ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
(Ποινικό Τμήμα)
Προεδρεύουσα: Μαρία Παπασωτηρίου, (Αρεοπαγίτης).
Εισηγήτρια: Αρετή Παπαδιά, (Αρεοπαγίτης).
Εισαγγελεύς: Ελένη Μετσοβίου-Φλουρή.
Δικηγόρος: Ιωάννα Καράμπελα-Φουφοπούλου.
[…] Κατά τη διάταξη του άρθ. 339 παρ. 1 στοιχ. α` ΠΚ, όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται, αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Κατά τη διάταξη του άρθ. 337 παρ. 1 ΠΚ, «όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή», κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, «με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος από 12 ετών». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις, που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι “ασελγείς χειρονομίες” είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως λ.χ. ψαύσεις ή θωπείες στο στήθος, στους μηρούς κ.λπ. του παθόντος. Οι “προτάσεις” μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες, που πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της πράξεως.
Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. ε` ΚΠΔ, η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη.
Υπέρβαση δε εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. η` λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο Νόμος. […] Ειδικά, επί κατηγορίας για αποπλάνηση ανηλίκου αν προκόψει ότι τελέστηκε ασελγής χειρονομία και όχι ασελγής πράξη, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει αν τελέστηκε το αδίκημα προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας άρθ. 337 ΠΚ κατ` επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, άλλως αν χωρίς την έρευνα αυτή κηρύξει αθώο τον κατηγορούμενο υπερβαίνει αρνητικώς την εξουσία του. […]
VII) Αριθμός Απόφασης
1302/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
(Ποινικό Τμήμα)
Προεδρεύουσα η Αντιπρόεδρος: Χρυσούλα Παρασκευά, Εισηγήτρια η Αρεοπαγίτης: Διονυσία Μπιτζούνη, Εισαγγελεύς: Ευσταθία Σπυροπούλου
Δικηγόρος: Κ. Σωτηρίου
Κατά τη διάταξη του άρθ. 339 παρ. 1 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθ. 3 παρ. 4 του Α` κεφαλαίου του Ν. 3727/2008, «όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και δεκατρία έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατρία έτη, με φυλάκιση». Από την διάταξη αυτή, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από οποίαδήποτε άποψη, πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, ο οποίος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να γνωρίζει ότι το πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 10, 13 ή 15 ετών. Με την έννοια αυτή αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και όλες οι πράξεις, οι οποίες αντικειμενικώς μεν προσβάλλουν το αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνονται στην ικανοποίηση ή την διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη. Ετσι, έχει κριθεί ότι αποτελούν ασελγείς πράξεις με την παραπάνω έννοια και οι ψαύσεις και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος του ανηλίκου, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανήλικου, ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφ` όσον κατατείνουν στην διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος, και πρέπει να καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία και ιδίως γνώση της ηλικίας του παθόντος, δηλ. θεμελιώνεται ενδεχόμενος δόλος αν ο δράστης αμφιβάλλει και αδιαφορεί συνάμα περί της ηλικίας του παθόντος. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ` αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχει σημασία.
Κατά δε τη διάταξη του άρθ. 337 παρ. 1 ΠΚ, «όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή». Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, «με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος των 12 ετών». Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι “ασελγείς χειρονομίες” είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως λ.χ. ψαύσεις, ή θωπείες στο στήθος, στους μηρούς κ.λπ. της παθούσας. Οι “προτάσεις” μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες που πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή. Για τη στοιχειοθέτηση δε της υποκειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της πράξης. Οταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (ως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός), αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατέτεινε στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη της παθούσας, τότε δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθ. 337 ΠΚ.
[…] Με τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της αποπλανήσεως παιδιού που συμπλήρωσε το 10o έτος όχι όμως και το 13o έτος της ηλικίας του κατ` εξακολούθηση, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντ. και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την ύπαγα γή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθ. 26 παρ. 27 παρ. 1, 98 και 339 παρ. 1 στοιχ. β` ΠΚ, τις οποίες ορθά Ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέος, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση.
Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προέκυπτε χωριστά από το καθένα από αυτά. Περαιτέρω, παρατίθενται στην απόφαση ότι η ποθούσα ανήλικη εξαναγκάσθηκε να ανεχθεί τις ως άνω αναφερόμενες ασελγείς πράξεις από τον κατηγορούμενο και ότι ο κατηγορούμενος, για να εξαναγκάσει την παθούσαψα ανεχθεί τις ως άνω περιγραφόμενες ασελγείς πράξεις, εκμεταλλεύτηκε αφενός την ιδιαιτερότητά της (άτομο νοητικά σε επίπεδο κατώτερο του φυσιολογικού και ιδιαίτερα αδύνατο μαθησιακά παιδί) και αφετέρου το γεγονός της εμπιστοσύνης που επεδείκνυε η ανήλικη προς αυτόν λόγω των φιλικών σχέσεων που διατηρούσε με τους γονείς της. Τέλος, παρατίθεται και το γεγονός της γνώσης από μέρους του της ηλικίας της ανήλικης λόγω των οικογενειακών σχέσεων που είχε με τους γονείς της. Εξάλλου, ορθά εφαρμόζοντας το Νόμο το Δικαστήριο της Ουσίας, αποφαινόμενο με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων τέλεσε το κακούργημα της αποπλάνησης ανηλίκου με την ενέργεια επί του σώματος της ως άνω ανήλικης των αναφερομένων σ`αυτήν ασελγών πράξεων, αφού, κατά τις παραδοχές του, οι σχετικές ενέργειες αυτού και δη θωπείες του στα πόδια της προαναφερομένης ανήλικης πλησίον της περιοχής των γεννητικών της οργάνων, τοποθέτηση από μέρους του της χείρας της επί του πέους του, καθώς και κατ` εντολήν του φιλιά στο πρόσωπό του, συνιστούν πράξεις με έντονο γενετήσιο χαρακτήρα και κατέτειναν στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και οι οποίες προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς των ηθών και ακώλητης γενετήσιας εξέλιξης των ανηλίκων, δεν ήταν δε αναγκαίο, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του άρθ. 339 ΠΚ να λάβει χώρα και επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη με την ως άνω ποθούσα και δεν περιορίστηκε σε απλές άσεμνες χειρονομίες, δεν απαιτείτο και πρόσθετη ιδιαίτερη αιτιολογία περί της παραδοχής ότι αυτός δεν τέλεσε το πλημμέλημα του άρθ. 337 ΠΚ. Απορριπτέα ως αβάσιμη, επομένως, η αιτίαση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με την οποία πλήττει ο αναιρεσείων την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού τoυ περί μετατροπής της σε βάρος του κατηγορίας της αποπλάνησης της ανηλίκου …….. σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειάς της, δηλονότι περί εφαρμογής του άρθ. 337 του ΠΚ άντί του άρθ. 339 του ίδιου Κώδικα.
