ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αρτεμισία Παναγιώτου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη – Εισηγήτρια, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου και Γεώργιο Κόκκορη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 16 Σεπτεμβρίου 2020, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος ……., κατοίκου … και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης …, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Ευστρατίου Ηλιογραμμένου, για αναίρεση της υπ` αριθμ. 43/2019 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Βορείου Αιγαίου και με υποστηρίζουσες την κατηγορία τις …….., ως ασκούσα την επιμέλεια της ανήλικης κόρης της … και …, οι οποίες μετά την απόρριψη του υποβληθέντος υπ` αυτών αιτήματος αναβολής δεν παραστάθηκαν.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείου Βορείου Αιγαίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή και ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20.2.2020 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2020.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Βορείου Αιγαίου και συγκεκριμένα ως προς τη διάταξή της περί απόρριψης του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντα για την αναγνώριση στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α` και ε` του ΠΚ και ως προς τη διάταξή της περί επιβολής σ` αυτόν ποινών και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να κρίνει για τη συνδρομή ή όχι των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α` και ε` ΠΚ και αναλόγως προς την επ` αυτών παραδοχή τους, να επιμετρήσει τις αρμόζουσες ποινές, καθώς και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 512 παρ. 1 εδ. γ` και 3 Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-162 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο, ενώ, κατά την παρ. 2 του άρθρου 515 του ίδιου Κώδικα, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 515 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του εισαγγελέα, μπορεί το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις, να αναβάλει για μία μόνο φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα από 4.6.2020 τρία (3) αποδεικτικά επιδόσεως του Αστυφύλακα .. και τα από 11.6.2020, επίσης, τρία (3) αποδεικτικά επιδόσεως του Επιμελητή Δικαστηρίων …, προκύπτει ότι επιδόθηκε η υπ` αριθμ. ../6.5.2020 κλήση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αφενός στα χέρια των ιδίων των υποστηριζουσών την κατηγορία, ……… και … και αφετέρου, ως εκ περισσού, στον αντίκλητο αυτών, δικηγόρο Αναστάσιο Χατζηγιάννη, για να παραστούν αυτές δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, που είχε οριστεί για να συζητηθεί η από 20.2.2020 αίτηση του αναιρεσείοντα …., κατοίκου … και νυν κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης …, για αναίρεση της υπ` αριθμ. 43/2019 καταδικαστικής αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Βορείου Αιγαίου, πλην όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη σημερινή δικάσιμο (16.09.2020) εμφανίστηκε ο δικηγόρος Πειραιώς Βασίλης Μουτσουγιάννης, ως άγγελος και υπέβαλε αίτημα αναβολής, διότι, όπως δήλωσε, ο πληρεξούσιος δικηγόρος (…) Αναστάσιος Χατζηγιάννης των υποστηριζουσών την κατηγορία ανήκει στις ευπαθείς ομάδες, καθώς είχε υποστεί πρόσφατα οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, και ως εκ τούτου καθίσταται δυσχερής, αν όχι αδύνατη, τη μετάβασή του από την Μυτιλήνη, όπου αναφορικά με την πανδημία επικρατεί επιβαρυμένο επιδημιολογικό φορτίο. Το υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής της υπόθεσης, για τον ανωτέρω λόγο, ανεξαρτήτως της αοριστίας του [(χωρίς την προσκόμιση εγγράφων (ιατρικής βεβαιώσεως)], θα πρέπει να απορριφθεί, καθότι ο χρόνος άρσεως των προβλημάτων μετακινήσεως, λόγω της πανδημίας, είναι απροσδιόριστος. Πρέπει να σημειωθεί ενταύθα ότι μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, ο δικηγόρος Πειραιώς Βασίλης Μουτσουγιάννης, ο οποίος υπέβαλε το αίτημα, σε ερώτηση της Προέδρου, απάντησε ότι δεν θα παρασταθεί και δεν θα εκπροσωπήσει τις υποστηρίζουσες την κατηγορία. Μετά από αυτά και εφόσον αφενός η προαναφερθείσα αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και αφετέρου ενεφανίσθη ο αναιρεσείων, θα πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία των υποστηριζουσών την κατηγορία σαν να ήταν και αυτές παρούσες. Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 του ΠΚ που κυρώθηκε με το ν.4619/2019, όπως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν.4637/2019, υπό την ισχύ του οποίου εκδικάστηκε η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ορίζεται ότι “1.
Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη. 2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις.” Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται: Αντικειμενικώς: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε ακούσια συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, που συντρέχει όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέλησή του υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, προσδιοριζομένης της τελευταίας ως πράξης με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του έννομου αγαθού της γενετήσιας … όπως είναι η “παρά φύσιν” συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία και η αιδιολειξία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων, και δεν περιλαμβάνονται πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες προσβάλλον την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος που δεν εξικνούνται όμως σε γενετήσια πράξη. β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας ή με σωματική βία, η οποία συνίσταται σε φυσική δύναμη που δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί χωρίς τη θέλησή του ή να επιχειρήσει γενετήσια πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει και με τους δύο τρόπους, δηλαδή της απειλής και της σωματικής βίας. Η απειλή (ψυχική βία) είναι εκείνη που ενέχει απειλή ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο ζωής ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος, ο δε κίνδυνος πρέπει να είναι “άμεσος” και “σοβαρός”, δηλαδή το επαπειλούμενο κακό να μπορεί να επέλθει σε σύντομο χρονικό διάστημα και να ενέχει σοβαρότητα και βαρύτητα ικανή να οδηγήσει τον εξαναγκαζόμενο να υποστεί συνουσία ή να ανεχθεί ή επιχειρήσει άλλη γενετήσια πράξη, προς δε, μπορεί να αφορά την ζωή ή την σωματική ακεραιότητα του παθόντος. Απειλή βίας συνιστά και αυτή που μπορεί να εμποιήσει στον απειλούμενο φόβο περί επικειμένου κινδύνου κατ` αυτού, έστω και αν αντικειμενικά και υπό άλλες συνθήκες η απειλή αυτή κρίνεται σαν αστήρικτη ή ακόμη και μη δυναμένη να δημιουργήσει τις καταστάσεις που ο απειλούμενος υπέλαβε κατά τον χρόνο της απειλής, αρκεί ο απειλούμενος, κατά τον χρόνο που υφίσταται την απειλή, να πιστέψει ότι η απειλή αυτή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί. Περαιτέρω, για την κατάφαση του εξαναγκασμού δεν απαιτείται κατ` ανάγκην το θύμα να αντιστάθηκε ενεργά, αλλά αρκεί ότι η συνουσία ή γενετήσια πράξη τελείται παρά την αντίθετη βούλησή του, που εξωτερικεύθηκε και έγινε εμφανής στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, και ότι αυτός ασκεί σωματική βία που εξουδετέρωσε τη βούληση του θύματος να αντισταθεί. Έτσι, υπάρχει βιασμός και όταν το θύμα, λόγω του αιφνιδιασμού ή του φόβου των συνεπειών προβολής αντίστασης ή των ασθενών σωματικών του δυνάμεων ή άλλων περιστάσεων, θεώρησε εύλογα ανέφικτη ή μάταιη την αντίσταση και δεν αντιστάθηκε καθόλου στη σωματική βία του δράστη. Κατά μείζονα λόγο δεν απαιτείται η σωματική βία και αντίστοιχα η αντίσταση σ` αυτήν να είναι διαρκής, δηλαδή μέχρι την αποπεράτωση της πράξης. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη βούληση του δράστη όπως με σωματική βία ή με απειλή ή και με τις δύο μαζί εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση γενετήσιας πράξεως και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος, δεν συναινεί στη συνουσία ή σε γενετήσια πράξη. II.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 339 παρ.1 περιπτ. β` και γ` ΠΚ “1. Όποιος ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα με το άρθρο 351 Α, ως εξής: α)…, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη έως δέκα έτη και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.” Από την εν λόγω διάταξη, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλάνησης ανηλίκων, απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από γενετήσια άποψη, πράξης με πρόσωπο νεότερο των δέκα πέντε (15) ετών, κατά τις σε αυτήν ως προς την ηλικία διακρίσεις και προβλεπόμενες αντίστοιχα ποινές, η οποία, αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Με την έννοια αυτή, αποτελεί πράξη γενετήσιου χαρακτήρα η όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και συμπεριφορές ή χειρονομίες, οι οποίες κατά την κοινή αντίληψη υπαινίσσονται ή καταδεικνύουν ή παρωθούν σε γενετήσιες πράξεις, εφόσον δηλαδή κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Ο δράστης πρέπει να γνωρίζει, ότι το πρόσωπο, κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του, έχει ηλικία κατώτερη των 15 ετών, αρκεί, όμως, ως προς το σημείο αυτό και ο ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει, όταν ο δράστης αμφιβάλλει ως προς την ηλικία του παθόντος. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ` αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχουν σημασία. Κατά δε τη διάταξη 337 παρ. 1 του ΠΚ “1. Όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, με γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση.” Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου, στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι “ασελγείς χειρονομίες” είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως. Οι “προτάσεις” μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες που πρέπει να αφορούν την τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή. Όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη, αλλά πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατατείνει στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη της παθούσας, τότε δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 του Π.Κ. III. Κατά τη διάταξη του άρθρου 345 παρ. 1 περ. α` του ΠΚ “1. Η γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών εξ αίματος ή από υιοθεσία, ανιούσας και κατιούσας γραμμής και μεταξύ αμφιθαλών ή ετεροθαλών αδελφών τιμωρείται: α) ως προς τους ανιόντες με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών, β)…, γ)…” Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση της αιμομιξίας απαιτούνται να συντρέχουν τα εξής στοιχεία: αντικειμενικά μεν η πραγματοποίηση συνουσίας μεταξύ συγγενών εξ αίματος ανιούσας και κατιούσας γραμμής, ως ανιόντων και κατιόντων νοουμένων των γονέων και των τέκνων, των παππούδων και γιαγιάδων, εγγονών κ.ο.κ απεριορίστου βαθμού, υποκειμενικά δε δόλος (αρκεί και ενδεχόμενος), ο οποίος συνίσταται στη γνώση της ύπαρξης εξ αίματος ή από υιοθεσία συγγένειας και στη θέληση πραγμάτωσης της συνουσίας. Το έγκλημα έχει βάση την ηθική οικογενειακή τάξη και τη βιολογική υγιεινή της γονής.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 348 Α παρ. 1, 3 και 4 περ. β` και περ. γ` εδ. α` τουΠΚ “1. Όποιος με πρόθεση παράγει, διανέμει, δημοσιεύει, επιδεικνύει, εισάγει στην Επικράτεια ή εξάγει από αυτήν, μεταφέρει, προσφέρει, πωλεί ή με άλλον τρόπο διαθέτει, αγοράζει, προμηθεύεται, αποκτά ή κατέχει υλικό παιδικής πορνογραφίας ή διαδίδει ή μεταδίδει πληροφορίες σχετικά με την τέλεση των παραπάνω πράξεων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή. 2… 3. Υλικό παιδικής πορνογραφίας, κατά την έννοια των προηγούμενων παραγράφων συνιστά η αναπαράσταση ή η πραγματική ή η εικονική αποτύπωση σε ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό φορέα των γεννητικών οργάνων ή του σώματος εν γένει του ανηλίκου, κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση, καθώς και της πραγματικής ή εικονικής γενετήσιας πράξης που διενεργείται από ή με ανήλικο. 4. Οι πράξεις των παραγράφων 1 και 2 τιμωρούνται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή: α…, β. αν η παραγωγή του υλικού της παιδικής πορνογραφίας συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της ψυχικής ή της διανοητικής ασθένειας ή της σωματικής δυσλειτουργίας, λόγω οργανικής νόσου ανηλίκου ή με την άσκηση ή απειλή χρήσης βίας ανηλίκου ή με τη χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος ή αν η παραγωγή του υλικού της παιδικής πορνογραφίας εξέθεσε τη ζωή του ανηλίκου σε σοβαρό κίνδυνο και γ. αν δράστης της παραγωγής του υλικού παιδικής πορνογραφίας είναι πρόσωπο στο οποίο έχουν εμπιστευθεί ανήλικο για να τον επιβλέπει ….”. Tο άρθρο 348 Α ΠΚ ποινικοποιεί την πορνογραφία κατά ανηλίκων και δεν περιορίζει την ηλικία αυτών, το σώμα των οποίων αποτυπώνεται στο πορνογραφικό υλικό. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως δεν αρκεί απλώς το υλικό να είναι πορνογραφικό με τη γενική του έννοια, αλλά θα πρέπει να αναφέρεται στο σώμα του ανηλίκου, δηλαδή προσώπου ανεξαρτήτως φύλου που δεν έχει συμπληρώσει το 18° έτος της ηλικίας του. Ως παρασκευή πορνογραφικού υλικού πρέπει να νοηθεί η δημιουργία αυτού, ενώ ως θέση με οποιονδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία νοείται η παράδοση στη διάθεση του κοινού. Κατοχή νοείται η φυσική εξουσία του δράστη επ` αυτού ώστε να μπορεί να εξακριβώσει με δική του θέληση την ύπαρξή του και να το διαθέσει πραγματικά ενώ μεταφορά είναι η διαμετακόμιση από τόπο σε τόπο με οποιοδήποτε μέσο. Η επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 348Α του ΠΚ αφορά πορνογραφικό υλικό που συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας ή της απειρίας ανηλίκου ή με την άσκηση σωματικής βίας κατ` αυτού ή με τη χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το 15ο έτος ή ο δράστης είναι πρόσωπο στο οποίο έχουν εμπιστευθεί τον ανήλικο για να τον επιβλέπει.. Εξάλλου, μεταξύ του βιασμού και της αποπλάνησης και της αιμομιξίας υπάρχει αληθής κατ` ιδέαν συρροή, διότι μεταξύ των εγκλημάτων αυτών δεν υφίσταται ταυτότητα των προσβαλλόμενων αγαθών, τα οποία συγκροτούνται από διαφορετικά στοιχεία το καθένα και κανένα δεν απορροφάται από το άλλο, αφού κανένα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο τέλεσης του άλλου.
Ειδικότερα, στο έγκλημα του βιασμού προσβάλλεται το έννομο αγαθό της γενετήσιας .., στην αποπλάνηση παιδιών προσβάλλεται η αγνότητα της παιδικής ηλικίας από γενετήσιες προσβολές και τέλος στην αιμομιξία, εφ` όσον η συνουσία ετελέσθη με σωματική βία ή (και) με απειλή, προσβάλλεται η γενετήσια Ε. και η οικογένεια. Τέλος, από το άρθρο 98 του ΠΚ, τόσο υπό την ισχύουσα, όσο και υπό την προϊσχύσασα μορφή του, προκύπτει ότι κατ` εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικώς μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μια από αυτές περιέχει πλήρη στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς τέλεσή τους απόφασης (ενότητα δόλου) και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ` επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ` αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). .
Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ` αριθμ. 43/2019 αποφάσεώς του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Βορείου Αιγαίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ήτοι της χωρίς όρκο καταθέσεως της παρισταμένης για την υποστήριξη της κατηγορίας μάρτυρος, της ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρος κατηγορίας, όλων των εγγράφων των οποίων έγινε ανάγνωση, των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, των ιατροδικαστικών εκθέσεων, των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, των εκθέσεων χωρίς όρκο εξέτασης μαρτύρων, των εκθέσεων χωρίς όρκο εξέτασης μαρτύρων παρουσία ψυχολόγου, καθώς και της απολογίας του κατηγορουμένου, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ότι αποδείχθησαν κατά λέξη τα εξής: “Ο κατηγορούμενος … και η παρισταμένη προς υποστήριξη της κατηγορίας … τέλεσαν νόμιμο γάμο, από τον οποίο απέκτησαν τρία τέκνα, την …, η οποία γεννήθηκε στις …, την .., η οποία γεννήθηκε … και την …, η οποία γεvvήθηκε το έτος …. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος γεννήθηκε το έτος …, υπήρξε στρατιωτικός στο επάγγελμα και μετά την αποστρατεία του, στα μέσα της δεκαετίας του 2002, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο …. Η ανήλικη … το καλοκαίρι του έτους 2012 είχε αποφοιτήσει από το Δημοτικό Σχολείο και θα πήγαινε στην Α` τάξη του Γυμνασίου. Α. Ο κατηγορούμενος στον …, από τις αρχές του θέρους του έτους 2012 και μέχρι τον μήνα Απρίλιο του έτους 2014, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση, με τη χρήση σωματικής βίας, εξανάγκαζε την ανήλικη, γεννηθείσα την …, θυγατέρα του .. σε ανοχή γενετήσιας πράξης, με συχνότητα τουλάχιστον, τρεις φορές κάθε εβδομάδα. Ειδικότερα εντός του μπάνιου και εντός των υπνοδωματίων της οικίας, στην οποία διέμενε μεταξύ άλλων και μαζί με την ανήλικη, .., τουλάχιστον, τρεις φορές κάθε εβδομάδα, χρησιμοποιώντας τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις ακινητοποιούσε με το βάρος του σώματός του την ανήλικη, την πίεζε σε διάφορα μέρη του σώματός της και της έκλεινε το στόμα με τα χέρια του, προκειμένου να μην φωνάζει, και την εξανάγκαζε, παρά την ενεργό και σθεναρή αντίδρασή της και υπερνικώντας κάθε αντίστασή της, σε ανοχή συνουσίας, κατά φύση και παρά φύση, διεισδύοντας το εν στύσει γεννητικό του όργανο εντός του κόλπου της και εντός του πρωκτού της και εκσπερματώνοντας εκτός αυτών και επίσης έθετε το δάκτυλό του εντός του κόλπου της, ενώ εκείνος αυνανιζόταν, προς διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του. . Ο κατηγορούμενος στον ίδιο ως άνω τόπο, από τις αρχές του θέρους του έτους 2012 και μέχρι τον μήνα Απρίλιο του έτους 2014, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση προέβαινε σε γενετήσιες πράξεις με την ανήλικη θυγατέρα του .., η οποία, γεννηθείσα την …, είχε συμπληρώσει κατά το χρόνο αυτό το δωδέκατο αλλά όχι το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας της, γεγονός το οποίο γνώριζε προδήλως ως πατέρας της ο κατηγορούμενος, με συχνότητα τουλάχιστον, τρεις (3) φορές κάθε εβδομάδα, και συγκεκριμένα προέβαινε σε ψαύσεις των γεννητικών της οργάνων και όλων των απόκρυφων μερών του σώματός της, σε κατά φύση και παρά φύση συνουσία, διεισδύοντας το εν στύσει γεννητικό του όργανο εντός του κόλπου της και εντός του πρωκτού της και εκσπερματώνοντας εκτός αυτών και επίσης έθετε το δάκτυλό του εντός του κόλπου της, ενώ εκείνος αυνανιζόταν, προς διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του, προσβάλλοντας βάναυσα την προσωπική … της ανήλικης στο πεδίο της γενετήσιας ζωής, την ανηλικότητα στον γενετήσιο χώρο, καθώς και την γενετήσια αξιοπρέπεια και ευπρέπεια.
Γ. Ο κατηγορούμενος στον ίδιο ως άνω τόπο, σε μη επακριβώς εξακριβωθείσες ημερομηνίες και πάντως κατά το χρονικό διάστημα, τουλάχιστον, από τις αρχές του θέρους του έτους 2014 και μέχρι τις 31.03.2016, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση προέβαινε σε γενετήσιες πράξεις με την ανήλικη θυγατέρα του … Συγκεκριμένα εντός των υπνοδωματίων της οικίας, στην οποία διέμενε μεταξύ άλλων και μαζί με την ανήλικη, θυγατέρα του .., η οποία, γεννηθείσα την …, είχε συμπληρώσει κατά το χρόνο αυτό το δωδέκατο, αλλά όχι το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας της, γεγονός το οποίο γνώριζε ως πατέρας της ο κατηγορούμενος, ενεργούσε με συχνότητα τουλάχιστον, τρεις φορές κάθε εβδομάδα, γενετήσιες πράξεις με την ως άνω ανήλικη κόρη του, καθώς προέβαινε σε εναγκαλισμό του σώματός της, σε ψαύσεις των γεννητικών της οργάνων και όλων των απόκρυφων μερών του σώματός της, καθώς και σε επαφή των γεννητικών του οργάνων με τα γεννητικά της όργανα, ενώ παράλληλα την παραπλανούσε να υποστεί τις πράξεις αυτές, λέγοντάς της ότι, αν τις ανεχτεί, θα της δώσει το κινητό τηλέφωνο ή ότι θα την αφήσει να βγει έξω ή να πάει για μπάνιο, προς διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του, προσβάλλοντας βάναυσα την προσωπική ελευθερία της ανήλικης στο πεδίο της γενετήσιας ζωής, την ανηλικότητα στον γενετήσιο χώρο, καθώς και την γενετήσια αξιοπρέπεια και ευπρέπεια. Δ. Στον ανωτέρω τόπο, σε μη επακριβώς εξακριβωθείσες ημερομηνίες και πάντως κατά το χρονικό διάστημα, τουλάχιστον, από την 01.04.2016 μέχρι τις 23.05.2016, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση ενήργησε ως ενήλικος γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών και δη με πρόσωπο που συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα, αλλά όχι τα δεκαπέντε έτη και το παραπλάνησε με αποτέλεσμα να υποστεί τέτοια πράξη. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, εντός των υπνοδωματίων της οικίας στην οποία διέμενε μεταξύ άλλων και μαζί με την ανήλικη, κόρη του …, η οποία, γεννηθείσα την …, είχε συμπληρώσει κατά το χρόνο αυτό τα δεκατέσσερα, αλλά όχι τα δεκαπέντε έτη της ηλικίας της, γεγονός το οποίο γνώριζε ο κατηγορούμενος, ενεργούσε με συχνότητα τουλάχιστον, τρεις (3) φορές κάθε εβδομάδα, γενετήσιες πράξεις με την ανήλικη κόρη του, καθώς προέβαινε σε ψαύσεις των γεννητικών της οργάνων και όλων των απόκρυφων μερών του σώματός της, καθώς και σε επαφή των γεννητικών του οργάνων με τα γεννητικά της όργανα, ενώ παράλληλα την παραπλανούσε να υποστεί τις πράξεις αυτές λέγοντάς της ότι αν τις ανεχτεί, θα της δώσει το κινητό τηλέφωνο ή ότι θα την αφήσει να βγει έξω ή να πάει για μπάνιο, προς διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής, προσβάλλοντας βάναυσα την προσωπική ελευθερία της ανήλικης στο πεδίο της γενετήσιας ζωής, την ανηλικότητα στον γενετήσιο χώρο, καθώς και την γενετήσια αξιοπρέπεια και ευπρέπεια. Ε. Ο κατηγορούμενος στον ίδιο ως άνω τόπο, κατά το χρονικό διάστημα, τουλάχιστον, από τις αρχές του θέρους του έτους 2012 και μέχρι το μήνα Απρίλιο του έτους 2014, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση προέβη ως ανιών σε γενετήσιες πράξεις με την εξ αίματος συγγενή του (θυγατέρα του) .. και συγκεκριμένα προέβη σε κατά φύση και παρά φύση συνουσία, διεισδύοντας το εν στύσει γεννητικό του όργανο εντός του κόλπου αυτής και εντός του πρωκτού της και εκσπερματώνοντας εκτός αυτών, σε ψαύσεις των γεννητικών της οργάνων και όλων των απόκρυφων μερών του σώματός της και επίσης έθετε το δάχτυλο του εντός του κόλπου της, ενώ εκείνος αυνανιζόταν, προς διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του. ΣΤ. Ο κατηγορούμενος στον ίδιο ως άνω τόπο, σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία και πάντως εντός του θέρους του έτους 2015, ενεργώντας με πρόθεση παρήγαγε και κατείχε υλικό παιδικής πορνογραφίας, δηλαδή πραγματική αποτύπωση σε υλικό φορέα μέρους του σώματος της ανήλικης θυγατέρας του .., κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση και η οποία παραγωγή συνδέεται με τη χρησιμοποίηση της ως άνω ανήλικης, η οποία δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας της και της οποίας ο κατηγορούμενος είχε την επιμέλεια και επίβλεψη και συγκεκριμένα παρήγαγε με την χρήση του κινητού του τηλεφώνου, φωτογραφίες, που απεικόνιζαν το γυμνό στήθος της ως άνω ανήλικης θυγατέρας του .., κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση και τις κατείχε εντός της μνήμης του κινητού του τηλεφώνου. Όλα τα ανωτέρω αποδεικνύονται από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και τα αναγνωσθέντα έγγραφα και δεν αναιρούνται από άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Συγκεκριμένα οι ανήλικες .. και .. στις από 24.5.2016 προανακριτικές ανωμοτί καταθέσεις τους, παρουσία ψυχολόγου, καθώς και στις 30.6.2016 ανωμοτί καταθέσεις τους ενώπιον του Ανακριτή περιγράφουν τις εις βάρος τους πράξεις του κατηγορουμένου.
