ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασιλική Ηλιοπούλου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (η οποία ορίστηκε με την υπ`αριθμ.102/2022 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Μαρία Κουβίδου, Μαριάνθη Παγουτέλη, Ευάγγελο Μητσέλο και Ελευθέριο Σισμανίδη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Απριλίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αριστοτέλη Χριστόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου ………… του ………., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Κανελλόπουλο, για αναίρεση της υπ`αριθ.16, 17, 18, 19/2020 αποφάσεως του Μ.Ο.Ε. Ναυπλίου. Το Μ.Ο.Ε. Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουνίου 2020 αίτησή του αναιρέσεως, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 18 Ιουνίου 2020, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου …../2020 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …../21.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
- Η κρινόμενη, προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από 18-6-2020 (αρ. γενικού πρωτ. της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου: …./18-
6- 2020), αίτηση (δήλωση) του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, …………… του ……. και ….., για αναίρεση της υπ` αρ. 16, 17, 18, 19/26- 2-2020 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και καταδίκασε αυτόν (αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο), για την πράξη της ασέλγειας μεταξύ συγγενών, από ανιόντα σε βάρος ανηλίκου, που δεν συμπλήρωσε το 15ο έτος της ηλικίας του, σε ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε, κατ` άρθρο 100 του προϊσχύσαντος Π.Κ., επί πενταετία, με περιοριστικούς όρους, ασκήθηκε νομότυπα, από τον …, δικηγόρο Αθηνών (Α.Μ. ..), για λογαριασμό του (αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου), ως παραστάντα συνήγορο υπεράσπισής του στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 466 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.), και εμπρόθεσμα, λαμβανομένου υπόψη ότι η πληττόμενη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού τμήματος του ανωτέρω Εφετείου, την 4-6-2020, με αριθμό 7 (άρθρο 466 παρ. 1, 473 παρ. 2 και 3 του Κ.Ποιν.Δ.), είναι δε παραδεκτή, καθόσον περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους (474 παρ. 4 ΚΠΔ). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των λόγων της.
ΙΙ. Η διάταξη του άρθρου 408 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. ορίζει ότι: “Σε περίπτωση που το μικτό ορκωτό δικαστήριο καταδικάσει τον κατηγορούμενο μόνο για πλημμέλημα, η έφεση του κατηγορουμένου κατά της απόφασης αυτής δικάζεται από το εκ τακτικών δικαστών δικαστήριο του μεικτού ορκωτού εφετείου, χωρίς να απαιτείται να συγκροτηθεί το τελευταίο.”. Το ανωτέρω ορκωτό δικαστήριο αποτελεί αυτοτελές ιδιαίτερο δικαστήριο, όπως, άλλωστε, τέτοιο δικαστήριο συνιστούν εν γένει οι τρεις τακτικοί δικαστές [του Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.) και του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου (Μ.Ο.Δ.)], το οποίο συγκροτείται νομίμως τόσο προ της ορκωμοσίας των ενόρκων, όταν μόνοι τους (οι τακτικοί δικαστές) αποφασίζουν επί ζητημάτων τα οποία ανατίθενται σ` αυτούς από τον νόμο, όσο και μετά από αυτήν (ορκωμοσία των ενόρκων). Από τη γραμματική ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης συνάγεται, εξ αντιδιαστολής, ότι αρμόδιο να δικάσει την έφεση του κατηγορουμένου είναι το Μικτό Ορκωτό Εφετείο (Μ.Ο.Ε.), συγκροτούμενο τόσο από τους τακτικούς δικαστές όσο και από τους ενόρκους, όταν έχει καταδικαστεί και για κακουργηματική πράξη, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η πράξη αυτή, λόγω νομοθετικής μεταβολής, φέρει πλέον τον χαρακτήρα του πλημμελήματος. Δηλαδή κρίσιμο είναι το γεγονός της καταδίκης για κακουργηματική πράξη και όχι ο χαρακτήρας της πράξης αυτής μετά την καταδίκη. Εξάλλου κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης αποτελεί η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, τέτοια δε ακυρότητα προκαλείται και στην περίπτωση που δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και του ανωτέρω Κ.Ποιν.Δ. (άρθρο 171 παρ. 1 περ. α` του Κ.Ποιν.Δ.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ` του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης αποτελεί η υπέρβαση εξουσίας η οποία υπάρχει, μεταξύ άλλων, και όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδίως όταν το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του. Έτσι, η κρίση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.), με σύμπραξη των ενόρκων, για ζήτημα που ο νόμος αναθέτει αποκλειστικά στους τακτικούς δικαστές, συνιστά την αναιρετική πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας (Α.Π. 835/2019).
ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, “Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης”. Επίσης, κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, που αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, “Ουδείς δύναται να καταδικασθεί διά πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ` ην στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος”, ενώ, κατά το άρθρο 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997, “Κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν ήσαν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διάπραξής τους. Επίσης, δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ., “Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις”. Με την αντίστοιχη διάταξη του νέου Π.Κ., που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 (Φ.Ε.Κ. 95/11-6-2019, τεύχος πρώτο) και ισχύει από 1-7-2019 (βλ. άρθρο 460 αυτού) ορίζεται ότι: “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”.
Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (Ολ. Α.Π. 1/2014, Α.Π. 1025/2020). Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., με την οποίαν καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος, με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμία από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου Π.Κ., ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον”. Ενόψει τούτων η διάταξη αυτή είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο σε σχέση μ` εκείνην του προϊσχύσαντος Π.Κ.. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται, κατ` αρχάς, υπόψη το ύψος των απειλούμενων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης, ενώ θεωρείται η πρώτη βαρύτερη της δεύτερης και σε περίπτωση χρηματικής ποινής λαμβάνεται υπόψη επί ίσων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης και η χρηματική ποινή, η οποία, σε κάθε περίπτωση, θεωρείται ελαφρύτερη της στερητικής της ελευθερίας ποινής (Α.Π. 86/2020, Α.Π. 1820/2019), περαιτέρω δε επιεικέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίπτωση, υπό την οποία έλαβε χώρα η καταδίκη (Α.Π. 130/2020).