Επομένως, οι από το άρθ. 510 παρ. 1 περ. Δ` και Ε` ΚΠΔ, λάίγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και συγκεκριμένα γιατί, με βάση τις παραδοχές της αποφάσεως, έπρεπε να καταδικασθεί ο αναιρεσείων κατηγορούμενος όχι για αποπλάνηση, αλλά για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, γιατί οι ως άνω θωπείες εμπίπτουν στην έννοια της “ασελγούς χειρονομίας” του άρθ. 337 ΠΚ και όχι της “ασελγούς πράξεως” του άρθ. 339 ΠΚ, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναίρεσεων στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
VIII) Αριθμός 118/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο – Εισηγητή, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Σ. Σ. του Δ., κατοίκου …, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 101, 344, 3887/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Α. Σ. – Ν. του Σ., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ξανθίππη Μουρίκη.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Σεπτεμβρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2016.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του ΠΚ (όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της κατωτέρω πράξεως ήτοι πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο 3 παρ.4 του Α’ Κεφαλαίου του ν. 3727/2008): “Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α ως εξής: α)αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β)αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δεκατρία έτη με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ)αν συμπλήρωσε τα δεκατρία έτη με φυλάκιση”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ, “όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή”. Από την πρώτη των ως άνω διατάξεων, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλανήσεως παιδιού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από οποιαδήποτε άποψη, πράξεως με πρόσωπο νεώτερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία, αντικειμενικά μεν, προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστου. Με την έννοια αυτή, αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστου στα γεννητικά όργανα του ανήλικου, ο εναγκαλισμός και ο ασπασμός στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφ’ όσον κατατείνουν στην διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστου, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Για τη στοιχειοθέτηση όμως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που προβλέπει η δεύτερη των ως άνω διατάξεων (άρθρο 337 ΠΚ), αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι “ασελγείς χειρονομίες” είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως λ.χ. ψαύσεις, ή θωπείες στο στήθος, στους μηρούς κ.λπ. του παθόντος. Οι προτάσεις μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες που πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή. Όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (όπως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός), αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατατείνει στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος, τότε δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 του ΠΚ. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως, κατά το όρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε’ του ΚΠοινΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 3887α/2014, 101,344/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, κηρύχθηκε ένοχος για εξακολουθητική αποπλάνηση παιδιού νεότερου των 15 ετών, με αναγνώριση της ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2α,ε ΠΚ και καταδικάσθηκε σε φυλάκιση πέντε ετών. Για το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσεως, το δικαστήριο δέχθηκε ανελέγκτως, ότι από τα αναφερόμενα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος (πατέρας του πολιτικώς ενάγοντος Α. Σ.) από τον γάμο του με τη Χ. Ν., που τελέστηκε στην Αθήνα στις 26.2.1987 απέκτησε τρία τέκνα τον Δ. που γεννήθηκε το 1990, το Γ. που γεννήθηκε το 1991 και τον Α. (νυν πολιτικώς ενάγοντα) που γεννήθηκε το 1994. Ο κατηγορούμενος ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου και η Χ. Ν. εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Ο γάμος τους, που υπήρξε προβληματικός από τα πρώτα ήδη έτη της κοινής τους συμβίωσης, διασπάσθηκε για πρώτη φορά στα τέλη Οκτωβρίου του 2001, όταν ο κατηγορούμενος αποχώρησε από τη συζυγική κατοικία μαζί με τα 3 ανήλικα τότε τέκνα τους. Δυνάμει της με αριθμό 1052/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατόπιν συνεκδικάσεως σχετικών αιτήσεων των τότε διαδίκων συζύγων, ανατέθηκε στον κατηγορούμενο προσωρινά (κατόπιν αποδοχής και της συζύγου του, που τότε είχε την πεποίθηση ότι έπασχε από αρχόμενη σκλήρυνση κατά πλάκας), η επιμέλεια των τριών τέκνων, διατάχθηκε η μετοίκηση της μητέρας και ρυθμίστηκε το δικαίωμα της για επικοινωνία με τα άνω ανήλικα τέκνα. Όμως η απόφαση αυτή δεν εκτελέστηκε, διότι οι άνω σύζυγοι θέλησαν να δώσουν μία ευκαιρία στο γάμο τους και έτσι ο κατ/νος επανήλθε στην κοινή κατοικία