ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αβροκόμη Θούα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Γεώργιο Αναστασάκο-Εισηγητή, Ευφροσύνη Καλογεράτου-Ευαγγέλου και Πηνελόπη Παρτσαλίδου-Κομνηνού, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Παππαδά (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου … του …, κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Τριπόλεως ή Γρεβενών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μαραγκό, περί αναιρέσεως της υπ` αριθ. 459, 485/2019 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών και με πολιτικώς ενάγοντες τους:
1) … του … και 2) … του …, …, που δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ` αριθμ. πρωτ. …/25-10-2019 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ../2019.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
- Κατά το άρθρο 512 παρ. 1 εδ. γ` και 3 ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Εξάλλου, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται στο άρθρο 515 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνία 1) 4-12-2019 δύο αποδεικτικά επιδόσεως του αρχιφύλακα του Α.Τ. ………. και 2) 20-1-2020 δύο αποδεικτικά επιδόσεως της Επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου …, κλητεύθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τόσο οι πολιτικώς ενάγοντες της κρινόμενης υπόθεσης α) … του … και ) … του … (με θυροκόλληση, κατά το άρθρο 155 παρ. 2 εδ. β` ΚΠΔ), όσο και ο αντίκλητος δικηγόρος τους Βασίλειος Κούσουλας (κατά το άρθρο 155 παρ. 2 εδ. δ` ΚΠΔ), για να εμφανιστούν στην αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως αυτής συνεδρίαση, που είχε οριστεί για να συζητηθεί η από 23-10-2019 αίτηση του … του … (αρ. πρ. …2019) για αναίρεση της καταδικαστικής αποφάσεως 459, 485/2019 του Β` Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, πλην αυτοί δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Μετά από αυτά, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία τους, σαν να ήταν και αυτοί παρόντες.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 τουΠΚ (όπως ίσχυε μέχρι 30-6-2019) “Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών”. Από τη διάταξη αυτή, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από οποιαδήποτε άποψη, πράξης με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις και προβλεπόμενες, αντίστοιχα, ποινές, η οποία, αντικειμενικά μεν, προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε απαιτείται να κατευθύνεται η ασελγής πράξη στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη (ΑΠ 118/2017, 1337/2017). Με την έννοια αυτή, αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανήλικου, η προστριβή του γεννητικού μορίου του στο σώμα του θύματος, ο εναγκαλισμός και ο ασπασμός στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφόσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Ο δράστης πρέπει να γνωρίζει ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 15 ετών, αρκεί, όμως, ως προς το σημείο αυτό και ο ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει όταν ο δράστης αμφιβάλλει, ως προς την ηλικία του παθόντος (ΑΠ 931/2012). Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ` αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχει σημασία (ΑΠ 931/2012, 840/2011). Αν οι περισσότερες διακεκριμένες πράξεις του δράστη στρέφονται κατά του ιδίου ανηλίκου, πρόκειται για έγκλημα κατ` εξακολούθηση. Επίσης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 342 παρ. 1 περ. α` και 2 περ. β` του Π.Κ. (όπως ίσχυε μέχρι 30-6-2019) “Ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί ασελγείς πράξεις με ανήλικο, τον οποίο του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών…” (παρ. 1 περ. α`) και “συνιστά επιβαρυντική περίσταση η τέλεση της πράξεως της πρώτης παραγράφου:
α) από οικείο (παρ. 2 περ. α`). Με τις διατάξεις αυτές αφενός επιδιώκεται να προστατευθεί η γενετήσια ελευθερία των ανηλίκων, οι οποίοι, λόγω των ιδιαίτερων και δη συγκεκριμένων σχέσεων εμπιστοσύνης με το δράστη, είναι περισσότερο εκτεθειμένοι σε γενετήσιες προσβολές από αυτόν και αφετέρου να διαφυλαχθούν οι σχέσεις αυτές καθαρές από γενετήσιες επιδιώξεις, οι οποίες θίγουν σοβαρώς το ηθικό περιεχόμενο ή το χαρακτήρα των σχέσεων αυτών, ως σχέσεων εμπιστοσύνης. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου απ` αυτήν εγκλήματος της καταχρήσεως ανηλίκων σε ασέλγεια απαιτείται ομοίως (όπως και στο έγκλημα της αποπλάνησης παιδιών) οποιαδήποτε υπό γενετήσια άποψη ασελγής πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκατεσσάρων ετών, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, μόνο στην περίπτωση που τον ανήλικο αυτό οι έχοντες την επιμέλειά του τον έχουν εμπιστευθεί στον ενήλικο δράστη για κάποιο λόγο για να τον επιβλέψει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, παραβιαζόμενης έτσι με κατάχρηση της εμπιστοσύνης που του επέδειξαν. Τέλος η κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια μπορεί να συρρέει αληθώς με την αποπλάνηση παιδιών, αφού, στην προαναφερόμενη περίπτωση, προσβάλλονται, κατά τα προεκτιθέμενα, δύο αυτοτελή έννομα αγαθά, ήτοι αφενός ο οφειλόμενος σεβασμός προς το νεότερο από 15 ετών ανήλικο και αφετέρου η σχέση εμπιστοσύνης που υπάρχει μεταξύ δράστη και θύματος (ΑΠ 1231/2019, 1550/2012).
Περαιτέρω, κατά τις ίδιες διατάξεις του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ, (υπό την ισχύ των οποίων καταδικάστηκε ο αναιρεσείων) η διατύπωση των πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων γίνεται ως εξής, δηλαδή, στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 339 παρ. 1 περ. α` του ΠΚ ορίζεται ότι “Όποιος ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα με το άρθρο 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη με κάθειρξη, β)….. και στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 342 παρ. 1 του ΠΚ ορίζεται ότι “Ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί γενετήσιες πράξεις με ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών β) …. Από τις παραπάνω διατάξεις του νέου Ποινικού Κώδικα προκύπτει ότι παθών στο αδίκημα της κατάχρησης ανηλίκων είναι ανήλικος, τον οποίο έχουν εμπιστευθεί στο δράστη για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει έστω και προσωρινά.
