίκη του κατηγορουμένου, παρά το ότι η έγκληση υποβλήθηκε απαραδέκτως.- Με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται η πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, εκ του λόγου ότι το δικαστήριο της ουσίας καταδίκασε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για το προμνημονευόμενο έγκλημα της αποπλανήσεως παιδιού κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, με χρόνο τελέσεως το χρονικό διάστημα από 1-6-1995 μέχρι
11-3-1996 (οπότε η παθούσα είχε συμπληρώσει το 12ο, όχι όμως και το 13ο έτος της ηλικίας της), χωρίς να έχει υποβληθεί η απαιτούμενη κατά το νόμο έγκληση και, ειδικότερα, διότι η έγκληση της ανωτέρω ανήλικης, υποβληθείσα στις 27-3-1997, ήταν εκπρόθεσμη για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από τις 27-12-1996, η δε έγκληση του πατέρα της, υποβληθείσα ομοίως στις 27-3-1997, περιορίζεται μόνο σε μία πράξη, που φέρεται ως τελεσθείσα στις 23-3-1997. Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και δη της από 27-3-1997 χωρίς όρκο εξετάσεως της ανήλικης Δ. Χ., άγουσας τότε το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας της, που συντάχθηκε ενώπιον του Υπαστυνόμου Σ. Κ. του Α.Τ. …, παρισταμένου και του Αρχιφύλακα Σ. Α., ως δεύτερου ανακριτικού υπαλλήλου, η εν λόγω ανήλικη εμφανίσθηκε οικειοθελώς ενώπιον αυτών και κατήγγειλε, με λεπτομερή εξιστόρηση, τις ασελγείς πράξεις αποπλανήσεως, στις οποίες προέβαινε εις βάρος της από διετίας περίπου και μέχρι τις 23-3-1997 ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, διευκρινίζοντας ότι δεν τις αποκάλυψε μέχρι τότε, διότι τον φοβόταν, αφού την απείλησε να μην πει τίποτε σε κανέναν “γιατί θα γίνει χαμός” και δεν το ανέφερε στους γονείς της, διότι ανησυχούσε για την υγεία της μητέρας της, η οποία ήταν ασθενής. Τα ανωτέρω κατατεθέντα οικειοθελώς ενώπιον ανακριτικών υπαλλήλων από την προαναφερόμενη ανήλικη ενέχουν άσκηση εγκλήσεως (κατά το άρθρ. 46 σε συνδ. με άρθρ. 42 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ.), έστω και αν αυτή δεν διατυπώθηκε κατά πανηγυρικό τρόπο, κατά του κατηγορουμένου για όλες τις κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσες πράξεις αποπλανήσεώς της, όπως αυτές περιγράφονται στο σκεπτικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αφού εκείνη αναφέρθηκε σε όλες και δεν περιορίσθηκε σε ορισμένες από αυτές, την έγκληση αυτή υπέβαλε, κατά τα προεκτεθέντα, στις 27-3-1997, ήτοι εντός του τριμήνου από της τελέσεως εις βάρος της της τελευταίας μερικότερης πράξεως, που έλαβε χώρα στις 23-3-1997 και δι’ αυτής εγκαλεί τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, εκτός της τελευταίας και για όλες τις προηγηθείσες επί μέρους πράξεις. Εφόσον δε κατά το χρόνο υποβολής της εγκλήσεως, όπως προαναφέρθηκε, διήγε το 14ο έτος της ηλικίας της, είχε αυτοτελές δικαίωμα εγκλήσεως, ως παθούσα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις παρατεθείσες στην προηγούμενη παράγραφο παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για τις πράξεις του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, που τελέσθηκαν εις βάρος της παραπάνω ανήλικης μετά τη συμπλήρωση του 13ου έτους της ηλικίας της (ήτοι από 12-3-1996 και εφεξής), αυτός διώχθηκε και καταδικάστηκε αμετακλήτως για αποπλάνηση παιδιού σε βαθμό πλημμελήματος, κρίθηκε δε επί πλέον ανελέγκτως, ότι η ανήλικη μέχρι τις 23-3-1997 (οπότε η μητέρα της υποψιάστηκε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα από το γεγονός, ότι τον κατέλαβε στην οικία τους μόνο μαζί της, με κλειδωμένη την πόρτα, χωρίς να υπάρχει λόγος προς τούτο και ενημέρωσε τον πατέρα της ανήλικης, μετά από πίεση του οποίου η τελευταία του ομολόγησε όσα διέπραξε εκείνος εις βάρος της) τελούσε υπό το κράτος ψυχολογικής πιέσεως και εκβιασμών, καθώς και έμμεσων απειλών του αναιρεσείοντος, ο οποίος, προκειμένου να την αποτρέψει να αποκαλύψει τί συνέβαινε μεταξύ τους, της έλεγε, ότι, αν μιλούσε και γινόταν αυτό γνωστό, θα επιδεινωνόταν η κατάσταση της υγείας της μητέρας της, που έπασχε από ψυχική νόσο (κατάθλιψη). Τα ως άνω δεκτά γενόμενα από το δικαστήριο της ουσίας, ενόψει και της ανηλικότητας της παθούσας και της συνακόλουθης αγνοίας της περί του ότι η έγκληση έπρεπε να υποβληθεί εντός τριμήνου, αντικειμενικώς συνιστούν ανώτερη βία, που εμπόδισε αυτήν (παθούσα) να τηρήσει το τρίμηνο υποβολής εγκλήσεως για κάθε επί μέρους πράξη του επίδικου κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος και, επομένως, η υπ’ αυτής γνώση κάθε εις βάρος της πράξεως αποπλανήσεως και του προσώπου του δράστη (αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου) δεν καθιστούν εκπρόθεσμη την έγκλησή της για εκείνες.
Συνεπώς, το δικαστήριο της ουσίας, καταδικάζοντας τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα με την προσβαλλόμενη απόφαση για το έγκλημα της αποπλανήσεως παιδιού κατ’ εξακολούθηση, για το οποίο είχε υποβληθεί η απαιτούμενη κατά το νόμο έγκληση εκ μέρους της ίδιας της παθούσας, δεν υπερέβη την εξουσία του και ο υποστηρίζων τα αντίθετα, από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ Κ.Ποιν.Δ., προεκτεθείς δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
Μετά από αυτά, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-7-2015 αίτηση (ασκηθείσα δια δηλώσεως, που επιδόθηκε αυθημερόν στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) του Δ. Θ. του Γ., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 120- 121/2015 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Μαρτίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.