Σύμφωνα δε και με τις από 25.5.2016 ψυχολογικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης της ψυχολόγου … οι ως άνω ανήλικες ανέφεραν σε αυτήν (ψυχολόγο) τις σε βάρος τους πράξεις του κατηγορουμένου, η δε γνωμοδότηση της ψυχολόγου είναι ότι οι ανήλικες έχουν δείκτη νοημοσύνης στα φυσιολογικά πλαίσια, δεν παρατηρείται ενεργή ψυχοπαθολογία, έχουν συνείδηση της κατάστασής τους και των λεγομένων τους και κρίνεται αξιόπιστη η μαρτυρία τους. Η μητέρα των ανηλίκων και σύζυγος του κατηγορουμένου … περί το έτος 2012 κατέλαβε εξ απήνης τον κατηγορούμενο, σε προχωρημένη νυκτερινή ώρα, να βρίσκεται πάνω στο κρεβάτι της …, η οποία φαινόταν ότι κοιμόταν, φορώντας µόνο το εσώρουχό του. Οι τότε προβληθείσες δικαιολογίες του κατηγορουμένου υπήρξαν επιφανειακές, χωρίς ιδιαίτερη πειστικότητα, καθώς διατεινόταν ότι δεν είχε συμβεί τίποτα και ότι η σύζυγός του ονειρευόταν, απειλώντας την με τη φράση “θα σε βγάλω τρελή και θα σου πάρω τα παιδιά”. Αυτό καθησύχασε κακώς την μητέρα των τέκνων, η οποία δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα για να διαπιστώσει την αλήθεια ή µη των φόβων της Στις αρχές του έτους 2016 η .. εκμυστηρεύθηκε στην αδελφή της .. τις εις βάρος της πράξεις του κατηγορουμένου και τότε και η .. της είπε ότι ο κατηγορούμενος είχε ενεργήσει γενετήσιες πράξεις και σε βάρος της. Με αφορμή το γεγονός αυτό η .. τις 24.5.2016 εκμυστηρεύθηκε στη μητέρα της τόσο τους βιασμούς, που υφίστατο από τον κατηγορούμενο, επί μακρό χρονικό διάστημα, όσο και τις γενετήσιες πράξεις που άρχισε να υφίσταται η … Αμέσως η μητέρα των ανηλίκων, συνοδευόμενη από τις ανήλικες θυγατέρες της και τον πατέρα της, μετέβη στο Αστυνομικό Τμήμα …, όπου προέβη στη σχετική καταγγελία και εν συνεχεία μετέβησαν στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας …. Ο κατηγορούμενος απολογούμενος ενώπιον του Ανακριτή, όπου παρέστη µε δικηγόρο, ομολόγησε ότι ενήργησε γενετήσιες πράξεις σε βάρος της ανήλικης .., καθώς και ότι είχε φωτογραφήσει µε το κινητό του τηλέφωνο το γυμνό στήθος αυτής. Το τελευταίο αυτό γεγονός προκύπτει και από την αναγvωσθείσα από 24.5.2016 ανωμοτί προανακριτική κατάθεση της ανήλικης .., παρουσία ψυχολόγου, καθώς και την από 30.6.2016 ανωµοτί κατάθεση της ίδιας ενώπιον του Ανακριτή, παρουσία ψυχολόγου, όπου η ανήλικη .. κατέθεσε ότι το καλοκαίρι του 2015 είδε τον κατηγορούμενο να τραβά την μπλούζα της .., ενώ αυτή κοιμόταν στον καναπέ του σπιτιού τους και να φωτογραφίζει το γυμνό στήθος της και ότι την ίδια ημέρα είδε μέσα στο κινητό τηλέφωνο του κατηγορουμένου αποθηκευμένη τη φωτογραφία του γυμνού στήθους της … Ο κατηγορούμενος προέβη στη φωτογράφηση του γυμνού στήθους της ανήλικης θυγατέρας του .., η οποία, κατά τον ένδικο χρόνο δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας της, µε σκοπό τη γενετήσια διέγερσή του, καθώς είχε σαφή και συνεχή ροπή προς την παιδεραστία και την παιδοφιλία, έχοντας επί μακρόν ασελγήσει στην .., δηλαδή στο παιδί που απεικονίστηκε στην εν λόγω φωτογραφία, αλλά και έχοντας επί μακρόν προβεί στις προαναφερόμενες πράξεις σε βάρος των δύο θυγατέρων του … και …. Ο κατηγορούμενος, κατά τη διενεργηθείσα, κατόπιν εισαγγελικής εντολής, από 6.6.2016 ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη της ψυχιάτρου … ανέφερε ότι “ασελγούσε” µόνο µε την μεγαλύτερη κόρη του … από το 2012 και μετά, ότι θεωρεί την πράξη του αποτρόπαια όμως δικαιολογεί ότι η κόρη του δεν αντέδρασε, ότι έχει επίγνωση του νοσηρού της κατάστασής του, ζήτησε εξομολόγο και εξέφρασε αυτοκαταστροφικό ιδεασμό και ευχές θανάτου. Η ως άνω ψυχίατρος στην ως άνω πραγματογνωμοσύνη γνωμοδοτεί ότι ο κατηγορούμενος δεν παρουσιάζει ενεργό ψυχοπαθολογία, δεν παρουσιάζει διαταραχές σκέψης ούτε διαταραχές αντίληψης και το επίπεδο της συνείδησής του βρίσκεται εντός φυσιολογικών ορίων. Ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να ενεργεί τις ανωτέρω πράξεις σε βάρος των θυγατέρων του, χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τη σύζυγό του, καθόσον η τελευταία, μεγάλα διαστήματα του ένδικου χρονικού διαστήματος, εργαζόταν και παράλληλα φοιτούσε σε νυκτερινό σχολείο, ενώ ο κατηγορούμενος όντας απόστρατος και μη απασχολούμενος σε άλλες εργασίες, πλην της συγκομιδής ελαιοκάρπου για μικρό χρονικό διάστημα κάθε έτος, διέμενε συνεχώς στην οικία του παρακολουθώντας, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει και από τους κατασχεθέντες οπτικούς δίσκους, πορνογραφικές ταινίες. Η εκ μέρους του κατηγορουμένου άρνηση των κατηγοριών ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του παρόντος Δικαστηρίων, καθώς και οι ισχυρισμοί του ότι ομολόγησε στην προανάκριση κατόπιν πιέσεων, που του ασκήθηκαν από μη κατονομαζόμενα πρόσωπα και ότι ο δικηγόρος του τον συμβούλευσε να παραδεχθεί ενώπιον του Ανακριτή τις πράξεις του για να του αναγνωρισθεί στη δίκη το ελαφρυντικό της μετάνοιας είναι εντελώς αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατόπιν όλων των ανωτέρω στοιχειοθετούνται πλήρως, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική τους υπόσταση, οι αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις του βιασμού κατ` εξακολούθηση, των γενετήσιων πράξεων με ανήλικο που συμπλήρωσε τα δώδεκα, αλλά όχι τα δέκα τέσσερα έτη, κατ` εξακολούθηση και κατά συρροή, των γενετήσιων πράξεων με ανήλικο, που συμπλήρωσε τα δέκα τέσσερα έτη, αλλά όχι τα δέκα πέντε έτη, κατ` εξακολούθηση, της γενετήσιας πράξης μεταξύ συγγενών και της παραγωγής και κατοχής πορνογραφικού υλικού, όπως οι πράξεις αυτές περιγράφονται ειδικότερα στο διατακτικό, απορριπτόμενων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του κατηγορουμένου.
