ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ` Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Απριλίου 2011, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου … , κατοίκου …, περί αναιρέσεως του υπ` αριθμ.99/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου. Το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Οκτωβρίου 2010 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1354/2010. Επειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Κολιοκώστας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Τσάγγα, με αριθμό 76/16-3-2011, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
“Εισάγω κατ` άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την υπ` αριθμ. 5/4-8-2010 αίτηση αναιρέσεως του …, 48 ετών, δημοτικού υπαλλήλου, κατοίκου …, κατά του υπ` αριθμ. 99/13-9-2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και εκθέτω τα ακόλουθα: Με το προσβαλλόμενο βούλευμα, που εκδόθηκε μετά από αναίρεση με την υπ` αριθμ.
903/5-5-2010 απόφαση (σε Συμβούλιο) του Α.Π. κατά του υπ` αριθμ. 90/8-7-2009 προγενέστερου βουλεύματος του αυτού ως άνω Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου για τους λόγους που αναφέρονται στην προαναφερόμενη αναιρετική απόφαση, έκανε δεκτή τυπικά και ουσιαστικά την υπ` αριθμ. 1/6-4-2009 έφεση του νυν αναιρεσείοντος … κατά του υπ` αριθμ. 16/19-2-2009 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, το οποίο και ακύρωσε για τους λόγους που επισημαίνονται στην υπ` αριθμ. 903/2010 απόφαση Α.Π. Κατόπιν τούτου κράτησε την εν λόγω υπόθεση και την εξέτασε κατ` ουσία σε πρώτο και τελευταίο βαθμό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 3727/18- 12-2008 σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 20 και 21 του Ν. 663/1977 και με το άρθρο 25 του Ν. 1419/1984, λαμβάνοντας υπόψη του και συνεκτιμώντας μόνο τα αποδεικτικά εκείνα μέσα που δεν ακυρώθηκαν με την υπ` αριθμ. 903/5-5-2010 απόφαση Α.Π., με βάση τα οποία έκρινε ότι υπήρχαν σε βάρος του αναιρεσείοντος σοβαρές ενδείξεις ενοχής και τον παρέπεμψε για τον λόγο αυτό στο ακροατήριο όχι του Μ.Ο.Δ. της περιφερείας του Εφετείου Δωδεκανήσου όπως παρεπέμπετο με το υπ` αριθμ. 16/2009 πρωτόδικο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου το οποίο ακυρώθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα υπ` αριθμ. 99/2010 του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, αλλά στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου, όπως τούτο προβλέπεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις, προκειμένου να δικαστεί για τις πράξεις: α) του βιασμού, και, β) της αποπλανήσεως ανηλίκου νεώτερου των δέκα (10) ετών (άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1α, 94 παρ. 2, 336 παρ. 1, και, 339 παρ. 1α του Π.Κ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε από το άρθρο 56 παρ. 2 του Ν. 3160/30-6-2003). Η παραπομπή στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου εν προκειμένω είναι σύννομη καθόσο στον εν λόγω νεώτερο νόμο (άρθρο 7 του Ν. 3727/2008) ουδεμία μνεία γίνεται σχετικά με τις εκκρεμείς υποθέσεις, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πλέον βέβαιο ότι και αυτές υπάγονται είτε στο Τριμελές είτε στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων αντιστοίχως σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 596 του Κ.Π.Δ., δοθέντος ότι οι δικονομικοί κανόνες ούτε θεμελιώνουν ούτε επαυξάνουν το αξιόποινο. Τούτο δε έχει ως συνέπεια ότι οι δικονομικοί νόμοι, εκτός αν υφίσταται ρητή πρόβλεψη, έχουν άμεση εφαρμογή από τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος τους (Α.Π. 551/1990 Π.Χ. 951, 1001/1981, Π.Χ. ΛΒ 289, ΑΠ. 246/1968 Π.Χ. ΙΗ 415, Μπουρόπουλος ερμηνεία του άρθρου 2 περ. 7, Χωραφάς έκδοση 9η παρ. 10). Δικαιολογητικός λόγος της αρχής αυτής είναι ότι οι δικονομικοί νόμοι έχουν τεθεί προς το συμφέρον των ατόμων και της κοινωνίας, και κατά τεκμήριο οι νεώτεροι νόμοι είναι αρτιότεροι των παλαιών. Ως εκ τούτου θα ήταν αντιφατικό να επιβιώνει ο προγενέστερος νόμος και να διατηρούνται τα ελαττώματα τα οποία ο νεώτερος νόμος θέλει να θεραπεύσει. Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις ο νέος νόμος εφαρμόζεται για το ατέλεστο μέρος της δίκης, της οποίας η περαιτέρω εκδίκαση και μέχρι έως ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση, κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου νόμου (Α.Π. 1571/1988, Α.Π. 181/1961, Α.Π. 1001/1981). Εκκρεμής δε δίκη θεωρείται άλλωστε εκείνη για την οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη επί της ουσίας απόφαση, και άρα και ενώπιον του Αρείου Πάγου όπου εκκρεμεί συνεπεία αιτήσεως αναιρέσεως (Ζησιάδης γ` 480) (Κονταξής Β` Τόμος Ποινικής Δικονομίας, ερμηνεία του άρθρου 596 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.). Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα διότι η επίδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος (99/2010) έγινε στις 23-9-2010 στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και η υπ` αριθμ. 5/2010 έκθεση αναιρέσεως συνετάγη στις 4-10- 2010 ημέρα Δευτέρα με σχετική δήλωση στη Γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου Σταματία Ζανετούλη, πλην όμως είναι απαράδεκτη κατ` άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. καθόσο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 και 21 του Ν. 663/1977 που εφαρμόζονται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. 