Εισαγωγικό σημείωμα
Το γιατί ακόμα οι άνθρωποι καταφεύγουν στην ακραία βία, τον πόλεμο, για να ρυθμίσουν τις διαφορές τους είναι ένα ερώτημα που ο ανθρωποκεντρικός πολιτισμός μας αρνείται να αντιμετωπίσει. Αφού κάθε προσπάθεια δικαιολόγησης του φαινομένου έρχεται λογικά σε αντίθεση με τα θεμέλια του πολιτισμού αυτού. Η παντελής εξάλειψη της ακραίας βίας μοιάζει λοιπόν στις κοινωνίες μας σαν όνειρο και προϋποθέτει ριζική αλλαγή στο τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και τις έχουμε οργανώσει (πχ κατάργηση των συνόρων και των κρατών).
Σαν μια ασπιρίνη λοιπόν σε βαριά ασθένεια μοιάζουν οι εθιμικά και γραπτά, σε διεθνή και εσωτερικά κείμενα, κανόνες δικαίου για τον πόλεμο και θα ασχοληθούμε με αυτούς έχοντας πλήρη επίγνωση του γεγονότος αυτού. Τέτοιους κανόνες μπορούμε να βρούμε σε όλη την ιστορική διαδρομή, στην σύγχρονη όμως εποχή μας η βασικότερη πηγή τους είναι οι Συνθήκες της Χάγης (1899 και 1907), οι τέσσερις συνθήκες της Γενεύης (1949) καθώς και τα δύο πρόσθετα πρωτόκολλά τους (1977). Επίσης διεθνείς κανόνες για τον πόλεμο μπορούμε να βρούμε στα καταστατικά ad hoc διεθνών δικαστηρίων, της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της Ρουάντα. Τέλος σε συνέχεια όλων αυτών σημαντικότερη και χρονικά μεταγενέστερη πλέον πηγή του δικαίου του Πολέμου αποτελεί το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΚΔΠΔ), το οποίο είναι και το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ενταχθεί το παρόν άρθρο. Να αναφέρουμε ότι οι παραπάνω πηγές δικαίου δεν καταργούνται από το ΚΔΠΔ αλλά αντίθετα το συμπληρώνουν και βοηθούν στην ερμηνεία του, καθώς όμως το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο είναι το πρώτο ιστορικά μόνιμο Διεθνές Δικαστήριο, αρμόδιο για τον πόλεμο, είναι λογικό όταν μιλάμε για τους κανόνες του τελευταίου, να ξεκινάμε από το Καταστατικό αυτό.
Επιπλέον, στο παρόν άρθρο δε θα ασχοληθούμε με τα εγκλήματα πολέμου με τη στενή έννοια, θα λέγαμε, όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 8 του ΚΔΠΔ, τα εγκλήματα δηλαδή που αφορούν ευθέως την διεξαγωγή του πολέμου (πχ. τέτοιο έγκλημα κατά το άρθ. 8 είναι η σκόπιμη εξόντωση του άμαχου πληθυσμού ή όσων υπηρετούν στις υγειονομικές ή θρησκευτικές υπηρεσίες). Αυτά βέβαια μπορεί να συρρέουν με τα εγκλήματα με τα οποία θα ασχοληθούμε. Αντικείμενο του παρόντος άρθρου είναι η μελέτη του εγκλήματος της γενοκτονίας καθώς και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Πρόκειται για δύο διεθνή εγκλήματα που τυποποιούνται στα άρθρα 6 και 7 αντιστοίχως του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΚΔΠΔ) και αποτελούν αντικείμενο μελέτης του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου.
Στην αρχική τους σύλληψη, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητα και το έγκλημα της γενοκτονίας (όπως άλλωστε και εξορισμού τα εγκλήματα πολέμου) συνδέονταν με ένοπλες συγκρούσεις. Στην πορεία τόσο τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όσο και το έγκλημα της γενοκτονίας αποσυνδέθηκαν από το πλαίσιο της ένοπλης σύγκρουσης, στο οποίο παρέμειναν φυσικώ τω λόγω μόνο τα εγκλήματα πολέμου. Η διάκριση μεταξύ των πρώτων και του δεύτερου οφείλεται στον τρόπο με τον οποίον αυτά εξελίχθηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ειδικότερα στην σειρά με την οποία αυτονομήθηκαν χρονικά από το περιβάλλον της ένοπλης σύγκρουσης. Ωστόσο είναι αδιαμφισβήτητο ότι για να διαπραχθούν τέτοια εγκλήματα θα πρέπει να έχουμε πόλεμο ή συνθήκες ακόμα και στο εσωτερικό ενός κράτους που μοιάζουν με αυτόν.
Η ύλη του άρθρου κατανέμεται σε τρία μέρη: Στο πρώτο μέρος παρατίθενται ορισμένες εισαγωγικές γνώσεις σχετικά με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, το Καταστατικό του και τα λοιπά κείμενα που συμβάλλουν στην ερμηνεία των διατάξεών του, ενώ στο Δεύτερο και Τρίτο μέρος αναλύονται αντιστοίχως τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και το έγκλημα της γενοκτονίας.
ΜΕΡΟΣ Α: ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Α.1.1 Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο:
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ιδρύθηκε από τη Διπλωματική Διάσκεψη των Πληρεξουσίων των Ηνωμένων Εθνών για την Ίδρυση Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου με το Καταστατικό της Ρώμης στις 17.7.1998 (όπως διορθώθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1998 και στις 12 Ιουλίου 1999) με έναρξη ισχύος την 1.7.2002, σύμφωνα με το άρθρο 126. Το κείμενο του ανωτέρω καταστατικού κυρώθηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ 75, τ. Α΄)[1].
Το ΔΠΔ αποτελεί μόνιμο θεσμό και δύναται να ασκεί τη δικαιοδοσία του επί προσώπων σε σχέση με τα σοβαρότερα εγκλήματα που ενδιαφέρουν τη διεθνή κοινότητα, όπως αυτά καθορίζονται στο Καταστατικό, και είναι συμπληρωματικό της δικαιοδοσίας των εθνικών ποινικών δικαστηρίων (άρθρο 1), ασκεί, δηλαδή τη δικαιοδοσία του όταν τα εθνικά δικαστήρια αδυνατούν ή είναι απρόθυμα να ασκήσουν τη δική τους[2].
Το ΔΠΔ εδρεύει στη Χάγη της Ολλανδίας (άρθρο 3 παρ. 1), δύναται όμως να συνεδριάζει αλλού, όποτε θεωρεί τούτο επιθυμητό σύμφωνα με το Καταστατικό (άρθρο 3 παρ. 3). Το Δικαστήριο έχει διεθνή νομική προσωπικότητα και διαθέτει επίσης και τη νομική ικανότητα που του είναι αναγκαία για την άσκηση των λειτουργιών του και την εκπλήρωση των σκοπών του (άρθρο 4 παρ. 1). Δύναται δε να ασκεί τις λειτουργίες και εξουσίες του, όπως προβλέπεται από Καταστατικό, στο έδαφος οποιουδήποτε Κράτους Μέρους και, με ειδική συμφωνία, στο έδαφος οποιουδήποτε άλλου κράτους (άρθρο 4 παρ. 2)
Α.1.2 Πηγές Δικαίου – Εφαρμοστέο Δίκαιο
Ακολουθώντας το μοντέλο του άρθρου 38 του Καταστατικού Διεθνούς Δικαστηρίου, το άρθρο 21 του Καταστατικού του ΔΠΔ, ορίζει ποιές πηγές δικαίου θα εφαρμόζει το ΔΠΔ, προβαίνοντας μάλιστα και σε ιεράρχηση των πηγών αυτών, ορίζοντας τα εξής:
α. Κατά πρώτο λόγο, το παρόν Καταστατικό, τα Στοιχεία Εγκλημάτων και τους Κανόνες Διαδικασίας και Απόδειξης,
β. Κατά δεύτερο λόγο, όπου αρμόζει, τις εφαρμοστέες συνθήκες και τις αρχές και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των καθιερωμένων αρχών του διεθνούς δικαίου των ενόπλων συρράξεων
γ. Ελλείψει αυτών, γενικές αρχές του δικαίου τις οποίες το Δικαστήριο αντλεί από τις εθνικές νομοθεσίες διάφορων νομικών συστημάτων του κόσμου συμπεριλαμβανομένων, όπως αρμόζει, των εθνικών νομοθεσιών των Κρατών τα οποία θα ασκούσαν κανονικά δικαιοδοσία επί του εγκλήματος, υπό τον όρο ότι οι αρχές αυτές δεν είναι ασυμβίβαστες με το παρόν Καταστατικό, το διεθνές δίκαιο και τους διεθνώς αναγνωρισμένους κανόνες και πρότυπα.
- Το Δικαστήριο μπορεί να εφαρμόσει αρχές και κανόνες δικαίου όπως ερμηνεύονται στις προηγούμενες αποφάσεις του.
- Η εφαρμογή και η ερμηνεία του δικαίου σύμφωνα με το παρόν άρθρο πρέπει να είναι σύμφωνες με τα διεθνώς αναγνωρισμένα ανθρώπινα δικαιώματα και να είναι άνευ δυσμενούς διακρίσεως επί τη βάσει του φύλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 7, παράγραφος 3, της ηλικίας, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας ή πεποίθησης, πολιτικής ή άλλης γνώμης, εθνικής, εθνοτικής ή κοινωνικής καταγωγής, πλούτου, γέννησης ή άλλης κατάστασης.
Από τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου προκύπτει ότι οι πηγές του δικαίου που εφαρμόζει το δικαστήριο διακρίνονται με βάση την προτεραιότητά τους σε τρεις τάξεις-επίπεδα, οι οποίες παρουσιάζουν και εσωτερική ιεράρχηση:
Στην πρώτη τάξη βρίσκεται το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, το οποίο φυσικά προηγείται όλων των άλλων πηγών εφαρμοστέου δικαίου. Στην ίδια τάξη βρίσκονται τα “Στοιχεία Εγκλημάτων” και οι “Κανόνες Διαδικασίας και Απόδειξης”:
- Το Καταστατικό: Το Καταστατικό του ΔΠΔ επιτελεί τρεις διακριτές λειτουργίες[3]:
α. Αποτελεί την ιδρυτική συνθήκη του ΔΠΔ, η οποία ρυθμίζει τη συγκρότηση, την οργάνωση και τη λειτουργία του,
β. αποτελεί έναν οιονεί Ποινικό Κώδικα για το δικαστήριο με βάση τον οποίο καταφάσκονται τα εγκλήματα και επιβάλλονται οι ποινές,
γ. αποτελεί τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του Δικαστηρίου, αφού περιέχει τις βασικές διατάξεις που διέπουν την κίνηση της ποινικής δίωξης, την προδικασία, τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, τη σύνθεση του Δικαστηρίου και άλλα διαδικαστικά ζητήματα
- Τα Στοιχεία Εγκλημάτων: Τα Στοιχεία Εγκλημάτων (Elements of Crimes) είναι κείμενο που υιοθετήθηκε με τη διαδικασία του consensus από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και υποβλήθηκε προς υιοθέτηση στη Συνέλευση των κρατών-μερών στο ΔΠΠ. Το εν λόγω κείμενο περιέχει στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων που τυποποιούνται στα άρθρα 6 έως 8 του Καταστατικού του ΔΠΠ, εξειδικεύει δηλαδή τους ορισμούς των εγκλημάτων, όπως αυτοί αποτυπώνονται στο Καταστατικό, χωρίς όμως να παρίσταται πάντοτε χρήσιμο για τον ερμηνευτή[4].
- Κανόνες Διαδικασίας και Απόδειξης: Το κείμενο αυτό εξυπηρετεί την ανάγκη για εξειδικευμένες ρυθμίσεις που να διέπουν μια τόσο σύνθετη διαδικασία όπως αυτή ενώπιον του ΔΠΔ. Πρόκειται για ενδελεχείς διαδικαστικούς κανόνες που ρυθμίζουν κάθε πτυχή της διαδικασίας, εξειδικεύοντας τις αντίστοιχες διατάξεις του Καταστατικού. Η ύπαρξη ενός τέτοιου κειμένου ακολουθεί το πρότυπο των ad hoc διεθνών ποινικών δικαστηρίων, των οποίων τα καταστατικά επίσης συνοδεύτηκαν από αντίστοιχα σετ κανόνων. Οι Κανόνες Διαδικασίας και απόδειξης θα πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με το Καταστατικό, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 51 παρ. 4 και 5 αυτού[5], έχουν δηλαδή τεθεί σε θέση κατώτερης τυπικής ισχύος δυνάμει ρητής διατάξεως του Καταστατικού, ενώ το ίδιο θα πρέπει να γίνει ερμηνευτικά δεκτό και για τα Στοιχεία Εγκλημάτων, παρά την απουσία αντίστοιχης ρητής διάταξης[6]. Οι Κανόνες Διαδικασίας και Απόδειξης εφαρμόζονται μόνο από το ΔΠΔ, χωρίς να επηρεάζουν τη διαδικασία ενώπιον εθνικών δικαστηρίων που δικάζουν διεθνή εγκλήματα[7].
Α.1.3 Τα εγκλήματα που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου:
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στα σοβαρότερα εγκλήματα που ενδιαφέρουν τη διεθνή κοινότητα στο σύνολο της. Σύμφωνα με το Καταστατικό του, το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία επί των ακόλουθων εγκλημάτων:
(α) Το έγκλημα της γενοκτονίας
(β) Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας
(γ) Εγκλήματα πολέμου
(δ) Το έγκλημα της επίθεσης[8]
ΜΕΡΟΣ Β. – ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ
Β.1. Οι διατάξεις του άρθρου 7 του ΚΔΠΔ για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας
Το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας τυποιείται στο άρθρο 7 του Καταστατικού. Στην πρώτη παράγραφο του ανωτέρω άρθρου τίθεται το γενικό πλαίσιο-chapeau (δηλαδή η “επίθεση” κατά αμάχου πληθυσμού) και απαριθμούνται οι έντεκα περιπτώσεις πράξεων οι οποίες, τελούμενες εντός του ανωτέρω πλαισίου, θεμελιώνουν το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, ενώ η δεύτερη και τρίτη παράγραφος περιέχουν διατάξεις ερμηνευτικές των όρων της πρώτης παραγράφου. Ειδικότερα, το άρθρο 7 ορίζει τα εξής:
- Για τους σκοπούς του παρόντος Καταστατικού, “έγκλημα κατά της ανθρωπότητας” σημαίνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις όταν διαπράττεται ως μέρος ευρείας και συστηματικής επίθεσης που κατευθύνεται κατά οποιουδήποτε αμάχου πληθυσμού, εν γνώσει της επίθεσης:
α) Ανθρωποκτονία με πρόθεση
β) Εξόντωση
γ) Υποδούλωση
δ) Εκτόπιση ή βίαιη μετακίνηση πληθυσμού
ε) Φυλάκιση ή άλλη σοβαρή στέρηση της σωματικής ελευθερίας κατά παραβίαση βασικών
κανόνων του διεθνούς δικαίου
στ) Βασανιστήρια
ζ) Βιασμός, γενετήσια δουλεία, εξαναγκασμός σε πορνεία, εξαναγκασμός σε εγκυμοσύνη,
εξαναγκασμός σε στείρωση ή άλλη μορφή γενετήσιας βίας παρόμοιας βαρύτητας.
η) Δίωξη κατά οποιασδήποτε αναγνωρίσιμης ομάδας ή κοινότητας για λόγους πολιτικούς, φυλετικούς, εθνικούς, εθνοτικούς, πολιτιστικούς, θρησκευτικούς ή λόγους φύλου, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 3, ή άλλους λόγους που αναγνωρίζονται παγκοσμίως ως ανεπίτρεπτοι κατά το διεθνές δίκαιο σε σχέση με οποιαδήποτε πράξη που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο ή οποιοδήποτε έγκλημα εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
θ) Βίαιη εξαφάνιση προσώπων
ι) Φυλετικός Διαχωρισμός
κ) Άλλες απάνθρωπες πράξεις παρόμοιου χαρακτήρα οι οποίες με πρόθεση προκαλούν μεγάλο πόνο ή βαρεία σωματική βλάβη ή βαρεία βλάβη της διανοητικής ή σωματικής υγείας.
- Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:
(α) “Επίθεση κατευθυνόμενη κατά οποιουδήποτε αμάχου πληθυσμού σημαίνει συμπεριφορά που συνεπάγεται την κατά συρροή διάπραξη πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 κατά οποιουδήποτε αμάχου πληθυσμού, κατ’ εφαρμογή ή προς εξυπηρέτηση της πολιτικής ενός κράτους ή μιας οργάνωσης που στοχεύει στη διάπραξη τέτοιας επίθεσης.
(β) Η “εξόντωση” περιλαμβάνει την με πρόθεση επιβολή συνθηκών ζωής, μεταξύ άλλων στέρηση πρόσβασης σε τροφή και φάρμακα, υπολογισμένων να επιφέρουν την καταστροφή μέρους του πληθυσμού
(γ) “Υποδούλωση” σημαίνει την άσκηση οποιασδήποτε ή όλων των εξουσιών οι οποίες είναι σύμφυτες στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας επί προσώπων, και περιλαμβάνει την άσκηση τέτοιας εξουσίας κατά την εμπορία προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών.
(δ) “Εκτόπιση ή βίαιη μετακίνηση πληθυσμού” σημαίνει την μετακίνηση των προσώπων για τα οποία πρόκειται με απέλαση ή άλλες πράξεις εξαναγκασμού από την περιοχή στην οποία νομίμως βρίσκονται, άνευ λόγων επιτρεπτών κατά το διεθνές δίκαιο.
(ε) “Βασανιστήρια” σημαίνει την με πρόθεση πρόκληση έντονου πόνου ή δοκιμασίας, σωματικών ή ψυχικών επί προσώπου που τελεί υπό την κράτηση ή υπό τον έλεγχο του κατηγορουμένου. Τα βασανιστήρια δεν περιλαμβάνουν πόνο ή δοκιμασία που προκύπτει μόνον ή είναι σύμφυτος ή είναι δυνατόν να προκύψει από την επιβολή νόμιμων κυρώσεων.
(στ) “Εξαναγκασμός σε εγκυμοσύνη” σημαίνει τον παράνομο περιορισμό γυναίκας που κατέστη έγκυος δια της βίας, με την πρόθεση να επηρεαστεί η εθνική σύνθεση οποιουδήποτε πληθυσμού ή να πραγματοποιηθούν άλλες σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου. Ο ορισμός αυτός δεν μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να ερμηνευθεί ως επηρεάζων τις εθνικές νομοθεσίες που αφορούν την εγκυμοσύνη.
(ζ) “Δίωξη” σημαίνει την με πρόθεση και βαρείας μορφής στέρηση θεμελιωδών δικαιωμάτων σε αντίθεση προς το διεθνές δίκαιο εξ αιτίας της ταυτότητας της ομάδας ή κοινότητας.
(η) “Φυλετικός διαχωρισμός” σημαίνει απάνθρωπες πράξεις παρόμοιου χαρακτήρα όπως οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1, που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο θεσμοθετημένου καθεστώτος συστηματικής καταπίεσης και κυριάρχησης μιας φυλετικής ομάδας επί οποιασδήποτε άλλης φυλετικής ομάδας ή ομάδων και διαπραττόμενες με πρόθεση τη διατήρηση του καθεστώτος αυτού.
(θ) “Βίαιη εξαφάνιση προσώπου” σημαίνει τη σύλληψη, κράτηση ή αρπαγή προσώπων από ένα Κράτος ή μια πολιτική οργάνωση ή με την άδεια, υποστήριξη ή συναίνεση αυτών, οι οποίες ακολουθούνται από άρνηση παραδοχής αυτής της στέρησης της ελευθερίας ή της παροχής πληροφοριών για την τύχη ή τον εντοπισμό των προσώπων αυτών, με πρόθεση αποστερηθούν της προστασίας του νόμου για παρατεταμένο χρονικό διάστημα.
- Για τους σκοπούς του παρόντος Καταστατικού, εννοείται ότι ο όρος “φύλο” αναφέρεται στα δύο φύλα, αρσενικό και θηλυκό, με την έννοια που τους προσδίδει η κοινωνία. Ο όρος “φύλο” δεν έχει έννοια διαφορετική από την παραπάνω.
Β.2 Αντικειμενική υπόσταση
Β.2.1 Η έννοια της “επίθεσης”
Κεντρικό στοιχείο της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας είναι η έννοια της επίθεσης, η οποία (μαζί και μετά υπόλοιπα συμπροσδιοριστικά της στοιχεία) συνιστά το πλαίσιο εντός του οποίου τελούμενες οι πράξεις που αναφέρονται στα στοιχεία α έως κ της παραγράφου 1, θεμελιώνουν το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, ενώ, σε διαφορετική περίπτωση, θα αποτελούσαν απλώς έγκλημα του εσωτερικού ποινικού δικαίου[9].
Όπως αναφέρεται στη διάταξη της παρ. 1 του άρ. 7, έγκλημα κατά της ανθρωπότητας συνιστά οποιαδήποτε από τις εκεί απαριθμούμενες πράξεις, η οποία τελείται “ως μέρος ευρείας και συστηματικής επίθεσης που κατευθύνεται κατά οποιουδήποτε αμάχου πληθυσμού, εν γνώσει της επίθεσης”. Σύμφωνα δε με την ερμηνευτική διάταξη της παρ. 2 περ. α΄ του άρ. 7, “επίθεση κατευθυνόμενη κατά οποιουδήποτε αμάχου πληθυσμού σημαίνει συμπεριφορά που συνεπάγεται την κατά συρροή διάπραξη πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 κατά οποιουδήποτε αμάχου πληθυσμού, κατ’ εφαρμογή ή προς εξυπηρέτηση της πολιτικής ενός κράτους ή μιας οργάνωσης που στοχεύει στη διάπραξη τέτοιας επίθεσης.
Ο όρος “κατά συρροή” της παρ. 2 περ. α΄ δεν θα πρέπει βέβαια να ερμηνεύεται με την στενή-τεχνική έννοια που της προσδίδεται στο εσωτερικό δίκαιο, δηλαδή την τέλεση περισσοτέρων εγκλημάτων από τον ίδιο δράστη, αλλά υπονοεί ακόμη και τέλεση περισσοτέρων πράξεων καθεμιά από περισσότερους δράστες[10]. Έτσι, το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας μπορεί να χαρακτηριστεί ως οιονεί αθροιστικό έγκλημα, καθότι η θεμελίωση του αξιοποίνου προϋποθέτει την τέλεση περισσοτέρων πράξεων, καθεμιά εκ των οποίων αποτελεί μέρος του αθροιστικού εγκλήματος, όπως προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση της παρ. 1 του αρ 7 (: έγκλημα κατά της ανθρωπότητας” σημαίνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις όταν διαπράττεται ως μέρος ευρείας και συστηματικής επίθεσης). Οι μερικότερες αυτές πράξεις δεν είναι απαραίτητο να αποδίδονται σε κάθε δράστη ξεχωριστά ούτε να ανήκουν στην ίδια κατηγορία (π.χ. να είναι όλες ανθρωποκτονίες), σε αντίθεση με το stricto sensu αθροιστικό έγκλημα που προϋποθέτει την επανειλημμένη τέλεση της ιδίας πράξης από τον ίδιο δράστη[11].
Ο ορισμός της επίθεσης που συνδυαστικά προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1, εδάφ. α΄ και παρ. 2 περ. α΄, καθιστά σαφές ότι η επίθεση δεν είναι απαραίτητο να λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο ένοπλης σύγκρουσης. Έτσι, έγκλημα κατά της ανθρωπότητας μπορεί να τελεστεί τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και σε καιρό πολέμου[12]. Είναι δε προφανές ότι η επίθεση του άρθρου 7 παρ. 1 ΚΔΠΔ δεν ταυτίζεται με το αυτοτελές έγκλημα της επίθεσης (βλ. άρθρο 5 περ. δ ΚΔΠΔ)[13].
Η επίθεση κατά κανόνα θα συνδέεται με βίαιες ενέργειες, ωστόσο, για την κατάφαση της επίθεσης κατά αμάχου πληθυσμού δεν είναι απαραίτητη η άσκηση βίας, όπως στην περίπτωση του φυλετικού διαχωρισμού (apartheid – περίπτωση ι του άρθρου 7 παρ. 1) και ενδεχομένως στην περίπτωση της δίωξης κατά οποιασδήποτε αναγνωρίσιμης ομάδας ή κοινότητας (περίπτωση η του άρθρου 7 παρ.1)[14].
Η χρήση του όρου κατευθύνεται υπολαμβάνει την ύπαρξη κάποιου διευθύνοντος υποκειμένου το οποίο ελέγχει τις πράξεις των αυτουργών των επί μέρους πράξεων, με άλλα λόγια την ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων προσώπων τα οποία λειτουργούν ως εγκέφαλοι ή ενορχηστρωτές της επίθεσης. Ζήτημα τίθεται ως προς το εάν όχι μόνο η επίθεση ως σύνολο αλλά και κάθε επιμέρους πράξη της επίθεσης πρέπει να κατευθύνεται κατά αμάχου πληθυσμού. Η κρατούσα άποψη στη θεωρία του διεθνούς ποινικού δικαίου, αλλά και τη νομολογία των ad hoc διεθνών ποινικών δικαστηρίων, υποστηρίζει ότι δεν είναι απαραίτητο κάθε πράξη της επίθεσης να στρέφεται κατά αμάχων, συνάγοντας εξ αντιδιαστολής επιχείρημα από τη διατύπωση όλων των σχετικών διεθνών κειμένων ότι η επίθεση -άρα όχι κάθε επί μέρους πράξη- κατευθύνεται κατά αμάχου πληθυσμού[15].
Β.2.1.1 Επίθεση “ευρεία” και “συστηματική”:
Ως προς το συμπλεκτικό “και” της διατύπωσης “ευρεία και συστηματική” πρέπει ευθύς εξ αρχής να επισημάνουμε ότι έχει εμφιλοχωρήσει μεταφραστικό λάθος κατά την απόδοση του πρωτοτύπου κειμένου στην ελληνική γλώσσα. Σύμφωνα με το άρθρο 128, ως πρωτότυπα κείμενα του ΚΔΠΔ ορίζονται (μόνο) το Αραβικό, το Κινεζικό, το Αγγλικό, το Γαλλικό, το Ρωσικό και το Ισπανικό, τα οποία λογίζονται ως εξίσου αυθεντικά. Επομένως, η ελληνική μετάφραση του κειμένου του ΚΔΠΔ που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 έχει απλώς ενημερωτικό χαρακτήρα και δεν δεσμεύει τον εφαρμοστή του δικαίου, όπως το πρωτότυπο κείμενο, λ.χ. το αγγλικό, όπου γίνεται λόγος για ευρεία ή συστηματική επίθεση: “widespread o r systematic attack”[16]. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο ν. 3003/2002 εκύρωσε το κείμενο του Καταστατικού της Ρώμης στο σύνολό του, χωρίς επιφύλαξη ως προς το άρθρο 128, επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στο ελληνικό κείμενο υιοθετείται μια αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας διαφορετική από εκείνην του πρωτοτύπου κειμένου και άρα θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι για της πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας αρκεί να συντρέχει έστω και ένα από τα δύο στοιχεία της ευρύτητας και της συστηματικότητας και δεν απαιτείται σωρευτική συνδρομή αυτών .
Ως προς αυτό τούτο το νόημα των προσδιορισμών ευρεία-συστηματική επισημαίνεται ότι ο μεν πρώτος εισάγει ένα ποσοτικό κριτήριο, ενώ ο δεύτερος ένα ποιοτικό:
Επίθεση “ευρεία”: Ο επιθετικός προσδιορισμός ευρεία υπονοεί ότι η επίθεση κατά αμάχου πληθυσμού θα πρέπει να διεξάγεται σε σχετικά μεγάλη κλίμακα, η χρήση του όμως είναι εν πολλοίς προβληματική καθώς δεν διευκρινίζεται ο ακριβής απαιτούμενος αριθμός δραστών ή/και θυμάτων ούτε βέβαια τίθενται ευθέως από το Καταστατικό ποσοτικά ή άλλα κριτήρια. Απόκειται, επομένως στην κρίση του δικαστή/εφαρμοστή του άρθρου 7 ο χαρακτηρισμός μιας επίθεσης κατά αμάχου πληθυσμού ως “ευρείας”. Η κρίση, βέβαια αυτή δεν γίνεται εντελώς ελεύθερα αλλά οριοθετείται από την παραδοχή ότι η επίθεση πραγματοποιείται:
α) όχι από ένα αλλά από πολλούς/περισσότερους δράστες (οι οποίοι συμπράττουν μεταξύ τους),
β) κατά ενός μεγάλου αριθμού θυμάτων[17] και
γ) με περισσότερες της μιας πράξεις έστω κι αν κάθε δράστης πραγματώνει μόνο μία από αυτές[18].