τους, που ήταν τότε στο …, με τα παιδιά τους στις 24.1.2001, από τα τέλη δε του 2002 η οικογένεια εγκαταστάθηκε σε διαμέρισμα στη …, που αγόρασαν οι σύζυγοι σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Παρά ταύτα συνεχίσθηκαν μεταξύ τους οι οξύτατες διαμάχες και οι καθημερινοί διαπληκτισμοί. Έτσι στις 30.6.2006 η Χ. Ν. κατέθεσε την από 29.6.2006 αίτηση της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζητώντας να της ανατεθεί προσωρινά η επιμέλεια των τριών ανηλίκων τότε τέκνων τους, να διαταχθεί προσωρινά η μετοίκηση του συζύγου της (κατηγορούμενου) από την κοινή κατοικία και να υποχρεωθεί ο τελευταίος να της καταβάλει ως προσωρινή διατροφή για τα τέκνα, τα μνημονευόμενα στην αίτηση χρηματικά ποσά. Η παραπάνω αίτηση συνεκδικάσθηκε την 1.9.2006 με την αντίθετη αίτηση του κατηγορούμενου, με την οποία ζητούσε και αυτός να του ανατεθεί η επιμέλεια των τέκνων και να διαταχθεί η μετοίκηση της συζύγου του. Επί των άνω αντιθέτων αιτήσεων και αφού η Δικαστής επικοινώνησε με τα τρία παιδιά εκ των οποίων τα δύο μεγαλύτερα ζήτησαν να είναι με τον πατέρα τους, ο δε Α.ς να παραμείνει με τη μητέρα του, εκδόθηκε στις 6.2.2007 η με αριθμό 1094/2007 απόφαση του γ Μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της Χ. Ν. (μητέρας), έγινε δεκτή η αίτηση του κατηγορούμενου (πατέρα), του ανατέθηκε (προσωρινά) η επιμέλεια και των τριών τέκνων και διατάχθηκε η μετοίκηση της μητέρας. Στις 7.2.2007 η Χ. Ν. πήγε στο σχολείο του Α. για να τον παραλάβει και του ανακοίνωσε το αποτέλεσμα της άνω αποφάσεως. Εκείνος στο άκουσμα της απόφασης έμεινε εμβρόντητος και αμέσως δήλωσε στην μητέρα του ότι “αν μείνω μαζί του (εννοώντας τον πατέρα του) θα αυτοκτονήσω”. Η μητέρα του, τρομαγμένη με τον απόλυτο τρόπο εκφοράς της δήλωσης αυτής και μη περιμένοντας τόσο έντονη αντίδραση από τον υιό της αυτό, προσπάθησε να τον καθησυχάσει λέγοντας του ότι η απόφαση είναι προσωρινή και ότι θα είναι μαζί με τα αδέλφια του. Ο Α. όμως άρχισε να κλαίει γοερά φωνάζοντας και διερωτώμενος, ότι, αφού είχε ζητήσει από την πρόεδρο να μην μείνει με τον πατέρα του, γιατί θα έπρεπε να μείνει και δεν εισακούστηκε. Μετά από επίμονες ερωτήσεις της μητέρας του, στην προσπάθεια της να ερμηνεύσει την έντονη αυτή και μη αναμενόμενη άμεση άρνηση του να κατοικήσει με τον πατέρα του, δηλώνοντας μάλιστα όπως προαναφέρθηκε ότι θα αυτοκτονήσει σε τέτοια περίπτωση, ο πολιτικώς ενάγων της αποκάλυψε ότι για πρώτη φορά την άνοιξη του 2006 (Μάρτιο) πρωί Σαββάτου, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει συγκεκριμένη ημερομηνία (όταν δηλαδή ο πολιτικώς ενάγων ήταν περίπου 12 ετών, αφού έχει γεννηθεί 28.9.1994), ενώ βρισκόταν μόνος στο σπίτι με τον κατηγορούμενο πατέρα του
(τα αδέλφια του ήταν στο φροντιστήριο και η μητέρα τους έλειπε), ο τελευταίος του ζήτησε να πάει στο κρεβάτι του και να του κάνει “μασάζ” με τη δικαιολογία ότι πονούσε η μέση του. Ότι αυτός (Α.) υπάκουσε, ωστόσο ότι ο κατ/νος πατέρας του, του ζήτησε να κατέβει πιο χαμηλά κάνοντας τον να αισθανθεί δυσφορία, όμως ο κατ/νος του έλεγε συνέχεια ότι δεν κάνει κάτι κακό, ακολούθως όμως ο τελευταίος πήρε το χέρι του
(πολ. ενάγοντος) και το καθοδήγησε μέσα από το εσώρουχο στα γεννητικά του όργανα. Όταν δε ο πολιτικώς ενάγων τρομαγμένος αντέδρασε, τον απείλησε ότι θα τον “λιάνιζε” αν έφευγε. Στην συνέχεια είπε της μητέρας του ότι τον έβαλε να ξαπλώσει δίπλα του και έβαλε αυτός το χέρι του μέσα στο εσώρουχο του παιδιού θωπεύοντας τα γεννητικά του όργανα. Επίσης εξομολογήθηκε στην μητέρα του ο πολιτικώς ενάγων ότι αντίστοιχα περιστατικά, δηλαδή θωπείες στα γεννητικά του όργανα και στα οπίσθια του, επαφή των γεννητικών οργάνων του κατηγορουμένου με τα οπίσθια του και απαίτηση να του κάνει ο Α. “μασάζ” στα γεννητικά του όργανα, χωρίς ωστόσο να καταστεί δυνατή η συγκεκριμένη χρονική στιγμή κάθε τέτοιας πράξεως, έλαβαν χώρα πολλές φορές μέχρι και τις αρχές Φεβρουαρίου του 2007, ήτοι περί τις 30 φορές. Η μητέρα του πολιτικώς ενάγοντος στα άνω ακούσματα του παιδιού της έμεινε άφωνη και το ρώτησε γιατί δεν είπε τίποτε νωρίτερα για τα όσα συνέβαιναν. Ο πολιτικώς ενάγων της απάντησε ότι περίμενε ότι το αποτέλεσμα της δίκης θα ήταν να μείνει αυτός με αυτήν (την μητέρα του) και ότι θα γλίτωνε από την προαναφερόμενη συμπεριφορά του πατέρα του και ότι λόγω της βίαιης συμπεριφοράς του πατέρα του καθόλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα της κοινής συμβίωσης με τους καυγάδες που υπήρχαν στην οικογένεια, φοβόταν ότι ο κατ/νος θα πραγματοποιούσε τις απειλές που εκτόξευε εναντίον του κάθε φορά για να τον εξαναγκάσει να δέχεται τις ανωτέρω ασελγείς πράξεις του (θα σε σκοτώσω, θα σε κάνω “χαλκομανία”, θα σε κτυπήσω εσένα και τη μητέρα σου), και γι’ αυτό τον λόγο δεν αποκάλυψε ενωρίτερα σε κανέναν, ούτε σ’ αυτήν ούτε στα μεγαλύτερα αδέλφια του τα άνω συμβαίνοντα πραγματικά περιστατικά και τα κρατούσε μυστικά. Της είπε επίσης ότι προσπαθούσε να αποφύγει να μείνει μόνος στο σπίτι με τον πατέρα του. Ανεξαρτήτως των άνω εκμυστηρεύσεων όμως του πολιτικώς ενάγοντα προς την άνω μητέρα του κατά την ημέρα ανακοίνωσης της