1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος εισήχθη ως θεσμός στην ελληνική νομοθεσία με τον Ν. 3943/2011, ο οποίος συμπλήρωνε με ένα νέο άρθρο, το 17Α , το τότε βασικό νομοθέτημα για τις διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στην φορολογική νομοθεσία (Ν. 2523/1997, πλέον το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής ύλης και πάντως οι ποινικές κυρώσεις ρυθμίζονται από τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, Ν.4174/2013). Ίσως και γι’ αυτό ο θεσμός συνδέθηκε με τη φοροδιαφυγή και υποβιβάστηκε ο ρόλος που μπορεί, μακροπρόθεσμα και βελτιωμένος, να έχει στα εγκλήματα των «ισχυρών», εγκλήματα θίγοντα θεμελιώδη δικαιώματα εκατομμυρίων ανθρώπων. Από τη πρώτη αυτή εισαγωγή του, διαβάζουμε στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 3943/11 ότι ο θεσμός ήρθε ως απάντηση «της έξαρσης μεθοδευμένων τελωνειακών παραβάσεων, παράνομων επιχορηγήσεων και επιδοτήσεων από κοινοτικά κονδύλια, νόθευση του ανταγωνισμού με αθέμιτη προώθηση trusts και cartels ή με καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης επιχειρήσεων και η ανάπτυξη εξελιγμένων μεθόδων προς αποφυγή πληρωμής φόρων»
Δύο χρόνια αργότερα εισήχθη και ο θεσμός του Εισαγγελέα διαφθοράς με την τροποποίηση ενός νόμου, του Ν.4022/2011 με τίτλο «Εκδίκαση πράξεων διαφθοράς Πολιτικών και Κρατικών Αξιωματούχων, υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος Δημοσίου Συμφέροντος και άλλες διατάξεις», που είχε ήδη θεσπισθεί για να την αντιμετωπίσει. Και αυτή κατά την εισηγητική του τροποποιητικού νόμου, 4139/2013, υπάρχει «όταν ένας πολιτικός αξιωματούχος ή κρατικός λειτουργός χρησιμοποιεί την εξουσία του με καταχρηστικό τρόπο (κυρίως με ευνοιοκρατία αυθαιρεσία και χρηματισμό) για ιδιοτελείς σκοπούς» . Ενώ αρχικά αμφότεροι οι θεσμοί εισήχθησαν στο νέο ΚΠΔ (Ν. 4620/2019), τελικώς η ορθή για την αντιμετώπιση των σχετικών εγκλημάτων, τις κοινές παραμέτρους των οποίων επιχειρεί να αναδείξει η σύγχρονη εγκληματολογική σκέψη, επιλογή της ενοποίησης τους επικράτησε. Πλέον και μετά τον Ν.4745/2020 στα αρθ.33-36 του ΚΠΔ συναντούμε μόνο τον εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος που απορρόφησε τους δύο προηγούμενους θεσμούς. Δεν θα συμφωνήσουμε με την κριτική που ασκείται στο θεσμό λόγω του κατακερματισμού που προκαλεί στην εισαγγελική λειτουργία (εξάλλου το ενιαίο και αδιαίρετο της δε σημαίνει παρά ότι με εξαίρεση κάποιες τρανταχτές περιπτώσεις, όπως η αντικατάσταση του εισαγγελέα έδρας στην ίδια υπόθεση εκδικαζόμενη στο ακροατήριο , διαφορετικοί εισαγγελείς μπορούν να εμπλέκονται στη διάρκεια της ίδιας ποινικής δίωξης, πράγμα που σαφώς δυσχεραίνει την εξιχνίαση των ιδιαίτερων και συνήθως ογκωδέστατων δικογραφιών των οικονομικών εγκλημάτων, την εποπτεία της ύλης των οποίων είναι χρήσιμο να έχει ένας από την αρχή μέχρι το τέλος) αλλά και λόγω της επιλογής τους άσχετα με κάποια προηγούμενη εξειδίκευση τους (στην εξειδίκευση αυτή καλύτερα από κάθε τι συμβάλει η πρακτική εμπειρία λόγω της αντίστοιχης εξειδίκευσης των οικονομικών εγκληματιών να εφευρίσκουν νέους τρόπους δράσης προσαρμοσμένους στην εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία).
2. Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ.
Η δέσμευση του θέματος μας περιγράφεται στο άρθ. 36 του νέου ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) και ιδίως στις παραγράφους του 2,3 και 4. Παρότι πρόκειται για Κώδικα η δημιουργία του οποίου ακριβώς στηρίχθηκε σε μακρά επεξεργασία, όπως εισαγωγικά αναφέρθηκε, οι σχετικές διατάξεις για τον εισαγγελέα ο.ε. ήδη τροποποιήθηκαν και το ισχύον κείμενο του άρθ. 36 διαμορφώθηκε ως έχει με τις διαδοχικές τροποποιήσεις από τα άρθ. 94 παρ.7 Ν.4689/20, 53παρ.5 Ν.4745/20 και 17 Ν.4995/22. Στη μικρή αυτή εργασία δε θα παραθέσουμε αυτολεξεί το ισχύον κείμενο αλλά σημαντικά σχόλια για την ερμηνεία και την εφαρμογή του.
Ως μία από τις ανακριτικές πράξεις που δύναται να ενεργήσει ο εισαγγελέας ο.ε. είναι η δέσμευση κάθε λογής περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου. Εδώ μόνο ύποπτος μπορεί να είναι και όχι κατηγορούμενος αφού ο εισαγγελέας ο.ε. ενεργεί μόνο προκαταρκτική εξέταση, (δηλαδή βρισκόμαστε στο προ της άσκησης της ποινικής δίωξης στάδιο) ενώ αν κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση αδικήματος (άρθ.43 ΚΠΔ παρ.1, εδ.2 σε συνδ. με αρθ.35 παρ. 4 τελευταίο εδ. , αφού σε κάθε περίπτωση θα έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση και άρα η τήρηση της αρχής της νομιμότητας δηλαδή της ελάχιστης υπόνοιας για την τέλεση αξιόποινης πράξης δεν μπορεί να έχει εφαρμογή ) παραγγέλνει στον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών την κίνηση ποινικής δίωξης, άλλως θέτει την υπόθεση στο αρχείο.
Και ορθώς αποδώσαμε το επίθετο ανακριτική στην πράξη δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων και έτσι επισημαίνουμε το χαρακτήρα της και την λογικόσυστηματική ένταξη της στο ΚΠΔ. Πράγματι, δέσμευση περιουσιακών στοιχείων προβλέπεται και στο αρθ.261 ΚΠΔ το οποίο εντάσσεται στο τρίτο βιβλίο του, για την προδικασία, δεύτερο δε τμήμα του βιβλίου αυτού για τις ανακριτικές πράξεις και τρίτο κεφάλαιο του τμήματος αυτού για την κατάσχεση. Την δέσμευση, βέβαια, του αρθ. 261 διατάσει ο ανακριτής με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφόσον προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις για αποκόμιση από τον κατηγορούμενο ή προσπόριση από αυτόν σε τρίτο περιουσιακού οφέλους από πράξη που φέρει το χαρακτήρα κακουργήματος (άρθ.261 παρ.1 σε συνδ. με αρθ.248 παρ.6), προϋπόθεση που δεν ισχύει για την εξεταζόμενη δέσμευση όπου και πλημμέλημα αρκεί, εφόσον κατά τη κρίση του εισαγγελέα ο.ε. , αυτό έχει τα χαρακτηριστικά μείζονος ποινικής απαξίας φορολογικού, οικονομικού ή συναφούς εγκλήματος (άρθ.36 παρ.2 σε συνδ. με άρθ.35 παρ.1 ΚΠΔ).