Με δεδομένες τις ανωτέρω παραδοχές είναι ασφαλές να πούμε ότι δεν νοείται τέλεση εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας κατά ενός μόνο ατόμου ή με μία μόνο πράξη[19] ή από έναν μόνο δράστη[20].
Επίθεση “συστηματική”: συστηματική χαρακτηρίζεται μια επίθεση όταν οι πράξεις που την απαρτίζουν τελούνται οργανωμένα και με σχέδιο κατά τρόπο που να αποκλείει την τυχαία εμφάνισή τους[21]. Η κατάφαση της συνδρομής του στοιχείου αυτού πρέπει να εδράζεται προεχόντως σε στοιχεία αντικειμενικά, όπως π.χ. η επανειλημμένη τέλεση εγκλημάτων κατά των ίδιων στόχων κατά μη τυχαίο τρόπο, και παράλληλα να φανερώνεται και μια υποκειμενική στάση απέναντι στο έγκλημα. Ως προς αυτά του τα χαρακτηριστικά το στοιχείο της συστηματικότητας ομοιάζει προς την “κατ’ επάγγελμα” ή την “κατά συνήθεια” τέλεση του εσωτερικού δικαίου, έννοιες οι οποίες αποδίδουν μιαν αντικειμενική συμπεριφορά που διέπεται από συγκεκριμένα υποκειμενικά-ενδιάθετα στοιχεία του δράστη. Η διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται εις το ότι η κατ’ επάγγελμα/κατά συνήθεια τέλεση πρέπει να αποδεικνύεται για κάθε δράστη και πρέπει να συντρέχει για πράξη, ενώ η συστηματικότητα προσδιορίζει την επίθεση ως σύνολο και όχι κάθε μερικότερη πράξη αυτής[22]. Το ενδιάθετο στοιχείο της συστηματικότητας θα πρέπει να συντρέχει, σε κάθε περίπτωση, στο πρόσωπο των δραστών που διαδραματίζουν τον κατ’ εξοχήν οργανωτικό ρόλο της επίθεσης, εκείνων δηλαδή που την ενορχηστρώνουν, ακόμη κι αν αυτοί ενεργούν μόνο ως ηθικοί αυτουργοί, ενώ οι δράστες των επί μέρους εγκληματικών πράξεων είναι δυνατόν να δρουν κατά τρόπο ελάχιστα ή καθόλου συστηματικό, υπό την προϋπόθεση, βέβαια ότι η πράξη τους εντάσσεται σε μια συστηματική, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, επίθεση.
Το εδώ εξεταζόμενο στοιχείο της συστηματικότητας φαίνεται να ομοιάζει προς εκείνο της εξυπηρέτησης της πολιτικής ενός κράτους ή μιας οργάνωσης, ωστόσο τα δύο στοιχεία δεν ταυτίζονται, ούτε βέβαια η συνδρομή της μιας προϋπόθεσης θα συνιστά αναγκαστικά εν ταυτώ και ταυτόχρονη πλήρωση της άλλης. Έτσι, η διαπίστωση ότι ένα κράτος ασκεί πολιτική διακρίσεων έναντι ορισμένης μειονότητας δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι κάθε (ανοργάνωτη) επίθεση εναντίον αυτής της μειονότητας θα πληροί και την προϋπόθεση της συστηματικότητας ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας[23].
Τέλος, όπως επισημαίνεται σχετικώς, εφόσον καταφαθεί το πρώτον η ευρύτητα ή συστηματικότητα της επίθεσης εναντίον αμάχου πληθυσμού σε ορισμένο τόπο και χρόνο, η διάπραξη οποιασδήποτε από τις πράξεις των περιπτώσεων α-κ του άρθρου 7 θα πραγματώνει τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας. Αν όμως δεν συντρέχει το στοιχείο της ευρείας ή συστηματικής επίθεσης δεν μπορεί καν να γίνει λόγος για απόπειρα τέλεσης του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας. Τέτοια απόπειρα δεν είναι νοητή καθότι η επίθεση δεν έχει κάποιο δικό της αποτέλεσμα (με την τεχνική έννοια του όρου), παρά επιτείνει το άδικο των επιμέρους πράξεων των περιπτώσεων α-κ του άρθρου 7[24].
Β.2.1.2 Η διεξαγωγή της επίθεσης κατ’ εφαρμογή ή προς εξυπηρέτηση της πολιτικής κράτους ή οργάνωσης
Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή του παρόντος κεφαλαίου, ένα από τα συμπροσδιοριστικά στοιχεία της επίθεσης που συνθέτουν τον γενικό τύπο-πλαίσιο του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας είναι η διεξαγωγή της επίθεσης κατ’ εφαρμογή ή προς εξυπηρέτηση της πολιτικής ενός κράτους ή μιας οργάνωσης που στοχεύει στη διάπραξη τέτοιας επίθεσης. Το στοιχείο της εφαρμογής ή εξύπηρέτησης μιας πολιτικής, πέρα από το ρόλο του ως μέρους της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, είναι ιδιαίτερα σημαντικό και για τον προσδιορισμό του υποκειμένου τέλεσης του εν θέματι εγκλήματος, αλλά και για τη διάκρισή του από άλλα συγγενή διεθνή εγκλήματα (π.χ. εγκλήματα πολέμου, γενοκτονία) ως καθοριστικός παράγοντας υπαγωγής μια συμπεριφοράς στον γενικό τύπο του άρθρου 7 παρ. 1 και παράλληλα θα λειτουργεί εν πολλοίς ως το αποφασιστικό κριτήριο διάκρισης ανάμεσα στο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και σε εγκλήματα του εσωτερικού ποινικού δικαίου των κρατών που έχουν κυρώσει το Καταστατικό του ΔΠΔ[25]. Υποστηρίζεται μάλιστα πως αυτό το πολιτικό στοιχείο του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, είναι το κατ’ εξοχήν στοιχείο απαξίας στο εν θέματι έγκλημα, υπό την έννοια ότι η απαξιολογούμενη συμπεριφορά έγκειται κυρίως στην κατάχρηση της θέσης κυριαρχίας που βρίσκονται οι δράστες (κράτη και άλλες οργανώσεις) έναντι των αμάχων θυμάτων τους[26].
Σύμφωνα με τα Στοιχεία Εγκλημάτων, ως πολιτική διάπραξης επίθεσης, κατά την έννοια του άρθρου 7, θα πρέπει κατ’ αρχήν να νοηθεί κάποια διεργασία στο πλαίσιο της οποία ένα κράτος ενεργητικά προωθεί ή ενθαρρύνει επίθεση εναντίον αμάχου πληθυσμού[27]. Φυσικά, η πολιτική ενός κράτους ή οργάνωσης εκπορεύεται, εξωτερικεύεται και ασκείται τουλάχιστον στο επίπεδο του σχεδιασμού, αν όχι και της εκτέλεσης, από τα όργανα του κράτους ή της οργάνωσης. Η παρατήρηση αυτή είναι κρίσιμη διότι σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάφαση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας ο σύνδεσμος (nexus) ανάμεσα στις εκάστοτε εγκληματικές πράξεις και τις κρατικές ή οργανωσιακές δομές[28]. Βέβαια, ποινική ευθύνη δεν μπορεί να καταλογιστεί, τουλάχιστον υπό το σύστημα του Καταστατικού του ΔΠΔ, κατά κρατών και οργανώσεων (και νομικών προσώπων εν γένει), αλλά μόνο κατά φυσικών προσώπων[29].
Β.2.1.3 Το κράτος ως φορέας της πολιτικής
α. Τα de jure κρατικά όργανα
Βάσει των ανωτέρω, τα πρόσωπα που προβαίνουν στην ενεργητική προώθηση ή ενθάρρυνση της επίθεσης κατά αμάχου πληθυσμού, τουτέστιν οι ενορχηστρωτές της επίθεσης θα πρέπει να είναι πρωτίστως πρόσωπα που συνδέονται με οργανική (de jure) σχέση με ορισμένο κράτος, πρόσωπα δηλαδή που έχουν δεδομένη σύνδεση με τις κρατικές δομές και εκφράζουν αυθεντικά την κρατική πολιτική, ανεξάρτητα αν αυτή βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα ή αν τα όργανα αυτά απολαύουν δημοκρατικής νομιμοποίησης και ασχέτως από το εάν τα όργανα αυτά ανήκουν στην κεντρική διοίκηση ή πρόκειται για περιφερειακές ή τοπικές αρχές. Με βάση την αρχή της αδιαίρετης υπόστασης του κράτους που γίνεται εθιμικά δεκτή στο διεθνές δίκαιο, τα ανωτέρω όργανα είναι δυνατόν να υπάγονται είτε στην εκτελεστική είτε στη νομοθετική είτε και στη δικαστική εξουσία[30].
Η de jure οργανική σχέση ενός προσώπου προς ορισμένο κράτος θα κρίνεται κατ’ αρχήν με βάση το εσωτερικό δίκαιο του εκάστοτε κράτους, το οποίο ορίζει ποιά πρόσωπα το εκπροσωπούν. Ως de jure όργανα μπορούν να λογισθούν και πρόσωπα που αποτελούν μη μόνιμα όργανα του κράτους, αρκεί η ανάθεση σε αυτά των καθηκόντων τους να γίνεται με επίσημο τρόπο[31]. Σε κάθε περίπτωση, οι δράστες θα πρέπει να ασκούν κάποιας μορφής δημόσια εξουσία, και να μετέρχονται μέσων που τους παρέχει το κράτος (ή κάποια οιονεί κρατική οντότητα), δίνοντας την εντύπωση ότι ενεργούν ως αυθεντικοί εκπρόσωποί του.
Ως προς τα πρόσωπα από τα οποία εκπορεύεται η υπερκείμενη πολιτική σε εφαρμογή της οποίας τελούνται οι επιμέρους πράξεις, αξιούται η ύπαρξη ενός ελάχιστου βαθμού δημόσιας εξουσίας, τουτέστιν η κατοχή μιας θέσης στην κρατική ιεραρχία αρκετά υψηλής ώστε να προσδίδει στον κάτοχό της πραγματική δυνατότητα κατάστρωσης της πολιτικής σε εφαρμογή ή προς εξυπηρέτηση της οποίας τελούνται οι επί μέρους πράξεις[32]. Το ποιά όργανα θα έχουν τέτοια εξουσία χάραξης πολιτικής εξαρτάται από το εσωτερικό δίκαιο του εκάστοτε κράτους, και ενδεχομένως και από την εν τοις πράγμασιν κατανομή αρμοδιοτήτων. Υπ’ αυτό το πρίσμα μπορεί να νοηθεί κατάστρωση πολιτικής (με την ευρεία έννοια του όρου), η οποία βαίνει στην τέλεση των επί μέρους πράξεων του άρθρου 7 παρ. 1 μόνο από στρατιωτικούς (ενός ορισμένου βαθμού) χωρίς τη συμμετοχή πολιτικών προσώπων, οι οποίοι είναι οι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι για τη χάραξη της εν στενή εννοία πολιτικής σε ένα κράτος. Αντίθετα τα πρόσωπα που τελούν τις επί μέρους εγκληματικές πράξεις των περιπτώσεων α-κ του άρθρου 7 παρ. 1 (ανθρωποκτονίες, βιασμοί κ.τ.λ.) μπορεί να είναι οποιοσδήποτε ασκεί κάποιας μορφής δημόσια εξουσία και, κατ’ εξοχήν τα κατώτερα όργανα της κρατικής δομής, π.χ. απλοί οπλίτες.
Η πλήρωση του γενικού τύπου του άρθρου 7 παρ. 1 είναι δυνατή ακόμη και όταν το κρατικό όργανο ενεργεί καθ’ υπέρβαση της αρμοδιότητάς του ή κατά παράβαση των εντολών των ανωτέρων του (ultra vires). Η παραδοχή αυτή γίνεται σε συμμόρφωση προς τον γενικό εθιμικό κανόνα του διεθνούς δικαίου ότι τα κράτη κατ’ αρχήν ευθύνονται και για τις πράξεις των οργάνων τους, όταν αυτά ενεργούν ultra vires, εφόσον οι πράξεις αυτές τελέσθηκαν κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας[33]. Απόρροια του κανονα αυτού είναι η επαγωγή τεκμηρίου ευθύνης εις βάρος του κράτους για τις πράξεις των φυσικών προσώπων που αποτελούν de jure όργανά του, το δε τεκμήριο αυτό υποχωρεί μόνο στην περίπτωση που το φυσικό πρόσωπο ενεργεί όχι ως κρατικό όργανο αλλά ως απλός ιδιώτης, όπως στην περίπτωση της διάπραξης εγκληματικών πράξεων κατά το χρονικό διάστημα της άδειας από την υπηρεσία[34]. Ως εκ τούτου, εφόσον αποδεικνύεται η ύπαρξη κεντρικής πολιτικής προσβολής αμάχου πληθυσμού, δεν έχει σημασία αν οι επιμέρους εγκληματικές πράξεις στα πλαίσια εφαρμογής της πολιτικής αυτής διαπράττονται ultra vires. Έτσι, θα ευθύνονται εξίσου ως αυτουργοί εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας τόσο ο στρατιώτης που έλαβε εντολή να εκτελέσει μια από τις πράξεις της παρ. 1 όσο και εκείνος που προέβη σε τέτοια πράξη κατά παράβαση των εντολών που έλαβε, εφ’ όσον βέβαια τελούσε εν γνώσει της επίθεσης.
β. Τα de facto κρατικά όργανα
Σε ορισμένες περιπτώσεις η κρατική πολιτική ενδέχεται να πραγματώνεται από πρόσωπα που βρίσκονται εκτός του επίσημου κρατικού μηχανισμού, αλλά ασκούν εν τοις πράγμασιν δημόσια εξουσία. Οι πράξεις των προσώπων αυτών, εφόσον λειτουργούν ως de facto κρατικά όργανα και υπό τη διεύθυνση, τον έλεγχο ή τις οδηγίες ενός κράτους (λειτουργική σχέση), δύνανται να θεμελιώσουν το έγκλημα του άρθρου 7 ΚΔΠΔ. Παράδειγμα ενός τέτοιου de facto οργάνου αποτελεί ένα μισθοφορικό σώμα το οποίο μισθώνεται από ένα κράτος για να εκτελέσει (συνήθως συγκεκαλυμμένα) την πολιτική του τελευταίου εναντίον αμάχου πληθυσμού[35].
Η ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει η περίπτωση των de facto οργάνων έγκειται εις το ότι τα πρόσωπα που απαρτίζουν τα όργανα αυτά θα πρέπει οπωσδήποτε, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η τέλεση εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, να έχουν κατευθυνθεί από το κράτος για λογαριασμό του οποίου ενεργούν στη διάπραξη συγκεκριμένων πράξεων του άρθρου 7 παρ. 1, θα πρέπει, με άλλα λόγια, να έχουν λάβει εντoλή από τα de jure όργανα του κράτους να διαπράξουν συγκεκριμένες από τις επί μέρους εγκληματικές πράξεις του άρθρου 7 παρ. 1. Ως εκ τούτου δεν υφίσταται περιθώριο για θεμελίωση του αναγκαίου συνδέσμου μεταξύ της άσκησης κρατικής πολιτικής και προσβολής του αμάχου πληθυσμού, όταν τα όργανα αυτά ενεργούν ultra vires, όπως συμβαίνει με τα de jure κρατικά όργανα[36].
γ. Άσκηση πολιτικής δια παραλείψεως με την ανοχή πράξεων ιδιωτών
Ένα επόμενο ερώτημα που τίθεται σχετικά με την άσκηση πολιτικής εκ μέρους των κρατικών οργάνων είναι το αν νοείται άσκηση πολιτικής παθητικά δηλαδή όχι με πράξη αλλά με παράλειψη και συγκεκριμένα με παράλειψη των κρατικών οργάνων να καταστείλουν την τέλεση επιμέρους εγκληματικών πράξεων από πρόσωπα τα οποία δεν ελέγχουν de jure ή de facto.
Η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα είναι καταφατική: Όπως επεξηγείται στα Στοιχεία Εγκλημάτων (στην υποσημείωση υπ’ αρ. 6 του άρθρου 7 στοιχείο 3, εδάφιο β), “μια πολιτική στο πλαίσιο της οποίας άμαχος πληθυσμός καθίσταται αντικείμενο της επίθεσης θα έπρεπε να εφαρμόζεται με θετική δράση κράτους ή οργάνωσης. Μια τέτοια πολιτική θα μπορούσε ωστόσο, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, να εφαρμοστεί μέσω της εσκεμμένης παράλειψης να ληφθεί δράση, η οποία συνειδητά κατευθύνεται προς την ενθάρρυνση της επίθεσης. Η ύπαρξη τέτοιου είδους πολιτικής δεν μπορεί όμως να συναχθεί αποκλειστικά από την απουσία δράσης του κράτους ή της οργάνωσης”[37].
Για να θεωρηθεί ότι συντρέχει δια παραλείψεως άσκηση πολιτικής κατά αμάχου πληθυσμού εκ μέρους του κρατικού μηχανισμού πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις[38]:
α. Η ύπαρξη νομικής υποχρέωσης του κρατικού οργάνου να παρέμβει για να αποτρέψει τις τελούμενες πράξεις, η οποία μπορεί να πηγάζει είτε από διατάξεις του διεθνούς δικαίου π.χ. το άρθρο 86 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου στις Συμβάσεις της Γενεύης είτε από το εσωτερικό δίκαιο, το οποίο κατά κανόνα θα θεσπίζει υποχρέωση επεμβάσεως για τον στρατό και τα όργανα επιβολής και αποκατάστασης της τάξεως.
β. Η απόδειξη της δυνατότητας αντίδρασης εκ μέρους του κρατικού μηχανισμού, η οποία κατά τεκμήριο και κατά κανόνα θα υφίσταται στις περισσότερες περιπτώσεις, με εξαίρεση εκείνες που λόγω εξαιρετικών συνθηκών, έκτασης και σφοδρότητας δεν είναι δυνατή η καταστολή των ταραχών.
γ. Η γνώση των κρατικών οργάνων ότι διεξάγεται επίθεση από πολίτες έναντι αμάχων, ως απαραίτητο στοιχείο για τη θεμελίωση του nexus.
δ. Συνδρομή του κριτηρίου της ευρύτητας ή συστηματικότητας της επίθεσης. Εν προκειμένω πρέπει να διακρίνουμε δύο περιπτώσεις: Στην περίπτωση που οι ενέργειες των απλών πολιτών εντάσσονται στο πλαίσιο (ευρείας ή συστηματικής) επίθεσης που έχει ήδη εξαπολυθεί από το κράτος κατά αμάχου πληθυσμού, δεν απαιτείται οι πράξεις των πολιτών να πληρούν καθαυτές το κριτήριο της ευρύτητας ή συστηματικότητας, θα πρέπει όμως να τελούν σε χρονική, τοπική και λειτουργική συνάφεια με την ευρεία ή συστηματική επίθεση του κράτους. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν βρίσκεται σε εξέλιξη άλλη επίθεση πέραν από τις πράξεις των ιδιωτών, οι τελευταίες θα πρέπει να πληρούν από μόνες του το κριτήριο της ευρύτητας ή συστηματικότητας.
ε. Τέλος, ο φυσικός αυτουργός πρεπει να τελεί σε γνώση της εν γένει επίθεσης και σε γνώση της ανοχής του κράτους απέναντι σε αυτήν (διπλός δόλος)
Β.2.1.4 Η οργάνωση ως φορέας της πολιτικής
α. Οι διεθνεις οργανισμοί
Στην έννοια της οργάνωσης ως φορέως της πολιτικής υπάγονται κατ’ εξοχήν οι διεθνείς οργανισμοί και πρωτίστως εκείνοι που αναλαμβάνουν στρατιωτική δράση. Οι προϋποθέσεις για να μπορεί να θεμελιωθεί η δυνατότητα πλήρωσης του γενικού τύπου του άρθρου 7 παρ. 1 από εκπροσώπους ενός τέτοιου οργανισμού είναι οι εξής:
α. Ο οργανισμός θα πρέπει οπωσδήποτε να διαθέτει, αυτονομία έναντι των κρατών μελών του, η οποία, σε κάθε περίπτωση θα εκφράζεται με δική του νομική προσωπικότητα ξεχωριστή από εκείνην των κρατών μελών του[39]. Αν ο οργανισμός δεν έχει δική του χωριστή νομική προσωπικότητα, οι πράξεις ή παραλείψεις των εκπροσώπων του θα βαρύνουν τα κράτη-μέλη του οργανισμού, κι ως εκ τούτου θα πρέπει να ερευνηθεί αν οι πράξεις αυτές τελέστηκαν σε εφαρμογή ή προς εξυπηρέτηση της πολιτικής κάποιου από τα κράτη[40].
β. Οι στρατιωτικές δράσεις του οργανισμού θα πρέπει να αναλαμβάνονται δυνάμει πολιτικής που εκπονούν τα αυτόνομα όργανά του (ασχέτως αν πρόκειται για αμυντικές ή επιθετικές επιχειρήσεις ή για ειρηνευτικές αποστολές) και, επιπλέον, τα στρατεύματα (ή άλλα σώματα) θα πρέπει να ελέγχονται απευθείας από τον οργανισμό, (δηλαδή από εκπροσώπους του, οι οποίοι έχουν οργανική ή έστω λειτουργική σχέση με τον οργανισμό) κι όχι από τα κράτη μέλη που τον συγκροτούν[41].
γ. Οι πράξεις των εκπροσώπων του οργανισμού θα πρέπει να αποτελούν μέρη μιας ευρείας ή συστηματικής επίθεσης κατά αμάχου πληθυσμού κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ. 1 κι όχι τυχαίες/ ευκαιριακές εγκληματικές πράξεις ασύνδετες μεταξύ τους και με πλαίσιο της επίθεσης[42].
β. Οι διεθνείς εταιρείες
Στην έννοια της οργάνωσης ως φορέως πολιτικής προσβολής αμάχου πληθυσμού κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ. 1 δύνανται να υπαχθούν και διεθνείς εταιρείας. Οι προϋποθέσεις αυτής της υπαγωγής είναι[43]:
α. Η εταιρεία, λόγω του μεγέθους της, να έχει καταστεί υποκείμενο του διεθνούς δικαίου, να διαθέτει δηλαδή διεθνή νομική προσωπικότητα, σύμφωνα με τα ισχύοντα διεθνή κριτήρια του συμβατικού ή του εθιμικού διεθνούς διεθνούς δικαίου. Τέτοιες εταιρείες αποτελούν και τη μοναδική περίπτωση εταιρειών έναντι των οποίων γίνεται δεκτή η τριτενέργεια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο, γι’ αυτό και λογίζονται ως “οιονεί κρατικές οντότητες”, πράγμα που δικαιολογείται ιδίως σε καταστάσεις όπως η άσκηση ελέγχου σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.
β. Η πολιτική πρέπει να εκπονείται και να εκτελείται από την ίδια την εταιρεία, η οποία δρα ανεξάρτητα από κρατικό έλεγχο.
γ. Να υπάρχει οργανική ή λειτουργική σχέση (nexus) μεταξύ της εταιρείας και των εκπροσώπων που πραγματώνουν την πολιτική της εταιρείας.
Β.2.1.5 Το αντικείμενο της επίθεσης: Ο άμαχος πληθυσμός
Η επίθεση με τα χαρακτηριστικά που αναλύθηκαν ανωτέρω πρέπει να “κατευθύνεται κατά οποιουδήποτε αμάχου πληθυσμού”. Στη φράση αυτή προσδιορίζεται το κατ’ εξοχήν αντικείμενο της επίθεσης, άρα και του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, δηλαδή ο άμαχος πληθυσμός. Στις ενότητες που ακολουθούν αναλύονται κυρίως ειπείν οι δύο συνιστώσες του όρου άμαχος πληθυσμός, επιχειρείται δε -για την πληρότητα της αναλύσεως- και η προσέγγιση του περιεχομένου και των υπολοίπων όρων της ανωτέρω φράσης στο βαθμό που συγκαθορίζουν άμεσα ή έμμεσα το αντικείμενο του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας.
α. Η ερμηνεία του όρου πληθυσμός
Ως πληθυσμός κατά την έννοια του άρθρου 7 ΚΔΠΔ νοείται ένας ικανός αριθμός ατόμων τα οποία γίνονται στόχος ως σύνολο (όχι μεμονωμένα). Η χρήση του όρου πληθυσμός ως δηλωτικού του αντικειμένου της επίθεσης θέτει συγχρόνως ένα ελάχιστο επίπεδο έκτασης ή σοβαρότητος της επίθεσης οριοθετώντας έτσι το εύρος του αξιοποίνου σε λογικά πλαίσια με το να αποκλείει από αυτό ατομικές ή σποραδικές προσβολές αμάχων. Όπως, βέβαια αναφέρθηκε και ανωτέρω, κατά την ανάλυση του όρου “ευρεία” (που χαρακτηρίζει την επίθεση), δεν τίθεται κάποιος ελάχιστος αριθμός θυμάτων (ή έστω στόχων) της επίθεσης του άρθρου 7. Τα άτομα αυτά διακρίνονται από ορισμένες μόνιμες ιδιότητες, όπως η εθνικότητα ή/και η θρησκεία κ.τ.λ. που τα συνδέουν μεταξύ τους και εμφανίζονται στον εξωτερικό κόσμο ως ενιαίο σύνολο, πράγμα που αποδεικνύεται μέσω της συγκέντρωσής τους σε ορισμένο γεωγραφικό τόπο είτε μέσω άλλων συνδετικών στοιχείων, τα οποία δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό των ατόμων αυτών ως κοινότητας, όπως λ.χ. το να αυτοπροσδιορίζονται τα άτομα ως μέλη μιας ενιαίας κοινότητας[44]. Ο πληθυσμός αποτελεί τον στόχο της επίθεσης ως ενός νοητού συνόλου εγκληματικών πράξεων και όχι κατ’ ανάγκην κάθε επιμέρους πράξης που τη συγκροτεί. Επομένως, μια πράξη που εμπίπτει σε κάποια από τις περιπτώσεις α-κ του άρθρου 7 θα πραγματώνει τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, ακόμη κι αν τελείται εναντίον ενός μόνο αμάχου εφόσον, βέβαια η πράξη αυτή εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο μιας επίθεσης που στρέφεται εναντίον αμάχου πληθυσμού[45].
β.1 Ερμηνεία του όρου άμαχος
Για τον όρο “άμαχος”, ο οποίος αποδίδει τον όρο civilian [ενν. population] του αγγλικού κειμένου και τίθεται ως επιθετικός προσδιορισμός του πληθυσμού που αποτελεί αντικείμενο της επίθεσης ούτε το Καταστατικό του ΔΠΔ, ούτε τα Στοιχεία Εγκλημάτων διαλαμβάνουν σαφή και ικανοποιητικό ορισμό και τούτο παρά τη σημασία που έχει ο όρος αυτός για την κατάφαση του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας και παρά το το γεγονός ότι άλλα διεθνή κείμενα έχουν -για τους δικούς τους κανονιστικούς σκοπούς- προβεί στο ορισμό της εν λόγω έννοιας με μεγαλύτερη ή μικρότερη σαφήνεια.
Στον πυρήνα της έννοιας άμαχος θα βρίσκεται φυσικά κάθε απλός και άοπλος πολίτης, ελλείψει όμως ενός πλήρους και σαφούς ορισμού στο Καταστατικό ο κανόνας της παραγράφου 1 του άρθρου παρίσταται λευκός ως προς το συγκεκριμένο στοιχείο, επομένως θα πρέπει να ερμηνευθεί με προσφυγή σε εξωκαταστατικές πηγές δικαίου, όπου ο όρος άμαχος έχει οριστεί με κάποιον βαθμό σαφήνειας, όπως είναι οι σχετικές διατάξεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και ειδικότερα του δικαίου της συμβάσεων της Γενεύης[46], καθώς και το εθιμικό διεθνές δίκαιο, το οποίο, άλλωστε, απηχείται εν πολλοίς στις διατάξεις του συμβατικού δικαίου της Γενεύης[47].
