ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αγγελική Αλειφεροπούλου – Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Δημήτριο Τζιούβα και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου Δ. Θ. του Γ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ελευθέριο Μυλωνά, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 120, 121/2015 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Ιουλίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 830/2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση (όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Ποιν.Δ.) για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Μεταξύ των κυριοτέρων αποδεικτικών μέσων της ποινικής διαδικασίας περιλαμβάνεται, κατά το άρθρ. 178 περ. γ’ Κ.Ποιν.Δ., και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τους ανακριτικούς υπαλλήλους ή το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου, η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως, ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως συμβαίνει όχι μόνο, όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως, ότι τα πορίσματά της λήφθηκαν υπόψη και έγιναν δεκτά από το δικαστήριο ή, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Επίσης η πραγματογνωμοσύνη αυτή, η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο (ή το δικαστικό συμβούλιο), κατά την αρχή της ηθικής αποδείξεως, που καθιερώνεται από το άρθρ. 177 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, με την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων. Οφείλει, όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Διαφορετικά, αν δεν προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Η απλή, όμως, γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση για γεγονότα που τίθενται υπόψη τους (ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη) ή η πραγματογνωμοσύνη που ενεργήθηκε δυνάμει αποφάσεως πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου, δεν ταυτίζονται με το προβλεπόμενο στο άρθρο 178 Κ.Ποιν.Δ. αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, που διατάσσεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 183 του ίδιου Κώδικα (αφού δεν συντάσσονται ύστερα από παραγγελία του αρμόδιου ανακριτικού υπαλλήλου ή του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου ή του ποινικού δικαστηρίου), αλλά λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και το πόρισμά τους συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις για τη διαμόρφωση της κρίσεώς του, ως απλά έγγραφα, οπότε δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύονται ως ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, ούτε απαιτείται ειδική αιτιολογία για τη μη αποδοχή τους.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ’ αριθ. 120-121/2015, αποφάσεώς του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: Η Δ. Χ. του Ι. γεννημένη στις 12.3.1983, την καλοκαιρινή περίοδο του έτους 1995 που ήταν ανήλικη, έχοντας συμπληρώσει τα δώδεκα αλλά όχι και τα δέκα τρία χρόνια της ηλικίας της φιλοξενήθηκε στην οικία της γιαγιάς της από τη μητέρα της στη Νέα Ποτίδαια Χαλκιδικής όπου σε διπλανή οικία στο ίδιο οικόπεδο κατοικούσε και η οικογένεια της θείας της ήτοι της αδελφής της μητέρας της με τον κατηγορούμενο σύζυγό της και τα τέκνα τους. Η φιλοξενία αποσκοπούσε σε διακοπές της ανήλικης λόγω του ότι οι γονείς της δεν ήταν σε θέση να της παράσχουν τη δυνατότητα διακοπών, ιδίως επειδή η μητέρα της έπασχε από κατάθλιψη και ο πατέρας της εργαζόταν ως οικοδόμος για την αντιμετώπιση των οικογενειακών τους αναγκών. Κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.1995 μέχρι τις 11.3.1996, κατά το οποίο η ανήλικη είχε υπερβεί το 12ο έτος της ηλικίας της όχι όμως και το 13ο έτος, ο κατηγορούμενος θείος της, σύζυγος της ως άνω αδελφής της μητέρας της και πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων, που, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, διέμενε με τη σύζυγό του και τα τέκνα του στη Ν.