XIV) ΑΡΙΘΜΟΣ 922/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου-Εισηγήτρια, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου Γ. Τ. του Ι., κατοίκου ……. και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Τριπόλεως, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Γιαλάογλου, περί αναιρέσεως της υπ` αριθμ. 1920/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ε. Τ. του Κ., κάτοικο … που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Δεκεμβρίου 2012 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 128/2013.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του ΠΚ (όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της κατωτέρω πράξεως ήτοι πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 3 παρ. 4 του Α` Κεφαλαίου του ν.3727/2008): “Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δεκατρία έτη με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατρία έτη με φυλάκιση”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 337 παρ.1 ΠΚ, “όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή”.
Από την πρώτη των ως άνω διατάξεων, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλανήσεως παιδιού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από οποιαδήποτε άποψη, πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία, αντικειμενικά μεν, προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Με την έννοια αυτή, αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανήλικου, ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφ` όσον κατατείνουν στην διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Για τη στοιχειοθέτηση όμως της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που προβλέπει η δεύτερη των ως άνω διατάξεων (άρθρο 337 ΠΚ), αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι “ασελγείς χειρονομίες” είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως λ.χ. ψαύσεις, ή θωπείες στο στήθος, στους μηρούς κ.λπ. του παθόντος. Οι προτάσεις μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες που πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή.
Όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (όπως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός), αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατατείνει στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος, τότε δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 του ΠΚ. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στ. Δ` ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ` αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε` του ΚΠοινΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 1920/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, κηρύχθηκε ένοχος για βιασμό κατ` εξακολούθηση και εξακολουθητική αποπλάνηση παιδιού νεότερου των 15 ετών, με αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ και καταδικάσθηκε σε κάθειρξη έξι ετών για κάθε πράξη και σε συνολική ποινή κάθειρξης οκτώ ετών. Για το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσης, το δικαστήριο δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι από τα αναφερόμενα κατ` είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: “Η παθούσα Ε. Τ., που γεννήθηκε στις 7-9-1992, ήταν ορφανή από πατέρα και διέμενε με τη γιαγιά της …στην περιοχή “…” … Ο κατηγορούμενος είναι θείος της, σύζυγος της αδελφής του πατέρα της και διέμενε στην ίδια περιοχή στην οδό ….. Στην εν λόγω οικία του κατηγορουμένου μετέβαινε συχνά, σχεδόν καθημερινά, καθόσον πέραν της συγγενικής τους σχέσης ήταν φίλη με τη θυγατέρα του Π. αλλά και με άλλα παιδιά της ίδιας περιοχής, με τα οποία έπαιζε έξω από την οικία του κατηγορουμένου….. Πολλές φορές όταν πήγαινε στο σπίτι του κατηγορουμένου, αυτός ήταν μόνος του. Έτσι, κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα του Απριλίου 2006 έως τα τέλη του ιδίου μήνα, όταν η παθούσα πήγαινε στο σπίτι του κατηγορουμένου και αυτός ήταν μόνος του, ο τελευταίος εκμεταλλευόμενος την υπέρτερη σωματική του δύναμη καθώς και την μικρή ηλικία της παθούσας, η οποία κατά το ως άνω χρονικό διάστημα είχε μεν συμπληρώσει το 13ο έτος της ηλικίας της όχι όμως και το 15ο έτος, γεγονός που το γνώριζε αυτός λόγω της συγγενικής τους σχέσης και της στενής συναναστροφής των οικογενειών τους, εξανάγκασε την παθούσα για τέσσερες φορές τουλάχιστον, μέσα στο παραπάνω χρονικό διάστημα, να ανέχεται παρά τη θέλησή της και τη ρητή εναντίωσή της τη διενέργεια ασελγών πράξεων εις βάρος της. Συγκεκριμένα αυτός, αφού την ξάπλωνε στο κρεβάτι ή στον καναπέ του σαλονιού της οικίας του, κατέβαζε το πανταλόνι της και το εσώρουχό της και αφού έβγαζε και το δικό του παντελόνι και εσώρουχο, κρατώντας τα χέρια της έτριβε το εν στύσει πέος του στα δικά της γεννητικά όργανα και στη συνέχεια μετέβαινε στην τουαλέτα της οικίας του, όπου και εκσπερμάτωνε. Τα παραπάνω διέπραττε ο κατηγορούμενος με σκοπό διέγερσης και ικανοποίησης της γενετήσιας επιθυμίας του, παρά το ότι η ίδια έφερνε αντιρρήσεις, λέγοντάς του ότι θα το πει στη γιαγιά της, τις οποίες έκαμπτε αυτός, λέγοντας της ότι “πες το όπου θες δεν θα σε πιστέψει κανένας”. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά, ο κατηγορούμενος τέλεσε τόσο το έγκλημα του άρθρου 336 παρ. 1 ΠΚ, όσο και αυτό του άρθρου 339 παρ. 1 ΠΚ κατ` εξακολούθηση…. και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αμφοτέρων, απορριπτομένου ως αβασίμου του αιτήματος του περί μετατροπής της κατηγορίας σε παράβαση του άρθρου 337 ΠΚ, δηλαδή σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας”. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ αξιούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρου 336 παρ. 1 και 339 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με την παραδοχή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών. Επομένως, οι περί του αντιθέτου αναιρετικοί λόγοι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ, με τους οποίους προβάλλεται έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμοι. Ειδικότερα, ορθώς το Πενταμελές Εφετείο θεώρησε όλες τις πράξεις, που αποτελούν το κατ` εξακολούθηση έγκλημα της αποπλάνησης παιδιού, ως εμπίπτουσες στη διάταξη του άρθρου 339§1 του ΠΚ και όχι