Ένα βασικό μεθοδολογικό ζήτημα που αναφύεται ως προς το επιτρεπτό της προσφυγής σε πηγές εκτός του καταστατικού για τη συμπλήρωση του ποινικού κανόνα και ιδίως ως προς το διεθνές αφορά ενδεχόμενη παραβίασης της αρχής της νομιμότητας. Εν προκειμένω πρέπει να επισημανθεί το εξής: Κατά τη γραμματική/ετυμολογική του ερμηνεία, ο όρος άμαχος (α στερητικό + μάχομαι), παραπέμπει σε οποιοδήποτε πρόσωπο δεν λαμβάνει ενεργά μέρος στις εχθροπραξίες κατά το χρόνο της επίθεσης. Μια τέτοια ερμηνεία μεν κείται εντός του γράμματος του άρθρου 7 παρ.1, προσδίδει όμως εξαιρετικά μεγάλο εύρος στο αξιόποινο, καθώς καταλήγει να συμπεριλάβει στην έννοια του άμαχου όχι μόνο τους απλούς άοπλους πολίτες, αλλά ακόμη και πρόσωπα που έχουν τεθεί εκτός μάχης π.χ. λόγω τραυματισμού ή αιχμαλωσίας και ειναι γνωστά με τον διεθνή όρο hors de combat, ή πρόσωπα που ενεργούν ως όργανα τήρησης της τάξης και κατά κανόνα είναι ένοπλα (π.χ. αστυνομικοί κλπ) και που εν καιρώ πολέμου ενδέχεται να αναλαμβάνουν στρατιωτικά ή οιονεί στρατιωτικά καθήκοντα ή πρόσωπα τα οποία προορίζονται ex officio για συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις, όπως τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων εν καιρώ ειρήνης[48]. Η προσφυγή λοιπόν στο έθιμο για τη συμπλήρωση του ποινικού κανόνα δεν θα παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας, εφόσον καταλήγει σε έναν ορισμό ο οποίος περιστέλλει το αξιόποινο, δίδοντας στην έννοια του άμαχου μιαν άλλη στενότερη -πλην εντός του γράμματος του νόμου- ερμηνεία[49].
Θα πρέπει, τέλος, να γίνουν δύο επισημάνσεις: Πρώτον ότι οι ανωτέρω πηγές δικαίου (σύμβαση της Γενεύης και έθιμο) προσδιορίζουν το περιεχόμενο της έννοιας άμαχος, μόνο για τους σκοπούς ρύθμισης των ενόπλων συγκρούσεων (διεθνών ή μη), επομένως δεν μπορούμε άμεσα να αντλήσουμε εξ αυτών ορισμό για τους σκοπούς ρύθμισης που αφορά σε περίοδο ειρήνης και δεύτερον, ότι στο δίκαιο της Γενεύης και το εθιμικό δίκαιο η έννοια του άμαχου ορίζεται με διαφορετικό τρόπο αναλόγως αν πρόκειται για διεθνή ένοπλη σύγκρουση ή για μη διεθνή ένοπλη σύγκρουση. Δεδομένου ότι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας μπορεί να τελεστεί είτε σε καιρό ειρήνης είτε σε καιρό πολέμου, τα πιθανά περιβάλλοντα τέλεσής του είναι τρία: α) διεθνής ένοπλη σύγκρουση, β) μη διεθνής ένοπλη σύγκρουση και γ) περίοδος ειρήνης, Στις ενότητες που ακολουθούν επιχειρείται η εξεύρεση κατάλληλου ορισμού της έννοιας άμαχος (εν αναφορά πάντα προς συγκεκριμένο πληθυσμό) για κάθε μία από τις πιθανές αυτές κατάστάσεις τέλεσης εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας.
β.1.1. Η έννοια του άμαχου στις διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις:
Η έννοια του άμαχου πληθυσμού για το σκοπό ρύθμισης των διεθνών ενόπλων συγκρούσεων ορίζεται στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο στις Συμβάσεις της Γενεύης, σε συνδυασμό με τις σχετικές διατάξεις των Συμβάσεων της Γενεύης (ιδίως της τρίτης και της τέταρτης). Συνοπτικά πάντως μπορούμε να πούμε ότι ως άμαχος πληθυσμός, νοείται εκείνος που σε κάθε περίπτωση δεν περιλαμβάνεται στις ειδικές προστατευτικές διατάξεις που ισχύουν για τα μέλη ένοπλης δύναμης που μετέχει σε εχθροπραξίες[50]. Μια προσέγγιση λοιπόν της έννοιας του άμαχου πληθυσμού εις ό,τι αφορά τις διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις μπορεί να γίνει με συνδυασμό πλειόνων διατάξεων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίω ως εξής:
Στο άρθρο 50 παρ. 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου ορίζεται ότι “ο άμαχος πληθυσμός περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα που είναι ιδιώτες” [The civilian population comprises all persons who are civilians.], στη δε αμέσως προηγούμενη παράγραφο (παρ. 1) ορίζεται ότι “ως ιδιώτης νοείται κάθε πρόσωπο που δεν ανήκει σε μία από τις κατηγορίες των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 4Α (1)[51], (2)[52], (3)[53] και (6)[54] της Τρίτης Σύμβασης και στο άρθρο 43 του παρόντος Πρωτοκόλλου[55]. Σε περίπτωση που προκύψει αμφιβολία για το αν ένα άτομο είναι ιδιώτης, το πρόσωπο αυτό θεωρείται ότι είναι ιδιώτης”[56]. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι ο ορισμός της έννοιας του άμαχου δίδεται μόνον κατά τρόπο αρνητικό (δηλαδή με προσδιορισμό των προσώπων που αποκλείονται από αυτήν), ωστόσο η συνειδητή παράλειψη των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 4Α από την ανωτέρω διάταξη άγει εξ αντιδιαστολής στο συμπέρασμα ότι θεωρούνται άμαχοι τα πρόσωπα που αναφέρονται στις διατάξεις αυτές[57].
Στην παράγραφο 4 του ανωτέρω άρθρου περιλαμβάνονται πρόσωπα τα οποία ακολουθούν τις ένοπλες δυνάμεις χωρίς να εντάσσονται οργανικά ή λειτουργικά σε αυτές όπως “[…] πολιτικά μέλη πληρωμάτων στρατιωτικών αεροπλάνων, πολεμικοί ανταποκριταί, προμηθευταί, μέλη μονάδων εργασίας ή υπηρεσιών ψυχαγωγίας του στρατού, υπό τον όρον να έχουν λάβει την άδειαν των στρατιωτικών δυνάμεων ας συνοδεύουν’’. Στα δε πρόσωπα της παραγράφου 5 περιλαμβάνονται “Τα μέλη των πληρωμάτων του εμπορικού ναυτικού, περιλαμβανομένων των πλοιάρχων, πιλότων και μαθητευομένων, και τα πληρώματα της πολιτικής αεροπορίας των εν συρράξει Μερών, εφ’ όσον δεν απολαμβάνουν ευνοϊκωτέρας μεταχειρίσεως δυνάμει άλλων διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου”. Τέλος, άλλες επιμέρους διατάξεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου για τις διεθνείς συγκρούσεις επιφυλάσσουν ειδική μεταχείριση σε ορισμένες κατηγορίες προσώπων όπως τα, μέλη της πολιτικής άμυνας (άρθρα 61-67 του Πρώτου ΠΠ), πρόσωπα που χρήζουν ιατρικής βοήθειας (άρθρα 21-23 της Σύμβασης IV), οι γυναίκες (άρθρα 14 επ., 27 και 91 της Σύμβασης IV), οι έγκυοι (άρ. 76 παρ. 2 του Πρώτου ΠΠ)
Στην προσέγγιση από άλλη σκοπιά της έννοιας άμαχος πληθυσμός συμβάλλει και το άρθρο 4 της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης που εισάγει προστατευτικές διατάξεις για τα πρόσωπα που ορίζονται ως “πολίτες” [civilians] σε περίοδο διεθνούς σύγκρουσης. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 δυνάμει της εν λόγω σύμβασης τυγχάνουν προστασίας τα πρόσωπα εκείνα τα οποία εις οιανδήποτε στιγμήν και καθ’ οιονδήποτε τρόπον ευρίσκονται, εν περιπτώσει συρράξεως ή κατοχής, υπό την εξουσίαν Μέρους μετέχοντος της συρράξεως ή Δυνάμεως Κατοχής της οποίας δεν τυγχάνουν πολίται. Από το πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω σύμβασης ρητώς εξαιρούνται:
- Πολίται κράτους μη δεσμευμένου υπό της Συμβάσεως δεν προστατεύονται υπ’ αυτής. Πολίται ουδετέρου Κράτους ευρισκόμενοι εις το έδαφος εμπολέμου κράτους και πολίται συνεμπολέμου κράτους […] όσω το Κράτος του οποίου τυγχάνουν πολίται έχει κανονικήν διπλωματικήν εκπροσώπησιν παρά τω κράτει εις την εξουσίαν του οποίου ευρίσκονται. […]
- Πρόσωπα προστατευόμενα υπό της Συμβάσεως της Γενεύης περί βελτιώσεως της τύχης των τραυματιών και ασθενών των εν εκστρατεία ενόπλων δυνάμεων, της 12 Αυγ. 1949, ή υπό της Συμβάσεως της Γενεύης περί βελτιώσεως της τύχης των τραυματιών, ασθενών και ναυαγών των εν θαλάσση ενόπλων δυνάμεων της 12 Αυγ. 1949, ή υπό της Συμβάσεως της Γενεύης περί Μεταχειρίσεως Αιχμαλώτων Πολέμου της 12 Αυγ. 1949 […]
Κοινή συνισταμένη όλων των παραπάνω διατάξεων είναι ότι ως άμαχος πληθυσμός νοείται εκείνος που σε κάθε περίπτωση εκφεύγει των ειδικών διατάξεων οι οποίες έχουν τεθεί για την προστασία των μελών ένοπλης δύναμης που μετέχει στις εχθροπραξίες[58]. Από άλλες διατάξεις και συγκεκριμένα από το 59 του Πρώτου ΠΠ, που απαγορεύει στα εμπόλεμα Μέρη να επιτεθούν με οποιοδήποτε μέσο κατά ανυπεράσπιστων τοποθεσιών, μπορούμε να καταλήξουμε σε μια λειτουργική προσέγγιση του όρου άμαχος πληθυσμός . Σύμφωνα με την παράγραφο 2 για να χαρακτηριστεί ένας τόπος ως ανυπεράσπιστος θα πρέπει κατ’ αρχάς να έχει γίνει εκκένωση όλων των μαχίμων καθώς και του κινητού οπλισμού και του κινητού στρατιωτικού εξοπλισμού (παρ.2 περ. α) και σε ένα άλλο επίπεδο να μην γίνεται εχθρική χρήση σταθερών στρατιωτικών εγκαταστάσεων, να μην διαπράττονται εχθρικές ενέργειες από τις αρχές ή από τον πληθυσμό και να μην αναλαμβάνονται δραστηριότητες υποστηρικτικές και των στρατιωτικών επιχειρήσεων (παρ. 2 περ. β-δ.) Σύμφωνα δε με την παράγραφο 3 “Η παρουσία στην τοποθεσία αυτή προσώπων ειδικά προστατευομένων, σύμφωνα με τις Συμβάσεις και το παρόν Πρωτόκολλο, καθώς και αστυνομικών δυνάμεων που διατηρούνται με αποκλειστικό σκοπό την τήρηση του νόμου και της τάξεως, δεν αντίκειται στους όρους που διατυπώνονται στην παράγραφο 2”. Έτσι λοιπόν, φαίνεται να αναγνωρίζεται η ιδιότητα του άμαχου όχι μόνο σε όσους είναι εξ ορισμού άμαχοι όπως οι άοπλοι, αλλά γενικώς σε όποιον λειτουργικώς δεν προώρισται να συμμετάσχει σε εχθροπραξίες, υπό την προϋπόθεση ότι και de facto δεν συμμετέχει σε εχθροπραξίες[59].
β.1.2 .Η έννοια του άμαχου στις μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις:
Η έννοια του άμαχου στις μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις συνάγεται -μάλλον κατά τρόπο όχι ικανοποιητικό- από διατάξεις όπως:
- το Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο στις Συμβάσεις της Γενεύης (ΠΠ ΙΙ),
- το άρθρο 3 των Συμβάσεων της Γενεύης που είναι κοινό και στις τέσσερεις εξ αυτών,
- το άρθρο 8 παρ. 2 του ΚΔΠΔ (που ρυθμίζει τα εγκλήματα πολέμου) σε συνδυασμό με τα σχετικά χωρία των Στοιχείων Εγκλημάτων
Το Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο, το οποίο είναι και το κατ’ εξοχήν κείμενο που ρυθμίζει τις μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις, δεν εισφέρει κάποιον ουσιαστικό ορισμό της έννοιας του “άμαχου πληθυσμού” παρά αρκείται σε μια γενική αναφορά σε “αστικό πληθυσμό” και “απλούς ιδιώτες” στο άρθρο 13[60].
Επιθυμία των συντακτών του ΠΠ ΙΙ, σύμφωνα με το σχόλιο του άρθρου 1, ήταν ο όρος “ένοπλες δυνάμεις” να ερμηνεύεται “όσο το δυνατόν ευρύτερα”[61], προφανώς ακόμη και εις βάρος της έννοιας του άμαχου πληθυσμού. Επ’ αυτού πρέπει να επισημάνουμε ότι σκοπός του ΠΠ ΙΙ είναι η όσο το δυνατόν πληρέστερη προστασία των μελών των ενόπλων δυνάμεων σε περιπτώσεις μη διεθνών συγκρούσεων. H ερμηνευτική, λοιπόν, διαστολή της έννοιας των ενόπλων δυνάμεων, προφανώς με αντίστοιχο περιορισμό της έννοιας του άμαχου πληθυσμού, υπαγορεύεται από το γεγονός ότι στις μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις οι αντιμαχόμενες πλευρές δεν υπάγονται στους κλασικούς τύπους στρατιωτικής ιεραρχίας[62]. Το ερώτημα που αναφύεται είναι αν αυτή η ερμηνευτική κατεύθυνση συνάδει προς την εγγενή τελολογία του άρθρου 7 παρ. 1 και άρα, αν μπορεί αξιοποιηθεί ερμηνευτικά στην περίπτωση που εξετάζουμε.
Στο πλαίσιο του ΚΔΠΔ ως εν δυνάμει θύματα εγκλημάτων πολέμου στις μη διεθνείς συρράξεις λογίζονται τα πρόσωπα ενός ευρύτατου κύκλου. Ειδικότερα, στο άρθρο 8 παρ. 2(γ) τυποποιούνται δώδεκα κατηγορίες επιμέρους πράξεων οι οποίες συνιστούν έγκλημα πολέμου όταν “[…] διαπράττονται κατά προσώπων που δεν λαμβάνουν ενεργό μέρος στις εχθροπραξίες, συμπεριλαμβανομένων και μελών των ενόπλων δυνάμεων που έχουν παραδώσει τα όπλα και εκείνων που ετέθησαν εκτός μάχης λόγω ασθένειας, τραυμάτων, κράτησης ή άλλης αιτίας.”. Από την διατύπωση “κατά προσώπων που δεν λαμβάνουν ενεργό μέρος στις εχθροπραξίες” εξάγεται ένα κριτήριο για την υπαγωγή ενός προσώπου στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης, που συνίσταται στο αντικειμενικό στοιχείο της μη συμμετοχής του προσώπου στις εχθροπραξίες, ασχέτως των λοιπών ιδιοτήτων αυτού (π.χ. αν είναι πρόσωπο εκτός μάχης-hors de combat). Έτσι, στην έννοια των προσώπων εκτός μάχης υπάγονται και μέλη των ενόπλων δυνάμεων που δεν συμμετέχουν στις εχθροπραξίες για οποιαδήποτε αιτία, και αντιστρόφως αποκλείονται από αυτήν πολίτες οι οποίοι έλαβαν τα όπλα και συμμετέχουν ενεργά στις εχθροπραξίες, για όσο διάστημα διαρκεί αυτή η κατάσταση.
Τόσο στην περίπτωση του άρθρου 13 του ΠΠ ΙΙ όσο και σε εκείνην του άρθρου 8 παρ 2(γ) –το οποίο στα κρίσιμα σημεία του αναπαράγει με άλλη διατύπωση το περιεχόμενο του κοινού άρθρου 3 των Συνθηκών της Γενεύης[63]– φαίνεται ότι η βούληση του νομοθέτη είναι να συμπεριλάβει στην έννοια των ιδιωτών/αμάχων/προσώπων που δεν λαμβάνουν ενεργό μέρος στις εχθροπραξίες όλους όσοι δεν συμμετέχουν ενεργά στις εχθροπραξίες ακόμη κι αν ετέθησαν εκτός μάχης για οποιαδήποτε αιτία με ή παρά τη βούλησή τους. Εάν αυτό ήθελε γίνει ερμηνευτικά δεκτό και για την περίπτωση του άρθρου 7 παρ. 1 θα εσήμαινε ότι τα ανωτέρω πρόσωπα θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας ως συγκροτούντα άμαχο πληθυσμό (εφόσον συγκέντρωναν τα απαραίτητα χαρακτηριστικά) ή έστω ως τμήματα ή μεμονωμένα μέλη ενός άμαχου πληθυσμού[64].
Θα πρέπει πάντως να προσεχθεί κάτι το οποίο καθιστά λιγότερο αβίαστη ως έναν βαθμό την υπαγωγή των προσώπων hors de combat στην έννοια του άμαχου: Στα Στοιχεία Εγκλημάτων επί του άρθρου 8 παρ. 2 (γ), το στοιχ.υπ’ αριθμόν 3 σχετικά με τα πρόσωπα που αποτελούν αντικείμενο του εγκλήματος αναφέρει:
“Τέτοιο πρόσωπο ή πρόσωπα ήταν είτε πρόσωπα εκτός μάχης είτε άμαχοι, ιατρικό προσωπικό ή θρησκευτικοί λειτουργοί που δεν λαμβάνουν ενεργό μέρος στις εχθροπραξίες”
“Such person or persons were either hors de combat, or were civilians, medical personnel or religious personnel taking no active part in the hostilities.”
Στο ανωτέρω στοιχείο η έννοια του hors de combat φαίνεται να αντιδιαστέλλεται από εκείνην του civilian[65] με τους διαζευκτικούς συνδέσμους είτε … είτε [either … or] άρα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η πρώτη δεν εντάσσεται ως υποσύνολο στην δεύτερη. Εάν λοιπόν σύμφωνα με τα ανωτέρω μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο όρος civilian χρησιμοποιούμενος στο πλαίσιο αναφοράς του άρθρου 8 παρ. 2(γ) δεν περιλαμβάνει αδιακρίτως κάθε πρόσωπο που έχει τεθεί εκτός μάχης (και ιδίως δεν περιλαμβάνει τα πρόσωπα hors de combat, αφού αυτά είναι άλλη υποκατηγορία των προσώπων που δεν λαμβάνουν ενεργό μέρος στις εχθροπραξίες, ενδεχομένως κάτι τέτοιο να μπορεί να ισχύσει και για τον συγγενή όρο άμαχος πληθυσμός στην περίπτωση του άρθρου 7[66].
β.1.3. Η έννοια του άμαχου σε περίοδο ειρήνης
Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις ορισμός της έννοιας του άμαχου πληθυσμού σε περίοδο ειρήνης δεν περιλαμβάνεται σε κανένα διεθνές κείμενο.
Σύμφωνα με μια άποψη οι κανόνες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που αναφέρθηκαν παραπάνω επιφυλάσσουν το status προστασίας του άμαχου μόνο για πρόσωπα που δεν λαμβάνουν ενεργά μέρος σε εχθροπραξίες αλλά και δεν προορίζονται για τέτοιο σκοπό. Το ίδιο κριτήριο θα πρέπει να ισχύσει σύμφωνα με την άποψη αυτή και σε περίοδο ειρήνης. Συνεπώς, ως άμαχος πληθυσμός κατά την περίοδο ειρήνης θα πρέπει να νοηθεί το σύνολο των προσώπων που δεν προορίζονται να λάβουν μέρος σε εχθροπραξίες σε περίπτωση που ξεσπάσει ένοπλη σύγκρουση.
Ο κύκλος προσώπων που εξαιρείται από την έννοια του άμαχου σύμφωνα με τον ανωτέρω ορισμό θα είναι κατ’ εξοχήν τα μόνιμα μέλη-στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, που ως εκ της θέσεώς που προορίζονται να συμμετάσχουν σε μια ενδεχόμενη πολεμική σύγκρουση. Δεν θα ισχύσει το ίδιο και για όσους δεν είναι μόνιμα μέλη των ενόπλων δυνάμεων προορίζονται και προορίζονται να καταταγούν εκτάκτως σε αυτές σε καιρό πολέμου[67].
γ. Ερμηνεία του όρου οποιοσδήποτε:
Ο επιθετικού προσδιορισμός “οποιοσδήποτε” στην φράση κατά οποιουδήποτε άμαχου πληθυσμού του άρθρου 7 παρ.1 εισήχθη στη διάταξη του άρθρου 7 του ΚΔΠΔ για να καταστήσει σαφές ότι ότι ένας πληθυσμός μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της επίθεσης ανεξάρτητα από την εθνικότητα των προσώπων που τον συγκροτούν και από το αν έχουν ίδια ή διαφορετική εθνικότητα ή/και υπηκοότητα με τον δράστη (ή τους δράστες) ή ακόμη κι αν πρόκειται για πληθυσμό ανιθαγενή ή πληθυσμό που συγκροτείται από άτομα διαφόρων εθνικοτήτων[68] . Η συμπερίληψη του εν θέματι όρου στη διάταξη του άρθρου 7, ενδεχομένως παρίσταται σήμερα ως αυτονόητη και ως τούτου περιττή, θα πρέπει, ωστόσο να σημειωθεί ότι κατά το παρελθόν (και ιδίως κατά τη διάρκεια του ΒΒ) στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων που θέσπιζαν εγκλήματα πολέμου δεν ενέπιπταν προσβολές από δράστες ίδιας εθνικότητας με τα θύματα[69].
δ. Ερμηνεία του όρου κατά :
Μία επίθεση θεωρείται ότι στρέφεται εναντίον άμαχου πληθυσμού όταν αυτός αποτελεί το κύριο αντικείμενο της επίθεσης[70]. Υπό την προϋπόθεση, λοιπόν ότι ο κύριος στόχος μιας επίθεσης είναι άμαχος πληθυσμός, θεμελιώνεται έγκλημα πολέμου, ακόμη κι αν μέσα στον πληθυσμό αυτόν έχει έχει εισχωρήσει κάποιος μικρός αριθμός μαχομένων/ εμπολέμων, π..χ. για να βρουν κάλυψη από τον εχθρό. Αν όμως ο βασικός στόχος της επίθεσης είναι στρατιωτικός με παράπλευρες απώλειες από πλευράς αμάχων, δεν θα πρόκειται για έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, αλλά ενδεχομένως για έγκλημα πολέμου[71].
Β.3 Υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας
Η υποκειμενική υπόσταση όλων των εγκλημάτων του ΚΔΠΔ τυποποιείται κατ’ αρχήν στο άρθρο 30 του Καταστατικού με τίτλο “Στοιχεία υποκειμενικής υπόστασης”, το οποίο ορίζει τα εξής:
- Αν δεν ορίζεται διαφορετικά, ένα πρόσωπο ευθύνεται ποινικά και τιμωρείται για έγκλημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου μόνο αν η αντικειμενική υπόσταση αυτού πραγματώθηκε με πρόθεση και εν γνώσει
- Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ένα πρόσωπο ενεργεί με πρόθεση, όταν:
(α) εν σχέσει προς την συμπεριφορά, το πρόσωπο αυτό αποσκοπεί πράγματι στη συμπεριφορά αυτή
(β) εν σχέσει προς τις συνέπειες, το πρόσωπο αυτό επιδιώκει την επέλευση των συνεπειών αυτών ή γνωρίζει ότι αυτές θα επέλθουν κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων.
- Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως “γνώση” εννοείται η συνείδηση ότι υφίστανται οι περιστάσεις ή ότι η συνέπεια θα επέλθει κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων. “Γνωρίζω” και “εν γνώσει” ερμηνεύονται αναλόγως.
Η ερμηνευτική χρησιμότητα, του άρθρου 30 έγκειται πρωτίστως στον προσδιορισμό της υποκειμενικής υπόστασης των επιμέρους εγκλημάτων που περιγράφονται στις περιπτώσεις ι-κ του άρθρου 7 παρ.1, με την επιφύλαξη, βέβαια, των ειδικότερων στοιχείων υποκειμενικής υπόστασης που απαιτούνται για ορισμένα εξ αυτών[72]. Τούτο διότι, εν όψει των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 30, η ρητή αναφορά στο στοιχείο της γνώσεως στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 (“εν γνώσει της επίθεσης”), παρίσταται περιττή γι’ αυτό και -με επιχείρημα υπέρ της ταυτότητας του νομικού λόγου- θεωρείται ότι δεν εισάγει κάποιο ειδικό στοιχείο υποκειμενικής υποστάσεως για το έγκλημα του άρθρου 7 αλλά ότι έχει απλώς επιβεβαιωτικό ή έστω εμφατικό ως προς το στοιχείο της γνώσεως της επιθέσεως χαρακτήρα[73].
Η γενική μορφή υπαιτιότητας που καθιερώνεται στο Καταστατικό δυνάμει της παρ. 1 του άρθρου 30 περιορίζεται στον βαθμό του δόλου, αποκλείοντας έτσι οποιαδήποτε μορφή αμέλειας (ακόμα και την ενσυνείδητη)[74]. Ως προς το βουλητικό στοιχείο του δόλου η διάταξη της παραγράφου 2, απαιτεί είτε ο δράστης να επιδίωξε με τη συμπεριφορά του την επέλευση ορισμένου αποτελέσματος (παρ. 2 περ. α) είτε να γνώριζε ότι η επέλευση των συνεπειών από τη συγκεκριμένη συμπεριφορά ήταν εξαιρετικά πιθανή (παρ. 2 περ. β). Ο βαθμός γνώσης που απαιτεί κατ’ ελάχιστον το άρθρο 30 είναι η σοβαρή πιθανολόγηση ότι από την πράξη του δράστη θα επέλθει μία συνέπεια, χωρίς αυτή η πιθανολόγηση να φτάνει στη βεβαιότητα. Τούτο συνάγεται από τη διατύπωση “κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων” της παραγράφου 3, που δεν παραπέμπει σε βεβαιότητα, αλλά στην πιθανότερη (μεταξύ άλλων λιγότερο πιθανών) κατάληξη μιας πράξης από πλευράς συνεπειών/αποτελεσμάτων[75]. Οι πιθανοί συνδυασμοί βουλητικού και γνωστικού στοιχείου που προκύπτουν κατά τα ανωτέρω αντιστοιχούν σε μεγάλο βαθμό στην τυπολογία της εμπρόθετης υπαιτιότητας του αγγλοσαξονικού δικαίου και ιδίως στις μορφές της που τυποποιούνται με τους όρους direct και indirect intention, από δε τα ηπειρωτικά ευρωπαϊκά δίκαια, αντιστοιχούν σε όλες τις περιπτώσεις άμεσου δόλου, καθώς και σε όσες περιπτώσεις ενδεχόμενου δόλο το ενδεχόμενο εμφανίζεται ως ιδιαίτερα πιθανό[76].
