ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Διονυσία Μπιτζούνη, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου και Ελισάβετ Τσιρακίδου-
Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειου Παππαδά (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου … του …, κατοίκου … και ήδη κρατούμενου στο Κ.Κ.Τρίπολης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πέτρο Σαμπράκο, για αναίρεση της υπ`αριθ. 21/2018 αποφάσεως του Μ.Ο.Ε. Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. .. του …, κάτοικο … και 2. … του …, κάτοικο … οι οποίοι δε παραστάθηκαν. Το Μ.Ο.Ε. Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιουλίου 2019 αίτησή του αναιρέσεως, που ασκήθηκε ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Τριπόλεως, …, και έλαβε αριθμό Β. Ενδ. Μέσων ../2019, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ../19.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση για την απόρριψη των ελαφρυντικών άρθρου 84 παρ. 2ε Π.Κ, να παραπεμφθεί, ως προς το ως άνω αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως και να απορριφθεί κατά τα λοιπά και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Για το ορισμένο του προβλεπόμενου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ`ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως για έλλειψη της, επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και, δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται σ`αυτόν, σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή και, εάν μεν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, πρέπει να προτείνεται η ανυπαρξία αυτής ως προς όλα ή ως προς συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, εάν δε υπάρχει αιτιολογία αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη πρέπει να διευκρινίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψή της και να προσδιορίζονται οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ.ΑΠ 2/2002, 19/2001). Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση (212018 του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου) η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, συνισταμένης σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, σε εσφαλμένη αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, με παράθεση περικοπών από το περιεχόμενο ορισμένων από τα εξετασθέντα κατά την ακροαματική διαδικασία αποδεικτικά μέσα (μαρτυρικές καταθέσεις, ιατροδικαστική έκθεση), σκέψεων και συλλογισμών του αναιρεσείοντος, που, κατά την άποψή του, οδηγούν σε διαφορετικό συμπέρασμα από εκείνο, στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας, καθώς και εκτιμήσεων του ιδίου, ότι από τα ερευνηθέντα αποδεικτικά μέσα δεν προκύπτει η ενοχή του για την αξιόποινη πράξη της αποπλάνησης παιδιού, που συμπλήρωσε τα δώδεκα (12) έτη αλλά όχι τα δεκατέσσερα (14) έτη, για την οποία καταδικάστηκε. Οι αιτιάσεις, όμως, αυτές, που αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και αποτελούν απλώς επιχειρήματα προς απόσειση της ενοχής του αναιρεσείοντος και αμφισβήτηση των εις βάρος αυτού ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της, δεν συνιστούν, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, λόγους αναιρέσεως και απαραδέκτως προβάλλονται, διότι, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ`του ΚΠοινΔ, πλήττουν την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο, άλλωστε, δεν απαιτείται να διευκρινίζει στο σκεπτικό του από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή του ούτε χρειάζεται να μνημονεύει τι προέκυψε από το καθένα από αυτά ή να προσδιορίζει την αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Κατόπιν αυτών, με βάση το προεκτεθέν περιεχόμενο του παραπάνω αναιρετικού λόγου, δεν συντρέχει ούτε περίπτωση απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, λόγω παραβίασης του δικαιώματος συμμετοχής του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη, κατά το άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., και ακολούθως είναι απαράδεκτος ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο γίνεται επίκληση των πλημμελειών από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α`και Δ`του ΚΠοινΔ, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ.1 περ.β`του προϊσχύσαντος Π.Κ., η οποία δεν έχει διαφοροποιηθεί ουσιωδώς από την αντίστοιχη διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα, που άρχισε να ισχύει από 1-7-2019 (ν.4619/2019), “Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α)…,β)αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ)…”. Από την εν λόγω διάταξη, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από γενετήσια άποψη, πράξης με πρόσωπο νεότερο των δέκα πέντε (15) ετών, κατά τις σε αυτήν ως προς την ηλικία διακρίσεις και προβλεπόμενες αντίστοιχα ποινές, η οποία, αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Με την έννοια αυτή, αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και η ψαύση και η θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανηλίκου, ο εναγκαλισμός και ο ασπασμός στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφόσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Ο δράστης πρέπει να γνωρίζει, ότι το πρόσωπο, κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του, έχει ηλικία κατώτερη των 15 ετών, αρκεί, όμως, ως προς το σημείο αυτό και ο ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει, όταν ο δράστης αμφιβάλλει ως προς την ηλικία του παθόντος. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ. αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχουν σημασία. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 337 παρ.1 του Π.Κ. όπως ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της επίδικης αξιόποινης πράξης και έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, μη διαφοροποιούμενη επίσης ουσιωδώς από την ήδη ισχύουσα αντίστοιχη διάταξη του νέου Π.Κ., “Όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια του άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή”. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου, στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι “ασελγείς χειρονομίες” είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως. Οι “προτάσεις” μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες που πρέπει να αφορούν την τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή. Όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη, αλλά πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατατείνει στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη της παθούσας, τότε δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 του Π.Κ.
Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ`του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ`αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ`είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ`επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Η συνδρομή του δόλου, κατ`αρχήν, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνο δε όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως αναφέρεται, τόσο στην κρίση για την ενοχή, όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, κατά τα άρθρα 171 παρ.2 (πρώην 170 παρ.2) και 333 παρ.2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 171 παρ.2 του νέου ΚΠοινΔ (υπό την ισχύ του οποίου ασκήθηκε η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης) που επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α`του ΚΠοινΔ ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ`του ΚΠοινΔ. Το δικαστήριο, όμως, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε ισχυρισμό που δεν είναι αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, ή δεν προβάλλεται παραδεκτά για άλλο λόγο ή δεν είναι νόμιμος, και μάλιστα να αιτιολογήσει ιδιαίτερα την απόρριψή του, αφού οι αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί αντιμετωπίζονται με την αιτιολογημένη περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση της απόφασης. Η αμφισβήτηση από τον αναιρεσείοντα του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης που αποδίδεται σε βάρος του και η επίκληση από αυτόν διαφορετικού (ηπιότερου) νομικού χαρακτηρισμού δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά άρνηση της κατηγορίας, όπως αυτή εξειδικεύεται στο κατηγορητήριο, ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ`αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που συνιστά λόγο αναιρέσεως, κατ`αρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε`του ΚΠοινΔ., υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της υπ`αριθμόν 21/2018 προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ναυπλίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ`είδος σ`αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα εξής, μετά από παράθεση νομικής σκέψης: “.. .. του .. και .., ανήλικη, δεκατριών (13) ετών (γεν. στις 10-11-2000) στις 2-2-2014 (χρόνος που έλαβαν χώρα τα ερευνώμενα περιστατικά) ζούσε με τους γονείς της, … του .. και … του .., καθώς και με τις αδελφές της, .., ηλικίας κατά τον ανωτέρω χρόνο, δεκατεσσάρων (14) ετών, και .., στις …. Ο κατηγορούμενος, … του .., κατοικούσε στη θέση “… και εργαζόταν ως μάγειρας στο Ψυχιατρικό Τμήμα του Γενικού …, ενώ μεταξύ αυτού και της οικογένειας .. είχαν αναπτυχθεί, ήδη από το έτος 2008, δεσμοί οικογενειακής φιλίας, στα πλαίσια της οποίας αντάλλασσαν επισκέψεις και πραγματοποιούσαν κοινές οικογενειακές εξόδους. Στις 2-2-2014 και περί ώρα 18:30 η ανωτέρω ανήλικη …, ενώ βρισκόταν με την αδελφή της Δ. και φίλους τους σε καφετέρια στην Τρίπολη με το διακριτικό τίτλο “…”, δέχθηκε τηλεφώνημα από τον κατηγορούμενο, ο οποίος της ζήτησε να συναντηθούν έξω από την καφετέρια με το διακριτικό τίτλο “…”, που επίσης βρισκόταν στην Τρίπολη. Πράγματι, η ανωτέρω δέχθηκε και συνοδευόμενη από την αδελφή της . μετέβη στην ως άνω καφετέρια. Εκεί την ανέμενε, ο κατηγορούμενος εντός του αυτοκινήτου του και της πρότεινε να πάνε μία βόλτα για καφέ, ενώ από την αδελφή της… ζήτησε να επιστρέψει στην παρέα της, αφού την ευχαρίστησε που συνόδεψε την αδελφή της. Μόλις η ανήλικη . εισήλθε στο IX επιβατηγό αυτοκίνητο του κατηγορούμενου, ο κατηγορούμενος κατευθύνθηκε σε καφετέρια, που είχε ήδη επιλέξει ο ίδιος, ευρισκόμενη στην Ε.Ο. …, μετά τη θέση “…, που φέρει το διακριτικό τίτλο “…”. Η εν λόγω καφετέρια βρίσκεται σε απομονωμένη θέση, σε σχέση με τις υπόλοιπες καφετέριες της πόλης της Τρίπολης, είναι ξύλινη στο σύνολο της και αποτελείται από ισόγειο όροφο και πατάρι. Όταν έφτασαν στην εν λόγω καφετέρια κατευθύνθηκαν στο πατάρι όπου δεν υπήρχε άλλος κόσμος. Ο κατηγορούμενος παρήγγειλε και ήπιαν τόσο ο ίδιος όσο και η ανήλικη οινοπνευματώδη ποτά και συγκεκριμένα ουίσκι με coca – cola. Αμέσως μετά ο κατηγορούμενος άρχισε να φλερτάρει έντονα την ανήλικη, έχοντας πρόδηλα ερωτική διάθεση, λέγοντας της ότι τη “γουστάρει” και ότι τη “θέλει”, επισημαίνοντάς της ότι έχει πολύ καιρό να συνευρεθεί ερωτικά με τη σύζυγο του, με την οποία κοιμούνται σε χωριστά κρεβάτια. Επίσης, της είπε ότι θα της αγοράσει ένα ακριβό δώρο για τα γενέθλιά της και συγκεκριμένα, ένα “tablet”, και ότι προτίθεται να πληρώσει ο ίδιος για όλα τα έξοδα που απαιτούνταν για τη σχολή αισθητικής, όπου ήθελε να φοιτήσει η ανωτέρω παθούσα, όπως του είχε η ίδια δηλώσει. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος την αγκάλιασε με πάθος φιλώντας την επανειλημμένα στο στόμα και θωπεύοντας την στο στήθος και σε διάφορα μέρη του σώματος της, πράξεις οι οποίες διήρκεσαν καθόλο το χρονικό διάστημα που έμειναν στην προαναφερόμενα καφετέρια. Στη συνέχεια πρότεινε στην ανήλικη να φύγουν από την καφετέρια και να καθίσουν στο αυτοκίνητο να συνεχίσουν τη συζήτησή τους, γεγονός που η τελευταία δέχθηκε. Αφού εισήλθαν στο αυτοκίνητο, ο κατηγορούμενος συνέχισε να έχει την ίδια – ερωτική συμπεριφορά απέναντι στην ανήλικη, φιλώντας την στο στόμα επανειλημμένα και θωπεύοντάς την σε διάφορα μέρη του σώματος της. Ακολούθως, οδήγησε την ανήλικη στον προαύλιο χώρο γειτονικής εκκλησίας, όπου, εκμεταλλευόμενος την ερημική τοποθεσία, συνέχισε να ερωτοτροπεί, πλέον στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου με την ανήλικη, η οποία δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια να τον αποφύγει. Τέλος αφού αφαίρεσαν οι ανωτέρω τα ρούχα τους, ο κατηγορούμενος εισήγαγε το πέος του στον κόλπο της ανήλικης χωρίς να εκσπερματίσει. Μετά ταύτα, λόγω του προκεχωρημένου της ώρας και ενόψει του ότι η ανήλικη ζητούσε να επιστρέψει, προκειμένου να προλάβει το λεωφορείο στην Τρίπολη για να μεταβεί στην κατοικία της, αναχώρησαν και η ανήλικη, περί ώρα 8:15 επέστρεψε στην καφετέρια “…”, όπου βρισκόταν η αδελφή της. Αμέσως μετά αναχώρησαν προκειμένου να προλάβουν το λεωφορείο που αναχωρούσε στις 8:30 από την Τρίπολη για την κατοικία τους. Μόλις επέστρεψαν στην κατοικία τους, η ανήλικη … πήγε στην τουαλέτα προκειμένου να πλυθεί, όπου και παρέμεινε πολύ ώρα, γεγονός που επισήμανε στην κατάθεση της και η αδελφή της …, χωρίς να αποκαλύψει στα αδέλφια της και στους γονείς της τα όσα είχαν συμβεί. Μάλιστα η μητέρα της .. .. έμαθε τα όσα συνέβησαν μόλις στις 23-2-2014 από την …, στενή φίλη της κόρης της …, η οποία της αποκάλυψε το γεγονός, ενώ με τη θυγατέρα της μίλησε το πρώτον για το περιστατικό στις 25-2-2014, οπότε και άμεσα (27-2-2014) υπεβλήθησαν από την ανήλικη και τους γονείς της οι οικείες εγκλήσεις στην αστυνομία. Τα ανωτέρω προκύπτουν εναργώς και από: α) την από 3-11-2015 ανωμοτί κατάθεση της παθούσας ανήλικης, η οποία, σύμφωνα με την υπ` αριθμ. …6-2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του παιδοψυχιάτρου …, που συντάχθηκε κατ` άρθρο 226 Α παρ. παρ. 1 -2 ΚΠΔ, είναι σε θέση να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα και τη φαντασία από την πραγματικότητα, ενώ δεν ελέγχεται σε αυτή η παρουσία ψυχωσικών διαταραχών, β) το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε ήδη από τις αρχές Ιανουαρίου 2014 αποστείλει τηλεφωνικό μήνυμα στην ανωτέρω ανήλικη απευθύνοντας της τη φράση “Μωρό μου έχεις κενό να πάμε για καφέ;” γεγονός που δεικνύει ότι ήδη ο ανωτέρω επιδίωκε ερωτικές σχέσεις με την ανήλικη, την οποία αποκαλούσε “μωρό” του, γ) το γεγονός ότι οι τοποθεσίες που αναφέρει η ανήλικη στις καταθέσεις της είναι υπαρκτές και όχι φανταστικές και αναγνωρίστηκαν από τη μητέρα της με βάση τις φωτογραφίες που προσκομίστηκαν,
δ) το γεγονός ότι η ανήλικη παθούσα, μετά τις 2-2-2014 άλλαξε αιφνίδια συμπεριφορά και κλείστηκε στον εαυτό της, όπως κατέθεσαν μετά λόγου γνώσεως, τόσο η μητέρα της όσο και η αδελφή της, γεγονός που συνάδει απόλυτα με την ψυχολογική κατάσταση ανηλίκου μετά από μία ανεπιθύμητη ή έστω αμφισβητούμενης αμοιβαιότητας αισθημάτων ερωτική συνεύρεση και ε) το γεγονός ότι ουδόλως προέκυψε ότι υφίστατο οποιαδήποτε οικονομική ή άλλης φύσεως σκοπιμότητα από την πλευρά της ανήλικης και της οικογενείας της, αφού μετά το επίμαχο συμβάν ουδείς ήλθε σε επαφή με τον κατηγορούμενο.