αποφάσεως, η οποία ανέθεσε την προσωρινή επιμέλεια του στον κατ/νο, αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αυτός(ανήλικος) είχε απομονωθεί (είχε κλειστεί στον εαυτό του) κατά το χρονικό διάστημα από την άνοιξη του 2006 μέχρι την άνω ημερομηνία ανακοίνωσης της απόφασης, γεγονός που παραδέχονται και τα αδέλφια του, αλλά είχε παρατηρήσει και η μητέρα του, η οποία όμως, πριν την αποκάλυψη των επίμαχων περιστατικών, ερμήνευε την τάση απομόνωσης που εμφάνισε ο Α. ως αποτέλεσμα της έντασης που υπήρχε στο σπίτι τους και των επεισοδίων μεταξύ αυτής και του κατηγορούμενου, που λάμβαναν χώρα σχεδόν καθημερινά. Εν συνεχεία αποδείχθηκε ότι η μητέρα του πολιτικώς ενάγοντος πανικόβλητη μετά ταύτα, μαζί με τον Α. έφυγε αυθημερόν από τη συζυγική οικία και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην κατοικία της αδελφής της Α. Ν.. Η τελευταία, που είναι παιδίατρος, επιβεβαίωσε στην κατάθεση της ότι το παιδί έφθασε στο σπίτι της σε κατάσταση μεγάλου ψυχικού άγχους, φοβισμένο και με έντονη τάση για αυτοκτονία μετά την αποκάλυψη του μυστικού του. Η γιαγιά του Χ. Ν. (του Δ.), μητέρα της μητέρας του περιγράφει χαρακτηριστικά στην κατάθεση της, πως ο Α. ήταν σε άθλια “τραγική” κατάσταση τον πρώτο καιρό που προσέφυγε με τη μητέρα τους σ’ αυτούς (στην πατρική της οικογένεια). Έκλαιγε, “τσίριζε”, “δεν το χώραγε ο τόπος”, είχε ταραγμένο ύπνο και ξυπνώντας ανακαλούσε στην μνήμη του και περιέγραφε όσα είχε υποστεί από τον πατέρα του κατά τα προεκτεθέντα και ότι μέχρις ότου τεθεί υπό ψυχιατρική παρακολούθηση ώστε να βοηθηθεί, “πέρασε φρικτά”. Άμεσα στην συνέχεια η μητέρα του ανηλίκου υπέβαλε την από 9.2.2007 αίτηση της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε την ανάκληση της άνω (1094/07) αποφάσεως και την θέση της επιμέλειας των τέκνων σ’ αυτήν, αναφέροντας τις ως άνω πράξεις του κατηγορούμενου σε βάρος του μικρού Α.. Ζήτησε επίσης την έκδοση προσωρινής διαταγής για τη μη εκτέλεση της παραπάνω αποφάσεως σε σχέση με τον τελευταίο, αίτημα που έγινε δεκτό αυθημερόν. Επί της παραπάνω αιτήσεως, που συνεκδικάσθηκε στις 3.9.2007 με την ανταίτηση του κατηγορούμενου, εκδόθηκε η 7373/07 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων). Με αυτήν, απορρίφθηκε η ανταίτηση του για ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του με τον Α., ρυθμίστηκε το δικαίωμα της επικοινωνίας της μητέρας με τα άλλα δύο παιδιά και ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια του Α. σ’ αυτή, κάνοντας δεκτή την άνω αίτηση της κατά ένα μέρος και ανακαλώντας την 1094/07 απόφαση. Τελικώς, με την 1383/08 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, κατόπιν συνεκδικάσεως αντιθέτων αγωγών του κατηγορουμένου και της συζύγου του, ανατέθηκε οριστικά η επιμέλεια του Α. στη μητέρα του και των άλλων παιδιών στον πατέρα τους. Λίγες ημέρες αργότερα (στις 23.2.2007) η μητέρα κατήγγειλε το άνω γεγονός στη Δ/νση Ασφαλείας Αττικής (τμήμα προστασίας ανηλίκων). Ταυτοχρόνως προσέφυγε στην Πανεπιστημιακή Παιδοψυχιατρική κλινική, στο νοσοκομείο ……”…”, εκδόθηκε δε και εισαγγελική παραγγελία (όχι με πρωτοβουλία του πατέρα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται) για την παιδοψυχιατρική εκτίμηση του παιδιού, το οποίο εξετάσθηκε από την Παιδοψυχίατρο Α. Σ., που εργαζόταν με την ανωτέρω ιδιότητα στο παράρτημα του άνω νοσοκομείου στο …, με τη συνδρομή και της κλινικής ψυχολόγου Γ. Π. τρεις φορές ήτοι κατά τις ημερομηνίες 24.4.2007, 2.5.2007 και 18.5.2007. Διαπιστώθηκε ότι εμφάνιζε καταθλιπτική συνδρομή (όχι παραληρηματικές εκδηλώσεις), είχε τάσεις αυτοκαταστροφής.
Επιθυμούσε να θέσει τέλος στη ζωή του “πηδώντας από το μπαλκόνι” όπως χαρακτηριστικά έλεγε, “εάν θα τον έστελναν πίσω στον πατέρα του”. Ήταν ψυχρός, απόμακρος (δεν έκανε συναισθηματική επαφή, ούτε είχε συναισθηματικές αντιδράσεις), “ερημωμένος ψυχικά… η ζωή του να είχε παγώσει σε ένα τραυματικό γεγονός” όπως ανέφερε μεταξύ άλλων στην κατάθεση της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η παραπάνω παιδοψυχίατρος Α. Σ.. Για το λόγο αυτό προτάθηκε η νοσηλεία του στην οικεία μονάδα του παραπάνω νοσοκομείου. Η υπεύθυνη της μονάδας ενδονοσοκομειακής νοσηλείας Ν. – Ε. Κ. συνάντησε το παιδί επίσης τρεις φορές. Διαπίστωσε ότι είχε στοιχεία κατάθλιψης (χωρίς να πάσχει από ιδεοληψίες), ήταν συγκροτημένο (έχοντας πλήρη επίγνωση της πραγματικότητας και των λεγομένων του) καταπονημένο όμως ψυχικά, συνεσταλμένο και κλεισμένο στον εαυτό του. Η Κ. είχε διαφορετική επιστημονική άποψη από τη συνάδελφο της Α. Σ. ως προς το εάν κινδύνευε άμεσα η ζωή του με τις ιδέες περί αυτοκτονίας που διατύπωνε. Λαμβάνοντας δε υπόψη το γεγονός ότι τότε ήταν περίοδος σχολικών εξετάσεων και κρίνοντας ότι θα μπορούσε το παιδί να παρακολουθείται ψυχιατρικά ως εξωτερικός ασθενής, επέλεξε να μην το νοσηλεύσει. Έτσι, με τη σύμφωνη γνώμη της μητέρας του, παραπέμφθηκε για ψυχοθεραπεία στον ψυχίατρο επιμελητή του ιατροπαιδαγωγικού … Δ. Γ., που ήταν και ο πλησιέστερος προς την κατοικία τους (…) ενδεδειγμένος για την περίπτωση φορέας. Ο τελευταίος είχε με τον Α. 25 συνολικά συνεδρίες (Ιούλιο 