ΤΟ ΜΙΚΤΟ ΟΡΚΩΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Πρόεδρος: Μιχαήλ-Άγγελος Γιαννακάκος
Δικαστές: Χ.-Σ. Δημοπούλου, Ν. Μαργιώλα
Εισαγγελέας: Αγγελική Τριανταφύλλου
Δικηγόροι: Μ.-Ι. Καραγιάννη, Σ. Ρότσος, Α. Χαραλαμπάκης
Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του ΠΚ (όπως ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της κατωτέρω πράξης, ήτοι πριν από τη θέσπιση και ισχύ, από την 1.7.2019, με τον ν.4619/2019, του νέου Ποινικού Κώδικα): «Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα, αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών», κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 337 παρ. 1 και 2 του προϊσχύοντος ΠΚ: «όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή. Με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος από 12 ετών». Από την πρώτη των ως άνω διατάξεων, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από οποιαδήποτε άποψη, πράξης με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία, αντικειμενικά μεν, προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Με την έννοια αυτή, αποτελεί ασελγή πράξη, σύμφωνα με τον παλαιό Ποινικό Κώδικα, όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανηλίκου, ο εναγκαλισμός και ο ασπασμός στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφόσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Για τη στοιχειοθέτηση όμως της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που προβλέπει η δεύτερη των ως άνω διατάξεων (άρθρο 337 ΠΚ), αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι «ασελγείς χειρονομίες» είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξης, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως λ.χ. ψαύσεις ή θωπείες στο στήθος, στους μηρούς κλπ. του παθόντος. Οι προτάσεις μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες που πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή. Όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (όπως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός), αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατατείνει στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος, τότε δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 του ΠΚ (Ολ. ΑΠ 3/2018, ΑΠ 1046/2019, ΑΠ 1790/2017, ΑΠ 1302/2017, ΑΠ 118/2017 ΤρΝομΠλ Νόμος, ΑΠ 751/2011, ΑΠ 1244/2011 ΤρΝομΠλ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Ήδη, πλέον, τα αδικήματα της αποπλάνησης ανηλίκου και της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας προβλέπονται και τιμωρούνται από τα αντίστοιχα άρθρα 339 και 337 του νέου Ποινικού Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 (έναρξη ισχύος: 1.7.2019). Σύμφωνα, ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του νέου ΠΚ [«Γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή ενώπιόν τους»]: «1. Όποιος ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα με το άρθρο 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη έως δέκα έτη και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών», ενώ κατά το άρθρο 337 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα [«Προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας»]: «1. Όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, με γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση. 2. Με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος των δώδεκα ετών». Τα άρθρα αυτά περιλαμβάνονται στο δέκατο ένατο Κεφάλαιο του νέου Ποινικού Κώδικα (άρθρα 336 έως 353), με το οποίο ρυθμίζονται σοβαρές προσβολές της προσωπικής ελευθερίας στην περιοχή της γενετήσιας ζωής, προσβολές της ανηλικότητας στον γενετήσιο χώρο, πράξεις οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και πράξεις που θίγουν τη γενετήσια αξιοπρέπεια και τη γενετήσια ευπρέπεια. Η ρύθμιση των εν λόγω προσβολών έγινε με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις, όπως αυτές αποτυπώνονται στην καθημερινή ζωή και συμπεριφορά των κοινωνών. Ο όρος «γενετήσια πράξη» έχει την έννοια που προσδιορίζει η νομολογία και η επιστήμη. Πρόκειται για τη συνουσία και άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως είναι η «παρά φύσιν» συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία και η αιδοιολειξία ή η χρήση των υποκατάστατων