Εξάλλου η οικονομική κατάσταση του κατηγορουμένου και το ύψος των εισοδημάτων του, ουδόλως δικαιολογούν την υπόνοια για οιασδήποτε μορφής οικονομική συναλλαγή. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, η πράξη που τελέστηκε από τον κατηγορούμενο πληροί τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού που έχει συμπληρώσει τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη της ηλικίας του (αρθρ. 339 παρ.1 β` ΠΚ) και όχι της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρθρ. 337 παρ. 1 ΠΚ), όπως αβάσιμα ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται, αφού η συνουσία αποτελεί κατεξοχήν ασελγή πράξη και όχι απλά ασελγή χειρονομία ή πρόταση που αφορά ασελγή πράξη. Επομένως η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ` ουσίαν βάσιμη και, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της πράξης της αποπλάνησης παιδιού που έχει συμπληρώσει τα δώδεκα έτη αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη της ηλικίας του, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξεως της αποπλάνησης παιδιού που συμπλήρωσε τα δώδεκα (12) έτη, αλλά όχι τα δέκα τέσσερα (14) έτη, για την οποία επέβαλε σ`αυτόν ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών και κατέγνωσε σ`αυτόν πρόσκαιρη αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων επί τρία (3) έτη, με το ακόλουθο διατακτικό: “Κηρύσσει αυτόν ένοχο του ότι: Στην Ε.Ο …, μετά το τ.δ …, στις 2.2.2014 με πρόθεση ενήργησε ασελγείς πράξεις με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών και δη με πρόσωπο που είχε συμπληρώσει τα δώδεκα αλλά τα δεκατέσσερα έτη της ηλικίας του και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, εντός καφετέριας πήρε αγκαλιά του και φίλησε στο στόμα την ανήλικη .. .. του … και … που γεννήθηκε στις 10.11.2000, εν συνεχεία δε την επιβίβασε στο αυτοκίνητο του και την οδήγησε σε ερημική τοποθεσία στην ίδια περιοχή πλησίον εκκλησίας, όπου , αφού της αφαίρεσε τα ρούχα της, εισήγαγε το πέος του στον κόλπο της, ήτοι ενήργησε πράξεις που αντικειμενικώς προσβάλλουν σοβαρά το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών και την αγνότητα της παιδικής ηλικίας, με σκοπό τη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται,
η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ`αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος τούτου, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεση του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο ξεχωριστά, καθώς και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Δικαστήριο της ουσίας έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1 και 339 παρ.1 στοιχ.β`του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση παρατίθενται με πληρότητα οι ασελγείς πράξεις του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, και συγκεκριμένα ότι αυτός, αφού οδήγησε την ηλικίας 13 ετών ανήλικη παθούσα σε ερημική τοποθεσία με το αυτοκίνητό του, προέβη εντός αυτού σε θωπείες σε διάφορα μέρη του σώματός της, φιλώντας την στο στόμα και στη συνέχεια, αφού αφαίρεσαν τα ενδύματά τους, ήλθε σε ερωτική συνουσία με αυτήν. Διαλαμβάνεται επίσης το αναγκαίο για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του παραπάνω εγκλήματος στοιχείο της γνώσεως από μέρους του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος της ηλικίας της παθούσας, το οποίο σαφώς συνάγεται από την περιγραφόμενη στις παραδοχές της απόφασης φιλική σχέση που είχε αυτός με την οικογένειά της. Ακόμη με βάση τις παραδοχές της άνω αποφάσεως, που είναι ανέλεγκτες αναιρετικώς ως προς τα επισυμβάντα πραγματικά περιστατικά, προκύπτει ότι η περιγραφόμενη συμπεριφορά του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος συνίστατο σε πράξεις με έντονο γενετήσιο και ηδονηστικό χαρακτήρα, οι οποίες προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη της παθούσας, όπως δε αναφέρεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν πρόκειται περί απλών ασελγών χειρονομιών ήσσονος σημασίας, ώστε να κριθούν ως προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, κατ`αρθρο 337 του Π.Κ., παρά τα αντίθετα αβασίμως υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο. Εν όψει αυτών, το άνω Δικαστήριο της ουσίας δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει με πρόσθετη ιδιαίτερη αιτιολογία, τόσο ως προς τον ισχυρισμό του ότι αυτός τέλεσε το πλημμέλημα του άρθρου 337 του Π.Κ., όσο και ως προς τον ειδικότερο ισχυρισμό του περί αρνήσεως των περιστατικών της εις βάρος του κατηγορίας, αφού όπως στη μείζονα σκέψη αναφέρθηκε, και οι δύο αυτοί ισχυρισμοί είναι αρνητικοί της κατηγορίας, ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος της αποπλάνησης παιδιού που συμπλήρωσε τα δώδεκα (12) έτη αλλά όχι τα δέκα τέσσερα (14) έτη, εν τούτοις όμως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας απάντησε αιτιολογημένα με την προσβαλλόμενη απόφασή του και τους απέρριψε, τόσο με ειδική σχετική σκέψη στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όσο και με την κατάφαση της περί ενοχής του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος κρίση του, που διαλαμβάνεται στις ανωτέρω παραδοχές.