3727/2008 δεν συγχωρείται η άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου, είτε πρόκειται για προσφυγή κατά της απ` ευθείας κλήσεως είτε πρόκειται για αναίρεση κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, όπως τούτο προκύπτει από την ακόλουθη σχετική περικοπή της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του Ν. 663/1977 “άμα τω πέρατι της ανακρίσεως η δικογραφία υποβάλλεται υπό του εισαγγελέως πλημμελειοδικών εις τον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι προκύπτουν αποχρώσαι ενδείξεις και ότι δεν συντρέχει περίπτωσις συμπληρώσεως της ανακρίσεως, υποχρεούται, μετά συμφώνου γνώμην του προέδρου εφετών, να εισαγάγει την υπόθεσιν μετά των συναφών προς αυτήν πράξεων δι` απ` ευθείας κλήσεως, κατά της οποίας ουδεμία προσφυγή επιτρέπεται, ενώπιον του πενταμελούς (ήδη Τριμελούς) εφετείου καθισταμένου αρμοδίου δια την εκδίκασιν των ανωτέρω πράξεων. Εν περιπτώσει μη συμφωνίας του προέδρου εφετών εισάγεται η υπόθεσις, μετά των συναφών πράξεων υπό του εισαγγελέως εφετών, εις το συμβούλιον εφετών εν 5μελεί (ήδη 3μελή) συνθέσει, το οποίον αποφαίνεται εις πρώτον και τελευταίον βαθμόν”. Περαιτέρω στη παράγραφο 3 του αυτού άρθρου 20 του Ν. 663/1977 ορίζεται ότι “Το εις την παρ. 2 του παρόντος συμβούλιον εφετών είναι αρμόδιον επί πλειόνων κατηγορουμένων να αποφανθή εις πρώτον και τελευταίον βαθμόν δι` όσους δεν προκύπτουν αποχρώσαι ενδείξεις ή ως προς τους οποίους δέον να κηρυχθεί απαράδεκτος ή να παύση οριστικώς ή προσωρινώς η ποινική δίωξις, χωριζομένης ως προς τούτους της υποθέσεως. Το αυτό ως άνω συμβούλιον είναι κατά πάσαν περίπτωσιν αρμόδιον να αποφανθή ομοίως και δια τας συναφείς πράξεις, είτε πρόκειται περί ενός είτε πρόκειται περί πλειόνων κατηγορουμένων”. Δικαιολογητικός λόγος της προκειμένης σπουδής, είναι προφανώς η επιθυμία του νομοθέτη, οι εν λόγω υποθέσεις εξαιτίας του σοβαρού κοινωνικού αντικτύπου τους να εκδικάζονται όσο το δυνατόν ταχύτερα. Εν όψει συνεπώς των ανωτέρω εκτεθέντων, η υπ` αριθμ. 5/4-10-2010 αίτηση αναιρέσεως του … που στρέφεται κατά του υπ` αριθμ. 99/13-9-2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη και ο εν λόγω αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ: Σε περίπτωση που κριθεί ότι παραδεκτώς ασκήθηκε η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως, ο εν λόγω αναιρεσείων προβάλλει ως λόγους αναιρέσεως τους κατωτέρω: α) έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας,
β) εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, και, γ) αρνητική υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 484 παρ. 1 περιπτώσεις β, δ και στ` Κ.Π.Δ.). Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογία στο παραπεμπτικό βούλευμα που απαιτείται κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 Κ.Π.Δ. υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για την πράξη αυτή για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη. Εσφαλμένη σε εφαρμογή υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπαγάγει ορθά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν με βάση τις αποδείξεις, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα κατά την έκθεση και ανάπτυξη των περιστατικών ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 252/2004 και 2200/2002 Π.Χ. ΝΓ/762). Εξάλλου όσα εκτίθενται στην αίτηση αναιρέσεως ως προς τον λόγο της ελλείψεως αιτιολογίας, ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι η εκτίμηση των εγγράφων και κάθε αποδεικτικού στοιχείου εν γένει απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου
(Α.Π. 1457/2000 και 591/2001 Π.Χ. ΝΑ/537 και ΝΒ/131). Αρνητική δε υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν δεν συνεκτιμώνται όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, με αξιολόγηση και στάθμιση τόσο των στοιχείων που ενισχύουν τις ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου, όσο και εκείνων των στοιχείων που αποδυναμώνουν την κατηγορία. Μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων είναι και οι ενδείξεις του άρθρου 178 ΚΠΔ, δηλαδή η συναγωγή συμπερασμάτων με βάση τους κανόνες της λογικής σχετικά με την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του αποδεικτέου γεγονότος (Ολομέλεια Α.Π. 9/2001 Π.Χ. ΝΑ 788).
Εν προκειμένω το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου με το προσβαλλόμενο βούλευμα μετά από αξιολόγηση του υπάρχοντος αποδεικτικού υλικού, στο οποίο δεν συμπεριέλαβε τα αποδεικτικά εκείνα στοιχεία που ακυρώθηκαν σύμφωνα με το σκεπτικό της υπ` αριθμ. 903/5-5-2010 αποφάσεως του Α.Π., δέχθηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος τελώντας σε υπηρεσιακή σχέση με τον Δήμο …… , ο οποίος τον είχε προσλάβει, ασκούσε χρέη προπονητή μπάσκετ στο κλειστό γυμναστήριο του παρακάτω Δήμου, σε ομάδες μικρών παιδιών και δη αγοριών ηλικίας 6-8 ετών. Σε ημερομηνία που δεν προέκυψε επακριβώς, αλλά εντός του χρονικού διαστήματος μεταξύ των μηνών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2006, αφού παρέσυρε στο γραφείο διοίκησης, που βρίσκεται εντός του ως άνω χώρου, τον ανήλικο …, ηλικίας πέντε (5) ετών, που ήταν μαθητής στα μαθήματα μπάσκετ, λέγοντάς του να τον ακολουθήσει προκειμένου να φέρουν τις μπάλες του μπάσκετ, που βρίσκονταν εκεί, για να αρχίσει το μάθημα του μπάσκετ, το οποίο δίδασκε στον παραπάνω ανήλικο μαζί με άλλους συνομηλίκους του, με πρόθεση τον ακινητοποίησε χρησιμοποιώντας την υπέρτερη σωματική δύναμή του και κρατώντας με το ένα χέρι του το στόμα του, για να μην φωνάξει, ενώ συγχρόνως τον απείλησε ότι αν μιλήσει θα σκότωνε τη μητέρα του και τον μικρό του αδελφό και στην συνέχεια του κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχό του και παρά τη θέλησή του εισήγαγε το εν στύσει πέος του στον πρωκτό του παραπάνω ανηλίκου, ικανοποιώντας την γενετήσια επιθυμία του. Στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι ο κατηγορούμενος πραγματικά τέλεσε τις αποδιδόμενες σ` αυτόν ως άνω πράξεις αποτελούν οι καταθέσεις του ανηλίκου στην Ασφάλεια Ρόδου και ενώπιον του Τακτικού Ανακριτή Ρόδου, που είναι σαφέστατες, ευκρινείς, ακριβείς παρά την ηλικία του, αλλά και την τραυματική του εμπειρία.