Η σχέση της εμπιστοσύνης προς επίβλεψη ή φύλαξη του ανηλίκου, την οποία καταχράται ο δράστης, δεν είναι αναγκαίο να είναι μακράς διάρκειας, αρκεί δε και προσωρινή ανάθεση προς επίβλεψη ή φύλαξη του ανηλίκου. Περαιτέρω, από την επισκόπηση των διατάξεων του δέκατου ένατου κεφαλαίου του ΠΚ με τίτλο “Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής”, προκύπτει ότι προτιμήθηκε γενικώς από τον νομοθέτη κατά τη σύνταξη του νέου ΠΚ ο όρος “γενετήσια πράξη” επειδή, όπως αναφέρεται σχετικά στην Αιτιολογική Έκθεση “…πρόκειται για έννοια, η οποία ορίζει τόσο τη διαδικασία της αναπαραγωγής (γένεσις) όσο και τις σχετικές ή παράλληλες με αυτήν πράξεις, διαθέσεις και ορμές, την ερωτική ζωή των ανθρώπων. Λόγω της “γενικότητας” της υιοθετήθηκε στη σύγχρονη επιστημονική και κοινή γλώσσα”. Μάλιστα, ο ίδιος ο νομοθέτης στην παράγραφο 2 του άρθρου 336 του νέου ΠΚ ορίζει ότι “Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις”, ενώ στην Αιτιολογική Έκθεση επεξηγείται ότι “Ο όρος γενετήσια πράξη”, έχει την έννοια που προσδιορίζει η νομολογία και η επιστήμη. Πρόκειται για τη συνουσία και άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως είναι η “παρά φύσιν” συνεύρεση……”. Ο κύριος γνώμονας για το εάν μια πράξη πρέπει να χαρακτηριστεί ως “γενετήσια” είναι η ένταση της προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας του θύματος. Κατά συνέπεια, πράξεις με έντονο σεξουαλικό χαρακτήρα, όπως είναι η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων του ανηλίκου, οι οποίες κατατείνουν στην γενετήσια ικανοποίηση του δράστη και την προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας του θύματος, θεωρούνται γενετήσιες πράξεις κατά τον νέο ΠΚ. Τα παραπάνω είναι σύμφωνα και με το άρθρο 36 παρ. 1 και 2 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, που κυρώθηκε με το ν. 4531/2018 και έχει υπερνομοθετική ισχύ. Κατά την εν λόγω διάταξη, η ποινικοποίηση των πράξεων κατά της γενετήσιας ελευθερίας πρέπει να αφορά όχι μόνο τη “διάπραξη μη συναινετικής, κολπικής ή στοματικής διείσδυσης σεξουαλικού χαρακτήρα στο σώμα άλλου ατόμου με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε οργάνου του σώματος ή αντικειμένου” αλλά και “τη διάπραξη άλλων μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα”. Υπό το πρίσμα αυτό, ο όρος της “γενετήσιας πράξης” δεν παρεκκλίνει ουσιωδώς από τον προαναφερθέντα ορισμό της “ασελγούς πράξης” όπως ερμηνευόταν, υπό την αυστηρή της εκδοχή, από τη μέχρι τώρα νομολογία των δικαστηρίων στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, στα οποία περιλαμβάνονται και οι περιπτώσεις των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 339 παρ. 1 και 342 παρ. 1 ΠΚ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, αλλά πρέπει με βεβαιότητα να προκύπτει ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 459, 485/2019 αποφάσεώς του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για τις πράξεις που αυτός τέλεσε εξακολουθητικά σε βάρος ανηλίκου, που δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, δηλαδή 1) αποπλάνησης ανηλίκου και 2) κατάχρησης ανηλίκου στον οποίο ενεργούσε γενετήσιες πράξεις (τον οποίο τον είχαν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει) και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή κάθειρξης 16 ετών. Στο σκεπτικό της απόφασης αυτής το δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθησαν κατά λέξη τα ακόλουθα περιστατικά:
“Οι πολιτικώς ενάγοντες, σύζυγοι,… του …, γεννηθείς στις 15-5-1975 και … του …, γεννηθείσα στις 29-4-1984, διέμεναν σε ιδιόκτητη οικία, εμβαδού 75 τ.μ., περίπου, στην περιοχή … και στη συμβολή των οδών …. Από το γάμο τους απέκτησαν δύο (2) θυγατέρες, τη …., που γεννήθηκε στις 30-6-2009 και τη .., που γεννήθηκε στις
15-7-2015. Ο κατηγορούμενος .. του .., γεννηθείς στις 22-8-1981, διέμενε στην ίδια ως άνω περιοχή, επί της οδού …, σε απόσταση 150-200 μ. από την οικία των πολιτικώς εναγόντων, σε ιδιόκτητη οικία και, κατά τον κρίσιμο χρόνο, συμβιούσε με τη μητέρα του, … και τον κατά ένα έτος νεότερο αδελφό του, …. Ο κατηγορούμενος διατηρούσε, από το 2000 περίπου, στενές φιλικές σχέσεις, αρχικά, με τον … και, μετά τον γάμο του τελευταίου και με τη σύζυγό του. Μάλιστα, ο …. μεσολάβησε, ώστε ο κατηγορούμενος, που ήταν τότε άνεργος, να προσληφθεί στην επιχείρηση εμπορίας και εγκατάστασης πλακιδίων του …, όπου ο ίδιος εργαζόταν. Ο κατηγορούμενος επισκεπτόταν πολύ συχνά την οικία τους, όπως, άλλωστε και η μητέρα του, … και παρευρίσκονταν, ως παρέα, σε κοινωνικές εκδηλώσεις, εκδρομές κ.λ.