σ` αυτή του άρθρου 337§1 ίδιου Κώδικα, καθόσον, κατά τις παραδοχές του, οι πράξεις του αναιρεσείοντος (οι οποίες περιγράφονται σαφώς – αφαίρεση από τον αναιρεσείοντα των κάτω εσωρούχων του ίδιου και της ανήλικης και τριβή του εν στύσει πέους του στα γεννητικά όργανα της ανήλικης), είχαν έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, κατέτειναν στην ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του αναιρεσείοντος δράστη και πρόσβαλαν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών αλλά και την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Εξάλλου, οι προβαλλόμενες λοιπές αιτιάσεις του αναιρετηρίου, σχετικά με το έγκλημα του εξακολουθητικού βιασμού, με τις οποίες επισημαίνονται αντιφάσεις στις καταθέσεις (προανακριτικές, ανακριτικές και ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας) των εξετασθέντων μαρτύρων και ειδικότερα της παθούσας Ε. Τ. και της μητέρας της Μ. Τ., και εκτίθενται οι θεωρητικές απόψεις και τα συμπεράσματα του αναιρεσείοντος, σχετικά με το πόρισμα της από 20-3-2009 εκθέσεως παιδοψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης της παιδοψυχιάτρου Ε. Χ., με βάση τα οποία αμφισβητεί αυτός ότι προέκυψαν από τις αποδείξεις τα σε βάρος του πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Δικαστήριο ως θεμελιωτικά της περί ενοχής κρίσης του, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω όμως, καθ` υπέρβαση της εξουσίας του το δικαστήριο της ουσίας επέβαλε στον αναιρεσείοντα για την πράξη της αποπλάνησης παιδιού, νεότερου των 15 ετών, την ποινή της καθείρξεως των έξι ετών, δεδομένου, ότι κατά τις προαναφερθείσες παραδοχές του, η παθούσα, γεννηθείσα στις 7-9-1992 είχε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξης αυτής (μέσα με τέλος Απριλίου 2006) συμπληρώσει το 13ο έτος της ηλικίας της και ως εκ τούτου εφαρμοστέα ήταν η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1γ ΠΚ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως (δηλαδή πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 3 του ν. 3727/2008), κατά την οποία ο δράστης τιμωρείται με φυλάκιση αν ο παθών συμπλήρωσε τα δεκατρία έτη. Επομένως, εφόσον, κατά τα άνω, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε παραδεκτά και εμφανίστηκε ο αναιρεσείων, συντρέχει περίπτωση αυτεπάγγελτης από τον Aρειο Πάγο εξέτασης και παραδοχής του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η ΚΠοινΔ βασίμου λόγου αναιρέσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 511 ΚΠοινΔ, δεδομένου ότι με την παραδοχή του λόγου αυτού δεν χειροτερεύει η θέση του αναιρεσείοντος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ` ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ` αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή, και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Δεν αρκεί η απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, ενώ ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα. Ετσι για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ` ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τις προαναφερθείσες διατάξεις αιτιολογίας, πρέπει να προσδιορίζεται στην αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, αν δηλαδή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία ως προς όλα ή ως προς συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, ή αν η υπάρχουσα είναι ελλιπής και ποιές είναι στη δεύτερη αυτή περίπτωση οι ελλείψεις ή οι ασάφειες ή αντιφάσεις της υπάρχουσας αιτιολογίας ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν, υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας. (Ολ. ΑΠ 2/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση “στερείται παντελώς αιτιολογίας τόσο στο σκεπτικό της όσο και αναφορικά με την απάντηση στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του οι οποίοι και γραπτώς κατατέθηκαν και με τρόπο σαφή και ορισμένο προβλήθηκαν με όλα τα πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία για τη θεμελίωσή τους”. Ετσι όπως διατυπώνεται ο λόγος αυτός, κατά μεν το πρώτο σκέλος του είναι αβάσιμος, εφόσον, από το προεκτεθέν περιεχόμενο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης, σαφώς προκύπτει ότι υπάρχει αιτιολογία, κατά δε το δεύτερο σκέλος είναι απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του, εφόσον δεν προσδιορίζεται ποιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί υποβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας. Αλλά και με την εκδοχή ότι υπονοείται έλλειψη αιτιολογίας, α) ως προς την μη μετατροπή της κατηγορίας σε προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε με πλήρη αιτιολογία εκ του πράγματος, αφού το Δικαστήριο δέχθηκε και επαρκώς αιτιολόγησε ότι ο αναιρεσείων τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείτο, β) ως προς τον περί αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ ισχυρισμό, αυτός έγινε δεκτός ως βάσιμος και γ) ως προς τον προβληθέντα μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας ισχυρισμό περί αναγνωρίσεως και της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ, αν και δεν υπήρχε υποχρέωση αιτιολογήσεώς του λόγω της αοριστίας του, εφόσον δεν έγινε επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών αναγκαίων για τη θεμελίωσή του, με πλήρη αιτιολογία απορρίφθηκε από το Εφετείο ως αόριστος. Από τις διατάξεις των άρθρων 63, 64 και 68 του ΚΠοινΔ συνάγεται ότι η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος είναι παράνομη και συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, κατ` άρθρο 171 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α` του ΚΠοινΔ, μόνο όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως ή όταν δεν τηρήθηκε η επιβαλλόμενη διαδικασία σχετικώς με το χρόνο και τον τρόπο άσκησης και υποβολής της πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο. Οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη αναφερόμενη στην παράσταση ή εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της παραστάσεως, η οποία δεν θίγει το συμφέρον του κατηγορουμένου ούτε πλήττει τη δημόσια τάξη. Ετσι, δεν είναι παράνομη η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος επί παραβιάσεως από αυτόν των διατάξεων για τη σχετική νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Εξάλλου, η δήλωση παραστάσεως της πολιτικής αγωγής, όταν αυτή επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 84 ΚΠΔ στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε και έγινε δεκτή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ` αυτήν πρακτικά σε συνδυασμό και με την υπ` αριθμ. 4237/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, η διορισθείσα πρωτοβαθμίως και αποδεχθείσα το διορισμό της πληρεξουσία δικηγόρος της παθούσας Βασιλική Κατσιγιάννη, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου, επανέλαβε προφορικά την και πρωτοβαθμίως υποβληθείσα, με το ίδιο περιεχόμενο, δήλωση της παθούσας, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για το ποσό των 45 ευρώ με επιφύλαξη. Επομένως, ο τρίτος αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α` ΚΠοινΔ, με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι το άνω Εφετείο παρά το νόμο δέχθηκε την ως άνω παράσταση, χωρίς να προκύπτει ότι υπήρχε προς τούτο εξουσιοδότηση της παθούσας προς την πληρεξουσία δικηγόρο της με τα κατά νόμο απαιτούμενα προς τούτο στοιχεία, είναι αβάσιμος, προεχόντως, διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η επικαλούμενη πλημμέλεια δεν δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα. Εξάλλου, δεν ήταν αναγκαία η έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης του Δικαστηρίου της ουσίας για την αποδοχή της πολιτικής αγωγής, όπως αβασίμως με τον ίδιο λόγο αιτιάται ο αναιρεσείων, την οποία σε κάθε περίπτωση δέχθηκε το Εφετείο επιδικάζοντας το ίδιο, όπως και πρωτοδίκως, ποσό.
Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα ως προς τις διατάξεις της α) περί επιβολής στον αναιρεσείοντα της ποινής της καθείρξεως για την αξιόποινη πράξη της αποπλάνησης παιδιού και β) περί καθορισμού συνολικής ποινής και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ` αριθμ. 1920/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και ειδικότερα ως προς τις διατάξεις της α)περί επιβολής στον αναιρεσείοντα της ποινής της καθείρξεως για το έγκλημα της αποπλάνησης παιδιού νεότερου των δεκαπέντε ετών και β)περί καθορισμού της επιβληθείσης στον αναιρεσείοντα συνολικής ποινής καθείρξεως.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 30 Δεκεμβρίου 2012 αίτηση περί αναιρέσεως της ως άνω αποφάσεως.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Ιουνίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.
- XV) Αριθμός 885/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασιλική Ηλιοπούλου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (η οποία ορίστηκε με την υπ`αριθμ.102/2022 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Μαρία Κουβίδου, Μαριάνθη Παγουτέλη, Ευάγγελο Μητσέλο και Ελευθέριο Σισμανίδη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Απριλίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αριστοτέλη Χριστόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου ………… του ………., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Κανελλόπουλο, για αναίρεση της υπ`αριθ.16, 17, 18, 19/2020 αποφάσεως του Μ.Ο.Ε. Ναυπλίου. Το Μ.Ο.Ε. Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουνίου 2020 αίτησή του αναιρέσεως, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 18 Ιουνίου 2020, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου …../2020 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …../21.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
- Η κρινόμενη, προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από 18-6-2020 (αρ. γενικού πρωτ. της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου: …./18-
6- 2020), αίτηση (δήλωση) του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, …………… του ……. και ….., για αναίρεση της υπ` αρ. 16, 17, 18, 19/26- 2-2020 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και καταδίκασε αυτόν (αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο), για την πράξη της ασέλγειας μεταξύ συγγενών, από ανιόντα σε βάρος ανηλίκου, που δεν συμπλήρωσε το 15ο έτος της ηλικίας του, σε ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε, κατ` άρθρο 100 του προϊσχύσαντος Π.Κ., επί πενταετία, με περιοριστικούς όρους, ασκήθηκε νομότυπα, από τον …, δικηγόρο Αθηνών (Α.Μ. ..), για λογαριασμό του (αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου), ως παραστάντα συνήγορο υπεράσπισής του στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 466 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.), και εμπρόθεσμα, λαμβανομένου υπόψη ότι η πληττόμενη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού τμήματος του ανωτέρω Εφετείου, την 4-6-2020, με αριθμό 7 (άρθρο 466 παρ. 1, 473 παρ. 2 και 3 του Κ.Ποιν.Δ.), είναι δε παραδεκτή, καθόσον περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους (474 παρ. 4 ΚΠΔ). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των λόγων της.
ΙΙ. Η διάταξη του άρθρου 408 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. ορίζει ότι: “Σε περίπτωση που το μικτό ορκωτό δικαστήριο καταδικάσει τον κατηγορούμενο μόνο για πλημμέλημα, η έφεση του κατηγορουμένου κατά της απόφασης αυτής δικάζεται από το εκ τακτικών δικαστών δικαστήριο του μεικτού ορκωτού εφετείου, χωρίς να απαιτείται να συγκροτηθεί το τελευταίο.”. Το ανωτέρω ορκωτό δικαστήριο αποτελεί αυτοτελές ιδιαίτερο δικαστήριο, όπως, άλλωστε, τέτοιο δικαστήριο συνιστούν εν γένει οι τρεις τακτικοί δικαστές [του Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.) και του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου (Μ.Ο.Δ.)], το οποίο συγκροτείται νομίμως τόσο προ της ορκωμοσίας των ενόρκων, όταν μόνοι τους (οι τακτικοί δικαστές) αποφασίζουν επί ζητημάτων τα οποία ανατίθενται σ` αυτούς από τον νόμο, όσο και μετά από αυτήν (ορκωμοσία των ενόρκων). Από τη γραμματική ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης συνάγεται, εξ αντιδιαστολής, ότι αρμόδιο να δικάσει την έφεση του κατηγορουμένου είναι το Μικτό Ορκωτό Εφετείο (Μ.Ο.Ε.), συγκροτούμενο τόσο από τους τακτικούς δικαστές όσο και από τους ενόρκους, όταν έχει καταδικαστεί και για κακουργηματική πράξη, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η πράξη αυτή, λόγω νομοθετικής μεταβολής, φέρει πλέον τον χαρακτήρα του πλημμελήματος. Δηλαδή κρίσιμο είναι το γεγονός της καταδίκης για κακουργηματική πράξη και όχι ο χαρακτήρας της πράξης αυτής μετά την καταδίκη. Εξάλλου κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης αποτελεί η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, τέτοια δε ακυρότητα προκαλείται και στην περίπτωση που δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και του ανωτέρω Κ.Ποιν.Δ. (άρθρο 171 παρ. 1 περ. α` του Κ.Ποιν.Δ.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ` του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης αποτελεί η υπέρβαση εξουσίας η οποία υπάρχει, μεταξύ άλλων, και όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδίως όταν το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του. Έτσι, η κρίση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.), με σύμπραξη των ενόρκων, για ζήτημα που ο νόμος αναθέτει αποκλειστικά στους τακτικούς δικαστές, συνιστά την αναιρετική πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας (Α.Π. 835/2019).
ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, “Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης”. Επίσης, κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, που αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, “Ουδείς δύναται να καταδικασθεί διά πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ` ην στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος”, ενώ, κατά το άρθρο 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997, “Κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν ήσαν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διάπραξής τους. Επίσης, δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ., “Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις”. Με την αντίστοιχη διάταξη του νέου Π.Κ., που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 (Φ.Ε.Κ. 95/11-6-2019, τεύχος πρώτο) και ισχύει από 1-7-2019 (βλ. άρθρο 460 αυτού) ορίζεται ότι: “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”.
Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (Ολ. Α.Π. 1/2014, Α.Π. 1025/2020). Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., με την οποίαν καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος, με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμία από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου Π.Κ., ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον”. Ενόψει τούτων η διάταξη αυτή είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο σε σχέση μ` εκείνην του προϊσχύσαντος Π.Κ.. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται, κατ` αρχάς, υπόψη το ύψος των απειλούμενων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης, ενώ θεωρείται η πρώτη βαρύτερη της δεύτερης και σε περίπτωση χρηματικής ποινής λαμβάνεται υπόψη επί ίσων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης και η χρηματική ποινή, η οποία, σε κάθε περίπτωση, θεωρείται ελαφρύτερη της στερητικής της ελευθερίας ποινής (Α.Π. 86/2020, Α.Π. 1820/2019), περαιτέρω δε επιεικέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίπτωση, υπό την οποία έλαβε χώρα η καταδίκη (Α.Π. 130/2020).
- Με το άρθρο 461 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ. ορίζεται ότι: “Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Ποινικού Κώδικα καταργείται ο Ποινικός Κώδικας που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1951, καθώς και άλλη διάταξη που τροποποιούσε το νόμο αυτό”. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 345 παρ. 1 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ. όριζε ότι: “1. Η συνουσία μεταξύ συγγενών εξ αίματος, ανιούσας και κατιούσας γραμμής, τιμωρείται: α) ως προς τους ανιόντες με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν ο κατιών δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του, με κάθειρξη αν ο κατιών είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο αλλά όχι το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του, με φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν ο κατιών έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του, β) ως προς τους κατιόντες, με φυλάκιση μέχρι δύο ετών γ) μεταξύ αμφιθαλών ή ετεροθαλών αδελφών, με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.”, η διάταξη δε του άρθρου 346 παρ. 1 του επίσης προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ. όριζε ότι: “Με τις ποινές του άρθρου 345 παρ. 1 τιμωρείται η επιχείρηση και κάθε άλλης, πλην της συνουσίας, ασελγούς πράξης που γίνεται μεταξύ των συγγενών που αναφέρονται στο άρθρο 345.”. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 345 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 79 του Ν. 4855/2021, όριζε ότι: “Η γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών εξ αίματος ή από υιοθεσία, ανιούσας και κατιούσας γραμμής και μεταξύ αμφιθαλών ή ετεροθαλών αδελφών τιμωρείται: α) ως προς τους ανιόντες με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών, β) ως προς τους κατιόντες με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή και γ) μεταξύ αδελφών με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή”, ήδη όμως, μετά την κατά τα προαναφερόμενα τροποποίησή της ορίζει ότι: “Η γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών εξ αίματος ή από υιοθεσία, ανιούσας και κατιούσας γραμμής και μεταξύ αμφιθαλών ή ετεροθαλών αδελφών τιμωρείται: α) ως προς τους ανιόντες με κάθειρξη έως δέκα (10) ετών, β) ως προς τους κατιόντες με φυλάκιση και γ) μεταξύ αδελφών με φυλάκιση έως δύο έτη”. Από τη σύγκριση των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ότι τα στοιχεία της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων του άρθρου 346 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ. (ασέλγεια μεταξύ συγγενών) και του άρθρου 345 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ. (γενετήσια πράξης μεταξύ συγγενών) δεν έχουν διαφοροποιηθεί ουσιωδώς, καθόσον αντί για την αναφορά σε ασελγή πράξη γίνεται πλέον λόγος για γενετήσια πράξη, η οποία έχει την έννοια της συνουσίας και άλλων πράξεων με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως ακολούθως εκτίθεται. Επομένως, καθόσον αφορά την γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών εξ αίματος, ανιούσας και κατιούσας γραμμής, η διάταξη του άρθρου 345 παρ. 1 του ισχύσαντος από 1-7-2019 έως