2007 ως Δεκέμβριο 2008). Το ίδιο χρονικό διάστημα τη στήριξη της μητέρας, ώστε να βοηθήσει το παιδί, είχε αναλάβει (κατόπιν εντολής του Γ.) η κοινωνική λειτουργός του Κέντρου Γ. Δ.. Κατά τις συνεδρίες με τον Α. διαπιστώθηκε ότι το παιδί απέφευγε τους συμμαθητές του, είχε διαταραγμένο ύπνο (έβλεπε συνεχώς εφιάλτες ότι τον κυνηγούσε για να το “στριμώξει” ο πατέρας του. Είχε μεγάλο θυμό μέσα του και πάθος “για να τιμωρηθεί (ο πατέρας του), για όσα ο ίδιος υπέστη” (χωρίς όμως να θέλει να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες). Τον απέρριπτε εντελώς, δεν ανέφερε το όνομα του (έλεγε “εκείνος”) και κάποια στιγμή δήλωσε ότι ήθελε να “αλλάξει όνομα”, εννοώντας το επίθετο του. Ο Α. διέκοψε την ψυχοθεραπεία με τον παιδοψυχιατρο Δ. Γ., γιατί έπαυσε να τον εμπιστεύεται “να νοιώθει ασφαλής” μαζί του, όπως κατέθεσε, όταν αυτός του ανακοίνωσε ότι επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον πατέρα του (κατηγορούμενο) και ότι ο τελευταίος τον ρώτησε “αν αναιρούσε (ο Α.) όσα είχε πει εναντίον του”. Από τον Φεβρουάριο του 2009 μέχρι και τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και μέχρι σήμερα σε πιο αραιά χρονικά διαστήματα ο πολιτικώς ενάγων (Α.) παρακολουθείται από τον παιδοψυχίατρο Α.Β.. Είναι ο γιατρός που ασχολήθηκε θεραπευτικά σε σχέση με τους υπόλοιπους το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μαζί του, έχοντας αποκτήσει σφαιρικότερη και ουσιαστικότερη αντίληψη της κατάστασης του και ο πρώτος στον οποίο ανέφερε ο Α. τα γεγονότα σε σχέση με τον πατέρα του (όπως παραπάνω περιγραφήκαν), ένα χρόνο μετά την πρώτη συνεδρία τους, αφού εδραιώθηκαν κάποιοι υγιείς μηχανισμοί, ώστε το παιδί να αντιμετωπίσει την κατάθλιψη και τις τάσεις αυτοκτονίας. Κατά τη διάρκεια των ετών αυτών ο Α. είχε επαναλαμβανόμενες (εμμονικές) συμπεριφορές (έπλενε συνέχεια τα χέρια του ή έβαζε πράγματα στη σειρά), ενέργειες που γίνονται ως ένα είδος κάθαρσης από παιδιά που έχουν κακοποιηθεί, όπως ανέφερε και ο Α. Β. στην κατάθεσή του. ‘ Αλλωστε ο ίδιος έλεγε στο θεραπευτή του ότι “καθαρίζεται, ξεπλένεται από τις σκέψεις”. Σκεφτόταν συνέχεια, γιατί να συμβεί “αυτό σ’ αυτόν” και γιατί “να έχει αυτόν πατέρα”. Τον κατηγορούμενο τον αποκαλούσε “γουρούνι” και “καθίκι”. Έτρεφε γι’ αυτόν αισθήματα οργής και μίσους, γεγονός που διαπίστωσε και ο Δ. Γ.. Διακατεχόταν από αισθήματα ντροπής, ενοχής (σιχαινόταν τον εαυτό του) και φόβου. Τα δύο πρώτα χρόνια είχε εφιάλτες ότι τον κυνηγούσε ο πατέρας του, γεγονός που διαπίστωσαν και οι λοιποί επιληφθέντες ως άνω παιδοψυχίατροι, παρόλο που δεν ασχολήθηκαν για επαρκές χρονικό διάστημα μαζί του και απέφυγαν να συζητήσουν το τι συνέβη με τον πατέρα του, γιατί δεν ήταν ενδεδειγμένη ενέργεια κατά την παιδοψυχιατρική επιστήμη, αφού πρωτίστως έπρεπε να αντιμετωπισθεί η κατάθλιψη και οι τάσεις αυτοκαταστροφής. Όταν τον ρώτησε ο ψυχοθεραπευτής του (Α.Β.) εάν παρεξήγησε τη συμπεριφορά του πατέρα του, απάντησε ότι “αν ήταν εκεί (ο γιατρός του), όταν τα γεγονότα συνέβαιναν, θα έβλεπε ότι δεν υπήρχε τίποτε για να παρεξηγήσει και ότι αν ήταν έτσι δεν θα τον απειλούσε να μην πει τίποτε”. Ρωτούσε τον ψυχοθεραπευτή του γιατί να συμβεί “αυτό” σ’ αυτόν, αφού δεν είναι κορίτσι. Κυρίως ο φόβος και η ντροπή τον “κρατούσαν” για να μην αποκαλύψει όσα υπέστη από τον πατέρα του. Δήλωσε δε ότι “αν το δικαστήριο έδινε την επιμέλεια του στη μητέρα του δεν θα αποκάλυπτε “τίποτε”. Θεωρεί ότι τα αδέλφια του, που πήραν το “μέρος” του πατέρα τους (πιέζοντας τον φορτικά κατά προτροπή του πατέρα τους, να ανακαλέσει όσα αποκάλυψε) τον έχουν “προδώσει, εγκαταλείψει”. Κατάφερε ωστόσο, (αφού χαρακτηρίζεται από το θεραπευτή του νοητικά πολύ δυνατός) και ξεπέρασα με τη βοήθεια της ψυχοθεραπείας τα στάδια της ντροπής και του μίσους και προχωρά προς το στάδιο της αποδοχής αυτού που του συνέβη. Το γεγονός ότι με τη στήριξη αυτή πέτυχε να περάσει στο Πανεπιστήμιο είναι ένα βήμα προς μία πιο φυσιολογική ζωή. Είχε όμως δύο σοβαρές υποτροπές που προκλήθηκαν από τυχαία συνάντηση με τον πατέρα του έξω από το σχολείο και με τα αδέλφια του στο λεωφορείο, συνεπεία των οποίων υποβλήθηκε και σε φαρμακευτική αγωγή. Καταθλιπτικές υποτροπές θα εμφανίζει και στο μέλλον, αλλά έχει κάνει “ένα βήμα μπροστά” κατά τον ψυχοθεραπευτή του. Ο κατηγορούμενος επιχείρησε (όπως έκανε και με τον παιδοψυχίατρο Δ. Γ.), να επικοινωνήσει και με τον νυν ψυχοθεραπευτή του Α.υ. Ο τελευταίος όμως δεοντολογικά ενεργώντας για να μη διαταραχθεί η ψυχιατρική “συμμαχία” και η εμπιστοσύνη του παιδιού προς αυτόν, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στην κλινική ψυχολόγο Α. Π. – Ρ., ώστε να επικοινωνεί μόνον διά μέσου αυτής και όχι απευθείας με τον ψυχίατρο του παιδιού. Τη βελτίωση του Α., ως απότοκη της μακροχρόνιας ψυχοθεραπείας διαπίστωσε και ο ψυχίατρος Χ. Κ., που διορίσθηκε με την 372/2010 διάταξη του 19ου Τακτική Ανακριτή (ελλείψει παιδοψυχιάτρου) κατ’ άρθρο 226 Α ΚΠΔ, προκειμένου να προετοιμάσει τον τότε ανήλικο ακόμη Α. για την εξέταση του ως μάρτυρα, που έλαβε χώρα ενώπιον της ανωτέρω ανακρίτριας στις 30.4.2010 και να παραστεί κατ` αυτήν.
