ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Ιωάννα Ψώνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαργαρίτα Νικάκη-
Εισηγήτρια και Σοφία Καραγιάννη, Εφέτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ στο ειδικό δωμάτιο των διασκέψεων, στις 30 Οκτωβρίου 2019, χωρίς την παρουσία Εισαγγελέα. Στη συνεδρίαση παραστάθηκε και ο Γραμματέας Μιχαήλ Θεολόγου. (άρθρα 30 παρ. 2, 138 παρ. 1, 316 παρ. 2 του ΚΠΔ, όπως κυρώθηκε με το Ν.4620/Φ.Ε.Κ. Α΄96/11-6-2019, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-7-2019).
Ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης Ηλίας Σεφερίδης, υπέβαλε προς το Συμβούλιο, στις 18-10-
2019, την με αριθμό ../18-7-2019 έφεση του ………….., κατοίκου Οικισμού ……. – Θεσσαλονίκης, κατά του υπ΄ αριθ. 33/2019 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Γιαννιτσών, με την έγγραφη πρότασή του 604/2019, η οποία έχει ως εξής: «ΑΡΙΘΜΟΣ 604. ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.
Εισάγω ενώπιον του Συμβουλίου σας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32, 138 παρ. 1,2, 270 παρ. 1, 308 παρ. 1, 4, 310 παρ. 1 περ. ε, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1, 318 και 319 παρ. 1, 3 του ΚΠΔ όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση εν συνόλω του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με τον νόμο 4620/2019 την προκείμενη με αρίθμ 59/18/7/2019 έφεση του ………………………………….. και της ……….. υπαλλήλου καθαριότητας του Δήμου Θεσσαλονίκης κατοίκου Θεσσαλονίκης οδός ……. οικισμού ……………………….., η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης (άρθρο 474 παρ. 1,4 του ΚΠΔ κατά του αρίθμ 33/2019 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Γιαννιτσών, διά του οποίου παραπέμφθηκε αυτός (εκκαλών) ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, που θα οριστεί από τον Εισαγγελέα Εφετών σε ένα από τα Δικαστήρια της περιφέρειας του Εφετείου για την πράξη της αποπλάνησης ανηλίκου κάτω των 12 ετών κατ εξακολούθηση (άρθρο 339 παρ. 1 α και 98 παρ. 1 του ΠΚ) όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με τις διατάξεις του νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019). Η ποινική δίωξη κινήθηκε μετά την από 5/6/2018 υποβολή μηνυτήριας αναφοράς της ……………………..
του ……… για αποπλάνηση της ανήλικης θυγατέρας της ……. του … γεννημένης στις 11/3/2011 στα ………. Πέλλης. Διά της ανωτέρω μηνυτηρίου αναφοράς καταγγέλλεται ο εκκαλών κατηγορούμενος γιατί κατά την διάρκεια από τα μέσα του έτους 2015 μέχρι τις ημέρες των Χριστουγέννων του 2017 χωρίς να έχουν διακριβωθεί οι ακριβείς ημερομηνίες ενεργούσε ασελγείς πράξεις με την ………… στα Γιαννιτσά Πέλλης και στην Θεσσαλονίκη στην οικία της συντρόφου του ………., που ήταν η νονά της ανήλικης και στην οικία της οποίας πολλές φορές διέμενε η ανήλικη. Στην Θεσσαλονίκη μετά την μετακόμιση του ζεύγους μια μέρα των Χριστουγέννων του έτους 2017 διανυκτέρευσε η ανήλικη. Ολες τις φορές είτε στα Γιαννιτσά είτε στην Θεσσαλονίκη ο κατηγορούμενος με το πρόσχημα του παιγνιδιού απομακρυνόταν με την ανήλικη σε παρακείμενο δωμάτιο, με το οποίο είτε η σύντροφος του είτε τα μέλη της οικογενείας της ανήλικης δεν είχαν οπτική επαφή, αυτός κατέβαζε το παντελόνι και εσώρουχο του και τοποθετούσε το χέρι της ανήλικης στο γενετικό του όργανο χωρίς να της απευθύνει τον λόγο προέτρεπε την ανήλικη να πιάσει το γενετικό του μόριο είτε με το ένα χέρι είτε και με τα δύο πραγματοποιώντας κινήσεις μέχρι του σημείου της στύσης χωρίς εκσπερμάτωση ικανοποιώντας έτσι την γενετήσια επιθυμία του. Το πέρας της ανακρίσεως γνωστοποιήθηκε στον κατηγορούμενο με το από 14/3/2019 αποδεικτικό γνωστοποίησης πέρατος ανακρίσεως στον κατηγορούμενο. Στον κατηγορούμενο μετά την απολογία του με την αρίθμ 8/2019 διάταξη του Ανακριτή Πλημμελειοδικών Γιαννιτσών επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι α) της εμφανίσεως του κατηγορουμένου την 1η και 15η εκάστου μηνός στο ΤΑ του τόπου της κατοικίας του,
β) της απαγόρευσης εξόδου του από την χώρα και γ) της απαγορεύσεως προσεγγίσεως της ανήλικης … σε απόσταση 100 μέτρων. Κατόπιν των ανωτέρω εκθέτω τα παρακάτω.
Από την διάταξη του άρθρου 478 του ΚΠΔ όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 του νόμου 3904/2010 και τελικά τροποποιήθηκε με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν 4620/2019) έφεση κατά βουλεύματος ασκείται μόνο για κακούργημα και στις περιπτώσεις που ρητά και περιοριστικά αναφέρονται σ` αυτήν α) για λόγους απόλυτης ακυρότητας και β)για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Στην περίπτωση που ασκηθεί το ένδικο μέσο της εφέσεως στηριζόμενο σε άλλους πλην των ανωτέρω λόγους, (εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών) αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από τις διατάξεις των άρθρων 462,463 και 478 του ΚΠΔ συνάγεται πως το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου
της έφεσης κατά βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών παρέχεται στον κατηγορούμενο μόνον όταν αυτός παραπέμπεται για κακούργημα και στις περιοριστικά στον νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις. Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει πως οι δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Προς του το εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει μεταξύ άλλων καιόταν το δικαστικό συμβούλιο προσδίδει σε ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει. Ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ποινικού νόμου υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο υπήγαγε εσφαλμένα στον νόμο τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ως αληθινά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη (Ολ.ΑΠ 2/2002 Ποιν. Χρον 2002 σελ 689, ΑΠ 510/2002 Ποιν. Χρον 2003 σελ 24, ΑΠ 1/2010, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 4/2010, ΑΠ 9/2010, ΑΠ 81/2010 ΑΠ 24/2010 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).
Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν αποδίδει έννοια διαφορετική σε ουσιαστική ποινική διάταξη από εκείνη, που πράγματι έχει. Συνιστά εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικού ποινικού νόμου, η παραδοχή πως στο έγκλημα της αποπλανήσεως οι ασελγείς χειρονομίες ερμηνεύτηκαν ως ασελγείς πράξεις. (ΑΠ 1231/2011, ΑΠ 267/2013, ΑΠ 225/2015, ΑΠ 116/2017, ΑΠ 147/2017, ΑΠ 94/2017, ΑΠ 96/2017, ΑΠ 69/2017 ΑΠ 1790/2017, ΑΠ 841/2018, ΑΠ 72/2019, ΑΠ 121/2019 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).