- Με το άρθρο 461 του ισχύοντος από 1-7-2019Π.Κ. ορίζεται ότι: “Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Ποινικού Κώδικα καταργείται ο Ποινικός Κώδικας που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1951, καθώς και άλλη διάταξη που τροποποιούσε το νόμο αυτό”. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 345 παρ. 1 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ. όριζε ότι: “1. Η συνουσία μεταξύ συγγενών εξ αίματος, ανιούσας και κατιούσας γραμμής, τιμωρείται: α) ως προς τους ανιόντες με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν ο κατιών δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του, με κάθειρξη αν ο κατιών είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο αλλά όχι το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του, με φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν ο κατιών έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του, β) ως προς τους κατιόντες, με φυλάκιση μέχρι δύο ετών γ) μεταξύ αμφιθαλών ή ετεροθαλών αδελφών, με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.”, η διάταξη δε του άρθρου 346 παρ. 1 του επίσης προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ. όριζε ότι: “Με τις ποινές του άρθρου 345 παρ. 1 τιμωρείται η επιχείρηση και κάθε άλλης, πλην της συνουσίας, ασελγούς πράξης που γίνεται μεταξύ των συγγενών που αναφέρονται στο άρθρο 345.”. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 345 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 79 του Ν. 4855/2021, όριζε ότι: “Η γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών εξ αίματος ή από υιοθεσία, ανιούσας και κατιούσας γραμμής και μεταξύ αμφιθαλών ή ετεροθαλών αδελφών τιμωρείται: α) ως προς τους ανιόντες με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών, β) ως προς τους κατιόντες με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή και γ) μεταξύ αδελφών με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή”, ήδη όμως, μετά την κατά τα προαναφερόμενα τροποποίησή της ορίζει ότι: “Η γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών εξ αίματος ή από υιοθεσία, ανιούσας και κατιούσας γραμμής και μεταξύ αμφιθαλών ή ετεροθαλών αδελφών τιμωρείται: α) ως προς τους ανιόντες με κάθειρξη έως δέκα (10) ετών, β) ως προς τους κατιόντες με φυλάκιση και γ) μεταξύ αδελφών με φυλάκιση έως δύο έτη”. Από τη σύγκριση των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ότι τα στοιχεία της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων του άρθρου 346 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ. (ασέλγεια μεταξύ συγγενών) και του άρθρου 345 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ. (γενετήσια πράξης μεταξύ συγγενών) δεν έχουν διαφοροποιηθεί ουσιωδώς, καθόσον αντί για την αναφορά σε ασελγή πράξη γίνεται πλέον λόγος για γενετήσια πράξη, η οποία έχει την έννοια της συνουσίας και άλλων πράξεων με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως ακολούθως εκτίθεται. Επομένως, καθόσον αφορά την γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών εξ αίματος, ανιούσας και κατιούσας γραμμής, η διάταξη του άρθρου 345 παρ. 1 του ισχύσαντος από 1-7-2019 έως
12-11- 2021 Π.Κ. είναι επιεικέστερη για τους ανιόντες στην περίπτωση που ο κατιών δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, σε συνδυασμό με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, αφού το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, είναι φυλάκιση από τρία (3) έως πέντε (5) έτη, ενώ, με την προηγουμένη διάταξη, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης (22-1-2015), ήταν κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) έτη, και με την ήδη ισχύουσα, από 12-11-2021, είναι κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, ως εκ τούτου δε είναι εφαρμοστέα στην κρινόμενη υπόθεση. Από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 345 παρ. 1 του ισχύοντος Π.Κ. προκύπτει ότι ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της γενετήσιας πράξης μεταξύ συγγενών μπορεί να είναι συγγενής εξ αίματος ανιούσας και κατιούσας γραμμής, ως ανιόντων και κατιόντων νοουμένων των γονέων και των τέκνων, των παππούδων και γιαγιάδων, εγγονών κ.ο.κ. απεριόριστου βαθμού, για τη στοιχειοθέτηση δε της αντικειμενικής υπόστασής του απαιτείται η διενέργεια γενετήσιων πράξεων, που κατ` άρθρο 336 παρ. 2 του ισχύοντος Π.Κ. είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις, όπως είναι η “παρά φύσιν” συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία και η αιδοιολειξία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων, δεν περιλαμβάνονται όμως πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος που δεν εξικνούνται όμως σε γενετήσια πράξη (Α.Π. 441/2020). Ο κύριος γνώμονας για το εάν μια πράξη πρέπει να χαρακτηριστεί ως “γενετήσια” είναι η ένταση της προσβολής του έννομου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας του θύματος. Κατά συνέπεια, πράξεις με έντονο σεξουαλικό χαρακτήρα, όπως είναι η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων του ανηλίκου, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανηλίκου, η προστριβή του γεννητικού μορίου του δράστη στο σώμα του θύματος, ο εναγκαλισμός και ο ασπασμός στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφόσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, θεωρούνται γενετήσιες πράξεις, κατά τον νέο Π.Κ., που τέθηκε σε ισχύ από 1-7-2019, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας (Ολ. Α.Π. 3/2018). Τα παραπάνω είναι σύμφωνα και με το άρθρο 36 παρ. 1 και 2 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, που κυρώθηκε με το Ν. 4531/2018 και έχει υπερνομοθετική ισχύ. Κατά την εν λόγω διάταξη, η ποινικοποίηση των πράξεων κατά της γενετήσιας ελευθερίας πρέπει να αφορά όχι μόνο τη “διάπραξη μη συναινετικής, κολπικής ή στοματικής διείσδυσης σεξουαλικού χαρακτήρα στο σώμα άλλου ατόμου με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε οργάνου του σώματος ή αντικειμένου”, αλλά και “τη διάπραξη άλλων μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα”. Υπό το πρίσμα αυτό, ο όρος της “γενετήσιας πράξης” δεν παρεκκλίνει ουσιωδώς από τον προαναφερθέντα ορισμό της “ασελγούς πράξης”, όπως ερμηνευόταν, υπό την αυστηρή της εκδοχή, από τη μέχρι τώρα νομολογία των δικαστηρίων στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, στα οποία περιλαμβάνονται και οι περιπτώσεις των προαναφερόμενων διατάξεων του άρθρου 345 του ισχύοντος Π.Κ. (Α.Π. 478/2020).