π. Οι πολιτικώς ενάγοντες θεωρούσαν τον κατηγορούμενο μέλος της οικογένειάς τους και έχαιρε της απόλυτης εμπιστοσύνης τους. Η σχέση αυτή αποτυπώνεται εναργώς στις προσκομισθείσες από τους πολιτικώς ενάγοντες φωτογραφίες, που διαψεύδουν τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, όπως εκτίθεται κατωτέρω. Από το κλίμα αυτό της οικογένειάς της επηρεάστηκε, οπωσδήποτε και η ανήλικη .. – .., η οποία έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία στον κατηγορούμενο, με την παρουσία του οποίου ήταν απόλυτα εξοικειωμένη. Έτσι, όταν ο κατηγορούμενος βρισκόταν στο σπίτι της, συχνά, έπαιζε μαζί του, ενώ αρκετές φορές, ζητούσε απ` αυτόν να την βάλει για ύπνο και να της διαβάσει παραμύθι, πριν κοιμηθεί. Οι γονείς της, έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του, ανέθεταν σ` αυτόν προσωρινά τη φύλαξή της. Συγκεκριμένα, όταν αυτός βρισκόταν στην οικία τους, κατά την ώρα κατακλίσεως της 6χρονης τότε θυγατέρας τους, ήτοι περί τις 20.30-20.45`, του επέτρεπαν, ενίοτε, να τη συνοδεύει, μόνον αυτός, στο δωμάτιό της, προκειμένου να της διαβάσει παραμύθι και να την κοιμίσει, ενώ αυτοί παρέμεναν στο σαλόνι, χωρίς να ελέγχουν τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου εντός του παιδικού δωματίου, ενώ, επιπλέον, χωρίς ενδοιασμό ή επιφύλαξη, επέτρεπαν στον κατηγορούμενο να παίρνει την ανήλικη στην οικία του, προκειμένου να παίξει με τα κατοικίδια ζώα, που διατηρούσε η μητέρα του. Κατά το θέρος του 2015, περί τα τέλη Ιουλίου περίπου και ενώ είχε ήδη γεννηθεί η μικρότερη κόρη τους, η μητέρα – πολιτικώς ενάγουσα, …, άρχισε να παρατηρεί αλλαγή στη συμπεριφορά της μικρής …. Συγκεκριμένα, αυτή έβλεπε εφιάλτες, κατά τη διάρκεια του ύπνου της, συμπεριφερόταν επιθετικά προς τους γονείς της και κυρίως προς τη μητέρα της, δεν ήθελε να την αγγίζει στα μαλλιά όταν την έκανε μπάνιο, ενώ, συχνά, κρυβόταν κάτω από το τραπέζι και αυνανιζόταν. Συγχρόνως, ζωγράφιζε με μαύρο μαρκαδόρο και στις ζωγραφιές της, εκτός από την οικογένειά της, αποτύπωνε μια ανθρώπινη φιγούρα, ένα “τέρας”, όπως την αποκαλούσε η μικρή, που απειλούσε την οικογένειά της. Η μητέρα, έντονα προβληματισμένη, αρχικά, απέδωσε τη συμπεριφορά της μικρής σε ζήλια, λόγω της γέννησης της αδελφής της. Στη συνέχεια και ενώ η συμπεριφορά της ανήλικης δεν άλλαζε, αποτάθηκε στην παιδίατρο και, στη συνέχεια, στη δασκάλα της μικρής, φοβούμενη ότι αυτή υφίστατο επιθέσεις (bulling) από συμμαθητές της, χωρίς, όμως, να λαμβάνει ικανοποιητικές απαντήσεις για τα αίτια που είχαν προκαλέσει τις ανωτέρω αντιδράσεις της θυγατέρας της. Έτσι, στις 16-1-2016, ημέρα Σάββατο, κατά τις μεσημβρινές ώρες, αφού κοίμισε το βρέφος, προσέγγισε τη μικρή … και προκάλεσε συζήτηση μαζί της σχετικά με το ανθρώπινο σώμα, της επεσήμανε δε ότι δεν έπρεπε να επιτρέπει σε οποιονδήποτε, πλην των γονέων της, να την αγγίζουν ή να πειράζουν το σώμα της. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης αυτής και ενώ η μικρή ήταν αρχικά διστακτική, τελικά, όμως, αποκάλυψε ότι κάποιος την είχε `πειράξει`, μετά δε από ερώτηση της μητέρας της για την ταυτότητα του ατόμου που της είχε πειράξει, αυτή υπέδειξε, ανεπιφύλακτα, τον κατηγορούμενο, δείχνοντας, αρχικά, με το δάκτυλο της την οικία του, που ήταν ορατή από το παράθυρο και, στη συνέχεια, κατονομάζοντάς τον. Ακολούθως, περιέγραψε τις πράξεις που αυτός (κατηγορούμενος) διέπραξε σε βάρος της. Ανέφερε, δηλαδή, ότι κάποιες φορές, αδυνατώντας να προσδιορίσει ακριβείς ημερομηνίες, πάντως μέχρι την προηγούμενη της συζήτησης αυτής εβδομάδα, όταν ο κατηγορούμενος πήγαινε μαζί της στο δωμάτιό της, για να της διαβάσει παραμύθι και να την κοιμίσει, έκλεινε το φως, τη φιλούσε στο στόμα και χάιδευε τα γεννητικά της όργανα, ενώ ακόμη φορούσε τις πιτζάμες της. Στη συνέχεια, έγλυφε στα γεννητικά της όργανα και στον πρωκτό της. Περί των ανωτέρω κατέθεσαν οι πολιτικώς ενάγοντες τόσον ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όσον και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κυρίως δε η μητέρα της ανήλικης, στην οποία η τελευταία είχε περιγράψει όλα τα ανωτέρω, επισημαίνοντας συγχρόνως ότι ο κατηγορούμενος της έλεγε ότι την αγαπούσε και ότι θα την παντρευόταν και γι` αυτό τον λόγο, ζήτησε δε από τη μητέρα της να μην ενημερώσει τον πατέρα της και τη μητέρα του κατηγορουμένου. Περί των ανωτέρω η ανήλικη κατέθεσε, αβίαστα, στην από 18-1-2016 ανωμοτί εξέτασή της ενώπιον αστυνομικών της Υποδιεύθυνσης Ανηλίκων – Τμήματος Εποπτείας Ανηλίκων της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, παρουσία και του πραγματογνώμονα – ψυχολόγου, …., η οποία αναγνώστηκε. Συγκεκριμένα, περιέγραψε αναλυτικά, χωρίς ενδοιασμό, τις πράξεις του κατηγορουμένου, καταθέτοντας, επί λέξει, τα εξής: “ξάπλωνα στο κρεβάτι και με έγλυφε. Με έγλυφε στο `κουτί` μου (δείχνοντας τα γεννητικά της όργανα) και στον `ποπό` μου. Όταν με έγλυφε στο `κουτί μου καθόμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και μου κατέβαλε το παντελόνι και το βρακί.