Ποτίδαια δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς της, κειμένου επί του αυτού οικοπέδου, με το πρόσχημα να της μάθει να οδηγεί, την επιβίβαζε στο ΙΧΕ αυτοκίνητό του με σκοπό να μείνει μόνος μαζί της και να έχει την ευκαιρία να ενεργεί σε βάρος της ασελγείς πράξεις. Ειδικότερα, αφού την περιέφερε με το αυτοκίνητό του στις αγροτικές περιοχές της … σε ημερομηνίες που δεν κατέστη δυνατόν να διαπιστωθούν επακριβώς, της έλεγε να πιάσει το τιμόνι του αυτοκινήτου του, ενώ αυτή καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Τότε αυτός άρχιζε να τη θωπεύει στο στήθος και στην περιοχή των γεννητικών της οργάνων, με σκοπό την γενετήσια διέγερσή του. Για να την αποτρέψει δε να το αποκαλύψει στους γονείς της, της έλεγε ότι δεν πρέπει να το αποκαλύψει γιατί θα κάνει πολύ κακό στην υγεία της άρρωστης μητέρας της που εκείνο το χρονικό διάστημα έπασχε από την ως άνω ψυχική νόσο (κατάθλιψη). Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι και όλον τον Αύγουστο του ιδίου έτους, οπότε σε μία νέα βόλτα τους, την ξάπλωσε στη θέση του συνοδηγού και μετά από θωπείες των γεννητικών της οργάνων, της είπε “πως είναι καιρός να γίνει γυναίκα” και αφού της αφήρεσε τα ενδύματά της, εισήγαγε το σε στύση πέος του στο αιδοίο της, εκσπερματώνοντας και ικανοποιώντας την γενετήσια επιθυμία του. Στην συνέχεια της είπε πως δεν πρέπει να μιλήσει σε κανέναν για το ανωτέρω γεγονός, όπως και για τα προηγηθέντα, ασκώντας σε βάρος της ψυχολογική πίεση και έμμεση απειλή λέγοντάς της ότι εάν μαθευτεί τι γινόταν μεταξύ τους, θα επιδεινωνόταν η κατάσταση της υγείας της μητέρας της. Παράλληλα, για να την δελεάσει ώστε να μην αναφέρει τα περιστατικά αυτά που συνεχιζόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα τρείς φορές το μήνα, στους γονείς της, της προσέφερε διάφορα μικροδώρα, όπως ένα ψεύτικο ρολόι, κολόνιες, μπουφάν και μικρά χρηματικά ποσά σταδιακά, ύψους 500-1000 δραχμών συνολικά. Μάλιστα κάποια ημέρα τυχαία τους είδε η θεία της ανήλικης, Χ. Χ. σε κάποιο κατάστημα, όπου ο κατηγορούμενος της αγόρασε ένα ρολόι, γεγονός που δεν της άρεσε όπως κατέθεσε επ’ ακροατηρίου και την προβλημάτισε αλλά δεν είπε κάτι στον πατέρα της ανήλικης (βλ. κατάθεσή της, εξετασθείσα ως μάρτυρα κατηγορίας). Ο κατηγορούμενος συνέχισε σε ημερομηνίες που δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθούν επαρκώς αλλά πάντως μέχρι τις 11.3.1996, επί τρεις περίπου φορές τον μήνα, πριν δηλ. την συμπλήρωση του 13ου έτους της ηλικίας της ανήλικης Δ., να ενεργεί τις ίδιες ασελγείς πράξεις σε βάρος της αφού την επιβίβαζε στο αυτοκίνητό του και την οδηγούσε σε αγροτικές περιοχές, μερικές δε φορές πήγαινε στο σπίτι της σε ώρες που γνώριζε ότι ήταν μόνη και ερχόταν σε συνουσία μαζί της, εκμεταλλευόμενος το ότι η μητέρα της νοσηλευόταν σε κλινική για μεγάλο χρονικό διάστημα και ο πατέρας της απουσίαζε πολλές ώρες την ημέρα εργαζόμενος ως οικοδόμος. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι σχέσεις της οικογένειας της παθούσας με τον κατηγορούμενο δεν ήταν καλές γιατί ο τελευταίος είχε επιτεθεί με σεξουαλικές διαθέσεις στη μητέρα της ανήλικης προ ετών όταν αυτή βρισκόταν σε νεαρή ηλικία, προ του γάμου της και ενώ ήταν παντρεμένος με την αδελφή της και ο πατέρας της ανήλικης το γνώριζε και δεν τον εκτιμούσε καθόλου. Πλέον τούτου, ο κατηγορούμενος του δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα οικογενειακά προφασιζόμενος κληρονομικές διαφορές σχετικά με την περιουσία του πεθερού της, πράγμα που τον ανάγκασε να πάρει την οικογένειά του και να μετοικήσουν στη …… Οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν μόλις προ διετίας περίπου, από το καλοκαίρι του έτους 1995 και άρχισαν να έχουν επαφές, χάριν της συζύγου του που ήταν άρρωστη και ήθελε επαφή με την αδελφή της και σύζυγο του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος συνέχισε