Ο εκκαλών στο εφετήριο του επικαλείται λόγο απόλυτης ακυρότητας κατά την διάταξη του άρθρου 171 εδαφ δ του ΚΠΔ που αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και συγκεκριμένα για τον λόγο ότι δεν γνωστοποιήθηκαν στον κατηγορούμενο τα στοιχεία των πραγματογνωμόνων για την δυνατότητα διορισμού τεχνικών συμβούλων (άρθρο 204 του ΚΠΔ) στερώντας έτσι το δικαίωμα δι` αυτών να αντιτάξει τους ισχυρισμούς του. Συγκεκριμένα ενώ ορίστηκαν παιδοψυχίατροι προς διάγνωση της ψυχοδυναμικής και αντιληπτικής κατάστασης της ανήλικης, για το αν αυτή είναι σε θέση να καταθέσει ως μάρτυρας, δεν γνωστοποιήθηκαν τα στοιχεία αυτών (πραγματογνωμόνων) για να ορίσει ο κατηγορούμενος τους τεχνικούς του συμβούλους αντιτάσσοντας τους ισχυρισμούς του.
- Κατά την διάταξη του άρθρου 227 παρ. 1, 2 του ΚΠΔ όπως ισχύει μετά την τροποποίηση
με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζεται ότι: «Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παρ. 4, 324, 336, 337 παρ. 3, 338, 339, 342, 343, 345, 348, 348Α, 348Β, 348Γ, 349, 351 Α ΠΚ, καθώς και στα άρθρα 29 παρ. 5 και 6 και 30 του ν. 4251/2014, διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, ειδικά εκπαιδευμένος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, που υπηρετεί στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων ή που περιλαμβάνεται στον πίνακα πραγματογνωμόνων, όπου αυτά δεν λειτουργούν. Η εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος διενεργείται υποχρεωτικά στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων της Εφετειακής Περιφέρειας ή, όπου αυτά δεν λειτουργούν, σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους και προσαρμοσμένους για το σκοπό αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων.
- Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και με τους τυχόν διορισμένους τεχνικούς συμβούλους του κατηγορουμένου, μη εφαρμοζομένου κατά τα λοιπά του άρθρου 207 ως προς το θέμα της προσωπικής επαφής αυτών με τον ανήλικο. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και διατυπώνει τις διαπιστώσεις του σε γραπτή έκθεση, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς διά του παρισταμένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου. Κατά την εξέταση ο ανήλικος μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, εκτός αν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφασή του για σπουδαίο λόγο, ιδίως, σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη……».
- Η νεοπαγής διάταξη του άρθρου 226 Α του ΚΠΔ (βλ. ν 4478/2017) η οποία τροποποιήθηκε με την ισχύ του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019) και αριθμήθηκε ως αρθρο 227 του ΚΠΔ, η οποία ήταν επιτακτική λόγω της αύξησης τα τελευταία έτη της εγκληματικότητας κατά ανηλίκων με εγκλήματα προσβολής της προσωπικής και της γενετήσιας ελευθερίας αυτών.
- Η εξέταση των ανηλίκων στο ακροατήριο και η εμφάνιση αυτών ενώπιον του ακροατηρίου και του περιβάλλοντος των δικαστηρίων βλάπτει σοβαρά τον ψυχισμό του ανηλίκου και εμποδίζει και την αποκάλυψη της αλήθειας λόγω της ιδιαίτερης φυσικοκινητικής οντότητας του ανηλίκου. Τα αποτελέσματα της εξέτασης ανηλίκων στο ακροατήριο ή στον Ανακριτή ή στους Προανακριτικούς υπαλλήλους είναι επισφαλής λόγω της ψυχοκοινωνικής κατάστασης του ανηλίκου, που επηρεαζόταν και από εξωγενείς παράγοντες και από την αμέσως προηγούμενη υποστάσα βίαιη σε βάρος του ενέργεια οποιασδήποτε φύσεως. Αμεση ανάγκη προέκυπτε της παροχής βοηθείας στις δικαστικές αρχές ειδικών επιστημόνων, που δεν ήταν δυνατόν να ζητηθεί από τις δικαστικές αρχές, αφού δεν υπήρχε μέχρι τότε σχετική νομοθετική πρόβλεψη. Με την προμνημονευόμενη διάταξη για την εξέταση του ανηλίκου απαιτείται η συνδρομή ειδικών επιστημόνων π.χ παιδοψυχολόγων ή παιδοψυχιάτρων και σε περίπτωση έλλειψης αυτών (σε κάποιες περιοχές της χώρας) ψυχολόγων ή ψυχιάτρων. Οι οποίοι αναλαμβάνουν να εκτιμήσουν την αντιληπτική κατάσταση του ανηλίκου, τον βαθμό της ψυχοκοινωνικής του ωριμότητας και την ψυχολογική του κατάσταση. Οι ανωτέρω κατά την εξέταση του ανηλίκου συντάσσουν γραπτή έκθεση, την οποία υποβάλλουν στον παραγγείλαντα την εξέταση του ανηλίκου και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δικογραφίας. Για την ψυχική τόνωση του ανηλίκου και κατάθεση εκ μέρους του της αλήθειας και αποφυγής μυθοπλασιών λόγω της προσβολής που επέφερε σ΄αυτόν η σε βάρος τελεσθείσα πράξη παρίσταται μαζί του κατά την εξέταση του ο παιδοψυχίατρος ή παιδοψυχολόγος. Ο ανήλικος μπορεί να συνοδεύεται και από τον νόμιμο εκπρόσωπο του, με τον οποίο συνδέεται συναισθηματικά και η παρουσία του μπορεί να τονώσει αυτόν και αποφευχθούν φοβικά σύνδρομα σε βάρος αυτού. Ο Ανακριτής μπορεί όμως να απαγορεύσει την παρουσία του νομίμου εκπροσώπου του ανηλίκου με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του, εφόσον αυτός (νόμιμος εκπρόσωπος του ανηλίκου) έχει ανάμειξη στην ερευνώμενη πράξη ή υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αυτού και του ανηλίκου. Στην περίπτωση αυτή μάλιστα η παρουσία του νομίμου εκπροσώπου του ανηλίκου κατά την εξέταση του θα δημιουργήσει στον ανήλικο φοβικά σύνδρομα και θα συντελέσει ή στην έκθεση μυθοπλασιών ή στην άρνηση της αλήθειας. Η απαρίθμηση των εγκλημάτων στην παράγραφο 1 της παραπάνω διατάξεως (άρθρο 227 του ΚΠΔ) είναι περιοριστική και υπάγονται σ΄αυτήν εγκλήματα που προσβάλουν την προσωπική και γενετήσια ελευθερία του ανηλίκου. Προς τούτο για την εξέταση του ανηλίκου κατά την προδικασία ζητείται η συνδρομή των ειδικών παιδοψυχολόγων και παιδοψυχιάτρων. Ο ειδικός επιστήμονας ερχόμενος σε επικοινωνία με τον ανήλικο θύμα ενός ή περισσοτέρων των ανωτέρω αναφερομένων εγκλημάτων
