ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Γεώργα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την υπ` αριθ. 36/2020 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Διονυσία Μπιτζούνη – Εισηγήτρια, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Μαρία Κουβίδου και Χρυσούλα Φλώρου – Κοντοδήμου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου ………………… του ……, κατοίκου … (οδός …), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αλεξίου Αθανασόπουλου, για αναίρεση της υπ` αριθμ. 32/2019 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης, και με πολιτικώς ενάγουσα την …………….. του ……………, η οποία δεν εμφανίσθηκε. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15.07.2019 και με αριθμό πρωτ. …………/2019 αίτηση της αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …………/2019.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.Η από 15.07.2019 και με αριθμό πρωτ. …………./2019 αίτηση του ………………. του ……, κατοίκου …, για αναίρεση της υπ` αριθμ. 32/2019 καταδικαστικής αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης, με την οποία (απόφαση) ο αναιρεσείων, κηρύχθηκε ένοχος, κατά πλειοψηφία (5-2), για τις αξιόποινες πράξεις α) της απόπειρας βιασμού,
β) της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και γ) της οδήγησης οχήματος υπό την επήρεια οινοπνεύματος, με την αναγνώριση κατά πλειοψηφία της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ, για τις οποίες του επιβλήθηκε συνολική ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών και δέκα (10) ημερών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα (στοιχ. Δ`), απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (στοιχ. Α`) εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (στοιχ. E`) και υπέρβαση εξουσίας (στοιχ. Θ`) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή.
ΙΙ.Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, “έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης”. Επίσης, κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, “ουδείς δύναται να καταδικασθή δια πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ` ην στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος”, ενώ κατά το άρθρο 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το Ν.2462/1997, “κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν ήταν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή το διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διάπραξής τους. Επίσης, δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν.4619/2019 και ισχύοντος από την 1η.7.2019 (άρθρο δεύτερο του Ν.4619/2019) νέου Ποινικού Κώδικα, “αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση, και όχι αφηρημένα, οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι` αυτόν και δεν αποκλείεται στη συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος νόμος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται, αφενός ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή. Περαιτέρω, εάν από τη σύγκριση των περισσότερων διατάξεων προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη, επί κακουργημάτων, λαμβάνεται κατ` αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής κάθειρξης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε ποινών κάθειρξης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 511 του κυρωθέντος με το Ν.4620/2019, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 περ. 8 του Ν.4637/2019, ΦΕΚ 180/α/18.11.2019 “Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις”, και ισχύοντος από την 18η.11.2019 νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, “Αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, όλους τους λόγους της αναίρεσης που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 510, εκτός από τον προβλεπόμενο στο στοιχ. Β. Δεν επιτρέπεται όμως να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ο Άρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και, αν κριθεί και ένας βάσιμος λόγος, και την παραγραφή που επήλθαν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επίσης, αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευσή της.” Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514 και 511 εδ. τελ. Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι στην περίπτωση που μετά την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά στα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και στην προβλεπόμενη ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει και αυτεπάγγελτα, κατ` άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας. Σύμφωνα με το άρθρο 461 του νέου Π.Κ. (Ν.4619/2019), “Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Ποινικού Κώδικα καταργείται ο Ποινικός Κώδικας που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1951, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που τροποποιούσε το νόμο αυτό”.
ΙΙΙ. Α.Κατά τις διατάξεις του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα που ίσχυε κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, “1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία ή σε άλλη ασελγή πράξη ή σε ανοχή της τιμωρείται με κάθειρξη.” Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτείται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, σε συνουσία ή σε ανοχή ή σε επιχείρηση ασελγούς πράξης, που συντρέχει, όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέλησή του, υποβάλλεται σε συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης και β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σπουδαίου ή αμέσου κινδύνου ή με σωματική βία, που είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί, χωρίς τη θέλησή του, σαρκική συνάφεια ή να επιχειρήσει ή να ανεχθεί ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει με καθένα από τους παραπάνω αναφερόμενους τρόπους ή και με τους δύο, δηλαδή τη χρήση σωματικής βίας και με απειλή. Ως ασελγής πράξη νοείται κάθε ενέργεια που ανάγεται στη γενετήσια σφαίρα, που αντικειμενικώς προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών (μεταξύ δε άλλων η παρά φύση ασέλγεια, η απλή ψαύση των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος και υποκειμενικώς κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας και η οποία διακρίνεται από την συνουσία, που είναι η συνένωση των γεννητικών μορίων). Η πράξη είναι τετελεσμένη όταν επιτευχθεί η συνουσία, αλλά και στην περίπτωση που σκοπήθηκε η συνουσία, αν τελέσθηκαν άλλες πράξεις που αυτοτελώς θεωρούμενες αποτελούν ασέλγεια, υπάρχει ολοκληρωμένο έγκλημα βιασμού και αν ακόμη δεν συντελέσθηκε η ικανοποίηση της ορμής του δράστη. Υποκειμενικώς δε απαιτείται (έστω και ενδεχόμενος) δόλος, που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των ανωτέρω στοιχείων του εγκλήματος του βιασμού, δηλαδή στη βούληση του δράστη, όπως με σωματική βία ή απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου ή και με τις δύο μαζί εξαναγκάσει άλλον σε συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο “άλλος” δεν συναινεί στη συνουσία ή την ασελγή πράξη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Π.Κ., “όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του νέου Π.Κ. “Όποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, τιμωρείται, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε, με μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Από τη διάταξη αυτή, με τη νέα της διατύπωση κατά την οποία δεν υπάρχει ουσιώδης μεταβολή ως προς την ερμηνεία του όρου της αρχής εκτελέσεως, συνάγεται ότι για την ύπαρξη απόπειρας απαιτείται πράξη, την οποία επιχειρεί ο δράστης με το δόλο τελέσεως ορισμένου εγκλήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος αυτού. Ως τέτοια θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη, με την οποία αρχίζει να πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και η οποία, αν δεν ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο, οδηγεί αναμφισβήτητα στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής. Στο έγκλημα του βιασμού, για να υπάρχει απόπειρα, πρέπει να μην έχει πραγματωθεί ένα τουλάχιστον από τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και αρκεί να έχει γίνει έναρξη της σωματικής βίας ή της απειλής άμεσου και σπουδαίου κινδύνου, με το σκοπό εξαναγκασμού του προσώπου σε συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση άλλης γενετήσιας πράξης, η οποία, όμως, δεν πραγματώθηκε από άλλα περιστατικά, τυχαία και ανεξάρτητα από τη θέληση του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περίπτωση κατά την οποία ο παθών ή η παθούσα αντιστάθηκε σθεναρώς.
Κατά το άρθρο 336 παρ. 1 και 2 του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ “1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη. 2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις.” Κατά το άρθρο 336 παρ. 1 και 2, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του νόμου 4637/2019 “τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις” ισχύοντος από 18.11.2019, “1. Όποιος µε σωµατική βία ή µε απειλή σοβαρού και άµεσου κινδύνου ζωής ή σωµατικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιµωρείται µε κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. 2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας µε αυτήν πράξεις.” Από τη σύγκριση των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι ευμενέστερες διατάξεις είναι αυτές του ισχύοντος από 1.7.2019 ποινικού κώδικα στην αρχική όσον και στην μετά την τροποποίησή του δια του άρθρου 12 του νόμου 4637/2019 μορφή, όσον αφορά τα στοιχεία της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος, καθόσον στις ισχύουσες πλέον από 1.7.2019 διατάξεις, πέραν της εξειδίκευσης σε σημαντικό βαθμό του περιεχομένου της απειλής με ρητή αναφορά στον προσδιορισμό των αγαθών που πρόκειται να πληγούν, οπότε για την τέλεση του εγκλήματος είναι αναγκαία ή απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα, αντί για την αναφορά στην ασελγή πράξη γίνεται πλέον λόγος για επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, η οποία έχει την έννοια της συνουσίας και άλλων πράξεων με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως είναι η “παρά φύσιν” συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία και η αιδιολειξία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων, και δεν περιλαμβάνονται πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες προσβάλλον την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος που δεν εξικνούνται όμως σε γενετήσια πράξη. Περαιτέρω δε ως προς την προβλεπόμενη ποινή ευμενέστερη είναι η διάταξη 336 παρ. 1 και 2 του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτή ίσχυσε από την 1.7.2019 έως τις 18.11.2019, καθόσον οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αφού με αυτήν προβλέπεται πλαίσιο ποινής κάθειρξης χωρίς ελάχιστο όριο, δηλ. από πέντε (5) έτη έως δέκα πέντε (15) έτη (άρθρ. 52 παρ. 2 του νέου ΠΚ), ενώ η μεν προηγούμενη διάταξη, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, προέβλεπε κάθειρξη από πέντε (5) έως είκοσι (20) έτη, η δε μετά την τροποποίηση δια του άρθρου 12 του νόμου 4637/2019 και νυν ισχύουσα, κάθειρξη από δέκα (10) έως δέκα πέντε (15) έτη. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του νέου ΠΚ, η οποία επίσης είναι ευμενεστέρα της αντίστοιχης του προϊσχύσαντος, “Όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιο της καθορίζεται ως εξής: α)…, β) αντί για την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών ή κάθειρξη έως οκτώ έτη, γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα έτη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή κάθειρξη έως έξι έτη, δ)…”. Οπότε συνδυαζομένων των διατάξεων των άρθρων 42 παρ. 1, 83 και 336 παρ. 1 του (νέου) ΠΚ το πλαίσιο ποινής για το κακούργημα της απόπειρας βιασμού διαμορφώνεται σε φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή κάθειρξη έως οκτώ (8) ετών, αντί της ποινής φυλάκισης ενός (1) έτους ή κάθειρξης έως δώδεκα (12) ετών.