τις ασελγείς πράξεις σε βάρος της ανήλικης παθούσας και μετά τη συμπλήρωση του 13ου έτους της ηλικίας της ήτοι μέχρι στις 23.3.1997, οπότε η μητέρα της που είχε, εν τω μεταξύ, βγει από την κλινική (η οποία πρέπει να σημειωθεί ότι απεβίωσε το έτος 2012), αντελήφθη, επιστρέφοντας στο σπίτι τους από το σπίτι της αδελφής της, να είναι κλειδωμένη η πόρτα από μέσα ενώ η κόρη της βρισκόταν μέσα στο σπίτι και ότι βρισκόταν εκεί και ο κατηγορούμενος χωρίς να υπάρχει λόγος. Κατά τη συγκεκριμένη ημέρα, ο κατηγορούμενος, είχε πάει στο σπίτι για να ασελγήσει και πάλι στην ανήλικη, μόλις δε αντελήφθη ότι είχε επιστρέψει στο σπίτι η μητέρα της, χωρίς να το περιμένει αφού ο ίδιος την είχε πάει λίγη ώρα πριν επίσκεψη με το αυτοκίνητό του στο σπίτι της αδελφής της (συζύγου του) και γνώριζε ότι βρισκόταν εκεί και θα αργούσε, έτρεξε στο υπόγειο όπου βρισκόταν το λεβητοστάστιο της οικίας τους και προφασίστηκε ότι δήθεν κάτι διορθώνει στον καυστήρα του καλοριφέρ, για να δικαιολογήσει την παρουσία του στο σπίτι, αφού όλοι οι υπόλοιποι της οικογένειας, πλην της ανήλικης Δ., απουσίαζαν. Η μητέρα της, έχοντας υπόψη και το παρελθόν του κατηγορουμένου, ότι δηλαδή είχε επιτεθεί και στην ίδια προ του γάμου της, ενώ βρισκόταν σε νεαρή ηλικία, κάτι υποψιάστηκε, διαπιστώνοντας ότι ο κατηγορούμενος επέλεξε να βρίσκεται στο σπίτι τους ενώ όλοι απουσίαζαν, μόνος με την ανήλικη θυγατέρα της και το είπε αμέσως στο σύζυγό της και πατέρα της ανήλικης. Τότε εκείνος την πίεσε και του ομολόγησε όλα όσα συνέβησαν με τον κατηγορούμενο. Επίσης, εκτενέστερα και διεξοδικά εξιστόρησε η ανήλικη τα περιστατικά στη θεία της, αδελφή του πατέρα της, Χ. Χ. και μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά αυτή κατέθεσε, της τα διηγήθηκε σαν να τα ζούσε εκείνη τη στιγμή. Στη συνέχεια ο πατέρας της παθούσας πήγε μαζί με αυτήν στο σπίτι της γιαγιάς της και εκείνη της εξέθεσε τα περιστατικά όπως συνέβησαν. Τότε η γιαγιά της, κάλεσε τον κατηγορούμενο, ο οποίος αρνήθηκε τα πάντα, ενώπιον της συζύγου του και της κόρης του, ενώ αυτές υπέστησαν σοκ, όταν άκουσαν τα συμβάντα. Η σύζυγος του κατηγορουμένου, αντιληφθείσα τη σοβαρότητα της κατάστασης, την επομένη ημέρα ζήτησε άμεσα από τους γονείς της ανήλικης να συγκαλύψουν και αποσιωπήσουν το έγκλημα του κατηγορουμένου. Εκείνοι αρνήθηκαν και στη συνέχεια ο πατέρας της ανήλικης την πήγε για ιατρική εξέταση και κατήγγειλε τον κατηγορούμενο στο ΑΤ … Χαλκιδικής. Από την ιατρική εξέταση διαπιστώθηκε ότι είχε διαρρηχθεί ο παρθενικός υμένας της προ χρονικού διαστήματος που δεν κατέστη δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς όπως αναφέρει ο ιατροδικαστής Μ. Τ. στην υπ’ αριθ. πρωτ. …28.3.1997 ιατροδικαστική έκθεσή του που την εξήτασε, κατόπιν παραγγελίας του ΑΤ …. Ειδικότερα αναφέρεται στην ιατροδικαστική έκθεση ότι η ρήξη του παρθενικού υμένα της ανήλικης δεν ήταν πρόσφατη, γεγονός που καταδεικνύει ότι η διακόρευση έγινε προ ικανού χρόνου, επιβεβαιώνοντας εμμέσως την κατάθεση της παθούσας ότι οι ασελγείς πράξεις είχαν διάρκεια και άρχισαν το καλοκαίρι του έτους 1995 (Ιούνιος 1995) και συνεχίστηκαν, οπότε στα τέλη εκείνου του καλοκαιριού ο κατηγορούμενος διακόρευσε την ανήλικη ερχόμενος με αυτήν σε κατά φύση συνουσία. Ο κατηγορούμενος γνώριζε πολύ καλά την ηλικία της παθούσας (12-13 ετών), όταν το Ιούνιο του έτους 1995 άρχισε να τελεί σε βάρος της τις ως άνω ασελγείς πράξεις καθότι ήταν θείος της ήτοι ανήκε στο στενό οικογενειακό της περιβάλλον και μάλιστα είχε και ο ίδιος παιδιά περίπου στην ηλικία της. Επίσης, γνώριζε και ότι ήταν ευάλωτη εκείνο το χρονικό διάστημα και φοβισμένη εξ αιτίας των σοβαρών προβλημάτων ψυχικής υγείας της μητέρας της, της οποίας τη φροντίδα στερούταν και ότι για ένα μεγάλο διάστημα η μητέρα της απουσίαζε, νοσηλευόμενη σε νοσοκομείο και ο πατέρας της απουσίαζε πλέον του οκταώρου από το σπίτι εργαζόμενος ως οικοδόμος. Όλη αυτή την κατάσταση την εκμεταλλεύτηκε ώστε να τελέσει το έγκλημά