Ως προς τα πρόσωπο στο οποίο πρέπει να συντρέχει το στοιχείο της γνώσεως πρέπει να γίνει η εξής διάκριση: Η γνώση της επίθεσης στο άρθρο 7 αναφέρεται σε επίθεση η οποία είναι ήδη υπαρκτή κατά το χρόνο που πράττει κάθε φυσικός αυτουργός των επιμέρους εγκληματικών πράξεων, και γι’ αυτόν το λόγο θεωρείται ότι την υποκειμενική υπόσταση του άρθρου 7 πληροί μόνο όποιος φυσικός αυτουργός κατά το χρόνο τέλεσης της επί μέρους εγκληματικής πράξης τελεί ατομικά εν γνώσει της διεξαγόμενης επίθεσης και θέλει οι πράξεις του να αποτελέσουν τμήμα αυτής[77][78], ενώ το ίδιο ισχύει και για κάθε συμμέτοχο [79]. Ως προς τα πρόσωπα όμως που κατευθύνουν την επίθεση (υπό την έννοια των προσώπων που εκπονούν την πολιτική σε εφαρμογή της οποίας εξαπολύεται η επίθεση), δεν μπορεί να τεθεί θέμα γνώσης, καθότι, όπως είπαμε, η γνώση έρχεται να καλύψει μια ήδη παρούσα επίθεση και τούτο λογικά δεν μπορεί να συμβαίνει με τα πρόσωπα από τα οποία αυτή εκπορεύεται. Επομένως, ως προς αυτούς, κρίσιμο στοιχείο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου είναι ο άμεσος δόλος α΄ βαθμού για την εξαπόλυση της επίθεσης κατά αμάχου πληθυσμού (με τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά της ευρεία ή συστηματική κλπ), ακόμη κι αν κατά τη στιγμή εκείνη δεν ήταν βέβαιη η πραγμάτωσή της από τους φυσικούς αυτουργούς, π.χ. διότι δεν ήταν βέβαιο αν θα πειθαρχούσαν στις εντολές των ιεραρχικά ανωτέρων τους[80]. Τέλος, όμοια με τους φυσικούς αυτουργούς ως προς το στοιχείο της γνώσης θα κριθούν και όσοι τυχόν έδωσαν εντολές σε αυτούς για να ενεργήσουν, χωρίς όμως έχουν ρόλο διευθυντικό της όλης επίθεσης[81].
Ως προς το αναγκαίο περιεχόμενο της γνώσεως, ποιά δηλαδή στοιχεία πρέπει να καλύπτει κατ’ ελάχιστον με γνώση ο δράστης του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας γίνονται δεκτά τα εξής:
Πρώτον, όπως ήδη αναφέρθηκε, τη στιγμή που πράττει, ο δράστης θα πρέπει να γνωρίζει την ύπαρξη εν εξελίξει επίθεσης, αλλά και να έχει συνείδηση ότι οι πράξεις του συνδέονται με αυτήν, χωρίς απαραίτητα να χρειάζεται να γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες της επίθεσης (όπως τον ακριβή χρόνο έναρξης ή την ακριβή γεωγραφική έκταση της επίθεσης ή την ακριβή συμμετοχική δράση όλων των εμπλεκομένων σε αυτήν[82]. Σε κάθε περίπτωση όμως η γνώση θα πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία του ορισμού της επίθεσης όπως αυτά δίδονται στην παρ. 2 του άρθρου 7, και ειδικότερα ότι υπάρχει συρροή κι άλλων πράξεων που όλες μαζί συγκροτούν επίθεση κατά αμάχου πληθυσμού, ότι υφίσταται πολιτική κράτους ή οργάνωσης όθεν εκπορεύεται η επίθεση κι ότι οι επιμέρους πράξεις του ιδίου και των άλλων αυτουργών τελούνται σε εφαρμογή ή προς εξυπηρέτηση της πολιτικής αυτής.
Δεύτερον, ο δράστης πρέπει να έχει συνείδηση των αντικειμενικών-πραγματολογικών δεδομένων που καθιστούν την επίθεση ευρεία ή συστηματική, χωρίς να χρειάζεται να έχει και συνείδηση της υπαγωγής της επίθεσης στις νομικές έννοιες ευρεία/συστηματική λόγω αυτών των χαρακτηριστικών[83].
Τρίτον, ο δράστης θα πρέπει να γνωρίζει ότι τόσο η πράξη του όσο και η επίθεση στρέφεται εναντίον άμαχου πληθυσμού, να απαιτείται να αποδοχή από τον ίδιον των στόχων ή των κινήτρων (π.χ. επεκτατικά, ρατσιστικά κ.τ.λ.) εκείνων που εξαπέλυσαν την επίθεση. Κατ’ αναλογίαν με τα ανωτέρω λεχθέντα, δεν απαιτείται ο δράστης να γνωρίζει τί συνιστά “άμαχο πληθυσμό” εξ επόψεως νομικής αλλά αρκεί η γνώση των αντικεμενικών δεδομένων του πληθυσμού που αποτελεί τον στόχο της επίθεσης (π.χ. πρόκειται για απλούς άοπλους πολίτες κ.τ.λ.)[84].
Β.4. Τα επιμέρους τυποποιημένα εγκλήματα
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 απαριθμούνται κατά τρόπο περιοριστικό τα επί μέρους εγκλήματα, τα οποία τελούμενα ως μέρος ευρείας ή συστηματικής επίθεσης κατά αμάχου πληθυσμού, πραγματώνουν τη νομοτυπική μορφή του έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Πρόκειται για έντεκα κατ’ αριθμόν εγκλήματα τα οποία δεν τυποποιούνται καταλεπτώς στο Καταστατικό του ΔΠΔ, εφ’ ω και είναι απαραίτητη η προσφυγή στις σχετικές διατάξεις των Στοιχείων Εγκλημάτων. Στο παρόν κεφάλαιο αναλύεται συνοπτικώς η νομοτυπική μορφή των επιμέρους αυτών εγκλημάτων.
Β.4.1 Ανθρωποκτονία με πρόθεση (άρ. 7 παρ. 1 περ. α)
Για την νομοτυπική μορφή του επιμέρους εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, ο καταστατικός νομοθέτης δεν κάνει καμία μνεία, θεωρώντας προφανώς ότι το ουσιαστικό περιεχόμενο του εν θέματι εγκλήματος (ιδίως στο επίπεδο της αντικειμενικής υποστασης) είναι αρκούντως διασαφησμένο σε επίπεδο εθνικών εννόμων τάξεων και παρουσιάζει ευρεία ενότητα αντίληψης, ώστε να μην χρειάζεται επεξήγηση[85]. Η μόνη ερμηνεία που δίδεται βρίσκεται στα Στοιχεία Εγκλημάτων και έγκειται στην εξής φράση: Ο δράστης σκότωσε ένα ή περισσότερα άτομα (The perpetrator killed one or more persons).
Περαιτέρω, με σχετική υποσημείωση στην παραπάνω διάταξη (υποσημείωση υπ’ αριθμόν 7) δηλώνεται ότι: “Ο όρος “σκοτωσε” είναι ισοδύναμος με τον όρο προκάλεσε τον θάνατο. Η παρούσα υποσημείωση εφαρμόζεται σε όλα τα στοιχεία που χρησιμοποιούν είτε τον έναν είτε τον άλλον όρο”. [The term “killed” is interchangeable with the term “caused death”. This footnote applies to all elements which use either of these concepts.]. Σκοπός δε της υποσημείωσης αυτής είναι να διευκρινίσει στον όρο “σκότωσε έναν ή περισσότερους” περιλαμβάνονται και περιπτώσεις όπου ο δράστης έχει προκαλέσει τον θάνατο του θύματος με τρόπο έμμεσο[86].
Προβληματισμός έχει προκύψει ως προς το εάν η τυποποίηση της ανθρωποκτονίας με πρόθεση στο Καταστατικό του ΔΠΔ καλύπτει και περιπτώσεις τέλεσης του εγκλήματος δια παραλείψεως. Η κρατούσα άποψη στη νομολογία του ΔΠΔ τάσσεται μάλλον υπέρ μιας τέτοιας εκδοχής[87].
Β.4. 2 Εξόντωση (άρ. 7 παρ. 1 περ. β)
Το άρθρο 7 παρ. 2 περ β δίδει στο έγκλημα της εξόντωσης τον εξής ορισμό: Η “εξόντωση” περιλαμβάνει την με πρόθεση επιβολή συνθηκών ζωής, μεταξύ άλλων στέρηση πρόσβασης σε τροφή και φάρμακα, υπολογισμένων να επιφέρουν την καταστροφή μέρους του πληθυσμού. Στο δε κείμενο των Στοιχείων Εγκλημάτων προστίθενται στον ανωτέρω ορισμό τα εξής διευκρινιστικά (αν και όχι ιδιαιτέρως διαφωτιστικά) τα εξής:
- Ο δράστης σκότωσε* ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μεταξύ άλλων επιβάλλοντας δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης με σκοπό να επιφέρει την καταστροφή μέρους ενός πληθυσμού**. [The perpetrator killed one or more persons, including by inflicting conditions of life calculated to bring about the destruction of part of a population]
- Η συμπεριφορά συναποτέλεσε ή έλαβε χώρα ως μέρος*** μιας μαζικής δολοφονίας μελών άμαχου πληθυσμού [The conduct constituted, or took place as part of, a mass killing of members of a civilian population.]
Στα ανωτέρω εδάφια επισημαίνονται υποσημειωματικώς τα κάτωθι:
- *Ως προς τη θανάτωση ότι “Η τυποποιημένη συμπεριφορά είναι δυνατό να συνίσταται σε διαφορετικές μεθόδους θανάτωσης, άμεσης ή έμμεσης” (υποσημείωση υπ’ αριθμόν 8) [The conduct could be committed by different methods of killing, either directly or indirectly.]
- **Ως προς τις συνθήκες διαβίωσης ότι, “Η επιβολή τέτοιων συνθηκών περιλαμβάνει τη στέρηση πρόσβασης σε τρόφιμα ή φάρμακα” (υποσημείωση υπ’ αριθμόν 9) [The infliction of such conditions could include the deprivation of access to food and medicine].
- ***Ως προς την ένταξη σε μαζικές δολοφονίες, ότι “Ο όρος “εντάχθηκε” περιλαμβάνει και την αρχική τέλεση τέτοιων πράξεων σε αυτό το πλαίσιο” (υποσημείωση υπ’ αριθμόν 10) [The term “as part of” would include the initial conduct in a mass killing.]
Είναι αληθές ότι από όλα τα παραπάνω δεν προκύπτει ένας σαφής ορισμός του εγκλήματος της εξόντωσης ούτε συνάγεται αβίαστα η ειδοποιός διαφορά της από την ανθρωποκτονία με πρόθεση όταν αυτή τελείται κατά τρόπο που ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ πράξης και αποτελέσματος είναι ιδιαίτερα διευρυμένος. Σύμφωνα με μεγάλη μερίδα της νομολογίας των ad hoc δικαστηρίων η διαφορά μεταξύ των δύο εγκλημάτων είναι διαφορά στην κλίμακας ως προς την έκταση και τη μαζικότητα[88].
Στην θεωρία, αντίθετα, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι στην εξόντωση τυποποιείται ένα έγκλημα διακινδύνευσης που στρέφεται εναντίον της ζωής περισσοτέρων αμάχων, η αντικειμενική υπόσταση του οποίου πληρούται όχι μόνο με την θανάτωση αμάχων per se αλλά και με τη δημιουργία συνθηκών που οδηγούν κατά την κοινή αντίληψη στον θάνατο. Υπ’ αυτό το πρίσμα θεωρήσεως, το έγκλημα της εξόντωσης συνιστά προπαρασκευαστικό στάδιο της ανθρωποκτονίας, ώστε εάν η τελευταία τελεσθεί, θα πρόκειται για διαδοχική πλήρωση των νομοτυπικών μορφών των δύο εγκλημάτων. Τούτο δεν σημαίνει ότι η εφαρμογή της διάταξης της εξόντωσης επιφυλάσσεται μόνο για τις περιπτώσεις που δεν έχει τελικώς επέλθει ο θάνατος του θύματος, ώστε να θεμελιωθεί η ανθρωποκτονία, διότι, όπως διαφαίνεται από τον -έστω ελλιπή- ορισμό του άρθρου 7 παρ.2 περ. β, η εξόντωση έχει και ένα ποσοτικό στοιχείο που ελλείπει από την ανθρωποκτονία. Με άλλα λόγια ο δράστης της εξόντωσης πρέπει να συμμετέχει, έστω και σε επίπεδο διακινδύνευσης σε πολλές ανθρωποκτονίες αθροιστικά. Σε επίπεδο αιτιώδους συνδέσμου τώρα, στο έγκλημα της εξόντωσης η σχέση της πράξης προς το αποτέλεσμα παρίσταται πιο χαλαρή σε σχέση με την ανθρωποκτονία και μάλιστα είναι τόσο ευρύς που καταλαμβάνει όχι μόνο τον φυσικό αυτουργό της ανθρωποκτονίας, αλλά κάθε πρόσωπο που συμβάλλει στην πρόκληση συνθηκών εξόντωσης. Εξ όλων αυτών συνάγεται ότι η ratio της θέσπισης της εξόντωσης έγκειται στο να απαλλάξει τον δικαστή από τη βάσανο της θεμελίωσης του στενότερου αιτιώδους συνδέσμου και δόλου για κάθε αποτέλεσμα (θάνατο) ξεχωριστά, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση της μαζικής ανθρωποκτονίας, καθότι του επιτρέπει να αρκεστεί για την τιμώρηση του δράστη στην πρόκληση ή τη διατήρηση συνθηκών που κατατείνουν στην εξόντωση πληθυσμού, υπό την προϋπόθεση ότι η επιβολή των συνθηκών αυτών αφορά ικανό αριθμό ανθρώπων[89]. Έτσι ειδομένο το έγκλημα της εξόντωσης δεν θα απαιτεί την απόδειξη δόλου που να καλύπτει κάθε θύμα, προϋποθέτει όμως την απόδειξη σκοπού εξολόθρευσης αμάχων όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 7 παρ. 2 περ. β που απαιτεί την επιβολή συνθηκών ζωής “υπολογισμένων να επιφέρουν την καταστροφή μέρους του πληθυσμού”[90].
Β.4.3 Υποδούλωση (άρ. 7 παρ. 1 περ. γ)
Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 περ. (γ) “Υποδούλωση” σημαίνει την άσκηση οποιασδήποτε ή όλων των εξουσιών οι οποίες είναι σύμφυτες στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας επί προσώπων, και περιλαμβάνει την άσκηση τέτοιας εξουσίας κατά την εμπορία προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών” .
Η αναφορά βέβαια σε παιδιά και γυναίκες είναι ενδεικτική. Το έγκλημα της υποδούλωσης μπορεί φυσικά να τελεστεί και κατά ενηλίκων ανδρών (με την αυτονόητη γενική προϋπόθεση ότι πρόκειται για άμαχους). Ενδεικτικός είναι επίσης και ο ρητώς αναφερόμενος τρόπος τέλεσης του εν θέματι εγκλήματος δια της “εμπορίας προσώπων”, δηλονότι το έγκλημα μπορεί να τελεστεί και με άλλους τρόπους[91]. Ως προς τους άλλους αυτούς τρόπους τέλεσης το κείμενο των Στοιχείων Εγκλημάτων εισφέρει τις εξής διευκρινίσεις:
“Ο δράστης ήσκησε οποιαδήποτε ή όλες τις εξουσίες που είναι σύμφυτες με το δικαίωμα ιδιοκτησίας επί ενός ή περισσοτέρων προσώπων, όπως για παράδειγμα η αγορά, η πώληση, η εκμίσθωση ή η ανταλλαγή τέτοιου προσώπου ή προσώπων ή η επιβολή παρόμοιας στέρησης της ελευθερίας”. [The perpetrator exercised any or all of the powers attaching to the right of ownership over one or more persons, such as by purchasing, selling, lending or bartering such a person or persons, or by imposing on them a similar deprivation of liberty.].
Σύμφωνα δε με σχετική υποσημείωση (υπ’ αριθμόν 11) που εξειδικεύει έτι περαιτέρω τους τρόπους τέλεσης: Συμφωνείται ότι τέτοια στέρηση ελευθερία, μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες να περιλαμβάνει καταναγκαστική εργασία ή εναλλακτικά την υπαγωγή προσώπου σε καθεστώς δουλείας, όπως αυτό ορίζεται στη Συμπληρωματική Σύμβαση για την Κατάργηση της Δουλείας, του Δουλεμπορίου, και των Θεσμών και Πρακτικών Παρόμοιων με τη Δουλεία του 1956. Συμφωνείται επίσης ότι η συμπεριφορά που περιγράφεται σε αυτό το στοιχείο περιλαμβάνει την εμπορία ανθρώπων, και συγκεκριμένα γυναικών και παιδιών”. [It is understood that such deprivation of liberty may, in some circumstances, include exacting forced labour or otherwise reducing a person to a servile status as defined in the Supplementary Convention on the Abolition of Slavery, the Slave Trade, and Institutions and Practices Similar to Slavery of 1956. It is also understood that the conduct described in this element includes trafficking in persons, in particular women and children].
Στη σημερινή εποχή το εν θέματι έγκλημα θα έχει μάλλον ως πιθανότερο υποκείμενο τέλεσης όχι κράτη αλλά οιονεί κρατικές οντότητες όπως είναι οι πολυεθνικές εταιρείες, επί των εκπροσώπων οποίων μπορεί να θεμελιωθεί η άσκηση δικαιοδοσίας του ΔΠΔ υπό τις προϋποθέσεις αναφέρθηκαν. Επειδή όμως το ΔΠΔ με βάση το Καταστατικό του δεν διαθέτει δικαιοδοσία επί νομικών προσώπων, θα πρέπει σε τέτοιες περιπτώσεις να ανευρεθεί ο σύνδεσμος με ορισμένο φυσικό πρόσωπο, με βάση την ιθαγένεια του οποίου θα κρίνεται η ratione personae δικαιοδοσία του ΔΠΔ κατ’ άρθρον 12 του Καταστατικού[92].
Ως προς την υποκειμενική υπόσταση του εν θέματι εγκλήματος, παρατηρούμε ότι παρά την έλλειψη ρητών υποκειμενικών στοιχείων, η ίδια η αντικειμενική υπόσταση, στο βαθμό που υποτυπώνεται από τα ανωτέρω, υποδεικνύει ότι σε κάθε περίπτωση θα απαιτείται άμεσος δόλος από τη μεριά του δράστη, υπό την έννοια ότι άσκηση τοσο ευρείων εξουσιών εις βάρος του θύματος με απλή πιθανολόγηση ως προς το γνωστικό στοιχείο δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτή.[93]
Β.4..4 Εκτόπιση ή βίαιη μετακίνηση πληθυσμού (άρ. 7 παρ. 1 περ. δ)
Η τέταρτη περίπτωση του άρθρου 7 τυποποιεί δύο διακριτά εγκλήματα, την εκτόπιση και τη βίαιη μετακίνηση πληθυσμού.
Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 περ. δ που αφιερώνει την ίδια ερμηνευτική δήλωση και για τα δύο εγκλήματα, “Εκτόπιση ή βίαιη μετακίνηση πληθυσμού” σημαίνει την μετακίνηση των προσώπων για τα οποία πρόκειται με απέλαση ή άλλες πράξεις εξαναγκασμού από την περιοχή στην οποία νομίμως βρίσκονται, άνευ λόγων επιτρεπτών κατά το διεθνές δίκαιο”. Η ανωτέρω διάταξη φαίνεται να θεωρεί την εκτόπιση και τη βίαιη μετακίνηση πληθυσμού ως ένα και το αυτό έγκλημα, ωστόσο ορθότερο θα ήταν να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για δύο συμπληρωματικές έννοιες οι οποίες υπάγονται στην ίδια κατηγορία.
Σύμφωνα με τον πάγιο ορισμό που δίνεται από την νομολογία, “Εκτόπιση” είναι η μετακίνηση αμάχων έξω από τα σύνορα ορισμένου κράτους με απέλαση ή άλλα εξαναγκαστικά μέσα[94]. Βίαιη μετακίνηση πληθυσμού είναι η μεταφορά αμάχων με εξαναγκαστικά μέσα από μια περιοχή σε άλλη περιοχή της ίδιας χώρας[95]. Όπως επισημαίνεται στα Στοιχεία Εγκλημάτων (υποσημείωση υπ’ αριθμον 12), “Ο όρος “βίαια” δεν περιορίζεται στη σωματική βία, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει την απειλή βίας ή εξαναγκασμό, όπως εκείνος που προκαλείται υπό τον φόβο της βίας, της απειλής, της παράνομης κατακράτησης, της ψυχολογικής πίεσης ή της κατάχρησης εξουσίας εναντίον τέτοιου ατόμου ή ατόμων ή άλλου ατόμου, ή με την εκμετάλλευση ενός καταναγκαστικού περιβάλλοντος από τον δράστη”. [The term “forcibly” is not restricted to physical force, but may include threat of force or coercion, such as that caused by fear of violence, duress, detention, psychological oppression or abuse of power against such person or persons or another person, or by taking advantage of a coercive environment.]
Και στις δύο περιπτώσεις, προϋπόθεση για την πραγμάτωση του εγκλήματος είναι ο άμαχος πληθυσμός να διαμένει νόμιμα στην περιοχή από την οποία εκτοπίζεται ή μετακινείται βιαίως. Αν τούτο δεν συντρέχει αποκλείεται η αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος. Επί πλέον, η προϋπόθεση της νόμιμης διαμονής σημαίνει ότι κάθε πληθυσμός προσφέρει μία μόνο επιφάνεια προσβολής ως προς το συγκεκριμένο έγκλημα, καθότι μετά από την πρώτη μετακίνηση από τον τόπο νόμιμης διαμονής του δεν θα πληροί εκ νέου την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αλλά απλώς θα υπολογίζεται στην βαρύτητα της προσβολής, εκτός κι αν εντωμεταξύ το έννομο αγαθό έχει ειρηνεύσει, εάν δηλαδή έχουν δημιουργηθεί συνθήκες νόμιμης εγκατάστασης σε άλλον τόπο οι οποίες διαταράσσονται εκ νέου από τον δράστη, οπότε θα πρόκειται πράγματι για νέα προσβολή[96]. Εάν μετά από βίαιη μετακίνηση ενός πληθυσμού εντός του ίδιου κράτους ο πληθυσμός μετατοπιστεί εκτός συνόρων, θα τελείται το έγκλημα της εκτόπισης, το οποίο θα απορροφήσει την προηγούμενη βίαιη μετακίνηση ως συντιμωρητή πρότερη πράξη[97]. Τα δύο εγκλήματα λοιπόν δεν αλληλοαποκλείονται αλλά μπορούν να εναλλαχθούν στην ίδια μονάδα εννόμου αγαθού και κατά τούτο πρόκειται για περίπτωση υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος[98].
Η συναίνεση του πληθυσμού για μετατόπισή του αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης. Το οικειοθελές ή μη της μετατόπισης θα κρίνεται συλλογικά και όχι ατομικά και θα συντρέχει όταν από έναν πληθυσμό συγκατατίθενται ελεύθερα στην μετατόπιση τόσοι άμαχοι ώστε οι εναπομένοντες (μη συναινούντες) να μην επαρκούν για την συγκρότηση πληθυσμού κα΄τα την έννοια του άρθρου 7 παρ. 1 περ. δ. Εξ αντιδιαστολής, θα θεμελιώνεται βίαιη μετακίνηση όταν η πλειονότητα των μελών ορισμένου πληθυσμού ανθίσταται στην μετακίνησή τους ή έστω συναινού υπό το κράτος απειλής που καθιστά τη φυγή τη μοναδική λογική διέξοδο[99].
Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης είτε της “εκτόπισης” είτε της “βίαιης μετακίνησης” θα απαιτείται βέβαιη γνώση ως προς το στοιχείο της νομιμότητας της παρουσίας του άμαχου πληθυσμού σε ορισμένο τόπο, όπως ορίζεται σχετικά στα Στοιχεία Εγκλημάτων[100], η δε άγνοια αυτού θα συνιστά πραγματική πλάνη υπό την έννοια του άρ. 32 ΚΔΠΔ. Ως προς τα υπόλοιπα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εν θέματι εγκλήματος, οι όροι “βίαιη μετακίνηση” και “εκτόπιση”, υποδεικνύουν συγκεκριμένη σκοπιμότητα του δράστη προς οριστική απομάκρυνση του άμαχου πληθυσμού από τις εστίες του. Υπ’ αυτό το πρίσμα θεωρήσεως θα πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης και άρα θα απαιτείται άμεσος δόλος ως προς την μετακίνηση του πληθυσμού σε συνδυασμό με σκοπό οριστικής απομάκρυνσής του[101].
Β.4.5 Φυλάκιση ή άλλη σοβαρή στέρηση της ελευθερίας (άρ. 7 παρ. 1 περ. ε)
Σχετικά με την νομοτυπική μορφή του υπό εξέταση εγκλήματος, τα Στοιχεία Εγκλημάτων ορίζουν τα κάτωθι:
- Ο δράστης φυλάκισε ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή στέρησε με άλλον τρόπο ένα ή περισσότερα πρόσωπα από την σωματική τους ελευθερία [The perpetrator imprisoned one or more persons or otherwise severely deprived one or more persons of physical liberty.]
- Η βαρύτητα της συμπεριφοράς ήταν τέτοια ώστε να συνιστά παραβίαση των θεμελιωδών κανόνων του διεθνούς δικαίου. [The gravity of the conduct was such that it was in violation of fundamental rules of international law].
Η χρήση του όρου “φυλάκισε” (imprisoned) του στοιχείου 1 υποδηλώνει εγκλεισμό δυνάμει δικαστικής απόφασης. Η παραβίαση των θεμελιωδών κανόνων στο στοιχείο 2, αναφέρεται σε παραβίαση των διατάξεων του δικαίου της Γενεύης (άρθρα 42 και 43 της Τέταρτης Σύμβασης) που εξασφαλίζουν το δικαίωμα δίκαιης δίκης εν ευρεία εννοία (όπως έχει κριθεί και από μερίδα της νομολογίας των ad hoc διεθνών ποινικών δικαστηρίων) [102], και όχι σε οποιαδήποτε στέρηση της ελευθερίας, όπως οι περιπτώσεις που μας είναι γνωστές από το εσωτερικό δίκαιο (π.χ. της αρπαγής 322 ΠΚ, της παράνομης κατακράτησης 325ΠΚ, της απαγωγής 327-328 ΠΚ). Οι ανωτέρω διατάξεις του δικαίου της Γενεύης απευθύνονται σε κράτη και κατ’ επέκταση στα όργανά τους και όχι σε φυσικά πρόσωπα. Ο δράστης λοιπόν του εν λόγω εγκλήματος πρέπει να είναι φορέας δικαστικής εξουσίας, όπως είναι κατ’ εξοχήν τα κράτη και τούτο έρχεται σε συμφωνία με ό,τι έχουμε αναφέρει για το υποκείμενο τέλεσης του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας[103].
Για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται τόσο η έκδοση καταδικαστικής απόφασης όσο και η εκτέλεση της ποινής εις βάρος του κατηγορουμένου συνεπεία μιας “μη δίκαιης δίκης”. Δικονομικού χαρακτήρα παραβάσεις, όσο σοβαρές κι αν είναι εφόσον δεν θίγουν την ελευθερία του κατηγορουμένου (π.χ. διότι δεν πρόλαβε να εκτελεστεί η ποινή) δεν δύνανται να θεμελιώσουν το αξιόποινο εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας με τα μέσα που περιγράφει η διάταξη της παρ. 1 περ. ε. Κατά τούτο λοιπόν πρόκειται για έγκλημα αποτελέσματος και όχι έγκλημα συμπεριφοράς[104].
Η υποκειμενική υπόσταση του εν λόγω αδικήματος διαγράφεται στενότερη από την γενικώς αξιούμενη δυνάμει του άρθρου 30. Στο στοιχείο 3 των Στοιχείων Εγκλημάτων ορίζεται ότι:. Ο δράστης είχε επίγνωση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βαρύτητα της συμπεριφοράς του [The perpetrator was aware of the factual circumstances that established the gravity of the conduct]. Η εδώ αξιούμενη επίγνωση αντιστοιχεί σε βέβαιη γνώση της συνδρομής των αντικειμενικών προϋποθέσεων από πλευράς του δράση, εν αντιθέσει προς το άρθρο 30 που αρκείται και σε μεγάλο βαθμό πιθανολόγησης. Η αξίωση αυτή αφορά τόσο αυτόν που επιβάλλει την ποινή όσο και εκείνον που την εκτελεί, περιορίζεται όμως στις αντικειμενικές προϋποθέσεις χωρίς να απαιτείται ταυτόχρονα και συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του στοιχείου 3. Η άνοια, επομένως της συνδρομής των πραγματικών προϋποθέσεων θα συνιστά πραγματική πλάνη, ενώ η μη συνείδηση του αδίκου νομικήν τοιαύτη, η οποία είναι νομικώς αδιάφορη[105].