μέσων. Ως χειρονομίες «γενετήσιου χαρακτήρα» νοούνται πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες όμως προσβάλλουν τη γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος, που δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη. Τέλος, πράξη γενετήσιου χαρακτήρα είναι συμπεριφορές ή χειρονομίες, οι οποίες κατά την κοινή αντίληψη υπαινίσσονται ή καταδεικνύουν ή παρωθούν σε γενετήσιες πράξεις (βλ. για τα ανωτέρω την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4619/2019). Από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, τις φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν στο ακροατήριο, καθώς και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την αρχή της ηθικής αποδείξεως και την απολογία του κατηγορουμένου και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η … γεννήθηκε στις 14.2.2003 και είναι κόρη του … και της … Ο … είναι ο σύζυγος της αδερφής του …, …, με την οποία είχαν ήδη κατά τον χρόνο τέλεσης των αποδιδόμενων σε αυτόν πράξεων, αποκτήσει τρία ανήλικα τέκνα. Οι δύο αυτές οικογένειες διατηρούσαν στενές οικογενειακές σχέσεις και η ανήλικη …, η οποία έτρεφε συναισθήματα αγάπης προς τη θεία της και τα τέκνα αυτής, πρώτα ξαδέρφια της, διανυκτέρευε περίπου δύο Σαββατοκύριακα τον μήνα στο σπίτι του κατηγορουμένου, όπως επίσης και κάποια τριήμερα. Στις 27 Οκτωβρίου του έτους 2013 ο πατέρας της ανήλικης ταξίδεψε στον ………..Ηλείας. Την προηγουμένη είχε ενημερώσει την ανήλικη … ότι θα πάει στο σπίτι του κατηγορουμένου. Η ίδια αρχικά δεν ήθελε, αλλά τελικά δέχθηκε να πάει. Επειδή ο πατέρας της καθυστερούσε να επιστρέψει, η ίδια τον καλούσε επανειλημμένως στο κινητό του τηλέφωνο, προκειμένου να τον ενημερώσει ότι ο αδερφός της … είχε φύγει από το σπίτι των θείων της και ότι ήθελε να φύγει και αυτή. Περίπου στις 11:00` το βράδυ ο κατηγορούμενος κάλεσε τον πατέρα της ανήλικης και τον ενημέρωσε ότι η ίδια κλαίει και θέλει να του μιλήσει, όταν δε τελικά η ίδια μίλησε με τον πατέρα της τον ρωτούσε επίμονα πότε θα έρθει να την πάρει από την οικία των θείων της. Χαρακτηριστικά του έλεγε συνεχώς «μου το είχες υποσχεθεί ότι θα έρθεις να μας πάρεις». Την επόμενη ημέρα ο πατέρας της ανήλικης μετέβη στην οικία της αδερφής του και παρέλαβε την κόρη του. Στον δρόμο της επιστροφής προς το σπίτι τους η ανήλικη με δυσκολία αποκάλυψε στον πατέρα της ότι ο κατηγορούμενος την είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά. Συγκεκριμένα, του είπε ότι «ο θείος δεν είναι αυτός που νομίζεις» και ότι χωρίς να φταίει η ίδια, περίπου τον Μάιο-Ιούνιο του έτους 2012, όταν οι γονείς της βρίσκονταν στην Αγγλία και η ίδια διανυκτέρευε στο σπίτι του, ο θείος της την προσέγγισε την ώρα που κοιμόταν στο δωμάτιο, στο οποίο κοιμούνταν και τα παιδιά του, έκατσε πίσω της σαν «σκαμνάκι», ξεκούμπωσε την πιτζάμα της, έβαλε το χέρι του μέσα από τα ρούχα χαϊδεύοντας τα «βυζάκια» της, τον «ποπό» και το «πιπί» της, ενώ το δικό του «πουλί» είχε γίνει σαν «καλαμάκι», όπως η ίδια περιέγραψε, λέγοντάς της, επίσης ότι αυτό θα είναι το μυστικό τους και ότι δεν θα πρέπει να το πει στον πατέρα της. Ακόμη, αποκάλυψε στον πατέρα της ότι το ίδιο περιστατικό συνέβη άλλη μία φορά τον χειμώνα του έτους 2013, όπου και πάλι ο θείος της προέβη σε θωπείες στα σημεία που προανέφερε, χωρίς να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες, αναφέροντας ωστόσο χαρακτηριστικά ότι άκουσε την πόρπη της ζώνης του να ανοίγει. Επίσης, του ανέφερε ότι στις αρχές του έτους 2013 υπήρξε ακόμη και μια τρίτη φορά, κατά την οποία δεν θυμόταν τι έγινε. Περαιτέρω, η ανήλικη του ανέφερε ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ήτοι τον χειμώνα του έτους 2013, και ενώ βρισκόταν στο απομονωμένο δωμάτιο των ξένων, άκουσε τον κατηγορούμενο να έρχεται και άρχισε να φωνάζει προφασιζόμενη ότι είδε κλέφτη, προκειμένου να ξυπνήσει η θεία της, όπως και έγινε. Εν συνεχεία, τα γεγονότα αυτά η ανήλικη τα αποκάλυψε κλαίγοντας στη μητέρα της και τον αδερφό της, όπου επανέλαβε τα ίδια περιστατικά. Κατόπιν και στο πλαίσιο διενέργειας παιδοψυχιατρικής εξέτασης της ανήλικης από το Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο Νέας Σμύρνης, η ίδια ανέφερε ότι ο θείος της την προσέγγισε τρεις φορές, περιγράφοντας τα γεγονότα που συνέβησαν τις