Β. Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ
[Ν. 4619/2019] “όποιος προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 309 ΠΚ “αν η πράξη του προηγούμενου άρθρου τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στο παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή”. Η νέα διάταξη του άρθρου 309 ΠΚ σε σχέση με την προηγούμενη, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, δεν διαφέρει ως προς τα απαιτούμενα για τη συγκρότηση του αδικήματος στοιχεία, είναι όμως ευμενέστερη ως προς την απειλούμενη ποινή, αφού αντί της ποινής φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών που προέβλεπε η προϊσχύσασα διάταξη, η προβλεπόμενη τώρα ποινή είναι φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή. Απαιτούμενα στοιχεία για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης είναι: α) σωματική βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 308 του ΠΚ, β) η πράξη να τελέσθηκε κατά τρόπο που να μπορεί να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο της ζωής του ή βαριά σωματική βλάβη, όπως ενδεικτικά αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 310 παρ. 2 Π.Κ. Ενόψει της διαζευκτικής αυτής διατύπωσης, είναι απαραίτητο στην καταδικαστική απόφαση για επικίνδυνη σωματική βλάβη να καθορίζεται ποια από τις ως άνω δύο διακινδυνεύσεις δέχεται το δικαστήριο ότι συνέτρεξε στην συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή διακινδύνευση για τη ζωή ή για βαριά σωματική βλάβη. Αυτό δεν στερείται εννόμων συνεπειών, διότι η παραδοχή της μιας ή της άλλης περίπτωσης, αν και στις δύο περιπτώσεις η πράξη τιμωρείται με τα αυτά όρια ποινής (για την αξιόποινη πράξη της βαριάς σωματικής βλάβης που θεσπίζεται με την εν λόγω διάταξη του άρθρου 309 Π.Κ. προβλέπεται φυλάκιση έως τριών (3) ετών ή χρηματική ποινή, πρακτικώς άγει σε διαφοροποίηση της ποινικής μεταχείρισης του δράστη, αφού στην πρώτη πλήττεται έννομο αγαθό υπέρτερο από τη σωματική υγεία και ακεραιότητα και η ποινή θα καθορισθεί με βάση τα στο άρθρο 79 Π.Κ. κριτήρια. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης απαιτείται δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη εξειδίκευση του δόλου, αρκεί να προκύπτει από τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά. Γ. Σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 7 εδαφ γ του ν.2696/99 όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 37 του ν.4055.2012 “Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) μηνών, διοικητικό πρόστιμο χιλίων διακοσίων (1.200,00) ευρώ και αφαίρεση, επιτόπου, της άδειας ικανότητας οδηγού για έξι (6) μήνες. σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία του άρθρου 103 του παρόντος Κώδικα, εάν η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του είναι άνω του 1,1 OgA μετρούμενη με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή άνω των 0,60 χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο εμπνεόμενου αέρα, όταν η μέτρηση γίνεται στον εμπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου. Στην περίπτωση αυτή η άδεια ικανότητας οδηγού επιστρέφεται μετά την παρέλευση του εξαμήνου, μόνο με την προσκόμιση αποδεικτικού καταβολής του διοικητικού προστίμου”.
Τέλος, θα πρέπει να λεχθεί ότι από τη διάταξη του άρθρου 59 του νέου ΠΚ που ορίζει τις παρεπόμενες ποινές, προκύπτει ότι μεταξύ αυτών δεν περιλαμβάνεται η ποινή της αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων, που προβλεπόταν από τις διατάξεις των άρθρων 59 έως 61 του προϊσχύσαντος ΠΚ στις καταδίκες σε ισόβια κάθειρξη, κάθειρξη αόριστης διάρκειας ή πρόσκαιρη κάθειρξη, η οποία καταργήθηκε γιατί κρίθηκε πλέον ως παρωχημένη (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 4619/19 άρθρο 59).
ΙV.Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ` επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ` αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του Κ.Ποιν.Δ., η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια, από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση αυτής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, και να μην έχει η απόφαση νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση των κατά το είδος τους μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων (της ανωμοτί κατάθεσης της πολιτικώς ενάγουσας, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, των αναγνωσθέντων εγγράφων, καθώς και της αναγνωσθείσας ένορκης έκθεσης μάρτυρος, της από 30.11.2012 ιατροδικαστικής έκθεσης και των λοιπών ιατρικών γνωματεύσεων, της με αριθ. πρωτ. …/23.4.2013 Έκθεσης Εργαστηριακής Πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας, της από 3.12.2012 Τεχνικής έκθεσης, των επισκοπηθεισών φωτογραφιών, των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και από της απολογίας του κατηγορουμένου), δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “αναφορικά με το πρώτο έγκλημα της απόπειρας βιασμού, κατά τη πλειονοψηφήσασα άποψη του Δικαστηρίου, αποτελούμενη από τους τρεις τακτικούς Δικαστές και από τις ενόρκους ………………… και ……………………….., ότι ο κατηγορούμενος έχοντας αποφασίσει να τελέσει το κακούργημα του βιασμού επιχείρησε πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή τέλεσης του εγκλήματος αυτού, πλην όμως δεν ολοκλήρωσε την πράξη του αυτή, όχι από δική του θέληση αλλά από εξωτερικά εμπόδια και συγκεκριμένα, θέλοντας με τη χρήση σωματικής βίας να εξαναγκάσει την εγκαλούσα …………………….. του ……………. σε κατά φύση και παρά φύση συνουσία, εισήλθε στην οικία της επί της οδού …, ακινητοποίησε αυτή με τις υπέρτερες δυνάμεις του και κτυπώντας την με δύναμη στο πρόσωπο και στο σώμα της, κατέβασε τη πιτζάμα και το εσώρουχο της, έχοντας ήδη κατεβάσει το δικό του παντελόνι και εσώρουχο, και επιχείρησε να έλθει σε κατά φύση και παρά φύση συνουσία μαζί της. Πλην όμως ο σκοπός του δεν επετεύχθη, καθόσον η εγκαλούσα έφερε σθεναρή αντίσταση μέχρις ότου έγινε αντιληπτός από τον αδελφό της …………………….., ο οποίο προσέτρεξε προς βοήθειά της και επεχείρησε να εισέλθει στο διαμέρισμά της και έτσι ματαίωσε τα σχέδια του κατηγορούμενου.
Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι το βράδυ της 27.11.2012 η εγκαλούσα ……….., η οποία διέμενε επί της οδού …, της πόλης του Ρεθύμνου, είχε μεταβεί για επίσκεψη στη φίλη της ………………, οποία γιόρταζε τα γενέθλιά της. Από το σπίτι της φίλης της έφυγε περί τη 1:30 της 28.11.2012 και έφθασε στο σπίτι της περί τις 1:45. Ανέβηκε στο διαμέρισμά της, στο δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας και κατακλίθηκε για ύπνο αμέσως, γιατί επρόκειτο να ξυπνήσει νωρίς για να μεταβεί στην εργασία της, εργαζόμενη ως κοινωνική λειτουργός στο ΚΕΚ Ανάπτυξης Κρήτης, χωρίς να θυμάται με βεβαιότητα αν κλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος τότε είχε την ιδιότητα του ειδικού φρουρού, τις νυκτερινές ώρες της 27.11.2012 και πρωινές ώρες της 28.11.2012 διασκέδαζε με τους αστυνομικούς …………….., ………………….. και ………………. στο κατάστημα (κλαμπ) “…” της πόλης του Ρεθύμνου, καταναλώνοντας αρκετή ποσότητα οινοπνευματωδών ποτών. Η διασκέδαση διήρκεσε μέχρι την 4.30 πμ, οπότε ο κατηγορούμενος προθυμοποιήθηκε να μεταφέρει με το με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητό του τον πρώτο εκ των ανωτέρω αστυνομικών στην οικία του στην περιοχή …, όπως και έπραξε. Στη συνέχεια, επέστρεψε στο κέντρο του Ρεθύμνου και περί ώρα 6:30 πμ μετέβη στην οικοδομή, επί της οδού …, στον πρώτο όροφο της οποίας διέμενε η αδελφή του ιδίου ……………………., ενώ στον δεύτερο όροφο διέμενε η εγκαλούσα ……………………, πράγμα το οποίο γνώριζε ο κατηγορούμενος. Εισήλθε στην οικοδομή από την είσοδο, η πόρτα της οποίας δεν κλειδώνει και ανέβηκε στον δεύτερο όροφο.
Κατά την άποψη που επικράτησε ως προς τον τρόπο εισόδου του κατηγορουμένου στο διαμέρισμα της εγκαλούσας, την οποία υιοθετούν ο Πρόεδρος Εφετών, η Εφέτης …………………. και η ένορκος …………………., ο κατηγορούμενος εισήλθε στο διαμέρισμα της εγκαλούσας, αφού κατόρθωσε και άνοιξε την εξώπορτα του διαμερίσματος, καθώς λόγω κατασκευαστικής πλημμέλειας το φύλλο της πόρτας δεν εφάρμοζε ακριβώς στο κούφωμα, με συνέπεια η μετακίνηση αυτού προς τα πίσω να προκαλεί άνοιγμα της πόρτας. Ο συντάξας την τεχνική έκθεση ………………………. αναφέρει ότι λόγω σφάλματος κατά την τοποθέτηση της πόρτας έχει υπερβολικά μεγάλο κενό με το απέναντι σημείο που βρίσκεται η κάσα με αποτέλεσμα να υπάρχει απώλεια στο κλείδωμά της κατά ποσοστό 70-80%. Ο ίδιος τεχνίτης παρατήρησε ότι πάνω στην πόρτα σε απόσταση τριών εκατοστών από τον αφαλό υπάρχουν σημάδια από κατσαβίδι, τα οποία φαίνονται πρόσφατα, ενώ στην κατάθεσή του διευκρινίζει ότι ως πρόσφατα χαρακτηρίζει τα σημάδια μιας ημέρας έως οκτώ μήνες. Η ίδια η εγκαλούσα μεταξύ των άλλων εκφράζει και την άποψη ότι ενδέχεται να παρέλειψε να κλειδώσει την πόρτα. Η εγκαλούσα ξύπνησε από το θόρυβο και σηκώθηκε να ελέγξει τους χώρους της οικίας της αντικρίζοντας για πρώτη φορά τον κατηγορούμενο εντός του διαμερίσματος της. Μόλις την αντιλήφθηκε ο κατηγορούμενος έβαλε τα δάκτυλά του στο λάρυγγά της, ώστε να παρεμποδίζεται η αναπνοή της και να μην μπορεί να φωνάξει. Ταυτόχρονα την χτύπησε στο κεφάλι μ` ένα φωτιστικό και την έριξε στο πάτωμα ανάσκελα. Κατέβασε την πιζάμα της και τα εσώρουχο της και ακολούθως, το δικό του παντελόνι και το εσώρουχο του. Η εγκαλούσα αντιστεκόταν και ο κατηγορούμενος την χτυπούσε στο σώμα της συνεχώς. Την έσπρωξε κάτω από το κρεβάτι και ενώ εκείνη αμύνονταν χτυπώντας τον με τα πόδια της και φωνάζοντας εκείνος την απείλησε απευθύνοντας σ` αυτήν την φράση : “Μην φωνάζεις γιατί θα βγάλω το όπλο. Θα σε σκοτώσω μωρή”. Στη συνέχεια την σήκωσε όρθια και συνέχισε να την χτυπά στο σώμα της. Στιγμιαία κατόρθωσε να ξεφύγει από τα χέρια του η εγκαλούσα και έτρεξε προς την μπαλκονόπορτα. Έπιασε την λαβή της πόρτας για να την ανοίξει και να βρεθεί στο μπαλκόνι για να καλέσει σε βοήθεια. Όμως ο κατηγορούμενος πρόλαβε και την έπιασε από τα μαλλιά. Την ακινητοποίησε και συνέχισε να την κτυπά. Η εγκαλούσα πιάστηκε από την κουρτίνα και από την βιαιότητα των κινήσεων έπεσε το κουρτινόξυλο. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος την έπιασε και την υποχρέωσε να στηριχθεί στα γόνατά της. Επιχείρησε να την βιάσει παρά φύση, πλην όμως, δεν είχε στύση και ενώ εκείνος επιχειρούσε να αυνανιστεί πρόλαβε η παθούσα και πήρε το κινητό της από τη θέση που βρισκόταν. Με γρήγορες κινήσεις το έβαλε κάτω από το κρεβάτι και πάτησε το πλήκτρο της τελευταίας κλήσης. Στο τηλεφώνημα απάντησε ο αδελφός της ………………….., ο οποίος διέμενε σε παραδιπλανό διαμέρισμα της ίδιας οικοδομής. Τότε η εγκαλούσα φώναξε με όλη της την δύναμη “Βοήθεια με βιάζουν”. Η κραυγή αυτή εξόργισε τον κατηγορούμενο και την χτύπησε με βιαιότητα στο γοφό. Αντιλαμβανόμενος την κατάσταση κινδύνου στην οποία βρισκόταν η αδελφή του, ο …………………………. εντός λεπτών βρέθηκε έξω από την πόρτα του διαμερίσματος της και τη χτυπούσε δυνατά για να την ανοίξει. Ενόψει της εξέλιξης αυτής ο κατηγορούμενος ανέβασε το εσώρουχο του και το παντελόνι του, χωρίς να το κλείσει εντελώς και κινήθηκε προς την πόρτα, την οποία και άνοιξε και με ετοιμότητα και ψυχραιμία απάντησε στον αδελφό της παθούσας, “όπα ρε φίλε, και εγώ να βοηθήσω ήρθα” και σπρώχνοντάς τον εξήλθε τρέχοντας από το διαμέρισμα της εγκαλούσας. Η τελευταία, η οποία εν τω μεταξύ προσπαθούσε να ντυθεί, βλέποντας την εξέλιξη αυτή φώναξε στον αδελφό της “πιάστον”. Το ίδιο έπραξε και ο αδελφός της φωνάζοντας. Οι φωνές αυτές διαπέρασαν όλη την οικοδομή μ` αποτέλεσμα, να βγει από διαμέρισμα υπογείου όπου διέμενε ο Σύριος ……………………. του …………… και να προστρέξει σε βοήθεια. Ανέβηκε προς τους επάνω ορόφους και ακινητοποίησε προσωρινά τον κατηγορούμενο, ο οποίος, όμως, έπειτα από πάλη κατόρθωσε να ξεφύγει. Τρέχοντας δε, επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του και επιχείρησε να απομακρυνθεί. Ο αδελφός της εγκαλούσας, όμως, τον κυνήγησε με το μοτοποδήλατο του. Δεν κατόρθωσε να παρεμποδίσει την διαφυγή του, συγκράτησε όμως τον αριθμό κυκλοφορίας του οχήματος του, τον οποίο στη συνέχεια γνωστοποίησε στα αρμόδια αστυνομικά όργανα. Ο κατηγορούμενος κινήθηκε προς άγνωστη κατεύθυνση και εν τέλει προσέκρουσε σε κολώνα της ΔΕΗ, επί της οδού …, όπου και εντοπίσθηκε ελαφρά τραυματισμένος, συνεπεία της σύγκρουσης. Από αστυνομικούς, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν ειδοποιηθεί για το συμβάν και ενεργούσαν εκτεταμένες αναζητήσεις. Η Εφέτης Κ. Α. και η ένορκος Κ. Α. έχουν διαφορετική άποψη μόνον ως προς τον τρόπο εισόδου του κατηγορουμένου στο διαμέρισμα της εγκαλούσας, έχοντας τη γνώμη ότι εκείνη του άνοιξε την πόρτα, επειδή γνωρίζονταν στα πλαίσια ολιγοήμερης ερωτικής σχέσης που είχαν. Έχουν όμως και αυτές την πεποίθηση ότι ο κατηγορούμενος εκδήλωσε όλη αυτή την προπεριγραφόμενη βίαιη συμπεριφορά, την οποία δέχονται ότι πράγματι επέδειξε, όπως ακριβώς περιγράφεται παραπάνω, επιδιώκοντας να εξαναγκάσει την εγκαλούσα να συνευρεθεί μαζί του, παρά το ότι εκείνη αρνιόταν να το πράξει και το είχε δηλώσει ρητά.