Β.4.6 Βασανιστήρια (άρθρο 7 παρ. 1 περ. στ)
Σύμφωνα με την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 περ. ε, το έγκλημα των βασανιστηρίων ορίζεται ως η με πρόθεση πρόκληση έντονου πόνου ή δοκιμασίας, σωματικών ή ψυχικών επί προσώπου που τελεί υπό την κράτηση ή υπό τον έλεγχο του κατηγορουμένου. Τα βασανιστήρια δεν περιλαμβάνουν πόνο ή δοκιμασία που προκύπτει μόνον ή είναι σύμφυτος ή είναι δυνατόν να προκύψει από την επιβολή νόμιμων κυρώσεων.
Εξ επόψεως αντικειμενικής υποστάσεως και ιδίως ως προς την πρόκληση σωματικού ή ψυχικού πόνου στο θύμα, το έγκλημα των βασανιστηρίων ομοιάζει με άλλα αδικήματα που τυποποιούνται στο Καταστατικό του ΔΠΔ[106]. Η διαφορά των βασανιστηρίων έγκειται στον βαθμό του προκαλούμενου πόνου, ο οποίος είναι μεγαλύτερος στην περίπτωση των βασανιστηρίων. Το τί συνιστά βασανιστήρια κρίνεται κατά περίπτωση και είναι αναμενόμενο να μεταβάλλεται ανάλογα με τις περιστάσεις και ιδίως ανάλογα με τα χαρακτηριστική του θύματος: π.χ. κάτι που συνιστά βασανιστήρια για μια ηλικιωμένη γυναίκα μπορεί να μην προκαλεί σοβαρό πόνο σε έναν σκληραγωγημένο ενήλικο άνδρα κ.ο.κ.[107]. Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρει ρητά και η ανωτέρω διάταξη με την έννοια πόνος δεν καλύπτεται ο πόνος που είναι σύμφυτος με την εκτέλεση ορισμένης νόμιμα επιβεβλημένης ποινής ή γενικότερα με την αιχμαλωσία κάποιου, γι’ αυτό και απαιτείται οι ενέργειες του δράστη να υπερβαίνουν κατά πολύ τις παραδεκτές συνθήκες κράτησης αιχμαλώτων[108].
Ως προς το υποκείμενο τέλεσης των βασανιστηρίων, ο ανωτέρω ορισμός έμμεσα απαιτεί ορισμένη ιδιότητα του δράστη ως φορέως κρατικής (ή οιονεί κρατικής) πολιτικής που ελέγχει ή εξουσιάζει το θύμα (όπως συνάγεται από την απαίτηση το θύμα να τελεί υπό την κράτηση ή υπό τον έλεγχο του δράστη). χωρίς πάντως να φτάνει μέχρι του σημείου να αξιώνει τα βασανιστήρια να τελούνται από δημόσιο λειτουργό ή άλλο πρόσωπο που ενεργεί με επίσημη ιδιότητα[109].
Για το έγκλημα των βασανιστηρίων δεν θεσπίζεται κάποια ειδική υποκειμενική υπόσταση. Όπως μάλιστα ρητώς αναφέρεται στην υποσημείωση υπ’ αριθμόν 14 των Στοιχείων Εγκλημάτων“Συμφωνείται ότι κανένας ειδικός σκοπός δεν χρειάζεται να αποδειχθεί για το έγκλημα αυτό” [It is understood that no specific purpose need be proved for this crime.]. Τούτο σημαίνει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αρκεί να καλύπτεται από τη γενική υποκειμενική υπόσταση του άρθρου 30[110].
Β.4.7 Πράξεις γενετήσιας βίας (άρθρο 7 παρ. 1 περ. ζ)
Στην περίπτωση ζ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 τυποποιούνται διάφορες πράξεις σεξουαλικών εγκλημάτων κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι η άσκηση γενετήσιας βίας και η προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας. Οι πράξεις αυτές είναι οι εξείς:
- βιασμός,
- γενετήσια δουλεία,
- εξαναγκασμός σε πορνεία,
- εξαναγκασμός σε εγκυμοσύνη,
- εξαναγκασμός σε στείρωση
- άλλη μορφή γενετήσιας βίας παρόμοιας βαρύτητας.
Στην έννοια του βιασμού όπως τυποποιείται στο Καταστατικό του ΔΠΔ περιλαμβάνεται οποιαδήποτε διείσδυση στο σώμα του θύματος,ακόμα και στο στόμα αυτού, με το γεννητικό όργανο του δράστη ή με άλλο αντικείμενο ανεξαρτήτως του φύλου του δράστη, μέσω βίας, απειλής βίας, σωματικής ή ψυχολογικής, οποιουδήποτε είδους εξαναγκασμού ή εκμετάλλευσης δυνατότητας καταναγκασμού, εναντίον του θύματος ή άλλου προσώπου, ή της ανικανότητας ενός προσώπου να παράσχει σαφή συναίνεση λόγω ηλικίας ή φυσικής αδυναμίας. Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι ο όρος rape του πρωτότυπου αγγλικού κειμένου δεν αποδίδεται επαρκώς με τον ελληνικό όρος βιασμός. Εξ επόψεως αντικειμενικής υποστάσεως, ο αγγλικός όρος rape, σε αντίθεση με τον ελληνικό όρο βιασμός, δεν περιέχει τη βία ως αναγκαίο αλλά ως πιθανό στοιχείο. Έτσι, η κατάχρηση της ανικανότητας του θύματος να αντισταθεί με αποτέλεσμα να υποστεί ασέλγεια από τον δράστη, θα εμπίπτει στην έννοια του όρου rape, δεν θα συνιστά όμως βιασμό με την τεχνική έννοια του όρου στο ελληνικό ποινικό δίκαιο[111].
Οι συμπεριφορές της “γενετήσιας δουλείας” και του “εξαναγκασμού σε πορνεία” μολονότι τυποποιούνται ως δύο διακριτά εγκλήματα στο κείμενο των Στοιχείων Εγκλημάτων, εν τούτοις ταυτίζονται τόσο ως προς το νοηματικό του περιεχόμενο όσο και ως προς τις έννομες συνέπειές τους[112]. Η απαξία και των δύο συνίσταται στην στέρηση της εν γένει ελευθερίας του θύματος με την παράλληλη σεξουαλική εκμετάλλευσή του, κάτι που έκφανση του φαινομένου της δουλείας, μολονότι ο ορισμός αυτής χρησιμοποιείται στα Στοιχεία Εγκλημάτων μόνο για την περιγραφή της γενετήσιας δουλείας[113].
Σχετικά με τη γενετήσια δουλεία τα Στοιχεία Εγκλημάτων αναφέρουν σχετικά τα εξής: 1. Ο δράστης ήσκησε οποιαδήποτε ή όλες τις εξουσίες που είναι σύμφυτες με το δικαίωμα ιδιοκτησίας επί ενός ή περισσοτέρων προσώπων, όπως για παράδειγμα η αγορά, η πώληση, η εκμίσθωση ή η ανταλλαγή τέτοιου προσώπου ή προσώπων ή η επιβολή παρόμοιας στέρησης της ελευθερίας” [1.The perpetrator exercised any or all of the powers attaching to the right of ownership over one or more persons, such as by purchasing, selling, lending or bartering such a person or persons, or by imposing on them a similar deprivation of liberty.]
Ο δράστης προκάλεσε τη συμμετοχή του προσώπου ή των προσώπων σε μία ή περισσότερες πράξεις σεξουαλικής φύσεως.[2. The perpetrator caused such person or persons to engage in one or more acts of a sexual nature.].
Για τον δε εξαναγκασμό σε πορνεία τα Στοιχεία Εγκλημάτων αναφέρουν τα κάτωθι:
1.Ο δράστης προκάλεσε τη συμμετοχή ενός ή περισσοτέρων προσώπων σε μια ή περισσότερες πράξεις σεξουαλικής φύσεως με τη βία ή με την απειλή βίας ή με εξαναγκασμό, όπως εκείνος που προκαλείται υπό τον φόβο της βίας, της απειλής, της παράνομης κατακράτησης, της ψυχολογικής πίεσης ή της κατάχρησης εξουσίας εναντίον τέτοιου ατόμου ή ατόμων ή εναντίον άλλου ατόμου, ή με την εκμετάλλευση ενός καταναγκαστικού περιβάλλοντος ή με την εκμετάλλευση τέτοιου προσώπου ή προσώπων ή με την εκμετάλλευση την ανικανότητας του ατόμου να παράσχει έγκυρη συναίνεση. [The perpetrator caused one or more persons to engage in one or more acts of a sexual nature by force, or by threat of force or coercion, such as that caused by fear of violence, duress, detention, psychological oppression or abuse of power, against such person or persons or another person, or by taking advantage of a coercive environment or such person’s or persons’ incapacity to give genuine consent].
Επιπλέον, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πληρούται εφόσον: 2.Ο δράστης ή άλλο άτομο απέκτησε ή αναμενόταν να αποκτήσει χρηματικό ή άλλο όφελος σε αντάλλαγμα για ή σε σύνδεση με πράξεις σεξουαλικής φύσεως. [2. The perpetrator or another person obtained or expected to obtain pecuniary or other advantage in exchange for or in connection with the acts of a sexual nature.]
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 περ. στ το έγκλημα του εξαναγκασμού σε εγκυμοσύνη συνίσταται στον παράνομο περιορισμό γυναίκας που κατέστη έγκυος δια της βίας, με την πρόθεση να επηρεαστεί η εθνική σύνθεση οποιουδήποτε πληθυσμού ή να πραγματοποιηθούν άλλες σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου. Ο ορισμός αυτός δεν μπορεί καθοιονδήποτε τρόπο να ερμηνευθεί ως επηρεάζων τις εθνικές νομοθεσίες που αφορούν την εγκυμοσύνη. Για την πληρωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται να έχει προκληθεί εγκυμοσύνη, ενώ απαιτείται και σκοπός του δράστη που συνίσταται στην επηρεασμό της εθνικής σύνθεσης οποιουδήποτε πληθυσμού ή στην επέλευση άλλων σοβαρών παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου[114].
Σχετικά με τον εξαναγκασμό σε στείρωση τα Στοιχεία Εγκλημάτων αναφέρουν τα εξής:
- Ο δράστης στέρησε από ένα ή περισσότερα πρόσωπα την βιολογική αναπαραγωγική τους ικανότητα [1. The perpetrator deprived one or more persons of biological reproductive capacity], ενώ σε σχετική υποσημείωση (υπ’ αριθμόν 19) διευκρινίζεται ότι “η αποστέρηση δεν προορίζεται να συμπεριλάβει μέτρα ελέγχου των γεννήσεων που έχουν μη μόνιμα αποτελέσματα στην πράξη [The deprivation is not intended to include birth-control measures which have a non-permanent effect in practice.]”
- Η συμπεριφορά δεν δικαιολογείτο από την ιατρική ή νοσοκομειακή περίθαλψη του εμπλεκομένου προσώπου ή των εμπλεκομένων προσώπων ούτε πραγματοποιήθηκε με την έγκυρη συναίνεσή τους [The conduct was neither justified by the medical or hospital treatment of the person or persons concerned nor carried out with their genuine consent.]. Σχετικά με τη συναίνεση διευκρινίζεται στην υποσημείωση υπ’ αριθμόν 20 ότι: Συμφωνείται ότι η “έγκυρη συναίνεση” δεν περιλαμβάνει τη συναίνεση που αποκτήθηκε μέσω παραπλάνησης [It is understood that “genuine consent” does not include consent obtained through deception].
Για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης της τελευταίας περίπτωσης του άρθρου παρ. 1ζ (άλλη μορφή γενετήσιας βίας παρόμοιας βαρύτητας), απαιτείται η χρήση μέσων που ταυτίζονται κατά περιεχόμενο με τα προβλεπόμενα στις άλλες τυποποιημένες περιπτώσεις. Πιο συγκεκριμένα απαιτείται ο δράστης να τέλεσε πράξξη σεξουαλικής φύσεως εις βάρος ενός ή περισσοτέρων θυμάτων με χρήση βίας ή απειλής βίας, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες το θύμα βρίσκεται σε ευάλωτη θέση (είτε λόγω της υποβολής του στην εξουσία του δράστη ή γενικώς σε περιβάλλον καταπίεσης) ή να ευρίσκεται σε φυσική ανικανότητα να παράσχει έγκυρη συναίνεση για τις ανωτέρω πράξεις)[115].
Ως προς την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της περίπτωσης ζ του άρθρου 7 παρ. 1, αρκεί η γενική υποκειμενική υπόσταση του άρθρου 30, με δύο όμως εξαιρέσεις:
Πρώτον, την περίπτωση του “εξαναγκασμού σε εγκυμοσύνη” για την οποία αναφέραμε ήδη ότι προϋποτίθεται από την πλευρά του δράστη σκοπός που συνίσταται στην επηρεασμό της εθνικής σύνθεσης οποιουδήποτε πληθυσμού ή στην επέλευση άλλων σοβαρών παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου.
Δεύτερον, την περίπτωση της “άλλης μορφής γενετήσιας βίας παρόμοιας βαρύτητας” για την οποία το στοιχείο 3 των Στοιχείων Εγκλημάτων ορίζει ότι ο δράστης θα πρέπει να είχε επίγνωση (δηλαδή βέβαιη γνώση) των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βαρύτητα της συμπεριφοράς του [The perpetrator was aware of the factual circumstances that established the gravity of the conduct.]. Στην περίπτωση αυτή, επομένως απαιτείται όχι μόνο η αντικειμενική συμπεριφορά του δράστη να είναι ίσης βαρύτητας με της υπόλοιπες γενετήσιες προσβολές, αλλά και να γίνεται αντιληπτή ως τέτοια[116].
Β.4.8. Η δίωξη (άρ. 7 παρ.1 περ. η)
Η περίπτωση η του άρθρου 7 παρ. 1 τυποποιεί ως επί μέρους αδίκημα δυνάμενο να θεμελιώσει το (αθροιστικό) έγκλημα κατά της ανθρωπότητας την δίωξη κατά οποιασδήποτε αναγνωρίσιμης ομάδας ή κοινότητας για λόγους πολιτικούς, φυλετικούς, εθνικούς, εθνοτικούς, πολιτιστικούς, θρησκευτικούς ή λόγους φύλου, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 3[117], ή άλλους λόγους που αναγνωρίζονται παγκοσμίως ως ανεπίτρεπτοι κατά το διεθνές δίκαιο σε σχέση με οποιαδήποτε πράξη που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο ή οποιοδήποτε έγκλημα εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Σύμφωνα δε με την ερμηνευτική διάταξη περίπτωσης ζ της παραγράφου 2 “Δίωξη” σημαίνει την με πρόθεση και βαρείας μορφής στέρηση θεμελιωδών δικαιωμάτων σε αντίθεση προς το διεθνές δίκαιο εξ αιτίας της ταυτότητας της ομάδας ή κοινότητας. Στην εν λόγω διάταξη ανευρίσκονται τα εξής δύο βασικά χαρακτηριστικά της δίωξης ως εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας είναι τα εξής:
- στέρηση βασικών δικαιωμάτων ομάδας ή κοινότητας σε αντίθεση με το διεθνές δίκαιο (εγκληματική συμπεριφορά)
- τέλεση της ανωτέρω συμπεριφοράς εξαιτίας της ταυτότητάς της ομάδας ή κοινότητας (κίνητρο)
Η ύπαρξη της δίωξης προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση την προηγούμενη κατάφαση κάποιου άλλου εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας από εκείνα που τυποποιούνται στο άρθρο 7 παρ. 1 ή σε κάθε περίπτωση κάποιου από τα υπόλοιπα εγκλήματα των άρθρων 6 (Γενοκτονία) ή 8 (Εγκλήματα Πολέμου) για τα οποία έχει δικαιοδοσία το ΔΠΔ. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το συνδυασμό των στοιχείων 1 και 4 των Στοιχεία Εγκλημάτων για το έγκλημα της δίωξης όπου αναφέρεται ότι:
- Ο δράστης στέρησε σε σημαντικό βαθμό κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου ένα ή περισσότερα πρόσωπα από τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. [The perpetrator severely deprived, contrary to international law, one or more persons of fundamental rights]
- Η ως άνω συμπεριφορά τελούσε σε σχέση με οποιαδήποτε πράξη από αυτές που τυποποιούνται στο άρθρο 7, παράγραφος 1 του Καταστατικού ή με οποιοδήποτε έγκλημα από αυτά που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. [The conduct was committed in connection with any act referred to in article 7, paragraph 1, of the Statute or any crime within the jurisdiction of the Court].
Η δίωξη διαφέρει από τα υπόλοιπα εγκλήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 7 παρ. 1 -πλην της εξόντωσης κατ’ άρθρο 7 παρ. 1 β- κατά το ότι θα πρέπει να στρέφεται κατά “οποιασδήποτε αναγνωρίσιμης ομάδας ή κοινότητας” και ως εκ τούτου μία και μόνη πράξη στρεφόμενη κατά ενός μόνο αμάχου δεν θα αρκεί για την πλήρωση της αντικειμενικής της υποστάσεως[118]. Πάντως, τα περισσότερα πρόσωπα κατά των οποίων πρέπει να στρέφεται η δίωξη δεν απαιτείται να είναι τόσα κατ’ αριθμον ώστε να συγκροτούν πληθυσμό[119]. Η τυποποιούμενη συμπεριφορά στην περίπτωση της δίωξης είναι ένα όλον αποτελούμενο από μερικότερες πράξεις που όλες φέρουν ένα κοινό στοιχείο απαξίας: τη στέρηση των δικαιωμάτων καθενός από τα μέλη της ομάδας ή κοινότητας και υπ’ αυτό το πρίσμα η δίωξη μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία περίπτωση αθροιστικού εγκλήματος[120]. Η ιδιαίτερη απαξία της δίωξης σε σχέση με τα επιμέρους εγκλήματα με τα οποία αναγκαίως συνυπάρχει έγκειται στην προσπάθεια εκθεμελίωσης του συνεκτικού ιστού της ομάδας που στοχοποιείται, γι’ αυτό και έχει ως φυσικούς αυτουργούς πρωτίστως αυτούς που την ενορχηστρώνουν και όχι απαραίτητα αυτούς που βρίσκονται σε εγγύτερο σύνδεσμο με τις επιμέρους πράξεις[121].
Τα δικαιώματα τη στέρηση των οποίων προκαλεί η δίωξη θα πρέπει να είναι τέτοια που να μπορούν να χαρακτηρίσουν ολόκληρη την ομάδα, συνδέοντας τα μέλη της μεταξύ τους, επισημαίνεται δε σχετικώς ότι για τους σκοπούς του άρθρου 7 παρ. 2 περ.2 θα πρέπει επιπλέον τα δικαιώματα αυτά να προστατεύονται στο ίδιο το Καταστατικό, όπως επίσης και ότι τα περιουσιακά δικαιώματα συμπεριλαμβάνονται στις κατηγορίες των δικαιωμάτων που μπορεί να θίγονται μέσω πρακτικών δίωξης, καθώς αν και δεν περιλαμβάνονται στις προσβολές του άρθρου 7 παρ. 1, συνδέονται ωστόσο με το άρθρο 8 το οποίο τυποποιεί ως εγκλήματα πολέμου σειρά προσβολών κατά της ιδιοκτησίας και τη περιουσίας[122].
Υποκειμενικά, απαιτείται πλήρωση της γενικής υποκειμενικής υπόστασης του άρθρου 30 και επιπλέον η ύπαρξη ειδικού κινήτρου δίωξης των θυμάτων “για λόγους πολιτικούς, φυλετικούς, εθνικούς, εθνοτικούς, πολιτιστικούς, θρησκευτικούς ή λόγους φύλου, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 3, ή άλλους λόγους που αναγνωρίζονται παγκοσμίως ως ανεπίτρεπτοι κατά το διεθνές δίκαιο”[123]. Το ειδικό αυτό κίνητρο συνιστά ειδικό στοιχείο του δόλου, δηλαδή στοιχείο που εξειδικεύει τον απαιτούμενο δόλο του δράστη και όχι υπερχειλές τμήμα της υποκειμενικής υπόστασης του εν θέματι εγκλήματος[124].
Β.4.9. Βίαιη εξαφάνιση προσώπων (άρ. 7 παρ. 1 περ. θ)
Σύμφωνα με τον σχετικό ορισμό του άρθρου 7 παρ. 2 περ. (θ) “Βίαιη εξαφάνιση προσώπου” σημαίνει τη σύλληψη, κράτηση ή αρπαγή προσώπων από ένα Κράτος ή μια πολιτική οργάνωση ή με την άδεια, υποστήριξη ή συναίνεση αυτών, οι οποίες ακολουθούνται από άρνηση παραδοχής αυτής της στέρησης της ελευθερίας ή της παροχής πληροφοριών για την τύχη ή τον εντοπισμό των προσώπων αυτών, με πρόθεση [να] αποστερηθούν της προστασίας του νόμου για παρατεταμένο χρονικό διάστημα”.
Φυσικός αυτουργός του εγκλήματος σύμφωνα με τον ανωτέρω ορισμό, δεν είναι μόνο όποιος προβαίνει στη σύλληψη, κράτηση ή αρπαγή του θύματος, αλλά και όποιος αρνείται να αναγνωρίσει την τέλεση των πράξεων αυτών ή να παράσχει πληροφορίες για την τύχη ή τον εντοπισμό τους, εφόσον (στη δεύτερη αυτή περίπτωση) πρόκειται για πρόσωπο που είχε υποχρέωση εκ της θέσεώς του να διερευνήσει τέτοια περιστατικά ή να ενημερώσει σχετικά με αυτά.
Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος θα πρέπει να έχει προηγηθεί σχετικό αίτημα, αφού η διάταξη κάνει λόγο για “άρνηση” και όχι για “παράλειψη” παραδοχής ή παροχής πληροφοριών. Πρόκειται λοιπόν για έγκλημα σύνθετης συμπεριφοράς που συνίσταται σε μια ενέργεια (συλληψη, κράτηση, αρπαγή) και σε μια παράλειψη, με την τεχνική έννοια του όρου αυτή τη φορά (άρνηση παραδοχής ή παροχής πληροφοριών).
Τα Στοιχεία Εγκλημάτων στο μέτρο που δεν επαναλαμβάνουν τον ορισμό του άρθρου 7 παρ. 2 περ. θ εισφέρουν ως προς τις αντικειμενικές προϋποθέσεις του υπό εξέταση εγκλήματος τα εξής:
Πρώτον ότι οι πράξεις που συνιστούν “βίαιη εξαφάνιση προσώπων” θα πρέπει είτε να έχουν τελεστεί από ένα κράτος ή μια πολιτική οργάνωση ή έστω με την συναίνεση αυτών[125].
Δεύτερον ότι αναγνωρίζεται η δυνατότητα χρονικής σύμπτωσης της εξαφάνισης με την άρνηση παραδοχής, ενώ ο ανωτέρω ορισμός του άρθρου 7 παρ. 2 περ. θ ορίει ότι η άρνηση παραδοχής έπεται της εξαφάνισης[126].
Τρίτον, ότι ως φυσικός αυτουργός χαρακτηρίζεται και όποιος διατήρησε/συνέχισε μια ήδη υπάρχουσα κατακράτηση ενεργώντας ενδεχομένως και μετά την άρνηση παραδοχής αυτής της κατάστασης[127].
Σε επίπεδο υποκειμενικής υπόστασης τα Στοιχεία Εγκλημάτων εισάγουν μιαν απόκλιση από τον κανόνα του άρθρου 30 προς την κατεύθυνση της περιστολής του αξιοποίνου: Σύμφωνα με το στοιχείο υπ’ αριθμόν 3 επί τού άρθρου 7 παρ.1 περ. ι απαιτείται ο δράστης να είχε επίγνωση (δηλαδή βέβαιη γνώση) είτε του ότι η σύλληψη ή κατακράτηση ή απαγωγή θα ακολουθηθεί κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων από άρνηση παραδοχής της στέρησης της ελευθερίας ή της παροχής πληροφοριών σχετικά με την τύχη ή τη θέση του θύματος[128] είτε ότι η άρνηση είχε προηγηθεί ή συνοδεύτηκε από τη στέρηση της ελευθερίας. [The perpetrator was aware that: (a) Such arrest, detention or abduction would be followed in the ordinary course of events by a refusal to acknowledge that deprivation of freedom or to give information on the fate or whereabouts of such person or persons; or (b) Such refusal was preceded or accompanied by that deprivation of freedom.]. Σύμφωνα δε με την υποσημείωση υπ’ αριθμόν 28 στην περιπτωση δράστης ο οποίος διατήρησε υπάρχουσα κατακράτηση, το εν λόγω στοιχείο θα πληροίτει εφόσον ο δράστης είχε επίγνωση της ότι η άρνηση παραδοχής είχε ήδη συντελεσθεί. [It is understood that, in the case of a perpetrator who maintained an existing detention, this element would be satisfied if the perpetrator was aware that such a refusal had already taken place].
Περαιτέρω σύμφωνα με τον ορισμό του εν θέματι εγκλήματος όπως δίδεται στο άρθρο 7 παρ. 2 περ. (θ), απαιτείται σε επίπεδο υποκειμενικό ο δράστης να είχε πρόθεση να αποστερήσει το θύμα από την προστασία του νόμου για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Η αξίωση αυτή καθιστά τη βίαιη εξαφάνιση προσώπων έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί όμως ότι προσκτάται δια μόνου του στοιχείου αυτού και χαρακτήρα διαρκούς εγκλήματος. Το έγκλημα είναι κατ’ αρχήν στιγμιαίο (πλην της περίπτωσης που τελείται με κατακράτηση), καθώς ο σκοπός στέρησης του θύματος από την προστασία του νόμου για παρατεταμένο διάστημα αρκεί να ενυπάρχει στο μυαλό του δράστη κατά τη στιγμή της αρπαγής ή της (στιγμιαίας) στέρησης, (χωρίς ωστόσο να είναι και αναγκαίο να υπάρχει από την πρώτη στιγμή της εγκληματικής συμπεριφοράς)[129].
Β.4.10. Φυλετικός διαχωρισμός (άρ. 7 παρ. 1 περ. ι)
Στην παράγραφο. 2 περίπτωση (η) του άρθρου 7 τυποποιείται τό έγκλημα του φυλετικού διαχωρισμού, ευρέως γνωστό και με την ονομασία απαρτχάιντ. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη “Φυλετικός διαχωρισμός” σημαίνει απάνθρωπες πράξεις παρόμοιου χαρακτήρα όπως οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1, που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο θεσμοθετημένου καθεστώτος συστηματικής καταπίεσης και κυριάρχησης μιας φυλετικής ομάδας επί οποιασδήποτε άλλης φυλετικής ομάδας ή ομάδων και διαπραττόμενες με πρόθεση τη διατήρηση του καθεστώτος αυτού.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ως εάν η ανωτέρω διάταξη να θεσπίζει μια ειδική περίπτωση του εγκλήματος της δίωξης επί τη βάσει φυλετικών κριτηρίων, στην πραγματικότητα όμως η νομοτυπική μορφή του φυλετικού διαχωρισμού παρίσταται αλλού ευρύτερη και αλλού στενότερη σε σχέση με το έγκλημα της δίωξης:
Στενότερη είναι η αντικειμενική υπόσταση του φυλετικού διαχωρισμού, πρώτον, ως προς την ιδιότητα των θυμάτων τα οποία προσδιορίζονται μόνο με κριτήρια φυλετικά και, δεύτερον, ως προς το ότι το έγκλημα του φυλετικού διαχωρισμού πρέπει να τελείται όχι απλώς στο γενικό πλαίσιο (chapeau) της ευρείας ή συστηματικής επίθεσης της παρ. 1 αλλά συγκεκριμένα υπό καθεστώς apartheid, δηλαδή εντός ενός θεσμοθετημένου καθεστώτος συστηματικής καταπίεσης και κυριάρχησης μιας φυλετικής ομάδας επί οποιασδήποτε άλλης φυλετικής ομάδας ή ομάδων, το οποίο φυσικά με τη σειρά του θα εντάσσεται ή θα ταυτίζεται με μια ευρεία ή συστηματική επίθεση εναντίον αμάχων[130]. Έχουμε δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση τρία επάλληλα επίπεδα συγκρότησης της αντικειμενικής υπόστασης αντί για δύο: i) στο κατώτερο επίπεδο βρίσκονται οι επιμέρους πράξεις εκάστου δράστη, ii) στο ενδιάμεσο επίπεδο συναντάμε ένα θεσμοποιημένο καθεστώς διαχωρισμού βάσει φυλετικών κριτηρίων (καθεστώς απαρτχάιντ) στο οποίο εντάσσονται οι επιμέρους πράξεις και, iii) στο ανώτατο επίπεδο βρίσκεται το γενικό πλαίσιο (chapeau) της ευρείας ή συστηματικής επίθεσης του άρθρου 7 παρ. 1.