(βλ. παράγραφο 1 του άρθρου 227 του ΚΠΔ) αξιολογεί την αντιληπτική και ψυχική ικανότητα αυτού και αν τα δηλωθέντα είναι αληθή ή αποτελούν αποκυήματα της φαντασίας αυτού. Μετά την εξέταση του ανηλίκου και τον σχηματισμό γνώμης για την ψυχοδιανοητική κατάσταση του ανηλίκου, αυτός εγγράφει σχετική έκθεση, την οποία υποβάλλει στην παραγγείλασα δικαστική αρχή και επισυνάπτεται στην σχετική δικογραφία και αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο αυτής. (βλ. σχετ και Αιτιολ. έκθεση και Προαιρετικό Πρωτόκολλο για τα δικαιώματα του παιδιού). Οι διατάξεις περί τεχνικού συμβούλου (άρθρα 207 του ΚΠΔ) δεν εφαρμόζονται στην προκείμενη περίπτωση. Ο τυχόν διορισμένος τεχνικός σύμβουλος εκ μέρους του κατηγορουμένου δεν έχει δικαίωμα να έλθει σε επαφή με τον ανήλικο, καθώς και να ζητήσει οιαδήποτε πληροφορία για τον ανήλικο από τον ειδικό επιστήμονα. Το προϊόν άλλωστε της πραγματογνωμοσύνης κατά την διάταξη του άρθρου 198 του ΚΠΔ όπως ισχύει χαρακτηρίζεται ως γνωμοδότηση, ενώ κατά την διάταξη του άρθρου 227 του ΚΠΔ αναφέρεται ως έκθεση. Στην γνωμοδότηση ο πραγματογνώμων δύναται εκτός των αναφερομένων ζητημάτων να προβεί και σε περαιτέρω έρευνα προς διάγνωση της αλήθειας. Ενώ στην έκθεση ο πραγματογνώμων έχει υποχρέωση να απαντήσει μόνο στο ζήτημα της αντιληπτικής ικανότητας του ανηλίκου και να προετοιμάσει αυτόν (ανήλικο να εξεταστεί από τους προανακριτικούς υπαλλήλους ή Εισαγγελέα ή από τον Ανακριτή ή από το Δικαστήριο με την παρουσία πάντα των ειδικών επιστημόνων. Εκ της διατάξεως του άρθρου 227 του ΚΠΔ δεν συνάγεται και υποχρεωτικότητα γνωστοποίησης των ονομάτων των πραγματογνωμόνων στον κατηγορούμενο, για να δυνηθεί αυτός στην συνέχεια να διορίσει τεχνικό σύμβουλο. Η διάταξη αναφέρει πως στην περίπτωση που ήδη έχουν διοριστεί τέτοιοι δύναται ο ειδικός επιστήμονας (παιδοψυχίατρος ή παιδοψυχολόγος) να συνεργαστεί μ` αυτόν, προς συγκέντρωση στοιχείων που αφορούν τον ανήλικο. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί πως ενώ ο διορισθείς πραγματογνώμων παιδοψυχίατρος ή παιδοψυχολόγος δύναται να λάβει στοιχεία για την αντιληπτική ικανότητα του ανηλίκου από τους διορισθέντες τεχνικούς συμβούλους από τον κατηγορούμενο, δεν έχει δικαίωμα όμως ο τεχνικός σύμβουλος να λάβει στοιχεία της αντιληπτικής ικανότητος και ψυχολογικής κατάστασης του ανηλίκου από τον ειδικό επιστήμονα. Η ανωτέρω εξέταση των ανηλίκων συντελείται μόνο για την προετοιμασία αυτού να καταθέσει για τα συμβάντα σε βάρος του. Η ανωτέρω διάταξη συνιστά ειδική διαδικασία εξέτασης μαρτύρων για την αντιληπτική κατάσταση αυτού. Συνεπώς δεν υφίσταται υποχρέωση των προανακριτικών υπαλλήλων ή του ανακριτή ή του Δικαστηρίου να γνωστοποιήσει στον κατηγορούμενο τα ονόματα των πραγματογνωμόνων προς διορισμό τεχνικών συμβούλων. (ΑΠ 1244/2012, ΣυμβΕφΚρ 113/2015, ΣυμβΕφΔωδ. 8/2014 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νομος). Ο προανακριτικός υπάλληλος ή ο Ανακριτής, ο εισαγγελέας ή το Δικαστήριο δεν απαιτείται να γνωστοποιήσουν κατά συνέπεια τον διορισμό του ειδικού επιστήμονα π.χ παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου για την διαπίστωση της αντιληπτικής και ψυχικής ικανότητας του ανηλίκου στον κατηγορούμενο. Η κατάθεση του ανηλίκου πάντοτε γίνεται γραπτώς και σε περίπτωση υπάρξεως σχετικής δυνατότητας αυτή καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Ο Νομοθέτης θέτει προαιρετική την δυνατότητα αυτή, προφανώς γιατί γνώριζε πως ουσιαστικά τέτοια δυνατότητα δεν υφίσταται στα Ελληνικά Δικαστήρια δηλ να μπορέσουν να αποτυπώσουν κατά την λήψη γραπτής καταθέσεως του ανηλίκου και με ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Σε περίπτωση ύπαρξης τέτοιας δυνατότητας, αυτή θα μπορούσε να υποκαταστήσει την εμφάνιση του στο ακροατήριο. Η αποφυγή εμφάνισης του ανηλίκου στο ακροατήριο θα συντελούσε και στην αποφυγή της περαιτέρω διαταραχής της ψυχολογικής του κατάστασης και ψυχικού του τραυματισμού και συναισθηματικής του διαταραχής. (βλ και παράγραφο 3 και 4 του άρθρου 227 του ΚΠΔ) Ο παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος προετοιμάζουν τον ανήλικο για την επακολουθούμενη εξέταση του από τις δικαστικές αρχές. Για την διάγνωση της αληθείας και της πραγματικής ψυχοκοινωνικής ωριμότητας και αντιληπτικής ικανότητας του ανηλίκου ο ειδικός επιστήμονας χρησιμοποιεί επιστημονικές μεθόδους. (test κλπ) Σε περίπτωση που ο ανήλικος κατά τον χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως του έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως στο δικαστήριο υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα του. Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει πως δεν υφίσταται υποχρέωση των προανακριτικών υπαλλήλων, του εισαγγελέα, του ανακριτή ή του Δικαστηρίου να γνωστοποιήσουν τον διορισμό των πραγματογνωμόνων παιδοψυχιάτρων ή παιδοψυχολόγων στον κατηγορούμενο για να δυνηθεί στην συνέχεια και αυτός να διορίσει τεχνικούς συμβούλους. Αφού η διαδικασία προετοίμασης των ανηλίκων μαρτύρων είναι ειδική και έχει σχέση μονο για την προετοιμασία των ανηλίκων να καταθέσουν για την διάγνωση της αντιληπτικής κατάστασης αυτών.