Όταν με έγλυφε στον `ποπό` καθόμουν με τα γόνατα στο κρεβάτι, στηριζόμουν με τα χέρια μου στο κρεβάτι και με έγλυφε ανάμεσα στα πόδια”. Κατά την προαναφερόμενη συζήτηση που η ανήλικη είχε με τη μητέρα της, αλλά και κατά την ως άνω εξέτασή της, η ανήλικη αποκάλυψε ότι ο κατηγορούμενος είχε προβεί στις ανωτέρω πράξεις, τουλάχιστον, δέκα (10) φορές στο δωμάτιό της καθώς και δύο (2) φορές, όταν βρέθηκε στο σπίτι του, μέσα στο δωμάτιό του και ενώ η μητέρα του απουσίαζε. Επισημαίνεται ότι, κατά το στάδιο της προανάκρισης, ορίστηκε ως πραγματογνώμων ο ….., αστυνόμος Α` – ψυχολόγος, προκειμένου να αποφανθεί σχετικά με την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση της ανήλικης. Στην αναγνωσθείσα από 18-
1-2016 έκθεση ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης, που ο ανωτέρω πραγματογνώμων συνέταξε, μετά από τη συνάντησή του με την ανήλικη, αποφάνθηκε ότι αυτή διατηρούσε αρμονικές σχέσεις με την οικογένειά της, ήταν πολύ συνεργάσιμη και ομιλητική, χωρίς οποιοδήποτε νοητικό έλλειμμα, χωρίς πρόβλημα στο λόγο, την ομιλία ή την επικοινωνία, χωρίς δυσκολία στην οργάνωση, τη συγκέντρωση, την αντίληψη και την επεξεργασία οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων και πληροφοριών. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η ανήλικη, ηλικίας μόλις 6 1/2 ετών, ήταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ένα μικρό κορίτσι, που ζούσε σε μια αγαπημένη και δεμένη οικογένεια, προσεγμένο από τους γονείς του και κυρίως από τη μητέρα του, η οποία δεν εργαζόταν και ήταν αφοσιωμένη στα τέκνα της, έξυπνο, ήρεμο, συγκροτημένο και ισορροπημένο, ενώ δεν διαπιστώθηκε ίχνος, φόβου ή άγχους, συνεπεία πίεσης ή υποβολής για όσα κατέθεσε σε βάρος του κατηγορουμένου, όπως ο τελευταίος υποστήριξε. Ο κατηγορούμενος, δια του συνηγόρου του, ζήτησε, προφορικά, την κλήτευση του ως άνω πραγματογνώμονα, προκειμένου να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σχετικά με τις αποδοθείσες σε βάρος τούτου κατηγορίες. Πλην όμως, όπως, προεκτίθεται, ο ως άνω πραγματογνώμων, ψυχολόγος, ερεύνησε, όπως όφειλε, αποκλειστικά και μόνον, τη διανοητική και ψυχική κατάσταση του ανηλίκου, τα συμπεράσματα του οποίου αποτυπώνονται στην ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης και όχι, βεβαίως, τη βασιμότητα των σε βάρος του κατηγορουμένου κατηγοριών, τις οποίες οφείλει να διερευνήσει το Δικαστήριο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 του Κ.Π.Δ.
Συνεπώς, η κλήτευση του ως άνω πραγματογνώμονα ως μάρτυρα στη δίκη ουδόλως θα εισφέρει στη διερεύνηση της υπόθεσης και στη διακρίβωση της αλήθειας, πολλώ μάλλον, καθόσον τυχόν αποδοχή του αιτήματος αυτού θα συνεπήγετο την αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης, αφού, κατ` άρθρο 502 του Κ.Π.Δ., δεν εφαρμόζεται στη δευτεροβάθμια δίκη η διάταξη του άρθρου 353 του Κ.Π.Δ., με συνέπεια την άνευ λόγου παρέλκυση αυτής (δίκης) και την καθυστέρηση περί την απονομή της δικαιοσύνης. Πρέπει, συνεπώς, ν` απορριφθεί ως αβάσιμο το αίτημα αυτό του κατηγορουμένου. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι, κατά την ως άνω ημερομηνία (16-1-2016), ευθύς ως η ανήλικη εκμυστηρεύθηκε στη μητέρα της τα ανωτέρω, η τελευταία έσπευσε να ενημερώσει τηλεφωνικά τον σύζυγό της, ο οποίος βρισκόταν στην εργασία του, μαζί με τον κατηγορούμενο. Ο πατέρας της ανήλικης, μόλις πληροφορήθηκε τις αποκαλύψεις της θυγατέρας του, έφυγε από την εργασία του και μετέβη άμεσα στην οικία του. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε ήδη ενημερωθεί για τα όσα η ανήλικη καταμαρτυρούσε σε βάρος του, έφυγε και αυτός από την εργασία του και έσπευσε στην οικία των πολιτικώς εναγόντων, πριν από τον πατέρα της ανήλικης. Εκεί αρνήθηκε ενώπιον της μητέρας και της ανήλικης τις ανωτέρω πράξεις, κατηγορώντας την τελευταία ότι ψεύδεται, πλην όμως αυτή, παρά την πίεση και την ταραχή που βίωνε από την παρουσία του κατηγορουμένου, επέμενε κλαίγοντας ότι λέει την αλήθεια. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος αποχώρησε, ενώ, σε μεταγενέστερη τηλεφωνική συνομιλία του με τη μητέρα της ανήλικης, με πρωτοβουλία αυτής, προκειμένου να ζητήσει εξηγήσεις, αυτός απάντησε κυνικά “Εντάξει, έγινε, τελείωσε”. Οι πολιτικώς ενάγοντες κατήγγειλαν αμέσως στην αστυνομία τα ανωτέρω, με συνέπεια να κινηθεί η σε βάρος του κατηγορουμένου η ποινική διαδικασία. Παράλληλα, ζήτησαν τη βοήθεια ειδικών για την αποκατάσταση της ψυχικής ισορροπίας της θυγατέρας τους, μετέχοντας και οι ίδιοι σε συνεδρίες (βλ. την …-3-2018 βεβαίωση Κέντρου Ψυχικής Υγείας Περιστερίου, που αναγνώστηκε), θεραπείες, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα, με τη συμμετοχή και των γονέων.