Περαιτέρω ο κατηγορούμενος όσον αφορά την πράξη της ασέλγειας μεταξύ συγγενών, κατ` εξακολούθηση και κατά συρροή, που του αποδόθηκε, πρέπει να κηρυχθεί αθώος, διότι η εν λόγω πράξη, που προβλεπόταν από το άρθρο 346 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, καταργήθηκε με τον κυρωθέντα με το Ν.4619/2019 και ισχύοντα από 1.7.2019 (άρθρο δεύτερο του v.4619/19) Ποινικό Κώδικα.” Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο για τις αξιόποινες πράξεις: α) του βιασμού κατ` εξακολούθηση, β) των γενετησίων πράξεων με ανήλικο, που συμπλήρωσε τα δώδεκα (12), αλλά όχι τα δέκα τέσσερα (14) έτη, κατ`εξακολούθηση και κατά συρροή, γ) των γενετήσιων πράξεων με ανήλικο, που συμπλήρωσε τα δέκα τέσσερα (14) έτη, αλλά όχι τα δέκα πέντε (15) έτη, κατ` εξακολούθηση, δ) της γενετήσιας πράξης μεταξύ συγγενών κατ` εξακολούθηση και ε) της παραγωγής και κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας, άπαξ τελεσθείσας, με χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας και από πρόσωπο που είχε την επιμέλεια και επίβλεψη του ανηλίκου και του επέβαλε ποινή καθείρξεως δέκα πέντε (15) ετών για την (α) πράξη, ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών για κάθε μία από τις (β) πράξεις, ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών για την (γ) πράξη της γενετήσιας πράξης με ανήλικο, που συμπλήρωσε τα δέκα τέσσερα (14) έτη, αλλά όχι τα δέκα πέντε (15) έτη, κατ` εξακολούθηση, ποινή φυλακίσεως πέντε (5) ετών για την (δ) πράξη και ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών και χρηματική ποινή είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για την (ε) πράξη και συνολική ποινή καθείρξεως τριάντα (30) ετών, όρισε δε εκτιτέα ποινή καθείρξεως είκοσι (20) έτη, με το ακόλουθο διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ομόφωνα ένοχο του ότι στον … και στους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους, µε περισσότερες από µια πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα. Συγκεκριμένα: Α. Ο κατηγορούμενος στον ανωτέρω τόπο, από τις αρχές του θέρους του έτους 2012 και μέχρι τον μήνα Απρίλιο του έτους 2014, µε περισσότερες από µία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας µε πρόθεση, µε τη χρήση σωματικής βίας, εξανάγκαζε την ανήλικη, γεννηθείσα την …, θυγατέρα του … σε ανοχή γενετήσιας πράξης, µε συχνότητα τουλάχιστον, τρεις φορές κάθε εβδομάδα. Ειδικότερα εντός του μπάνιου και εντός των υπνοδωματίων της οικίας, στην οποία διέµενε µεταξύ άλλων και µαζί µε την ανήλικη …, τουλάχιστον, τρεις φορές κάθε εβδοµάδα, χρησιµοποιώντας τις υπέρτερες σωµατικές του δυνάµεις ακινητοποιούσε µε το βάρος του σώµατός του την ανήλικη, την πίεζε σε διάφορα µέρη του σώµατός της και της έκλεινε το στόµα µε τα χέρια του, προκειμένου να μην φωνάζει, και την εξανάγκαζε, παρά την ενεργό και σθεναρή αντίδρασή της και υπερνικώντας κάθε αντίστασή της, σε ανοχή συνουσίας, κατά φύση και παρά φύση, διεισδύοντας το εν στύσει γεννητικό του όργανο εντός του κόλπου της και εντός του πρωκτού της και εκσπερματώνοντας εκτός αυτών και επίσης έθετε το δάκτυλό του εντός του κόλπου της, ενώ εκείνος αυνανιζόταν, προς διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του. Β. Ο κατηγορούμενος στον ως άνω τόπο, από τις αρχές του θέρους του έτους 2012 και μέχρι τον μήνα Απρίλιο του έτους 2014, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση προέβαινε σε γενετήσιες πράξεις με την ανήλικη θυγατέρα του …, η οποία, γεννηθείσα την …, είχε συμπληρώσει κατά το χρόνο αυτό το δωδέκατο αλλά όχι το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας της, γεγονός το οποίο γνώριζε προδήλως ως πατέρας της ο κατηγορούμενος, με συχνότητα τουλάχιστον, τρεις (3) φορές κάθε εβδομάδα, και συγκεκριμένα προέβαινε σε ψαύσεις των γεννητικών της οργάνων και όλων των απόκρυφων μερών του σώματός της, σε κατά φύση και παρά φύση συνουσία, διεισδύοντας το εν στύσει γεννητικό του όργανο εντός του κόλπου της και εντός του πρωκτού της και εκσπερματώνοντας εκτός αυτών και επίσης έθετε το δάκτυλό του εντός του κόλπου της, ενώ εκείνος αυνανιζόταν, προς διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του, προσβάλλοντας βάναυσα την προσωπική … της ανήλικης στο πεδίο της γενετήσιας ζωής, την ανηλικότητα στον γενετήσιο χώρο, καθώς και την γενετήσια αξιοπρέπεια και ευπρέπεια Γ. Ο κατηγορούμενος στον ίδιο ως άνω τόπο, σε μη επακριβώς εξακριβωθείσες ημερομηνίες και πάντως κατά το χρονικό διάστημα, τουλάχιστον, από τις αρχές του θέρους του έτους 2014 και μέχρι τις 31.03.2016, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση προέβαινε σε γενετήσιες πράξεις με την ανήλικη θυγατέρα του … Συγκεκριμένα εντός των υπνοδωματίων της οικίας, στην οποία διέμενε μεταξύ άλλων και μαζί με την ανήλικη, θυγατέρα του …, η οποία, γεννηθείσα την …, είχε συμπληρώσει κατά το χρόνο αυτό το δωδέκατο, αλλά όχι το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας της, γεγονός το οποίο γνώριζε ως πατέρας της ο κατηγορούμενος, ενεργούσε με συχνότητα τουλάχιστον, τρεις φορές κάθε εβδομάδα, γενετήσιες πράξεις με την ως άνω ανήλικη κόρη του, καθώς προέβαινε σε εναγκαλισμό του σώματός της, σε ψαύσεις των γεννητικών της οργάνων