Το γεγονός ότι η ιατροδικαστική έκθεση του παιδοχειρούργου … δεν διαπίστωσε ευρήματα, οφείλεται στο ότι, όπως και ο ίδιος τονίζει, τούτο δεν ήταν εφικτό λόγω του ότι το συμβάν τελέστηκε σε προγενέστερο χρόνο και η οποιαδήποτε επαφή με το σώμα του ανηλίκου δεν μπορεί να διαπιστωθεί. Σημαντική είναι και η κατάθεση της μάρτυρος …, δασκάλας του ανηλίκου …, η οποία καταθέτει με σαφήνεια ότι “κατά τα Χριστούγεννα του έτους 2006 άλλαξε η συμπεριφορά του ανηλίκου, έγινε ξαφνικά επιθετικός, άρχισε να μην παρακολουθεί και να μην καταλαβαίνει τα μαθήματα”, ενώ η παραπάνω αλλαγή συμπεριφοράς συμπίπτει χρονικά με τον φερόμενο χρόνο τέλεσης των ως άνω εγκλημάτων από τον κατηγορούμενο σε βάρος του ανηλίκου και όχι με την γένεση νέου μέλους της οικογένειάς του, καθώς αυτό συνέβη τον Ιούνιο του 2006, δηλαδή πολύ πριν εντοπιστεί η ως άνω αλλαγή συμπεριφοράς. Πρέπει επίσης να επισημανθεί και η επίμονη άρνηση του ανηλίκου μετά το τελευταίο μάθημα με τον κατηγορούμενο, οπότε φέρεται ότι τελέσθηκαν τα εγκλήματα, για τα οποία κατηγορείται ο τελευταίος ότι διέπραξε σε βάρος του ανηλίκου, να επανέλθει στα μαθήματα του μπάσκετ, ενώ και οι γονείς του ανηλίκου, τόσο στις καταθέσεις τους ενώπιον της αστυνομίας όσο και ενώπιον του Ανακριτή αναφέρουν ότι την συγκεκριμένη ημέρα που πήγαν να πάρουν τον ανήλικο στο τέλος του μαθήματος τον είδαν να κλαίει και σε ερώτησή τους για ποιο λόγο, αυτός απάντησε ότι τον μάλωσε ο δάσκαλος εννοώντας τον κατηγορούμενο. Όσον αφορά τις αντιφάσεις εκ μέρους του ανηλίκου, για το χρόνο τέλεσης των αδικημάτων, πριν ή μετά την προπόνηση, αυτές μάλλον οφείλονται αφενός στο μεγάλο χρονικό διάστημα το οποίο μεσολάβησε μεταξύ του χρόνου τελέσεως των εγκλημάτων και της κατάθεσης του ανηλίκου, αφετέρου και ιδίως στο ότι το παιδί θέλει να ξεχάσει και να διαγράψει από την μνήμη του τις όποιες τραυματικές εμπειρίες του αφήνουν οι τελεσθείσες από τον κατηγορούμενο σε βάρος του εγκληματικές πράξεις, για το λόγο δε αυτό άλλωστε δεν κατήγγειλε αμέσως το γεγονός ούτε το αποκάλυψε στους οικείους του, αλλά ένα χρόνο αργότερα. Τέλος δεν προέκυψαν στοιχεία που να καταδεικνύουν την ύπαρξη οιουδήποτε είδους κινήτρων (εχθρότητας κ.λ.π.) στην οικογένεια … για να βλάψουν τον κατηγορούμενο. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους τα υπήγαγε στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και σε ουδεμία επίσης υπέρβαση εξουσίας υπέπεσε και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για λόγους αναιρέσεως ερειδομένους στο άρθρο 484 παρ. 1 στοιχεία β, δ και στ Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμες. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Τα εγκλήματα του βιασμού και της αποπλάνησης παιδιών συρρέουν μεταξύ τους με αληθινή κατ` ιδέα συρροή. Τούτο γιατί είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους, αυτοτελώς κολάσιμα συγκείμενα από ιδιαίτερα στοιχεία και κανένα από αυτά δεν απορροφάται από το άλλο, καθόσον δεν αποτελεί κανένα συστατικό ή επιβαρυντική περίπτωση του άλλου ή κατά το νόμο αναγκαίο μέσο τελέσεως ή την αναγκαία συνέπεια αυτού. Προστατευόμενο έννομο αγαθό με το άρθρο 336 ΠΚ είναι κατά μια άποψη η γενετήσια ελευθερία και η τιμή του ατόμου (Κ. Γαρζίκος Ποιν. Χρ. Β` 49). Κατά την σαφή έννοια της διάταξης του άρθρου 336§1 ΠΚ όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του ν. 1419/1984 για τον απαρτισμό του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται: 1) εξαναγκασμός κάποιου ανεξαρτήτως φύλλου δηλαδή αν είναι άντρας ή γυναίκα, εκτός άλλου και σε συνουσία εξώγαμη, υπάρχει δε εξαναγκασμός όταν το πρόσωπο αυτό χωρίς τη θέλησή του, υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία και 2) ο τέτοιος εξαναγκασμός αυτού του προσώπου να γίνεται πλην άλλων και με σωματική βία, που είναι η μη δυνάμενη ν` απωθηθεί φυσική δύναμη ή αναγκάζουσα το πρόσωπο να υποστεί παρά την θέλησή του εξώγαμη σαρκική μύξη. Ως προς την ψυχολογική βία, οι απειλές πρέπει να αφορούν σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο όπως ο επικείμενος κίνδυνος σώματος ή ζωής ή άλλου σπουδαίου και ουσιώδους δικαιώματος. (Αιτ. Εκθ. Σχέδιο). Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού, που σκοπό έχει την προστασία της αγνότητας της νεαρής ηλικίας, απαιτείται οποιαδήποτε από γενετήσια άποψη ασελγής πράξη με πρόσωπο νεώτερο των 15 ετών η οποία αντικειμενικά προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη (Συμ. ΑΠ 96/2004 Ελλ. Δικ. 45 σελ. 1532). Ο χαρακτηρισμός της πράξης ως ασελγούς εξαρτάται από τις ειδικές περιστάσεις τέλεσης της και τις ιδιότητες των προσώπων μεταξύ των οποίων αυτή τελέσθηκε. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή για αποπλάνηση παιδιών (και όχι για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας) του κατηγορουμένου, ο οποίος άρχισε να χαϊδεύει ανήλικη στα οπίσθιά της και ενώ εκείνη τον απωθούσε, αυτός την αγκάλιασε, σφικτά και προσπαθούσε να την φιλήσει στο στόμα και να την θωπεύσει στο στήθος (Συμβ. ΑΠ 399/2003 ΝοΒ 51 σελ. 1691).