Επιπλέον, μετώκησαν από την ιδιόκτητη οικία τους σε μισθωμένο διαμέρισμα στο …, προκειμένου να αποφύγουν την επαφή της μικρής με τους συγγενείς και φίλους του κατηγορουμένου καθώς και από αυτόν τον ίδιο, αφού, μετά την ανακριτική απολογία του, αφέθηκε ελεύθερος, προκειμένου να προστατεύσουν το παιδί τους από τις εχθρικές αντιδράσεις των ανωτέρω, διασφαλίζοντας την ψυχική του υγεία και την περαιτέρω ομαλή ψυχοσωματική του ανάπτυξη. Μετά τις αποκαλύψεις της ανήλικης, ο κατηγορούμενος, υπό το κράτος πανικού, ευθύς ως αποχώρησε από την οικία των πολιτικώς εναγόντων και περί ώρα 14.30`, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον εργοδότη του, … και του ζήτησε την καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών του. Ο τελευταίος του πρότεινε να περάσει από την εταιρεία για να τον πληρώσει, πλην όμως, ο κατηγορούμενος, φοβούμενος τυχόν σύλληψή του, εξαφανίστηκε, χωρίς να εισπράξει τα δεδουλευμένα, ενώ δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματα του εργοδότη του. Ο ίδιος υποστήριξε, απολογούμενος, δεν είχε λόγο να εξαφανιστεί και απλώς μετέβη στην Άρτα για εργασία. Μάλιστα, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ισχυρίστηκε ότι είχε προπληρωθεί και, συνεπώς, όφειλε να μεταβεί άμεσα στην Άρτα για να εκτελέσει την εργασία, που είχε αναλάβει, χωρίς, όμως, σε οποιοδήποτε στάδιο, να προσκομίζει οποιοδήποτε στοιχείο σχετικά με την υποτιθέμενη εργασία που είχε αναλάβει, ενώ δεν προέκυψε ούτε, άλλωστε, αυτός υποστήριξε ότι είχε σε προηγούμενο χρόνο ενημερώσει για την αποχώρησή του τον μέχρι τότε εργοδότη του, …. Ο ίδιος, μάλιστα, αντιφάσκοντας στους προηγούμενους ισχυρισμούς του, ότι, δηλαδή, δεν είχε αντιληφθεί ότι επρόκειτο για κάτι σοβαρό, υποστήριξε ότι είχε δει τον πολιτικώς ενάγοντα να συνομιλεί με τον …. και κατάλαβε ότι τον ενημέρωνε για τις καταγγελίες της ανήλικης και γι` αυτό δεν επεδίωξε να εισπράξει την αμοιβή του, αφού πίστευσε ότι και ο εργοδότης θα ήταν προκατειλημμένος εναντίον του. Συνάγεται, λοιπόν, ευχερώς ότι πρόκειται περί έωλων και αντιφατικών ισχυρισμών, τους οποίους προέβαλε ο κατηγορούμενος και επιβεβαίωσαν οι μάρτυρες υπεράσπισής του, προκειμένου να πείσουν το Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος δεν εκτίμησε σωστά την κατάσταση, λόγω της αθωότητάς του. Αντίθετα, όμως, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, ευθύς ως αντιλήφθηκε ότι αποκαλύφθηκε η εγκληματική συμπεριφορά σε βάρος του 6χρονου παιδιού και ενημερώθηκε για την άμεση αντίδραση των γονέων του – πολιτικώς εναγόντων, οι οποίοι κατήγγειλαν τα ανωτέρω στις αρμόδιες αστυνομικές αρχές, διέφυγε για να αποφύγει τη σύλληψη και για να έχει το χρόνο να οργανωθεί, πιστεύοντας ότι με την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος θα ήταν δυνατό να μεταπειστούν οι γονείς και να αποσύρουν τις καταγγελίες. Πράγματι, ο κατηγορούμενος επέστρεψε στην οικία του μετά την ενός περίπου μήνα, ήτοι στις 17-2-2016 και, ενώ είχε ήδη εκδοθεί σε βάρος το …-2016 ένταλμα σύλληψης του Ανακριτή του 18ου τακτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Τότε, επεδίωξε, με την παρέμβαση συγγενούς του, συνάντηση με τον πολιτικώς ενάγοντα “για να τα βρουν”, πλην όμως ο τελευταίος ειδοποίησε τους αστυνομικούς, που είχαν αναλάβει την υπόθεση αυτή, για την ορισθείσα συνάντηση, με συνέπεια τη σύλληψη του κατηγορουμένου, σε εκτέλεση του ανωτέρω εντάλματος σύλληψης. Ο κατηγορούμενος, απολογούμενος ενώπιον του Ανακριτή, καθώς και κατά την κύρια διαδικασία τόσον ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όσον και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, υποστήριξε ότι ουδέποτε υπήρξε φίλος των πολιτικώς εναγόντων και μάλιστα στενός, αλλά, απλώς γνωστός και γείτονάς τους καθώς και ότι ουδέποτε είχε αναπτύξει οποιαδήποτε σχέση με την ανήλικη θυγατέρα τους. Ότι η μόνη σχέση του με τον πολιτικώς ενάγοντα, …, ήταν αυτή του εξαρτημένου από ναρκωτικές ουσίες χρήστη με το διακινητή του, καθώς αυτός …), επί σειρά ετών, προμήθευε με ναρκωτικές ουσίες τον ίδιο και άλλους γνωστούς και φίλους του. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι, σε ηλικία μόλις 15 ετών, ο πατέρας της ανήλικης τον μύησε στον κόσμο των ναρκωτικών και ότι συνέχιζε να του προμηθεύει ινδική κάνναβη και κοκαΐνη, που αυτός παρελάμβανε από την οικία του πρώτου (..), παρουσία της συζύγου και των τέκνων του. Ότι ο .. ήταν γνωστός διακινητής της περιοχής, καθώς προμήθευε ναρκωτικά σε πολλά νεαρά άτομα της περιοχής, αυτός δε ενορχήστρωσε τις βάρος του κατηγορίες με τη συνδρομή της συζύγου του, χρησιμοποιώντας το τέκνο του, για λόγους εκδίκησης, καθόσον (ο κατηγορούμενος) του όφειλε το ποσό των 1.000 ευρώ από την αγορά των ναρκωτικών και αδυνατούσε να το εξοφλήσει. Τα υπό του κατηγορουμένου υποστηριχθέντα, που συνιστούν άρνηση της σε βάρος κατηγορίας, επιβεβαίωσαν και οι πρωτοδίκως εξετασθέντες μάρτυρες, …, …, φίλοι του, κάτοικοι της περιοχής, …, μνηστή του και …, αδελφός του καθώς και η .. .. και..