του, σχεδόν ανενόχλητος, παράλληλα δε, για να καλύψει τον εαυτό του, εκβίαζε ψυχολογικά την ανήλικη για να δεχτεί τις ασελγείς πράξεις του λέγοντάς της να μη το γνωστοποιήσει στους γονείς της, ισχυριζόμενος ότι θα κάνει κακό στη μητέρα της, εάν το αποκαλύψει. Για τις πράξεις που τελέστηκαν μετά τη συμπλήρωση του 13ου έτους της ανήλικης, ο κατηγορούμενος διώχθηκε σε βαθμό πλημμελήματος (όπως προβλεπόταν από την παρ.1γ του άρθρου 339 ΠΚ για ανήλικο που δεν συμπλήρωσε το 13ο έτος, κατά το χρόνο που αυτές τελέστηκαν) και έχει καταδικαστεί ερήμην από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την υπ’ αριθ. 7695/2000 απόφαση, για το χρονικό αυτό διάστημα, σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών, η οποία (ποινή) παραγράφτηκε ως εκ του ότι είχε διαφύγει εξ αρχής στο εξωτερικό και δεν εκτελέστηκε η εν λόγω ποινή, καθόσον συνέχισε να διαφεύγει και ουδέποτε συνελήφθη. Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (Ιούνιος 1995 έως 11.3.1996) και μέχρι 23.3.1997 που αποκαλύφθηκαν οι πράξεις του κατηγορουμένου, αυτός πήγαινε κάποιες φορές και στην οικία της παθούσας, στην … Χαλκιδικής σε χρόνο που γνώριζε ως άνθρωπος του στενού οικογενειακό της περιβάλλοντος, ότι στο σπίτι βρισκόταν μόνη της και μάλιστα αυτός έκλεινε εσωτερικά την είσοδο της οικίας ώστε να προλάβει την είσοδο άλλων μελών της οικογένειας, μέχρι να διαφύγει. Εκεί συνήθιζε να παρασέρνει την ανήλικη παθούσα παρά τις αντιδράσεις της, σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού, ερχόμενος σε κατά φύση συνουσία με αυτήν, πάντα δε γινόταν η πράξη αυτή με ψυχολογική πίεσή του προς αυτήν και με την προειδοποίηση, πως σε περίπτωση που θα μαρτυρούσε τα περιστατικά αυτά, θα επιδεινωνόταν η κατάσταση της μητέρας της καθώς επίσης και με δελεασμό της με διάφορα μικροδώρα και χρήματα. Οι πράξεις του αυτές είχαν πολύ δυσμενείς επιπτώσεις στην ψυχική υγεία της παθούσας καθόσον την κατέστρεψε ηθικά και ψυχολογικά ωθώντας την, εξ αιτίας των ψυχολογικών προβλημάτων που της δημιούργησε όλη αυτή η κατάσταση που διήρκεσε περίπου 20 μήνες, να επιχειρήσει να θέσει τέρμα στη ζωή της μία φορά με χάπια και άλλη μία, πηδώντας από μπαλκόνι 2ου ορόφου στην …, ενώ ήταν φοιτήτρια, ενώ ο ίδιος ήταν 44 ετών περίπου κατά το χρόνο (καλοκαίρι του έτους 1995) που άρχισε να επιδίδεται σε ασελγείς πράξεις σε βάρος της (ως γεννηθείς το έτος 1951), οικογενειάρχης και πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων, στην ηλικία περίπου της παθούσας. Εξ όλων των ανωτέρω αποδεικνύεται χωρίς αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται ήτοι της αποπλανήσεως ανηλίκου που δεν είχε συμπληρώσει τα δέκα τρία έτη και μάλιστα εξακολουθητικά αφού αποδείχτηκε ότι οι ασελγείς αυτές πράξεις επαναλαμβάνονται επί τρεις φορές το μήνα σε βάρος της ανήλικης παθούσας καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι ενεργούσε εξακολουθητικά συνουσία και άλλες ασελγείς πράξεις με πρόσωπο που δεν είχε συμπληρώσει το 13ο έτος της ηλικίας του, εν γνώσει της ηλικίας της, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο τελέσεως των ανωτέρω περιγραφομένων πράξεων, η παθούσα είχε συμπληρώσει το 12ο έτος αλλά δεν είχε ακόμη υπερβεί το 13ο έτος της ηλικίας της (όπως ίσχυε κατά τον προϊσχύσαντα νόμο σχετικά με την ηλικιακή διάκριση του εγκλήματος αυτού). Οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν υπ’ αυτού στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ότι εξ αιτίας κληρονομικών διαφορών (εντελώς αόριστα) και χρηματικής οφειλής του πατέρα της ανήλικης προς αυτόν από ηλεκτρολογικές εργασίες στην οικία τους, ύψους 800.000 δραχμών, οδηγήθηκε η οικογένεια της παθούσας στην σε βάρος του καταγγελία, εννοώντας ότι αυτή είναι ψευδής, δεν αποδείχτηκαν βάσιμοι, αφού σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της παθούσας και των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας και ιδίως του πατέρα της, ο κατηγορούμενος