Συνεπώς το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου με το προσβαλλόμενο βούλευμα, ορθά ερμήνευσε και ορθά εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις• ως εκ τούτου είναι αβάσιμες οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος. Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως και ο εν λόγω αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς – προτείνω: 1) Να απορριφθεί η υπ` αριθμ. 5/4-10-2010 αίτηση αναιρέσεως του …, 48 ετών, δημοτικού υπαλλήλου, κατοίκου …, κατά του υπ` αριθμ. 99/13-9-
2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου. 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήνα 11 Ιανουαρίου 2011
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Τσάγγας”
Αφού άκουσε Τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 4-10-2010 αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπροθέσμως και νομοτύπως ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και στρέφεται κατά του 99/13- 9-2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, το οποίο επιδόθηκε στον ήδη αναιρεσείοντα στις 23-9-2010 και εκδόθηκε από το εν λόγω Συμβούλιο μετά από παραμπομπή για νέα κρίση από τον Άρειο Πάγο που αναίρεσε με την 903/2010 απόφαση του (σε συμβούλιο) προηγούμενο υπ`αριθμό 90/8-7-2009 βούλευμα του ιδίου ως άνω Συμβουλίου Εφετών, το οποίο είχε απορρίψει την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του παραπεμπτικού για τις πράξεις του βιασμού της αποπλανήσεως παιδιού νεότερου των 10 ετών βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου. Επομένως η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή τυπικά και εξετάζεται περαιτέρω. Στην εξεταζόμενη υπόθεση η ενδιάμεση διαδικασία για την περάτωση της κύριας ανακρίσεως άρχισε ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου μέχρι να εκδώσει αυτό παρεμπίπτον βούλευμα για συμπλήρωση της κύριας ανακρίσεως υπό την ισχύ με την αρχική του μορφή του άρθρου πέμπτου του ν.3625/2007, που προέβλεπε ότι στις υποθέσεις με ανήλικους θύματα και των ανωτέρω πράξεων που προβλέπονται από τα άρθρα 336, 339 ΠΚ γίνεται η ανάκριση και η εκδίκαση των εντός δύο ετών από την τέλεση της πράξεως. Το προσβαλλόμενη βούλευμα εκδόθηκε επί της εισαχθείσης με πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 317 παρ.1α, 318, 319, 478 παρ.1α, 481 ΚΠοινΔ στο Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, εφέσεως του ήδη αναιρεσείοντος μετ`αναίρεση από τον Άρειο Πάγο του προηγούμενου βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Εφετών και όχι σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.1 του ν.663/1997 στο οποίο παρέπεμπε το άρθρο 7 του ν.3727/2008 που είχε αντικαταστήσει από
18-12-2008 το άρθρο πέμπτο του ν.3625/2007, δηλαδή λόγω μη συμφωνίας του Προέδρου Εφετών στην εισαγωγή από τον Εισαγγελέα Εφετών για τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις του βιασμού και της αποπλάνησης ανηλίκου ηλικίας μικρότερης των 15 ετών με απευθείας κλήση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων προκειμένου να αποφανθεί αυτό το Συμβούλιο σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠοινΔ προκειμένου να κηρυχθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως απαράδεκτη, ως στρεφόμενη κατά βουλεύματος κατά του οποίου δεν προβλέπεται κατά το νόμο άσκηση αναιρέσεως από τον δι`αυτoύ παραπεμφθέντα για τις άνω πράξεις κατηγορούμενο.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ.1 ΠΚ όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 9 του ν.1419/1984, όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία εξώγαμη ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως τιμωρείται με κάθειρξη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται: α) εξαναγκασμός κάποιου ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας σε εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως, που συντρέχει όταν το πρόσωπο χωρίς τη θέλησή του υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και β) ο εξαναγκασμός του παθόντος προσώπου να γίνεται με απειλή σπουδαίου ή αμέσου κινδύνου που στρέφεται κατά του σώματος, της ζωής ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος του θύματος ή με σωματική βία, που είναι η φυσική δύναμη η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί ή που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί, χωρίς τη θέλησή του σαρκική συνάφεια ή να επιχειρήσει ή να ανεχθεί ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει με καθένα από τους παραπάνω αναφερόμενους τρόπους ή και με τους δύο αυτούς τρόπους, αφού πρόκειται για υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα. Ως ασελγής πράξη, μετά τη νομοθετική αναθεώρηση του 1984 των διατάξεων για τα εγκλήματα που αναφέρονται στη γενετήσια ζωή νοείται κάθε ασελγής ενέργεια που ανάγεται στη γενετήσια και προσβάλλει αντικειμενικώς το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών (μεταξύ δε άλλων η παρά φύση ασέλγεια, η χρησιμοποίηση των γεννητικών οργάνων με σκοπό ηδονιστικό και άλλες παρόμοιες πράξεις που γίνονται με εξαναγκασμό) και συνιστούν σοβαρές προσβολές της γενετήσιας ελευθερίας, κατευθυνόμενες στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας, διακρινόμενες από τη συνουσία κατά φύση που είναι η συνένωση των γεννητικών μορίων δύο ατόμων διαφορετικού φύλου. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που συνίσταται στη γνώση και θέληση του δράστη να εξαναγκάσει άλλον, με σωματική βία η απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου ή και με τους δύο τρόπους μαζί, στις παραπάνω πράξεις εξώγαμης συνουσίας ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και περιλαμβάνει και τη γνώση ότι το άλλο άτομο δεν συναινεί στη συνουσία ή την ασελγή πράξη.