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας απαιτείται ειδικά ο προσδιορισμός αυτών (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να είναι αναγκαία αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, κατ` επιλογή. Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η συνδρομή του δόλου, κατ` αρχάς, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνο δε όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, συγκεκριμένα δε είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), όπως π.χ. στην περίπτωση της ψευδούς κατάθεσης, είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία. Εξάλλου, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ειδικότερα δε η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται, ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 1308/2020).
- Στην προκείμενη περίπτωση, από τα παραδεκτώς, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος με την υπ` αρ. 63, 64, 65, 66/17-10-2018 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου (Μ.Ο.Δ.) Ναυπλίου κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της ασέλγειας μεταξύ συγγενών, από ανιόντα σε βάρος ανηλίκου, που δεν συμπλήρωσε το 15ο έτος της ηλικίας του (άρθρα 345 παρ. 1 και 346 παρ. 1 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019Π.Κ.), καταδικάσθηκε δε, ερήμην, σε ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος άσκησε την υπ` αρ. …./13-11-2018 έφεση και ζήτησε την εξαφάνισή της, λόγω εσφαλμένης εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών. Η ανωτέρω έφεση εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου την 26-2-2020, κατά την οποία ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε νομίμως από τον συνήγορο υπεράσπισής του …….., δικηγόρο Αθηνών (Α.Μ. ….), το εκ τακτικών δικαστών του [Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου] δικαστήριο δε δέχθηκε τυπικά αυτήν (έφεση). Ακολούθως ο συνήγορος υπεράσπισης του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου προέβαλε ένσταση αναρμοδιότητας του ανωτέρου δικαστηρίου [Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου], ισχυριζόμενος ότι η αποδιδόμενη στον εντολέα του πράξη, μετά την ισχύ, από 1-7-2019, του νέου Π.Κ. φέρει τη μορφή πλημμελήματος και ζήτησε την παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο. Το ανωτέρω δικαστήριο [Μικτό Ορκωτό Εφετείο (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου], συγκροτούμενο μόνον από τους τακτικούς δικαστές, αφού άκουσε τον Εισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της ανωτέρω ένστασης και τη συγκρότηση του εν λόγω δικαστηρίου [Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου] και με τη συμμετοχή των ενόρκων από τον κατάλογο εκείνης της δωδεκαήμερης περιόδου, προκειμένου να δικάσει την προαναφερθείσα υπόθεση, καθώς και τον συνήγορο υπεράσπισης του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της παραπάνω περί αναρμοδιότητας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου ένστασης του εντολέα του, απέρριψε αυτήν, με την ακολούθως, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: “Κατά τη διάταξη του άρθρου 408 παρ. 2 του Νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019) ίδια με την προϊσχύσασα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 408 ΚΠΔ “σε περίπτωση που το μικτό ορκωτό δικαστήριο καταδικάσει τον κατηγορούμενο μόνο για πλημμέλημα, η έφεση του κατηγορουμένου κατά της απόφασης αυτής δικάζεται από το εκ τακτικών δικαστών δικαστήριο του μικτού ορκωτού εφετείου, χωρίς να απαιτείται να συγκροτηθεί το τελευταίο.” Το παραπάνω Μικτό Ορκωτό Εφετείο αποτελεί αυτοτελές ιδιαίτερο δικαστήριο, όπως, άλλωστε, τέτοιο δικαστήριο συνιστούν εν γένει οι τρεις τακτικοί δικαστές του ΜΟΕ (και του ΜΟΔ), το οποίο (δικαστήριο) κέκτηται νόμιμη συγκρότηση τόσο προ της ορκωμοσίας των ενόρκων, όσο και μετ` αυτήν, όταν μόνοι τους αποφασίζουν επί ζητημάτων, τα οποία τους ανατίθενται από το νόμο. Από το γράμμα της διάταξης αυτής συνάγεται ότι η έφεση του κατηγορουμένου, κατά της απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου με την οποία καταδικάζεται για κακούργημα, έστω και αν μεταγενέστερα με νόμο κατέστη πλημμέλημα, δικάζεται από το μικτό ορκωτό εφετείο, το οποίο πρέπει να συγκροτηθεί. Περαιτέρω, με βάση γενική αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου συναγόμενη από τα άρθρα 2 του Νέου ΠΚ και 510 παρ. 1 του νέου ΚΠΔ, οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζουν με μεταβατική διάταξη το αντίθετο, έχουν άμεση εφαρμογή από της ισχύος τους και στις εκκρεμείς και μη εκδικασθείσες ακόμη ποινικές υποθέσεις, από το χρονικό σημείο που καταλαμβάνουν αυτές. Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκκαλών κατηγορούμενος με τις 63, 64, 65 και 66/2018 αποφάσεις του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ναυπλίου καταδικάστηκε ομόφωνα σε ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών για την αξιόποινη πράξη της ασέλγειας μεταξύ συγγενών και δη από ανιόντα σε βάρος κατιόντα, που δεν συμπλήρωσε το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του (άρθ. 346 παρ. 1 – 345 παρ. 1α του προϊσχύσαντος ΠΚ). Υπό την ισχύ του Νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019) το άρθρο 346 (ασέλγεια μεταξύ συγγενών) καταργήθηκε και ενσωματώθηκε στο άρθρο 345 (Γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών) του Νέου Ποινικού Κώδικα και έγινε πλημμέλημα, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών (άρθρο 345 παρ. 1α του Ν.