Μ., στις …-5-2019, …-3-2016 και …/13-4-2018 ένορκες βεβαιώσεις τους. Πλην όμως, ούτε ο κατηγορούμενος ούτε οι ανωτέρω μάρτυρες ούτε οι γονείς και οι οικείοι τους ή οποιοσδήποτε άλλος κάτοικος της περιοχής κατήγγειλε στις αστυνομικές αρχές την επί σειρά ετών έκνομη δράση του … ή ο,τιδήποτε σε βάρος τούτου, παρότι, αρκεί τηλεφωνική και ανώνυμη καταγγελία σχετικά με διακίνηση ναρκωτικών για να θέσει σε εγρήγορση τις αρχές και να θέσουν τον καταγγελθέντα υπό παρακολούθηση, ώστε να συλληφθεί εν τω πράττεσθαι. Επιπροσθέτως, αποδείχθηκε, όπως προεκτίθεται, ότι τόσον ο κατηγορούμενος όσον και η μητέρα του, η οποία γνώριζε ότι ο … προμήθευε με ναρκωτικά τον υιό της – κατηγορούμενο και μάλιστα από την ηλικία των 15 ετών καθώς και τον αδελφό του …, όπως κατέθεσε ενόρκως ο τελευταίος, αλλά και …., διατηρούσαν άριστες σχέσεις με την οικογένεια .., αδιάψευστος μάρτυρας των οποίων αποτελούν οι προσκομισθείσες από τους πολιτικώς ενάγοντες κοινές τους φωτογραφίες εντός της οικίας της οικογένειας, αλλά και σε εκδρομές, εκδηλώσεις κ.λ.π., που αφορούν στο τελευταίο χρονικό διάστημα, καθόσον χρόνο μάλιστα ο κατηγορούμενος, όπως ισχυρίζεται, προμηθεύοταν συστηματικά ναρκωτικά από τον πολιτικώς ενάγοντα. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικές και ενδεικτικές των σχέσεων των διαδίκων είναι δύο φωτογραφίες που εικονίζουν τον κατηγορούμενο με την πολιτικώς ενάγουσα σε θερμό φιλικό εναγκαλισμό καθώς και οι θερμές ευχές του για τα γενέθλιά της. Επιπροσθέτως, σε σχετική ερώτηση για ποιο λόγο αυτός (κατηγορούμενος) δεν κατέβαλε, έστω και τμηματικά, το οφειλόμενο στον πολιτικώς ενάγοντα ποσό, αφού εργαζόταν και προτίμησε να παραμείνει έκθετος στην απειλητική διάθεση του τελευταίου, αυτός απήντησε ότι παρέδιδε στη μνηστή όλες τις αποδοχές του, προκειμένου αυτή να οργανώσει τον μελλοντικό γάμο τους και την οικογενειακή οικία, δεν ήθελε δε να μάθει αυτή ότι προμηθεύεται ναρκωτικά, φοβούμενος ότι θα τον εγκατέλειπε. Πλην όμως, η … γνώριζε ότι ο κατηγορούμενος έκανε χρήση ναρκωτικών καθώς και ότι αυτός, δήθεν, μετέβαινε στην οικία …, προκειμένου να τα προμηθευτεί, όπως η ίδια κατέθεσε τόσον ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όσον και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Όλα τα ανωτέρω, τα οποία ο κατηγορούμενος υποστήριξε, συνεπικουρούμενος από συγγενείς και φίλους του, προκειμένου να πείσει το Δικαστήριο ότι οι σε βάρος του κατηγορίες είχαν κατασκευαστεί και οργανωθεί από τον πολιτικώς ενάγοντα, κρίνονται ως απολύτως αναληθή. Το γεγονός ότι αυτός (κατηγορούμενος) έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών δεν ασκεί οποιαδήποτε συνέπεια στην προκείμενη υπόθεση. Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί ότι ο κατηγορούμενος επιχείρησε να εμφανιστεί ως άτομο εξαρτημένο από τις ναρκωτικές ουσίες, εξαιτίας του πολιτικώς ενάγοντος, γεγονός, όμως, το οποίο ουδόλως αποδείχθηκε, καθόσον δεν προσκόμισε σχετική ιατρική γνωμάτευση περί τούτου ή βεβαίωση κέντρου απεξάρτησης ή ιατρική συνταγή για χορήγηση φαρμάκων. Αντ` αυτών, ο κατηγορούμενος προσκόμισε την από 9-3-2016 έγγραφη βεβαίωση τοξικολογικών εξετάσεων του Γενικού Νοσοκομείου ……….., που έγιναν μετά τη σύλληψή του και την απολογία του ενώπιον του Ανακριτή. Στο έγγραφο αυτό βεβαιώνεται ότι στο δείγμα ούρων που εξετάσθηκε ανιχνεύθηκαν αμφεταμίνες, κανναβινοειδή, κοκαΐνη, οποιούχα, βενζοδιαζεπίνες και βαρβιτουρικά, επισημαίνεται, όμως, ότι ο κατηγορούμενος δεν υποβλήθηκε σε εξετάσεις εντός του ως άνω νοσοκομείου, αλλά παρέδωσε το δείγμα ούρων στο εργαστήριο. Επιπροσθέτως, κατά την απολογία του στην πρωτοβάθμια δίκη, ο κατηγορούμενος, πλέον των ανωτέρω όλως αβάσιμων αιτιάσεων σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, υποστήριξε ότι οι καταγγελίες ήταν μυθεύματα της ίδιας της ανήλικης. Συγκεκριμένα, γνωρίζοντας ότι η πολιτικώς ενάγουσα, …, είναι ρομά στην καταγωγή, κατέθεσε επί λέξει “Οι τσιγγάνοι τα παιδιά τους τα μαθαίνουν από μικρά διάφορα, γιατί τα παντρεύουν από δέκα χρονών. Τέτοια είναι η κ. … Από μικρά ξέρουνε τα σεξουαλικά. Ήξερα τα πάντα η μικρή γι` αυτό τα είπε αυτά”, επιχειρώντας με κάθε μέσον και κάθε τρόπο να αποσείσει τις ποινικές του ευθύνες για την κακοποίηση ενός παιδιού. Ενόψει των ανωτέρω μη πειστικών επιχειρημάτων του, ο κατηγορούμενος μετέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την υπερασπιστική του τακτική, διώκοντας να εμπλέξει πλέον και την πολιτικώς ενάγουσα, ως το άτομο που υπέβαλε και οργάνωσε τις σε βάρος του κατηγορίες.