και όλων των απόκρυφων μερών του σώματός της, καθώς και σε επαφή των γεννητικών του οργάνων με τα γεννητικά της όργανα, ενώ παράλληλα την παραπλανούσε να υποστεί τις πράξεις αυτές, λέγοντάς της ότι, αν τις ανεχτεί, θα της δώσει το κινητό τηλέφωνο ή ότι θα την αφήσει να βγει έξω ή να πάει για μπάνιο, προς διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του, προσβάλλοντας βάναυσα την προσωπική … της ανήλικης στο πεδίο της γενετήσιας ζωής, την ανηλικότητα στον γεvετήσιο χώρο, καθώς και την γενετήσια αξιοπρέπεια και ευπρέπεια. Δ. Ο κατηγορούμενος στον ανωτέρω τόπο, σε μη επακριβώς εξακριβωθείσες ημερομηνίες και πάντως κατά το χρονικό διάστημα, τουλάχιστοv, από την 01.04.2016 μέχρι τις 23.05.2016, με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση ενήργησε ως ενήλικος γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών και δη με πρόσωπο που συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα, αλλά όχι τα δεκαπέντε έτη και το παραπλάνησε με αποτέλεσμα να υποστεί τέτοια πράξη. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, εντός των υπνοδωματίων της οικίας στην οποία διέμενε μεταξύ άλλων και μαζί με την ανήλικη, κόρη του …., η οποία, γεννηθείσα την …, είχε συμπληρώσει κατά το χρόνο αυτό τα δεκατέσσερα, αλλά όχι τα δεκαπέντε έτη της ηλικίας της, γεγονός το οποίο γνώριζε ο κατηγορούμενος, ενεργούσε με συχνότητα τουλάχιστον, τρεις (3) φορές κάθε εβδομάδα, γενετήσιες πράξεις με την ανήλικη κόρη του, καθώς προέβαινε σε ψαύσεις των γεννητικών της οργάνων και όλων των απόκρυφων μερών του σώματός της, καθώς και σε επαφή των γεννητικών του οργάνων με τα γεννητικά της όργανα, ενώ παράλληλα την παραπλανούσε να υποστεί τις πράξεις αυτές λέγοντάς της ότι αν τις ανεχτεί, θα της δώσει το κινητό τηλέφωνο ή ότι θα την αφήσει να βγει έξω ή να πάει για μπάνιο, προς διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής, προσβάλλοντας βάναυσα την προσωπική … της ανήλικης στο πεδίο της γενετήσιας ζωής, την ανηλικότητα στον γενετήσιο χώρο καθώς και την γενετήσια αξιοπρέπεια και ευπρέπεια. Ε. Ο κατηγορούμενος στον ίδιο ως άνω τόπο, κατά το χρονικό διάστημα, τουλάχιστον, από τις αρχές του θέρους του έτους 2012 και μέχρι το μήνα Απρίλιο του έτους 2014, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση προέβη ως ανιών σε γενετήσιες πράξεις με την εξ αίματος συγγενή του (θυγατέρα του) .. και συγκεκριμένα προέβη σε κατά φύση και παρά φύση συνουσία, διεισδύοντας το εν στύσει γεννητικό του όργανο εντός του κόλπου αυτής και εντός του πρωκτού της και εκσπερματώνοντας εκτός αυτών, σε ψαύσεις των γεννητικών της οργάνων και όλων των απόκρυφων μερών του σώματός της και επίσης έθετε το δάχτυλο του εντός του κόλπου της, ενώ εκείνος αυνανιζόταν, προς διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του. ΣΤ. Ο κατηγορούμενος στον ίδιο ως άνω τόπο, σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία και πάντως εντός του θέρους του έτους 2015, ενεργώντας με πρόθεση παρήγαγε και κατείχε υλικό παιδικής πορνογραφίας, δηλαδή πραγματική αποτύπωση σε υλικό φορέα μέρους του σώματος της ανήλικης θυγατέρας του .., κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση και η οποία παραγωγή συνδέεται με τη χρησιμοποίηση της ως άνω ανήλικης, η οποία δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας της και της οποίας ο κατηγορούμενος είχε την επιμέλεια και επίβλεψη και συγκεκριμένα παρήγαγε με την χρήση του κινητού του τηλεφώνου, φωτογραφίες, που απεικόνιζαν το γυμνό στήθος της ως άνω ανήλικης θυγατέρας του .., κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση και τις κατείχε εντός της μνήμης του κινητού του τηλεφώνου.” Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας ως προς την κρίση του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ` αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα στον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των αληθώς συρρεόντων μεταξύ τους εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, ήτοι α) του Βιασμού κατ` εξακολούθηση, β) της γενετήσιας πράξης με ανήλικο που έχει συμπληρώσει τα δώδεκα (12) αλλά όχι τα δεκατέσσερα (14) έτη, κατ` εξακολούθηση και κατά συρροή γ) της γενετήσιας πράξης με ανήλικο που έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα (14) έτη αλλά όχι και τα δέκα πέντε (15) έτη κατ` εξακολούθηση, δ) γενετήσιας πράξης μεταξύ συγγενών, κατ` εξακολούθηση και ε) παραγωγής και κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας με χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει τα δέκα πέντε (15) έτη και που είχε την επίβλεψη και την επιμέλεια του ανηλίκου, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 2, 13 περ. β`, 14, 16, 17, 18 εδ. α`, 26 παρ. 1 εδ. α`, 27 παρ. 1, 51, 52, 53, 57, 79, 80, 94 παρ. 1, 98 παρ.1, 336 §1, 339 παρ.1 περ. β` και γ`, 345 παρ. 1 περ. α`, 348Α παρ. 1, 3 και 4 περ`. β`, γ` εδ. α` του ισχύοντος ΠΚ, και όπως το ως άνω άρθρο 336 ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με τον νόμο 4637/2019, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε κατά πλάγιο τρόπο με ελλιπή, ασαφή, αντιφατική ή ενδοιαστική αιτιολογία και έτσι δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης.