Π.Κ.). Κατά της άνω αποφάσεως ο κατηγορούμενος άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα έφεση, ζητώντας την εξαφάνιση της ως άνω καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ναυπλίου λόγω εσφαλμένης εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών. Η έφεση αυτή του κατηγορουμένου κατά της ως άνω απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ναυπλίου με την οποία καταδικάστηκε για κακούργημα νομίμως δικάζεται από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ναυπλίου, το οποίο πρέπει να συγκροτηθεί έστω και αν υπό την ισχύ του άρθρου 345 παρ. 1α του νέου Ποινικού Κώδικα, η ως άνω αξιόποινη πράξη του κατηγορουμένου έγινε πλημμέλημα. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση περί καθύλην αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου τούτου, που παραδεκτά προέβαλε ο συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, πριν από τη συγκρότηση του ΜΟΕ, ως μη νόμιμη.”.
Ακολούθως, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου, αφού συγκροτήθηκε και από τους ενόρκους, δίκασε σε δεύτερο βαθμό την προαναφερθείσα υπόθεση κατ` ουσίαν, μετά δε από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων ειδικά αποδεικτικών μέσων (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων στο ακροατήριο), μετά την πρόταξη σχετικής νομικής σκέψης αναφορικά με την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 345 παρ. 1 περ. α` του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 (Φ.Ε.Κ. 95/11-6-2019, τεύχος πρώτο), πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 79 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο), δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα, κατά πιστή μεταφορά, πραγματικά περιστατικά:
“Ο κατηγορούμενος, …………. του ……….., απέκτησε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής του με την …………… του …………, με την οποία ήδη από το 2011 είναι σε διάσταση, στις 19-5-2009, ένα ανήλικο, κατά τον επίδικο χρόνο (22-1-2015), άρρεν τέκνο, τον ……….., με τον οποίο, ενόψει του ότι ήταν σε διάσταση με την ανωτέρω σύζυγό του, η οποία ασκούσε την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου, επικοινωνούσε κάθε δεύτερο Σάββατο στην κατοικία του στο …. Στις 22-1-2015 ο ανωτέρω ανήλικος εκμυστηρεύθηκε στην εγκαλούσα μητέρα του ότι, κατά τη διάρκεια της διαμονής του με τον πατέρα του κατά την ημέρα αυτή (22-1-2015), ο τελευταίος, αφού κλείδωσε την πόρτα, του ζήτησε να παίξουν το παιχνίδι, “τα γουρουνάκια” κατά το οποίο όπως το εξιστόρησε ο ανήλικος “τον έβαζε να καθίσει επάνω του και τον πήγαινε πάνω κάτω, μέχρι, που έσκαγε η βόμβα και γέμιζε κάτι, σαν νερό αλλά αυτό κολλούσε” και στη συνέχεια τον καθάριζε με μωρομάντηλο. Ακολούθως, στις 23-1-2015 η μητέρα του ανηλίκου καταμήνυσε το γεγονός αυτό στο Τ.Α. … και κατά τη διερεύνηση της εν λόγω υπόθεσης έλαβε χώρα, στο πλαίσιο της διαταχθείσας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, στις 25-1-2016, ψυχιατρική εκτίμηση του ανηλίκου …………….. από την αρμόδια παιδοψυχίατρο – Επιμελήτρια Β` του Γενικού Νοσοκομείου …, σύμφωνα με την υπ` αριθμ. πρωτ. … /29-1-2016 γνωμοδότηση της οποίας προέκυψαν τα εξής: Ο ανήλικος ………… δεν έχει την οποιαδήποτε επαφή με τον πατέρα του από τις 23-1-2015. Ο ίδιος ο ανήλικος περιέγραψε ένα περιστατικό, κατά το οποίο ο πατέρας του χτυπούσε στον τοίχο το κεφάλι της μητέρας του καθώς και ένα άλλο περιστατικό, κατά το οποίο ο πατέρας του απειλούσε τη μητέρα του ότι, θα την σκότωνε, και ότι θα κλέψει το παιδί τους, περιστατικά τα οποία επιβεβαιώθηκαν και από τη μητέρα του ανηλίκου. Ακολούθως ο ανήλικος εξήγησε ότι ένα βράδυ περίμενε τη μητέρα του να της μιλήσει, θέλοντας να της εξιστορήσει “τι παιχνίδι κάνει με τον μπαμπά του”. Ανέφερε ότι το παιχνίδι ονομαζόταν “τα γουρουνάκια” και περιέγραψε ότι ο πατέρας του έβγαλε από το δωμάτιο τον ……… (εξάδελφό του) και κλείδωσε την πόρτα του δωματίου του οποίου, κατά τα λεγόμενα του ανηλίκου ……… “μετά μου έβγαλε τα ρούχα μου ανοίγει τον ποπό και με έβαλε να κάτσω πάνω σε ένα μπαλόνι. Φουσκώνει, φουσκώνει το μπαλόνι και στο τέλος έβγαλε νερό”. Μετά την εξιστόρηση του ανωτέρω συμβάντος ο ανήλικος ……. δήλωσε ότι δεν θέλει να μείνει στο σπίτι του πατέρα του και δεν ξέρει αν θέλει να τον ξαναδεί. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος μετά το ανωτέρω συμβάν στις 22-1-2015, δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με το τέκνο του, ούτε επιδίωξε να το συναντήσει, συναισθανόμενος, προφανώς, την άρνηση του ανήλικου παιδιού του ενόψει των προγενέστερων ασελγών πράξεών του σε βάρος του. Οι εν λόγω δε πράξεις αποδεικνύονται πλήρως τόσο από την ένορκη κατάθεση της μητέρας του ανηλίκου, η οποία σε ουδέν απολύτως παράνομο όφελος αποσκοπούσε από την καταμήνυση αυτών, όσο και από την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του ανήλικου παιδιού, το οποίο δεν είχε συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του κατά το χρόνο τέλεσης αυτών, και συνίστανται στο ότι ο κατηγορούμενος, αφού έθεσε στο μόριό του προφυλακτικό (το οποίο ο ανήλικος περιέγραψε ως μπαλόνι που γεμίζει νερό), αφαίρεσε τα ρούχα του ανήλικου παιδιού του, και τον έθεσε γυμνό να καθίσει επάνω του, με τρόπο ώστε το πέος του ιδίου να έρχεται σε επαφή με τον πρωκτό του ανήλικου υιού του, προκειμένου, δια της τριβής, και χωρίς να προβεί σε διείσδυση και σε συνουσία με τον υιό του, ως διαπιστώθηκε από την από