Τέλος Κατά την διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 α του ΠΚ όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του νέου Ποινικού Κώδικα (ν 4619/2019) «Όποιος ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα με το άρθρο 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη,…..». Η διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 είναι επιεικέστερη έναντι της προισχύουσας διατάξεως του άρθρου 339 του ΠΚ λόγω του ότι ενώ στην νέα διάταξη του άρθρου 339 προβλέπεται ποινή καθείρξεως, που σημαίνει η προβλεπόμενη ποινή μπορεί να κυμανθεί από 5έτη έως 15 έτη, στην προϊσχύουσα διάταξη προβλεπόταν ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών. Ως γενετήσια πράξη κατά την ανωτέρω διάταξη νοείται όχι μόνο η συνουσία ή παρά φύση ασέλγεια, αλλά και κάθε άλλη πράξη που ανάγεται στην γενετήσια σφαίρα και αντικειμενικά προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών και υποκειμενικά κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή την διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη. Ο δράστης πρέπει να γνωρίζει την ανηλικότητα του παθόντα, πως δηλαδή αυτός δεν συμπλήρωσε το δέκατο πέμπτο (15) έτος της ηλικίας του ή να αδιαφορεί γι` αυτήν. Για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ο δράστης πρέπει να ενεργεί ή να παραπλανά πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε το 15 έτος της ηλικίας του με λόγο, υποσχέσεις ή χορηγίες στο να ενεργήσει ή να υποστεί ασελγείς πράξεις. Η πράξη της αποπλανήσεως τιμωρείται αυστηρότερα όταν ο ανήλικος έχει ηλικία κάτω των 12 ετών. Το έννομο αγαθό που προσβάλλεται με το έγκλημα της αποπλάνησης ανηλίκου παιδιού είναι της ανηλικότητας, η οποία έχει αναχθεί σε έννομο αγαθό, προστατεύεται δηλαδή η αγνότητα της νεανικής ηλικίας, η οποία είναι αδύναμη να αυτοπροστατευτεί. Το έγκλημα της αποπλάνησης στοιχειοθετείται όχι μόνο με την επιχείρηση της συνουσίας ή της παρά φύση ασέλγειας αλλά και με κάθε ασελγή πράξη, εναγκαλισμό του ανηλίκου, ασπασμό αυτού στην στοματική περιοχή ή με θωπείες στην γενετική περιοχή ή σε άλλα απόκρυφα μέρη του σώματος αυτού, (ανηλίκου) όταν συντελούνται με σκοπό την ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας ή την διέγερση αυτής. (βλ. ΑΠ 282/2002 Ποιν/νη 2002 σελ. 791, ΑΠ 981/2002 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2002 σελ 1105, ΑΠ 380/2009,
ΑΠ 560/2010, ΑΠ 266/2010, ΑΠ 762/2013, ΑΠ 722/2013, ΑΠ 63/2013, ΑΠ 735/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ, Αγγελου Μπουρόπουλου Ερμ Ποιν. Κωδικα τομ. Β σελ 585 επ.). Ο δράστης του ανωτέρω εγκλήματος προσβάλλει εκτός της αγνότητας της νεανικής ηλικίας και την ομαλή εξέλιξη της γενετήσιας ζωής του ανηλίκου, που συντελείται με οιαδήποτε ασελγή πράξη, που κατατείνει στην διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, δηλ η ασελγείς πράξεις στην προκείμενη περίπτωση λαμβάνονται υπόψη με την ευρεία έννοια του νόμου, Χωρίς να απαιτείται και η αντίληψη των συντελουμένων εκ μέρους του ανηλίκου, αρκεί ο δράστης να προβαίνει στην τέλεση των ασελγών πράξεων προς ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του ή την διέγερση αυτής. Οι ασελγείς χειρονομίες διαστέλλονται από τις ερωτικές πράξεις, που προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια του παθόντος. Οι ασελγείς πράξεις κατατείνουν στην ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη και στην διέγερση και ηδονισμό αυτού. ΟΙ θωπείες και ψαύσεις αποκρύφων μερών ανηλίκων δεν μπορεί να θεωρηθούν ως πράξεις ήσσονος ερωτικού χαρακτήρα αλλά ως ασελγείς πράξεις που οδηγούν στην ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη. Ασελγείς πράξεις θεωρούνται και ο ετεροαυνανισμός, ανεξάρτητα αν προκλήθηκε εκσπερμάτωση, καθώς και οι θωπείες ή ψαύσεις στην γενετική περιοχή του δράστη κατόπιν παρακινήσεων του δράστη εκ μέρους του ανηλίκου. Για τον χαρακτηρισμό της πράξης ως ασελγούς λαμβάνονται υπόψη και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκε αυτή. (ΑΠ 220/2017, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 146/2017,
ΑΠ 1302/2017 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νομος). Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 του ΠΚ κατ εξακολούθηση έγκλημα υφίσταται όταν τελούνται περισσότερες ομοειδείς πράξεις σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα από τον ίδιο δράστη συνδεόμενες μεταξύ τους με την ενότητα εκτέλεσης αποφάσεως του εγκλήματος αυτού. Το κατ΄εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί ιδιαίτερη μορφή πραγματικής συρροής εγκλημάτων, αφού ο δράστης προβαίνει στην τέλεση περισσοτέρων πράξεων, που διαφέρουν μεταξύ τους χρονικά, τελούμενες από τον ίδιο δράστη, ανεξάρτητες η μία της άλλης (διατηρούσες σε περίπτωση παραγραφής η κάθε μία την αυτοτέλεια της) με τις οποίες προσβάλλεται η ίδια μονάδα εννόμου αγαθού και συνδεόμενες μεταξύ τους με την ενότητα της απόφασης προς εκτέλεση του εγκλήματος. Οι μερικότερες πράξεις του κατ εξακολούθηση εγκλήματος μπορούν να τελεστούν με τον ίδιο ή με διαφορετικούς τρόπους. (βλ. ΑΠ 1821/94 Υπερ 1996 σελ 375, ΑΠ 1391/93 Υπερ 1996 σελ 376,
ΑΠ 1200/94 Υπερ 1996 σελ 378, ΑΠ 24/2010, ΑΠ 1986/2010, ΑΠ 930/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ, Μελέτες Ποινικού Δικαίου Λάμπρου Μαργαρίτη Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σελ 51).
Ο εκκαλών αρνείται την τέλεση των αποδιδομένων σε βάρος του πράξεων, ισχυριζόμενος πως η μηνυτήρια αναφορά υποβλήθηκε εκ μέρους της μητέρας της ανήλικης ……………….. του ………. λόγω ζήλιας, επειδή έβλεπε την αρμονική συμβίωση αυτού με την σύντροφο του και νονά της ανήλικης ………….., ενώ η ιδία ( …………. βρίσκεται σε διάσταση με τον σύζυγο της και πατέρα της ανήλικης ………….
Ο εκκαλών ………………… κατηγορείται πως από τα μέσα του έτους 2015 μέχρι και τα Χριστούγεννα του έτους 2017 στα …….. Πέλλας και στην Θεσσαλονίκη με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος προέβη στην τέλεση ασελγών πράξεων, που κατατείνουν στην ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του. Συγκεκριμένα όσες φορές επισκεπτόταν η ανήλικη ……………….. την οικία της συντρόφου του, αυτός παραλάμβανε αυτήν με το πρόσχημα του παιχνιδιού μεταβαίνοντας σε παρακείμενο δωμάτιο της οικίας, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα οπτικής επαφής της συντρόφου του ή των οικείων της ανήλικης, όπου κατέβαζε το παντελόνι και εσώρουχο του, χωρίς να απευθύνει τον λόγο στην ανήλικη, και τοποθετούσε το χέρι της ανήλικης στο γενετικό του μόριο και ζητώντας από την ανήλικη να προβεί είτε με το ένα χέρι είτε με τα δύο χέρια σε παλινδρομικές κινήσεις μέχρι του σημείου της στύσης χωρίς να προβεί και σε εκσπερμάτωση, για την διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του. Ο κατηγορούμενος γνώριζε την ακριβή ηλικία αυτής, πως δηλ ήταν γεννημένη στις 11/3/2011 λόγω της σχέσης που συνέδεε την ανήλικη με την σύντροφο του. Κατά το ίδιο ανωτέρω χρονικό διάστημα χωρίς να έχει διακριβωθεί η ακριβής ημερομηνία προέβη σε ασπασμό διά της γλώσσης αυτού με την γλώσσα της ανήλικης και σε αυτήν την ενέργεια προέβη ο κατηγορούμενος προς ηδονισμό του για την διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του. Οι ενέργειες του κατηγορουμένου σε βάρος της ανήλικης ………………… αποκαλύφθηκαν, όταν την περίοδο του Πάσχα του έτους 2018 κατά την συζήτηση μητέρας με την ανήλικη θυγατέρα της, πως τα φιλιά μας τα δίνουμε μόνο στην μαμά, στον μπαμπά και μόνο αν θέλουμε και η ανήλικη απάντησε πως τα δίδουμε και στον νονό και έτσι μετά από επικοινωνία της μητέρας με την γραμμή για το παιδί εκμαίευσε από την ανήλικη τα γεγονότα που συνέβαιναν μεταξύ αυτής (ανήλικης με τον σύντροφο της νονάς της.