Συνεπώς: Α) ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 171 παρ.2 ΚΠοινΔ), άλλως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατ`άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α`και Δ`αντίστοιχα του ΚΠοινΔ, λόγω μη απαντήσεως στους προβληθέντες από τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα ισχυρισμούς: α) περί αρνήσεως της εις βάρος του κατηγορίας και β) περί εσφαλμένης μη εφαρμογής του άρθρου 337 του Π.Κ. αντί του άρθρου 339 του ΠΚ που εφαρμόσθηκε και Β) ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 339 παρ.1 στοιχ.β`του ΠΚ, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε`του ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι. Οι προβαλλόμενες με τους ίδιους ως άνω δεύτερο και τρίτο λόγους αναιρέσεως λοιπές αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον εξ αυτών συνάγονται, κατά την άποψη του αναιρεσείοντα, αντίθετα συμπεράσματα από αυτά στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας, είναι απαράδεκτες, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται ανεπιτρέπτως η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Με το άρθρο πρώτο του ν.4619/2019 (ΦΕΚ Α`95/11-6-2019) κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-7-2019 (άρθρο δεύτερο του ανωτέρω νόμου και άρθρο 460 του νέου Π.Κ.). Στο άρθρο 2 παρ.1 του νέου Π.Κ. ορίζεται ότι:
“Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι τροποποιείται η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές, ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον”.
Επιεικέστερος είναι ο νόμος, που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι`αυτόν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 84 παρ.1 του νέου Π.Κ., που ισχύει από 1-7-2019 (ν.4619/2019), “η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώσεις που συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις”. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, θεωρούνται, μεταξύ άλλων, και: 1) η υπό στοιχείο α`, η οποία συνίσταται στο “ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα”. Με την προαναφερθείσα τροποποίηση, που επέφερε ο νέος Π.Κ, κριτήριο για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, η οποία υπάρχει, όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου.
Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 στοιχ.α`του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Π.Κ. είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας διάταξης, η οποία όριζε ότι η υπό στοιχείο α`ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο ότι “ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή”, διότι με τη νέα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, αφού υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της “νόμιμης” ζωής έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της “έντιμης” ζωής, που απαιτούνταν από την προϊσχύσασα διάταξη και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το Σύνταγμα “απαραβίαστη” προηγούμενη ατομική και οικογενειακή ζωή του υπαιτίου. 2)Κατά το ίδιο ως άνω άρθρο 84 παρ.2 του νέου Π.Κ., η υπό στοιχείο ε` ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο ότι “ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του”. Για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς, πρέπει η συμπεριφορά του υπαιτίου να είναι θετική και επωφελής για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη και να αναφέρεται σε πραγματικά περιστατικά δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής συμβιώσεως του δράστη, από τα οποία να προκύπτει σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα του, μη αρκούσης της απλής καλής και συνήθους συμπεριφοράς. Όμως, η διάταξη αυτή είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας, διότι η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου αξιολογείται ως ελαφρυντική περίσταση και στην περίπτωση που υφίσταται τον εξαναγκασμό του καταστήματος κράτησης, περίπτωση που δεν προβλεπόταν προηγουμένως. Εξάλλου, από το άρθρο 59 του Π.Κ., όπως τροποποιήθηκε με το ν.4613/2019 και ισχύει από 1-7-2019, που ορίζει ότι “παρεπόμενες ποινές είναι: α)η αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων,
β)η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος, γ)η αφαίρεση άδειας οδήγησης ή εκμετάλλευσης μεταφορικού μέσου, δ)η δημοσίευση καταδικαστικής αποφάσεως και ε)η δήμευση”, συνάγεται ότι δεν περιλαμβάνεται πλέον στις παρεπόμενες ποινές η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του καταδικασθέντος, που προβλεπόταν από τα άρθρα 59 επ. του ίδιου Κώδικα πριν από την τροποποίησή του με τον ως άνω νόμο και, συνεπώς, τροποποιήθηκε κατά τρόπο ευμενέστερο για τον αναιρεσείοντα το προϊσχύον άρθρο 59 του Π.Κ., που προέβλεπε την παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του καταδικασθέντος κατηγορουμένου στις εκεί οριζόμενες περιπτώσεις, η οποία ήδη καταργήθηκε. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ`του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτός περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ.2 του Π.Κ., αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα ποινής. Τέλος, κατά το άρθρο 511 εδ.α`και δ`του νέου ΚΠοινΔ, που ισχύει από 1-7-2019 (ν.4619/2019), “Αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως όλους τους λόγους αναίρεσης που αναφέρονται στην παρ.1 του άρθρου 510….Επίσης, αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευσή της”, κατά δε το άρθρο 589 παρ.3 του ίδιου ως άνω Κώδικα, “Αποφάσεις και βουλεύματα που εκδόθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος κώδικα υπόκεινται στα ένδικα μέσα και στις διατυπώσεις άσκησής τους που προέβλεπε ο καταργούμενος κώδικας ποινικής δικονομίας και εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα”. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, υπέβαλε δια του συνηγόρου του εγγράφως τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου της ουσίας, ήτοι περί συνδρομής στο πρόσωπό του, των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου (άρθρο 84 παρ.2α`ΠΚ) και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς (άρθρο 84 παρ.2ε`ΠΚ), επικαλούμενος για τη θεμελίωσή τους τα ακόλουθα κατά το ενδιαφέρον εδώ μέρος τους: ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΩΝ Ποτέ δεν έχω καταδικασθεί. Μοχθώ καθημερινά για τα προς το ζην, είμαι μάγειρας στο …. είμαι ετών 56 και ποτέ δεν έχω δώσει κανένα δικαίωμα στην έννομη τάξη, στην κοινωνία στην εργασία μου και στον περίγυρο μου.
Συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση ότι ο κατηγορούμενος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (άρθρο 84 παρ. 2 περ. α` Π.Κ.). Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος μέχρι της πράξεως διήγαγε έντιμο, ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό βίο και δεν είχε απασχολήσει ποτέ με οποιοδήποτε τρόπο τις αστυνομικές ή ανακριτικές αρχές.