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ.1 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 3 παρ. 4 του Α`κεφαλαίου του ν.3727/2008, όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. β)….γ)….Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του άνω εγκλήματος απαιτείται η τέλεση ασελγούς από οποιαδήποτε άποψη πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δέκα ετών κ.λπ. η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο την συνουσία και την παρά φύση ασέλγεια αλλά και όλες τις άλλες ερωτικές πράξεις με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα κατά τα αμέσως προηγουμένως αναφερθέντα που αντικειμενικά προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, μεταξύ των οποίων και η προστριβή του γεννητικού μορίου του δράστη στο σώμα του θύματος ή η εισαγωγή αυτού στον πρωκτό του ανηλίκου. Υποκειμενικώς απαιτείται να κατευθύνεται η ασελγής πράξη στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη και δόλος αυτού άμεσος ή ενδεχόμενος που πρέπει να καταλαμβάνει όλα τα ως άνω αντικειμενικά στοιχεία της πράξεως και να εκτείνεται και στη γνώση του ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των δέκα κ.λπ. ετών, αρκούντος ως προς το στοιχείο αυτό του ότι ο δράστης αμφιβάλλει ως προς την ηλικία του παθόντος. Μεταξύ του βιασμού και της αποπλανήσεως υπάρχει αληθής κατ`ιδέαν συρροή, διότι μεταξύ των εγκλημάτων αυτών δεν υφίσταται ταυτότητα των προσβαλλομένων αγαθών, τα οποία συγκροτούνται από διαφορετικά στοιχεία το καθένα και κανένα δεν απορροφάται από το άλλο αφού κανένα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο τελέσεως του άλλου και στο μεν έγκλημα του βιασμού προσβάλλεται το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας ενώ στην αποπλάνηση παιδιών προσβάλλεται η αγνότητα της παιδικής ηλικίας από γενετήσιες προσβολές. Εξ άλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ`του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν αναφέρονται σ`αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την κύρια ανάκριση και την τυχόν προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για τη θεμελίωση των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου η ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να είναι αναγκαία χωριστή αναφορά κάθε αποδεικτικού μέσου και να γίνεται μνεία τι ακριβώς συνήγαγε από το καθένα το συμβούλιο. Δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο ή ποια βάρυναν περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Αρκεί μόνο να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της κρίσεώς του όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως αυτό επιβάλλεται από τα άρθρα 177 παρ.1 και 178 ΚΠοινΔ και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ`επιλογή, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ των, διότι στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου επί της ουσίας της υποθέσεως.
Τέλος υπέρβαση εξουσίας, ως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.στ`ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν το δικαστικό Συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά νόμο για την άσκηση της στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν παραλείπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος καίτοι συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκηση της προϋποθέσεις. Από τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ.1 εδαφ.α`, 310 παρ.1 εδ.α`, 313 και 318 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι το δικαστικό Συμβούλιο (Πλημμελειοδικών ή Εφετών) αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Οι ενδείξεις θεωρούνται σοβαρές όταν πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου ή από το αποδεικτικό υλικό που συγκομίσθηκε προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο πρέπει να επιληφθεί και να εξεταστεί στο ακροατήριο τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις. Για να κρίνει το Συμβούλιο αν υπάρχουν ή όχι επαρκείς ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου ή για την απαλλαγή του, θα συνεκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν αξιολογώντας και σταθμίζοντας τα στοιχεία αυτά που είτε ενισχύουν τις άνω ενδείξεις είτε τις αποδυναμώνουν. Το Συμβούλιο εν όψει της ανωτέρω υποχρεώσεις του να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν υπερβαίνει την εξουσία που του παρέχουν τα άρθρα 309, 310 και 313 ΚΠοινΔ, αν περιορισθεί στον έλεγχο και την αξιολόγηση μόνο των στοιχείων που ενισχύουν τις ενδείξεις ή μόνον εκείνων που τις αποδυναμώνουν, εάν, όμως, κατά την έρευνα και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, δεχθεί το Συμβούλιο ως αληθινά ή όχι τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, δεν υπερβαίνει την εξουσία του, εφόσον οι σχετικές παραδοχές στηρίζουν την κρίση του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων (Ολ.ΑΠ 9/2001).