Ο κατηγορούμενος αρνείται την πράξη της απόπειρας βιασμού, ισχυριζόμενος ότι η εγκαλούσα του άνοιξε την πόρτα λόγω της υπάρχουσας μεταξύ τους ερωτικής σχέσης και ότι πήγε για να της ζητήσει να κάνουν έρωτα, όπως είχαν πράξει δυο φορές το τελευταίο δεκαπενθήμερο. Ο ισχυρισμός του είναι άνευ εννόμου επιρροής, διότι ακόμα και ερωτική σχέση να υπήρχε μεταξύ τους, από τη στιγμή που η εγκαλούσα δεν συνήνεσε στην ερωτική συνεύρεση και του το κατέστησε γνωστό και μάλιστα αντέδρασε σθεναρά, η εκ μέρους του κατηγορουμένου άσκηση βίας προκειμένου να την εξαναγκάσει στη συνουσία ή σε ανοχή ασελγών πράξεων που επεδίωκε στοιχειοθετεί το έγκλημα της απόπειρας βιασμού, όπως αναφέρεται στη μείζονα σκέψη, διότι ο νόμος προστατεύει τη γενετήσια ελευθερία του ατόμου, το οποίο είναι ελεύθερο να αυτοδιαθέσει τον εαυτό του και δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να συνευρεθεί με κάποιον χωρίς την συναίνεσή του. Το γεγονός ότι όλη η προπεριγραφείσα βίαιη συμπεριφορά του κατηγορουμένου κατέτεινε στο να εξαναγκαστεί η παθούσα σε συνουσία και σε ανοχή ασελγών πράξεων αποδεικνύεται από τα ευρήματα της από 23 Απριλίου 2013 Εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε η Υπαστυνόμος Α-Βιολόγος …………………………… Συγκεκριμένα, στο εσώρουχο της παθούσας, το οποίο ήταν σχισμένο από την ασκηθείσα βία στο ένα του άκρο (γοφό), βρέθηκε γενετικό υλικό του κατηγορουμένου και στο εσώρουχο του κατηγορουμένου βρέθηκε γενετικό υλικό της εγκαλούσας. Τα ευρήματα αυτά συνάδουν με την περιγραφή των γεγονότων από την παθούσα και καταδεικνύουν ότι η όλη προσπάθεια του κατηγορουμένου κατέτεινε στο κάμψει την αντίσταση αυτής και να την εξαναγκάσει σε κατά φύση και παρά φύση συνουσία. Συνάδουν επίσης και με την κατάθεση του μάρτυρα Τ. Γ., αδελφού της παθούσας, ο οποίος κατέθεσε ότι όταν άνοιξε η πόρτα του διαμερίσματος, το παντελόνι του κατηγορουμένου δεν ήταν ανεβασμένο μέχρι πάνω, ενώ και η πιζάμα της παθούσας ήταν μισοκατεβασμένη. Αλλά και ο ίδιος ο κατηγορούμενος στην απολογία του ενώπιον του ακροατηρίου δεν αρνήθηκε ότι επέμενε στην παθούσα “να κοιμηθεί μαζί του” και ότι εκείνη αρνιόταν πεισματικά πράγμα που το θεώρησε απόρριψη και τον εξόργισε γιατί θίχτηκε ο εγωισμός του, καθώς, όπως ανέφερε στην απολογία του, μέχρι τότε δεν τον είχε απορρίψει γυναίκα. Ισχυρίστηκε δε ότι αυτός ήταν ο λόγος που τη κτύπησε σε συνδυασμό με την κατάσταση μέθης που βρισκόταν. Δεν δίδει όμως απάντηση πως βρέθηκε γενετικό υλικό αμφοτέρων στο εσώρουχο του άλλου, αν η επιδίωξη του και η επιθετική και βίαιη συμπεριφορά, όπως την περιγράφει η παθούσα και εν μέρει ομολογεί ο ίδιος, δεν κατέτεινε στην επίτευξη της συνουσίας. Επίσης και ο έτερος αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός αναφορικά με την τοποθέτηση των δακτύλων του στο λάρυγγα της εγκαλούσας καταρρίπτεται από τις ιατρικές βεβαιώσεις και το εξιτήριο του Νοσοκομείου που αναγνώστηκαν. Στα εν λόγω έγγραφα αναφέρονται ότι διαπιστώθηκε μεταξύ των άλλων “εκχύμωση πρόσθιας παρίσθμιας καμάρας άμφω” και “ήπια οιδηματώδης οπίσθια καμάρα δεξιά”. Άλλωστε η εγκαλούσα κατέθεσε ότι με την τοποθέτηση των δακτύλων του κατηγορουμένου στο λάρυγγά της αυτός ήλεγξε την αναπνοή της και δεν μπορούσε να μιλήσει και όχι ότι την ακινητοποίησε με τον τρόπο αυτό. Τέλος, η μη διαπίστωση ευρημάτων βιασμού που αναφέρει η ιατροδικαστική εξέταση οφείλεται στο γεγονός ότι λόγω της σθεναρής αντίστασης της εγκαλούσας και της εμφάνισης του αδελφού της δεν πρόλαβε ο κατηγορούμενος να ενεργήσει στην γενετήσια περιοχή αυτής και να ασκήσει βία στην εν λόγω περιοχή ώστε να υπάρξουν ευρήματα βιασμού.
Από τα ανωτέρω προκύπτει κατά την πλειονοψηφήσασα άποψη, ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα της απόπειρας βιασμού, καθόσον άσκησε σωματική βία σε βάρος της εγκαλούσας με σκοπό να κάμψει την αντίσταση αυτής και να την εξαναγκάσει σε κατά φύση και παρά φύση συνουσία, πλην, όμως, ο σκοπός του δεν επιτεύχθηκε, καθόσον η σθεναρή αντίσταση της εγκαλούσας, η ικανότητα αυτής να επινοήσει τρόπο χρησιμοποίησης του κινητού της τηλεφώνου και οι κραυγές της, προκάλεσαν την εμφάνιση του αδελφού της στο διαμέρισμα της εγκαλούσας, η οποία ματαίωσε τα σχέδια του κατηγορούμενου. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για απόπειρα βιασμού, καθόσον η προαναφερόμενη βίαιη συμπεριφορά του συνιστά αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος του βιασμού, καθώς με την συμπεριφορά αυτή άρχισε να πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού….
Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα το Δικαστήριο ομοφώνως κρίνει ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης σε βάρος της εγκαλούσας, καθόσον έθεσε τα δάκτυλα του χεριού του στο λάρυγγα αυτής με συνέπεια την παρεμπόδιση της αναπνοής της, την χτύπησε με φωτιστικό στο κεφάλι και με τα χέρια στο κεφάλι και το υπόλοιπο σώμα ανεξέλεγκτα και βίαια, με αποτέλεσμα να της προξενήσει διάσχιση (θλαστικό τραύμα) του δέρματος στη δεξιά μετωπιαία χώρα που αντιμετωπίσθηκε με χειρουργική ραφή, εξοίδηση του τριχωτού της κεφαλής στην αριστερή βρεγματική χώρα, ταινιοειδείς αιμορραγικές διηθήσεις, γραμμοειδείς εκδορές και ημισεληνοειδείς αμυχές, (δηλωτικά πρόκλησης τους από ελεύθερα χείλη νυχιών) που εντοπίστηκαν κυρίως στο αριστερό ήμισυ του προσώπου και λιγότερο στο δεξιό, εκχυμωτικό κάτω βλέφαρου αριστερά με αιμάτωμα του σύστοιχου οφθαλμικού επιπεφυκότα μικρότερης έκτασης εκχύμωση του δεξιού κάτω βλεφάρου, διασχίσεις του βλεννογόνου των χειλέων και κυρίως του κάτω χείλους αριστερά, μεμονωμένες γραμμοειδείς εκδορές στην υπογνάθια χώρα αριστερά, εκτεταμένη εκχύμωση με μέγιστη διάμετρο περί τα 17 εκατοστά που εντοπίζεται στην έξω επιφάνεια της μεσότητας του δεξιού βραχίονα, εκδορά από προστριβή στον δεξιό αγκώνα, στρογγυλή μικρής διαμέτρου πρόσφατη εκχύμωση στην μεσότητα της πρόσθιας επιφάνειας του αριστερού μηρού. Από τον τρόπο (συνεχή χτυπήματα) και το μέσο (χέρια, φωτιστικό) με το οποίο προξενήθηκαν οι ανωτέρω σωματικές κακώσεις στην εγκαλούσα σε συνδυασμό με τα ευαίσθητα σημεία του σώματός της στα οποία επλήγη (κεφάλι και ολόκληρο σώμα) ήταν δυνατόν να προκαλέσουν σ` αυτήν κίνδυνο για τη ζωή της. Η πράξη δε αυτή συρρέει αληθώς με την πράξη της απόπειρας βιασμού (ΑΠ 971/1992).