εκτέλεσε κάποιες εργασίες στην οικία τους στη … προ εξαετίας περίπου (κατά το έτος 1989) και η αμοιβή του είχε συμφωνηθεί να πληρώνεται σταδιακά και αφού θα τελείωνε τις εργασίες και δεν υπάρχει πλέον οικονομική διαφορά, ουδέποτε δε θα μπορούσε να αποτελέσει για τον πατέρα της κίνητρο για την καταγγελία κατά του κατηγορουμένου, προκειμένου να απαλλαγεί από χρηματικό χρέος. Προς τούτο, ότι δηλαδή ουδέποτε υπήρξε οικονομικό κίνητρο, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι υπάρχει κάποια οφειλή, συνηγορεί και το γεγονός ότι, παρόλο που ο κατηγορούμενος προσπάθησε να εξαγοράσει τον πατέρα της παθούσας μετά την καταγγελία, για να καλυφθεί η υπόθεση αλλά και λίγο πριν την πρώτη δίκη ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, προσφέροντας σ’ αυτόν, τότε (έτος 2000) το ποσό των 8.000.000 δραχμών, ο τελευταίος δεν τα δέχτηκε, αρνηθείς να καταστήσει την θυγατέρα του αντικείμενο αγοραπωλησίας. Η απόπειρα εξαγοράς, σύμφωνα με τη σαφή κατάθεση της θείας της παθούσας, Χ. Χ., αλλά και τις καταθέσεις της ίδιας της παθούσας και του πατέρα της, επαναλήφθηκε τηλεφωνικά ενόψει και της σημερινής δίκης και συγκεκριμένα στις 2.2.2015. Τέλος, η ενοχή του κατηγορουμένου ενισχύεται και εκ της εκ της μετέπειτα συμπεριφοράς που επέδειξε, ήτοι μετά την αποκάλυψη του εγκλήματός του και την καταγγελία αυτού από τους γονείς της παθούσας και ειδικότερα εκ του ότι μεθόδευσε από την πρώτη στιγμή τη φυγή του στο εξωτερικό πριν την εκδίκαση της υποθέσεως (του χρονικού διαστήματος για το οποίο δικάσθηκε σε βαθμό πλημμελήματος) στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, δικασθείς ερήμην, ενέργεια που είχε ως αποτέλεσμα να παραγραφεί, ως ανωτέρω ελέχθη, η επιβληθείσα σε βάρος του ποινή φυλάκισης των πέντε ετών, αφού ποτέ δεν συνελήφθη για να την εκτίσει, μη εμφανισθείς ούτε στον ανακριτή να απολογηθεί αλλά ούτε και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για την κρινομένη υπόθεση (της κακουργηματικής μορφής), ούτε και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, συνεχίζοντας την ίδια τακτική αποφυγής της σύλληψής του και των ευθυνών του. Με βάση τα ανωτέρω, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την πράξη για την οποία κατηγορείται, όπως και πρωτοδίκως. Στη συνέχεια, το παραπάνω δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο της αξιόποινης πράξεως της αποπλανήσεως παιδιού, που είχε συμπληρώσει τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατρία έτη, κατ’ εξακολούθηση, για την οποία επέβαλε σ’ αυτόν ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών. Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθόσον το δικαστήριο της ουσίας, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, δεν αιτιολόγησε ειδικώς την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση σε σχέση με το συμπέρασμα της, αναγνωσθείσας στο ακροατήριο, δικαστικής πραγματογνωμοσύνης και συγκεκριμένα α) της με αριθμ πρωτ. …28-3- 1997 ιατροδικαστικής εξετάσεως του εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Α.Π.Θ.- Τμήματος Ιατρικής και β) της από 30-1-2015 εξώδικης δηλώσεως του ιατροδικαστή Μ. Τ. προς τον κατηγορούμενο με τη συνημμένη στην τελευταία έκθεση επιδόσεως, ενόψει του ότι κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως η παθούσα Δ. Χ. διακορεύθηκε από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα το καλοκαίρι του έτους 1995, ενώ σύμφωνα με την ανωτέρω διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη, όπως αυτή επεξηγήθηκε με την προαναφερόμενη εξώδικη δήλωση του ιατροδικαστή, που είχε πραγματοποιήσει την ιατροδικαστική εξέταση, η ρήξη του παρθενικού της υμένα “προκλήθηκε σε χρονικό διάστημα από είκοσι ημέρες έως και δύο μήνες το πολύ πριν τη διενέργεια της εξετάσεως” (ήτοι πριν από τις