Η ανωτέρω συμπεριφορά του κατηγορουμένου συνιστά το έγκλημα της αποπλανήσεως και δεν μπορεί να χαρακτηριστούν οι ασελγείς του πράξεις ως ασελγείς χειρονομίες πραγματώνοντας το έγκλημα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Συνεπώς η προαναφερομένη συμπεριφορά του κατηγορουμένου συνιστά το έγκλημα της αποπλανήσεως κατ εξακολούθηση με ανήλικο ηλικίας κάτω των δώδεκα ετών. Αφού η ανήλικη γεννήθηκε στις 11/3/2011. Επομένως η αιτίαση του κατηγορουμένου πως η συμπεριφορά του συνιστά το έγκλημα της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας είναι απορριπτέα. Αφού κατά τα δεκτά γενόμενα ανωτέρω η συμπεριφορά του κατηγορουμένου στοιχειοθετεί το έγκλημα της αποπλανήσεως κατ εξακολούθηση σε βάρος ανηλίκου που δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα του έτη.
Επομένως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Γιαννιτσών Πέλλης ορθά κρίνοντας παρέπεμψε τον κατηγορούμενο ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, που θα ορίσει ο Εισαγγελέας Εφετών σε ένα εκ των Δικαστηρίων της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, χωρίς να υποπέσει σε ουδεμία πλημμέλεια παραβίασης ουσιαστικής ποινικής διατάξεως ευθέως ή εκ πλαγίου.
Επομένως το Συμβούλιο σας πρέπει να απορρίψει την κρινομένη έφεση ως αβάσιμη στην ουσία της. Αφού εκ των ανωτέρω προκύπτει πως πραγματώνεται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκομένου σε βάρος του κατηγορουμένου εγκλήματος.
Οι τεθέντες περιοριστικοί όροι α) της εμφάνισης του κατηγορουμένου την 1η και 15η εκάστου μηνός ενώπιον του ΤΑ του τόπου της κατοικίας του, β) της απαγόρευσης εξόδου του από την χώρα και γ) της απαγόρευσης προσέγγισης της ανήλικης σε απόσταση 100 μέτρων, με την αρίθμ 8/2019 διάταξη του Ανακριτή Γιαννιτσών να διατηρηθούν σε ισχύ μέχρι την εκδίκαση της σε βάρος του κατηγορίας.
Τα δικαστικά έξοδα να επιβληθούν στον εκκαλούντα κατηγορούμενο ανερχόμενα στο χρηματικό ποσό των 250 ευρώ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω α) να απορριφθεί η ασκηθείσα έφεση του εκκαλούντα κατηγορουμένου ……. και της …….. υπαλλήλου καθαριότητας του Δήμου …. κατοίκου Θεσσαλονίκης οδός ….. οικισμού ….. ως αβάσιμης στην ουσία της. β) Να απορριφθεί η ασκηθείσα ένσταση περί απόλυτης ακυρότητας λόγω της μη γνωστοποιήσεως στον κατηγορούμενο τους ορισθέντες πραγματογνώμονες. Γ) Να διατηρηθούν σε ισχύ οι τεθέντες διά της αρίθμ 8/2019 διατάξεως του ανακριτή Πλημμελειοδικών Γιαννιτσών περιοριστικοί όροι διά της οποίας επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι α) της εμφανίσεως του κατηγορουμένου την 1η και 15η εκάστου μηνός στο ΤΑ του τόπου της κατοικίας του, β) της απαγόρευσης εξόδου του από την χώρα και γ) της απαγόρευσης προσεγγίσεως της ανήλικης ……… σε απόσταση 100 μέτρων. Δ Τα δικαστικά έξοδα ανερχόμενα στο ποσό των 250 ευρώ να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος κατηγορουμένου.
Θεσσαλονίκη 4/10/2019 Ο Εισαγγελέας Εφετών Ηλίας Νικ. Σεφερίδης».
Το Συμβούλιο μελέτησε τη δικογραφία και σύμφωνα με το Νόμο σκέφθηκε ως εξής:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 463 Κ.Π.Δ., όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση εν συνόλω του Κ.Π.Δ. με τον νόμο 4620/2019, το ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος στον οποίο ρητά από τον νόμο παρέχεται το δικαίωμα αυτό. Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 477 και 478 του αυτού Κώδικα, όπως είχαν αντικατασταθεί με το άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Ν. 3904/2010, το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για κακούργημα (απαλειφθέντος του επεκτατικού αποτελέσματος και στα συναφή πλημμελήματα) και μόνο για τους λόγους: α. της απόλυτης ακυρότητας και β. της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Σύμφωνα, δε, με την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νόμου, η ως άνω (απόλυτη) συρρίκνωση του ένδικου μέσου της έφεσης κατά του βουλεύματος (στον κατηγορούμενο αναγνωρίζεται δικαίωμα μόνο έφεσης, όχι και αναίρεσης, μετά την πλήρη κατάργηση του άρθρου 482 Κ.Π.Δ. με το άρθρο 34γ Ν. 3904/2010) και μάλιστα αποκλειστικά για τους δύο παραπάνω αναφερόμενους λόγους, ήτοι την απόλυτη ακυρότητα και την εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, εντάσσεται και αυτή στα μέτρα βελτίωσης και επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει, όχι μόνο όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση στις διατάξεις που εφάρμοσε, αλλά και όταν οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ ΑΠ 3/2008, ΟλΑΠ 1/2005, ΟλΑΠ 1/2002 ΠοινΧρ 2002, 689, ΑΠ 204/2010, 1564/2010, 78/2010, ΤΝΠ Νόμος, Β. Ζησιάδη «Η εκ πλαγίου παράβαση του Ποινικού Νόμου», σελ. 68 επ.). Σημειώνεται επί του προκειμένου ότι με τον άνω νόμο 4620/2019 θεσπίστηκε νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος, κατά τη διάταξη του άρθρου 585 αυτού και το άρθρο δεύτερο του ν. 4620/2019, αρχίζει να ισχύει από την 1η Ιουλίου 2019. Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 590 παρ. 1 του αυτού νέου Κώδικα, «Υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα. Οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας που τελέστηκαν όταν ίσχυαν οι διατάξεις που καταργούνται διατηρούν το κύρος τους». Τέλος, κατά το άρθρο 589 παρ. 3 του ιδίου Κώδικα «Αποφάσεις και βουλεύματα που εκδόθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος κώδικα υπόκεινται στα ένδικα μέσα και στις διατυπώσεις άσκησής τους που προέβλεπε ο καταργούμενος κώδικας ποινικής δικονομίας και εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα».