δύο φορές κατά τρόπο αντίστοιχο με την εξιστόρηση αυτών στον πατέρα της, ενώ δεν μπόρεσε να ανακαλέσει στη μνήμη της την τρίτη φορά. Τα αυτά πραγματικά περιστατικά κατατέθηκαν από την ανήλικη κατά την ανωμοτί εξέτασή της ενώπιον του ανακριτή, στις 6.12.2017, τέσσερα περίπου έτη από την αποκάλυψη αυτών στον πατέρα της, χωρίς να εντοπίζεται κάποια ουσιαστική αντίφαση. Συγκεκριμένα, η ανήλικη κατέθεσε ότι τα περιστατικά με τον θείο της έλαβαν χώρα τρεις φορές, η πρώτη το καλοκαίρι του έτους 2012, η δεύτερη το χειμώνα που ακολούθησε και η τρίτη, ομοίως, τον χειμώνα. Περιγράφοντας τις πράξεις του κατηγορουμένου κατέθεσε σε πλήρη αντιστοιχία με τα όσα αποκάλυψε στον πατέρα της ότι: «Εγώ ήμουν στο κρεβάτι με την ξαδέρφη μου και ο … (δεν θέλω να τον λέω θείο μου) πήρε την ξαδέρφη μου, την πήγε στην κούνια και ήρθε και ξάπλωσε πίσω μου σαν σκαμνάκι. Ένιωθα το όργανό του να με πιέζει και άκουγα τον ήχο της ζώνης του. Στη συνέχεια άρχισε να ξεκουμπώνει την πιτζάμα μου και με την παλάμη του άρχισε να με χαϊδεύει στο στήθος μου βίαια. Κατόπιν με το μεσαίο δάχτυλό του άγγιξε το αιδοίο μου και με έτριβε. Στη συνέχεια πήρε το χέρι του από το αιδοίο μου και άρχισε να με χαϊδεύει στον ποπό μου και έβαζε το δάχτυλό του ανάμεσα στα οπίσθιά μου. Κατά τη διάρκεια που με θώπευε και με χούφτωνε μούγκριζε, ένιωθα στο σώμα μου την πίεση από το πέος του. Εγώ άρχισα να κλαίω και αυτός με σήκωσε και με πήγε στη θεία μου λέγοντάς της ότι κλαίω γιατί μου λείπουν οι γονείς μου. Επίσης, μου είπε ότι αυτό θα είναι το μυστικό μας και ότι δεν πρέπει να το πω σε κανέναν ούτε στον μπαμπά μου. Το περιστατικό της δεύτερης φοράς έγινε σε αυτό το δωμάτιο όπου κοιμόμουν μόνη μου. Ήρθε αυτός και έγιναν ακριβώς τα ίδια πράγματα (χειρονομίες, θωπείες, μουγκρητά), απλά εγώ προσποιούμουν ότι κοιμάμαι. Την τρίτη φορά είχε μπει η καινούργια χρονιά και εγώ πάλι προσποιήθηκα ότι κοιμόμουνα. Ήρθε πάλι από πίσω μου σε σκαμνάκι, μου πήρε το χέρι μου και με καθοδήγησε ώστε να τον χαϊδέψω στα γεννητικά του όργανα μέσα από το παντελόνι του. Όπως και τις προηγούμενες φορές αισθάνθηκα την ίδια πίεση από το όργανό του. Επίσης, την τρίτη φορά με έβαλε να κουνάω το όργανό του. Την τέταρτη φορά έτυχε και είχα πάει στο σπίτι τους (γιατί δεν ήθελα να πηγαίνω πλέον εκεί), ήταν πάλι βράδυ όπως και τις προηγούμενες φορές, άκουσα τη συρόμενη πόρτα και τα βήματά του και κατάλαβα ότι ερχόταν προς το δωμάτιό μου. Πανικοβλήθηκα και άρχισα να φωνάζω. Από τις φωνές ξύπνησε η θεία μου και εγώ για να μην της πω την αλήθεια, της είπα ψέματα ότι είδα κάποιον κλέφτη από το παράθυρο». Η χωρίς αντιφάσεις περιγραφή των ως άνω αναφερομένων γεγονότων σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις εκ μέρους της ανήλικης αποδεικνύει ότι πρόκειται για βιωματική αφήγηση και όχι για φανταστικά γεγονότα. Άλλωστε η ανήλικη προέβη σε περιγραφή λεπτομερειών των ασελγών πράξεων του κατηγορουμένου, τις οποίες (λεπτομέρειες) δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν και δεν μπορούν να περιγράφουν παιδιά της ηλικίας της, εάν δεν τις βιώσουν. Αξιοσημείωτο είναι επίσης, ότι η ανήλικη δεν περιγράφει μόνο τις ασελγείς πράξεις του θείου της αλλά και την κατάσταση του ιδίου, ήτοι ότι μούγκριζε, ότι το πέος του βρισκόταν σε στύση και την πίεζε, περιγραφές που επίσης δεν είναι σε θέση να φανταστεί ένα παιδί στην τρυφερή ηλικία των εννέα με δέκα ετών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η ανήλικη δεν περιγράφει μόνο τις ασελγείς πράξεις του θείου της και την κατάσταση του ιδίου κατά τη διάρκεια αυτών, αλλά αναφέρει και ότι άκουσε τον ήχο της ζώνης του, όπως επίσης αναφέρει και το περιστατικό με τον υποτιθέμενο κλέφτη, γεγονότα δηλαδή που δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς προκειμένου να διανθίσει και να προσδώσει πειστικότητα σε φανταστικά περιστατικά, ειδικά στην ηλικία που διένυε η ανήλικη κατά τον χρόνο τέλεσης των πράξεων αυτών. Περαιτέρω, πλέον των ανωτέρω, η αλήθεια των γεγονότων που η ανήλικη αναφέρει επιρρωνύεται και από την απροθυμία της να πάει στο σπίτι των θείων της, η εκδήλωση της οποίας, όπως κατέθεσαν οι γονείς αυτής, εντάσσεται χρονικά στο ως άνω αναφερόμενο διάστημα που ο κατηγορούμενος προέβαινε στις προπεριγραφόμενες πράξεις. Χαρακτηριστικά ο πατέρας