Στην από 14.5.2010 έγγραφη έκθεση του, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας (αρθρ. 226Α παρ. 2 ΚΠΔ) αποφαίνεται ως προς την αντιληπτική ικανότητα του Α., αναφέροντας τα εξής: “ο ανήλικος απαντά πρόθυμα στις ερωτήσεις που του υποβάλλονται και συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία. Η αντιληπτική του ικανότητα, οι ψυχικές του λειτουργίες και η βούληση του κρίνονται απόλυτα φυσιολογικές. Δεν διαπιστούνται αντιληπτικού τύπου διαταραχές (απουσία ψευδαισθήσεων), ούτε διαταραχές στη λειτουργία της σκέψης. Πρόκειται για άτομο με επαρκέστατο δείκτη νοημοσύνης. Το συναίσθημα του είναι συμβατό με το περιεχόμενο του λόγου και χρωματίζεται ανάλογα κατά τη διάρκεια της εξέτασης. Είναι πλήρως προσανατολισμένος σε χρόνο, τόπο, πρόσωπα και δεν εμφανίζει ουδεμίας μορφής συγχυτικά φαινόμενα”. Ο κατηγορούμενος, αρνούμενος την κατηγορία ισχυρίζεται ότι αποτελεί μεθόδευση της πρώην συζύγου του σε βάρος του προκειμένου να επιτύχει να της ανατεθεί η επιμέλεια των τέκνων, να εκδικηθεί τον ίδιο λόγω της διαταραγμένης συζυγικής ζωής τους και των διαφωνιών τους, καθώς και ότι όσα ισχυρίσθηκε και καταθέτει ο Α. είναι υποβολιμαία και υπαγορεύθηκαν από τη μητέρα του. Δεν αρνείται ότι έβαζε τον Α., αλλά και τα μεγαλύτερα παιδιά, όταν αυτά ήταν στην αντίστοιχη ηλικία (προεφηβική), να του κάνουν “μασάζ” στη μέση γιατί “είχε πρόβλημα, χωρίς ωστόσο να δίδει εξήγηση, γιατί δεν απευθυνόταν σε φυσικοθεραπευτή. 0 ως άνω ισχυρισμός του είναι αβάσιμος, καθόσον κατά την πρώτη διάσπαση της έγγαμης σχέσεως το 2001 (κατά τα προεκτεθέντα) η σύζυγος του δέχθηκε να ανατεθεί σ’ αυτόν η επιμέλεια και των τριών παιδιών τους, παρότι ήσαν πολύ μικρότερα, πιστεύοντας ότι θα ήταν προς το συμφέρον τους, γιατί η ίδια είχε (τότε) την πεποίθηση ότι έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας (βλ. και από 13.4.2007 ιατρικό σημείωμα της νευρολόγου Α. Π.). Δεν αποδείχθηκε ότι πριν την αποκάλυψη από τον Α. των σε βάρος του πράξεων από τον πατέρα του (και την αίτηση για ανάκληση της 1094/07 αποφάσεως) προέβαινε η μητέρα του σε “νύξεις” και “λεκτικές επιθέσεις” στο σύζυγο της για “ύποπτη” συμπεριφορά προς τα παιδιά, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον κατηγορούμενο και τα μεγαλύτερα παιδιά (που με τις πανομοιότυπες προς την απολογία του καταθέσεις τους) επιδιώκουν να υποσκάψουν την αξιοπιστία του Α.. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι όσα αναφέρει η Χ. Ν. στην από 29.6.2006 αίτηση της για ανάθεση της επιμέλειας των τέκνων σ’ αυτή (επί της οποίας εκδόθηκε η επίμαχη 1094/07 απόφαση) περί “μασάζ” από τον Α. στη μέση του πατέρα του, (αλλά και προγενεστέρως όταν αντιδρούσε, όποτε η αίτηση αυτή υπέπιπτε στην αντίληψη της) τούτο επισημαινόταν ως περιστατικό καταναγκασμού και καταπίεσης του παιδιού και μόνον. Άλλωστε αποδείχθηκε κατά την κρίση του δικαστηρίου, ότι η τελευταία διακατέχεται από αισθήματα ενοχής, γιατί δεν αντιλήφθηκε νωρίτερα (πριν την αποκάλυψη του Α.)το τι συνέβαινε με τον πατέρα του, ώστε να μπορέσει να το σταματήσει. Δεν μπορεί δε να γίνει πιστευτό ότι μία εκπαιδευτικός θα υπέβαλε το ανήλικο παιδί της σε τόσο επώδυνη διαδικασία, καταγγέλλοντας ένα τόσο σοβαρό αδίκημα, επιδιώκοντας ένα επισφαλές (ποινικό) αποτέλεσμα, επιστρατεύοντας προς τούτο (με υποβολιμαίους ισχυρισμούς περί κακοποίησης) το γιο της, τραυματίζοντας την παιδική ψυχή, οδηγώντας τον σε ψυχοθεραπεία επί εννέα και ενδεχομένως για όλη την υπόλοιπη ζωή του, μόνο και μόνο για να “εκδικηθεί” τον πατέρα του. Εξάλλου η σαφής, συγκροτημένη, χωρίς αντιφάσεις κατάθεση του Α., ο οποίος ήδη ενηλικιώθηκε και δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ζητώντας μετ’ επιτάσεως να τιμωρηθεί ο πατέρας του για τις πράξεις που τέλεσε σε βάρος του, αρνούμενος απολύτως να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του, καταδεικνύουν σαφώς ότι κατέθεσε τα αληθή περιστατικά που θεμελιώνουν την υπό κρίση κατηγορία. Οι καταθέσεις του σχετικά με τα περιστατικά είναι οι ίδιες από την αρχή της υπόθεσης μέχρι και σήμερα, ενώπιον δηλαδή του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και επιμένει στα ίδια πραγματικά περιστατικά έκτοτε μέχρι σήμερα. Σύμφωνα δε με τις γνωματεύσεις των ιατρών που επελήφθησαν της υπόθεσης και κατέθεσαν στο δικαστήριο ο πολιτικώς ενάγων είχε απόλυτο έλεγχο της πραγματικότητας και δεν έπασχε από ιδεοληψίες, είχε επίγνωση του τι έλεγε, αυτά δε που κατήγγειλε για τον πατέρα του είχαν ομοιομορφία. Αν επομένως ήταν υποβολιμαίος ο παθών, όπως ισχυρίζεται ο κατ/νος (από την μητέρα του), γεγονός που ουδόλως κατά την κρίση του δικαστηρίου αποδείχθηκε, ούτε άλλωστε η πλειονότητα των εξετασάντων ιατρών τον ανήλικο ανέφεραν ότι παιδί στην ηλικία του παθόντος
(12 ετών) είναι συχνά υποβολιμαίο, αφού κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε παιδί μικρότερης ηλικίας κατά την γνώμη τους, (τότε αν δηλαδή ήταν υποβολιμαίος) θα υπέπιπτε σε αντιφάσεις μετά την πάροδο τόσων ετών, και δεν θα υποστήριζε με τόσο σθένος και επιμονή τα κατατεθέντα, και όταν θα είχε επέλθει ο χωρισμός των γονιών και έμενε με την μητέρα του θα είχε ηρεμήσει ψυχικά, θα ένοιωθε ασφάλεια αφού δεν θα υπήρχαν πλέον διαφωνίες στο σπίτι και τότε ασφαλώς δεν θα υπήρχε ανάγκη να παρακολουθείται ανελλιπώς έκτοτε μέχρι σήμερα από ψυχοθεραπευτή όπως συμβαίνει, διότι δεν θα χρειαζόταν τέτοια παρακολούθηση έχοντας εκλείψει ο επιτακτικός εκείνος λόγος. Την μέχρι δε σήμερα παρακολούθηση του από τον άνω αναφερθέντα ψυχοθεραπευτή δεν αρνείται ο κατ/νος, ο οποίος όμως επιμένει να ισχυρίζεται ότι η παρακολούθηση του αυτή οφείλεται στα όσα του έχει υποβάλει να πει εναντίον του η μητέρα του, από τα οποία δεν μπορεί να υπαναχωρήσει γιατί σκέπτεται τις συνέπειες. Όμως ο ισχυρισμός του αυτός δεν αποδείχθηκε και ο κατ/νος δεν έχει δώσει πειστικές εξηγήσεις μέχρι σήμερα στο δικαστήριο για το γεγονός, ότι ναι μεν όταν ο παθών ήταν ανήλικος τον έβαλε η μητέρα του να πει τα άνω πραγματικά περιστατικά εναντίον του, σήμερα όμως που είναι ενήλικας, ζει χώρια από τον πατέρα του επί οκταετία, είναι φοιτητής, γιατί συνεχίζει να επιμένει στην κατάθεση του εναντίον του (πατέρα), από την οποία αυτός πρωτίστως ζημιώνεται, αφού έχει επί σειρά ετών δικαστήρια, ψυχοφθόρα για όλους τους διαδίκους, τα οποία του προκαλούν κάθε φορά άγχος και τον αναγκάζουν να παρακολουθείται ιατρικά, ενώ αν σταματούσε θα είχε απαλλαγεί από όλη αυτή την στρεσογόνα διαρκή κατάσταση με τις ανυπολόγιστες για την ψυχική του υγεία συνέπειες. Αναφορικά με την μάρτυρα υπεράσπισης Π. – Ρ. αποδείχθηκε ότι η συγκεκριμένη, από μεσολαβητής μεταξύ του κατηγορούμενου και της ψυχιατρικής συμμαχίας του Α.