23-1-2015 κλινική εξέταση του ανηλίκου που ακολούθησε (βλ. την υπ` αριθμ. πρωτ. … – … από 23-1- 2015 ιατροδικαστική έκθεση του Ιατροδικαστή ……………), να ικανοποιηθεί η γενετήσια επιθυμία του. Οι εν λόγω δε πράξεις είχαν έντονο ηδονιστικό χαρακτήρα και προσέβαλαν την αγνότητα της νεαρής ηλικίας του ανωτέρω ανήλικου παθόντος και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξή του, καθώς και το κοινό αίσθημα αιδούς και των ηθών και κατέτειναν στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου 345 παρ. 1α του Νέου Ποινικού Κώδικα, κατά πλειοψηφία, μειοψηφούντων των ενόρκων, …………., ………… και …………., οι οποίοι είχαν την γνώμη ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος, καθόσον δεν αποδείχθηκε και δεν πείσθηκαν, καταληφθεισών αμφιβολιών, ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται, καθόσον οι επ` ακροατηρίου εξετασθέντες μάρτυρες δεν κατέθεσαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να μπορεί αναμφιβόλως, να συναχθεί αμέσως ή εμμέσως, αλλά μετά βεβαιότητας, καταφατική περί της ενοχής του κατηγορουμένου κρίση.”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, που δίκασε, όπως προεκτέθηκε, σε δεύτερο βαθμό, συγκροτούμενο από τους τακτικούς δικαστές και τους ενόρκους, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο για την ανωτέρω πράξη της ασέλγειας μεταξύ συγγενών, από ανιόντα σε βάρος ανηλίκου, που δεν συμπλήρωσε το 15ο έτος της ηλικίας του, τιμωρούμενη σε βαθμό πλημμελήματος, σύμφωνα με την επιεικέστερη διάταξη του άρθρου 345 παρ. 1 περ. α` του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Π.Κ., για την οποία τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών, την εκτέλεση της οποία ανέστειλε επί πενταετία, κατ` άρθρο 100 του προϊσχύσαντος Π.Κ., με τους περιοριστικούς όρους: α) της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα, β) της υποχρέωσης εμφάνισής του στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου της κατοικίας του, το πρώτο πενθήμερο κάθε μηνός, και γ) της απαγόρευσης επικοινωνίας, καθ` οιονδήποτε τρόπο, με τον ανήλικο υιό του, με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ κατά πλειοψηφία ένοχο τον κατηγορούμενο (μειοψηφούντων των ενόρκων 1. ………….,
2 …………. και 3 …………. οι οποίοι έκριναν ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί αθώος), του ότι: Στο …, στις 22-1-2015, εντός της κείμενης οικίας όντας ενήλικας, με πρόθεση ενήργησε σε βάρος του ανηλίκου υιού του ………….. του ………., γεν. την
19-05-2009 και επομένως μη συμπληρώσας κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας του, ασελγείς πράξεις, με την έννοια ότι είχαν έντονο ηδονιστικό χαρακτήρα και που προσέβαλαν την αγνότητα της νεαρής ηλικίας του ανωτέρω ανηλίκου παθόντος και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξή του, καθώς και το κοινό αίσθημα αιδούς και των ηθών και κατέτειναν στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του, ενώ γνώριζε ότι ήταν ασελγείς και επιθυμούσε να τις πράξει για να ικανοποιήσει την γενετήσια επιθυμία του και ενώ γνώριζε ότι ο παθών ήταν συγγενής του εξ αίματος και δη κατιών πρώτου βαθμού, αφού ήταν υιός του, καθώς και ότι ήταν ηλικίας κάτω των δεκαπέντε (15) ετών και πιο συγκεκριμένα, βρισκόμενος στην οικία του και αφού ζήτησε από τον ξάδελφο του υιού του να εξέλθει από το δωμάτιο που βρισκόταν με τον υιό του, κλείδωσε την πόρτα του δωματίου αυτού και επικαλούμενος ότι θα παίξει με τον υιό του ένα παιχνίδι το οποίο αποκάλεσε “τα γουρουνάκια”, έχοντας προηγουμένως θέσει στο μόριό του προφυλακτικό, του αφαίρεσε τα ρούχα του και τον έθεσε γυμνό να καθίσει επάνω του, με τρόπο ώστε το πέος του ιδίου να έρχεται σε επαφή με τον πρωκτό του ανηλίκου υιού του, προκειμένου δια της τριβής και χωρίς να προβεί σε διείσδυση και σε συνουσία με τον υιό του, να ικανοποιηθεί η γενετήσια επιθυμία του.”. Με τις παραπάνω παραδοχές και αιτιολογίες το εκ τακτικών δικαστών Μικτό Ορκωτό Εφετείο (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου απορρίπτοντας την προαναφερθείσα ένσταση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου περί αναρμοδιότητάς του να δικάσει την ανωτέρω υπόθεση, ορθώς δέχθηκε ότι αρμόδιο καθ` ύλην να δικάσει την προαναφερθείσα υπόθεση, κατ` ουσίαν, είναι το Μικτό Ορκωτό Εφετείο (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου, συγκροτούμενο και από τους ενόρκους, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη, καθόσον ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (Μ.Ο.Δ.) Ναυπλίου, με την προαναφερθείσα υπ` αρ. 63, 64, 65, 66/17-10 2018 απόφαση, σε ποινή κάθειρξης, για κακούργημα, ανεξαρτήτως του ότι, λόγω νομοθετικής μεταβολής, η πράξη αυτή, κατά τον χρόνο εκδίκασής της, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου έφερε πλέον τον χαρακτήρα του πλημμελήματος. Τούτο δε διότι ήταν γνωστή η ως άνω νομοθετική μεταβολή στον νομοθέτη και αν η βούλησή του ήταν οι πράξεις αυτές να δικάζονται μόνον από τους τακτικούς δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου θα το όριζε ρητά στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 408 του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., κάτι που δεν έπραξε, σε συνδυασμό με το ότι το τεκμήριο της αρμοδιότητας για την εκδίκαση της κατηγορίας, δηλαδή της ουσίας της υπόθεσης, είναι υπέρ του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου (Μ.Ο.