της ανήλικης καταθέτει ότι «τη διάρκεια που συνέβαιναν αυτά δεν ήθελε η … να πηγαίνει στο σπίτι των θείων της και την πηγαίναμε με το ζόρι. Πάντα το διαπραγματευόμουν μαζί της», γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τη μητέρα της λέγοντας ότι «αισθάνομαι τύψεις που ενώ μας έλεγε το παιδί ότι δεν έπρεπε να πηγαίνει στο σπίτι των θείων της, εμείς επειδή δεν καταλαβαίναμε το γιατί, την στέλναμε. Η πρώτη φορά που μου είπε ότι δεν ήθελε να πηγαίνει εκεί ήταν το 2013». Επίσης, η αλήθεια των γεγονότων που ιστόρησε η ανήλικη επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι, εντός του χρονικού διαστήματος που η ίδια αναφέρει ότι κακοποιήθηκε από τον θείο της, η συμπεριφορά της άλλαξε και εμφάνιζε διάφορα ανησυχητικά συμπτώματα και συγκεκριμένα ξυπνούσε κατά τη διάρκεια της νύχτας από εφιάλτες, παρουσίαζε νυχτερινή ενούρηση, εμφάνιζε διάσπαση προσοχής, φοβόταν το σκοτάδι, ενώ μειώθηκε και η απόδοσή της στο σχολείο. Ακόμη, ενισχυτικό της αλήθειας των όσων καταθέτει η ανήλικη είναι το γεγονός ότι, όπως αποδεικνύεται από την κατάθεση του πατέρα της ανήλικης, η ίδια είχε προσπαθήσει να αποκαλύψει τις ως άνω αναφερόμενες πράξεις του κατηγορουμένου στη γιαγιά της, μητέρα του πατέρα της, όμως εκείνη την αποθάρρυνε με τη στάση της, ήτοι αποδεικνύεται ότι η ανήλικη, ήδη πριν από τις 27.10.2013, και σε ανύποπτο χρόνο, προσπάθησε να αποκαλύψει τα όσα της συνέβησαν στη γιαγιά της, δηλαδή σε ένα πρόσωπο οικείο της, με το οποίο είχαν πολύ καλές σχέσεις και στο σπίτι της οποίας διανυκτέρευε πολλές φορές. Επιπροσθέτως, η τέλεση των πράξεων που αναφέρει η ανήλικη αποδεικνύεται και από την εκ μέρους ειδικών παιδοψυχολόγων διαπίστωση εκδήλωσης συμπτωμάτων στη συμπεριφορά της, τα οποία συνάδουν με την κακοποίηση που υπέστη. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την με αριθμ. πρωτ. ….. και από 4.4.2014 παιδοψυχιατρική εκτίμηση της ανήλικης … από το Ιατροπαιδαγωγικό κέντρο 11ου Τομέα Ψυχικής Υγείας Παίδων και Εφήβων Αττικής, η ίδια παρουσιάζει συναισθήματα θλίψης και θυμού που συνδέονται με την αναφερόμενη σεξουαλική της παρενόχληση από τον θείο της, ενώ σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην από 31.10.2017 βεβαίωση της εταιρείας ψυχολόγων …, στην οποία παρακολουθείτο η ανήλικη από τον Μάιο του έτους 2014 έως τον Οκτώβριο του έτους 2017, η ανήλικη εκδήλωνε αρχικά «συμπτώματα μετατραυματικού στρες» και συγκεκριμένα: έντονο φόβο αναφορικά με το σκοτάδι και με το να παραμείνει μόνη της στο χώρο, τάσεις καχυποψίας και έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον θεραπευτή, αντίδραση φυσιολογική αναφορικά με τα γεγονότα, που αναφέρει ότι έχει βιώσει, έντονο φόβο να παραμείνει στο χώρο ενήλικη ανδρική φιγούρα, ακόμα και με τον πατέρα της, παρόλο που ήταν ο πρώτος που του εκμυστηρεύτηκε το τραυματικό για εκείνη γεγονός, διαταραχή στον ύπνο με συχνούς εφιάλτες, τάσεις κοινωνικής απομόνωσης και δυσκολία στην κοινωνική συναναστροφή με συμμαθητές, η οποία σχετιζόταν και με την γενικότερη καχυποψία που ένιωθε, πτώση ακαδημαϊκής επίδοσης, έντονη εναλλαγή διάθεσης και εκδήλωση θυμού χωρίς ιδιαίτερο ερέθισμα, χαμηλή αυτοεκτίμηση, γενικότερη δυσκολία να πιστέψει στον εαυτό της και στις ικανότητές της. Επίσης, η ανήλικη μετά την αποκάλυψη της κακοποίησής της από τον κατηγορούμενο, βρέθηκε σε μία κοινωνική εκδήλωση εντός του ιδίου χώρου με αυτόν και έπαθε κρίση πανικού, γεγονός που καταμαρτυρεί το έντονο στρες που βιώνει όταν τον βλέπει, σύμπτωμα που σαφώς συνάδει με συμπεριφορά προσώπου που έχει υποστεί πράξεις σεξουαλικής κακοποίησης. Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις που περιγράφει η ανήλικη σε βάρος της, ήτοι σε βάρος προσώπου που δεν είχε συμπληρώσει τα δώδεκα έτη της ηλικίας, γεγονός που γνώριζε, η δικανική δε αυτή πεποίθηση του Δικαστηρίου δεν δύναται να κλονιστεί από τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι τα όσα αναφέρει η ανήλικη είναι αποκύημα της φαντασίας της και ψέματα, τα οποία είπε με σκοπό να κερδίσει την προσοχή των γονιών της, οι οποίοι αντιμετώπιζαν προβλήματα στο γάμο τους, γεγονός που αποδεικνύεται και από το διαζύγιο αυτών το έτος 2015. Ωστόσο, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι οι σχέσεις των γονέων της ανήλικης ήταν σε τέτοιο βαθμό διαταραγμένες που θα οδηγούσαν την ανήλικη κόρη τους σε μια τέτοια ακραία πράξη για να κερδίσει την προσοχή τους, αντιθέτως η κατηγορηματική άρνηση των γονέων περί της ύπαρξης προβλημάτων, αλλά και η συμπεριφορά τους μετά το διαζύγιο, ήτοι η γειτνίαση αυτών και η ομαλή διευθέτηση της επιμέλειας των παιδιών καταδεικνύει την ύπαρξη ομαλών σχέσεων. Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου δεν εξηγεί πώς η ανήλικη μπόρεσε να περιγράφει χωρίς αντιφάσεις σε τέσσερις περιπτώσεις τα περιστατικά κακοποίησής της, ενώ εάν επρόκειτο για φαντασία είναι αναμενόμενο να μην τα θυμάται και να υποπίπτει σε αντιφάσεις. Επίσης, δεν εξηγεί πώς είναι δυνατόν η ανήλικη να γνώριζε τέτοιες λεπτομέρειες, τις οποίες περιγράφει. Δεν δίνεται επίσης πειστική εξήγηση για ποιο λόγο η ανήλικη, που κατά τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου ζούσε σε ένα διαταραγμένο περιβάλλον, θα προέβαινε σε αυτή την πράξη, συνεπεία της οποίας στερήθηκε τη θεία της και τα ξαδέρφια της, τους οποίους αγαπούσε πολύ, στερήθηκε ένα περιβάλλον δηλαδή, εντός του οποίου ήταν ευτυχισμένη και περνούσε ευχάριστα τον χρόνο της, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε στο περιβάλλον της δικής της οικογένειας. Εξάλλου, το γεγονός ότι η ανήλικη συνέχισε να πηγαίνει στο σπίτι των θείων της και μετά την τέλεση των ασελγών πράξεων εκ μέρους του κατηγορουμένου δεν αποτελεί απόδειξη μη τέλεσης αυτών, καθώς, όπως σαφώς κατέθεσαν οι γονείς της ανήλικης, η ίδια έδειχνε απροθυμία να πηγαίνει και κατόπιν πίεσης των γονέων της υποχωρούσε. Επίσης, το γεγονός ότι το παιδικό δωμάτιο βρίσκεται σε εγγύτητα με την κρεβατοκάμαρα του κατηγορουμένου και της συζύγου του δεν σημαίνει ότι ήταν πρακτικά αδύνατο να τελεσθούν οι πράξεις από τον κατηγορούμενο χωρίς να γίνει αντιληπτός από τη σύζυγό του, καθώς όλες οι πράξεις έλαβαν χώρα το βράδυ, την ώρα του ύπνου, ενώ το γεγονός ότι η σύζυγός του δεν αντιλήφθηκε τις πράξεις του κατηγορουμένου δεν σημαίνει ότι αυτές δεν έγιναν, καθώς η ίδια μπορεί και να διαπίστωσε τη μετάβαση του συζύγου της στο υπνοδωμάτιο των παιδιών αλλά να μην υποπτεύθηκε τις προθέσεις του. Τέλος, ο ισχυρισμός ότι τα όσα καταθέτει η ανήλικη βρίσκονται στο φάσμα του παθολογικού ψέματος και ότι προβαίνει στην πράξη αυτή λόγω της στέρησης της γονικής αγάπης και χαμηλής αυτοεκτίμησης δεν κρίνεται πειστικός, καθόσον δεν αποτελεί συμπέρασμα εξαχθέν μετά από ψυχολογική εξέταση της ανήλικης και δεν επιβεβαιώνεται από τους ειδικούς παιδοψυχολόγους που εξέτασαν την ανήλικη και δη από την ψυχολόγο …, η οποία παρακολουθούσε την ανήλικη για τρία χρόνια και κατέγραφε τα συμπτώματα και την πρόοδο αυτής. Οι προπεριγραφείσες πράξεις που τέλεσε ο κατηγορούμενος σε βάρος της ανήλικης, ήτοι ψαύσεις και θωπείες των γεννητικών οργάνων της, του στήθους της, των γλουτών της, καθώς και οι θωπείες του γεννητικού του οργάνου εκ μέρους της ανήλικης, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εμπίπτουν στην έννοια των «ασελγών» πράξεων, αλλά και των «γενετήσιων» πράξεων, κατά τη διατύπωση του πρόσφατου ποινικού νομοθέτη, καθώς αυτές είναι ίδιας βαρύτητας με τη συνουσία από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, προσέβαλαν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας της ανήλικης και έγιναν με πρόθεση τη διέγερση και την ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ίδιος μούγκριζε κατά τη διάρκεια τέλεσης αυτών και δεν είναι πράξεις ήσσονος βαρύτητας που έγιναν με πρόθεση προσβολής και μόνο της αιδούς και της αξιοπρέπειας της παθούσας στο πεδίο της γενετήσιας ζωής της. Τα περιγραφόμενα, συνεπώς, περιστατικά δεν δύνανται να υπαχθούν στο πραγματικό του άρθρου 342 παρ. 2 ΠΚ, απορριπτόμενου του αντίθετου αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου ως αβασίμου. Γνώμη μειοψηφίας Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του προϊσχύοντος ΠΚ: «όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών». Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 342 παρ. 1 του προϊσχύοντος ΠΚ όριζε ότι «ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί ασελγείς πράξεις με ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα, όχι όμως και τα δεκαοκτώ έτη, με κάθειρξη». Προκύπτει, επομένως, ότι για τη στοιχειοθέτηση των αδικημάτων που περιγράφονται στις διατάξεις των άρθρων 339 και 342 του προϊσχύοντος ΠΚ, απαιτείτο η διενέργεια ασελγών πράξεων σε ανήλικο. Στην έννοια της ασελγούς πράξης εντασσόταν, σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, όχι μόνο η συνουσία ή πράξη αντίστοιχη (παρά φύση πράξη), αλλά και κάθε άλλη ασελγής πράξη, όπως η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων και άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, το φίλημα στο πρόσωπο και στο στόμα του ανηλίκου, εφόσον οι ενέργειες αυτές κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, στο μέτρο που αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της νεαρής ηλικίας, η οποία προστατεύεται από την εν λόγω διάταξη (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 931/2012, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 266/2010 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 817/2006, ΠοινΛογ 2006/764, ΑΠ 501/2006, ΠοινΧρ 2006, 39, ΑΠ 1505/2005, ΠοινΧρ 2006, 252). Με τον νέο ΠΚ, ο οποίος κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 και τέθηκε σε ισχύ από 1.7.2019, τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 339 και 342 ΠΚ, ως εξής: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του νέου ΠΚ: «όποιος ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα με το άρθρο 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη έως δέκα έτη και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών». Επίσης, στη διάταξη του άρθρου 342 παρ. 1 και 2 του νέου ΠΚ, ορίζεται ότι: «1. Ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί γενετήσιες πράξεις με ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη, γ) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη ως δέκα έτη. 2. Ο ενήλικος ο οποίος απευθύνει χειρονομίες, προτάσεις ή εξιστορεί ή απεικονίζει η παρουσιάζει πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα σε ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών». Καθίσταται επομένως προφανές ότι πλέον, υπό το καθεστώς του νέου ΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση των αδικημάτων των άρθρων 339 και 342 απαιτείται η διενέργεια γενετήσιων πράξεων, έννοια στενότερη και ειδικότερη από αυτήν της ασελγούς πράξης που προέβλεπε ο προϊσχύων Ποινικός Κώδικας (βλ. και ΣυμβΠλημΒόλου 253/2019, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επιπλέον, οπό το άρθρο 342 ΠΚ απαλείφθηκαν οι επιβαρυντικές περιστάσεις της παραγράφου 2, ήτοι της τέλεσης της πράξης από οικείο, από εκπαιδευτικό, από κληρικό, ψυχολόγο, ιατρό, πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του ανηλίκου, σύνοικο κ.λπ. Έτσι, πλέον με την παρ. 2 του άρθρου 342 του νέου ΠΚ, τιμωρείται ως πλημμέλημα η τέλεση χειρονομιών ή πράξεων «γενετήσιου χαρακτήρα» σε ανήλικο, τον οποίον έχουν εμπιστευθεί να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει ο δράστης. Ο ορισμός της γενετήσιας πράξης δίνεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 336 ΠΚ και αναφέρεται στην συνουσία και στις ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις. Επιπλέον, στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ (βλ. σελ. 66, εισαγωγή στα Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής) απαριθμούνται οι πράξεις που υπάγονται στην έννοια της «γενετήσιας πράξης», ήτοι η συνουσία και άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα, από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως είναι η «παρά φύσιν» συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία και η αιδοιολειξία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων. Παράλληλα, ως χειρο νομίες «γενετήσιου χαρακτήρα» νοούνται οι πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες όμως προσβάλλουν τη γενετή σια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος, που δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη. Τέλος, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται στην Αιτιολογική Έκθε ση, πράξη «γενετήσιου χαρακτήρα» είναι συμπεριφορές ή χειρονομίες, οι οποίες κατά την κοινή αντίληψη υπαινίσσονται ή καταδεικνύουν ή παρωθούν σε γενετήσιες πράξεις. Σύμφωνα με το άρθρο 2 ΠΚ, εάν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη διαχείριση του κατηγορουμένου. Επομένως, καταρχήν, στην ένδικη περίπτωση, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 339 και 342 του νέου ΠΚ, από τις οποίες έχουν απαλειφθεί οι επιβαρυντικές περιστάσεις και τιμωρούν ελαφρύτερα την εδώ περιγραφόμενη συμπεριφορά, όπως αποδίδεται στον κατηγορούμενο. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά αναλύονται λεπτομερώς στο υπ’ αρ. 441/2019 παραπεμπτικό βούλευμα. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο κατηγο ρούμενος, από τον Μάιο του 2012 έως και την 27.10.2013, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, πλησίασε την … του …, νυκτερινές ώρες κατά τις οποίες αυτή κοιμόταν, ξάπλωνε δίπλα της, έβγαζε τα ρούχα της και προέβαινε σε ψαύσεις και θωπείες των γεννητικών της οργάνων και άλλων απόκρυφων μερών του σώματός της, και συγκεκριμένα της χάιδευε το στήθος, τους γλουτούς της, τοποθετούσε τα δάκτυλα του χεριού του στο αιδοίο της και ανάμεσα στους γλουτούς της, άγγιζε το σώμα της με το πέος του και έπαιρνε το χέρι της και το έθετε στο πέος του. Οι ως άνω πράξεις, κατά την άποψη της μειοψηφίας, υπάγονται στην έννοια της «ασελγούς πράξης» του προϊσχύοντος Ποινικού Κώδικα, πλην όμως ο όρος αυτός, όπως προαναφέρθηκε, έχει απαλειφθεί. Πλέον, για τη στοιχειοθέτηση των αδικημάτων των άρθρων 339 και 342 του νέου Ποινικού Κώδικα απαιτείται η διενέργεια γενετήσιας πράξης, έννοια στενότερη και ειδικότερη από αυτήν της «ασελγούς πράξης» που προέβλεπε ο προϊσχύων Ποινικός Κώδικας (βλ. και ΣυμβΠλημΒόλου 253/2019, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Πλην όμως η μειοψηφία του παρόντος Δικαστηρίου έχει την άποψη ότι οι ως άνω πράξεις οριακά δεν υπάγονται στην έννοια της «γενετήσιας πράξης», όρος που υποκατέστησε τον όρο «ασελγής πράξη» του παλαιού Ποινικού Κώδικα. Σε κάθε περίπτωση, επειδή δεν έχει διαμορφωθεί νομολογία του Αρείου Πάγου, η οποία να διασαφηνίζει εάν στην έννοια των γενετήσιων πράξεων υπάγονται και άλλες περιπτώσεις πλην των προαναφερομένων που απαριθμούνται στην Αιτιολογική Έκθεση, απαρίθμηση που κατά την άποψη της μειοψηφίας είναι περιοριστική, υιοθετώντας έτσι (η μειοψηφία) την ερμηνεία υπέρ και όχι σε βάρος του κατηγορουμένου, η μειοψηφία του παρόντος Δικαστηρίου διατηρεί αμφιβολίες για το εάν οι ένδικες πράξεις υπάγονται στην έννοια της γενετήσιας πράξης. Ως εκ τούτου, η μειοψηφία υιοθετεί την ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο εκδοχή και χαρακτηρίζει τις ένδικες πράξεις ως χειρονομίες «γενετήσιου χαρακτήρα», ήτοι πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες όμως προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος, που δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη. Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την άποψη της μειοψηφίας, σε περίπτωση αμφιβολιών, όπως εν προκειμένω, πρέπει να υιοθετείται η εκδοχή που οδηγεί στην ευμενέστερη και όχι στη δυσμενέστερη ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου. Και τούτο, διότι, όπως προεκτέθηκε, στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ (βλ. σελ. 66, εισαγωγή στα Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής) απαριθμούνται οι πράξεις που υπάγονται στην έννοια της «γενετήσιας πράξης», ήτοι η συνουσία και άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα, από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως είναι η «παρά φύσιν» συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία και η αιδοιολειξία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων, απαρίθμηση η οποία κατά την άποψη της μειοψηφίας είναι περιοριστική, και όχι ενδεικτική, υιοθετώντας και πάλι η μειοψηφία των Δικαστών του παρόντος Δικαστηρίου την ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο εκδοχή, καθώς η αιτιολογική έκθεση δεν χρησιμοποιεί λέξεις (όπως «ιδίως», «για παράδειγμα», «παραδείγματος χάριν»), οι οποίες να παραπέμπουν σε ενδεικτική απαρίθμηση των αναφερόμενων στην Αιτιολογική Έκθεση γενετήσιων πράξεων (που είναι ίδιας βαρύτητας με τη συνουσία). Εν προκειμένω, όμως, δεν έλαβαν χώρα μεταξύ του κατηγορουμένου και της παθούσας ούτε συνουσία, ούτε «παρά φύσιν» συνεύρεση ή ετεροαυνανισμός ή πεολειξία ή αιδοιολειξία ή χρήση υποκατάστατων μέσων, πράξεις οι οποίες αναφέρονται περιοριστικώς στην Αιτιολογική Έκθεση. Είναι γεγονός ότι στην