υ με τον ψυχίατρο του Α. Β., όπως ορίσθηκε από τον τελευταίο, μεταβλήθηκε σε τεχνικό σύμβουλο του κατηγορούμενου και μάρτυρα υπεράσπισης. Τα αναφερόμενα δε στην κατάθεση της τόσον ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όσο και του παρόντος, ότι δεν διαπίστωσε στον κατηγορούμενο παρεκκλίνουσα συμπεριφορά και ότι ο Α., τον οποίο ας σημειωθεί ότι ουδέποτε συνάντησε, δεν κακοποιήθηκε σεξουαλικά, αλλά είναι θύμα του συγκρουσιακού διαζυγίου των γονιών του και υποβολιμαίος, υπερβαίνουν προδήλως τα όρια των αρμοδιοτήτων της ως ψυχολόγου, αφού κατά νόμο πρόκειται για παραϊατρική επιστήμονα (όπως π.χ. είναι οι φυσικοθεραπευτές παρά τους χειρουργούς και τους ορθοπεδικούς ιατρούς), που ενεργεί πάντοτε υπό την καθοδήγηση ψυχιάτρου, έχει ρόλο καθαρά υποστηρικτικό και δεν δικαιούται να θέτει τέτοιου είδους διαγνώσεις, οι οποίες ανήκουν αποκλειστικά στο πεδίο των ψυχιάτρων – ψυχοθεραπευτών. Ανεξαρτήτως όμως των άνω η κρίση της ότι ο Α. δεν κακοποιήθηκε σεξουαλικά δεν κρίνεται πειστική, αφού αυτή δεν ήρθε ποτέ σε επαφή με αυτόν, και όσα γνωρίζει τα γνωρίζει εκ των λεγομένων κατά την επαφή της με τον κατ/νο και συνεπώς η κατάθεση της δεν μπορεί να πείσει περί του αντιθέτου, ότι δηλαδή δεν έλαβαν χώρα οι καταγγελλόμενες εις βάρος του ανηλίκου τότε πολιτικώς ενάγοντα ασελγείς πράξεις, αφού οι πληροφορίες της αντλούνται από το περιβάλλον του κατ/νου. Όσον αφορά επίσης τους υπόλοιπους μάρτυρες υπεράσπισης, τόσον αυτούς που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσο και ενώπιον του παρόντος (και δη την μάρτυρα υπεράσπισης και κουμπάρα του κατ/νου, νονά του πολιτικώς ενάγοντος) αυτοί επικεντρώθηκαν στις καταθέσεις τους, κυρίως στις διενέξεις του κατηγορούμενου με την πρώην σύζυγο του Χ. Ν., χωρίς να έχουν έλθει σε επαφή με τον παθόντα Α. και ουδέν εισέφεραν στη διαλεύκανση της αλήθειας. Την κρίση όμως του δικαστηρίου περί της αλήθειας των καταγγελλομένων από τον πολιτικώς ενάγοντα πραγματικών περιστατικών δεν μπορούν να κλονίσουν ούτε οι περί του αντιθέτου καταθέσεις των δύο μεγαλύτερων παιδιών του κατ/voυ Δ. και Ι. Σ., καθόσον πέραν του ότι είναι πανομοιότυπες μεταξύ τους, αποτελούν πιστά αντίγραφα της απολογίας του κατηγορούμενου πατέρα τους, επαναλαμβάνοντας κατά λέξη τους άνω ισχυρισμούς του (περί εκδικητικότητας της μητέρας τους, την οποία εμφανίζουν (αντιφατικά) αφενός ως ιδιαίτερα βίαιη, σκληρή αλλά και αδιάφορη απέναντι τους, αφετέρου ως υπερπροστατευτική και ότι υπέβαλε τον αδελφό τους), διότι το δικαστήριο κρίνει ότι δόθησαν με αποκλειστικό σκοπό να βοηθήσουν τον πατέρα τους και όχι για να διαλευκανθεί η άνω αλήθεια της υπόθεσης. Ωστόσο παραδέχονται ότι και αυτοί έκαναν “μασάζ” στον πατέρα τους όταν ήταν στην αντίστοιχη με τον Α. ηλικία (επιβεβαιώνοντας όσα ο ίδιος κατέθεσε), “όχι κανονικό μασάζ, αλλά χάδια χαλαρωτικό μασάζ, γιατί ήθελε
(ο πατέρας) παιδικά χεράκια” όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Δ. Σ. στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διαψεύδοντας στο σημείο τούτο τον κατηγορούμενο, που δήλωσε ότι του έκαναν “μασάζ” γιατί είχε “πρόβλημα με τη μέση του”. Επίσης ο κατ/νος σχετικά με το μασάζ αυτό που απαιτούσε από τα παιδιά του, δήθεν για να του περάσουν οι πόνοι στη μέση, δεν έδωσε πειστικές εξηγήσεις για ποιο λόγο, εφόσον είχε πρόβλημα στη μέση του και με δεδομένο ότι τα παιδιά με τα μαλακά χεράκια τους απλώς τον χάιδευαν, δεν απευθύνθηκε σε ειδικό για το μασάζ στη μέση του ή έστω στην γυναίκα του, η οποία σαφώς θα ασκούσε κάποια δύναμη και δεν θα περιοριζόταν σε χάιδεμα μόνο για να τον ανακουφίσει από τους πόνους. Και αν δεν έδωσε σαφή εξήγηση ο κατ/νος γι’ αυτό, η εξήγηση για το δικαστήριο είναι ότι αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο κατ/νος με το πρόσχημα της μέσης του ανάγκαζε τον πολιτικώς ενάγοντα που ήταν δώδεκα μόλις ετών τότε, να προβαίνει στις άνω αναφερθείσες και αποδειχθείσες ασελγείς πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού από πρόθεση, απειλώντας τον μάλιστα να μην πει σε κανένα τίποτα γιατί σε ενάντια περίπτωση “θα τον λιάνιζε, θα τον εξαφάνιζε”. Ήτοι αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο κατ/νος από τον Μάρτιο του 2006 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2007 στην οικία του στη ….-Αττικής, επί της οδού …, όπου κατοικούσε με τη σύζυγο του τότε και τα τρία άρρενα τέκνα τους, εκμεταλλευόμενος την προσωρινή εκάστοτε απουσία της συζύγου του και των δύο μεγαλυτέρων υιών του από το σπίτι, εξανάγκαζε τον ανήλικο γιό του Α. (πολιτικώς ενάγοντα), όταν τον έβρισκε μόνο, ο οποίος τότε γεννηθείς στις 28- 9-1994 ήταν 12 ετών, είχε δηλαδή συμπληρώσει το 10° έτος της ηλικίας του όχι όμως και το 13°, και σε χρόνους που δεν εξακριβώθηκαν (μέσα πάντως στο άνω χρονικό διάστημα) περί τις 30 φορές να του κάνει μαλάξεις (μασάζ) στα γεννητικά του όργανα (κατ/νου), καθώς και ο ίδιος (κατ/νος) θώπευε τον ανήλικο υιό του στα οπίσθια και στα γεννητικά του όργανα και επίσης ακουμπούσε το γεννητικό του όργανο στα οπίσθια του ανηλίκου, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο με τις κατ’ επανάληψη ασελγείς του πράξεις φερόμενες κατά του ανηλίκου να διεγείρεται και να ικανοποιείται η γενετήσια ορμή και επιθυμία του. Πρέπει συνεπώς ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος ως και πρωτοδίκως κατά πλειοψηφία, απορριπτόμενων των περί του εναντίου ισχυρισμών του ως αβασίμων ουσιαστικώς.