Οι θεμελιώδεις, όμως, διατάξεις τόσο για την ανάκριση και την προκαταρκτική εξέταση όσο και για τις ανακριτικές πράξεις τυχαίνουν εφαρμογής και στις δύο «δεσμεύσεις» και έτσι σκοπός της δέσμευσης του αρθ.36 ΚΠΔ δε μπορεί να είναι μόνο η διασφάλιση των συμφερόντων του δημοσίου, όπως διαβάζουμε στο άρθρο αυτό, αλλά και η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση του εγκλήματος και αν πρέπει να κινηθεί ποινική δίωξη γι’ αυτό (άρθ.239 σε συνδ. με αρθ.243 ΚΠΔ). Η εξεταζόμενη δέσμευση διατάσσεται πάντα από εισαγγελέα ο.ε. ή από τον κατά τόπο αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών με παραγγελία του πρώτου , εφόσον έχει την σύμφωνη γνώμη του Προϊσταμένου εισαγγελέα του τμήματος ο.ε.(βλ. αρθ.36 παρ.4 ΚΠΔ), ο οποίος εισαγγελέας μάλιστα είναι τις περισσότερες φορές εφετών (βλ. όμως και αρθ.33 παρ.1 ΚΠΔ για τους επίκουρους εισαγγελείς ο.ε. οι οποίοι μπορεί να είναι και πρωτοδικών) και πάντως εποπτεύεται στο έργο του από τον αρχαιότερο εισαγγελέα εφετών του τμήματος ο.ε., τον προιστάμενο (βλ. αρθ.33 παρ.2) και όχι από απλό ανακριτικό υπάλληλο και έτσι συντρέχουν και μάλιστα αυξημένα οι εγγυήσεις για την προστασία των ατομικών ελευθεριών καθώς η δέσμευση ενεργείται ή πάντως συντονίζεται από ανώτερο δικαστικό λειτουργό κατά την έννοια του αρθ. 88 Σ.
Περαιτέρω πρέπει να τονισθεί ότι για την επιβολή της δέσμευσης-πράξης σοβαρού διοικητικού καταναγκασμού πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (αρθ.25 παρ.1 Σ), όπως επιτάσσει το αρθ.251 παρ. 2 ΚΠΔ για τις ανακριτικές πράξεις και οι διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας (ιδίως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). Έτσι η δέσμευση πρέπει να είναι πρόσφορη αλλά και η καλύτερη από πλευράς ατομικών δικαιωμάτων από άλλες δυνατές ενέργειες που μπορούν να εξυπηρετήσουν τους προαναφερόμενους σκοπούς . Ομοίως, δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη και πρέπει να περιορίζεται ποσοτικά στο ύψος του οφέλους του υπόπτου ή της ζημίας του παθόντος όπως τα μεγέθη αυτά προκύπτουν από την ερευνώμενη πράξη . Επίσης, στην αρχή της αναλογικότητας προσβλέπουν τα συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια των 9 μηνών με επιπλέον ισόχρονη παράταση κατόπιν, όμως, βουλεύματος του αρμοδίου συμβουλίου, στα οποία μπορεί να εκτείνεται. Τέλος, εφαρμογή στην εξεταζόμενη δέσμευση πρέπει να έχει και η διάταξη του αρθ. 261 παρ.2 ΚΠΔ το οποίο εξαιρεί από την εκεί δέσμευση ποσά που είναι αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης του υπόπτου ή του τρίτου και των οικογενειών τους και των εξόδων για τη νομική τους υποστήριξη και τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων .
Αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία που μπορεί να δεσμεύονται πρέπει να σημειωθεί ότι η αναφορά στο νόμο τραπεζικών λογαριασμών και θυρίδων είναι τελείως ενδεικτική αφού οποιοδήποτε κινητό ή ακίνητο στοιχείο μπορεί να δεσμεύεται όπως ενοχικά δικαιώματα ή ακόμα και προσδοκία δικαιώματος, σύνολο δικαιωμάτων όπως επιχείρηση και άλλα. Γίνεται, ωστόσο, δεκτό ότι τα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να υπάρχουν κατά το χρόνο έκδοσης της παρακάτω διάταξης και δεν μπορεί να καταλάβει στοιχεία που αποκτώνται αργότερα .