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, χωρίς να λάβει υπόψη του τις από αυτό κηρυχθείσες άκυρες χωρίς να διατάξει την επανάληψη των λόγω του ικανού χρόνου που είχε παρέλθει από τότε που φέρεται ότι είχε γίνει η πράξη α)υπ`αριθμ.49/23-11-2007 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της παιδοψυχιάτρου … που διεξήχθη κατά την προκαταρκτική εξέταση που ενήργησε ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου, β)από 26-8-2008 ιατρική πραγματογνωμοσύνη του ορισθέντος ως πραγματογνώμονα με διάταξη του Ανακριτή Α` Τμήματος Πρωτοδικείου Ρόδου Παιδοψυχιάτρου ….. που έγινε κατά την διενεργηθείσα περαιτέρω κυρία ανάκριση και γ)από 5-12-2007 έκθεση αυτοψίας που διενήργησε ο Ανακριτής Πλημμελειοδικών Ρόδου κατά την κύρια ανάκριση καθώς και τα προσαρτημένα και συνοδεύοντα τις εκθέσεις αυτές έγγραφα, δέχθηκε με δικές του σκέψεις ότι από τα αναφερόμενα κατ`είδος λοιπά αποδεικτικά μέσα (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων που εξετάσθηκαν, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο κατηγορούμενος τελώντας σε υπηρεσιακή σχέση με το Δήμο …. ., ο οποίος τον είχε προσλάβει, ασκούσε χρέη προπονητή μπάσκετ στο κλειστό γυμναστήριο του παραπάνω Δήμου, σε ομάδες μικρών παιδιών και δη αγοριών ηλικίας
6-8 ετών. Σε ημερομηνία που δεν προέκυψε επακριβώς, αλλά εντός του χρονικού διαστήματος μεταξύ των μηνών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2006, αφού παρέσυρε στο γραφείο διοίκησης, που βρίσκεται εντός του ως άνω χώρου, τον ανήλικο …, ηλικίας πέντε (5) ετών, που ήταν μαθητής στα μαθήματα μπάσκετ, λέγοντάς του να τον ακολουθήσει προκειμένου να φέρουν τις μπάλες του μπάσκετ, που βρίσκονται εκεί, για να αρχίσει το μάθημα του μπάσκετ το οποίο δίδασκε στον παραπάνω ανήλικο μαζί με άλλους συνομηλίκους του, με πρόθεση τον ακινητοποίησε χρησιμοποιώντας την υπέρτερη σωματική δύναμή του και κρατώντας με το ένα χέρι του το στόμα του, για να μην φωνάξει, ενώ συγχρόνως τον απείλησε ότι αν μιλήσει θα σκότωνε τη μητέρα του και τον μικρό του αδελφό και στη συνέχεια του κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο του και παρά τη θέλησή του εισήγαγε το εν στύσει πέος του στον πρωκτό του παραπάνω ανηλίκου, ικανοποιώντας την γενετήσια επιθυμία του. Στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι ο κατηγορούμενος πραγματικά τέλεσε τις αποδιδόμενες σ`αυτόν ως άνω πράξεις αποτελούν οι καταθέσεις του ανηλίκου στην Ασφάλεια Ρόδου και ενώπιον του Τακτικού Ανακριτή Ρόδου που είναι σαφέστατες, ευκρινείς, ακριβείς παρά την ηλικία του, αλλά και την τραυματική εμπειρία του.
Το γεγονός ότι η ιατροδικαστική έκθεση του παιδοχειρούργου …… δεν διαπίστωσε ευρήματα οφείλεται στο ότι, όπως και ο ίδιος τονίζει, τούτο δεν ήταν εφικτό λόγω του ότι το συμβάν τελέστηκε σε προγενέστερο χρόνο και η οποιαδήποτε επαφή με το σώμα του ανηλίκου δεν μπορεί να διαπιστωθεί. Σημαντική είναι και η κατάθεση της μάρτυρος … δασκάλας του ανηλίκου …, η οποία καταθέτει με σαφήνεια ότι “κατά τα Χριστούγεννα του έτους 2006 άλλαξε η συμπεριφορά του ανηλίκου έγινε ξαφνικά επιθετικός, άρχισε να μην παρακολουθεί και να μην καταλαβαίνει τα μαθήματα”, ενώ η παραπάνω αλλαγή συμπεριφοράς συμπίπτει χρονικά με τον φερόμενο χρόνο τέλεσης των ως άνω εγκλημάτων από τον κατηγορούμενο σε βάρος του ανήλικου και όχι με τη γέννηση νέου μέλους της οικογενείας του, καθώς αυτό συνέβη τον Ιούνιο του 2006, δηλαδή πολύ πριν εντοπιστεί η ως άνω αλλαγή συμπεριφοράς. Πρέπει επίσης να επισημανθεί και η επίμονη άρνηση του ανηλίκου μετά το τελευταίο μάθημα με τον κατηγορούμενο οπότε φέρεται ότι τελέσθηκαν τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείται ο τελευταίος ότι διέπραξε σε βάρος του ανήλικου, να επανέλθει στα μαθήματά του μπάσκετ, ενώ και οι γονείς του ανηλίκου τόσο στις καταθέσεις τους ενώπιον της αστυνομίας όσο και ενώπιον του Ανακριτή αναφέρουν ότι τη συγκεκριμένη ημέρα που πήγαν να πάρουν τον ανήλικο στο τέλος του μαθήματος τον είδαν να κλαίει και σε ερώτηση τους για ποιο λόγο, αυτός απάντησε ότι τον μάλωσε ο δάσκαλος εννοώντας τον κατηγορούμενο. Όσον αφορά τις αντιφάσεις εκ μέρους του ανηλίκου, για το χρόνο τέλεσης των αδικημάτων, πριν ή μετά την προπόνηση αυτές μάλλον οφείλονται αφ`ενός στο μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του χρόνου τελέσεως των εγκλημάτων και της κατάθεσης του ανηλίκου αφ`ετέρου και ιδίως στο ότι το παιδί θέλει να ξεχάσει και να διαγράψει από την μνήμη του τις όποιες τραυματικές εμπειρίες τον αφήνουν οι τελεσθείσες από τον κατηγορούμενο σε βάρος του εγκληματικές πράξεις, για το λόγο δε αυτό άλλωστε δεν κατήγγειλε αμέσως το γεγονός ούτε το αποκάλυψε στους οικείους του, αλλά ένα χρόνο αργότερα. Τέλος δεν προέκυψαν στοιχεία που να καταδεικνύουν την ύπαρξη οιουδήποτε είδους κινήτρων (εχθρότητα κ.λπ.) στην οικογένεια … για να βλάψουν τον κατηγορούμενο. Κατόπιν όλων αυτών κρίνεται ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής κατά του κατηγορουμένου για τις πράξεις του βιασμού και της αποπλάνησης ανηλίκου που δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, που του αποδίδονται και που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16,17,26 παρ.1α, 27 παρ.1, 51, 52, 53, 57, 60, 61, 63, 79, 94 παρ.1, 336 παρ.1, 339 παρ.1α ΠΚ. Επομένως για τις πράξεις αυτές πρέπει να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος ενώπιον του καθ`ύλην και κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου που κατά τις διατάξεις των άρθρων 7 ν.3727/2008, το ν.663/1977, 14 παρ.2 1649/1986, 1ε, 9, 119 παρ.1, 122 παρ.1, 128 και 129 ΚΠοινΔ, είναι το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Δωδεκανήσου….” Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου δέχθηκε την έφεση με αριθμό 1/6-4-2009 του κατηγορούμενου και κήρυξε άκυρες τις αναφερόμενες ανωτέρω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και αυτοψίας ακύρωσε το 16/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Δωδεκανήσου για να δικαστεί ως υπαίτιος του ότι στην … σε χρονικό διάστημα μη επακριβώς προσδιορισθέν αλλά πάντως μεταξύ των μηνών Οκτωβρίου 2006 και Νοεμβρίου 2006: Α)εξανάγκασε άλλον σε ανοχή ασελγούς πράξεως με τη χρήση σωματικής βίας αλλά και με την απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου και ειδικότερα στο κλειστό γυμναστήριο του Δήμου … όπου ασκούσε χρέη προπονητή μπάσκετ σε ομάδες μικρών παιδιών και δη αγοριών 6-7-8 ετών, αφού παρέσυρε στο γραφείο διοίκησης που βρίσκεται εντός του πιο πάνω χώρου τον ανήλικο …, λεγοντάς του να τον ακολουθήσει προκειμένου να φέρουν τις μπάλες του μπάσκετ που βρίσκονταν εκεί για να αρχίσει το μάθημα του μπάσκετ το οποίο δίδασκε στον παραπάνω ανήλικο μαζί με τους άλλους συνομηλίκους του, με πρόθεση τον ακινητοποίησε χρησιμοποιώντας την υπέρτερη σωματική δύναμή του και κρατώντας με το ένα χέρι του το στόμα για να μην φωνάξει, ενώ συγχρόνως τον απείλησε ότι αν μιλήσει θα σκότωνε την μητέρα του και τον μικρό του αδελφό και στην συνέχεια αφού του κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχό του και παρά τη θέλησή του εισήγαγε το πέος του που βρισκόταν σε στύση στον πρωκτό του ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια επιθυμία του. Β)από πρόθεση που περιλαμβάνει την διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του ενήργησε ασελγή πράξη με πρόσωπο που δεν είχε συμπληρώσει τα δέκα έτη και πιο συγκεκριμένα στο κλειστό γυμναστήριο του Δήμου … όπου ασκούσε χρέη προπονητή μπάσκετ σε ομάδες μικρών αγοριών 6-7-8 ετών, αφού παρέσυρε στο γραφείο διοίκησης που βρίσκεται εντός του ως άνω χώρου τον ανήλικο … που ήταν επτά ετών, αφού είχε γεννηθεί στις 15-9-1999, λέγοντας του να τον ακολουθήσει προκειμένου να φέρουν τις μπάλες του μπάσκετ που βρίσκονταν εκεί για να αρχίσει το μάθημα του μπάσκετ το οποίο δίδασκε στον παραπάνω ανήλικο μαζί με άλλους συνομήλικους του εισήγαγε το πέος του που βρισκόταν σε στύση στον πρωκτό του παραπάνω ανήλικου ο οποίος δεν είχε συμπληρώσει το 10ο έτος της ηλικίας του, γεγονός που αυτός γνώριζε καθώς, όπως προαναφέρθηκε ο παραπάνω ανήλικος ήταν μαθητής στα μαθήματα μπάσκετ για αγόρια ηλικίας 6-7-8 ετών που πραγματοποιούσε ο κατηγορούμενος ως προπονητής στο ως άνω γυμναστήριο. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών στο προσβαλλόμενο βούλευμά του διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει σ`αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες ο ήδη αναιρεσείων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο. Επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 336 παρ.1 και 339 παρ.1α του ΠΚ τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ποιες ήταν οι συγκεκριμένες πράξεις και τα πραγματικά περιστατικά υπό τα οποία τελέσθηκε από τον ήδη αναιρεσείοντα σε βάρος του παθόντος ανήλικου η ασελγής πράξη που αποδίδεται σ`αυτόν καθώς και η σωματική βία και οι απειλές που χρησιμοποιήθηκαν κατά αυτού για να υποστεί την πράξη αυτή παρά τη θέλησή του, ότι αυτή συνιστά ασελγή πράξη καθώς και ότι πρόκειται για τέτοια εμπίπτουσα στα άρθρα 336 και 339 παρ.1 ΠΚ, ως αντικειμενικά προσβάλλουσα το αίσθημα της αιδούς των ηθών και της αγνότητας της παιδικής ηλικίας και υποκειμενικά κατευθυνόμενη στην ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του. Ακόμη γίνεται δεκτό ότι ο δράστης από πρόθεση ακινητοποίησε τον ανήλικο με την υπέρτερη σωματική δύναμη κρατώντας με το ένα χέρι του το στόμα του για να μη φωνάξει προφανώς για να μην εξωτερικεύσει την αντίθετη βούλησή του να υποστεί την ασελγή πράξη και δεν χρειαζόταν παράθεση περαιτέρω πραγματικών περιστατικών ως προς την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για τη γνώση του ήδη αναιρεσείοντος ότι ο ανήλικος παθών δεν συναινούσε στην πράξη αυτήν και περαιτέρω παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με την μέχρι οκτώ στην ηλικία των παιδιών που είχε αναλάβει ο ήδη αναιρεσείων να τους κάνει μαθήματα καλαθοσφαιρίσεως μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ο ανωτέρω ανήλικος προς αιτιολόγηση και του στοιχείου της γνώσεως ότι η ηλικία του παθόντος κατά του οποίου κατευθυνόταν η ασελγής πράξη ήταν μικρότερη των δέκα ετών. Υπάρχει περαιτέρω επαρκής αιτιολογία, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο Εφετών και από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν, με την αναφορά κατά το είδος των επί μέρους αποδείξεων στο οικείο μέρος του