Τέλος, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε το ανωτέρω όχημά του ευρισκόμενος υπό την επίδραση οινοπνεύματος, καθόσον ανιχνεύθηκε στο αίμα του, με την μέθοδο της εκπνοής αέρα με χρήση της αντίστοιχης συσκευής αλκοόμετρου οινόπνευμα, σε ποσοστό 0,71 χιλιοστό του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα κατά την πρώτη δοκιμασία και 0,66 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα κατά τη δεύτερη δοκιμασία.
Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και για την πράξη της οδήγησης οχήματος υπό την επίδραση οινοπνεύματος.” Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο, κατά πλειοψηφία (5-2), για την αξιόποινη πράξη της απόπειρας βιασμού και ομόφωνα για τις αξιόποινες πράξεις της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και οδήγησης οχήματος υπό την επήρεια οινοπνεύματος, αναγνωρίζοντάς του κατά πλειοψηφία (5-2) το ελαφρυντικό της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς (άρθρ. 84 παρ.2 περ. ε` ΠΚ), των ανωτέρω πράξεων τελεσθεισών στις 28.11.2012, και του επέβαλε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών για την πράξη της απόπειρας βιασμού, ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών για την πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και σε ποινή φυλακίσεως ενός (1) μηνός για την πράξη της οδήγησης οχήματος υπό την επήρεια οινοπνεύματος και συνολική ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών και δέκα (10) ημερών, με το ακόλουθο διατακτικό: “Α) Κηρύσσει κατά πλειοψηφία (5 έναντι 2) τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι στο Ρέθυμνο, στις 28.11.2012, έχοντας αποφασίσει να τελέσει το κακούργημα του βιασμού επιχείρησε πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή τέλεσης του εγκλήματος αυτού, πλην όμως δεν ολοκλήρωσε την πράξη του αυτή, όχι από δική του θέληση αλλά από εξωτερικά εμπόδια και συγκεκριμένα, θέλοντας με τη χρήση σωματικής βίας να εξαναγκάσει την εγκαλούσα ………………………… του ………. σε κατά φύση και παρά φύση συνουσία, εισήλθε στην οικία της επί της οδού … ακινητοποίησε αυτή με τις υπέρτερες δυνάμεις του και κτυπώντας την με δύναμη στο πρόσωπο και στο σώμα της, κατέβασε τη πιζάμα και το εσώρουχο της, έχοντας ήδη κατεβάσει το δικό του παντελόνι και εσώρουχο, και επιχείρησε να έλθει σε κατά φύση και παρά φύση συνουσία μαζί της. Πλην όμως ο σκοπός του δεν επετεύχθη, καθόσον η εγκαλούσα έφερε σθεναρή αντίσταση μέχρις ότου έγινε αντιληπτός από τον αδελφό της παθούσας, …………………, ο οποίος επιχείρησε να εισέλθει στο διαμέρισμά της και έτσι ματαίωσε τα σχέδια του.
Β)Κηρύσσει ομόφωνα τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον απλές σωματικές κακώσεις και βλάβες της υγείας του κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του και ειδικότερα, ενώ βρισκόταν εντός της οικίας της ανωτέρω εγκαλούσας, προκειμένου να την ακινητοποιήσει ώστε να τελέσει κατ` αυτής το αδίκημα της απόπειρας βιασμού, όπως αναφέρεται παραπάνω, αρχικά τοποθέτησε τα δάχτυλα του χεριού του εντός του λάρυγγά της, ώστε να μην μπορεί να φωνάξει και στη συνέχεια την κτύπησε κατ` επανάληψη με τα χέρια του αλλά και με ένα φωτιστικό στο κεφάλι και στο σώμα της, με αποτέλεσμα να της προξενήσει διάσχιση (θλαστικό τραύμα) του δέρματος στη δεξιά μετωπιαία χώρα που δέχθηκε χειρουργική ραφή, εξοίδηση του τριχωτού της κεφαλής στην αριστερή βρεγματική χώρα, ταινιοειδείς αιμορραγικές διηθήσεις, γραμμοειδείς εκδορές και ημισεληνοειδείς αμυχές (δηλωτικά πρόκλησης τους από ελεύθερα χείλη νυχιών) που εντοπίστηκαν κυρίως στο αριστερό ήμισυ του προσώπου και λιγότερο στο δεξιό, εκχυμωτικό κάτω βλέφαρου αριστερά με αιμάτωμα του σύστοιχου οφθαλμικού επιπεφυκότα, μικρότερης έκτασης εκχύμωση του δεξιού κάτω βλεφάρου, διασχίσεις του βλεννογόνου των χειλέων και κυρίως του κάτω χείλους αριστερά, μεμονωμένες γραμμοειδείς εκδορές στην υπογνάθια χώρα αριστερά, εκτεταμένη πρόσφατη εκχύμωση με μέγιστη διάμετρο περί τα 17 εκατοστά, που εντοπίζεται στην έξω επιφάνεια της μεσότητας του δεξιού βραχίονα, εκδορά από προστριβή στον δεξιό αγκώνα, στρογγυλή, μικρής διαμέτρου πρόσφατη εκχύμωση στην μεσότητα της πρόσθιας επιφάνειας του αριστερού μηρού. Εκ του τρόπου δε με τον οποίο προξενήθηκαν οι ως άνω σωματικές κακώσεις και βλάβες της υγείας της παθούσας (συνεχή κτυπήματα), του μέσου που χρησιμοποιήθηκε (χέρια και φωτιστικό), καθώς και των ευαίσθητων σημείων του σώματος στα οποία επλήγη η παραπάνω παθούσα (κεφάλι), ήταν δυνατό να προκαλέσουν σ` αυτή κίνδυνο για τη ζωή της και
Γ) Κηρύσσει ομόφωνα τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, όντας οδηγός του με αριθμό κυκλοφορίας … ιδιωτικής χρήσης επιβατικού αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας του, κατελήφθη να το οδηγεί ευρισκόμενος υπό την επίδραση οινοπνεύματος, αν και αυτό απαγορεύεται, καθόσον ανιχνεύθηκε με τη μέθοδο της εκπνοής αέρα δια της χρήσεως της αντίστοιχης συσκευής αλκοολομέτρου η παρουσία οινοπνεύματος στο αίμα του σε ποσοστό 0,71 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα κατά την πρώτη δοκιμασία και 0,66 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα κατά τη δεύτερη δοκιμασία αντί του ορίου για την εφαρμογή της διάταξης 0,60 χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα.” Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, σχετικά με την κρίση του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, την απαιτούμενη, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που αναπτύχθηκε στις νομικές σκέψεις, σε σχέση με τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας βιασμού, της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και της οδήγησης οχήματος υπό την επήρεια οινοπνεύματος, αφού εκθέτει σ` αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 42 παρ. 1, 94 παρ. 1, 309 – 308 και 336 παρ. 1 του Π.Κ. και 42 παρ.7 εδαφ. γ` του ν.2696/1999, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 37 του ν.4055/2012, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και χωρίς να στερήσει, έτσι, την απόφαση από νόμιμη βάση. Συγκεκριμένα, παρατίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση εκάστου των ως άνω εγκλημάτων, ενώ αναφέρονται στην αιτιολογία της απόφασης τα αποδεικτικά μέσα (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, ιατροδικαστική έκθεση, λοιπές ιατρικές γνωματεύσεις, έκθεση Εργαστηριακής Πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας, Τεχνική έκθεση και λοιπά έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά της συνεδρίασης, φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά νόμο, η αναλυτική παράθεση τους, η αναφορά του τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, καθώς και η συγκριτική στάθμιση, αξιολογική συσχέτιση και ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμηση τους.
Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις:
1) Παρατίθενται στην απόφαση, ότι ο κατηγορούμενος επεχείρησε να εξαναγκάσει την παθούσα σε συνουσία και ο εξαναγκασμός έγινε με σωματική βία και απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου (“…Μη φωνάζεις γιατί θα βγάλω το όπλο. Θα σε σκοτώσω μωρή…”), συνιστάμενος στο ότι αυτός χρησιμοποίησε τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις προκειμένου να την ακινητοποιήσει, παρά τη ρητή άρνηση και σθεναρή αντίσταση της παθούσας, που εξωτερικεύθηκε και έγινε εμφανής στο δράστη, ο οποίος χρειάστηκε να βάλει τα δάχτυλά του στον λάρυγγα της, ώστε να μη μπορεί να φωνάξει και να παρεμποδίζεται η αναπνοή της και να τη χτυπήσει σε διάφορα σημεία του σώματός της. Το γεγονός ότι στις παραδοχές της απόφασης αναφέρεται ότι υφίσταται διαφορετική άποψη, δύο μελών της συνθέσεως, αποκλειστικά και μόνο ως προς τον τρόπο εισόδου του στο διαμέρισμα της παθούσας. δεν προκαλεί θέμα ερμηνείας του σκεπτικού και έλλειψη αιτιολογίας, ουδεμία δε έννομη επιρροή ασκεί στη στοιχειοθέτηση του αδικήματος, αφού και τα δύο αυτά μέλη του δικαστηρίου έχουν την πεποίθηση ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε την περιγραφόμενη βίαιη συμπεριφορά (άσκηση σωματικής βίας), προκειμένου να την εξαναγκάσει να συνευρεθεί μαζί του, παρά την ρητή άρνηση της, παραδοχή, η οποία κατ` έννοια αποκλείει τη συναίνεση της παθούσας και αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω αδικήματος. Τα παραπάνω περιστατικά που δέχθηκε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο στοιχειοθετούν το έγκλημα της απόπειρας βιασμού, για την οποίο ορθά καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, και συνεπώς οι αντίθετες αιτιάσεις του είναι αβάσιμες.
2) Η παραδοχή της απόφασης ότι προκειμένου ο κατηγορούμενος να κάμψει την αντίστασή της τόσο στην προσπάθεια της να διαφύγει όσον και να μην υποκύψει στις ερωτικές του ορέξεις, έθεσε τα δάκτυλα του χεριού του στο λάρυγγα αυτής με συνέπεια την παρεμπόδιση της αναπνοής της, την χτύπησε με φωτιστικό στο κεφάλι και την έριξε στο πάτωμα, τη χτυπούσε με τα χέρια συνεχώς στο κεφάλι και σε διάφορα μέρη του σώματός της ανεξέλεγκτα και βίαια. Έτσι, χρησιμοποιώντας της υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις, έκαμψε επανειλημμένως την αντίστασή της και επεχείρησε να έλθει σε κατά φύση και παρά φύση συνουσία, δεν αντιφάσκει με τα αναφερόμενα στο τέλος του σκεπτικού ότι “η πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης συρρέει αληθώς με την πράξη της απόπειρας βιασμού”, ορθά δε το Δικαστήριο δέχθηκε ότι τα εγκλήματα των άρθρων 42 παρ. 1, 336 παρ. 1 (απόπειρα βιασμού) και 309 (επικίνδυνη σωματική βλάβη) του ΠΚ συρρέουν αληθινά μεταξύ τους, καθόσον, αφενός μεν προσβάλλουν διαφορετικά έννομα αγαθά (το άρθρο 336 παρ. 1 την γενετήσια ελευθερία και αυτό του 309 την υγεία και την σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου), αφετέρου δε η έννοια της σωματικής βίας, που αποτελεί στοιχείο της στο άρθρο 336 παρ. 1 ΠΚ τυποποιούμενης ποινικώς αξιόλογης αδικοπραγίας, δεν περιλαμβάνει κατ` ανάγκη και την έννοια της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, η οποία είναι αυτοτελές έγκλημα. 3) Καθόσον αφορά στο έγκλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης εκτίθενται στην προσβαλλομένη η σωματική βλάβη που υπέστη η παθούσα (“…διάσχιση (θλαστικό τραύμα) του δέρματος στη δεξιά μετωπιαία χώρα που δέχθηκε χειρουργική ραφή, εξοίδηση του τριχωτού της κεφαλής στην αριστερή βρεγματική χώρα, ταινιοειδείς αιμορραγικές διηθήσεις, γραμμοειδείς εκδορές και ημισεληνοειδείς αμυχές (δηλωτικά πρόκλησης τους από ελεύθερα χείλη νυχιών) που εντοπίστηκαν κυρίως στο αριστερό ήμισυ του προσώπου και λιγότερο στο δεξιό, εκχυμωτικό κάτω βλέφαρου αριστερά με αιμάτωμα του σύστοιχου οφθαλμικού επιπεφυκότα, μικρότερης έκτασης εκχύμωση του δεξιού κάτω βλεφάρου, διασχίσεις του βλεννογόνου των χειλέων και κυρίως του κάτω χείλους αριστερά, μεμονωμένες γραμμοειδείς εκδορές στην υπογνάθια χώρα αριστερά, εκτεταμένη πρόσφατη εκχύμωση με μέγιστη διάμετρο περί τα 17 εκατοστά, που εντοπίζεται στην έξω επιφάνεια της μεσότητας του δεξιού βραχίονα, εκδορά από προστριβή στον δεξιό αγκώνα, στρογγυλή, μικρής διαμέτρου πρόσφατη εκχύμωση στην μεσότητα της πρόσθιας επιφάνειας του αριστερού μηρού…”), πλήρως δε αιτιολογείται το είδος της διακινδύνευσης που συνέτρεξε εν προκειμένω, δηλαδή ότι δημιουργήθηκε κίνδυνος για τη ζωή της παθούσας, ενόψει του ευπαθούς των πληγέντων μερών του σώματός της και του τρόπου που ο αναιρεσείων ενήργησε [με βιαιότητα], εκ των οποίων θεμελιώνεται η γνώση και η θέληση του αναιρεσείοντος να της προκαλέσει σωματική βλάβη. 4) Τέλος, και ως προς το τρίτο αδίκημα, της οδήγησης οχήματος υπό την επήρεια οινοπνεύματος, ως προς το οποίο ουδόλως πλήττεται η απόφαση, το Δικαστήριο διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει ότι “…ανιχνεύθηκε στο αίμα του, με την μέθοδο της εκπνοής αέρα με χρήση της αντίστοιχης συσκευής αλκοόμετρου οινόπνευμα, σε ποσοστό 0,71 χιλιοστό του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα κατά την πρώτη δοκιμασία και 0,66 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα κατά τη δεύτερη δοκιμασία, γεγονός που επιδρούσε στην οδηγητική συμπεριφορά και επομένως συνιστά παράβαση των διατάξεων των 42 παρ.1, 7γ του ν. 2696/1999[ΚΟΚ].
Τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα είναι αβάσιμα και ο περί του εναντίου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ., πρώτος και τέταρτος λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμοι.
- Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του Κ.Ποιν.Δ., παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες, για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση, που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης, για ελλιπή αιτιολογία. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ` του Κ.Ποιν.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Ποιν.Δ λόγο αναίρεσης, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Επιπλέον, η απόρριψη χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία παραδεκτού αιτήματος αναβολής, επειδή συνάπτεται άμεσα με την ανάγκη νόμιμης απόδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου, προσβάλλει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη και του τεκμηρίου αθωότητας αυτού, κατά τα άρθρα 6 παρ.1,2 και 3 περ. δ` της ΕΣΔΑ και 14 παρ.2 του Δ.Σ.Α.Π.Δ., επιφέρει, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ` Κ.Ποιν.Δ., απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί τον λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α` Κ.Ποιν.Δ. Τέλος εφόσον απορριφθεί το αίτημα αυτό χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και στη συνέχεια, μετά από έρευνα του βάσιμου της κατηγορίας, κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ` Κ.Ποιν.Δ., με τη μορφή της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επιτρεπτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Ο κατηγορούμενος δια των συνηγόρων του, μετά την εξέταση των δύο πρώτων μαρτύρων κατηγορίας, υπέβαλε προφορικώς αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, προκειμένου να κληθούν ως μάρτυρες, η συντάξασα την από 23.4.2013 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης Δ.Ε.Ε. ………………………… Υπαστυνόμο Α` – Βιολόγο και ο ιατροδικαστής ……………, προκειμένου να απαντήσει (ο τελευταίος) στο ερώτημα αν πράγματι η παθούσα ακινητοποιήθηκε με τον τρόπο που έχει δηλώσει, δηλαδή βάζοντας ο κατηγορούμενος τα δύο δάκτυλά του βαθιά μέσα στο στόμα της, χωρίς να έχει η ίδια έστω μια αμυχή στο στόμα της και το οποίο ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε από το Δικαστήριο της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την εξής αιτιολογία : “…Ομοίως είναι απορριπτέο και το αίτημα του κατηγορουμένου να κληθεί και καταθέσει η συντάξασα την από 23.4.2013 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης Δ.Ε.Ε. ………………. Υπαστυνόμο Α` – Βιολόγος, η οποία είναι αναγνωστέα, προεχόντως ως αόριστο, διότι δεν εκτίθεται για πιο λόγο είναι αναγκαία η εξέτασή της στο ακροατήριο και αν αυτή είναι χρήσιμη για να εξακριβωθεί η αλήθεια.