Δ.) ή του Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.), συγκροτούμενου και από τους ενόρκους, με την προαναφερθείσα εξαίρεση της καταδίκης του κατηγορουμένου μόνον για πλημμέλημα, οπότε την έφεση κατά της αντίστοιχης απόφασης, και ως προς την ουσία της υπόθεσης, έχει αρμοδιότητα να δικάσει το εκ τακτικών δικαστήριο του Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.), προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην κρινόμενη υπόθεση. Επομένως, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου της ουσίας που δίκασε την προαναφερθείσα σε βάρος του υπόθεση, καθώς και υπέρβαση εξουσίας του Δικαστηρίου της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη σε βάρος του καταδικαστική απόφαση, που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο επιχειρεί να θεμελιώσει τους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` και Θ` αντιστοίχως του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικούς λόγους, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Περαιτέρω, με τις παραπάνω παραδοχές του το Δικαστήριο της ουσίας [Μικτό Ορκωτό Εφετείο (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου], συγκροτούμενο και από τους ενόρκους, ως προς την κήρυξη ενόχου του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη της ασέλγειας μεταξύ συγγενών, από ανιόντα σε βάρος ανηλίκου, που δεν συμπλήρωσε το 15ο έτος της ηλικίας του, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως το σκεπτικό και το διατακτικό της αλληλοσυμπληρώνονται, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο V νομική σκέψη, αφού αναφέρονται σ` αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο IV νομική σκέψη, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε για να μορφώσει την περί αυτού κρίση του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18 εδ. α`, 19, 26 εδ. α`, 27 παρ. 1, 50, 51, 79, 345 παρ. 1 περ. α` του Π.Κ., όπως η τελευταία ίσχυε από 1-7-2019 μέχρι 12-11-2021, πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 79 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο) και είναι εφαρμοστέα στην κρινόμενη υπόθεση, ως επιεικέστερη για τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο IV νομική σκέψη, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και χωρίς να στερήσει την πληττόμενη απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό και το διατακτικό της, που αλληλοσυμπληρώνονται, αναφέρονται ο τόπος, ο χρόνος και οι ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε η παραπάνω αξιόποινη πράξη, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος και καταδικάστηκε στην προαναφερθείσα στερητική της προσωπικής του ελευθερίας ποινή, ότι ο παθών ήταν συγγενής εξ αίματος του τελευταίου (αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου), συγκεκριμένα δε κατιών αυτού (υιός του), καθώς και ότι δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο της ηλικίας του. Οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου είναι απορριπτέες ως αβάσιμες, καθόσον στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης για την ενοχή του, αναφέρονται ειδικά τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, από το σύνολο των οποίων το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά ούτε να προβεί σε αξιολογική συσχέτισή τους και σύγκριση μεταξύ τους. Ειδικότερα, η αιτίαση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του και δεν συνεκτίμησε την αναγνωσθείσα στο ακροατήριο υπ` αρ. πρωτ. ……… – Α από
23-1-2015 ιατροδικαστική έκθεση του Ιατροδικαστή ……………., που αφορούσε την κλινική εξέταση του ανήλικου υιού του, …………….. (παθόντος), είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι η ανωτέρω ιατροδικαστική έκθεση λήφθηκε υπόψη, αφού γίνεται ρητή αναφορά της στο σκεπτικό της πληττόμενης απόφασης, αξιολογήθηκε δε από το Δικαστήριο της ουσίας κατά την διατύπωση της κρίσης του σχετικά με τον μη εντοπισμό από τον ανωτέρω ιατροδικαστή ευρημάτων στο σώμα του ως άνω παθόντος, με την παραδοχή ότι τούτο οφείλεται στο ότι η προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη (ασέλγεια μεταξύ συγγενών) τελέστηκε δια της τριβής του πέους του (αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου) στον πρωκτό του θύματος και όχι με διείσδυση, όπως αβάσιμη είναι και η αιτίασή του ότι δεν λήφθηκε υπόψη η από 15-2-2016 ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, που συντάχθηκε από τον ψυχίατρο ………………. και αφορά τον ίδιο, δηλαδή τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, στην οποία υπάρχει η διαπίστωση ότι: “δεν ανιχνεύθηκαν στοιχεία αντικοινωνικής διαταραχής προσωπικότητας … και μείζων ψυχοπαθολογία”, λαμβανομένου υπόψη ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν ήταν αναγκαίο να προβεί σε ρητή αναφορά ότι την έλαβε υπόψη, ενόψει του ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπάρχουν παραδοχές αντίθετες με το περιεχόμενό της. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος επιχειρεί να θεμελιώσει τους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε` του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικούς λόγους αντιστοίχως της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 345 του ισχύοντος Π.Κ. [όπως αυτή ίσχυε από 1-7-2019 μέχρι 12-11-2021, πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 79 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο)] με την εκ πλαγίου παραβίασή της, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, κατά το μέρος που συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση και εκτίμηση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας, συνιστούν ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσης του και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