12-11- 2021 Π.Κ. είναι επιεικέστερη για τους ανιόντες στην περίπτωση που ο κατιών δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, σε συνδυασμό με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, αφού το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, είναι φυλάκιση από τρία (3) έως πέντε (5) έτη, ενώ, με την προηγουμένη διάταξη, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης (22-1-2015), ήταν κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) έτη, και με την ήδη ισχύουσα, από 12-11-2021, είναι κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, ως εκ τούτου δε είναι εφαρμοστέα στην κρινόμενη υπόθεση. Από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 345 παρ. 1 του ισχύοντος Π.Κ. προκύπτει ότι ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της γενετήσιας πράξης μεταξύ συγγενών μπορεί να είναι συγγενής εξ αίματος ανιούσας και κατιούσας γραμμής, ως ανιόντων και κατιόντων νοουμένων των γονέων και των τέκνων, των παππούδων και γιαγιάδων, εγγονών κ.ο.κ. απεριόριστου βαθμού, για τη στοιχειοθέτηση δε της αντικειμενικής υπόστασής του απαιτείται η διενέργεια γενετήσιων πράξεων, που κατ` άρθρο 336 παρ. 2 του ισχύοντος Π.Κ. είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις, όπως είναι η “παρά φύσιν” συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία και η αιδοιολειξία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων, δεν περιλαμβάνονται όμως πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος που δεν εξικνούνται όμως σε γενετήσια πράξη (Α.Π. 441/2020). Ο κύριος γνώμονας για το εάν μια πράξη πρέπει να χαρακτηριστεί ως “γενετήσια” είναι η ένταση της προσβολής του έννομου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας του θύματος. Κατά συνέπεια, πράξεις με έντονο σεξουαλικό χαρακτήρα, όπως είναι η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων του ανηλίκου, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανηλίκου, η προστριβή του γεννητικού μορίου του δράστη στο σώμα του θύματος, ο εναγκαλισμός και ο ασπασμός στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφόσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, θεωρούνται γενετήσιες πράξεις, κατά τον νέο Π.Κ., που τέθηκε σε ισχύ από 1-7-2019, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας (Ολ. Α.Π. 3/2018). Τα παραπάνω είναι σύμφωνα και με το άρθρο 36 παρ. 1 και 2 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, που κυρώθηκε με το Ν. 4531/2018 και έχει υπερνομοθετική ισχύ. Κατά την εν λόγω διάταξη, η ποινικοποίηση των πράξεων κατά της γενετήσιας ελευθερίας πρέπει να αφορά όχι μόνο τη “διάπραξη μη συναινετικής, κολπικής ή στοματικής διείσδυσης σεξουαλικού χαρακτήρα στο σώμα άλλου ατόμου με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε οργάνου του σώματος ή αντικειμένου”, αλλά και “τη διάπραξη άλλων μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα”. Υπό το πρίσμα αυτό, ο όρος της “γενετήσιας πράξης” δεν παρεκκλίνει ουσιωδώς από τον προαναφερθέντα ορισμό της “ασελγούς πράξης”, όπως ερμηνευόταν, υπό την αυστηρή της εκδοχή, από τη μέχρι τώρα νομολογία των δικαστηρίων στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, στα οποία περιλαμβάνονται και οι περιπτώσεις των προαναφερόμενων διατάξεων του άρθρου 345 του ισχύοντος Π.Κ. (Α.Π. 478/2020).
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας απαιτείται ειδικά ο προσδιορισμός αυτών (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να είναι αναγκαία αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, κατ` επιλογή. Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η συνδρομή του δόλου, κατ` αρχάς, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνο δε όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, συγκεκριμένα δε είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), όπως π.χ. στην περίπτωση της ψευδούς κατάθεσης, είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία. Εξάλλου, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ειδικότερα δε η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται, ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 1308/2020).
- Στην προκείμενη περίπτωση, από τα παραδεκτώς, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος με την υπ` αρ. 63, 64, 65, 66/17-10-2018 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου (Μ.Ο.Δ.) Ναυπλίου κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της ασέλγειας μεταξύ συγγενών, από ανιόντα σε βάρος ανηλίκου, που δεν συμπλήρωσε το 15ο έτος της ηλικίας του (άρθρα 345 παρ. 1 και 346 παρ. 1 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ.), καταδικάσθηκε δε, ερήμην, σε ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος άσκησε την υπ` αρ. …./13-11-2018 έφεση και ζήτησε την εξαφάνισή της, λόγω εσφαλμένης εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών. Η ανωτέρω έφεση εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου την 26-2-2020, κατά την οποία ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε νομίμως από τον συνήγορο υπεράσπισής του …….., δικηγόρο Αθηνών (Α.Μ. ….), το εκ τακτικών δικαστών του [Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου] δικαστήριο δε δέχθηκε τυπικά αυτήν (έφεση). Ακολούθως ο συνήγορος υπεράσπισης του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου προέβαλε ένσταση αναρμοδιότητας του ανωτέρου δικαστηρίου [Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου], ισχυριζόμενος ότι η αποδιδόμενη στον εντολέα του πράξη, μετά την ισχύ, από 1-7-2019, του νέου Π.