ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βασιλάκη (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Αικατερίνης Βασιλακοπούλου – Κατσαβριά), Αγγελική Αλειφεροπούλου – Εισηγήτρια, Αριστείδη Πελεκάνο και Δημήτριο Χονδρογιάννη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημήτριου Δασούλα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου Ν. Κ. του Ε., κατοίκου … που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μακρή, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 125-130/2013 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Λαρίσης. Mε πολιτικώς ενάγοντες τους
- Ε. Χ. – Κ., κάτοικο … και 2. Κ. Σ., κάτοικο …, ως ασκούντες τη γονική μέριμνα του ανήλικου υιού τους Π. – Κ. Σ., οι οποίοι δεν παρέστησαν.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Λαρίσης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουλίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 766/2014.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 337 παρ. 1 Π.Κ., “όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή”, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, “με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος από 12 ετών”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις, που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι “ασελγείς χειρονομίες” είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως λ.χ. ψαύσεις ή θωπείες στο στήθος, στους μηρούς κλπ του παθόντος. Οι “προτάσεις” μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες, που πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της πράξεως. Εξάλλου, έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφαρμόσθηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει με βεβαιότητα και ανενδοιάστως, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία -και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ’ επιλογή- όπως επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Ποιν.Δ. (Ολ.Α.Π. 1/2005). Ειδικότερα, έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας, ως προς τις αποδείξεις, υπάρχει και όταν το ποινικό δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού μνημονεύσει στην αρχή του σκεπτικού της τα ληφθέντα υπόψη του αποδεικτικά μέσα, χωρήσει στην αξιολογική εκτίμηση ενός και μόνον ειδικώς και επιλεκτικώς κατονομαζομένου αποδεικτικού μέσου, στο οποίο στηρίζει αποκλειστικώς την καταδικαστική του κρίση, παραλείποντας πλήρως κατά τα λοιπά, στην περίπτωση αυτή, τη συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση και του περιεχομένου των λοιπών αποδεικτικών μέσων, που δέχθηκε ότι έλαβε υπόψη του.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ’ αριθ. 125-130/2013, αποφάσεώς του, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Λάρισας, που δίκασε σε πρώτο βαθμό ανεκκλήτως, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά πλειοψηφία τεσσάρων μελών του έναντι τριών, τα εξής: “Από τις ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορούμενου και την όλη αποδεικτική διαδικασία, κατά την πλειοψηφία, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας του άρθρου 337 παρ. 2 ΠΚ, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας και κατ” ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της πράξης και συγκεκριμένα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τις πρωινές ώρες της 8-7-2010 η Ε. Ρ., γιαγιά του ανηλίκου Π. – Κ. Σ., ζήτησε από το γείτονα της στο … Ν. Κ. να μεταφέρει με το αυτοκίνητο του τον ανήλικο εγγονό της στη … ν. Φθιώτιδας για να αγοράσει ένα παιχνίδι. Περί ώρα 11.00 ο ανήλικος επιβιβάσθηκε στο με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΕ που οδηγούσε ο κατηγορούμενος και αναχώρησαν από το Αχίλλειο με κατεύθυνση προς …. Καθ’ οδόν ο κατηγορούμενος θώπευσε τον ανήλικο σε διάφορα σημεία του σώματος του και συγκεκριμένα στον ώμο, στο στήθος και στα γεννητικά του όργανα, πάνω από τα ενδύματά του, ενώ επιχείρησε να τον πιέσει να κατεβάσει το κεφάλι του στα γεννητικά του όργανα, αλλά δεν τα κατάφερε, προσβάλλοντας έτσι βάναυσα την αξιοπρέπεια του στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του. Τα παραπάνω περιστατικά περιέγραψε ο ανήλικος στον πατέρα του Κ. Σ. κατά την επιστροφή του στην οικία του στην Αθήνα και κατέθεσε και ο τελευταίος εξεταζόμενος στο ακροατήριο. Η κατάθεση του τελευταίου κρίνεται πειστική, δεδομένου ότι μετέφερε αυτούσια την εξιστόρηση που έλαβε χώρα από τον ανήλικο δύο μέρες μετά το συμβάν όπου και ο ίδιος ήταν ήρεμος ενώ δεν προέκυψε ότι παρεμβλήθη συζήτηση μεταξύ τους κατά την οποία ο πατέρας του παθόντος με τις ερωτήσεις τους θα μπορούσε να είχε υποβάλει σε αυτόν και νέα περιστατικά, τα οποία υιοθετώντάς τα ως πραγματικά ο ανήλικος θα επαύξανε τα όσα διημήφθησαν μεταξύ αυτού και του κατηγορουμένου. Με βάση τα εκτεθέντα περιστατικά, όπως αυτά ιστορήθηκαν από τον παθόντα στον πατέρα του και κατατέθηκαν επ’ ακροατηρίω απ’ αυτόν, οι παραπάνω χειρονομίες και προτάσεις συνιστούν εφαρμογή του άρθρου 337 ΠΚ, γιατί ο κατηγορούμενος αυτήν την διάταξη παρέβη και ειδικότερα την παρ. 2 αυτού, η οποία ορίζει ότι “με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος από 12 ετών”, ήτοι της παραγράφου 1 του άρθρου που ορίζει ότι “όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή χρηματική ποινή”, διότι ο παθών δεν είχε συμπληρώσει τα 12 έτη κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης (8-7-2010) καθώς είχε γεννηθεί την 28-8-1998.