σκεπτικού του προσβαλλομένου βουλεύματος. Αρκούσε η αναφορά αυτή χωρίς να είναι απαραίτητο για την πληρότητα της αιτιολογίας να εκτίθεται στο σκεπτικό του βουλεύματος και τι προέκυψε από το κάθε αποδεικτικό μέσο. Δεν ήταν αναγκαίο να γίνει συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση, κάθε αποδεικτικού μέσου από αυτά που λήφθηκαν υπόψη. Το γεγονός ότι στο σκεπτικό του ανωτέρω βουλεύματος εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα όπως οι καταθέσεις του ανήλικου παθόντος στην Ασφάλεια Ρόδου και ενώπιον του Τακτικού Ανακριτή, η ιατροδικαστική έκθεση του Παιδοχειρούργου … για τη μη διαπίστωση ευρημάτων λόγω του ότι το συμβάν είχε τελεσθεί σε προγενέστερο χρόνο και δεν μπορεί να διαπιστωθεί η οποιαδήποτε επαφή με το σώμα του ανηλίκου, η κατάθεση της μάρτυρος …, δασκάλας του ανήλικου δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα ότι αγνοήθηκαν οι λοιπές αποδείξεις που αναφέρονται και λήφθηκαν υπόψη όπως και το υπόμνημα του κατηγορουμένου ως προς την έκθεση των απόψεών του. Το Συμβούλιο Εφετών με την αναφορά της τυπικής στην αρχή της σκέψεως του βουλεύματος για τα αποδεικτικά μέσα φράσεως “από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση” δεν περιόρισε τα αποδεικτικά μέσα που συνεκτίμησε και αξιολόγησε μόνον στις κατά την κύρια ανάκριση ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής μόνον. Από την παράθεση στη συνέχεια, ως ληφθέντων υπόψη αποδεικτικών μέσων των καταθέσεων των ενόρκων εξετασθέντων μαρτύρων των εγγράφων και της απολογίας του κατηγορουμένου και την αναφορά σε άλλα σημεία του σκεπτικού στις καταθέσεις του παθόντος ανήλικου και των γονέων του που δόθηκαν τόσο ενώπιον των αστυνομικών της Ασφάλειας Ρόδου όσο και ενώπιον του Ανακριτή, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν οι καταθέσεις όλων των μαρτύρων τόσο κατά την κύρια ανάκριση όσο και κατά το προηγηθέν αυτής στάδιο προδικασίας στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Ρόδου. Είναι απορριπτέες οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του ήδη αναιρεσείοντος ότι το Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα παρέλειψε να λάβει υπόψη του και να αξιολογήσει και τις καταθέσεις των γονέων του ανηλίκου …, … και … καθώς και της μητέρας του πατέρα του ανωτέρω ανηλίκου που δόθηκαν κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Ρόδου καθώς και ότι για να καταλήξει το Συμβούλιο Εφετών στην παραπεμπτική για τον αναιρεσείοντα κρίση του έλαβε υπόψη του μόνο τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις κατά την κύρια ανάκριση.
Το Συμβούλιο Εφετών μετά από αξιολόγηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων, πλην των κηρυχθέντων ακύρων με το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε ότι προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν αντικειμενικώς και υποκειμενικώς τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες έκρινε ότι είναι επαρκείς οι ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου και δεν περιορίσθηκε σε επιλεκτική αξιολόγηση και εκτίμηση μόνο εκείνων των αποδείξεων που ενίσχυαν τις παραπάνω παραδοχές του. Έτσι δεν στερείται το προσβαλλόμενο βούλευμα ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ούτε ως προς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία κατέληξε στην ως άνω κρίση του και είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.α`ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως. Επίσης το Συμβούλιο δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.στ`ΚΠοινΔ πλημμέλεια της υπερβάσεως αρνητικά της εξουσίας του αφού δεν παρέλειψε να αξιολογήσει και να συνεκτιμήσει τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενώπιον των αστυνομικών της Υποδιευθύνσεως Ασφάλειας στη Ρόδο, με συνέπεια να είναι αβάσιμος και ο στηριζόμενος στην πιο πάνω διάταξη σχετικός λόγος αναιρέσεως. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος μεταξύ των οποίων και αυτές με τις οποίες επισημαίνεται η μη διευκρίνιση από τον πατέρα του ανήλικου όταν εξεταζόταν στον ανακριτή στη Ρόδο εάν πριν ή μετά την προπόνηση μετέβη το παιδί στα αποδυτήρια και η διαφοροποίηση της καταθέσεως της μητέρας του ανηλίκου στον Ανακριτή στην οποία ανέφερε ότι το παιδί της πήγε στα αποδυτήρια πριν να αρχίσει η προπόνηση ενώ στην προηγηθείσα κατάθεση της στην Ασφάλεια Ρόδου η ίδια είχε αναφέρει ότι η επίσκεψη αυτή έλαβε χώρα μετά την προπόνηση και η υποστήριξη από τον ήδη αναιρεσείοντα ότι ήταν αδύνατο να λάβει χώρα πριν από την έναρξη των μαθημάτων η καταγγελόμενη πράξη στον συγκεκριμένο χώρο δεν στοιχειοθετούν πλημμέλεια του προσβαλλόμενου βουλεύματος για μη αιτιολόγηση ειδικώς με την παράθεση σκέψεων είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες διότι υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου.
Μετά τα ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 4 Οκτωβρίου 2010 αίτηση του … για αναίρεση του 99/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 2011.
Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαΐου 2011.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