VΙΙ. Η κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο V νομική σκέψη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται παραδεκτά από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., τείνουν δε στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Για να έχει όμως το Δικαστήριο υποχρέωση να απαντήσει επί των ανωτέρω ισχυρισμών, πρέπει αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα, δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για την θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι και οι προβλεπόμενοι από τις διατάξεις του άρθρου 84 του Π.Κ. περί αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή τους οδηγεί, αναγκαίως, στην επιβολή μειωμένης ποινής. Μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων περιλαμβάνεται και η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε` του Π.Κ., ήτοι το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά, για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του ακόμα και κατά την κράτησή του. Για την αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης απαιτείται η ύπαρξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης που έχει τελέσει και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού, απαιτούνται πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσής του και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα (Α.Π. 843/2020).
VΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά την απαγγελία της περί ενοχής του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου απόφασης του Δικαστηρίου, έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο ο συνήγορος υπεράσπισής του (αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου) και προέβαλε προφορικά τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπο του εντολέα του της ελαφρυντικής περίστασης της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς (άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε` του Π.Κ.), τον οποίο κατέθεσε και εγγράφως, καταχωρίσθηκε δε στα πρακτικά κατ` άρθρο 141 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., και έχει, κατά πιστή μεταφορά, ως ακολούθως: “……. Στην προκειμένη περίπτωση, και μετά την τέλεση της αποδιδόμενης πράξης έχω ζήσει σύννομα, ΔΕΝ υπήρξα ποτέ Φυγόποινος ή Φυγόδικος. Δεν παραβίασα περιορισμούς διαμονής. ΔΕΝ έκανα την παραμικρή προπαρασκευαστική ενέργεια Φυγής μου. ΔΕΝ έχω καταδικαστεί αμετάκλητα για κανένα αδίκημα. Αντίθετα, ήδη κατά το χρόνο πριν τη σύλληψη και μεταγωγή μου στις Δικαστικές Φυλακές …, διέμενα με τους υπερήλικους γονείς μου, ……. και ….., τη φροντίδα των οποίων είχα αναλάβει αποκλειστικά. Οι γονείς μου ηλικίας 84 και 79 αντίστοιχα, πάσχουν από σοβαρότατα ιατρικά προβλήματα (διαταραχές όρασης, ακράτεια ούρων, κακή θρέψη, δυσκολία στο βάδισμα και την ισορροπία, καρδιολογικά προβλήματα) και χρήζουν συνεχούς φροντίδας και προσοχής για τη διασφάλιση εκτέλεσης ακόμη και βασικών δραστηριοτήτων της καθημερινότητας μη όντες σε θέση να αυτοεξυπηρετηθούν. Προκειμένου δε να εξασφαλίσω την κάλυψη των βασικών τους βιοτικών αναγκών εργάζομαι στα οικογενειακά κτήματα, και μάλιστα κάνω μεροκάματα (κυρίως εργατικές εργασίες) σε άλλους αγρότες της περιοχής του …, είμαι κοινωνικός και φροντίζω να μη δημιουργώ προβλήματα στους κατοίκους της περιοχής. Προς επίρρωση των ανωτέρω επικαλούμαι και προσκομίζω τα κάτωθι έγγραφα: 1. Το από 7-5-2019 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης [Σχετικό 1]. 2. Την από 26-4-2017 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας και ενδεικτικά την από 22-2- 2010 ιατρική γνωμάτευση [Σχετικό 2]. 3. Το από 17-10-2016 εξιτήριο του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής ΚΑΤ [Σχετικό 3]. 4. Την από 7- 5-2019 επιστολή του Εφημέριου της Ενορίας ……… … …, …. [Σχετικό 4]. 5. Τη βεβαίωση του Προέδρου του τοπικού Συμβουλίου … …, κ. ……………. [Σχετικό 5]. Σημειωτέον δε, ότι καθ` όλη τη διάρκεια της κράτησής μου στις Δικαστικές Φυλακές … επέδειξα άριστη διαγωγή, δεν δημιούργησα οποιοδήποτε πρόβλημα, δεν υπέπεσα σε πειθαρχικά παραπτώματα, ούτε ήρθα σε αντιπαράθεση με οποιοδήποτε συγκρατούμενό μου, αντίθετα όλο το χρονικό διάστημα του εγκλεισμού μου εργαζόμουν. Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν την εντιμότητα του χαρακτήρα μου και της ζωής μου γενικότερα και μάλιστα σε βάθος χρόνου. Συντρέχει συνεπώς νόμιμη περίπτωση να αναγνωριστεί στο πρόσωπό μου το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη.”