Συνεπώς, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας, που προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 337 παρ. 2 ΠΚ, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από εκείνη της αποπλάνησης ανηλίκου (339 ΠΚ), και κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε, κατά την άνω πλειοψηφία, τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο (ενώ τα μειοψηφήσαντα τρία μέλη του είχαν τη γνώμη, ότι ο αυτός έπρεπε να κηρυχθεί αθώος), με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (άρθρ. 84 παρ.2 περ. α’ Π.Κ.), της αξιόποινης πράξεως της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας εις βάρος του ανηλίκου Π.-Κ. Σ. του Κ., για την οποία του επέβαλε, επίσης κατά πλειοψηφία, ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ αυτόν ένοχο κατά πλειοψηφία (4-3) του ότι στον κατωτέρω αναφερόμενο τόπο και χρόνο με ασελγείς χειρονομίες που αφορούν ασελγείς πράξεις προσέβαλε βάναυσα την αξιοπρέπεια προσώπου νεότερου των 12 ετών στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του. Συγκεκριμένα, την 8-7-2010 και περί ώρα 11.00 κατά την μετάβασή του από το … Μαγνησίας προς τη … Ν. Φθιώτιδος και εντός του με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του, εκμεταλλευόμενος την ανηλικότητα του επιβαίνοντος στο άνω όχημα Π. – Κ. Σ. του Κ., ο οποίος είχε γεννηθεί την 26-8-1998 και συνεπώς δε είχε συμπληρώσει τα δώδεκα έτη, θώπευσε αυτόν σε διάφορα σημεία του σώματός του και συγκεκριμένα στον ώμο, στο στήθος και στα γεννητικά του όργανα επάνω, από τα ενδύματά του, ενώ επιχείρησε να κατευθύνει το κεφάλι του ανηλίκου πάνω στα γεννητικά του όργανα, προσβάλλοντας με αυτό τον τρόπο βάναυσα τη γενετήσια αξιοπρέπειά του”.
Από το προπαρατεθέν σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει με βεβαιότητα και χωρίς δισταγμό, ότι λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε από το δικαστήριο (πλειοψηφία) της ουσίας η, αναγνωσθείσα στο ακροατήριο, από 14-11-2013 “έκθεση ανωμοτί εξέτασης μάρτυρα” του προαναφερόμενου ανηλίκου, που διατάχθηκε, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 226Α Κ.Ποιν.Δ., με την υπ’ αριθ. 125/2013 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου και διενεργήθηκε από την 14η Τακτική Ανακρίτρια (Ανηλίκων) Αθηνών, η οποία (κατάθεση) ούτε καν μνημονεύεται σε κάποιο σημείο του κειμένου του αιτιολογικού της εν λόγω αποφάσεως, ενώ και στο προοίμιο αυτού, όπου αναφέρονται γενικώς τα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, εκτός των αναγνωσθέντων εγγράφων και της απολογίας του κατηγορουμένου γίνεται αναφορά μόνο στις ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων (μητέρας και πατέρα του ανηλίκου) και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης “που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο”, χωρίς οιαδήποτε μνεία της παραπάνω ανωμοτί μαρτυρικής καταθέσεως του ανηλίκου, που δόθηκε εκτός του ακροατηρίου. Ακόμη, το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική, κατά πλειοψηφία, κρίση του, ενώ στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως προέβη σε γενική αναφορά των ληφθέντων υπόψη αποδεικτικών μέσων κατά το είδος τους, στηρίχθηκε, όπως από το αιτιολογικό της ίδιας αποφάσεως προκύπτει, ειδικά και αποκλειστικά στο περιεχόμενο της χωρίς όρκο επ’ ακροατηρίου καταθέσεως του Κ. Σ., πατέρα του (φερόμενου ως) παθόντος ανηλίκου Π.-Κ. Σ., την οποία δεν εξαίρει απλώς έναντι των λοιπών αποδεικτικών μέσων, αλλά ρητά διαλαμβάνεται στο προπαρατεθέν σκεπτικό του, ότι αυτήν έκρινε ως “πειστική” για τους αναφερόμενους σ’ αυτό λόγους και διαφαίνεται, ότι την αξιολόγησε επιλεκτικώς, αφού κατονομάζει μόνο τον ανωτέρω μάρτυρα, καίτοι δεν ήταν αυτόπτης, αποφεύγοντας οποιαδήποτε αναφορά, στο σώμα του σκεπτικού, των λοιπών αποδεικτικών μέσων (μεταξύ των οποίων δώδεκα τον αριθμό μαρτυρικές επ’ ακροατηρίου καταθέσεις και αναγνωσθέντα έγγραφα, στα οποία περιλαμβάνονται και 14 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδικών και Συμβολαιογράφου). Και αυτά μολονότι και οι υπόλοιπες