Στην προκείμενη περίπτωση, με την προπαρατιθέμενη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης εισάγεται παραδεκτά και αρμοδίως ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 30 παρ. 2 και 4, 138 παρ. 1, 2, 270 παρ. 1, 308 παρ. 1, 4, 310 παρ. 1 περ. ε΄, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1α΄, 318 και 319 παρ. 1 και 3 του νέου Κ.Π.Δ., η με αριθ. 59/18-7-2019 έφεση του κατηγορουμένου …………….. και της …….., κατοίκου …… Συκεών Θεσσαλονίκης, οδός …………, κατά του 33/14-5-2019 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Γιαννιτσών, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης που θα οριστεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, για να δικαστεί ως υπαίτιος της κακουργηματικής πράξης της αποπλάνησης παιδιού που δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη της ηλικίας του κατ΄ εξακολούθηση (άρθρα 1, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 51, 52, 60, 63, 65, 79, 98 και 339 παρ. 1α ΠΚ). Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, εφόσον το εκκαλούμενο βούλευμα εκδόθηκε πριν την έναρξη ισχύος του νέου Κ.Π.Δ., ήτοι πριν την 1-7-2019, υπόκειται στα ένδικα μέσα και στις διατυπώσεις άσκησής τους που προέβλεπε ο καταργούμενος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, που όμως εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου Κώδικα. Βάσει τούτων, η έφεση είναι δικονομικά παραδεκτή, καθόσον α)
ασκήθηκε από δικαιούμενο πρόσωπο (άρθρα 463, 478 Κ.Π.Δ.), β)προσβάλλει εκκλητό βούλευμα (άρθρο 478 Κ.Π.Δ.), γ)είναι εμπρόθεσμη, διότι ασκήθηκε στις 18-7-2019, ήτοι εντός της προθεσμίας των δέκα (10) ημερών από την επίδοση του βουλεύματος, που έλαβε χώρα στις 10-7-
2019 (βλ. το υπό αυτή ημερομηνία αποδεικτικό επίδοσης του αστυφύλακα του Α.Τ. ……….. Θεσσαλονίκης ………) και δ)τηρήθηκαν για την άσκησή της οι νόμιμες διατυπώσεις, καθόσον ο εκκαλών έκανε δήλωση γι΄ αυτή ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, ως του Ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας του (άρθρο 474 παρ. 1α Κ.Π.Δ.), και εν συνεχεία συντάχθηκε και η σχετική έκθεση, στην οποία διατυπώνονται ως λόγοι άσκησής της (άρθρο 474 παρ. 2 Κ.Π.Δ.) οι προβλεπόμενοι, κατ΄ άρθρο 478 περ. α΄ και β΄ Κ.Π.Δ., λόγοι α)της απόλυτης ακυρότητας και β)της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Συνεπώς, η έφεση είναι δικονομικά παραδεκτή, αφού περιέχει τους ακριβείς λόγους έφεσης και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων της.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών προβάλλει απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας (της προανακριτικής και της ανακριτικής διαδικασίας), κατ΄ άρθρο 171 παρ. 1δ΄ Κ.Π.Δ., διότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματά του να ορίσει τεχνικό σύμβουλο κατά τις διενεργηθείσες στο στάδιο της προανάκρισης και της κύριας ανάκρισης ψυχολογικές πραγματογνωμοσύνες, από την ψυχολόγο ………… και από την ψυχολόγο ……………….. αντίστοιχα, που είχαν διαταχθεί κατ΄ άρθρο 226Α του μέχρι και την 30-6-2019 ισχύσαντος Κώδικος Ποινικής Δικονομίας για την εξέταση του ανηλίκου θύματος ως προς την αντιληπτική του ικανότητα και την ψυχική του κατάσταση και για τη διενέργεια γραπτής έκθεσης, καθώς ο διορισμός αυτών δεν του γνωστοποιήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 191, 192, 193 και 204 Κ.Π.Δ., με συνέπεια να μη δύναται να ασκήσει τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, όπως η υποβολή τυχόν αίτησης εξαίρεσης των πραγματογνωμόνων και ο διορισμός τεχνικού συμβούλου ή τεχνικών συμβούλων εκ μέρους του, προκειμένου αυτοί να παραστούν κατά τις εργασίες των πραγματογνωμοσυνών, να λάβουν γνώση των εγγράφων των πραγματογνωμόνων και να αντικρούσουν εγγράφως τα συμπεράσματά τους. Επί του λόγου τούτου, λεκτέα τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ` του Κ.Π.Δ., δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, από τη μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Ανάμεσα στα δικαιώματα αυτά είναι και το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 204 Κ.Π.Δ. περί διορισμού τεχνικού συμβούλου, δεδομένου ότι ο όρος «υπεράσπιση» έχει ιδιαίτερα μεγάλη έκταση και περικλείονται σ’ αυτόν όλες οι διατάξεις που με οποιονδήποτε τρόπο συμβάλλουν στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου (ΑΠ 903/2010, ΑΠ 1269/2010 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 175 Κ.Π.Δ. η ακυρότητα μιας πράξης καθιστά άκυρες και τις εξαρτημένες απ’ αυτή μεταγενέστερες πράξεις της ποινικής διαδικασίας και τούτο διότι επί διαδοχικών πράξεων της ποινικής διαδικασίας, όταν η μία είναι άκυρη, η ακυρότητα εκτείνεται αυτοδικαίως και στις επόμενες και εξαρτώμενες απ’ αυτήν (Ολ.ΑΠ 2/1996 Ποιν.Χρ ΜΣΤ 1570). Σύμφωνα, περαιτέρω, με το άρθρο 226Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αυτός ίσχυε μέχρι την 30-6-2019 (καθώς, κατά το άρθρο 590 παρ. 1 εδ. β΄ του νέου Κ.Π.Δ., οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας που τελέστηκαν όταν ίσχυαν οι διατάξεις που καταργούνται διατηρούν το κύρος τους), «1)Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παρ. 4, … 339, … του Ποινικού Κώδικα, καθώς και στα άρθρα…., διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, ειδικά εκπαιδευμένος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και, σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, που υπηρετεί στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων ή που περιλαμβάνεται στον πίνακα πραγματογνωμόνων, όπου αυτά δεν λειτουργούν, χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208…. 2)Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και συντάσσει γραπτή έκθεση με τις διαπιστώσεις, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς δια του παρισταμένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου. Κατά την εξέταση ο ανήλικος μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, εκτός αν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφασή του για σπουδαίο λόγο, ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη…». Όπως προκύπτει και από το Κεφ. Α1 παρ. 4 της αιτιολογικής έκθεσης του Ν. 3625/2007 “Κύρωση, εφαρμογή του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία και άλλες διατάξεις”, που πρόσθεσε το άρθρο 226Α στον Ποινικό Κώδικα σε εφαρμογή του άρθρου 12 της Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία κυρώθηκε με το ν. 2101/1992, και του άρθρου 8 §§ 1, 3 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου της, σκοπός του νόμου ήταν η καταπολέμηση του φαινομένου της κακοποίησης και γενετήσιας εκμετάλλευσης παιδιών, η δε παρουσία παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου κατά την εξέταση του παιδιού έχει ως σκοπό τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και ασφάλειας, προκειμένου το ανήλικο θύμα να καταθέσει χωρίς να αισθάνεται κίνδυνο, φόβο και απομόνωση. Περαιτέρω δε, η παρ. 2 του άρθρου 226Α αφορά τον τρόπο προετοιμασίας του ανηλίκου προκειμένου να επιτευχθεί ο αναφερόμενος στην παρ. 1 σκοπός, δηλαδή η εξέταση του ανηλίκου θύματος ως μάρτυρα, γεγονός που αιτιολογεί και την ένταξη του ανωτέρω άρθρου στο τέταρτο κεφάλαιο «Μάρτυρες» του Κ.