Ευρύτερη, όμως, είναι η αντικειμενική υπόσταση του εν θέματι εγκλήματος σε σχέση με εκείνην της δίωξης πρώτον ως προς το καθαυτό αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς στην περίπτωση του απαρτχάιντ οι επιμέρους εγκληματικές πράξεις είναι δυνατόν να στρέφονται κι εναντίον μεμονωμένων ατόμων, ενώ στην περίπτωση της δίωξης ως ελάχιστη εγκληματική μονάδα ορίζεται μία “ομάδα” ή “κοινότητα”[131]. Δεύτερον, το έγκλημα του απαρτχάιντ δεν συνίσταται υποχρεωτικά στη διάπραξη κάποιας από πράξεις του άρθρου 7 παρ. 1 όπως στην περίπτωση της δίωξης, αλλα αρκείται σε απάνθρωπες πράξεις παρόμοιου χαρακτήρα όπως οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1, σύμφωνα δε με την υποσημείωση 29 στα Στοιχεία Εγκλημάτων, ο όρος χαρακτήρας αναφέρεται στη φύση και τη βαρύτητα της πράξης[132]. Ως τέτοιες πράξεις παρόμοιου χαρακτήρα μπορούν να χαρακτηριστούν και περιουσιακές προσβολές εις βάρος αμάχων (λ.χ. αδικαιολόγητες απαλλοτριώσεις, καταστροφές οικιών κ.τ.λ.).
Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος ακολουθεί την τριεπίπεδη δομή της αντικειμενικής: i) για τις επιμέρους πράξεις του δράστη απαιτείται η πλήρωση της γενικής υποκειμενικής υπόστασης του άρθρου 30, ii) για δε την ένταξη των πράξεων του δράστη στο καθεστώς απαρτχάιντ, σύμφωνα με τα Στοιχεία Εγκλημάτων αφ’ ενός απαιτείται επίγνωση των πραγματικών περιστάσεων που προσδίδουν στην πράξη του τον χαρακτήρα φυλετικής διάκρισης (στοιχείο υπ’ αριθμόν 3[133]) και αφετέρου πρόθεση διατήρησης του καθεστώτος απαρτχάιντ μέσω των πράξεων αυτών (στοιχείο υπ’ αριθμόν 5[134]), η οποία συνιστά ειδικό στοιχείο του δόλου[135] iii) τέλος, κατά τα γενικώς ισχύοντα, ο δράστης θα πρέπει να τελεί και σε γνώση της ευρείας ή συστηματικής επίθεσης εναντίον άμαχου πληθυσμού στην οποία εντάσσονται έμμεσα και οι δικές του πράξεις
Β.4.11. Άλλες απάνθρωπες πράξεις παρόμοιου χαρακτήρα (άρ. 7 παρ. 1 περ. κ)
Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 περ. κ εισάγει μια γενική ρήτρα, σκοπός της οποίας είναι να περιλάβει όσες πράξεις εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής των υπόλοιπων τυποποιημένων περιπτώσεων του άρθρου 7, εφόσον παρίστανται ουσιωδώς όμοιες με εκείνες κατά τη φύση και τα αποτελέσματά τους. Ειδικότερα η ανωτέρω διάταξη θέτει εντός του πεδίου εφαρμογής του γενικού κανόνα του άρθρου 7 παρ. 1 “Άλλες απάνθρωπες πράξεις παρόμοιου χαρακτήρα οι οποίες με πρόθεση προκαλούν μεγάλο πόνο ή βαρεία σωματική βλάβη ή βαρεία βλάβη της διανοητικής ή σωματικής υγείας”.
Ο ανωτέρω ορισμός καλύπτει δυνητικά μεγάλο εύρος συμπεριφορών, ώστε αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο υπερβολικής διεύρυνσης του αξιοποίνου του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, γι’ αυτό και παρίσταται ανάγκη ερμηνείας του κατά τρόπον ώστε να περιορίζεται το αξιόποινο σε λογικά πλαίσια.
Έναν περιορισμό του αξιοποίνου σε επίπεδο αντικειμενικό εισάγουν τα Στοιχεία Εγκλημάτων υπ’ αριθμόν 1 και 2 τα οποία εξειδικεύουν την αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων που δύνανται να υπαχθούν στη γενική ρήτρα ορίζοντας τα κάτωθι:
- Ο δράστης προκάλεσε μεγάλο πόνο ή σοβαρή βλάβη στο σώμα ή τη σωματική ή ψυχική υγεία του θύματος μέσω μιας απάνθρωπης πράξης [1. The perpetrator inflicted great suffering, or serious injury to body or to mental or physical health, by means of an inhumane act.]
- Η πράξη αυτή έφερε χαρακτήρα[136] παρόμοιο με κάποια άλλη πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος ένα του Καταστατικού. [2. Such act was of a character similar to any other act referred to in article 7, paragraph 1, of the Statute.]
Από τα ανωτέρω στοιχεία εξάγονται τα εξής συμπεράσματα[137]:
α. Ότι στην έννοια της απάνθρωπης πράξης μπορούν να υπαχθούν μόνο ουσιαστικά εγκλήματα, δηλαδή εγκλήματα των οποίων η απαξία έγκειται στην επέλευση ορισμένου αποτελέσματος που μπορεί να αποδοθεί στον δράστη και όχι εγκλήματα των οποίων η απαξία έγκειται αποκλειστικά στην επίδειξη ορισμένη συμπεριφοράς από αυτόν
β. Ότι (με την εξαίρεση της δίωξης και του απαρτχάιντ) ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας μπορούν να χαρακτηριστούν μόνο προσωποπαγείς και όχι περιουσιακές προσβολές.
γ. Ότι θα πρέπει η συμπεριφορά στο σύνολό της να είναι τέτοια που να ομοιάζει προς τις υπόλοιπες τυποποιημένες περιπτώσεις του άρθρου 7 παρ. 1 τόσο ως προς τη φύση όσο και ως προς τη βαρύτητα.
Σημαντική ένδειξη για το ποιές πράξεις μπορούν να υπαχθούν στην έννοια της απάνθρωπης πράξης (ή συμπεριφοράς), όπως αυτή σκιαγραφήθηκε ανωτέρω, παρέχουν τα εγκλήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 8 (για τα Εγκλήματα Πολέμου) ως προσβολές της σωματικής ακεραιότητας. Τέτοιες είναι η “πρόκληση μεγάλης δοκιμασίας ή σοβαρής βλάβης με πρόθεση” (άρ. 8 παρ. 2 περ α υπό iii)[138] ή η “υποβολή σε σωματικό ακρωτηριασμό” (άρ. 8 παρ. 2 περ. β υπό x), στην έννοια του οποίου πρέπει να περιληφθεί όχι μόνο η αποκοπή των άνω και κάτω άκρων αλλά και η αφαίρεση εσωτερικών ή εξωτερικών οργάνων και άλλες βλάβες του σώματος που υπάγονται στην έννοια της “βαριάς σωματικής βλάβης” του ελληνικού ποινικού δικαίο , καθώς επίσης και πράξεις που προσιδιάζουν σε βασανιστήρια πλην όμως ελλείπει από αυτές ο απαιτούμενος σκοπός ,λ.χ. ξυλοδαρμός κρατουμένων, εγκλεισμός σε στρατόπεδα υπό συνθήκες οριακής επιβίωσης κ..α[139].
Στη γενική ρήτρα του άρθρου 7 παρ.1 περ. κ μπορεί να υπαχθει και το έγκλημα της υποβολής προσώπων σε βιολογικά πειράματα που ο Καταστατικός νομοθέτης σχετίζει άμεσα με την έννοια της απάνθρωπης μεταχείρισης κατ’ άρθρον 8 παρ. 2 περ. α υπό ii[140], ενώ το ίδιο μπορεί να ισχύσει υπό προϋποθέσεις και για τις προσβολές κατά της προσωπικής αξιοπρέπειας, και ιδιαίτερα την ταπεινωτική και εξευτελιστική μεταχείριση (άρθρο 8 παρ.2 περ. γ υπό ii)[141],.
Σε επίπεδο υποκειμενικής υπόστασης, σύμφωνα με τα Στοιχεία Εγκλημάτων υπ’ αριθμόν 3, απαιτείται επίγνωση (= βέβαιη γνώση) από την πλευρά του δράστη σχετικά με τη συνδρομή των αντικειμενικών προϋποθέσεων που καθιστούν τη συμπεριφορά του απάνθρωπη[142], χωρίς ωστόσο να είναι αναγκαίο ο δράστης να έχει η συνείδηση της υπαγωγής της συμπεριφοράς του στη νομική έννοια της απάνθρωπης πράξης.
ΜΕΡΟΣ Γ. – Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ
Γ.1. Οι διατάξεις του άρθρου 6 του ΚΔΠΔ για το έγκλημα της Γενοκτονίας
Το έγκλημα της γενοκτονίας τυποποιείται στο άρθρο 6 ΚΔΠΔ το οποίο ορίζει τα εξής:
Για τους σκοπούς του παρόντος Καταστατικού, “γενοκτονία” σημαίνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις οι οποίες διαπράττονται με την πρόθεση καταστροφής, εν όλω ή εν μέρει, μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, ως τέτοιας:
(α) Ανθρωποκτονία με πρόθεση μελών της ομάδας
(β) Πρόκληση βαρείας σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας
(γ) Με πρόθεση επιβολή επί της ομάδας συνθηκών ζωής υπολογισμένων να επιφέρουν τη φυσική καταστροφή της εν όλω ή εν μέρει
(δ) Επιβολή μέτρων που σκοπεύουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων εντός της ομάδας
(ε) Δια της βίας μεταφορά παιδιών της ομάδας σε άλλη ομάδα.
Ευθύς εξ αρχής πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το άρθρο 6 ΚΔΠΔ αναπαράγει αυτούσιο το άρθρο 2 της Σύμβασης για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας (ΣΠΚΕΓ) του 1948, επομένως οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου τόσο από την πλευρά της θεωρίας όσο και –κυρίως– της νομολογίας, ιδίως δε εκείνες των δύο ad hoc διεθνών ποινικών δικαστηρίων για τη Ρουάντα (ΔΠΔΡ) και την πρώην Γιουγκοσλαβία (ΔΠΔΓ), προσφέρονται και για την ερμηνεία του άρθρου 6 του ΚΔΠΔ[143].
Για το έγκλημα, λοιπόν της γενοκτονίας δεν τίθεται ως γενικό πλαίσιο μια αντικειμενική συνθήκη, όπως η ευρεία ή συστηματική κ.τ.λ. επίθεση που στρέφεται κατά αμάχου πληθυσμού) εντός της οποίας πρέπει να τελούνται οι επιμέρους εγκληματικές πράξεις, όπως συμβαίνει με τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Απεναντίας, το άρθρο 6 του ΚΔΠΔ προβλέπει πέντε περιπτώσεις επιμέρους εγκληματικών πράξεων οι οποίες πρέπει να τελούνται “με την πρόθεση καταστροφής εν όλω ή εν μέρει, μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, ως τέτοιας”, ώστε να καταφαθεί το έγκλημα της γενοκτονίας. Γίνεται δεκτό, όπως και στην περίπτωση των εγκλημάτων πολέμου ότι γενοκτονία είναι δυνατόν να τελεστεί τόσο κατά τη διάρκεια μιας ένοπλης σύγκρουσης διεθνούς ή μη διεθνούς χαρακτήρα, όσο και κατά τη διάρκεια της ειρήνης[144].
Γ.2 Υποκειμενική υπόσταση
Για το έγκλημα της γενοκτονίας έχει προβλεφθεί ειδική υποκειμενική υπόσταση κατά παρέκκλιση από τον κανόνα του άρθρου 30 παρ. 1. Όπως προκύπτει από το άρθρο 6 ΚΔΠΔ, προϋπόθεση για την κατάφαση της γενοκτονίας είναι ο δράστης να έχει συγκεκριμένη πρόθεση καταστροφής εν όλω ή εν μέρει της ομάδας στόχου κατά τη διάπραξη των επιμέρους εγκληματικών πράξεων. Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο η γενοκτονία χαρακτηρίζεται ως έγκλημα ειδικού δόλου (dolus specialis ή δόλος εκ του αποτελέσματος)[145]. Η πραγμάτωση του σκοπού του δράστη για καταστροφή της ομάδας διέρχεται αναγκαίως μέσα από την προσβολή του εκάστοτε ατόμου, ώστε οι επιμέρους προσβολές ατομικών αγαθών ως προς το έγκλημα της γενοκτονίας να τελούν σε σχέση μέσου προς σκοπό[146]. Οίκοθεν νοείται ότι για την τέλεση των επιμέρους προσβολών ατομικών αγαθών, όπως π.χ. ανθρωποκτονία από πρόθεση απαιτείται δόλος α΄ βαθμού[147]. Τούτο έχει αποτυπωθεί και νομολογιακά, καθώς σε σχετική απόφαση[148] έχει κριθεί ότι το έγκλημα της γενοκτονίας αποτελείται από δύο στοιχεία υποκειμενικής υπόστασης: “i. Ένα γενικό στοιχείο υποκειμενικής υπόστασης που πρέπει να καλύπτει κάθε πράξη γενοκτονίας που αναφέρεται στο άρθρο 6(α) έως (ε) του Καταστατικού, και το οποίο αποτελείται από την προϋπόθεση πρόθεσης και γνώσης του άρθρου 30 και ii. ένα επιπρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης, που συνήθως αναφέρεται ως “dolus specialis” ή δόλος εκ του αποτελέσματος, σύμφωνα με το οποίο κάθε πράξη γενοκτονίας θα πρέπει να διεξαχθεί με την «πρόθεση να καταστραφεί εν όλω ή εν μέρει» η ομάδα-στόχος”.
Ένα ειδικότερο ζήτημα που έχει απασχολήσει τη θεωρία και νομολογία σχετίζεται με το αν απαιτείται ο δράστης της γενοκτονίας να ακολουθούσε συγκεκριμένο γενοκτονικό σχέδιο ή αν αρκεί απλώς η γνώση τέτοιου σχεδίου: Μερίδα της νομολογίας θεωρεί ως στοιχείο που απορρέει από τον ειδικό δόλο του δράστη (και) την ύπαρξη γενοκτόνου σχεδίου εκ μέρους του[149] ή κατ’ άλλη διατύπωση την ύπαρξη πολιτικής που σκοπεί στην τέλεση του εγκλήματος[150] και επομένως θεωρεί ότι τα διαπραττόμενα εγκλήματα πρέπει να αποτελούν μέρος ενός συνολικού σχεδίου για την καταστροφή μιας ομάδας. Σύμφωνα με μια τελολογική προσέγγιση του ζητήματος, η ενέργεια βάσει σχεδίου θα απαιτείται όταν ο δράστης έχει ηγετικό ή οργανωτικό ρόλο και ενεργεί από την κορυφή ή από τα μέσα της επίπεδα της ιεραρχίας, ενώ όταν πρόκειται για τους εκτελεστές, οι οποίοι επέχουν θέση συνεργών στην εφαρμογή του γενοκτόνου σχεδίου θα αρκεί η γνώση τους[151].
Συναφώς προς τα ανωτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι στα Στοιχεία Εγκλημάτων προβλέφθηκε ως πρόσθετο στοιχείο στο άρθρο 6 ότι η συμπεριφορά του δράστη: “έλαβε χώρα στο πλαίσιο ενός πρόδηλου προτύπου παρόμοιας συμπεριφοράς στρεφόμενης κατά της ομάδας ή επρόκειτο για συμπεριφορά που θα μπορούσε από μόνη της να επιφέρει μια τέτοια καταστροφή” [The conduct took place in the context of a manifest pattern of similar conduct directed against that group or was conduct that could itself effect such destruction.][152][153]. Πέραν δε αυτού του αντικειμενικού όρου, δηλαδή της απαίτησης η συμπεριφορά του δράστη να έλαβε χώρα στο πλαίσιο ενός πρόδηλου προτύπου συμπεριφοράς, δεν αξιώνεται ρητώς κάποιο αντίστοιχο υποκειμενικό στοιχείο, λ.χ. η γνώση εκ μέρους του δράστη ότι ενήργησε στο πλαίσιο αυτό[154], αν και σύμφωνα με την επιτροπή η οποία συνέταξε τα Στοιχεία Εγκλημάτων (PrepCom), η γνώση αυτή περιέχεται στο γενοκτόνο δόλο. Περαιτέρω, η επιτροπή διευκρίνισε ότι το ίδιο το πρότυπο παρόμοιας συμπεριφοράς δεν είναι απαραίτητο να εκδηλώνεται με γενοκτόνο δόλο ή κατ’ εφαρμογή ενός γενοκτόνου σχεδίου. Υπ’ αυτό το πρίσμα θεωρήσεως, θα αρκούσε για τη θεμελίωση του αξιοποίνου της γενοκτονίας ο δράστης να έχει τελέσει ανθρωποκτονία διεπόμενος ο ίδιος από τον δόλο του άρθρου 6 στο πλαίσιο μιας συλλογικής εκστρατείας βίας, που θα περιελάμβανε περισσότερες ανθρωποκτονίες, χωρίς όμως να υπηρετεί ένα γενοκτόνο σχέδιο[155].
Γίνεται δεκτό ότι η αναφορά στο ανωτέρω στοιχείο των Στοιχείων Εγκλημάτων περί συμπεριφοράς η οποία θα μπορούσε από μόνη της να οδηγήσει στην καταστροφή της ομάδας, αφορά περιπτώσεις στις οποίες ο δράστης με κεντρικό και λεπτομερή σχεδιασμό και έχοντας πρόσβασης σε δραστικά μέσα, π.χ. όπλα μαζικής καταστροφής, θα μπορούσε να προκαλέσει γενοκτονία[156]. Όπως έχει δεχθεί σε σχετική απόφασή του το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ΔΠΔΓ), διάπραξη γενοκτονίας από έναν μόνο δράστη είναι νοητή και ως εκ τούτου δυνατή, εφόσον αποδειχθεί η γενοκτόνος πρόθεση ενός μόνο ατόμου και δεν προκύπτει ευρεία υποστήριξη ενός συστήματος ή οργανισμού στη διάπραξη του εγκλήματος, παρότι στην πράξη κάτι τέτοιο θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να αποδειχθεί[157]. Πάντως, όπως παρατηρείται, η αναγνώριση ή μη της δυνατότητας τέλεσης γενοκτονίας από ένα μόνο άτομο έχει θεωρητικό μόνον ενδιαφέρον στο πλαίσιο μιας υποθετικής συζήτησης, καθώς δεν λαμβάνει υπόψιν τις ιστορικές ρίζες του εγκλήματος αυτού[158].
Γ.3 Αντικειμενική υπόσταση
Γ.3.1 Οι προστατευόμενες ομάδες
Οι όροι εθνική, εθνοτική, φυλετική ή θρησκευτική που προσδιορίζουν τον όρο ομάδα περιέχουν έναν σημαντικό βαθμό ασάφειας γι’ αυτό και, νομολογιακά τουλάχιστον, δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί συγκεκριμένα αντικειμενικά κριτήρια βάσει των οποίων να προσδίδεται σε μια ομάδα ένας από τους ανωτέρω προσδιορισμούς, θα πρέπει, εν τούτοις να σημειωθεί ότι μεταξύ αυτών ο όρος θρησκευτική είναι ο λιγότερο προβληματικός. Ένας υποτυπώδης και μάλλον μη ικανοποιητικός ορισμός εκάστου εκ των όρων αυτών επιχειρήθηκε από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Ρουάντα, για τις ανάγκες της υπόθεσης Ακαγιέσου με ρητή αναφορά στην υπόθεση Nottebohm του ΔΔ . Η ανωτέρω απόφαση έκρινε ότι: α.“μια εθνική ομάδα ορίζεται ως μια συλλογικότητα ανθρώπων οι οποίοι θεωρείται ότι συνδέονται μ’ ένα νομικό δεσμό βάσει κοινής ιθαγένειας, συνοδευόμενο από την αμοιβαιότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων”[159], β.“μια εθνοτική ομάδα ορίζεται γενικά ως μια ομάδα των οποίων τα μέλη μοιράζονται μια κοινή γλώσσα ή έναν πολιτισμό”[160], γ. “Ο συμβατικός ορισμός της φυλετικής ομάδας βασίζεται στα κληρονομούμενα φυσικά χαρακτηριστικά που συχνά ταυτίζονται με μια γεωγραφική περιοχή, ανεξάρτητα από γλωσσικούς, πολιτισμικούς, εθνικούς ή θρησκευτικούς παράγοντες”[161] και θρησκευτική “είναι μία ομάδα της οποίας τα μέλη μοιράζονται την ίδια θρησκεία, δόγμα ή τρόπο λατρείας”[162]. Στην πράξη πάντως το εν λόγω ζήτημα περί του περιεχομένου των ανωτέρω όρων δεν έχει προβληματίσει ιδιαιτέρως τη νομολογία, καθότι δεν έχει αμφισβητηθεί από τις εμπλεκόμενες πλευρές, γι’ αυτό και έχει παραμείνει νομικά ασχολίαστο[163].
Ως κριτήρια προσδιορισμού μιας ομάδας ως εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής έχουν χρησιμοποιηθεί μεταξύ άλλων τα υποκειμενικά κριτήρια του αυτοπροσδιορισμού (δηλαδή του προσδιορισμού της ομάδας ως εθνικής, θρησκευτικής κ.τ.λ. από τα ίδια τα μέλη της) ή του ετεροπροσδιορισμού από άλλους συμπεριλαμβανομένων και των δραστών[164], ενώ έχει προταθεί ως ορθότερος ο ad hoc προσδιορισμός της προστατευόμενης ομάδας με συνδυασμό υποκειμενικών και αντικειμενικών κριτηρίων[165]. Πάντως έχει κριθεί νομολογιακά –και αυτή είναι μάλλον και η κρατούσα άποψη της νομολογίας– ότι η αναγνώριση των χαρακτηριστικών της ομάδας θα πρέπει να γίνεται με τρόπο θετικό, επομένως δεν αρκεί ένας αρνητικός προσδιορισμός της ομάδας στόχου, π.χ. μη Σέρβοι[166].
Αδιάφορο, φυσικά, για την κατάφαση του εγκλήματος της γενοκτονίας είναι το γεγονός αν οι δράστες θεωρούν ότι δρουν στο πλαίσιο μιας “δημοκρατικής νομιμοποίησης” εκ μέρους μιας κοινωνικής πλειοψηφίας κατά μιας μειοψηφούσας ομάδας ή όχι[167]. Πρέπει, τέλος να επισημανθεί ότι η απαρίθμηση των ομάδων στο άρθρο 6 είναι περιοριστική. Οι πολιτικές, κοινωνικές, επαγγελματικές, γλωσσικές, ιδεολογικές, οικονομικές ή τυχόν άλλες ομάδες δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο προστασίας του ανωτέρω άρθρου διότι δεν αναφέρονται ρητά[168], ενδέχεται όμως να εμπίπτουν σε εκείνο του άρθρου 7 ΚΔΠΔ.
Γ.3.2 Η έννοια της εν μέρει καταστροφής:
Ως προς την ακριβή έννοια της “εν μέρει καταστροφής” μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, ως τέτοιας, έχουν δοθεί οι ακόλουθες τέσσερεις ερμηνείες:
α. Σύμφωνα με την πλέον συσταλτική ερμηνεία, ο όρος εν μέρει καταστροφή μιας εθνικής, εθνοτικής κ.τ.λ., σημαίνει ότι το αποτέλεσμα της καταστροφής είναι μεν μερικό, ωστόσο η πρόθεση πρέπει να καλύπτει την καταστροφή ολόκληρης της ομάδας[169].
β. Σύμφωνα με άλλη ερμηνεία την οποία υιοθέτησαν οι ΗΠΑ κατά την κύρωση της Σύμβασης για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, ο όρος εν μέρει δηλοί ένα αξιόλογο μέρος της ομάδας στόχου και πιο συγκεκριμένα “ένα μέρος μιας ομάδας τέτοιας αριθμητικής σημασίας που η καταστροφή ή απώλεια αυτού του μέρους θα προκαλούσε την καταστροφή μιας ομάδας ως βιώσιμης οντότητας μέσας στο έθνος”[170]. Η δε ερμηνεία αυτή αποτυπώθηκε και νομοθετικώς, καθότι οι ΗΠΑ εκύρωσαν το κείμενο της ΣΠΚΕΓ τροποποιημένο ως προς αυτό το σημείο αυτό, αντικαθιστώντας τον όρο “εν όλω ή εν μέρει” με τον όρο “εν όλω ή σε αξιόλογο μέρος” [in whole or in substantial part] [171].
Μια παραλλαγή της ερμηνείας του όρου εν μέρει ως αξιόλογου μέρους εδέχθη και το ΔΔ, χαρακτηρίζοντας το σημείο αυτό ως κρίσιμο, επειδή η πρόθεση γενοκτονίας πρέπει να στρέφεται προς τον αφανισμό ενός αξιόλογου τουλάχιστον μέρους της προστατευόμενης ομάδας, θεωρώντας, μάλιστας πως αυτό απαιτείται από την ίδια τη φύση του εγκλήματος της γενοκτονίας, αφού ο σκοπός είναι η διεθνής προστασία συγκεκριμένων ομάδων από εγκληματικές πράξεις καταστροφής τους, συνεπώς “το μέρος [ενν. της ομάδας] που καθίσταται στόχος πρέπει να είναι αρκετά σημαντικό, ώστε να έχει επίδραση στην ομάδα συνολικά”.[172]
γ. Μια τρίτη άποψη θεωρεί ότι στον όρο εν μέρει εμπεριέχεται τουλάχιστον ως έναν βαθμό και μια ποιοτική στάθμιση, εκτός από ποσοτική. Έτσι, ο όρος εν μέρει θα πρέπει να ερμηνευθεί ως “σημαντικό μέρος” [significant part] και πιο συγκεκριμένα ως μια υποομάδα η οποία είναι τόσο καίρια σε ποιοτικό επίπεδο, λόγω της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής της θέσεως ή των πνευματικών ή άλλων χαρακτηριστικών της, ώστε ο αφανισμός της μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην επιβίωση της ομάδας συνολικά, όπως π.χ. οι γυναίκες ή η πολιτική ηγεσία της ομάδας[173].
δ. Τέταρτη ερμηνεία της φράσης “εν όλω ή εν μέρει” θεωρεί ως σημαντικό κριτήριο τη γεωγραφική διάσταση της εγκληματικής πράξης. Τη δυνατότητα τέτοιας ερμηνείας έχει δεχθεί και η νομολογία, όπως ενδεικτικά το ΔΔ στην υπόθεση Βοσνίας-Ερζεγοβίνης κατά Σερβίας και Μαυροβουνίου, όπου το δικαστήριο απεφάνθη πως “είναι ευρέως δεκτό ότι γενοκτονία μπορεί να διαπιστωθεί ότι έχει διαπραχθεί όπου η πρόθεση είναι να καταστραφεί η ομάδα μέσα σε μια γεωγραφικά περιορισμένη περιοχή” [174].