Ειδικότερα: α) αναφέρονται στην αιτιολογία της άνω απόφασης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, ιατροδικαστικές εκθέσεις και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε τα περιστατικά που εκτιμήθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να είναι αναγκαίο, κατά νόμο, να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα και χωρίς να απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ενώ από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης καθίσταται βέβαιο, ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως αναφέρονται κατ` είδος στην αρχή του αιτιολογικού της. β) παρατίθενται στην απόφαση: β1) όσον αφορά στο έγκλημα του βιασμού, ότι ο κατηγορούμενος εξανάγκασε την παθούσα σε ανοχή συνουσίας κατά φύση και παρά φύση και ο εξαναγκασμός έγινε με σωματική βία, συνιστάμενος στο ότι αυτός χρησιμοποίησε τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις προκειμένου να την ακινητοποιήσει, παρά τη ενεργό και σθεναρή αντίσταση της παθούσας, που εξωτερικεύθηκε και έγινε εμφανής στο δράστη, ο οποίος χρειάστηκε να της κλείνει το στόμα με τα χέρια του, ώστε να μη μπορεί να φωνάξει και να την πιέζει σε διάφορα σημεία του σώματός της, β2) όσον αφορά στο έγκλημα της αποπλάνησης παιδιών, τα πραγματικά περιστατικά που το συγκροτούν και συγκεκριμένα προσδιορίζονται με ακρίβεια οι περισσότερες, συνιστώσες εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, γενετήσιες πράξεις, στις οποίες προέβη ο κατηγορούμενος – νυν αναιρεσείων με πρόσωπο (τις δύο θυγατέρες του – … και … – ) που δεν είχαν συμπληρώσει τα δώδεκα (12) έτη αλλά και με πρόσωπο (την θυγατέρα του …) που είχε συμπληρώσει τα δεκατέσσερα (14) αλλά όχι όμως τα δεκαπέντε έτη, οι οποίες κατέτειναν στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του ιδίου και οι οποίες προσβάλλουν αφενός την αγνότητα της παιδικής ηλικίας των παθουσών ανηλίκων και αφετέρου την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξή τους, β3) όσον αφορά στο έγκλημα της αιμομιξίας τα απαιτούμενα για την συγκρότηση του αδικήματος του άρθρου 345 παρ.1 του Π.Κ. στοιχεία ήτοι η πραγματοποίηση συνουσίας μεταξύ συγγενών εξ αίματος (πατέρας και θυγατέρες) και β4) όσον αφορά στο έγκλημα της παραγωγής και κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας παρατίθεται η παραγωγή και κατοχή από τον αναιρεσείοντα υλικού παιδικής πορνογραφίας και συγκεκριμένα στον εκεί τόπο και χρόνο η πραγματική αποτύπωση σε υλικό φορέα (μνήμη του κινητού του τηλεφώνου) μέρους του σώματος (γυμνό στήθος) της ανήλικης θυγατέρας του …, η οποία δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας της και της οποίας ο κατηγορούμενος είχε την επιμέλεια και επίβλεψη, κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση. Και γ) Αναφέρεται ο δόλος του αναιρεσείοντος, που καλύπτει: γ1) τη γνώση ότι η ανήλικη δεν συναινεί στην τέλεση των πράξεων και τη βούλησή του όπως, με σωματική βία εξαναγκάσει την ανήλικη θυγατέρα του σε ανοχή συνουσίας, γ2) τη γνώση των γενετησίου χαρακτήρα πράξεων, της σχέσης εξάρτησης και ηλικίας των θυμάτων, γ3) τη θέληση της κατεύθυνσης των πράξεων στην ικανοποίηση και διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του αναιρεσείοντος, που γνώριζε την προαναφερθείσα ηλικία των ανηλίκων, προς τις οποίες κατευθύνονταν οι πράξεις του, γ4) τη γνώση της ύπαρξης εξ αίματος συγγένειας και τη θέληση πραγμάτωσης της συνουσίας και γ5) τη γνώση και τη θέληση της παραγωγής και κατοχής πορνογραφικού υλικού, αναφερόμενου σε ανηλίκο. Σχετικά με τις μερικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: 1) Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης παρατίθενται οι συγκεκριμένες πολλαπλές και με χρονική διάρκεια γενετήσιες πράξεις του αναιρεσείοντος, που πρόσβαλαν σοβαρά την αγνότητα της παιδικής ηλικίας της εκεί παθούσας ανηλίκου …. Οι εν λόγω πράξεις, κατά τις ανέλεγκτες σχετικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, εμφάνιζαν έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, έτειναν στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του δράστη, εμπόδιζαν την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη της παθούσας, πρόσβαλλαν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών και επομένως εμπίπτουν στο εννοιολογικό πεδίο του εγκλήματος από το άρθρο 339 ΠΚ. Έτσι, ορθώς κρίθηκε, ότι δεν επρόκειτο περί απλών γενετήσιων χειρονομιών και προτάσεων, ήσσονος σημασίας, ώστε να κριθούν, κατ` άρθρο 337 ΠΚ, ως συνιστώσες προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας και οι σχετικές περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος περί εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 339 ΠΚ είναι αβάσιμες. 2) Ως προελέχθη, παρατίθενται στην απόφαση, ότι ο κατηγορούμενος εξανάγκασε την παθούσα σε συνουσία και ο εξαναγκασμός έγινε με σωματική βία, συνιστάμενος στο ότι αυτός χρησιμοποίησε τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις προκειμένου να την ακινητοποιήσει, παρά τη ενεργό και σθεναρή αντίσταση της παθούσας, που εξωτερικεύθηκε και έγινε εμφανής στο δράστη, ο οποίος χρειάστηκε να της κλείνει το στόμα με τα χέρια του, ώστε να μη μπορεί να φωνάξει και να την πιέζει σε διάφορα σημεία του σώματός της. Στις παραδοχές δηλαδή της απόφασης αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε την περιγραφόμενη βίαιη συμπεριφορά (άσκηση σωματικής βίας), προκειμένου να την εξαναγκάσει να συνευρεθεί μαζί του, παρά την άρνηση της, παραδοχή, η οποία κατ` έννοια αποκλείει τη συναίνεση της παθούσας και αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω αδικήματος. Τα παραπάνω επομένως περιστατικά που δέχθηκε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, όσον αφορά στη σωματική βία, η οποία αποτελεί στοιχείο της, στο άρθρο 336 παρ. 1 ΠΚ, τυποποιούμενης ποινικώς αξιόλογης αδικοπραγίας, αρκούν για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, για το οποίο ορθά καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, και δεν απαιτείτο να περιλαμβάνουν κατ` ανάγκη και την έννοια της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, η οποία είναι αυτοτελές έγκλημα.
Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις του περί εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 336 ΠΚ είναι αβάσιμες. Επομένως, οι αιτιάσεις, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ` και Ε` του Κ.Ποιν.Δ., που συνιστούν τον πρώτο και δεύτερο, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, λόγους αναιρέσεως, με τις οποίες πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και συγκεκριμένα γιατί, με βάση τις παραδοχές της αποφάσεως, αφενός δεν έπρεπε να καταδικασθεί ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος για το βιασμό της … και αφετέρου ότι έπρεπε να καταδικασθεί για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας και όχι για αποπλάνηση της .. είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 79 του ισχύοντος ΠΚ, ορίζεται ότι “στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε”. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου, που ορίζει ότι “Με την επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται η ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του εγκλήματος με βάση τη βαρύτητα της πράξης και το βαθμό ενοχής του υπαιτίου γι` αυτή. Το δικαστήριο σταθμίζει τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου και συνεκτιμά τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του.”
Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2,3,4,5 και 6 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά με την προηγηθείσα απόφαση για την ενοχή του. Υποχρέωση επανάληψης των περιστατικών αυτών στην περί της ποινής απόφαση δεν υφίσταται. Η τελευταία αποκτά την κατά νόμο αιτιολογία με την απλή επανάληψη του περιεχομένου των διατάξεων του άρθρου 79 ΠΚ και την δια μέσου αυτών, σιωπηρή έστω, επίκληση των όσων ήδη έγιναν δεκτά με την απόφαση επί της ενοχής, χωρίς να έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του ειδικότερη αιτιολογία για τα στοιχεία αυτά, αφού το περί ποινής σκεπτικό αποτελεί ενιαίο σύνολο με εκείνο επί της ενοχής. Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, με ειδική σκέψη του για την επιβολή της επιβληθείσας απ` αυτό ποινής, έλαβε υπόψη του τη βαρύτητα της πράξης και την προσωπικότητα του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2, 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση, όπως τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του γι` αυτά άλλη ειδικότερη αιτιολογία. Συγκεκριμένα όσον αφορά τη βαρύτητα των εγκλημάτων, εκτίμησε τα ακόλουθα στοιχεία: Τη βλάβη, που προξένησαν τα εγκλήματα, καθώς και τον κίνδυνο που προκλήθηκε εξαιτίας αυτών, τη φύση, το είδος και το αντικείμενο των εγκλημάτων, το είδος, καθώς και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία (ψυχική και σωματική) των θυμάτων, και επίσης όλες τις περιστάσεις (χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου), που συνόδευσαν την εκτέλεσή τους, όπως όλα αυτά προκύπτουν από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία και εκτίθενται ειδικότερα στην προηγούμενη περί ενοχής απόφαση, όσον αφορά δε το βαθμό ενοχής του υπαιτίου, το άνω Δικαστήριο εκτίμησε τα ακόλουθα στοιχεία: την ένταση του δόλου του κατηγορουμένου, τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση των εγκλημάτων, την εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης των θυμάτων, που ήταν τέκνα του, το γεγονός ότι αυτά δεν μπορούσαν να προστατεύσουν τον εαυτό τους λόγω της ανηλικότητάς τους, τον χαρακτήρα του και το βαθμό της αναπτύξεώς του, τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του, τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια των πράξεων και ιδίως τη συμπεριφορά του για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις πράξεις, όπως όλα αυτά προκύπτουν από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία και εκτίθενται ειδικότερα στην προηγούμενη περί ενοχής αλλά και περί της μη συνδρομής των ελαφρυντικών περιστάσεων απόφαση. Περαιτέρω, το δικάσαν Δικαστήριο δεν απομακρύνθηκε από την αρχή της αναλογικότητας, καθώς, για βιασμό κατ` εξακολούθηση [τρείς φορές την εβδομάδα για χρονικό διάστημα δύο (2) περίπου ετών], αποπλάνηση παιδιών που έχουν συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας τους όχι όμως και το 14ο έτος, κατ` εξακολούθηση [τρείς φορές την εβδομάδα για χρονικό διάστημα δύο (2) περίπου ετών] και κατά συρροή, αποπλάνηση παιδιού που έχει συμπληρώσει το 14ο έτος της ηλικίας του όχι όμως και το 15ο έτος, κατ` εξακολούθηση [τρείς φορές την εβδομάδα για χρονικό διάστημα δύο (2) μηνών], αιμομιξία ανιόντα με κατιόντα που δεν έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του, κατ` εξακολούθηση [για χρονικό διάστημα δύο (2) περίπου ετών) και παραγωγή και κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας, άπαξ τελεσθείσας, με χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του και από πρόσωπο που είχε την επιμέλεια και επίβλεψη του ανηλίκου, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων ως το μέγεθος και η ποιότητα αυτών περιγράφονται στο περί ενοχής σκεπτικό και με δεδομένο πλαίσιο ποινής, α) για το βιασμό, κάθειρξη από πέντε (5) έτη έως δέκα πέντε (15) έτη, β) για την αποπλάνηση παιδιών που έχουν συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας τους όχι όμως και το 14ο έτος, κάθειρξη από πέντε (5) έως δέκα (10 έτη, γ) για την αποπλάνηση παιδιού που έχει συμπληρώσει το 14ο έτος της ηλικίας του όχι όμως και το 15ο έτος, φυλάκιση από δύο (2) έτη έως πέντε (5) έτη, δ) για αιμομιξία ανιόντα με κατιόντα που δεν έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του, φυλάκιση από τρία (3) έως πέντε (5) έτη, ε) για παραγωγή και κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας με χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του και από πρόσωπο που είχε την επιμέλεια και επίβλεψη του ανηλίκου, κάθειρξη από πέντε (5) έτη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή, επέβαλε αντίστοιχα α) ποινή καθείρξεως ύψους δέκα πέντε (15) ετών, β) ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών για κάθε μία από τις πράξεις, γ) ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, δ) ποινή φυλακίσεως πέντε (5) ετών και ε) ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών και χρηματική ποινή είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. Επί πλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών δεν απαιτούντο.
Συνεπώς, είναι αβάσιμος και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ., δεύτερος, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων παραπονείται για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ισχυριζόμενος ότι δεν υπάρχει επάρκεια αιτιολογίας σχετικά με την επιμέτρηση της ποινής, που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, “η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώσεις που συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις”. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, κατά τις διατάξεις της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μεταξύ άλλων, και η υπό στοιχείο α`, η οποία συνίσταται στο ότι “ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα”. Κριτήριο, επομένως, για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, η οποία υπάρχει, όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, του λευκού ποινικού μητρώου μη όντος του μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την κατάφαση της περίστασης αυτής, του δικαστού δυνάμενου να κρίνει στα πλαίσια που ορίζονται από τα άρθρο 178 του Κ.Ποιν.Δ.. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου (νυν αναιρεσείοντος), ζήτησε “την αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 α` και ε` του ΠΚ”. Το Δικαστήριο της ουσίας δεν αναγνώρισε στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου κανένα ελαφρυντικό, αφού απέρριψε τους σχετικούς αυτοτελείς ισχυρισμούς.
Ειδικότερα, αναφορικά με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α` του ΠΚ [πρότερου νόμιμου βίου], για την απόρριψη της οποίας παραπονείται ο αναιρεσείων, το Εφετείο, διέλαβε τα εξής : “… Σύμφωνα με τη γνώμη του Δικαστηρίου που πλειοψήφισε, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α` του ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, καθώς, όπως αποδείχθηκε από ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, ο κατηγορούμενος έως το χρόνο που έγιναν τα ως άνω εγκλήματα δεν είχε ζήσει σύννομα, καθόσον αυτός στο παρελθόν επανειλημμένα είχε υποπέσει σε πειθαρχικές παραβάσεις και είχε τιμωρηθεί γι` αυτές, όπως ο ίδιος είπε στην απολογία του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου…” Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος – κατηγορούμενου περί πρότερου σύννομου βίου, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με επάρκεια έκρινε ανελέγκτως, ότι δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, προϋποθέσεις για τη χορήγηση τoυ προαναφερθέντος ελαφρυντικού. Ειδικότερα, αφού, σύμφωνα με τις αναγραφόμενες στην αρχή της παρούσας νομικές σκέψεις, για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, και σήμερα σύννομου βίου, δεν αρκεί το λευκό ποινικό μητρώο, αλλά απαιτείται η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξης, ήτοι η μη παραβίαση επιτακτικών ή απαγορευτικών κανόνων δικαίου, η αιτιολογία αυτή, που διέλαβε το Δικαστήριο της ουσίας στην απορριπτική του εν λόγω αυτοτελούς του κατηγορούμενου ισχυρισμού κρίση του, είναι αφενός επαρκής και αφετέρου εφαρμόσθηκε ορθώς η εν λόγω διάταξη (άρθρο 84 παρ. 2 περ. α` του νέου ΠΚ), καθόσον το Δικαστήριο της ουσίας, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, αναφέρει αρνητικά περιστατικά που αναιρούν το σύννομο του βίου του κατηγορουμένου, εκ των οποίων οδηγήθηκε στην απορριπτική του κρίση. Επομένως, και υπό το πρίσμα της νέας ευμενέστερης διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 α` του νέου Ποινικού Κώδικα, το Δικαστήριο της ουσίας, απορρίπτοντας τον εν λόγω αυτοτελή ισχυρισμό, δεν υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε` του Κ.Ποιν.Δ. και ο υποστηρίζων τα αντίθετα τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αβάσιμος.
Μετά από αυτά, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης (άρθρ. 578 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20 Φεβρουαρίου 2020 αίτηση του …, κατοίκου …, και τώρα κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης …, για αναίρεση της 43/2.12.2019 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Βορείου Αιγαίου.
Και Επιβάλλει στον αιτούντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Οκτωβρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