. Το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από τους τακτικούς δικαστές και τους ενόρκους, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, ως κατ` ουσίαν αβάσιμο, κρίνοντας κατά λέξη, κατά τα αναγραφόμενα στο σχετικό σκεπτικό του, τα ακόλουθα: “Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα μεταξύ άλλων και υπό στοιχείο ε`, που συνίσταται στο ότι “ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του”. Η ως άνω διάταξη, που αφορά στην ελαφρυντική αυτή περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας, καθόσον η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου αξιολογείται ως ελαφρυντική περίσταση ακόμα και όταν υφίσταται τον εξαναγκασμό της φυλακής. Επομένως, συντρέχει νόμιμη περίπτωση εφαρμογής αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ της επιεικέστερης , κατά τα προαναφερόμενα, διάταξης του ίδιου άρθρου του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ. (βλ. ΑΠ 1466/2019). Στην προκείμενη περίπτωση, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε` του ισχύοντος από 1-7-2019 Νέου Ποινικού Κώδικα επικαλούμενος ότι ο κατηγορούμενος μετά την τέλεση της αποδιδόμενης σ` αυτόν πράξης έχει ζήσει σύννομα, δεν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ούτε παραβίασε τους περιορισμούς διαμονής του. Επιπλέον ο κατηγορούμενος έχει γνωστή και μόνιμη κατοικία στην …, όπου διαμένει με τους γονείς του και για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους εργάζεται στα ιδιόκτητα κτήματα και σε κτήματα τρίτων έναντι ημερομισθίου. Ο ως άνω αυτοτελής ισχυρισμός είναι αβάσιμος και απορριπτέος καθόσον δεν αρκεί για την αναγνώριση του ως άνω ελαφρυντικού η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς από τον κατηγορούμενο μετά την πράξη του, για την οποία σημειωτέον δεν κρατήθηκε προσωρινά, και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνο, αλλά απαιτείται η αναφορά συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, θετικών και δηλωτικών της αρμονικής συμβιώσεώς του επί μακρό χρόνο, μετά την πράξη, τα οποία εν προκειμένω ουδόλως αναφέρονται.”. Η αιτιολογία όμως αυτή για την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού, ο οποίος ήταν σαφής και ορισμένος, δεν είναι η απαιτούμενη, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού αναφορικά με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε` του Π.Κ., μολονότι στην προκείμενη περίπτωση έγινε επίκληση σαφών και επαρκών στοιχείων (φροντίδα των με σοβαρά προβλήματα υγείας υπερήλικων γονέων του, εργασία και σε κτήματα τρίτων, προκειμένου να εξασφαλίσει τα αναγκαία έσοδα για την κάλυψη των δαπανών περίθαλψης των γονέων του), περί του ότι αυτός (αναιρεσείων – κατηγορούμενος) συμπεριφέρθηκε καλά μετά την τέλεση της πράξης του για μεγάλο χρονικό διάστημα, το Δικαστήριο της ουσίας τον απέρριψε χωρίς να γίνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφορά συγκεκριμένων αρνητικών περιστατικών, που να αποκλείουν την αναγνώριση της ανωτέρω ελαφρυντικής περίστασης, ενόψει του ότι η απαιτούμενη καλή συμπεριφορά του υπαιτίου, δεν ταυτίζεται με την απαίτηση για μια εξαιρετικά υπερδιακεκριμένη καλή συμπεριφορά. Επομένως, ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της προβλεπόμενης στη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε` του Π.Κ. ελαφρυντικής περίστασης της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς του για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη του, είναι βάσιμος.
ΙΧ. Κατ` ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, ελλείψει άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, που κρίθηκε βάσιμος, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση και δη μόνον ως προς την διάταξή της που απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς του για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη του (άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε` του Π.Κ.), αναγκαίως δε και ως προς τις διατάξεις της για την επιμέτρηση και την επιβολή της ποινής, ακολούθως δε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 519 και 522 [όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 159 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο)] του Κ.Ποιν.Δ., να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το ανωτέρω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους (τακτικούς και ενόρκους) δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να κρίνει για τη συνδρομή ή όχι στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου της ανωτέρω ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε` του Π.Κ. και, αναλόγως με την κρίση του αυτή, να επιμετρήσει και να επιβάλει την αρμόζουσα ποινή, απορριπτομένης κατά τα λοιπά της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, κατά ένα μέρος, την υπ` αρ. 16, 17, 18, 19/2020 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου, και συγκεκριμένα ως προς τη διάταξή της που αφορά στην απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, ………….. του …….. και της …….., για αναγνώριση στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς του για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη του (άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε` του Π.Κ.), αναγκαίως δε και ως προς τις διατάξεις της περί επιβολής ποινής, στην περίπτωση παραδοχής του εν λόγω ισχυρισμού.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους (τακτικούς και ενόρκους) δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως την υπόθεση.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 18-6-2020 αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, για αναίρεση της υπ` αρ. 16, 17, 18, 19/2020 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου (Μ.Ο.Ε.) Ναυπλίου, που ασκήθηκε με επίδοσή της στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 18-6-2020 (αρ. γενικού πρωτ. της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου: ……/18-6-2020).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαΐου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Ιουνίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