Γ3.3 Οι επιμέρους εγκληματικές συμπεριφορές
α. Ανθρωποκτονία με πρόθεση μελών της ομάδας
Η πρώτη περίπτωση από τις επιμέρους εγκληματικές πράξεις με τις οποίες τελείται η γενοκτονία είναι η ανθρωποκτονία με πρόθεση μελών μιας ομάδας. Πρόκειται για τον πλέον άμεσο τρόπο καταστροφής εν όλω ή εν μέρει μιας ομάδας. Όπως στην περίπτωση του άρθρου 7 παρ. 1 περ.α, έτσι και εδώ έχει τεθεί σχετική υποσημείωση στο κείμενο των Στοιχείων Εγκλημα΄των σύμφωνα με την οποία “Ο όρος “σκότωσε” είναι εναλλάξιμος με τον όρο “προκάλεσε το θάνατο” [ The term “killed” is interchangeable with the term “caused death”.][175] και τούτο σημαίνει ότι στην έννοια της ανθρωποκτονίας περιλαμβάνονται και περιπτώσεις όπου ο δράστης έχει προκαλέσει τον θάνατο του θύματος με τρόπο έμμεσο. Κατά τα λοιπά μπορεί να ειπωθεί ότι και για την αντίστοιχη περίπτωση του άρθρου 7 παρ. 1 περ. α.
β. Πρόκληση βαρείας σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας
Σε αντίθεση με την περίπτωση της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, στην υπό εξέταση περίπτωση δεν επέρχεται άμεση απομείωση του πληθυσμού στόχου, ωστόσο οι σημαντικές και διανοητικές βλάβες οδηγούν αναπότρεπτα στη φυσική εξόντωση των παθόντων και στην αδυναμία να συνδράμουν στην ιστορική συνέχεια της πληθυσμιακής ομάδας στην οποία ανήκουν[176]. Εξυπακούεται βέβαια, πως η πρόκληση της βλάβης θα πρέπει να σκοπεί στην καταστροφή εν όλω ή εν μέρει του πληθυσμού στόχου και όχι να είναι αποτέλεσμα επελθόν εξ αμελείας.
Σύμφωνα με σχετική επεξηγηματική υποσημείωση που έχει τεθεί στο κείμενο των Στοιχείων Εγκλημάτων η συμπεριφορά αυτή μπορεί να περιλαμβάνει, αλλά δεν περιορίζεται υποχρεωτικά σε, πράξεις βασανισμού, βιασμού σεξουαλικής βίας ή απάνθρωπης ή απαξιωτικής μεταχείρισης. [This conduct may include, but is not necessarily restricted to, acts of torture, rape, sexual violence or inhuman or degrading treatment.][177]. Η διάταξη λοιπόν του άρθρου 6 περ. β, όπως συμπληρώνεται με την διευκρινιστική υποσημείωση των Στοιχείων Εγκλημάτων, λειτουργεί εν είδει ρήτρας, αντίστοιχα, ως ένα βαθμό προς την γενική ρήτρα του άρθρου 7 παρ. 1 περ. κ, σύμφωνα με την οποία τυποποιούνται ως επιμέρους εγκληματική συμπεριφορά δυνάμενη να θεμελιώσει έγκλημα κατά της ανθρωπότητας “Άλλες απάνθρωπες πράξεις παρόμοιου χαρακτήρα οι οποίες με πρόθεση προκαλούν μεγάλο πόνο ή βαρεία σωματική βλάβη ή βαρεία βλάβη της διανοητικής ή σωματικής υγείας”. Στην περίπτωση εκείνη είχε γίνει δεκτό ότι ένδειξη για το ποιές πράξεις μπορούν να υπαχθούν στην έννοια της απάνθρωπης πράξης (ή συμπεριφοράς), όπως αυτή σκιαγραφήθηκε στην οικεία ενότητα, παρέχουν τα εγκλήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 8 (για τα Εγκλήματα Πολέμου) ως προσβολές της σωματικής ακεραιότητας. Το ίδιο, φρονούμε θα πρέπει να γίνει δεκτό mutatis mutandis και εδώ, εφ’ όσον, βέβαια, πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του άρθρου 6 ΚΔΠΔ.
γ. Με πρόθεση επιβολή επί της ομάδας συνθηκών ζωής υπολογισμένων να επιφέρουν τη φυσική καταστροφή της εν όλω ή εν μέρει:
Οι συνθήκες αυτές αφορούν κυρίως την έκθεση της ομάδας σε κακουχίες, την αποστέρησή της από τα αναγκαία μέσα για τη σίτισή της (ιδίως τροφή και νερό), τον αποκλεισμό της από υπηρεσίες υγειονομικής ή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, την απαγόρευση ενδιαίτησης σε αξιοπρεπή και λειτουργικά καταλύματα, την έξωσή της από τις οικίες της και την υποχρέωσή της σε διαρκείς μετακινήσεις με τη διαρκή έκθεσή της στα καιρικά φαινόμενα, καθώς και τη διαρκή υποβολή της σε συνθήκες καταναγκαστικής εργασίας και διαρκών στερήσων και την αποκοπή της από κάθε μέσο για τη λειτουργική διαβίωσή της[178]. Οι αφόρητες αυτές συνθήκες, ακόμη κι αν δεν επιφέρουν άμεσα τη φυσική εξόντωση, θα καθιστούν αδύνατη τη βιολογική και ιστορική συνέχιση της ομάδας, καθώς θα καθιστούν αδύνατη την απόκτηση τέκνων, για τα οποία δεν θα υπάρχει δυνατότητα διατροφής, περίθαλψης και γενικώς εξασφάλισης των δυνατοτήτων επιβίωσης και ανάπτυξής τους[179].
δ. Επιβολή μέτρων που σκοπεύουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων εντός της ομάδας
Η τέταρτη περίπτωση επιμέρους εγκληματικής συμπεριφοράς που δύναται να θεμελιώσει το έγκλημα της γενοκτονίας δεν συνίσταται στη βλάβη των ήδη υπαρχόντων και ζώντων μελών της ομάδας (όπως συμβαίνει εν πολλοίς οι προηγούμενες τρεις περιπτώσεις) αλλά στην επιβολή μέτρων, τα οποία αποσκοπούν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων εντός της ομάδας με αποτέλεσμα τον προοπτικό αφανισμό της με τη μη γέννηση νέων μελών. Η διάταξη δεν ορίζει αν αξιώνεται τέτοια μέτρα να επιβάλλονται στους άνδρες (π.χ. στείρωση) ή τις γυναίκες (π.χ.στείρωση, υποχρεωτικές εκτρώσεις) κ.τ.λ. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι το αποτέλεσμα, δηλαδή η εν τοις πράγμασιν παρεμπόδιση των γεννήσεων, επομένως πρέπει να θεωρήσουμε ότι περιλαμβάνεται κάθε μέσο το οποίο είναι πρόσφορο να επιφέρει το αποτέλεσμα αυτό ακόμη κι αν έγκειται απλώς στον διαχωρισμό των ανδρών από τις γυναίκες με αποτέλεσμα την αδυναμία σύλληψης, εγκυμοσύνης και γεννήσεων[180]. Και στην περίπτωση αυτή η στοχευμένη γενοκτόνος πρακτική των υπαιτίων καθιστά εκ των πραγμάτων αδύνατη την ιστορική συνέχεια της στοχευμένης πληθυσμιακής ομάδας.
ε. Δια της βίας μεταφορά παιδιών της ομάδας σε άλλη ομάδα.
Τέλος, ανάμεσα στις εγκληματικές συμπεριφορές που δύνανται να στοιχειοθετήσουν το έγκλημα της γενοκτονίας συγκαταλέγεται και η δια της βίας μεταφορά παιδιών της ομάδας σε άλλη ομάδα, πράξη η οποία έχει και ουσιαστικό αντίκτυπο αλλά και εξόχως συμβολική σημασία[181]. Ο όρος παιδιά αναφέρεται σε άτομα κάτω των 18 ετών που ανήκουν στην ομάδα στόχο[182]. Ως προς αυτό το στοιχείο, τα Στοιχεία Εγκλημάτων διευκρινίζουν ότι ο δράστης θα πρέπει να γνώριζε ή να όφειλε να γνωρίζει ότι το άτομο ή τα άτομα ήταν ηλικίας κάτω των 18 ετών[183], και φυσικά, όπως σε κάθε περίπτωση έτσι και εδώ, η πράξη του δράστη θα πρέπει να αποσκοπούσε στην καταστροφή εν όλω ή εν μέρει της εθνικής, εθνοτικής, φυλετική ή θρησκευτικής ομάδας ως τέτοιας[184].
Σύμφωνα με την υποσημείωση υπ’ αριθμόν 5 “ο όρος δια της βίας δεν περιορίζεται στη φυσική/σωματική βία, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει απειλή βίας ή εξαναγκασμό, όπως εκείνος που προκαλείται από τον φόβο της βίας, τον καταναγκασμό την κατακράτηση, την ψυχολογική καταπίεση, ή την κατάχρηση εξουσίας, εναντίον ενός τέτοιου προσώπου ή προσώπων ή άλλου προσώπου ή με την εκμετάλλευση ενός καναταναγκαστικού περιβάλλοντος. [The term “forcibly” is not restricted to physical force, but may include threat of force or coercion, such as that caused by fear of violence, duress, detention, psychological oppression or abuse of power, against such person or persons or another person, or by taking advantage of a coercive environment”].
Δεδομένου ότι το γράμμα της διάταξης που δεν κάνει σχετική μνεία, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι το έγκλημα της γενοκτονίας καταφάσκεται ανεξάρτητα από τον βαθμό της εθνικής, εθνολογικής και θρησκευτικής μεταστροφής των βιαίως μεταφερθέντων παιδιών[185]. Με την ίδια συλλογιστική, φρονούμε, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η άλλη ομάδα στην οποία μεταφέρονται τα παιδιά δεν θα πρέπει να είναι κατ’ ανάγκην η ομάδα (εθνική, θρησκευτική κ.τ.λ.) στην οποία ανήκει ο δράστης ή οι δράστες αλλά μπορεί να είναι και τρίτη ομάδα. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, η βίαιη μεταφορά θα πρέπει να γίνεται προς τον σκοπό της καταστροφής εν όλω ή εν μέρει της ομάδας από την οποία μεταφέρονται τα παιδιά ως τέτοιας[186] και όχι απλώς για λόγους δημογραφικούς, στρατιωτικούς κ.τ.λ.
Βιβλιογραφία
Αδαμίδης Π. Το δίκαιο του πολέμου, 2022, Νομική Βιβλιοθήκη
Ναζίρης Ιωάννης, Το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας κατά το άρθρο 7 του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, 2009 (διδακτορική διατριβή, διαθέσιμη εις: https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/28846
Τσιλώνης Β., Η δικαιοδοσία του διεθνούς ποινικού δικαστηρίου, 2017, Νομική Βιβλιοθήκη
Χατζηκώστας Κ., Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, σε: Η αυτουργία στη νομολογία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, 2023, σ 324-328
Χατζηκώστας Κ., Η γενοκτονία, σε: Η αυτουργία στη νομολογία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, 2023, σ 328-333
[1] Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 128, ως πρωτότυπα κείμενα του ΚΔΠΔ ορίζονται (μόνο) το Αραβικό, το Κινεζικό, το Αγγλικό, το Γαλλικό, το Ρωσικό και το Ισπανικό, τα οποία λογίζονται ως εξίσου αυθεντικά. Επομένως, οπως επισημαίνεται, η ελληνική μετάφραση του κειμένου του ΚΔΠΔ που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 έχει απλώς ενημερωτικό χαρακτήρα και δεν δεσμεύει τον εφαρμοστή του δικαίου, όπως το πρωτότυπο κείμενο.Αυτή η διαπίστωση έχει σημασία σε περιπτώσεις απόκλισης της ελληνικής απόδοσης από το πρωτότυπο κείμενο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του ορισμού του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας που διαλαμβάνεται στο άρθρο 7: Συγκεκριμένα, το ελληνικό κείμενο κάνει λόγο για πράξη η οποία διαπράττεται ως μέρος “ευρείας κ α ι συστηματικής επίθεσης”, ενώ στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο γίνεται λόγος για ευρεία ή συστηματική επίθεση: “widespread o r systematic attack” βλ. Χατζηκώστα, όπ. π., σ. 324 υποσημ. 1423, Ναζίρης, όπ π., σ. 76-77.
[2] Συναφώς το άρθρο 17 του Καταστατικού ορίζει τα εξής:
- Έχοντας υπόψη την παράγραφο 10 του Προοιμίου και το άρθρο 1, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι μία υπόθεση είναι απαράδεκτη όταν:
(α) Η υπόθεση ερευνάται ή έχει ασκηθεί δίωξη από ένα Κράτος το οποίο έχει δικαιοδοσία επ’ αυτής, εκτός αν το Κράτος είναι απρόθυμο ή βρίσκεται σε αληθινή αδυναμία να εκτελέσει την έρευνα ή δίωξη.
(β) Η υπόθεση έχει ερευνηθεί από Κράτος το οποίο έχει δικαιοδοσία επ’ αυτής και το Κράτος έχει αποφασίσει να μην ασκήσει δίωξη κατά του συγκεκριμένου προσώπου, εκτός αν η απόφαση οφείλεται στην απροθυμία ή την αληθινή αδυναμία του να ασκήσει δίωξη.
(γ) Το συγκεκριμένο πρόσωπο έχει ήδη δικαστεί για συμπεριφορά η οποία είναι το αντικείμενο του αιτήματος, και το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να εκδικάσει την υπόθεση κατά το άρθρο 20, παράγραφος 3.
(δ) Η υπόθεση δεν είναι επαρκούς βαρύτητας ώστε να δικαιολογεί περαιτέρω ενέργειες
από το Δικαστήριο.
- Για να προσδιοριστεί η απροθυμία σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, το Δικαστήριο ερευνά, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές της ορθής διαδικασίας που αναγνωρίζονται από το διεθνές δίκαιο, εάν συντρέχουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία, κατά περίπτωση :
(α) Η διαδικασία διεξήχθη ή διεξάγεται ή η εθνική απόφαση ελήφθη προκειμένου να προστατευθεί το συγκεκριμένο πρόσωπο από την ποινική ευθύνη για εγκλήματα που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου όπως αυτή αναφέρεται στο άρθρο 5.
(β) Υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διαδικασία η οποία υπό τις δεδομένες συνθήκες είναι ασυμβίβαστη με την πρόθεση να αχθεί το συγκεκριμένο πρόσωπο ενώπιον της δικαιοσύνης.
(γ) Η διαδικασία δεν διεξήχθη ή δεν διεξάγεται ανεξάρτητα ή αμερόληπτα, και διεξήχθη ή διεξάγεται κατά τρόπον ο οποίος, υπό τις δεδομένες συνθήκες, είναι ασυμβίβαστος με την πρόθεση να αχθεί το συγκεκριμένο πρόσωπο ενώπιον της δικαιοσύνης.
- Για να προσδιοριστεί η αδυναμία σε μία συγκεκριμένη υπόθεση το Δικαστήριο θα εξετάσει αν, λόγω πλήρους ή ουσιαστικής κατάρρευσης ή μη ύπαρξης του εθνικού του δικαστικού συστήματος, το Κράτος δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει την παρουσία του κατηγορουμένου ή να συλλέξει τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία και μαρτυρίες ή άλλως είναι ανίκανο να φέρει εις πέρας τη διαδικασία.
Για το ζήτημα της συμπληρωματικότητας (και τη σχέση της προς την επικουρικότητα) βλ. εκτενώς Τσιλώνης, Η δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, σ. 289 επ., όπου ο συγγραφέας τίθεται υπέρ της θέσης ότι η διαδικασία ενώπιον του ΔΠΔ είναι κατ’ αρχήν παραδεκτή και ότι αυτή μόνον κατ’ εξαίρεση δεν επιτρέπεται, όταν έχει ασκηθεί ήδη ποινική δίωξη γι’ αυτήν από τις εθνικές αρχές κλπ.
[3] Ναζίρης σ. 17
[4]Ναζίρης οπ. π., σ. 18 επ.
[5]Σύμφωνα με την παρ. 4 “Οι Κανόνες Διαδικασίας και Απόδειξης, οι τροποποιήσεις τους και οποιοιδήποτε προσωρινοί Κανόνες πρέπει να συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος Καταστατικού. Οι τροποποιήσεις στους Κανόνες Διαδικασίας και Απόδειξης, όπως και οι προσωρινοί Κανόνες, δεν εφαρμόζονται αναδρομικά σε βάρος του ανακρινόμενου, διωκομένου ή καταδικασθέντος”. Σύμφωνα με την παρ. 5 “Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ του Καταστατικού και των Κανόνων Διαδικασίας και Απόδειξης κατισχύει το Καταστατικό”.
[6] Ναζίρης σ. 20-21 με επιχειρήματα βασιζόμενα στο άρθρο 9 παρ. 1 εδ. α και παρ. 3 που ορίζουν η μεν πρώτη ότι “τα στοιχεία της υπόστασης των εγκλημάτων βοηθούν το Δικαστήριο στην ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 6,7 και 8” και η δεύτερη ότι “τα στοιχεία εγκλημάτων και οι τροποποιήσεις τους θα είναι σύμφωνες με το παρόν Καταστατικό”.
[7] Ναζίρης σ. 17-18 και υποσημ 86
[8] Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 5, το Δικαστήριο θα ασκήσει δικαιοδοσία επί του εγκλήματος της επίθεσης όταν υιοθετηθεί διάταξη σύμφωνα με τα άρθρα 121 και 123 που θα ορίζει το έγκλημα και θα θέτει τους όρους υπό τους οποίους το Δικαστήριο θα ασκεί δικαιοδοσία σε σχέση με το έγκλημα αυτό. Η διάταξη αυτή θα συνάδει προς τις σχετικές διατάξεις του Χάρτη των Η.Ε.
[9] Χατζηκώστας, οπ.π., σ. 325.
[10] Ναζίρης, οπ. π ,σ. 60, υποσημ. 83
[11] Ναζίρης οπ.π., σ. 57 υποσημ. 76.
[12] Ναζίρης, οπ. π., σ. 51.
[13] Ναζίρης, οπ. π., σ. 68.
[14] Ναζίρης, οπ. π., σ. 68-69.
[15] Ναζίρης, οπ. π., σ. 175 επ., όπου αναλύεται και η αντίθετη γνώμη του συγγραφέα.
[16]Βλ. Χατζηκώστα, όπ. π., σ. 324 υποσημ. 1423, Ναζίρης, όπ π., σ. 76-77.
[17] Τούτο βέβαια νοείται οίκοθεν, αφού η επίθεση πρέπει να στρέφεται κατά “πληθυσμού”.
[18] Βλ. την εκτενή ανάλυση Ναζίρη οπ. π. σ. 86 επ., ο οποίος χαρακτηρίζει το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας ως οιονεί αθροιστικό έγκλημα, καθότι η θεμελίωση του αξιοποίνου προϋποθέτει την τέλεση περισσοτέρων πράξεων, οι οποίες όμως δεν είναι απαραίτητο να αποδίδονται σε κάθε δράστη ξεχωριστά ούτε να ανήκουν στην ίδια κατηγορία (π.χ. ανθρωποκτονίες), σε αντίθεση με το stricto sensu αθροιστικό έγκλημα που προϋποθέτει την επανειλημμένη τέλεση της ιδίας πράξης από τον ίδιο δράστη, Ναζίρης οπ.π., σ. 57 υποσημ. 76.
[19] Εξαιρούνται βέβαια περιπτώσεις όπου με μία και μόνη ενέργεια είναι δυνατόν να επιτευχθεί τεράστιος αριθμός θυμάτων, όπως π.χ. ρίψη ατομικής βόμβας κατά αμάχου πληθυσμού, Ναζίρης οπ. π. σ. 91, υποσημ. 207.
[20] Σε πολλές περιπτώσεις, η ίδια η φύση της εγκληματικής συμπεριφοράς που εκρίθη από τα δικαστήρια ότι συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας αποκλείει.
[21] Βλ. Ναζίρη οπ. π., σ. 96 με παραπομπές στη σχετική νομολογία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Πρώη Γιουγκοσλαβία (ICTY).
[22] Ναζίρης, οπ. π., σ. 99.
[23] Ναζίρης, οπ. π., σ. 98.
[24] Ναζίρης, οπ. π., σ. 98.
[25] Ναζίρης, οπ. π., σ.102, 103, ο οποίος, μάλιστα υποστηρίζει ότι σε αυτό το στοιχείο κυρίως έγκειται η ιδιαίτερη απαξία του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας σε σχέση με άλλα εγκλήματα.
[26] Ναζίρης, οπ. π., σ.102, 103 και συγκεφαλαιωτικά σ. 143.
[27] “[…] It is understood that “policy to commit such attack” requires that the State or organization actively promote or encourage such an attack against a civilian population”.
[28] Ναζίρης, οπ. π., σ.108.
[29] Σχετικά με την ποινική ευθύνη των φυσικών προσώπων και την (αδικοπρακτική) ευθύνη των κρατών στο σύστημα του ΚΔΠΔ το άρθρο 25 ορίζει τα κάτωθι:
- Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία επί φυσικών προσώπων κατά το παρόν Καταστατικό.
- Ο διαπράττων έγκλημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ευθύνεται ατομικά και τιμωρείται κατά το παρόν Καταστατικό.
- Κατά το παρόν Καταστατικό ευθύνεται ποινικά και τιμωρείται για έγκλημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, όποιος:
(α) διαπράττει τέτοιο έγκλημα, είτε ατομικά είτε μαζί με κάποιον άλλον ή μέσω κάποιου άλλου, ανεξαρτήτως αν το άλλο πρόσωπο υπέχει ποινική ευθύνη
(β) προστάζει, παραγγέλλει ή παρακινεί προς διάπραξη τέτοιου εγκλήματος, το οποίο τελέσθηκε ή έγινε απόπειρά του
(γ) με σκοπό την διευκόλυνση διαπράξεως τέτοιου εγκλήματος, παρέχει βοήθεια, ενθαρρύνει ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο παρέχει συνδρομή στην τέλεση του ή στην απόπειρα τέλεσης του, συμπεριλαμβανομένης και της παροχής των μέσων για την διάπραξη του
(δ) καθ’ οιονδήποτε τρόπο συμβάλλει στην διάπραξη τέτοιου εγκλήματος τετελεσμένου ή σε απόπειρα, από μία ομάδα προσώπων που ενεργούν με κοινό σκοπό. Η συμβολή αυτή πρέπει να είναι με πρόθεση και είτε:
(ι) να παρέχεται προς τον σκοπό πραγματοποίησης της αξιοποίνου δραστηριότητας ή του αξιοποίνου σκοπού της ομάδας, όπου αυτή δραστηριότητα ή πρόθεση περιλαμβάνει τη διάπραξη εγκλήματος που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, είτε
(ιι) να παρέχεται εν γνώσει της προθέσεως της ομάδας να διαπράξει το έγκλημα
(ε) σχετικώς με το έγκλημα της γενοκτονίας, άμεσα και δημόσια παρακινεί άλλους να διαπράξουν γενοκτονία
(στ) αποπειράται να διαπράξει τέτοιο έγκλημα προβαίνοντας σε σημαντική ενέργεια που αποτελεί αρχή εκτελέσεως αλλά το έγκλημα δεν ολοκληρώνεται λόγω περιστάσεων ανεξαρτήτων των προθέσεων του δράστη.
Εντούτοις, ο εγκαταλείπων την προσπάθεια να διαπράξει το έγκλημα ή ο με άλλον τρόπο εμποδίζων την ολοκλήρωση του εγκλήματος δεν τιμωρείται κατά το παρόν Καταστατικό για την απόπειρα διαπράξεως αυτού, αν πλήρως και εκουσίως εγκατέλειψε τον εγκληματικό σκοπό.
- Καμία διάταξη του παρόντος Καταστατικού σχετικά με την ατομική ποινική ευθύνη δεν επηρεάζει την ευθύνη των Κρατών κατά το διεθνές δίκαιο.
[30] Ναζίρης, οπ. π., σ. 115-116 με παραπομπές. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας, υπό την ισχύ της αρχής της αδιαίρετης υπόστασης του κράτους, είναι δυνατή (υπό προϋποθέσεις) η πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας ως προς το υπό εξέτασιν στοιχείο ακόμα και με την ψήφιση νόμου που αποβλέπει στη δίωξη αμάχου πληθυσμού από το Κοινοβούλιο ορισμένου κράτους.
[31] Ναζίρης, οπ. π., σ. 116 και 120.
[32] Ναζίρης, οπ. π., σ. 116. Προφανώς, πρόσωπα που βρίσκονται στα κατώτερα επίπεδα της κρατικής ιεραρχίας, όπως οι απλοί οπλίτες δεν έχουν δυνατότητα χάραξης πολιτικής εναντίον αμάχου πληθυσμού.
[33] Ναζίρης, οπ. π., σ. 117-118. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας η εφαρμογή του εθιμικού δικαίου περί διεθνούς ευθύνης των κρατών δεν παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας, καθότι έχει ως αποτέλεσμα την περιστολή του αξιοποίνου υπέρ του δράστη: Με την προσφυγή στο διεθνές εθιμικό δίκαιο επιτυγχάνεται η συμπλήρωση του κανόνα του άρθρου 7 ΚΔΠΔ, ο οποίος είναι λευκός ως προς το στοιχείο του nexus, δηλαδή του αναγκαίου συνδέσμου μεταξύ της πράξης του δράστη και της προσβολής του αμάχου πληθυσμού. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν εγένετο δεκτή η προσφυγή στο εθιμικό δίκαιο θα κατηργείτο κατ’ ουσίαν το στοιχείο του nexus, με αποτέλεσμα να μπορεί να θεμελιωθεί το αξιόποινο του άρθρου 7 ακόμη και για πράξεις που δεν τελέστηκαν σε εφαρμογή κρατικής πολιτικής, οπ.π. σ. 118, υποσημ. 345.
[34] Ναζίρης, οπ. π., σ. 117-118.
[35] Ναζίρης, οπ. π., σ. 121.
[36] Ναζίρης, οπ. π., σ. 121-122.
[37] A policy which has a civilian population as the object of the attack would be implemented by State or organizational action. Such a policy may, in exceptional circumstances, be implemented by a deliberate failure to take action, which is consciously aimed at encouraging such attack. The existence of such a policy cannot be inferred solely from the absence of governmental or organizational action.
[38] Ναζίρης, οπ. π., σ. 129-132.
[39] Στη διεθνή πρακτική τέτοια νομική προσωπικότητα αναγνωρίζεται είτε με βάση το τυπικό κριτήριο (αναγνώριση νομικής προσωπικότητας ευθέως από το καταστατικό του οργανισμού) είτε με βάση το ουσιαστικό/λειτουργικό κριτήριο (πρόσδοση αρμοδιοτήτων στον οργανισμό, οι οποίες αρμόζουν σε νομικό΄πρόσωπο και αξιώνουν ίδια νομική προσωπικότητα για την άσκησή τους
[40]Ναζίρης, οπ. π., σ. 136-137
[41] Ναζίρης, οπ. π., σ. 139.
[42] Ναζίρης, οπ. π., σ. 139.
[43] Ναζίρης, οπ. π., σ. 139 επ..
[44] Ναζίρης, οπ. π., σ. 153.
[45] Ναζίρης, οπ. π., σ. 153.
[46] Πρόκειται για τέσσερεις συμβάσεις που συνήφθησαν το 1949 και δύο Πρόσθετα Πρωτόκολλα που συνήφθησαν το 1977, και καθορίζουν τα πρόσωπα και τους στόχους που πρέπει να τύχουν προστασίας κατά τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων. Το 2005 προσετέθη και ένα τρίτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο για την προστασία όσων προσφέρουν ιατρικές υπηρεσίας κατά τη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων, βλ Αδαμίδη, σ. 6-7.
[47] Ναζίρης, οπ. π., σ. 154., με την επισήμανση ότι πανομοιότυπη είναι και η ερμηνεία του όρου άμαχος σύμφωνα με το διεθνές εθιμικό δίκαιο. Για το μεθοδολογικά επιτρεπτό της συμπλήρωσης του λευκού (ως προς το συγκεκριμένο στοιχείο) ποινικού κανόνα δια της προσφυγής σε πηγές εκτός του Καταστατικού για βλ. την ανάλυση Ναζίρη, οπ. π., σ. 156-158.
[48] Ναζίρης, οπ. π., σ. 158.
[49] Για το ζήτημα βλ. διεξοδικά Ναζίρη, οπ. π., σ. 154- 158 και ιδίως 156-158.
[50] Ναζίρης, οπ. π., σ. 161.
[51] Πρόκειται για Τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων ενός των εν συρράξει Μερών ως επίσης και τα μέλη της εθνοφυλακής και των εθελοντικών σωμάτων των αποτελούντων τμήμα των ενόπλων αυτού δυνάμεων.