Ακολούθως κήρυξε κατά πλειοψηφία, τον κατηγορούμενο ένοχο, του ότι: “Στov κατωτέρω τόπο και χρόνο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού, ενήργησε, με πρόθεση, ασελγείς πράξεις με πρόσωπο νεώτερο των 15 ετών, το οποίο είχε μεν συμπληρώσει τα δέκα (10) όχι όμως και τα δεκατρία (13) έτη. Συγκεκριμένα, κατά το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του 2006 έως το Φεβρουάριο του 2007, οπού κατοικούσε με τη σύζυγο του και τα τρία άρρενα τέκνα του, εκμεταλλευόμενος την απουσία της συζύγου του και των δύο μεγαλύτερων γιων του από το σπίτι, όπου βρισκόταν μόνο ο ανήλικος γιος του Α.,
ο οποίος γεννηθείς στις 28-9-1994 είχε συμπληρώσει τα 10 όχι όμως και τα 13 έτη, σε χρόνους που δεν εξακριβώθηκαν και πάντως περί τις τριάντα (30) φορές κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, τον θώπευε στα οπίσθια και στα γεννητικά του όργανα, και ακουμπούσε το γεννητικό του όργανο στα οπίσθια του, ζητώντας του ταυτόχρονα να τον χαϊδεύει και να του κάνει μαλάξεις (μασάζ) στα γεννητικά του όργανα, επιδιώκοντας με τις ανωτέρω πράξεις τη διέγερση και την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του”. Με αυτά που εδέχθη το άνω δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αποπλανήσεως παιδιού κατ’ εξακολούθηση (αρθρ. 339 §1 εδ.β’ Π.Κ.), για το οποίο και κατεδικάσθη ο αναιρεσείων ως και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26§1, 27, 84 παρ.2α,ε, 98 και 339§1 εδ.β’ Π.Κ., τις οποίες ορθώς εφήρμοσε χωρίς ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου να τις παραβιάσει με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει ούτω την απόφαση του νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, η απόφαση αναφέρει τις κατ’ εξακολούθηση ασελγείς πράξεις του δράστου που προσέβαλαν σοβαρώς την αγνότητα της παιδικής ηλικίας [12 ετών] του παθόντος υιού του, πράξεις οι οποίες έτειναν εις την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του δράστου ήτοι πράξεις με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα και οι οποίες προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος, δεν πρόκειται δε περί απλών ασελγών χειρονομιών ήσσονος σημασίας, ώστε να κριθούν ως προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας κατ’ άρθρο 337 ΠΚ, όπως αβασίμως αιτιάται ο αναιρεσείων.
Συνεπώς, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 339§1 εδ.α’ Π.Κ. είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329,331,333 παρ.2,364 και 369 του ΚΠοινΔ , προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεως του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ’ του ίδιου Κωδικός, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι ο κατηγορούμενος αποστερείται του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτό αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα.
Στη προκειμένη περίπτωση, το ως άνω δικαστήριο μνημονεύει, όπως αναφέρθηκε, στο σκεπτικό, μεταξύ άλλων ειδικώς, 1) τις με αριθμούς 1052/2001 και 1094/2007 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 2] τις από 29.6.2006 και 9-2-2007 αιτήσεις της Χ. Ν. στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης ως άνω αποφάσεως, τα έγγραφα αυτά δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα των εγγράφων που φέρονται ότι αναγνώσθηκαν στο δευτεροβάθμιο ή έστω στο πρωτοβάθμιο, δικαστήριο. Πλην όμως,1]με την με αριθμό 1052/2001 ως άνω απόφαση [ασφαλιστικών μέτρων διατάχθηκε η μετοίκηση της Χ.Ν. και η προσωρινή ανάθεση της επιμέλειας των τριών τέκνων των διαδίκων στον ήδη αναιρεσείοντα, 2] με την με αριθμό 1094/2007 ως άνω απόφαση [ασφαλιστικών μέτρων] ανατέθηκε [εκ νέου] προσωρινά στον ήδη αναιρεσείοντα η επιμέλεια των ως άνω τριών τέκνων, 3]με την από 29-6-2006 αίτηση της Χ.Ν. ζητήθηκε η προσωρινή ανάθεση της επιμέλειας των ως άνω τέκνων, 4]με την από 9-2-2007 αίτηση της Χ.Ν. ζητήθηκε η ανάκληση της προαναφερθείσης αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων και η ανάθεση της επιμέλειας των τέκνων σε αυτήν.
Συνεπώς, η αναφορά των εγγράφων αυτών στο σκεπτικό γίνεται διηγηματικώς και όχι για να στηρίξει την κρίση του δικαστηρίου περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, τα έγγραφα αυτά παραδεκτώς λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από τη λήψη υπόψη των ως άνω εγγράφων χωρίς αυτά να αναγνωσθούν, είναι αβάσιμος.
Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος [άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-9-2015 αίτηση του Σ. Σ. του Δ., για αναίρεση της με αριθμό 3887α/2014,101,344/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, εκ πεντακοσίων [500] Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιανουαρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Ιανουαρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