Κ. φέρει τη μορφή πλημμελήματος και ζήτησε την παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο. Το ανωτέρω δικαστήριο [Μικτό Ορκωτό Εφετείο (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου], συγκροτούμενο μόνον από τους τακτικούς δικαστές, αφού άκουσε τον Εισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της ανωτέρω ένστασης και τη συγκρότηση του εν λόγω δικαστηρίου [Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου] και με τη συμμετοχή των ενόρκων από τον κατάλογο εκείνης της δωδεκαήμερης περιόδου, προκειμένου να δικάσει την προαναφερθείσα υπόθεση, καθώς και τον συνήγορο υπεράσπισης του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της παραπάνω περί αναρμοδιότητας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου ένστασης του εντολέα του, απέρριψε αυτήν, με την ακολούθως, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: “Κατά τη διάταξη του άρθρου 408 παρ. 2 του Νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019) ίδια με την προϊσχύσασα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 408 ΚΠΔ “σε περίπτωση που το μικτό ορκωτό δικαστήριο καταδικάσει τον κατηγορούμενο μόνο για πλημμέλημα, η έφεση του κατηγορουμένου κατά της απόφασης αυτής δικάζεται από το εκ τακτικών δικαστών δικαστήριο του μικτού ορκωτού εφετείου, χωρίς να απαιτείται να συγκροτηθεί το τελευταίο.” Το παραπάνω Μικτό Ορκωτό Εφετείο αποτελεί αυτοτελές ιδιαίτερο δικαστήριο, όπως, άλλωστε, τέτοιο δικαστήριο συνιστούν εν γένει οι τρεις τακτικοί δικαστές του ΜΟΕ (και του ΜΟΔ), το οποίο (δικαστήριο) κέκτηται νόμιμη συγκρότηση τόσο προ της ορκωμοσίας των ενόρκων, όσο και μετ` αυτήν, όταν μόνοι τους αποφασίζουν επί ζητημάτων, τα οποία τους ανατίθενται από το νόμο. Από το γράμμα της διάταξης αυτής συνάγεται ότι η έφεση του κατηγορουμένου, κατά της απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου με την οποία καταδικάζεται για κακούργημα, έστω και αν μεταγενέστερα με νόμο κατέστη πλημμέλημα, δικάζεται από το μικτό ορκωτό εφετείο, το οποίο πρέπει να συγκροτηθεί. Περαιτέρω, με βάση γενική αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου συναγόμενη από τα άρθρα 2 του Νέου ΠΚ και 510 παρ. 1 του νέου ΚΠΔ, οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζουν με μεταβατική διάταξη το αντίθετο, έχουν άμεση εφαρμογή από της ισχύος τους και στις εκκρεμείς και μη εκδικασθείσες ακόμη ποινικές υποθέσεις, από το χρονικό σημείο που καταλαμβάνουν αυτές. Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκκαλών κατηγορούμενος με τις 63, 64, 65 και 66/2018 αποφάσεις του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ναυπλίου καταδικάστηκε ομόφωνα σε ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών για την αξιόποινη πράξη της ασέλγειας μεταξύ συγγενών και δη από ανιόντα σε βάρος κατιόντα, που δεν συμπλήρωσε το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του (άρθ. 346 παρ. 1 – 345 παρ. 1α του προϊσχύσαντος ΠΚ). Υπό την ισχύ του Νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019) το άρθρο 346 (ασέλγεια μεταξύ συγγενών) καταργήθηκε και ενσωματώθηκε στο άρθρο 345 (Γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών) του Νέου Ποινικού Κώδικα και έγινε πλημμέλημα, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών (άρθρο 345 παρ. 1α του Ν.Π.Κ.). Κατά της άνω αποφάσεως ο κατηγορούμενος άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα έφεση, ζητώντας την εξαφάνιση της ως άνω καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ναυπλίου λόγω εσφαλμένης εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών. Η έφεση αυτή του κατηγορουμένου κατά της ως άνω απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ναυπλίου με την οποία καταδικάστηκε για κακούργημα νομίμως δικάζεται από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ναυπλίου, το οποίο πρέπει να συγκροτηθεί έστω και αν υπό την ισχύ του άρθρου 345 παρ. 1α του νέου Ποινικού Κώδικα, η ως άνω αξιόποινη πράξη του κατηγορουμένου έγινε πλημμέλημα. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση περί καθύλην αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου τούτου, που παραδεκτά προέβαλε ο συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, πριν από τη συγκρότηση του ΜΟΕ, ως μη νόμιμη.”.
Ακολούθως, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου, αφού συγκροτήθηκε και από τους ενόρκους, δίκασε σε δεύτερο βαθμό την προαναφερθείσα υπόθεση κατ` ουσίαν, μετά δε από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων ειδικά αποδεικτικών μέσων (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων στο ακροατήριο), μετά την πρόταξη σχετικής νομικής σκέψης αναφορικά με την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 345 παρ. 1 περ. α` του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 (Φ.Ε.Κ. 95/11-6-2019, τεύχος πρώτο), πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 79 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο), δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα, κατά πιστή μεταφορά, πραγματικά περιστατικά:
“Ο κατηγορούμενος, …………. του ……….., απέκτησε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής του με την …………… του …………, με την οποία ήδη από το 2011 είναι σε διάσταση, στις 19-5-2009, ένα ανήλικο, κατά τον επίδικο χρόνο (22-1-2015), άρρεν τέκνο, τον ……….., με τον οποίο, ενόψει του ότι ήταν σε διάσταση με την ανωτέρω σύζυγό του, η οποία ασκούσε την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου, επικοινωνούσε κάθε δεύτερο Σάββατο στην κατοικία του στο …. Στις 22-1-2015 ο ανωτέρω ανήλικος εκμυστηρεύθηκε στην εγκαλούσα μητέρα του ότι, κατά τη διάρκεια της διαμονής του με τον πατέρα του κατά την ημέρα αυτή (22-1-2015), ο τελευταίος, αφού κλείδωσε την πόρτα, του ζήτησε να παίξουν το παιχνίδι, “τα γουρουνάκια” κατά το οποίο όπως το εξιστόρησε ο ανήλικος “τον έβαζε να καθίσει επάνω του και τον πήγαινε πάνω κάτω, μέχρι, που έσκαγε η βόμβα και γέμιζε κάτι, σαν νερό αλλά αυτό κολλούσε” και στη συνέχεια τον καθάριζε με μωρομάντηλο. Ακολούθως, στις 23-1-2015 η μητέρα του ανηλίκου καταμήνυσε το γεγονός αυτό στο Τ.