Τέλος, απορριπτέο είναι και το έτερο αίτημα του κατηγορημένου να προσέλθει και να εξεταστεί και ο ιατροδικαστής ………………….., καθώς στην από 30.11.2012 Ιατροδικαστική του έκθεση περιγράφονται τα ευρήματα στο στόμα της εγκαλούσας και με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια στο από 2.12.2012 Εξιτήριο του Νοσοκομείου Ρεθύμνου. Άλλωστε η εγκαλούσα κατέθεσε ότι με την τοποθέτηση των δακτύλων του κατηγορουμένου στο λάρυγγά της αυτός ήλεγξε την αναπνοή της και δεν μπορούσε να μιλήσει και όχι ότι την ακινητοποίησε με τον τρόπο αυτό.”
Στη συνέχεια μετά την ανάγνωση της από 27.11.2012 έκθεσης ένορκης εξέτασης του μάρτυρα ………………………….. οι συνήγοροι υπεράσπισης υπέβαλαν εκ νέου γραπτώς πλέον και ανέπτυξαν προφορικώς το αίτημα να κληθεί και να εξετασθεί επ` ακροατηρίω ο ιατροδικαστής ……………………, κατά πιστή μεταφορά:
“…Η Εισαγγελία Εφετών Κρήτης δεν έχει κλητεύσει ως μάρτυρα κατηγορίας τον ιατροδικαστή που διενήργησε κατόπιν παραγγελίας του κυρίου Ανακριτού την ιατροδικαστική εξέταση στο φερόμενο ως θύμα και συνέταξε την σχετική έκθεση, όπου παραθέτει τα ευρήματά του. Στην υπό κρίση υπόθεση η κλήτευση και εξέτασή του είναι απολύτως αναγκαία, καθόσον ουδέποτε ο εν λόγω ιατροδικαστής εκλήθη να απαντήσει στο κορυφαίο ερώτημα (που όμως είναι και παραμένει της απολύτου ειδικότητάς του) αν πράγματι είναι πιθανό να έχει ακινητοποιηθεί από εμένα (ως φερόμενου δράστη) το θύμα, σύμφωνα με τον τρόπο που έχει δηλώσει, δηλαδή βάζοντας τα δύο δάκτυλά μου βαθιά μέσα στο στόμα της, χωρίς να έχει ούτε η ίδια έστω μια αμυχή στο στόμα της αλλά ούτε και εγώ στα δάκτυλά μου!!! Περαιτέρω, σύμφωνα με τις δικές της διατυπώσεις και ισχυρισμούς ο λόγος που η πράξη μου δεν ολοκληρώθηκε είναι μόνον το γεγονός ότι η ίδια ευρίσκετο σε έμμηνο ρύση. Όμως και αυτός ο ισχυρισμός της ουδέποτε επιβεβαιώθηκε. Αντίθετα, λοιπόν από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας οι ισχυρισμοί του φερόμενου ως θύματος ελήφθησαν υπόψιν ως δεδομένοι, ενώ θα έπρεπε να έχουν απορριφθεί. Στην ιατροδικαστική του έκθεση ο εν λόγω ιατροδικαστής δεν έχει αναφέρει ότι διαπίστωσε να ευρίσκεται η φερομένη ως παθούσα σε έμμηνο ρύση. Αυτό είναι κομβικό σημείο για την υπόθεση όμως, καθόσον αποδεικνύεται ψευδής ο ισχυρισμός της.
Επειδή το Δικαστήριο έχει κοινωνική εμπειρία, έχει νομικές γνώσεις αλλά στερείται των ειδικών γνώσεων της ιατρικής και της ιατροδικαστικής επιστήμης. Επειδή το Δικαστήριο δεν δικαιούται να υποκαθιστά τον επιστήμονα στο έργο του, αλλά αντίθετα οφείλει να στηρίζει τα συμπεράσματά του στις ειδικές γνώσεις των επιστημόνων. Επειδή εγώ ήδη από το στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης έχω σταθερά και αμετακίνητα δηλώσει ότι αρνούμαι την κατηγορία της απόπειρας βιασμού και αποκρούω ως αναληθή όλα όσα η ίδια η φερομένη ως παθούσα ισχυρίστηκε. Επειδή διερευνήθηκε ο τρόπος δια του οποίου εισήλθα στο διαμέρισμα της και διαπιστώθηκε ότι δεν έχει προκύψει παραβίαση. Επειδή η απόρριψη του αιτήματος χωρίς την απαιτούμενη αιτιολογία και κατά παράβαση του άρθρου 177 Α ΚΠΔ που εισήχθη στο δικονομικό μας σύστημα με τον νόμο 4596/2019 και υποχρεώνει το Δικαστή να ερευνά κάθε ισχυρισμό και αίτημα του κατηγορουμένου που κατατείνει να αποδείξει την αθωότητά του θεμελιώνει αναιρετικό λόγο και προκαλεί παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων (άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς Ζητώ Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτηση.
Να διαταχθεί η κλήτευση του ιατροδικαστή …… επί τω τέλει της εξετάσεώς του επ` ακροατηρίω. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι”.
Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μετά από όμοια πρόταση της Εισαγγελέως, απέρριψε το αίτημα αυτό με την ακόλουθη αιτιολογία: “Το αίτημα του κατηγορουμένου όπως κληθεί και καταθέσει ο ιατροδικαστής ………. πρέπει να απορριφθεί, διότι ο ισχυρισμός του ότι η παθούσα δεν έχει ούτε έστω μια αμυχή στο στόμα της καταρρίπτεται από την ίδια την από 30.11.2012 ιατροδικαστική έκθεση που συνέταξε ο εν λόγω ιατροδικαστής, στην οποία αναφέρει ότι διαπίστωσε αδυναμία πλήρους διάνοιξης του στόματος της παθούσας, ενώ η ίδια αιτιάται για δυσκαταποσία. Αλλά καταρρίπτεται και από τις ιατρικές εκθέσεις των ………………, ………………….. και …………., ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Ρεθύμνου, οι οποίες και αναγνώσθηκαν, καθώς και από το από 2.12.2012 Εξιτήριο του Γενικού Νοσοκομείου Ρεθύμνου, στο οποίο με σαφήνεια αναφέρεται ότι κατά την κλινική εξέταση της παθούσας διαπιστώθηκε μεταξύ των άλλων “εκχύμωση πρόσθιας παρίσθμιας καμάρας άμφω” και “ήπια οιδηματώδης οπίσθια καμάρα δεξιά”. Άλλωστε η εγκαλούσα κατέθεσε ότι με την τοποθέτηση των δακτύλων του κατηγορουμένου στο λάρυγγά της αυτός ήλεγξε την αναπνοή της και δεν μπορούσε να μιλήσει και όχι ότι την ακινητοποίησε με τον τρόπο αυτό. Τέλος, η εξέταση του ιατροδικαστή στο ακροατήριο δεν θα προσθέσει στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου κάτι επί πλέον αναφορικά με το αν η παθούσα είχε έμμηνο ρύση, καθώς στην ιατροδικαστή έκθεση αναγράφονται όσα διαπίστωσε ο ιατροδικαστής κατά το χρόνο της διενέργειας της εξέτασης και της σύνταξης της έκθεσης. Δεν είναι δε δυνατόν να καταθέσει μετά την πάροδο έξι και πλέον ετών για τυχόν εύρημα που δεν αναφέρθηκε τότε στην έκθεση.” Περαιτέρω δε, μετά την ανάγνωση των εγγράφων, οι συνήγοροι υπεράσπισης εκ νέου υπέβαλαν το αίτημα να κληθεί και να καταθέσει η συντάξασα την από 23.4.2013 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης Δ.Ε.Ε. ….. Υπαστυνόμο Α` – Βιολόγο, με τη συμπλήρωση “… να δώσει διευκρινήσεις κυρίως στη σελίδα 4 και 5 της πραγματογνωμοσύνης της και συγκεκριμένα στα δυο δείγματα σάρωσης που ελήφθησαν, το 6Α που βρέθηκε θετικό με εργαστηριακή επεξεργασία ενός κλάσματος από επιθηλιακά κύτταρα και ενός κλάσματος αποτελούμενου από σπερματικά κύτταρα και το 6Β αρνητικό και να μας εξηγήσει αν τα επιθηλιακά κύτταρα εντοπίζονται στα νεφρά. Επίσης να μας διευκρινίσει για την τρίχα που βρέθηκε στο κατωσέντονο.” Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, και πάλι, μετά από όμοια πρόταση της Εισαγγελέως, απέρριψε το αίτημα αυτό με την ακόλουθη αιτιολογία:
“Το αίτημα του κατηγορουμένου όπως κληθεί η συντάξασα την από 23.4.2013 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης Δ.Ε.Ε. ……. Υπαστυνόμο Α` – Βιολόγος και να δώσει διευκρινήσεις κυρίως στη σελίδα 4 και 5 της πραγματογνωμοσύνης της και συγκεκριμένα στα δυο δείγματα σάρωσης που ελήφθησαν, το 6Α και το 6Β και να διευκρινίσει για την τρίχα που βρέθηκε στο κατωσέντονο, είναι απορριπτέο, διότι δεν κρίνεται χρήσιμο στοιχείο για να εξακριβωθεί η αλήθεια, καθώς στην πραγματογνωμοσύνη, στη σελίδα 14 και στη θέση “Συμπεράσματα”, η άνω πραγματογνώμονας δίδει απαντήσεις για τα δείγματα 6Α και 6Β και για τη τρίχα στο κατωσέντονο.” Το Δικαστήριο με το να δεχθεί ότι δεν κρίνεται αναγκαία, για την κατ` ουσία εξέταση της κρινόμενης υπόθεσης, η κλήτευση των ως άνω ιατροδικαστού …….. και της συντάξασας την εργαστηριακή πραγματογνωμοσύνη Δ.Ε.Ε., ………, διέλαβε την προσήκουσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δεν παραβίασε τις ως άνω διατάξεις. Επομένως, το Δικαστήριο που απέρριψε επανειλημμένως το αίτημα αυτό και προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεση, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δεν υπερέβη την εξουσία του και οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ` και Θ` του Κ.Ποιν.Δ. δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ α` Κ.Ποιν.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του ιδίου κώδικα υπάρχει και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και του παρόντος κώδικα για ακυρότητα εξ αιτίας κακής σύνθεσής του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 14 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις των παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου, που διαλαμβάνουν τους λόγους αποκλεισμού των δικαστικών προσώπων, προκύπτει ότι δεν αποκλείεται ο δικαστής από την άσκηση των δικαστικών του καθηκόντων σε ποινική υπόθεση, όταν έχει δικάσει σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό άλλες συναφείς με αυτή υποθέσεις, που έχουν την ίδια ιστορική αιτία, έστω και αν αφορούν τον ίδιο κατηγορούμενο. Ο σχετικός λόγος αποκλεισμού δημιουργείται, κατά το άρθρο 14 παρ. 3, όταν πρόκειται να δικάσει την έφεση ή την αναίρεση, που ασκήθηκε κατά της απόφασης, στην έκδοση της οποίας συνέπραξε. Εξάλλου, με το άρθρο 15 του ίδιου Κώδικα, προβλέπεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου και των λοιπών αναφερόμενων σ` αυτό παραγόντων της δίκης, να ζητήσουν την εξαίρεση των δικαστικών προσώπων, αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Με τη διάταξη αυτή εξασφαλίζεται και το δικαίωμα του προσώπου να δικασθεί η υπόθεση του με δίκαιο τρόπο, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, σύμφωνα με την αρχή της δίκαιης δίκης, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου, η οποία επικυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974.
Στην προκείμενη περίπτωση, από το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Εφετών Ε. Β. που προήδρευσε του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είχε προεδρεύσει και σε άλλη ακροαματική διαδικασία ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου (Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης) με τον ίδιο κατηγορούμενο, για υπόθεση βιασμού, δεν κωλύετο να συμμετάσχει στη σύνθεση του δικάσαντος Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης και συνακόλουθα δεν δημιουργήθηκε η, κατ` άρθρο 171 παρ.1 α` του Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα. Η τυχόν δυσπιστία για το αμερόληπτο του εν λόγω δικαστικού λειτουργού κατά την εκδίκαση της έφεσης μπορούσε, σύμφωνα με το άρθρο 15 Κ.Ποιν.Δ., να προταθεί ως λόγος εξαίρεσης και έτσι εξασφαλίζετο το δικαίωμα του αναιρεσείοντος να δικασθεί η υπόθεσή του με δίκαιο τρόπο από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α` Κ.Ποιν.Δ. πέμπτος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας για κακή σύνθεση του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να απορριφθεί.
Κατόπιν των ανωτέρω, απορρίπτονται όλοι οι αναιρετικοί λόγοι που αφορούν στην ενοχή του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου.
Όμως, ως προς τις κύριες ποινές των εγκλημάτων της απόπειρας βιασμού και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος και ως προς την παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, συντρέχει περίπτωση εφαρμογής αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρα 2 παρ. 1 ΠΚ και 511 Κ.Ποιν.Δ., των επιεικεστέρων διατάξεων, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ. ΙΙ και ΙΙΙ), ήτοι : 1) της επιεικέστερης διάταξης, ως προς τα όρια της ποινής κάθειρξης, (α) του άρθρου 52 παρ.2 του νέου ΠΚ, σύμφωνα με την οποία “η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) έτη ούτε είναι κατώτερη των πέντε (5) ετών”, (β) του άρθρου 336 παρ. 1 του νέου ΠΚ όπως αυτή ίσχυσε από την 1.7.2019 έως τις 18.11.2019, σύμφωνα με την οποία “1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη.
- Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις.”, (γ) του άρθρου 83 περ. β` και γ` του νέουΠΚ, όπου α) … β) αντί για την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα (10) ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή κάθειρξη έως οκτώ (8) ετών, γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα (10) έτη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ένα (1) έτους ή κάθειρξη έως έξι (6) έτη (εφαρμοζομένου του εν λόγω άρθρου λόγω της υπάρχουσας καταδίκης για απόπειρα βιασμού) και (δ) του άρθρου 309 του νέου ΠΚ, σύμφωνα με την οποία η προβλεπόμενη ποινή είναι φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή και 2) των επιεικέστερων διατάξεων του ισχύοντος από 1.7.2019 Π.Κ που δεν προβλέπουν πλέον την παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων.
Επομένως, πρέπει κατ` εφαρμογή των προαναφερόμενων επιεικέστερων διατάξεων, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση Α) ως προς τις περί ποινής διατάξεις της για τις πράξεις α) της απόπειρας βιασμού και β) της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, αναγκαίως δε και ως προς τον καθορισμό της συνολικής ποινής και Β) ως προς τις διατάξεις της περί επιβολής στον κατηγορούμενο της παρεπόμενης ποινής της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του για δύο (2) έτη), την οποία πρέπει να απαλείψει ο Άρειος Πάγος, μη συντρέχουσας περίπτωσης παραπομπής στο Δικαστήριο της ουσίας κατά τούτο, ελλείψει αντικειμένου περαιτέρω έρευνας. Εν συνεχεία θα πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο αυτό μέρος, η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση, συγκροτούμενο, από άλλους δικαστές και ενόρκους, εφόσον είναι αδύνατη η συγκρότησή του από τους ίδιους, που δίκασαν προηγουμένως, ενόψει της λήξης της συνόδου μηνός Μαρτίου του έτους 2019 του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης (άρθρα 519 Κ.Ποιν.Δ.), ενώ παρέλκει πλέον, ως αλισυτελής, η έρευνα του σχετικού αναιρετικού λόγου που αφορά στην απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περίστασεων του 84 παρ. 2 α` και ε` ΠΚ, η οποία σχετίζεται άμεσα με τις αναιρούμενες περί ποινών διατάξεις και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ` αριθ. 32/2019 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης μόνο ως προς τις επί μέρους επιβληθείσες ποινές ως προς τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας βιασμού και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και την επιβολή συνολικής ποινής, καθώς και την παρεπόμενη ποινή της πρόσκαιρης αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του.
Απαλείφει την διάταξη για αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου για δύο (2) έτη.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το πιο πάνω αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση και μόνο ως προς τις επί μέρους επιβληθείσες ποινές και την επιβολή συνολικής ποινής στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο, από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 15.07.2019 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθμ. 32/2019 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Μαρτίου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