28-3-1997), προκλήθηκε, δηλαδή, τουλάχιστον ενάμισυ έτος αργότερα από το καλοκαίρι του έτους 1995, οπότε έκρινε το δικαστήριο, ότι εκείνος την διακόρευσε. Όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας του άνω λόγου αναιρέσεως, επισκόπηση των πιο πάνω επισημαινόμενων από τον αναιρεσείοντα δύο εγγράφων, που περιλαμβάνονται μεταξύ των αναγνωσθέντων στο ακροατήριο, προκύπτει, ότι πραγματογνωμοσύνη, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο με την έννοια του νόμου (άρθρ. 178 και 183 Κ.Ποιν.Δ.), είναι μόνον η με αριθμ πρωτ. …28-3- 1997 ιατροδικαστική εξέταση του εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Α.Π.Θ. (ανωτέρω έγγραφο υπό στοιχείο α’ ), που διενεργήθηκε από τον ιατροδικαστή Μ. Τ. στα πλαίσια διενεργούμενης προανακρίσεως (κατόπιν έγγραφης παραγγελίας των αρμόδιων ανακριτικών υπαλλήλων του Αστυνομικού Σταθμού … Χαλκιδικής) και, όπως είναι φανερό από το περιεχόμενο του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, λήφθηκε υπόψη και αξιολογήθηκε, ως ιδιαίτερο και ρητά μνημονευόμενο στο σκεπτικό αυτής αποδεικτικό μέσο, η δε παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας, σύμφωνα με την οποία “…Ειδικότερα αναφέρεται στην ιατροδικαστική έκθεση ότι η ρήξη του παρθενικού υμένα της ανήλικης δεν ήταν πρόσφατη, γεγονός που καταδεικνύει ότι η διακόρευση έγινε προ ικανού χρόνου, επιβεβαιώνοντας εμμέσως την κατάθεση της παθούσας ότι οι ασελγείς πράξεις είχαν διάρκεια και άρχισαν το καλοκαίρι του έτους 1995 (Ιούνιος 1995) και συνεχίστηκαν, οπότε στα τέλη εκείνου του καλοκαιριού ο κατηγορούμενος διακόρευσε την ανήλικη ερχόμενος με αυτήν σε κατά φύση συνουσία…” όχι μόνο δεν είναι αντίθετη αλλά συμπορεύεται με το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης αυτής, κατά το οποίο “…η Χ. Δ. φέρει παλαιά ρήξη του παρθενικού υμένος…”. Και βεβαίως μεν από την επισκόπηση της, επίσης αναγνωσθείσας στο ακροατήριο, από 30-1-2015 εξώδικης δηλώσεως του ίδιου ως άνω ιατροδικαστή (ανωτέρω έγγραφο υπό στοιχείο β’ ), που έγινε μετά πάροδο 18 ετών από την πραγματοποιηθείσα κατά τα άνω ιατροδικαστική εξέταση, προκύπτει, ότι αναφέρεται σ’ αυτήν κατά λέξη, ότι “το ακριβές νόημα του συμπεράσματος της ως άνω ιατροδικαστικής μου εξετάσεως είναι ότι η ρήξη του παρθενικού υμένος της Χ. Δ. προκλήθηκε σε χρονικό διάστημα από είκοσι ημέρες έως και δύο μήνες το πολύ πριν τη διενέργεια της εξετάσεως”, πλην όμως η δήλωση αυτή, η οποία, όπως από το περιεχόμενό της προκύπτει, συντάχθηκε σε απάντηση της από 28-1-2015 εξώδικης δηλώσεως (αιτήσεως) του ίδιου του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος και όχι κατ’ εντολή δικαστικής ή ανακριτικής αρχής, όπως επιτάσσει το άρθρ. 183 Κ.Ποιν.Δ. για το αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης (οπότε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο), ορθώς συνεκτιμήθηκε ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας μαζί με τις άλλες αποδείξεις για τη διαμόρφωση της κρίσεώς του, ως απλό έγγραφο και δεν απαιτείτο ειδική αιτιολογία για τη μη αποδοχή του, δια παραθέσεως δηλονότι πραγματικών περιστατικών, που αποκλείουν τη βάση της επεξηγηματικής αυτής δηλώσεως. Επομένως, ο υποστηρίζων τα αντίθετα προεκτεθείς πρώτος λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς το ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, από το άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 117 παρ.1 Π.Κ., όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξεως, το αξιόποινο εξαλείφεται, αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέσθηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμετόχους της, επί δε κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, το οποίο απαρτίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 98 του ίδιου Κώδικα, από περισσότερες ξεχωριστές ομοειδείς και αυτοτελείς κολάσιμες πράξεις, που συνδέονται με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως (ενότητα δόλου), η προθεσμία υποβολής της εγκλήσεως αρχίζει για το όλο έγκλημα αφότου ο δικαιούμενος έλαβε γνώση της τελευταίας μερικότερης πράξεως, εκτός αν προηγήθηκε η γνώση άλλης μερικότερης πράξεως, οπότε, ως προς αυτήν η προθεσμία υποβολής της εγκλήσεως αρχίζει από τον προγενέστερο αυτό χρόνο, ενόψει και του ότι, παρά την ενότητα του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, κάθε μερικότερη πράξη διατηρεί την αυτοτέλειά της. Δεν επιφέρει, όμως, εξάλειψη του αξιοποίνου η πάροδος της τρίμηνης προθεσμίας προς έγκληση, όταν η υποβολή αυτής (εγκλήσεως) εντός του τριμήνου παρακωλύθηκε από ανώτερη βία, διότι ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 118 παρ.2 Π.