ως άνω Αιτιολογική Έκθεση υφίσταται μια ασάφεια, καθώς πριν από την απαρίθμηση των περιπτώσεων που συνιστούν γενετήσιες πράξεις αναφέρεται επί λέξει ότι ο όρος «γενετήσια πράξη» έχει την έννοια που προσδιορίζει η νομολογία και η επιστήμη. Η ασάφεια/αστοχία έγκειται στο ότι ο όρος «γενετήσια πράξη» το πρώτον εμφαίνεται και ορίζεται στον παρόντα νέο Ποινικό Κώδικα (με ισχύ από 1.7.2019) και επομένως είναι λογικά αδύνατο να υπάρχει νομολογία που να προσδιορίζει τον ως άνω όρο, αφού ο όρος αυτός δεν υπήρχε στον παλαιό Ποινικό Κώδικα (πριν από την 1.7.2019), έτσι ώστε να απασχοληθούν προς τούτο τα Δικαστήρια (όπως προεκτέθηκε, πριν από την 1.7.2019 υπήρχε στον Ποινικό Κώδικα αναφορικά με τις ένδικες πράξεις ο όρος «ασελγής πράξη» και όχι ο όρος «γενετήσια πράξη» αντιθέτως, όπως προαναφέρθηκε, υπάρχει πλούσια νομολογία που προσδιορίζει τον όρο «ασελγή πράξη», ο οποίος πλέον δεν απαντάται στα επίμαχα άρθρα του νέου Ποινικό Κώδικα). Η ως άνω ασάφεια, όμως, δεν πρέπει να ερμηνεύεται σε βάρος του κατηγορουμένου, αλλά υπέρ του κατηγορουμένου, ακολουθώντας (η μειοψηφία) τον θεμελιώδη κανόνα του ποινικού δικαίου «in dubio pro reo», καθιερωμένο από τη ρωμαϊκή εποχή ακόμη, που στα ελληνικά αποδίδεται ως εξής: «οι αμφιβολίες είναι υπέρ του κατηγορούμενου». Περαιτέρω, κατά την άποψη της μειοψηφίας, οι προπεριγραφόμενες πράξεις που διενήργησε ο κατηγορούμενος σε βάρος της ανήλικης παθούσας υπάγονται στην έννοια των χειρονομιών «γενετήσιου χαρακτήρα», οι οποίες σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεσή είναι οι χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος, που δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη. Η μειοψηφία των Δικαστών του παρόντος Δικαστηρίου για το σχηματισμό της ως άνω κρίσης έλαβε υπόψη και το ότι τόσο στο παραπεμπτικό βούλευμα – τα πραγματικά περιστατικά (και μόνο αυτά) του οποίου (βουλεύματος) επιχειρεί να αντικρούσει ο κατηγορούμενος – όσο και στην απαγγελθείσα από τον Ανακριτή κατηγορία (βλ. το κατηγορητήριο που συνέταξε ο Ανακριτής) επί της οποίας και απολογήθηκε ο κατηγορούμενος δεν υπήρχαν όροι που σαφώς παραπέμπουν σε γενετήσια πράξη, π.χ. «ετεροαυνανισμός», «χρήση υποκατάστατων μέσων» κ.λπ., και ως εκ τούτου ο κατηγορούμενος δεν έχει απολογηθεί προς τούτο για τον απλό λόγο ότι δεν έχει απαγγελθεί σε βάρος του σχετική κατηγορία, η οποία να του αποδίδει ότι διέπραξε γενετήσιες πράξεις υπό την προεκτεθείσα έννοια, όπως προσδιορίζεται αυτή και στην Αιτιολογική Έκθεση. Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να αντικρούσει την κατηγορία, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με βάση το παραπεμπτικό βούλευμα, και δεν γίνεται στο παρόν στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας να του αποδοθούν και άλλες πράξεις (πέραν αυτών του παραπεμπτικού βουλεύματος), οι οποίες να άγουν στη δυσμενέστερη ποινική του μεταχείριση. Περαιτέρω, στο άρθρο 337 παρ. 1 και 2 του νέου Ποινικού Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, με γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση. 2. Με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος των δώδεκα ετών». Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 342 του νέου Ποινικού Κώδικα: «Ο ενήλικος ο οποίος απευθύνει χειρονομίες, προτάσεις ή εξιστορεί ή απεικονίζει ή παρουσιάζει πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα σε ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών». Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, εφόσον οι ως άνω αναφερόμενες πράξεις δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «γενετήσιες πράξεις», δεν πληρούται πλέον η αντικειμενική υπόσταση των άρθρων 339 παρ. 1 και 342 παρ. 1 ΠΚ. Εφόσον οι ως άνω πράξεις χαρακτηρίζονται ως χειρονομίες και πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα και γενετήσιες χειρονομίες, θα έπρεπε, κατά την άποψη της μειοψηφίας του Δικαστηρίου, η πρώτη κακουργηματική πράξη (του άρθρου 339 παρ. 1 του ΠΚ) να μετατραπεί επιτρεπτώς στην πλημμεληματική πράξη του άρθρου 337 παρ. 2 (σε συνδ. με την παρ. 1) του νέου Ποινικού Κώδικα και η δεύτερη κακουργηματική πράξη (του άρθρου 342 παρ. 1α και 2β του ΠΚ) να μετατραπεί επιτρεπτώς στην πλημμεληματική πράξη του άρθρου 342 παρ. 2 του νέου Ποινικού Κώδικα.