Π.Δ και όχι στο τρίτο κεφάλαιο «Πραγματογνώμονες και τεχνικοί σύμβουλοι». Ενισχυτικό της θέσης αυτής είναι το γεγονός ότι στην παρ. 2 αναφέρεται πως το ανήλικο θύμα κατά την εξέταση μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπό του (γονέα, κηδεμόνα). Συνάγεται, συνεπώς, ότι κατά την προετοιμασία του ανηλίκου για την εξέτασή του ως μάρτυρα δεν μπορεί αυτό να συνοδεύεται από κανέναν, διότι η παρουσία άλλου ατόμου κατά το χρόνο διεξαγωγής της διαδικασίας αυτής καταστρατηγεί τον προαναφερόμενο σκοπό του νόμου, επιφέροντας τα αντίθετα αποτελέσματα, εξ ου και ρητά αποκλείστηκε η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 204-208 Κ.Π.Δ. περί των τεχνικών συμβούλων (ΕφΔωδ 8/2014 ΤΝΠ Νόμος). Με τη διάταξη δηλαδή αυτή εισάγεται μία ειδική διαδικασία εξέτασης προκειμένου για ανήλικους μάρτυρες – παθόντες των αναφερόμενων ειδικότερα εγκλημάτων. Με την εισαγόμενη με τη διάταξη αυτή διαδικασία στερείται, κατ` αποτέλεσμα, ο κατηγορούμενος από τη δυνατότητα να παρίσταται άμεσα στη διαδικασία και να εξετάζει ο ίδιος ή με το συνήγορό του τον ανήλικο μάρτυρα, ενόψει του ότι: α) η φυσική παρουσία του ανηλίκου στο ακροατήριο αντικαθίσταται από την ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου, β) η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο, και γ) η υποβολή ερωτημάτων στον ανήλικο μάρτυρα από τον κατηγορούμενο μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο ύστερα από αίτηση του τελευταίου προς το δικαστήριο και μόνο μέσω ανακριτικού υπαλλήλου, με ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς και χωρίς την παρουσία των διαδίκων (βλ. παρ. 3, 4 και 5 άνω άρθρου 226Α΄ Κ.Π.Δ., βλ. και ΕφΚρ 113/2015 ΤΝΠ Νόμος).
Επομένως, ο προκείμενος λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, στην περίπτωση που διατάσσεται η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης κατ’ άρθρο 226Α Κ.Π.Δ δεν επιτρέπεται ο διορισμός τεχνικού συμβούλου, αφού η παρουσία του κατά την εξέταση του ανηλίκου θύματος αντιστρατεύεται τον σκοπό του νόμου, η δε άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων εκ μέρους του εκκαλούντος δεν παρεβλάφθη, δεδομένου ότι είχε δικαίωμα να λάβει γνώση των εκθέσεων των πραγματογνωμόνων και να αντιλέξει στο περιεχόμενό τους. Τα όσα, περαιτέρω, αυτός ισχυρίζεται με το κατατεθέν ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου από 22-10-2019 έγγραφο υπόμνημά του, περί του ότι δηλαδή εφαρμοστέα εν προκειμένω είναι η διάταξη του άρθρου 227 του νέου Κ.Π.Δ., σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Π.Κ., είναι αβάσιμα. Τούτο δε, καθόσον η επικαλούμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Π.Κ., που προβλέπει την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου, αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, όπως είναι και η νέα διάταξη του άρθρου 227 του νυν ισχύοντος Κ.Π.Δ., επί της οποίας έχει εφαρμογή η προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 590 παρ. 1 εδ. β΄ αυτού, κατά την οποία οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας που τελέστηκαν όταν ίσχυαν οι διατάξεις που καταργούνται διατηρούν το κύρος τους. Σημειώνεται τέλος ότι, σύμφωνα με την παρ. 2 του άνω άρθρου 227 νέου Κ.Π.Δ., δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 207 του ίδιου Κώδικα ως προς το θέμα της προσωπικής επαφής των τεχνικών συμβούλων με τον ανήλικο. Άρα, και αν ακόμη οι πραγματογνωμοσύνες αυτές είχαν διαταχθεί υπό την ισχύ του νυν ισχύοντος Κ.Π.Δ., οι τυχόν διορισθέντες από τον κατηγορούμενο τεχνικοί σύμβουλοι δεν θα είχαν από το νόμο την ευχέρεια να έχουν προσωπική επαφή με την ανήλικη παθούσα.
Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης ο εκκαλών διατείνεται ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών εσφαλμένα ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 περ. α΄ Π.Κ. και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα αυτή ποινική διάταξη, ενώ, εάν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε τον νόμο, θα έπρεπε να εφαρμόσει στην περίπτωσή του τη διάταξη του άρθρου 337 παρ. 2 Π.Κ., που προβλέπει και τιμωρεί το έγκλημα της «προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας».
Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του ΠΚ (όπως ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της κατωτέρω πράξης, ήτοι πριν από τη θέσπιση και ισχύ, από την 1-7-2019, με τον ν. 4619/2019, του νέου Ποινικού Κώδικα), «Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α)αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β)αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα, αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ)αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών». Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 337 παρ. 1 και 2 ΠΚ, «όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή. Με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος από 12 ετών». Από την πρώτη των ως άνω διατάξεων, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από οποιαδήποτε άποψη, πράξης με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία, αντικειμενικά μεν, προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Με την έννοια αυτή, αποτελεί ασελγή πράξη, όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανηλίκου, ο εναγκαλισμός και ο ασπασμός στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφ’ όσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Για τη στοιχειοθέτηση όμως της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που προβλέπει η δεύτερη των ως άνω διατάξεων (άρθρο 337 ΠΚ), αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι «ασελγείς χειρονομίες» είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξης, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως λ.χ. ψαύσεις, ή θωπείες στο στήθος, στους μηρούς κλπ. του παθόντος. Οι προτάσεις μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες που πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή. Όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (όπως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός), αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατατείνει στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος, τότε δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 του ΠΚ (ΑΠ 1046/2019, ΑΠ 1790/2017, ΑΠ 1302/2017, ΑΠ 118/2017, δημ/νες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 9312/2012, ΑΠ 751/2011, ΑΠ 1244/2011). Ήδη, πλέον, τα αδικήματα της αποπλάνησης ανηλίκου και της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας προβλέπονται και τιμωρούνται από τα αντίστοιχα άρθρα 339 και 337 του νέου Ποινικού Κώδικα.