Συγκεκριμένα, οι εξετασθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ως μάρτυρες υπεράσπισης, … και … υποστήριξαν όψιμα, το πρώτον, ότι οι κατηγορίες σε βάρος του κατηγορουμένου επινοήθηκαν και οργανώθηκαν αποκλειστικά και μόνον από τη …, μητέρα της ανήλικης, λόγω του ερωτικού πάθους της γι` αυτόν (κατηγορούμενο), τον οποίο πολιορκούσε και προκαλούσε σε κάθε ευκαιρία, ακόμη και μπροστά στο σύζυγό της και της άρνησης του κατηγορουμένου να ενδώσει. Οι όψιμες αυτές μαρτυρίες, που αποτελούν όψιμα εφευρήματα του κατηγορουμένου, κρίνονται όλως αναληθείς και αναξιόπιστες, καθόσον ουδέποτε αυτός απομακρύνθηκε για οποιονδήποτε λόγο από την επαφή του με τους πολιτικώς ενάγοντες, με τους οποίους διατηρούσε στενή φιλική σχέση. Όπως προεκτίθεται, από τις προσκομισθείσες φωτογραφίες ευχερώς συνάγεται ότι οι διάδικοι εκδήλωναν σε κάθε ευκαιρία τη συμπάθεια και την οικειότητα που έτρεφαν μεταξύ τους, καταρρίπτοντας όλους τους ανωτέρω ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, που κατατείνουν, αποκλειστικά και μόνον, στο να αποσείσει τις βαρύτατες ποινικές του ευθύνες. Ως εκ τούτου, ουδόλως αποδείχθηκαν όσα υποστήριξε ο κατηγορούμενος ή οποιοδήποτε άλλο περιστατικό, συνεπεία των οποίων οι πολιτικώς ενάγοντες, ήτοι ο πατέρας και η μητέρα της ανήλικης, θα τους καθιστούσε ικανούς να υποβάλουν την 6χρονη θυγατέρα τους σε τόσο επώδυνη για την ψυχική υγεία διαδικασία, καταγγέλλοντας ψευδώς τέτοια ποινικά αδικήματα, επιστρατεύοντας προς τούτο, με υποβολιμιαίους ισχυρισμούς περί κακοποίησής της, την ανήλικη, τραυματίζοντας βαρύτατα την αγνότητα της ηλικίας της και τα αισθήματα ασφάλειας και εμπιστοσύνης. Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, η παθούσα, ανεπιφύλακτα, με πειστικότητα, ψυχραιμία και ολοκληρωμένο λόγο, κατέθεσε ενώπιον των αστυνομικών αρχών, για τις σε βάρος της πράξεις του κατηγορουμένου. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, ο κατηγορούμενος, ενεργώντας με πρόθεση και τελώντας σε γνώση της ανηλικότητας της παθούσας, ……., τέλεσε, κατ` εξακολούθηση, τα κακουργήματα της αποπλάνησης παιδιού, ηλικίας κατώτερης των 12 ετών και της κατάχρησης σε ασέλγεια παιδιού κάτω των 12 ετών”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο, στη συνέχεια, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι ” στους κάτωθι αναφερόμενους τόπους και χρόνους, με περισσότερες πράξεις τέλεσε με πρόθεση περισσότερα εγκλήματα, κατ` εξακολούθηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές και συγκεκριμένα του ότι: A) Στα …, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του έτους 2015 μέχρι και τις αρχές Ιανουαρίου του έτους 2016, σε ημερομηνίες που δεν κατέστη δυνατό να προσδιοριστούν ακριβέστερα, ενεργούσε σε βάρος ανήλικης, που δεν είχε συμπληρώσει τα δώδεκα έτη, γενετήσιες πράξεις, ήτοι αυτός φιλούσε στο στόμα την ανήλικη ……., γεννηθείσα στις 30.06.2009, την θώπευε στα γεννητικά της όργανα, ακολούθως δε, αφού την έβαζε να ξαπλώσει στο κρεβάτι της, της αφαιρούσε το παντελόνι και το εσώρουχο της και ενεργούσε αιδιολειχία επ` αυτής, ενώ, αφού έβαζε την ανωτέρω ανήλικη να κάθεται με τα γόνατα επάνω στο κρεβάτι της, στηριζόμενη με τα χέρια της σε αυτό, την φιλούσε ανάμεσα στα πόδια και έγλυφε τον πρωκτό της. Οι ανωτέρω πράξεις έλαβαν χώρα περίπου δέκα φορές, είτε στην οικία της ανήλικης επί της οδού … είτε στην κατοικία του, επί της οδού … και Β) Στον ίδιο ως άνω τόπο και κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ενήργησε γενετήσιες πράξεις με την ως άνω ανήλικη, …., την οποία οι γονείς της, με τους οποίους διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις και είχε καθημερινή επαφή, του είχαν εμπιστευθεί για να την επιβλέπει ή να την φυλάσσει, προσωρινά και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια των συχνών επισκέψεων του στην οικία των τελευταίων, αναλάμβανε να βάλει την ανήλικη για ύπνο, διαβάζοντας της κάποιο παραμύθι ή κατά τη διάρκεια των επισκέψεων της ανήλικης στην οικία του για να παίξει με τα κατοικίδια ζώα του, αυτός την θώπευε στα γεννητικά της όργανα, ακολούθως, αφού έβαζε την ανωτέρω ανήλικη να ξαπλώσει στο κρεβάτι της, της αφαιρούσε το παντελόνι και το εσώρουχο της και ενεργούσε αιδιολειχία επ` αυτής, ενώ, στη συνέχεια, αφού έβαζε την ανωτέρω ανήλικη να κάθεται με τα γόνατα επάνω στο κρεβάτι της, στηριζόμενη με τα χέρια της σε αυτό, την φιλούσε ανάμεσα στα πόδια και έγλυφε τον πρωκτό της. Οι ανωτέρω πράξεις έλαβαν χώρα περίπου δέκα φορές, είτε στην οικία της ανήλικης επί της οδού … είτε στην κατοικία του κατηγορουμένου επί της οδού …”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη, από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω δυο εγκλημάτων, για τα οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε η περί αυτών κρίση του και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 94, 98, 339 παρ. 1 περ. α`, 342 παρ.1 περ. α` του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και ως εκ τούτου δε στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως α) προσδιορίζονται με ακρίβεια και την προσήκουσα αιτιολογική επάρκεια οι γενετήσιες πράξεις στις οποίες προέβη ο αναιρεσείων, αλλά και οι ειδικές περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτές έλαβαν χώρα και θεμελιώνουν την κρίση ότι αφορούν πράξεις με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, με τις οποίες κατέτεινε στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και οι οποίες προσβάλλουν, αφενός, την αγνότητα της παιδικής ηλικίας της παθούσας ανηλίκου και αφετέρου την ακώλητη γενετήσια εξέλιξή του και την εμπιστοσύνη που είχαν οι οικείοι του προς αυτόν και ότι τα παραπάνω εγκλήματα των άρθρων 339 και 342 του ΠΚ συρρέουν αληθώς, καθόσον με τις διατάξεις αυτές προστατεύονται τα προαναφερόμενα διαφορετικά έννομα αγαθά, β) τα αποδεικτικά μέσα αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου και γ) οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, πλήρως αιτιολογημένη είναι και η απόρριψη του υποβληθέντος από τον αναιρεσείοντα σχετικού αιτήματος αναβολής της δίκης. Επομένως, οι συναφείς λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ` και Ε` (κατ` εκτίμηση) του ΚΠΔ, για ελλιπή και μη εμπεριστατωμένη αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων είναι αβάσιμοι.