Ποτέ δεν έχω διωχθεί κανένας δεν έχει εκφράσει το παραμικρό παράπονο προς το πρόσωπο μου. Είμαι έντιμος και ζω έντιμα.
Ειδικότερα αυτό προκύπτει:
α. Από το αντίγραφο του ποινικού του μητρώου, το οποίο είναι λευκό.
β. Από την συμπεριφορά μου με τις διωκτικές αρχές , τις αστυνομικές αρχές και τις δικαστικές αρχές.
γ. Έχω δημιουργήσει οικογένεια, είμαι παντρεμένος 30 χρόνια. Με την σύζυγο μου αποκτήσαμε 3 τέκνα. Την … που σήμερα είναι 29 ετών παντρεμένη και έχει την δική της οικογένεια, τον … που σήμερα είναι 27 ετών και σπουδάζει στην σχολή μαγειρικής του Ο.Α.Ε.Δ. προσφέροντας τις υπηρεσίες τους και στον Ελληνικό Στρατό και τον … ανήλικο ετών 16 σήμερα. Κανένα από τα παιδιά δεν παραστράτησε κανένα δεν έχει εμπλοκή με τον νόμο.
δ. Έχω δημιουργήσει επαγγελματική δραστηριότητα.
Είμαι 30 χρόνια υπάλληλος του …, εργάζομαι ως μάγειρας ποτέ δεν έχω τιμωρηθεί πειθαρχικά ποτέ δεν έχει κανείς αναφέρει το παραμικρό σχόλιο για εμένα με εκτιμούν και με σέβονται όπως και εγώ όλες τις διοικήσεις τους συναδέλφους και τους τροφίμους……Η καλή συμπεριφορά μου και η ευσυνείδητη επαγγελματική μου δραστηριότητα φαίνεται και προκύπτει από τα εξής γεγονότα:
1ον. Στην πληττόμενη απόφαση 4,5,6,7,8,9/2017 του Μ.Ο.Δ. Ναυπλίου και στα πρακτικά αυτής προκύπτει ακόμη και οι μάρτυρες της πολιτικής αγωγής δεν έχουν τίποτε να προσάψουν για την συμπεριφορά μου πριν και μετά το φερόμενο αδίκημα προκύπτει ότι ήμουν υποδειγματικός.
2ον. Στην πληττόμενη απόφαση 4,5,6,7,8,9/2017 του Μ.Ο.Δ. Ναυπλίου, ο εξετασθείς μάρτυρας υπεράσπισης … φίλος και των δύο οικογενειών αναφέρει το ήθος και την προσφορά μου στην κοινωνία.
30ν. Στην πληττόμενη απόφαση 4,5,6,7,8,9/2017 του Μ.Ο.Δ. Ναυπλίου, η εξετασθείσα μάρτυρας .. .. αναφέρει την καθημερινή προσπάθεια μου τον βίο μου και την αγάπη μου προς τους συνανθρώπους μου αλλά και την κάθε είδους προσφορά μου.
4ον. Στην πληττόμενη απόφαση 4,5,6,7,8,9/2017 του Μ.Ο.Δ. Ναυπλίου η εξετασθείσα μάρτυρας .. .. αναφέρει για την ποιότητα του βίου μου και τον καθημερινό μου μόχθο.
5ον. Στην πληττόμενη απόφαση 4,5,6,7,8,9/2017 του Μ.Ο.Δ. Ναυπλίου η εξετασθείσα Μάρτυρας .. .. Προϊσταμένη του … αναφέρει χαρακτηριστικά. “Τον γνωρίζω 15 χρόνια.
Είναι φιλότιμος άνθρωπος. Μας βοηθά σε συγκεντρώσεις που κάνουμε για τους ασθενείς εκτός του ωραρίου του. Στον εργασιακό του χώρο είναι τύπος και υπογραμμός. Δεν έχει δώσει ποτέ δικαιώματα στο χώρο της εργασίας του. Στην δουλειά έρχεται σε επαφή με γυναίκες. Ποτέ δεν έχει ακουστεί το παραμικρό για την συμπεριφορά του. Στις γιορτές στην υπηρεσία μας έχει παρευρεθεί με τα παιδιά του και έδειξε ότι έχει καλές σχέσεις με την οικογένεια του.” 6ον Στην πληττόμενη απόφαση 4,5,6,7,8,9/2017 του Μ.Ο.Δ. Ναυπλίου ο εξετασθείς μάρτυρας αστυνομικός κατά το επάγγελμα αναφέρει. “Είναι πολύ τίμιος άνθρωπος με αξίες και ιδανικά, τα οποία έχει περάσει και στα παιδιά του.
7ον. Στην πληττόμενη απόφαση 4,5,6,7,8,9/2017 του Μ.Ο.Δ. Ναυπλίου η εξετασθείσα μάρτυρας .. .. .. αναφέρει “Είναι τίμιος άνθρωπος που με έχει μεγαλώσει και εμένα σαν παιδί του.”.