Σύμφωνα ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του νέου ΠΚ «Γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή ενώπιόν τους», «1. Όποιος ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα με το άρθρο 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη έως δέκα έτη και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών», ενώ κατά το άρθρο 337 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα «Προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας» «1. Όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, με γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση. 2. Με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος των δώδεκα ετών». Τα άρθρα αυτά περιλαμβάνονται στο δέκατο ένατο Κεφάλαιο του νέου Ποινικού Κώδικα (άρθρα 336 έως 353), με το οποίο ρυθμίζονται σοβαρές προσβολές της προσωπικής ελευθερίας στην περιοχή της γενετήσιας ζωής, προσβολές της ανηλικότητας στον γενετήσιο χώρο, πράξεις οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και πράξεις που θίγουν τη γενετήσια αξιοπρέπεια και τη γενετήσια ευπρέπεια. Η ρύθμιση των εν λόγω προσβολών έγινε με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις, όπως αυτές αποτυπώνονται στην καθημερινή ζωή και συμπεριφορά των κοινωνών. Ο όρος «γενετήσια πράξη» έχει την έννοια που προσδιορίζει η νομολογία και η επιστήμη. Πρόκειται για τη συνουσία και άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως είναι η «παρά φύσιν» συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός ή πεολειξία και η αιδοιολειξία ή η χρήση των υποκατάστατων μέσων. Ως χειρονομίες «γενετήσιου χαρακτήρα» νοούνται πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες όμως προσβάλλουν τη γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος, που δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη. Τέλος, πράξη γενετήσιου χαρακτήρα είναι συμπεριφορές ή χειρονομίες, οι οποίες κατά την κοινή αντίληψη υπαινίσσονται ή καταδεικνύουν ή παρωθούν σε γενετήσιες πράξεις. Σημειώνεται ότι ο όρος «ασελγής πράξη» είχε διαχρονικά δημιουργήσει σοβαρά ερμηνευτικά προβλήματα (βλ. για τα ανωτέρω την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4619/2019).
Στην κρινόμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Γιαννιτσών, με το προσβαλλόμενο 33/14-5-2019 βούλευμά του, κατ΄ επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ΄ αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε κατά την κύρια ανάκριση και την προηγηθείσα αστυνομική προανάκριση προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται σ΄ αυτή (εισαγγελική πρόταση), αλλά και στη συνέχεια του παρόντος, και, βάσει τούτων, έκρινε ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντος – κατηγορουμένου, ικανές να στηρίξουν κατηγορία σε βάρος του για την αξιόποινη πράξη της αποπλάνησης παιδιού που δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη κατ΄ εξακολούθηση (άρθρο 339 παρ. 1α΄ σε συνδ. με τα άρθρα 1, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 51, 52, 60, 63, 65, 79 και 98 ΠΚ) και, σε συνέχεια των παραδοχών του αυτών, παρέπεμψε τον εκκαλούντα για να δικαστεί για την πράξη αυτή ενώπιον του ακροατηρίου του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης που θα οριστεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης. Πλέον συγκεκριμένα, ο εκκαλών παραπέμφθηκε για να δικαστεί ως υπαίτιος του ότι «στα Γιαννιτσά του νομού Πέλλας και στον ……. Συκεών Θεσσαλονίκης, στο διάστημα από τα μέσα του έτους 2015 μέχρι και τα Χριστούγεννα του έτους 2017 και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση ενήργησε ασελγή πράξη με πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει τα δώδεκα έτη. Συγκεκριμένα, συνάντησε επανειλημμένα την ανήλικη ……………, γεννημένη την 11-3-2011, καθώς η σύντροφός του ……. ήταν η νονά της ανήλικης, στο σπίτι της συντρόφου του στα Γιαννιτσά και στο σπίτι όπου διέμενε με τη σύντροφό του στον ….. Συκεών Θεσσαλονίκης μετά από επίσκεψη της ανήλικης και εκεί αφού απομακρυνόταν σε άλλο δωμάτιο του σπιτιού που δεν ήταν ορατό, προφασιζόμενος ότι ήθελε να παίξει με την ανήλικη, κατέβαζε το παντελόνι και το εσώρουχό του, χωρίς να απευθύνει το λόγο στην ανήλικη, της έπιανε το χέρι και το τοποθετούσε στο γυμνό του πέος δείχνοντάς της τον τρόπο που επιθυμούσε να το θωπεύσει, και εκείνη στη συνέχεια το θώπευε άλλοτε με το ένα χέρι και άλλοτε με τα δύο, μέχρι που ερχόταν σε στύση, χωρίς να εκσπερματώνει, με σκοπό να διεγείρει και να ικανοποιήσει τη γενετήσια ορμή του, προσβάλλοντας έτσι την αγνότητα της παιδικής ηλικίας και το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών». Επί πλέον, το Συμβούλιο διατήρησε την ισχύ της με αριθ. 8/2019 διάταξης της Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Γιαννιτσών, με την οποία επιβλήθηκαν στον ως άνω κατηγορούμενο οι περιοριστικοί όροι α)της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα, β)της εμφάνισής του στο Τ.Α. του τόπου κατοικίας του την 1η και 15η εκάστου μηνός και γ)της απαγόρευσης προσέγγισης οπουδήποτε της ανήλικης παθούσας ….., σε απόσταση εκατό (100) μέτρων, μέχρι την οριστική εκδίκαση της βάρος του κατηγορίας.
Με αυτά που δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα, ορθά ερμήνευσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1α΄ του ΠΚ, προσδίδοντάς της το νόημα που θέλησε ο ποινικός νομοθέτης, και ορθώς υπήγαγε τα γενόμενα άνω δεκτά πραγματικά περιστατικά στον ως άνω κανόνα δικαίου, καθώς αυτά πληρούν τη νομοτυπική μορφή του προκειμένου αδικήματος και στοιχειοθετούν την αντικειμενική του υπόσταση. Οι προπεριγραφείσες πράξεις που φέρεται ότι τέλεσε ο εκκαλών σε βάρος της ανήλικης εμπίπτουν στην έννοια των «ασελγών» πράξεων, αλλά και των «γενετήσιων» πράξεων, κατά τη διατύπωση του πρόσφατου ποινικού νομοθέτη, καθώς αυτές είναι ίδιας βαρύτητας με τη συνουσία από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, προσέβαλαν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας της ανήλικης και έγιναν με πρόθεση τη διέγερση και την ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και δεν είναι πράξεις ήσσονος βαρύτητας που έγιναν με πρόθεση προσβολής και μόνο της αιδούς και της αξιοπρέπειας της παθούσας στο πεδίο της γενετήσιας ζωής της. Τα περιγραφόμενα, συνεπώς, περιστατικά δεν δύνανται να υπαχθούν στο πραγματικό του άρθρου 337 παρ. 2 ΠΚ, τα δε αντίθετα από τον εκκαλούντα – κατηγορούμενο υποστηριζόμενα με τον λόγο τούτο της έφεσης κρίνονται αβάσιμα.
Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη και να διαταχθεί η εκτέλεση του προσβαλλομένου βουλεύματος, τα δε δικαστικά έξοδα να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό του παρόντος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσία τη με αριθ. …/18-7-2019 έφεση του κατηγορουμένου …………….. και της ….., κατοίκου ……. Συκεών Θεσσαλονίκης, οδός …., κατά του 33/14-5-2019 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Γιαννιτσών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εκτέλεση του προσβαλλομένου βουλεύματος.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ στη Θεσσαλονίκη, στις 30 Οκτωβρίου 2019 και εκδόθηκε στις … Δεκεμβρίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