καταθέσεις, ως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της εν λόγω αποφάσεως, πηγή έχουν (όπως και η προμνημονευόμενη κατάθεση του Κ. Σ.) τα όσα διηγήθηκε ο ανωτέρω ανήλικος, που είναι και το κεντρικό πρόσωπο της υποθέσεως. Εξάλλου, πέραν της επιλεκτικής αξιολογήσεως της επ’ ακροατηρίου ανωμοτί καταθέσεως του προαναφερόμενου μάρτυρα (πατέρα του ανηλίκου), στην οποία, κατά τις ανωτέρω παραδοχές, στηρίζεται η καταδικαστική κρίση (της πλειοψηφίας) του δικαστηρίου της ουσίας, από την επισκόπηση του συνόλου των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει, ότι η εν λόγω κατάθεση δεν λήφθηκε υπόψη στο σύνολό της, αφού το περιεχόμενό της εν μέρει μόνο συμπορεύεται με αυτά, που η πλειοψηφία δέχθηκε ότι αυτός κατέθεσε. Συγκεκριμένα, ενώ ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε στο ακροατήριο σχετικά με την αξιόποινη πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο ήδη αναιρεσείων, κατά λέξη, ότι “Ο μικρός μου είπε….στη διαδρομή επιχείρησε να ασελγήσει επάνω μου….Ο κατηγορούμενος έβαλε το χέρι του παιδιού στα γεννητικά του όργανα. Επιχείρησε να τον πιέσει να κατεβάσει το κεφάλι του στα γεννητικά του όργανα αλλά δεν τα κατάφερε”, η πλειοψηφία δέχθηκε ως κατατεθέντα από το μάρτυρα αυτόν, ότι “Καθ’ οδόν ο κατηγορούμενος θώπευσε τον ανήλικο σε διάφορα σημεία του σώματός του και συγκεκριμένα στον ώμο, στο στήθος και στα γεννητικά του όργανα, πάνω από τα ενδύματά του, ενώ επιχείρησε να τον πιέσει να κατεβάσει το κεφάλι του στα γεννητικά του όργανα, αλλά δεν τα κατάφερε”. Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, ενώ κατά τις παραδοχές (της πλειοψηφίας) ο κατηγορούμενος θώπευσε τον ανήλικο σε διάφορα σημεία του σώματός του και μάλιστα και στα γεννητικά του όργανα πάνω από τα ενδύματά του, από την επισκόπηση της καταθέσεως του άνω μάρτυρα προκύπτει, ότι ο κατηγορούμενος έβαλε το χέρι του παιδιού στα δικά του γεννητικά όργανα, δηλαδή η κατάθεση αυτή διαφέρει κατά τούτο των παραδοχών της πλειοψηφίας, ενώ, περαιτέρω, ο ίδιος μάρτυρας δεν κάνει λόγο για θωπείες στον ώμο, στο στήθος και στα γεννητικά όργανα του ανηλίκου. Ενόψει τούτων, η μνεία στην αρχή του σκεπτικού των κατ’ είδος ληφθέντων υπόψη από το Δικαστήριο αποδεικτικών μέσων συντελέσθηκε εντελώς τυπικά και χωρίς να περιέχει αξιολόγηση και συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, όπως επιβάλλεται κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, αφού, όπως προαναφέρθηκε, αφενός μεν δεν προκύπτει με βεβαιότητα, ότι λήφθηκε υπόψη η προμνημονευόμενη από 14-11-2013 “έκθεση ανωμοτί εξέτασης μάρτυρα” (του ανηλίκου), αφετέρου δε η εξενεχθείσα καταδικαστική κρίση εντελώς επιλεκτικά στηρίχθηκε μόνο στην επ’ ακροατηρίου ανωμοτί κατάθεση του Κ. Σ. (με το περιεχόμενο της οποίας, μάλιστα, μόνο μερικώς συμπορεύεται η κρίση αυτή), ενώ δεν προκύπτει ανενδοιάστως και κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι αξιολογήθηκαν και συνεκτιμήθηκαν τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Ως εκ τούτου, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν πληροί τις από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. τεθείσες προϋποθέσεις αξιολογήσεως όλων των αποδεικτικών μέσων και, εντεύθεν, η ως άνω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ως προς τις αποδείξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια. Επομένως, είναι βάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια αυτή. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή της υπό κρίση αιτήσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, στη συνέχεια δε, αφού παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα των λοιπών λόγων του αναιρετηρίου, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συντιθέμενο από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 125-130/2013 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Λάρισας.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Σεπτεμβρίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Οκτωβρίου 2015.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