ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου-Εισηγήτρια, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου Γ. Τ. του Ι., κατοίκου ……. και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Τριπόλεως, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Γιαλάογλου, περί αναιρέσεως της υπ` αριθμ. 1920/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ε. Τ. του Κ., κάτοικο … που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Δεκεμβρίου 2012 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 128/2013.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του ΠΚ (όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της κατωτέρω πράξεως ήτοι πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 3 παρ. 4 του Α` Κεφαλαίου του ν.3727/2008): “Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δεκατρία έτη με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατρία έτη με φυλάκιση”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 337 παρ.1 ΠΚ, “όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή”.
Από την πρώτη των ως άνω διατάξεων, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλανήσεως παιδιού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από οποιαδήποτε άποψη, πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία, αντικειμενικά μεν, προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Με την έννοια αυτή, αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανήλικου, ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφ` όσον κατατείνουν στην διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Για τη στοιχειοθέτηση όμως της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που προβλέπει η δεύτερη των ως άνω διατάξεων (άρθρο 337 ΠΚ), αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι “ασελγείς χειρονομίες” είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως λ.χ. ψαύσεις, ή θωπείες στο στήθος, στους μηρούς κ.λπ. του παθόντος. Οι προτάσεις μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες που πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή.
Όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (όπως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός), αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατατείνει στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος, τότε δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 του ΠΚ. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στ. Δ` ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ` αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε` του ΚΠοινΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 1920/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, κηρύχθηκε ένοχος για βιασμό κατ` εξακολούθηση και εξακολουθητική αποπλάνηση παιδιού νεότερου των 15 ετών, με αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ και καταδικάσθηκε σε κάθειρξη έξι ετών για κάθε πράξη και σε συνολική ποινή κάθειρξης οκτώ ετών. Για το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσης, το δικαστήριο δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι από τα αναφερόμενα κατ` είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: “Η παθούσα Ε. Τ., που γεννήθηκε στις 7-9-1992, ήταν ορφανή από πατέρα και διέμενε με τη γιαγιά της …στην περιοχή “…” … Ο κατηγορούμενος είναι θείος της, σύζυγος της αδελφής του πατέρα της και διέμενε στην ίδια περιοχή στην οδό ….. Στην εν λόγω οικία του κατηγορουμένου μετέβαινε συχνά, σχεδόν καθημερινά, καθόσον πέραν της συγγενικής τους σχέσης ήταν φίλη με τη θυγατέρα του Π. αλλά και με άλλα παιδιά της ίδιας περιοχής, με τα οποία έπαιζε έξω από την οικία του κατηγορουμένου….. Πολλές φορές όταν πήγαινε στο σπίτι του κατηγορουμένου, αυτός ήταν μόνος του. Έτσι, κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα του Απριλίου 2006 έως τα τέλη του ιδίου μήνα, όταν η παθούσα πήγαινε στο σπίτι του κατηγορουμένου και αυτός ήταν μόνος του, ο τελευταίος εκμεταλλευόμενος την υπέρτερη σωματική του δύναμη καθώς και την μικρή ηλικία της παθούσας, η οποία κατά το ως άνω χρονικό διάστημα είχε μεν συμπληρώσει το 13ο έτος της ηλικίας της όχι όμως και το 15ο έτος, γεγονός που το γνώριζε αυτός λόγω της συγγενικής τους σχέσης και της στενής συναναστροφής των οικογενειών τους, εξανάγκασε την παθούσα για τέσσερες φορές τουλάχιστον, μέσα στο παραπάνω χρονικό διάστημα, να ανέχεται παρά τη θέλησή της και τη ρητή εναντίωσή της τη διενέργεια ασελγών πράξεων εις βάρος της. Συγκεκριμένα αυτός, αφού την ξάπλωνε στο κρεβάτι ή στον καναπέ του σαλονιού της οικίας του, κατέβαζε το πανταλόνι της και το εσώρουχό της και αφού έβγαζε και το δικό του παντελόνι και εσώρουχο, κρατώντας τα χέρια της έτριβε το εν στύσει πέος του στα δικά της γεννητικά όργανα και στη συνέχεια μετέβαινε στην τουαλέτα της οικίας του, όπου και εκσπερμάτωνε. Τα παραπάνω διέπραττε ο κατηγορούμενος με σκοπό διέγερσης και ικανοποίησης της γενετήσιας επιθυμίας του, παρά το ότι η ίδια έφερνε αντιρρήσεις, λέγοντάς του ότι θα το πει στη γιαγιά της, τις οποίες έκαμπτε αυτός, λέγοντας της ότι “πες το όπου θες δεν θα σε πιστέψει κανένας”. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά, ο κατηγορούμενος τέλεσε τόσο το έγκλημα του άρθρου 336 παρ. 1 ΠΚ, όσο και αυτό του άρθρου 339 παρ. 1 ΠΚ κατ` εξακολούθηση…. και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αμφοτέρων, απορριπτομένου ως αβασίμου του αιτήματος του περί μετατροπής της κατηγορίας σε παράβαση του άρθρου 337 ΠΚ, δηλαδή σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας”. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ αξιούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρου 336 παρ. 1 και 339 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με την παραδοχή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών. Επομένως, οι περί του αντιθέτου αναιρετικοί λόγοι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ, με τους οποίους προβάλλεται έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμοι. Ειδικότερα, ορθώς το Πενταμελές Εφετείο θεώρησε όλες τις πράξεις, που αποτελούν το κατ` εξακολούθηση έγκλημα της αποπλάνησης παιδιού, ως εμπίπτουσες στη διάταξη του άρθρου 339§1 του ΠΚ και όχι
σ` αυτή του άρθρου 337§1 ίδιου Κώδικα, καθόσον, κατά τις παραδοχές του, οι πράξεις του αναιρεσείοντος (οι οποίες περιγράφονται σαφώς – αφαίρεση από τον αναιρεσείοντα των κάτω εσωρούχων του ίδιου και της ανήλικης και τριβή του εν στύσει πέους του στα γεννητικά όργανα της ανήλικης), είχαν έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, κατέτειναν στην ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του αναιρεσείοντος δράστη και πρόσβαλαν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών αλλά και την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Εξάλλου, οι προβαλλόμενες λοιπές αιτιάσεις του αναιρετηρίου, σχετικά με το έγκλημα του εξακολουθητικού βιασμού, με τις οποίες επισημαίνονται αντιφάσεις στις καταθέσεις (προανακριτικές, ανακριτικές και ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας) των εξετασθέντων μαρτύρων και ειδικότερα της παθούσας Ε. Τ. και της μητέρας της Μ. Τ., και εκτίθενται οι θεωρητικές απόψεις και τα συμπεράσματα του αναιρεσείοντος, σχετικά με το πόρισμα της από 20-3-2009 εκθέσεως παιδοψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης της παιδοψυχιάτρου Ε. Χ., με βάση τα οποία αμφισβητεί αυτός ότι προέκυψαν από τις αποδείξεις τα σε βάρος του πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Δικαστήριο ως θεμελιωτικά της περί ενοχής κρίσης του, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω όμως, καθ` υπέρβαση της εξουσίας του το δικαστήριο της ουσίας επέβαλε στον αναιρεσείοντα για την πράξη της αποπλάνησης παιδιού, νεότερου των 15 ετών, την ποινή της καθείρξεως των έξι ετών, δεδομένου, ότι κατά τις προαναφερθείσες παραδοχές του, η παθούσα, γεννηθείσα στις 7-9-1992 είχε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξης αυτής (μέσα με τέλος Απριλίου 2006) συμπληρώσει το 13ο έτος της ηλικίας της και ως εκ τούτου εφαρμοστέα ήταν η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1γ ΠΚ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως (δηλαδή πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 3 του ν. 3727/2008), κατά την οποία ο δράστης τιμωρείται με φυλάκιση αν ο παθών συμπλήρωσε τα δεκατρία έτη. Επομένως, εφόσον, κατά τα άνω, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε παραδεκτά και εμφανίστηκε ο αναιρεσείων, συντρέχει περίπτωση αυτεπάγγελτης από τον Aρειο Πάγο εξέτασης και παραδοχής του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η ΚΠοινΔ βασίμου λόγου αναιρέσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 511 ΚΠοινΔ, δεδομένου ότι με την παραδοχή του λόγου αυτού δεν χειροτερεύει η θέση του αναιρεσείοντος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ` ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ` αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή, και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Δεν αρκεί η απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, ενώ ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα. Ετσι για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ` ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τις προαναφερθείσες διατάξεις αιτιολογίας, πρέπει να προσδιορίζεται στην αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, αν δηλαδή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία ως προς όλα ή ως προς συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, ή αν η υπάρχουσα είναι ελλιπής και ποιές είναι στη δεύτερη αυτή περίπτωση οι ελλείψεις ή οι ασάφειες ή αντιφάσεις της υπάρχουσας αιτιολογίας ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν, υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας. (Ολ. ΑΠ 2/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση “στερείται παντελώς αιτιολογίας τόσο στο σκεπτικό της όσο και