Ως τύπος της δέσμευσης καθορίζεται στο νόμο η διάταξη του εισαγγελέα ο.ε. η οποία δεν είναι μεν απαραίτητο να αναφέρει τα συγκεκριμένα στοιχεία του καθ’ ου που δεσμεύονται (αυτό γίνεται συνταγματικά ανεκτό λόγω της δυνατότητας περιορισμού της με προσφυγή του καθ’ ου) αλλά πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Η εκτίμηση του ερευνώμενου υλικού για να καταλήξουμε στη δέσμευση γίνεται με βάση την αρχή της ηθικής απόδειξης αλλά η ενδόμυχη αυτή πεποίθηση του εισαγγελέα για την επιβολή της πρέπει να μεταφράζεται σε δικανικό λόγο αντικειμενικά προσβάσιμο και ελέγξιμο . Εδώ η αιτιολογία θα πρέπει να αφορά την αρχή της αναλογικότητας και οι ενδείξεις για την τέλεση αξιοποίνου πράξης από τον καθ’ ου από την οποία προέρχονται τα δεσμευόμενα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να είναι σοβαρές ή πάντως βάσιμες . Εξάλλου αν για την υπόθεση δεν παραγγελθεί η άσκηση ποινικής δίωξης κατά τα ανωτέρω και η δικογραφία τεθεί στο αρχείο η δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως. Καλό θα ήταν και στη περίπτωση αυτή να προβλέπονταν έκδοση διάταξης ή άλλος τρόπος επίσημης ενημέρωσης του οργανισμού στον οποίο περιέρχεται η δέσμευση, πχ τράπεζας αν πρόκειται για καταθετικό λογαριασμό.
Τελευταίο και πλέον σημαντικό να αναφέρουμε τη δυνατότητα του καθ’ ου να προσφύγει κατά της δέσμευσης στο αρμόδιο συμβούλιο εφετών ή πλημμελειοδικών ανάλογα με τον βαθμό του εισαγγελέα που την εξέδωσε. Καθώς αυτή δεν γνωστοποιείται στον καθ’ ου τη στιγμή που ενεργοποιείται-τίθεται σε ισχύ θα ήταν αντίθετη στο άρθ.20 Σ αν δεν υπήρχε η δυνατότητα προσφυγής, έστω στο περιορισμένο χρονικό διάστημα των 30 ημερών από την επίδοση της διάταξης, το οποίο δύναται να παραταθεί σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας. Το δικαστικό συμβούλιο θα ελέγξει όλες τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις έκδοσης της σχετικής διάταξης και μπορεί να ανακαλέσει ή να περιορίσει την ισχύ της διάταξης. Εξάλλου και ο ίδιος ο εισαγγελέας ο.ε. μπορεί αυτεπαγγέλτως ή με απρόθεσμη αίτηση του καθ’ ου να ανακαλέσει ή περιορίσει την δέσμευση.
3.ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Οι παραπομπές που γίνονται στην εργασία αυτή αναφέρονται στα παρακάτω συγγράμματα, ομοίως και οι σκέψεις που διατυπώνονται προέρχονται κυρίως από τα παρακάτω χωρίς καμία διάκριση από τη σειρά τους:
1. Ο ΝΕΟΣ ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ Ερμηνεία κατ’αρθ. Ν.4619/2019, Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης, εκδ.2021
2. ΣΥΝΟΨΗ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, γενικό μέρος, Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης, εκδ.2010
3. Το οικονομικό έγκλημα, σύγχρονες τάσεις εξάπλωσης του και όψεις της επίσημης κοινωνικής αντίδρασης, Ελένη Μιχαλοπούλου, σελ.333-359 στο συλλογικό έργο: Σ. Βιδάλη, Ν.Κ. Κουλούρης, Χ. Παπαχαραλάμπους, Εγκλήματα των ισχυρών. Διαφθορά, οικονομικό και οργανωμένο έγκλημα, εκδ. ΕΑΠ,2019
6. ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Γενικό μέρος, Νικόλαος Ανδρουλάκης, εκδ. 2006
7. ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΙ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, Αλέξανδρος Κωστάρας, εκδ. 2004
8. ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ, Νικόλαος Ανδρουλάκης, εκδ. 2007
9. ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Αργύριος Καρράς, εκδ. 1998
10. ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ, θεωρία-πράξη-νομολογία, Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, εκδ.2019
11. ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ, η δομή της ποινικής δίκης, Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, εκδ.2012
13.ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ερμηνεία κατ’άρθρο), τομ.1, Χαράλαμπος Σεβαστίδης, εκδ. 2023
14. Ο ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, Ερμηνεία κατ’άρθρο του Ν. 4620/2019, Λάμπρος Μαργαρίτης, εκδ.2020