Κ., αν ο παθών είναι πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του, δικαίωμα για υποβολή της εγκλήσεως έχει ο νόμιμος αντιπρόσωπός του, μετά δε τη συμπλήρωση του έτους αυτού της ηλικίας του και μέχρι να συμπληρώσει το 17ο (ήδη 18ο μετά την αντικ/σή του με την παρ. 3 του άρθρου 2 Ν. 3625/2007) έτος το δικαίωμα της εγκλήσεως έχουν και ο παθών και ο νόμιμος αντιπρόσωπός του και μετά τη συμπλήρωση του 17ου (ήδη 18ου) έτους της ηλικίας του το δικαίωμα αυτό το έχει μόνο ο παθών. Εξάλλου, στα κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα ναι μεν απαιτείται η έγκληση να είναι ρητή και σαφής, χωρίς όρους, αιρέσεις ή προθεσμίες, δεν απαιτείται, όμως, να διατυπώνεται αυτή και κατά πανηγυρικό τρόπο,
αλλ’ αρκεί να προκύπτει από αυτή, έστω και έμμεσα, η θέληση του δικαιουμένου σε έγκληση προσώπου να τιμωρηθεί ο δράστης του κατ’ έγκληση διωκομένου αδικήματος. Τέλος, κατά το άρθρο 344 Π.Κ., όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της επίδικης πράξεως, πριν την αντικατάστασή του με το άρθρ. 4 Ν. 3064/2002, και έχει εν προκειμένω εφαρμογή, κατά το άρθρο 2 παρ.1 Π.Κ., ως ευμενέστερο για τον κατηγορούμενο, για να ασκηθεί ποινική δίωξη για αποπλάνηση παιδιού (άρθρ. 339 Π.Κ.), απαιτείται έγκληση. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η’ Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως αποτελεί η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδίως, όταν συντρέχουν οι αναφερόμενες στην εν λόγω διάταξη περιπτώσεις. Περίπτωση υπερβάσεως εξουσίας υπάρχει και όταν το δικαστήριο καταδίκασε για έγκλημα, για το οποίο δεν υποβλήθηκε η από το νόμο απαιτούμενη έγκληση (περ. δ’ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η’ Κ.Ποιν.Δ.), ήτοι και όταν, επί εγκλήματος που διώκεται κατ’ έγκληση, προχώρησε στην καταδίκη του κατηγορουμένου, παρά το ότι η έγκληση υποβλήθηκε απαραδέκτως.- Με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται η πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, εκ του λόγου ότι το δικαστήριο της ουσίας καταδίκασε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για το προμνημονευόμενο έγκλημα της αποπλανήσεως παιδιού κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, με χρόνο τελέσεως το χρονικό διάστημα από 1-6-1995 μέχρι
11-3-1996 (οπότε η παθούσα είχε συμπληρώσει το 12ο, όχι όμως και το 13ο έτος της ηλικίας της), χωρίς να έχει υποβληθεί η απαιτούμενη κατά το νόμο έγκληση και, ειδικότερα, διότι η έγκληση της ανωτέρω ανήλικης, υποβληθείσα στις 27-3-1997, ήταν εκπρόθεσμη για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από τις 27-12-1996, η δε έγκληση του πατέρα της, υποβληθείσα ομοίως στις 27-3-1997, περιορίζεται μόνο σε μία πράξη, που φέρεται ως τελεσθείσα στις 23-3-1997. Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και δη της από 27-3-1997 χωρίς όρκο εξετάσεως της ανήλικης Δ. Χ., άγουσας τότε το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας της, που συντάχθηκε ενώπιον του Υπαστυνόμου Σ. Κ. του Α.