αναφορικά με την απάντηση στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του οι οποίοι και γραπτώς κατατέθηκαν και με τρόπο σαφή και ορισμένο προβλήθηκαν με όλα τα πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία για τη θεμελίωσή τους”. Ετσι όπως διατυπώνεται ο λόγος αυτός, κατά μεν το πρώτο σκέλος του είναι αβάσιμος, εφόσον, από το προεκτεθέν περιεχόμενο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης, σαφώς προκύπτει ότι υπάρχει αιτιολογία, κατά δε το δεύτερο σκέλος είναι απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του, εφόσον δεν προσδιορίζεται ποιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί υποβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας. Αλλά και με την εκδοχή ότι υπονοείται έλλειψη αιτιολογίας, α) ως προς την μη μετατροπή της κατηγορίας σε προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε με πλήρη αιτιολογία εκ του πράγματος, αφού το Δικαστήριο δέχθηκε και επαρκώς αιτιολόγησε ότι ο αναιρεσείων τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείτο, β) ως προς τον περί αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ ισχυρισμό, αυτός έγινε δεκτός ως βάσιμος και γ) ως προς τον προβληθέντα μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας ισχυρισμό περί αναγνωρίσεως και της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ, αν και δεν υπήρχε υποχρέωση αιτιολογήσεώς του λόγω της αοριστίας του, εφόσον δεν έγινε επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών αναγκαίων για τη θεμελίωσή του, με πλήρη αιτιολογία απορρίφθηκε από το Εφετείο ως αόριστος. Από τις διατάξεις των άρθρων 63, 64 και 68 του ΚΠοινΔ συνάγεται ότι η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος είναι παράνομη και συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, κατ` άρθρο 171 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α` του ΚΠοινΔ, μόνο όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως ή όταν δεν τηρήθηκε η επιβαλλόμενη διαδικασία σχετικώς με το χρόνο και τον τρόπο άσκησης και υποβολής της πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο. Οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη αναφερόμενη στην παράσταση ή εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της παραστάσεως, η οποία δεν θίγει το συμφέρον του κατηγορουμένου ούτε πλήττει τη δημόσια τάξη. Ετσι, δεν είναι παράνομη η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος επί παραβιάσεως από αυτόν των διατάξεων για τη σχετική νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Εξάλλου, η δήλωση παραστάσεως της πολιτικής αγωγής, όταν αυτή επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 84 ΚΠΔ στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε και έγινε δεκτή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ` αυτήν πρακτικά σε συνδυασμό και με την υπ` αριθμ. 4237/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, η διορισθείσα πρωτοβαθμίως και αποδεχθείσα το διορισμό της πληρεξουσία δικηγόρος της παθούσας Βασιλική Κατσιγιάννη, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου, επανέλαβε προφορικά την και πρωτοβαθμίως υποβληθείσα, με το ίδιο περιεχόμενο, δήλωση της παθούσας, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για το ποσό των 45 ευρώ με επιφύλαξη. Επομένως, ο τρίτος αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α` ΚΠοινΔ, με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι το άνω Εφετείο παρά το νόμο δέχθηκε την ως άνω παράσταση, χωρίς να προκύπτει ότι υπήρχε προς τούτο εξουσιοδότηση της παθούσας προς την πληρεξουσία δικηγόρο της με τα κατά νόμο απαιτούμενα προς τούτο στοιχεία, είναι αβάσιμος, προεχόντως, διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η επικαλούμενη πλημμέλεια δεν δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα. Εξάλλου, δεν ήταν αναγκαία η έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης του Δικαστηρίου της ουσίας για την αποδοχή της πολιτικής αγωγής, όπως αβασίμως με τον ίδιο λόγο αιτιάται ο αναιρεσείων, την οποία σε κάθε περίπτωση δέχθηκε το Εφετείο επιδικάζοντας το ίδιο, όπως και πρωτοδίκως, ποσό.
Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα ως προς τις διατάξεις της α) περί επιβολής στον αναιρεσείοντα της ποινής της καθείρξεως για την αξιόποινη πράξη της αποπλάνησης παιδιού και β) περί καθορισμού συνολικής ποινής και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ` αριθμ. 1920/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και ειδικότερα ως προς τις διατάξεις της α)περί επιβολής στον αναιρεσείοντα της ποινής της καθείρξεως για το έγκλημα της αποπλάνησης παιδιού νεότερου των δεκαπέντε ετών και β)περί καθορισμού της επιβληθείσης στον αναιρεσείοντα συνολικής ποινής καθείρξεως.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 30 Δεκεμβρίου 2012 αίτηση περί αναιρέσεως της ως άνω αποφάσεως.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Ιουνίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