ΙΙΙ. Η επιβαλλόμενη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ` Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτός περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής, την τυχόν συνδρομή των οποίων βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης ερευνά αυτεπαγγέλτως. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του κυρωθέντος με το ν.4619/2019 και ισχύοντος από 1.7.2019 (άρθρο δεύτερο του ν.4619/19) Ποινικού Κώδικα, μεταξύ άλλων και: I) η υπό στοιχείο α` που συνίσταται στο “ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα”. Κριτήριο επομένως για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, του λευκού ποινικού μητρώου μη όντος του μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την κατάφαση της περίστασης αυτής, του δικαστού δυνάμενου να κρίνει στα πλαίσια που ορίζονται από το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ.. Εν όψει των ανωτέρω, η διάταξη αυτή (84 παρ.2α) του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας διάταξης, που όριζε ότι η υπό στοιχείο α` ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο “ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή”, αφού με τη νέα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, καθόσον υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της “νόμιμης” ζωής έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της “έντιμης” ζωής, που απαιτούνταν από την προϊσχύσασα διάταξη και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το Σύνταγμα “απαραβίαστη” προηγούμενη ατομική και οικογενειακή ζωή του υπαιτίου. Και II) η υπό στοιχείο ε`, που συνίσταται στο ότι “ο υπαίτιος “συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του.”. Η σχετική διάταξη που αφορά στην ελαφρυντική αυτή περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας, καθόσον η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου αξιολογείται ως ελαφρυντική περίσταση ακόμα και όταν υφίσταται τον εξαναγκασμό της φυλακής (ΑΠ 1466/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών συνεδρίασης της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο αναιρεσείων ζήτησε εγγράφως δια του συνηγόρου του, να του αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 α` και ε` του Π.Κ., δηλαδή του σύννομου βίου και της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς. Για τη θεμελίωσή τους επικαλέστηκε κατά πιστή μεταφορά ότι “Κατά το άρθρο 84 παρ. 2 περ. α` Π.Κ. ελαφρυντική περίσταση θεωρείται το “ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρύ πλημμέλημα”.
Επικαλούμαι να μου αναγνωριστεί το ως άνω ελαφρυντικό καθώς από την επισκόπηση του ποινικού μου μητρώου, από την συμπεριφορά μου εντός της φυλακής και την εν γένει διαβίωσή μου μέχρι σήμερα δεν έχω υποπέσει ή παρεκτραπεί σε οιουδήποτε είδους αδίκημα ως και την συνεισφορά μου στην κοινωνία των … και την βοήθεια την οποία παρείχα στους συμπολίτες μου, γεγονότα που βεβαιώνει και η μάρτυς … η οποία ήτο Πρόεδρος Τριτέκνων … η οποία κατέθεσε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αχαρνών και βεβαιώνει την συνεισφορά μου προς τους κατοίκους της περιοχής, ιδία δε οσάκις εκλήθη από τρίτεκνες οικογένειες παρείχα βοήθεια με τις τεχνικές μου γνώσεις και οιοδήποτε τρόπο ηδυνάμην, αφιλοκερδώς. Δεικνύειται δε η σύννομη συμπεριφορά μου και εξ αυτού του λόγου δικαιούμαι το ελαφρυντικό του αρθ. 84 παρ.1 περ. α` Π.Κ.
Κατά το άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε` Π.Κ. ελαφρυντική περίσταση θεωρείται το “ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του”.
Επίσης παρακαλώ όπως μου αναγνωρισθεί και το ως άνω ελαφρυντικό διότι από τις αρχές του 2016 μέχρι και την ημερομηνία που δικάστηκα ήμουν ελεύθερος επί τρία και πλέον έτη, δεν είχα εμπλοκή σε οιοδήποτε αδίκημα, τήρησα τους όρους που μου είχαν επιβληθεί και ενεφανίσθη στο δικαστήριο. Επιπλέον από την μέχρι τώρα συμπεριφορά μου κατά την κράτησή μου εις τις φυλακές Τριπόλεως στις οποίες κρατούμαι περίπου ένα έτος, δεν έχω υποπέσει σε κανένα πειθαρχικό παράπτωμα ή οιοδήποτε άλλο αδίκημα, καθώς και σχεδόν από την αρχή της κράτησής μου, εργάζομαι εις την κουζίνα των φυλακών Τριπόλεως”.Τους ισχυρισμούς αυτούς το δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμους κατ` ουσίαν και ειδικότερα, τον μεν πρώτο (σύννομο βίο) με την αιτιολογία ότι “Ο κατηγορούμενος μέχρι την τέλεση των πράξεων, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος επί σειρά ετών, όπως ο ίδιος, άλλωστε παραδέχθηκε, έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών, χωρίς να είναι εξαρτημένος, παραβιάζοντας απαγορευτικούς κανόνες του ποινικού δικαίου, που αφορούν στη διακίνηση των ναρκωτικών. Το γεγονός ότι δεν έχει καταδικαστεί ή διωχθεί για τέτοιες πράξεις δεν αρκεί για να προσδώσει στο βίο του σύννομο χαρακτήρα, κατά τα στην ανωτέρω νομική σκέψη εκτιθέμενα, ενώ η επίκληση ότι συνδράμει αναξιοπαθούντες κατοίκους των … δεν απομειώνει την έκνομη διαβίωσή του”, τον δε δεύτερο (μεταγενέστερη καλή συμπεριφορά) με την αιτιολογία ότι “Πρωτίστως, καθόσον το χρονικό διάστημα που παρήλθε από τις αρχές του 2016 μέχρι και σήμερα (26-9-2019), οπότε ολοκληρώθηκε η δευτεροβάθμια δίκη, δεν κρίνεται ιδιαίτερα μεγάλο.
Επιπροσθέτως, αυτός, ευθύς ως αποκαλύφθηκαν όσα είχε διαπράξει σε βάρος της ανήλικης, εξαφανίστηκε για ένα περίπου μήνα, ενώ, στη συνέχεια, επιχείρησε με κάθε μέσο να αποσείσει τις σοβαρές ευθύνες του, προβάλοντας ψευδείς ισχυρισμούς σε βάρος των πολιτικώς εναγόντων, όπως ήδη προεκτέθηκε.
Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε ότι ο κηρυχθείς ένοχος κατηγορούμενος επέδειξε, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, συμπεριφορά, δηλωτική αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης, δηλαδή πραγματική μεταστροφή και βελτίωση του χαρακτήρα του. Αντίθετα, αυτός παρέμεινε αμετανόητος και επιδόθηκε σε μεθοδεύσεις, καταβάλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια, προκειμένου να παραπλανήσει τη δικαιοσύνη, ώστε να αποφύγει τις ποινικές επιπτώσεις των εγκληματικών του πράξεων ” . Το Δικαστήριο της ουσίας, με αυτά που δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε, την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και ορθώς απέρριψε τους ως άνω ισχυρισμούς περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άνω άρθρου 84 παρ. 2 α` και ε` του Π.Κ.
- Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση στην αίτηση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δικ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 23-10-2019 αίτηση – δήλωση (αρ.πρ. ../2019) του … του …, για αναίρεση της 459, 485/2019 αποφάσεως του Β` Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής δίκης, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Μαρτίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