[52] Πρόκειται για “Τα μέλη των άλλων εθνοφρουρών και τα μέλη των άλλων εθελοντικών σωμάτων, συμπεριλαμβανομένων και των ομάδων οργανωμένης αντιστάσεως ανηκόντων εις εν των εν συρράξει Μερών και δρώντων εκτός ή εντός του ιδίου αυτού εδάφους έστω και αν το έδαφος τούτο ευρίσκεται υπό κατοχήν, εφ’ όσον αι εθνοφρουραί αύται, ή τα εθελοντικά σώματα περιλαμβανομένων των ομάδων οργανωμένης αντιστάσεως, πληρούν τους κάτωθι όρους:
α)Έχουν επί κεφαλής των πρόσωπον υπεύθυνον δια τας πράξεις των υφισταμένων του.
β)Έχουν διακριτικόν σήμα μόνιμον και δυνάμενον ν’ αναγνωρισθή εξ αποστάσεως.
γ)Οπλοφορούν αναφανδόν.
δ)Συμμορφούνται κατά τας επιχειρήσεις των με τους Νόμους και τα έθιμα του πολέμου.
[53]Πρόκειται για “Τα μέλη τακτικών ενόπλων δυνάμεων εξαρτωμένων από Κυβέρνησιν ή αρχήν μη αναγνωριζομένην υπό της κατακρατούσης Δυνάμεως”.
[54] Το οποίο ορίζει τα εξής: Ο πληθυσμός μη κατεχομένου εδάφους, όστις επί τη προσεγγίσει του εχθρού λαμβάνει αυθορμήτως τα όπλα ίνα πολεμήση κατά των στρατευμάτων εισβολής χωρίς να έχη τον καιρόν να καταρτισθή εις τακτικάς ενόπλους δυνάμεις, εφ’ όσον οπλοφορεί αναφανδόν και σέβεται τους Νόμους και τα έθιμα του πολέμου.
[55] Το οποίο ορίζει τα εξής: 1. Οι ένοπλες δυνάμεις ενός εμπολέμου Μέρους αποτελούνται από όλες τις οργανωμένες ένοπλες δυνάμεις, ομάδες ή μονάδες οι οποίες βρίσκονται κάτω από διοίκηση υπεύθυνη απέναντι σ’ αυτό το Μέρος για τη διαγωγή των υφισταμένων της, έστω και αν αυτό το Μέρος αντιπροσωπεύεται από μια Κυβέρνηση ή Αρχή μη αναγνωρισμένη από το αντίπαλο Μέρος. ‘Ένοπλες δυνάμεις αυτού του είδους υπόκεινται σε ένα εσωτερικό πειθαρχικό σύστημα το οποίο, μεταξύ άλλων, επιβάλλει συμμόρφωση προς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου που ισχύουν για τις ένοπλες ρήξεις. 2. Μέλη των ενόπλων δυνάμεων ενός εμπολέμου Μέρους (εκτός του ιατρικού προσωπικού και των στρατιωτικών ιερέων που καλύπτονται από το άρθρο 33 της Τρίτης Σύμβασης) είναι μάχιμοι, δηλαδή έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν απ’ ευθείας σε εχθροπραξίες. 3. Οποτεδήποτε ένα εμπόλεμο Μέρος ενσωματώνει μια παραστρατιωτική ή μία ένοπλη οργάνωση επιβολής νόμου εντός των ενόπλων δυνάμεών της πρέπει να γνωστοποιεί αυτό στα άλλα εμπόλεμα Μέρη
[56] Ο πληθυσμός μη κατεχομένου εδάφους, όστις επί τη προσεγγίσει του εχθρού λαμβάνει αυθορμήτως τα όπλα ίνα πολεμήση κατά των στρατευμάτων εισβολής χωρίς να έχη τον καιρόν να καταρτισθή εις τακτικάς ενόπλους δυνάμεις, εφ’ όσον οπλοφορεί αναφανδόν και σέβεται τους Νόμους και τα έθιμα του πολέμου.
[57] Ναζίρης, οπ. π. σ. 161.
[58] Ναζίρης, οπ. π. σ. 161.
[59] Ναζίρης, οπ. π. σ. 161-162.
[60]Το άρθρο 13 ορίζει τα εξής:
- Ο αστικός πληθυσμός και οι απλοί πολίτες θα απολαμβάνουν γενικής προστασίας έναντι των κινδύνων που προέρχονται από στρατιωτικές επιχειρήσεις. Προκειμένου να δοθεί ισχύς στην παραπάνω προστασία, οι ακόλουθοι κανόνες θα τηρούνται σε κάθε περίπτωση.
- Ο αστικός πληθυσμός αυτός καθεαυτός, καθώς και οι απλοί ιδιώτες δεν θα αποτελούν αντικείμενο επιθέσεως. Οι ενέργειες ή οι απειλές χρήσης βίας, πρωταρχικός σκοπός των οποίων είναι η εξάπλωση τρόμου στον αστικό πληθυσμό, απαγορεύονται.
- Οι ιδιώτες θα απολαμβάνουν της προστασίας που παρέχεται στο παρόν Μέρος, εκτός και για εκείνο το χρονικό διάστημα που λαμβάνουν ενεργό μέρος στις εχθροπραξίες.
[61]Commentary on the Additional Protocols of 8 June 1977 to the Geneva Conventions of 12 August 1949, σ. 1352, αρ. 4462: The term “armed forces” of the High Contracting Party should be understood in the broadest sense. In fact, this term was chosen in preference to others suggested such as, for example, “regular armed forces”, in order to cover all the armed forces, including those not included in the definition of the army in the national legislation of some countries (national guard, customs, police forces or any other similar force).
[62]Ναζίρης, οπ. π. σ. 163.
[63]Η διάταξη αυτή αποδίδει με διαφορετική διατύπωση το περιεχόμενο του (κοινού) άρθρο 3 των τεσσάρων Συμβάσεων της Γενεύης το οποίο ορίζει σχετικά τα εξής:
Άρθρον 3. Εν περιπτώσει ενόπλου συρράξεως ήτις, δεν παρουσιάζει διεθνή χαρακτήρα και αναφύεται επί του εδάφους ενός των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών, έκαστον των εν συρράξει Μερών υποχρεούται να τηρήση τουλάχιστον τας κάτωθι διατάξεις:
- Τα πρόσωπα, άτινα δεν λαμβάνουν απ’ ευθείας μέρος εις τας εχθροπραξίας, συμπεριλαμβανομένων και των προσώπων των ανηκόντων εις τας ενόπλους δυνάμεις, άτινα κατέθεσαν τα όπλα, ως και τα πρόσωπα, άτινα ετέθησαν εκτός μάχης ένεκα ασθενείας, τραύματος, κρατήσεως ή δια πάσαν άλλην αιτίαν θα τύχουν, εν πάση περιπτώσει, ανθρωπιστικής μεταχειρίσεως, άνευ ουδεμιάς δυσμενούς διακρίσεως βασιζομένης επί της φυλής, του χρώματος, του θρησκεύματος ή της πίστεως της καταγωγής ή της περιουσίας ή παντός άλλου αναλόγου κριτηρίου.[…]
[64] Αντίθετος με την άποψη αυτή και υπέρ της διασταλτικής ερμηνείας ο Ναζίρης, οπ.π. σ.
[65] Υπενθυμίζουμε ότι ο όρος άμαχος πληθυσμός αποδίδεται στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο ως civilian population.
[66] Βλ σχετικά την ανάλυση Ναζίρη, οπ. π., σ. 163-165. Συναφής είναι και διάκριση στο πλαίσιο οτου άρθρου 8 ανάμεσα στις διατάξεις που τυποποιούν προσβολές του “άμαχου πληθυσμού” (π.χ. άρ. 8 παρ. 2 περ. β-ι) από τη μια και εκείνων που προστατεύουν πρόσωπα hors de combat από την άλλη (βλ. π.χ. άρ. 8 παρ. 2 περ. β, υποπερ. vi)
[67] Ναζίρης, οπ. π., σ. 165 -166.
[68] Στην περίπτωση αυτή βέβαια, θα πρέπει να υφίσταται κάποιο άλλο συνεκτικό στοιχείο πέραν της εθνικότητας π.χ. θρήσκευμα μεταξύ των ατόμων, που να θεμελιώνει τον χαρακτηρισμό τους ως πληθυσμού,
[69] Ναζίρης, οπ. π., σ. 171-172 και ιδίως υποσημ. 551
[70] Τη θέση αυτή δέχεται παγίως η νομολογία, βλ. Ναζίρη, οπ. π. σ, 173.
[71] Ναζίρης, οπ. π., σ. 173.
[72] Ναζίρης, οπ.π., σ.200.
[73] Ναζίρης, οπ.π., σ.200-201 και 205
[74] Ναζίρης, οπ.π., σ.201, βλ. και συνοπτική παράθεση των αντιθέτων απόψεων στη σελ. 201.
[75] Ναζίρης, οπ.π., σ.204 σε συνδυασμό με σελ. 187.
[76] Ναζίρης, οπ.π., σ.204-205.
[77]Ναζίρης, οπ.π., σ.218 σε συνδυασμό με σ. 223.
[78] Για το περιεχόμενο της γνώσης θα γίνει λόγος πληρέστερα στην επόμενη παράγραφο.
[79] Ναζίρης, οπ.π., σ.220
[80] Ναζίρης, οπ.π., σ.221-222.
[81] Ναζίρης, οπ.π., σ.220.
[82]Ναζίρης, οπ.π., σ.223-224
[83]Ναζίρης, οπ.π., σ.228.
[84]Ναζίρης, οπ.π., σ.234-235.
[85] Ναζίρης, οπ.π., σ.244.
[86] Ναζίρης, οπ.π., σ.245.
[87]Βλ. σχετικά Ναζίρη, οπ.π., σ.247 επ. με αντίθετη άποψη του συγγραφέα.
[88] Ναζίρης, οπ.π., σ.255 επ.
[89] Ναζίρης, οπ. π. σ. 259 επ. όπoυ και πολύ εκτενέστερη ανάλυση
[90] Ναζίρης, οπ. π. σ. 262.
[91] Ναζίρης, οπ. π. σ. 264.
[92] Ναζίρης, οπ. π. σ. 266.
[93] Ναζίρης, οπ. π. σ. 266-267.
[94] Ναζίρης, οπ. π. σ. 268 με παραπομπές στο ΔΠΔΓ.
[95] Ναζίρης, οπ. π. σ. 272
[96]Ναζίρης, οπ. π. σ. 269-270.
[97] Ναζίρης, οπ. π. σ. 270.
[98] Ναζίρης, οπ. π. σ. 270.
[99]Ναζίρης, οπ. π. σ. 273
[100]Βλ. στοιχείο 3 υπό το άρθρο 7 παρ. 1 περ. δ: “Ο δράστης θα πρέπει να είχε επίγνωση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη νομιμότητα της παρουσίας [The perpetrator was aware of the factual circumstances that established the lawfulness of such presence]”.
[101] Ναζίρης, οπ. π. σ. 277.
[102] Ναζίρης, οπ. π. σ. 279-280.
[103] Ναζίρης, οπ. π. σ. 282.
[104] Ναζίρης, οπ. π. σ. 283.
[105] Ναζίρης, οπ. π. σ. 288.
[106] Πρβλ. ιδίως την περίπτωση όπου τυποποιούνται ως έγκλημα Άλλες απάνθρωπες πράξεις παρόμοιου χαρακτήρα οι οποίες με πρόθεση προκαλούν μεγάλο πόνο ή βαρεία σωματική βλάβη ή βαρεία βλάβη της διανοητικής ή σωματικής υγείας.
[107] Ναζίρης, οπ. π. σ. 288.
[108] Έτσι Ναζίρης, οπ. π. σ. 288, με περαιτέρω παραπομπές και παραδείγματα.
[109]Ναζίρης, οπ. π. σ. 294-295. Πρβλ τον ορισμό των βασανιστηρίων που διαλαμβάνει η Σύμβαση κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας στην παρ. 1 εδάφ α αυτής: Για τους σκοπούς αυτής της σύμβασης, ο όρος βασανιστήρια σημαίνει κάθε πράξη με την οποία, σωματικός ή ψυχικός πόνος ή έντονη οδύνη επιβάλλονται με πρόθεση σ’ ένα πρόσωπο, με σκοπό ιδίως να απαιτηθούν σ’ ένα ή από τρίτο πρόσωπο πληροφορίες ή ομολογίες, να τιμωρηθεί για μια πράξη που αυτό ή τρίτο πρόσωπο έχει διαπράξει ή είναι ύποπτο ότι την έχει διαπράξει, να εκφοβησθεί ή να εξαναγκασθεί αυτός ή τρίτο πρόσωπο, ή για κάθε άλλο λόγο που βασίζεται σε διάκριση οποιασδήποτε μορφής, εφόσον ένας τέτοιος πόνος ή οδύνη επιβάλλονται από δημόσιο λειτουργό ή κάθε άλλο πρόσωπο που ενεργεί με επίσημη ιδιότητα ή με την υποκίνηση ή τη συναίνεση ή την ανοχή του.
[110] Ναζίρης, οπ. π. σ. 296.
[111] Ναζίρης, οπ. π. σ. 298-299.
[112] Ναζίρης, οπ. π. σ. 299
[113] Ναζίρης, οπ. π. σ. 300
[114] Ναζίρης, οπ. π. σ. 300
[115] Ναζίρης οπ. π. σ. 298, βλ. και Elements of Crimes, Article 7 (1) (g)-6 στοιχ. 1.
[116] Ναζίρης οπ. π. σ. 301, σύμφωνα με τον οποίο η εν λόγω προϋπόθεση έχει τεθεί προς τον σκοπό της περιστολής του εύρους της αξιόποινης συμπεριφοράς εν όψει της αοριστίας της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος βλ. και σ. 207 οπ. π..
[117]Σύμφωνα με την οποία: Για τους σκοπούς του παρόντος Καταστατικού, εννοείται ότι ο όρος “φύλο” αναφέρεται στα δύο φύλα, αρσενικό και θηλυκό, με την έννοια που τους προσδίδει η κοινωνία. Ο όρος “φύλο” δεν έχει έννοια διαφορετική από την παραπάνω.
[118] Για το ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή διεύρυνση του αξιοποίνου με βάση το υπ’ αριθμόν 2 στοιχείο των Στοιχείων Εγκλημάτων που φαίνεται να δέχεται τη διάπραξη εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας δια της άσκησης διώξεως ακόμη και κατά ενός πρόσωπου βλ. Ναζίρη, οπ. π. σ. 309.
[119] Ναζίρης οπ. π. σ. 310.
[120] Ναζίρης οπ. π. σ. 307.
[121] Ναζίρης οπ. π. σ. 311.
[122] Ναζίρης οπ. π. σ. 311-312
[123] Ναζίρης οπ. π. σ. 312.
[124] Ναζίρης οπ. π. σ. 313.
[125] Στοιχείο υπ’ αριθμόν 4:. Such arrest, detention or abduction was carried out by, or with the authorization, support or acquiescence of, a State or a political organization. Για ανοχή κάνει λόγο ο Ναζίρης, οπ. π. σ. 315 και 316
[126]Στοιχείο υπ’ αριθμόν 2 (α και β): (a) Such arrest, detention or abduction was followed or accompanied by a refusal to acknowledge that deprivation of freedom or to give information on the fate or whereabouts of such person or persons; or (b) Such refusal was preceded or accompanied by that deprivation of freedom.
[127] Υποσημείωση υπ’ αριθμόν 25 στα Στοιχεία Εγκλημάτων: The word “detained” would include a perpetrator who maintained an existing detention.
[128]Εν προκειμένω δεν αξιώνεται η βέβαιη γνώση της επέλευσης ενός μελλοντικού γεγονότος, αλλά η γνώση ότι η πράξη του εντάσσεται σε ένα σχέδιο εξαφάνισης του απαχθέντος, κατά τρόπον ώστε να αναμένει ως λογική συνέχεια την άρνηση παραδοχής από τους αρμοδίους. Έτσι Ναζίρης, οπ.π.σ. 318.
[129] Ναζίρης, οπ. π. σ. 319
[130] Ναζίρης, οπ. π. σ. 331-322
[131] Ναζίρης, οπ. π. σ. 322-323
[132]It is understood that “character” refers to the nature and gravity of the act.
[133] 3. The perpetrator was aware of the factual circumstances that established the character of the act.
[134]5. The perpetrator intended to maintain such regime by that conduct. Η πρόθεση διατήρησης του καθεστώτος απαντά και στον ορισμό του άρθρου 7 παρ. 2 περ. (η).
[135] Ναζίρης, οπ. π. σ. 325.
[136]Σύμφωνα με την υποσημείωση υπ’ αριθμόν 30, ο όρος “χαρακτήρας” αναφέρεται στη φύση και τη βαρύτητα της πράξης [It is understood that “character” refers to the nature and gravity of the act.]
[137] Ναζίρης, οπ. π. σ. 328.
[138] Μάλιστα το έγκλημα αυτό περιγράφεται στα Στοιχεία Εγκλημάτων με φρασεολογία παρόμοια με αυτήν που χρησιμοποιείται για εδώ σχολιαζόμενη περίπτωση του άρθρου 7 παρ. 1 παρ. κ.
[139] Ναζίρης οπ. π. σ.330-331.
[140] Ναζίρης οπ. π. σ.332.
[141] Ναζίρης οπ. π. σ.333 επ.
[142] 3. The perpetrator was aware of the factual circumstances that established the character of the act.
[143]Η ΣΠΚΕΓ εγκρίθηκε και παρέμεινε ανοιχτή για υπογραφή, επικύρωση ή προσχώρηση με την από 9 Δεκεμβρίου 1948 Νο. 260 Α (ΙΙΙ) απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, με έναρξη ισχύος την 12 η Ιανουαρίου 1951 σύμφωνα με το άρθρο 13 αυτής. Παρ’ ημίν, η ΣΠΚΕΓ κυρώθηκε με το Ν.Δ. 3091 της 6/12 Οκτωβρίου 1954: περί κυρώσεως της Συμβάσεως δια την Πρόληψιν και Καταστολήν του Εγκλήματος της Γενοκτονίας από 9 Δεκεμβρίου 1948 (ΦΕΚ Α’ 250)
[144]Βλ. ενδεικτικά Αδαμίδη, οπ. π. σ. 238.
[145] Χατζηκώστας, όπ. π., σ. 328, Τσιλώνης, οπ.π. σ. 134.
[146] Χατζηκώστας, όπ. π., σ. 329
[147] Τσιλώνης, οπ.π. σ. 134.
[148]Decision on the Prosecution’s Application for a Warrant of Arrest against Omar Hassan Ahmad Al Bashir, ICC-02/05-01/09-3 04-03-2009, παρ. 139, διαθέσιμη εις: https://www.icc-cpi.int/court-record/icc-02/05-01/09-3
Σύμφωνα με το κείμενο της αποφάσεως στην αγγλική:
- As a result, the Majority considers that the crime of genocide is comprised of two subjective elements: i. a general subjective element that must cover any genocidal act provided for in article 6(a) to (e) of the Statute, and which consists of article 30 intent and knowledge requirement; and ii. an additional subjective element, normally referred to as “dolus specialis” or specific intent, according to which any genocidal acts must be carried out with the “intent to destroy in whole or in part” the targeted group.
[149] Prosecutor v. Goran Jelisić (Case No. IT-95-10-T), Απόφαση, 14 Δεκεμβρίου 1999, παρ. 66, διαθέσιμη εις http://www.icty.org/x/cases/jelisic/tjug/en/jel-tj991214e.pdf . Σύμφωνα με το κείμενο της αποφάσεως στην αγγλική:
Two elements which may therefore be drawn from the special intent are:
– that the victims belonged to an identified group;
– that the alleged perpetrator must have committed his crimes as part of a wider plan to destroy the group as such”.
[150] Βλ. Χατζηκώστα, οπ. π. σ. 330 και υποσημ. 1450. Στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη πολιτικής για τη διάπραξη γενοκτονίας εις βάρος μιας στοχευμένης ομάδας, μπορούν να σταχυολογηθούν και από τις κάθε είδους ανακοινώσεις και προτροπές των ιθυνόντων ή των προσώπων που ελέγχονται από αυτούς, για την έναρξη ή τη συνέχιση της γενοκτονίας, έτσι, Αδαμίδης, οπ. π.σ. 242. με αναφορές σε πρόσφατα ιστορικά παραδείγματα.
[151] Βλ. αυτήν και άλλες παρατιθέμενες απόψεις στην υποσημ.1445 εις Χατζηκώστα οπ. π. σ. 329 και γενικώς passim.
[152] Πρόκειται για στοιχείο 4 εκάστης υποπερίπτωσης, π.χ. Article 6 (a), στοιχ. 4, Article 6 (β), στοιχ. 4 κ.ο.κ. Το στοιχείο αυτό δεν υπάρχει στο γράμμα του άρθρου 6 του Καταστατικού, επομένως πρόκειται για ένα στοιχείο που οδηγεί σε ερμηνευτική περιστολή του αξιοποίνου.
[153]Δεδομένου ότι, ο όρος “στο πλαίσιο” περιλαμβάνει και τις αρχικές πράξεις “ενός αναδυόμενου προτύπου. [(a) The term “in the context of” would include the initial acts in an emerging pattern;] (Article 6, Genocide, Introduction), υποστηρίζεται ότι το έγκλημα μπορεί υπό όρους να καταφαθεί, ακόμη και αν έχει τελεστεί μία μοναδική πράξη γενοκτονίας ( Χατζηκώστας, όπ. π., σ. 331.).
[154] Χατζηκώστας, όπ. π., σ. 331.
[155] Βλ. Χατζηκώστα οπ.π. σ. 332 με παραπομπές στις υποσημειώσεις 1458 και 1459.
[156] Χατζηκώστας, όπ. π., σ. 331.
[157]Στην υπόθεση Jelisic (Prosecutor v. Jelisic (ICTY-IT-95-10-T), Judgement, Trial Chamber, 14 December 1999 §§100-101).
[158] Χατζηκώστας, όπ. π., σ. 331.
[159]Prosecutor v. Akayesu (Case No. ICTR-96-4-T), Απόφαση, 2 Σεπτεμβρίου 1998, παρ. 512 (διαθέσιμη εις: https://www.refworld.org/jurisprudence/caselaw/ictr/1998/en/19275 )., όπου σύμφωνα με το πρωτότυπο κείμενο […] a national group is defined as a collection of people who are perceived to share a legal bond based on common citizenship, coupled with reciprocity of rights and duties.
[160] Prosecutor v. Akayesu (Case No. ICTR-96-4-T), Απόφαση, 2 Σεπτεμβρίου 1998, οπ.π., παρ. 513, όπου σύμφωνα με το πρωτότυπο κείμενο: An ethnic group is generally defined as a group whose members share a common
language or culture.
[161] Prosecutor v. Akayesu (Case No. ICTR-96-4-T), Απόφαση, 2 Σεπτεμβρίου 1998, παρ. 514, οπ.π., όπου σύμφωνα με το πρωτότυπο κείμενο: The conventional definition of racial group is based on the hereditary physical traits often identified with a geographical region, irrespective of linguistic, cultural, national or religious factors.
[162] Prosecutor v. Akayesu (Case No. ICTR-96-4-T), Απόφαση, 2 Σεπτεμβρίου 1998, παρ. 515, οπ. π., όπου σύμφωνα με το πρωτότυπο κείμενο: The religious group is one whose members share the same religion, denomination or mode of worship.
[163] Τσιλώνης, οπ. π. σ. 154. Βλ. και Αδαμίδη, οπ. π. σ. 239.
[164]Το αμιγώς υποκειμενικό κριτήριο έγινε δεκτό από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Ρουάντα στην υπόθεση Prosecutor v. Clement Kayishema and Obed Ruzindana, (Case No. ICTR-95-1-T), βλ. Τσιλώνη, οπ. π. σ. 136-137 και υποσημ 381 και 383, και παρακάτω, σ. 154.
[165]Υπέρ αυτού ο Τσιλώνης, οπ. π. σ. 140, με αναφορές και στη νομολογία του ΔΠΔΡ.
[166] Case Concerning the Application of the Convention on the Prevention and Punishment of the Crime of Genocide (Bosnia and Herzegovina v. Serbia and Montenegro), Απόφαση, 26 Φεβρουαρίου 2007, παρ. 194, Prosecutor v. Stakić (Case No. IT-97-24-A), Απόφαση Εφετείου, 22 Μαρτίου 2006, παρ. 26 (διαθέσιμη εις: https://www.refworld.org/jurisprudence/caselaw/icty/2006/en/61217 ) και Τσιλώνης, οπ. π. σ. 140 και υποσημ. 397-398, καθώς και σ. 156, βλ και αντίθετες αποφάσεις εις Τσιλώνη, οπ. π. σ. 155, υποσημ. 461.
[167] Τσιλώνης, οπ. π. σ. 141.
[168]Αδαμίδης, οπ. π. σ. 239, Τσιλώνης, οπ. π. σ. 135-136 και υποσημ 377.
[169] Βλ. Τσιλώνη, οπ. π. σ. 142-143. Την ερμηνεία αυτή είχε προκρίνει η κυβέρνηση Τρούμαν κατα την αποτυχημένη προσπάθειά της να λάβει την έγκριση της αμερικανικής συγκλήτου για την επικύρωση της ΣΠΚΕΓ, Τσιλώνης οπ. π., σ. 157.
[170] Βλ. Τσιλώνη, οπ. π. σ. 143.
[171]Βλ.την Genocide Convention Implementation Act of 1987, διαθέσιμη εις: https://www.congress.gov/bill/100th-congress/senate-bill/1851/text
[172] Case Concerning the Application of the Convention on the Prevention and Punishment of the Crime of Genocide (Bosnia and Herzegovina v. Serbia and Montenegro), Απόφαση, 26 Φεβρουαρίου 2007, παρ. 194, και σχετικά Τσιλώνης, οπ.π. σ. 146.
[173] Βλ. Τσιλώνη, οπ. π. σ. 146.
[174] Case Concerning the Application of the Convention on the Prevention and Punishment of the Crime of Genocide (Bosnia and Herzegovina v. Serbia and Montenegro), Απόφαση, 26 Φεβρουαρίου 2007, παρ. 199. Για ενδελεχέστερη ανάλυση της εν λόγω ερμηνευτικής εκδοχής καθώς και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία και τη θεωρία βλ. Τσιλώνη, οπ. π. σ. 150-151
[175] Article 6 (a), υποσημείωση υπ’ αριθμόν 2.
[176] Αδαμίδης, οπ. π. σ. 243.
[177] Article 6 (c ), στοιχ. 1, υποσημείωση υπ’ αριθμόν 2
[178]Παρόμοια και στα Στοιχεία Εγκλημάτων Article 6 (c ), 4 υποσημείωση υπ’ αριθμόν 4: The term “conditions of life” may include, but is not necessarily restricted to, deliberate deprivation of resources indispensable for survival,
such as food or medical services, or systematic expulsion from homes.
[179]Έτσι ακριβώς Αδαμίδης, οπ. π. σ. 244 με αναφορά στα ιστορικά παραδείγματα εφαρμογής τέτοιων συνθηκών στην περίπτωση της γενοκτονίας των Εβραίων από τους Γερμανούς αρχικά στα γκέτο των πόλεων και εν συνεχεία στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθώς και στην περίπτωση της γενοκτονίας των Ελλήνων και των Αρμενίων από τους Τούρκους με τις εξαντλητικές “λευκές πορείες” χωρίς προορισμό στη μικρασιατική ενδοχώρα και την υποβολή των αρρένων στρατεύσιμης ηλικίας σε καταναγκαστικά έργα στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) .
[180] Βλ. και Αδαμίδη, οπ. π. σ. 245-246.
[181]Αδαμίδης, οπ. π. σ. 246.
[182] Article 6 (e), 5 [5. The person or persons were under the age of 18 years.]
[183]Article 6 (e), 6 [6. The perpetrator knew, or should have known, that the person or persons were under the age of 18 years.]
[184] Article 6 (e), 3 [The perpetrator intended to destroy, in whole or in part, that national, ethnical, racial or religious group, as such.]
[185] Αδαμίδης, οπ. π. σ. 246.
[186] Αυτό εξυπακούεται βέβαια από την υποκειμενική υπόσταση του του άρθρου 6, αλλά αναφέρεται και ρητώς στα Στοιχεία Εγκλημάτων Article 6 (e), στοιχ. 3.