8ον. Στην πληττόμενη απόφαση 4,5,6,7,8,9/2017 του Μ.Ο.Δ. Ναυπλίου ο εξετασθείς μάρτυρας … ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ “Τον γνωρίζω 28 χρόνια. Είναι ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων. Βοηθούσε τον κόσμο. Στο ψυχιατρείο τα φαγητά που έμεναν τα πήγαινε στους απόρους στην … αν και κανονικά αυτός δεν επιτρέπεται.” 9°” Στην πληττόμενη απόφαση 4, 5, 6, 7, 8, 9/2017 του Μ.Ο.Δ. Ναυπλίου η εξετασθείσα μάρτυρας … αναφέρει “Για τον κύριο .. γνωρίζω ότι είναι καλός άνθρωπος”.
10ον. Στην πληττόμενη απόφαση 4, 5, 6, 7, 8, 9/2017 του Μ.Ο.Δ. Ναυπλίου. Ο εξετασθείς μάρτυρας … του … αναφέρει “Πρόκειται για έναν ήσυχο και φιλότιμο άνθρωπο οικογενειάρχη”.
11ον. Στην πληττόμενη απόφαση 4,5,6,7,8,9/2017 του Μ.Ο.Δ. Ναυπλίου αλλά και σήμερα ενώπιον σας ο εξετασθείς μάρτυρας … του … αναφέρει. “Γνωρίζω 35 χρόνια τον κατηγορούμενο. Βάζω το χέρι μου στην φωτιά Δεν έχει δώσει ποτέ δικαιώματα στην ζωή του.
12ον. Από το ποινικό μου μητρώο και από την θετική προσφορά μου στο κοινωνικό σύνολο εργαζόμενος αμισθί σε κάθε σχετική εκδήλωση προς απόρους οι ασθενείς αλλά και προσφέροντας σε αναξιοπαθούντες.
13ον. Από την δημιουργία σταθερής οικογένειας και εργασίας εδώ 30 έτη.
14ον. Από την καθ ομολογία απάντων ταπεινή μου συμπεριφορά και την αποχή μου από κάθε παραβατική η παρασιτική συμπεριφορά προς το κοινωνικό σύνολο και προς τους συνανθρώπους μου. του άρθρο 84 παρ.2ε Π.Κ. Στο πρόσωπο των κατηγορουμένου συντρέχει το ελαφρυντικό του άρθρο 84 παρ.2ε Π.Κ. αφού κατά κοινή ομολογία συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την αποδιδόμενη σε αυτόν κατηγορία . Τουτέστιν κανένα δικαίωμα δεν έδωσε προς οιονδήποτε τρίτο και δη προς τον Νόμο. Ειδικότερα ενώ συνέβη το περιστατικό ποτέ ξανά δεν απασχόλησε τις αρχές και πρωτίστως ποτέ δεν προκάλεσε με την συμπεριφορά του καμία αξιόποινη η αξιόμεμπτη πράξη. Από τον Ιανουάριο του έτους 2014 μέχρι και σήμερα ποτέ ξανά δεν απασχόλησε ούτε για την ίδια πράξη ούτε για καμία άλλη πράξη , το πάθημα του έγινε μάθημα επιδεικνύοντας μία άνευ προτέρου έντιμη συμπεριφορά. Συνεργάσθηκε με τις αρχές και ακολούθησε πιστά τις οδηγίες τόσο της ασφάλειας Τρίπολης στο να μην έχει καμία σχέση με την οικογένεια της φερομένης παθούσης ούτε και με την ίδια ούτε να προκαλέσει το παραμικρό προς οιονδήποτε τρίτο. Εμφανίσθηκε και εκδικάσθηκε ενώπιον του Μ.Ο.Δ. Ναυπλίου χωρίς να δώσει το παραμικρό δικαίωμα και πάτημα προς τον καθένα. Εργάζεται νυχθημερόν και παρά τα προβλήματα υγείας του προσπαθεί να απομακρύνει την “μελανή” αυτή περιπέτεια του. Μετά την απαγγελία της απόφασης αυτής.” Στη συνέχεια, το άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τους προαναφερθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς, ως κατ`ουσίαν αβάσιμους, με το ακόλουθο σκεπτικό, κατά το ενδιαφέρον εδώ μέρος του: (παραλείπεται η νομική σκέψη) “….Στην προκειμένη περίπτωση από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα ουδόλως αποδείχθηκε οτι συντρέχουν οι από το νόμο προϋποθέσεις προκειμένου να αναγνωριστούν στον κατηγορούμενο οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 §2 στοιχ. α` και ε` του Π.Κ. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος προέβη σε οποιαδήποτε θετική και επωφελή για το κοινωνικό σύνολο συμπεριφορά και δράση, χωρίς να αρκεί, για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση ο πρότερος έντιμος βίος, ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξεως, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό.
Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά, δηλαδή με συγκεκριμένα περιστατικά συμπεριφοράς δηλωτικά της ποιότητας του ήθους του, της κοινωνικής προδιαθέσεώς του και της αρμονικής διαβίωσή του στην κοινωνία, για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί περί αναγνώρισης στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων.” Με τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, αναφορικά με την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος της ελαφρυντικής περιστάσεως της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη (84 παρ.2 στοιχ.ε`του ΠΚ), διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη κατά τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκθέτοντας με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία ανελέγκτως αναιρετικώς, θεμελίωσε την απορριπτική του κρίση. Πέραν αυτού, δεν υπάρχει παραδοχή στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου δεν αξιολογείται ως ελαφρυντική περίσταση, όταν αυτός υφίσταται τον εξαναγκασμό του καταστήματος κράτησης, ως εκ τούτου δε είναι σαφές, ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν θεμελίωσε τη σχετική απορριπτική του κρίση στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων τελούσε υπό συνθήκες κράτησης, τις οποίες ουδόλως έλαβε υπόψη, για να καταλήξει στο πόρισμά του.
Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο σχετικός τέταρτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως κατά το σκέλος, με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ`του ΚΠοινΔ, ως προς την απόρριψη της άνω ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 στοιχ.ε`του ΠΚ. Ο ίδιος όμως λόγος αναιρέσεως, κατά το έτερο σκέλος του, με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ`του ΚΠολΔ), ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου για αναγνώριση στο πρόσωπό του της συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 στοιχ.α`του ΠΚ, γενόμενη με τις ανωτέρω παραδοχές, είναι βάσιμος υπό το πρίσμα του επιεικέστερου νόμου, όπως στη σχετική μείζονα σκέψη αναπτύχθηκε, αφού, ενόψει του ήδη ισχύοντος συναφώς ευμενέστερου νομοθετικού καθεστώτος, η σχετική αιτιολογία δεν είναι η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά ελλιπής, οπότε πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το άνω σκέλος του, ήτοι ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 στοιχ.α`του Π.Κ., δοθέντος ότι συντρέχει περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής, κατά τα προαναφερόμενα, σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ.1 του Π.Κ. και 511 εδ.δ`του ΚΠοινΔ, της επιεικέστερης για τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο διάταξης του άρθρου αυτού (84 παρ.2 στοιχ.α`ΠΚ), που ισχύει από 1-7-2019 (ν.4619/2019). Επίσης, όπως στην ανωτέρω μείζονα σκέψη αναφέρθηκε, τροποποιήθηκε κατά τρόπο ευμενέστερο για τον αναιρεσείοντα το προϊσχύον άρθρο 59 του ΠΚ, που προέβλεπε την παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του καταδικασθέντος κατηγορουμένου, η οποία ήδη καταργήθηκε. Ακολούθως, δεδομένου ότι μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως (στις 14-3-2018) μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς και ίσχυσαν, κατά τα προαναφερθέντα, από 1-7-2019 οι νέες ως άνω ευμενέστερες διατάξεις: α)ως προς την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 στοιχ.α`του νέου Π.Κ. και β)της μη πρόβλεψης πλέον της παρεπόμενης ποινής της αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρο 59 του νέου Π.Κ.), συντρέχει νόμιμη περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο των προαναφερθεισών επιεικέστερων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, σύμφωνα με τα άρθρα 511 εδ.δ`του ΚΠοινΔ και 2 του Π.Κ. Επομένως, εν όψει και του ότι η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή, περιέχουσα τους ανωτέρω αναφερθέντες παραδεκτούς λόγους, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α`Δ`και Ε`του ΚΠοινΔ, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει και δη ως προς τις διατάξεις της: α)περί απορρίψεως του αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 στοιχ.α`του Π.Κ. και αναγκαίως προς τη διάταξή της περί επιβολής της κύριας στερητικής της ελευθερίας ποινής και β)περί επιβολής της παρεπόμενης ποινής της αποστερήσεως των πολιτικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος, στη συνέχεια δε να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το ανωτέρω υπό στοιχείο α`αναιρούμενο μέρος της σε νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από τους ίδιους δικαστές, εφόσον πρόκειται μόνο για το σκέλος της ποινής και, αν τούτο δεν είναι δυνατόν, από άλλους (άρθρο 522 του ΚΠοινΔ) και επίσης να απαλειφθεί από τον Άρειο Πάγο, με την παρούσα απόφαση, η διάταξη της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί της παρεπόμενης ποινής της αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων, αφού δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής, ελλείψει αντικειμένου έρευνας, στο Δικαστήριο της ουσίας κατά τούτο, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, να απορριφθεί δε κατά τα λοιπά η αίτηση αναιρέσεως. Σημειώνεται, ότι οι πολιτικώς ενάγοντες, … και …, που κλήθηκαν νομότυπα να παραστούν στην παρούσα αναιρετική δίκη, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνίες
12-10-2019 και 18-10-2019, αντίστοιχα, αποδεικτικά επιδόσεως του Αρχιφύλακα του Α.Τ….. .., που υπάρχουν στο φάκελλο της δικογραφίας, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην όμως η συζήτηση, εφόσον εμφανίστηκε ο αναιρεσείων, γίνεται σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 515 παρ.2 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ`αριθμόν 21/2018 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου: α)ως προς τη διάταξή της περί απορρίψεως του αυτοτελούς ισχυρισμού της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 στοιχ.α`του Π.Κ. και συνακόλουθα ως προς τη διάταξη περί επιβολής στερητικής της ελευθερίας ποινής και β) ως προς τη διάταξή της περί αποστερήσεως των πολιτικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος.
Απαλείφει από το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως τη διάταξη της περί αποστερήσεως των πολιτικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος για μία τριετία.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ανωτέρω υπό στοιχείο αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο, εφόσον τούτο είναι δυνατό, από τους ίδιους δικαστές, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 11-7-2019, με αριθμό εκθέσεως ./2019, αίτηση του …. του …, ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Τρίπολης, για αναίρεση της υπ`αριθμόν ../2018 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Τρίπολης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