Α. … και κατά τη διερεύνηση της εν λόγω υπόθεσης έλαβε χώρα, στο πλαίσιο της διαταχθείσας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, στις 25-1-2016, ψυχιατρική εκτίμηση του ανηλίκου …………….. από την αρμόδια παιδοψυχίατρο – Επιμελήτρια Β` του Γενικού Νοσοκομείου …, σύμφωνα με την υπ` αριθμ. πρωτ. … /29-1-2016 γνωμοδότηση της οποίας προέκυψαν τα εξής: Ο ανήλικος ………… δεν έχει την οποιαδήποτε επαφή με τον πατέρα του από τις 23-1-2015. Ο ίδιος ο ανήλικος περιέγραψε ένα περιστατικό, κατά το οποίο ο πατέρας του χτυπούσε στον τοίχο το κεφάλι της μητέρας του καθώς και ένα άλλο περιστατικό, κατά το οποίο ο πατέρας του απειλούσε τη μητέρα του ότι, θα την σκότωνε, και ότι θα κλέψει το παιδί τους, περιστατικά τα οποία επιβεβαιώθηκαν και από τη μητέρα του ανηλίκου. Ακολούθως ο ανήλικος εξήγησε ότι ένα βράδυ περίμενε τη μητέρα του να της μιλήσει, θέλοντας να της εξιστορήσει “τι παιχνίδι κάνει με τον μπαμπά του”. Ανέφερε ότι το παιχνίδι ονομαζόταν “τα γουρουνάκια” και περιέγραψε ότι ο πατέρας του έβγαλε από το δωμάτιο τον ……… (εξάδελφό του) και κλείδωσε την πόρτα του δωματίου του οποίου, κατά τα λεγόμενα του ανηλίκου ……… “μετά μου έβγαλε τα ρούχα μου ανοίγει τον ποπό και με έβαλε να κάτσω πάνω σε ένα μπαλόνι. Φουσκώνει, φουσκώνει το μπαλόνι και στο τέλος έβγαλε νερό”. Μετά την εξιστόρηση του ανωτέρω συμβάντος ο ανήλικος ……. δήλωσε ότι δεν θέλει να μείνει στο σπίτι του πατέρα του και δεν ξέρει αν θέλει να τον ξαναδεί. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος μετά το ανωτέρω συμβάν στις 22-1-2015, δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με το τέκνο του, ούτε επιδίωξε να το συναντήσει, συναισθανόμενος, προφανώς, την άρνηση του ανήλικου παιδιού του ενόψει των προγενέστερων ασελγών πράξεών του σε βάρος του. Οι εν λόγω δε πράξεις αποδεικνύονται πλήρως τόσο από την ένορκη κατάθεση της μητέρας του ανηλίκου, η οποία σε ουδέν απολύτως παράνομο όφελος αποσκοπούσε από την καταμήνυση αυτών, όσο και από την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του ανήλικου παιδιού, το οποίο δεν είχε συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του κατά το χρόνο τέλεσης αυτών, και συνίστανται στο ότι ο κατηγορούμενος, αφού έθεσε στο μόριό του προφυλακτικό (το οποίο ο ανήλικος περιέγραψε ως μπαλόνι που γεμίζει νερό), αφαίρεσε τα ρούχα του ανήλικου παιδιού του, και τον έθεσε γυμνό να καθίσει επάνω του, με τρόπο ώστε το πέος του ιδίου να έρχεται σε επαφή με τον πρωκτό του ανήλικου υιού του, προκειμένου, δια της τριβής, και χωρίς να προβεί σε διείσδυση και σε συνουσία με τον υιό του, ως διαπιστώθηκε από την από
23-1-2015 κλινική εξέταση του ανηλίκου που ακολούθησε (βλ. την υπ` αριθμ. πρωτ. … – … από 23-1- 2015 ιατροδικαστική έκθεση του Ιατροδικαστή ……………), να ικανοποιηθεί η γενετήσια επιθυμία του. Οι εν λόγω δε πράξεις είχαν έντονο ηδονιστικό χαρακτήρα και προσέβαλαν την αγνότητα της νεαρής ηλικίας του ανωτέρω ανήλικου παθόντος και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξή του, καθώς και το κοινό αίσθημα αιδούς και των ηθών και κατέτειναν στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου 345 παρ. 1α του Νέου Ποινικού Κώδικα, κατά πλειοψηφία, μειοψηφούντων των ενόρκων, …………., ………… και …………., οι οποίοι είχαν την γνώμη ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος, καθόσον δεν αποδείχθηκε και δεν πείσθηκαν, καταληφθεισών αμφιβολιών, ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται, καθόσον οι επ` ακροατηρίου εξετασθέντες μάρτυρες δεν κατέθεσαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να μπορεί αναμφιβόλως, να συναχθεί αμέσως ή εμμέσως, αλλά μετά βεβαιότητας, καταφατική περί της ενοχής του κατηγορουμένου κρίση.”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, που δίκασε, όπως προεκτέθηκε, σε δεύτερο βαθμό, συγκροτούμενο από τους τακτικούς δικαστές και τους ενόρκους, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο για την ανωτέρω πράξη της ασέλγειας μεταξύ συγγενών, από ανιόντα σε βάρος ανηλίκου, που δεν συμπλήρωσε το 15ο έτος της ηλικίας του, τιμωρούμενη σε βαθμό πλημμελήματος, σύμφωνα με την επιεικέστερη διάταξη του άρθρου 345 παρ. 1 περ. α` του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Π.Κ., για την οποία τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών, την εκτέλεση της οποία ανέστειλε επί πενταετία, κατ` άρθρο 100 του προϊσχύσαντος Π.Κ., με τους περιοριστικούς όρους: α) της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα, β) της υποχρέωσης εμφάνισής του στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου της κατοικίας του, το πρώτο πενθήμερο κάθε μηνός, και γ) της απαγόρευσης επικοινωνίας, καθ` οιονδήποτε τρόπο, με τον ανήλικο υιό του, με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ κατά πλειοψηφία ένοχο τον κατηγορούμενο (μειοψηφούντων των ενόρκων 1. ………….,
2 …………. και 3 …………. οι οποίοι έκριναν ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί αθώος), του ότι: Στο …, στις 22-1-2015, εντός της κείμενης οικίας όντας ενήλικας, με πρόθεση ενήργησε σε βάρος του ανηλίκου υιού του ………….. του ………., γεν. την
19-05-2009 και επομένως μη συμπληρώσας κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας του, ασελγείς πράξεις, με την έννοια ότι είχαν έντονο ηδονιστικό χαρακτήρα και που προσέβαλαν την αγνότητα της νεαρής ηλικίας του ανωτέρω ανηλίκου παθόντος και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξή του, καθώς και το κοινό αίσθημα αιδούς και των ηθών και κατέτειναν στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του, ενώ γνώριζε ότι ήταν ασελγείς και επιθυμούσε να τις πράξει για να ικανοποιήσει την γενετήσια επιθυμία του και ενώ γνώριζε ότι ο παθών ήταν συγγενής του εξ αίματος και δη κατιών πρώτου βαθμού, αφού ήταν υιός του, καθώς και ότι ήταν ηλικίας κάτω των δεκαπέντε (15) ετών και πιο συγκεκριμένα, βρισκόμενος στην οικία του και αφού ζήτησε από τον ξάδελφο του υιού του να εξέλθει από το δωμάτιο που βρισκόταν με τον υιό του, κλείδωσε την πόρτα του δωματίου αυτού και επικαλούμενος ότι θα παίξει με τον υιό του ένα παιχνίδι το οποίο αποκάλεσε “τα γουρουνάκια”, έχοντας προηγουμένως θέσει στο μόριό του προφυλακτικό, του αφαίρεσε τα ρούχα του και τον έθεσε γ