Τ. …, παρισταμένου και του Αρχιφύλακα Σ. Α., ως δεύτερου ανακριτικού υπαλλήλου, η εν λόγω ανήλικη εμφανίσθηκε οικειοθελώς ενώπιον αυτών και κατήγγειλε, με λεπτομερή εξιστόρηση, τις ασελγείς πράξεις αποπλανήσεως, στις οποίες προέβαινε εις βάρος της από διετίας περίπου και μέχρι τις 23-3-1997 ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, διευκρινίζοντας ότι δεν τις αποκάλυψε μέχρι τότε, διότι τον φοβόταν, αφού την απείλησε να μην πει τίποτε σε κανέναν “γιατί θα γίνει χαμός” και δεν το ανέφερε στους γονείς της, διότι ανησυχούσε για την υγεία της μητέρας της, η οποία ήταν ασθενής. Τα ανωτέρω κατατεθέντα οικειοθελώς ενώπιον ανακριτικών υπαλλήλων από την προαναφερόμενη ανήλικη ενέχουν άσκηση εγκλήσεως (κατά το άρθρ. 46 σε συνδ. με άρθρ. 42 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ.), έστω και αν αυτή δεν διατυπώθηκε κατά πανηγυρικό τρόπο, κατά του κατηγορουμένου για όλες τις κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσες πράξεις αποπλανήσεώς της, όπως αυτές περιγράφονται στο σκεπτικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αφού εκείνη αναφέρθηκε σε όλες και δεν περιορίσθηκε σε ορισμένες από αυτές, την έγκληση αυτή υπέβαλε, κατά τα προεκτεθέντα, στις 27-3-1997, ήτοι εντός του τριμήνου από της τελέσεως εις βάρος της της τελευταίας μερικότερης πράξεως, που έλαβε χώρα στις 23-3-1997 και δι’ αυτής εγκαλεί τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, εκτός της τελευταίας και για όλες τις προηγηθείσες επί μέρους πράξεις. Εφόσον δε κατά το χρόνο υποβολής της εγκλήσεως, όπως προαναφέρθηκε, διήγε το 14ο έτος της ηλικίας της, είχε αυτοτελές δικαίωμα εγκλήσεως, ως παθούσα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις παρατεθείσες στην προηγούμενη παράγραφο παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για τις πράξεις του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, που τελέσθηκαν εις βάρος της παραπάνω ανήλικης μετά τη συμπλήρωση του 13ου έτους της ηλικίας της (ήτοι από 12-3-1996 και εφεξής), αυτός διώχθηκε και καταδικάστηκε αμετακλήτως για αποπλάνηση παιδιού σε βαθμό πλημμελήματος, κρίθηκε δε επί πλέον ανελέγκτως, ότι η ανήλικη μέχρι τις 23-3-1997 (οπότε η μητέρα της υποψιάστηκε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα από το γεγονός, ότι τον κατέλαβε στην οικία τους μόνο μαζί της, με κλειδωμένη την πόρτα, χωρίς να υπάρχει λόγος προς τούτο και ενημέρωσε τον πατέρα της ανήλικης, μετά από πίεση του οποίου η τελευταία του ομολόγησε όσα διέπραξε εκείνος εις βάρος της) τελούσε υπό το κράτος ψυχολογικής πιέσεως και εκβιασμών, καθώς και έμμεσων απειλών του αναιρεσείοντος, ο οποίος, προκειμένου να την αποτρέψει να αποκαλύψει τί συνέβαινε μεταξύ τους, της έλεγε, ότι, αν μιλούσε και γινόταν αυτό γνωστό, θα επιδεινωνόταν η κατάσταση της υγείας της μητέρας της, που έπασχε από ψυχική νόσο (κατάθλιψη). Τα ως άνω δεκτά γενόμενα από το δικαστήριο της ουσίας, ενόψει και της ανηλικότητας της παθούσας και της συνακόλουθης αγνοίας της περί του ότι η έγκληση έπρεπε να υποβληθεί εντός τριμήνου, αντικειμενικώς συνιστούν ανώτερη βία, που εμπόδισε αυτήν (παθούσα) να τηρήσει το τρίμηνο υποβολής εγκλήσεως για κάθε επί μέρους πράξη του επίδικου κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος και, επομένως, η υπ’ αυτής γνώση κάθε εις βάρος της πράξεως αποπλανήσεως και του προσώπου του δράστη (αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου) δεν καθιστούν εκπρόθεσμη την έγκλησή της για εκείνες.
Συνεπώς, το δικαστήριο της ουσίας, καταδικάζοντας τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα με την προσβαλλόμενη απόφαση για το έγκλημα της αποπλανήσεως παιδιού κατ’ εξακολούθηση, για το οποίο είχε υποβληθεί η απαιτούμενη κατά το νόμο έγκληση εκ μέρους της ίδιας της παθούσας, δεν υπερέβη την εξουσία του και ο υποστηρίζων τα αντίθετα, από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ Κ.Ποιν.Δ., προεκτεθείς δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
Μετά από αυτά, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-7-2015 αίτηση (ασκηθείσα δια δηλώσεως, που επιδόθηκε αυθημερόν στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) του Δ. Θ. του Γ., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 120- 121/2015 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Μαρτίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